3. ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΟ
Ορόρα
Ένα μέρος της βασικής εκπαίδευσης των βασιλέων ήταν η προετοιμασία αναμέτρησης με τον υπόκοσμο. Σε αυτή την προετοιμασία, το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε τους βρικόλακες, καθώς ήταν τα μόνα πλάσματα που μας επιτίθονταν συχνά. Η δική μου εκπαίδευση άρχισε όταν ήμουν έντεκα χρονών και την φρόντισε ως επί το πλείστον ο Ντιμίτρι. Αν και μπήκε στην οικογένεια μόλις επτά ετών χωρίς ιδιαίτερη γνώση πολεμικών τεχνών, ο πατέρας μου του εξασφάλισε τους καλύτερους δασκάλους που του χάρισαν όλα τα απαραίτητα εφόδια για να εκπαιδεύσει την διάδοχο του θρόνου. Χάρις τον Ντιμίτρι ένιωθα περισσότερη αυτοπεποίθηση σε σώμα με σώμα αναμέτρηση παρά με την χρήση όπλων. Κι έτσι είχα σκοπό να παλέψω εκείνη την στιγμή, ακόμα κι αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα.
Οι βρικόλακες έδειξαν να χαίρονται στην εικόνα μου και κυρίως στην μυρωδιά μου. Ο Κάρτερ στα χέρια τους πάλευε να γλιτώσει και να έρθει κοντά μου. Φαινόταν πως υπέφερα από τον πόνο και με το ζόρι κουνούσα τα άκρα μου. Η αλήθεια δεν ήταν τόσο τραγική λόγω της αδρεναλίνης που έκαιγε το κορμί μου και δεν μου επέτρεπε να νιώσω τα τραύματα μου. Έπαιζα όμως ένα καλό θέατρο για να δώσω στους θύτες την λάθος εντύπωση.
Ο ένας από τους δυο άφησε τον Κάρτερ κι ο δεύτερος έπιασε και το δυο του χέρια για να τον ακινητοποιήσει. Βημάτισε προς τα έμενα και γονάτισε δίπλα μου για να περιεργαστεί τις πληγές μου. Τα ακροδάχτυλα του ψηλάφισαν τα κοψίματα μου και έπειτα τα έφερε στην γλώσσα του για να γευτεί το αίμα μου.
«Μμ», ξεφύσησε εκστασιασμένος. «Δεν έχω γευτεί κάτι πιο νόστιμο».
Ο Κάρτερ φώναζε να με αφήσει δημιουργώντας μου έναν φρικτό πονοκέφαλο. Ο βρικόλακας πλάι μου δεν έδειχνε να επηρεάζεται τόσο. Έπιασε το παλούκι από το χέρι μου και το πέταξε δίπλα στα θρυμματισμένα γυαλιά λέγοντας μου ότι δεν το χρειαζόμουν.
«Τέλειωνε», του υπέδειξε ο βρικόλακας που κρατούσε τον Κάρτερ. «Λιμοκτονώ εδώ πέρα».
Ο φίλος του χαμογέλασε, όχι όμως με τον τρόπο που θα έλκυε μια γυναίκα. Τα χείλη του σχεδόν εξαφανίστηκαν σαν ξεπρόβαλαν τα κοφτερά του δόντια έτοιμα να διαπεράσουν το δέρμα μου.
«Δεν το νομίζω», ψέλλισα και η γροθιά μου προσγειώθηκε στο σαγόνι του.
Κανείς δεν περίμενε αυτή μου την αντίδραση και τα δύο βαμπίρ σάστισαν. Αυτός που κρατούσε τον Κάρτερ προφανώς χαλάρωσε το κράτημα του κι ο πρίγκιπας βρήκε την ευκαιρία να απελευθερωθεί και να αρχίσει η αναμέτρηση τους. Ο δικός μου κυνηγός αρχικά έγειρε προς τα πίσω πιο πολύ από το σοκ, παρά από την δύναμη μου. Εγώ βρήκα την ευκαιρία να κυλήσω παραπέρα σαν χιονοστιβάδα και με ένα σάλτο να σταθώ στα δυο μου πόδια.
«Είσαι και θεατρίνα», αποκρίθηκε ο βρικόλακας καθώς σηκωνόταν.
«Τι να πω; Είμαι ταλαντούχο κορίτσι!»
«Κάτι πήρε το αυτί μου».
Ο σιχαμένος είχε παρακολουθήσει την στιγμή μου με τον Κάρτερ στο αυτοκίνητο. Ήθελε να απολαύσει άρτο και θεάματα. Αλλά δεν θα του έκανα την χάρη, τουλάχιστον για το πρώτο σκέλος.
Γύρισα προς την άλλη μεριά κι άρχισα να τρέχω. Εκείνος χάρις την ταχύτητα των βαμπίρ βρέθηκε ακριβώς μπροστά μου νομίζοντας ότι υπερίσχυε. Ο ανόητος, απλώς έπεφτε στην παγίδα μου. Οι κυνόδοντες του δέσποσαν μία ακόμα φορά για να φανεί απειλητικός και άρχισε να βηματίζει κάνοντας με να οπισθοχωρώ.
«Είστε οι μόνοι που προσπαθείτε να γλιτώσετε με τόσο πείσμα. Όσοι έχουν πέσει στα χέρια μας, μονάχα προσεύχονται».
«Και σου αρέσει αυτό;»
«Φυσικά. Όσο πιο πολύ ενεργείτε, τόσο βράζει το αίμα σας και το καυτό αίμα είναι σκέτο βάλσαμο».
«Λυπάμαι που θα στο πω, αλλά απόψε αρχίζεις δίαιτα».
Σταμάτησα να βηματίζω προς τα πίσω κι έπεσα πάνω του. Εκείνος δεν ήθελε να με ρίξει κι απλώς δέχτηκε να παλέψουμε σαν να κάναμε αγώνες καράτε. Μέχρι που κάποια στιγμή βαρέθηκε, άρπαξε τον σβέρκο μου και με ακινητοποίησε για να με δαγκώσει. Πίσω μου άκουγα ακόμα ήχους αναμέτρησης, οπότε έπρεπε να βιαστώ με τον αρχηγό της αλαζονείας και να βοηθήσω τον Κάρτερ.
«Κάποια τελευταία κουβέντα;», με ρώτησε χωρίς πραγματικά να θέλει να ακούσει το κύκνειο άσμα μου.
«Σ' αρέσουν οι λυκάνθρωποι;»
Ο βρικόλακας σάστισε. Η Ισπανία ήταν η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό των λυκανθρώπων εξαιτίας των συμμαχιών που έκανε ο πατέρας μου μαζί τους. Ήταν επίσης ένα είδος με χρόνια κόντρα με τους βρικόλακες κι από τα λίγα μέλη του υποκόσμου που μπορούσαν να τους αιφνιδιάσουν. Αν και τεράστιοι σωματικά, ήταν τόσο αθόρυβοι που κι ένα βαμπίρ θα τους άκουγε να πλησιάζουν όταν ήταν ήδη πολύ αργά.
Πίστεψε λοιπόν ότι πίσω του υπήρχε ένας θανάσιμος εχθρός κι έκανε το λάθος να με αφήσει και να μου γυρίσει την πλάτη. Σε αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου που είχα στην διάθεση μου, έφερα την μύτη του παπουτσιού μου στο παλούκι που ήταν πεταμένο στην άσφαλτο, αυτό γλίστρησε στο δέρμα μου και με μία κλωτσιά προς τα πάνω βρέθηκε ξανά στην παλάμη μου. Όταν ο βρικόλακας γύρισε προς το μέρος μου, το παλούκι προσγειώθηκε στο στήθος του τραυματίζοντας τον θανάσιμα.
«Όχι τελευταίες λέξεις για σένα», μουρμούρισα καθώς γυρνούσα το παλούκι μέσα στην σάπια του καρδιά.
Όταν τελικά έπεσε νεκρός στον δρόμο, ο φίλος του έβγαλε μια κραυγή θρήνου κι έφυγε τρέχοντας. Ο φόβος νίκησε την πείνα.
«Ορόρα», ψέλλισε λαχανιασμένος ο Κάρτερ κι ήρθε κοντά μου. «Είσαι καλά; Χτύπησες πολύ;»
Εγώ έριξα την πλάτη μου στο αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο και άφησα έναν βαθύ αναστεναγμό να ξεφύγει από μέσα μου.
«Και νόμιζα ότι η επιβίωση των παρθένων στα θρίλερ ήταν προπαγάνδα».
Εκείνος γέλασε με το σχόλιο μου και χάιδεψε τα ανακατεμένα μου μαλλιά.
«Ήσουν απίστευτη. Σωστή Αμαζόνα».
«Μπορείς να φωνάξεις τον Ντιμίτρι και τον Μάικλ και να με πάτε σε ένα νοσοκομείο; Νομίζω ότι ζαλίζομαι».
Κάρτερ
Η Σεβίλλη είχε τρία νοσοκομεία για νταμπίρ. Και εφημέρευαν πάντα και τα τρία. Τον λόγο τον κατάλαβα απόψε. Κανένα πλάσμα δεν ήταν ασφαλές μέσα στην νύχτα. Οι κυνηγοί με το χλωμό δέρμα και τα κόκκινα μάτια παραφυλούσαν στις σκιές για να χτυπήσουν την κατάλληλη στιγμή. Τα τρία νοσοκομεία δεν ήταν απόδειξη οργάνωσης, αλλά συχνών επιθέσεων. Τουλάχιστον είχαν γρήγορη ανταπόκριση, κι όταν καλέσαμε ασθενοφόρο για την Ορόρα, σε είκοσι λεπτά ήταν μπροστά μας.
Η περίθαλψη της ωστόσο δεν ήταν το ίδιο γοργή. Έμεινε στο δωμάτιο των επειγόντων πάνω από μία ώρα, κάτι που δεν άρεσε ούτε σε μένα, ούτε στον Ντιμίτρι. Εκείνος στεκόταν μπροστά από την πόρτα έτοιμος να εισβάλλει, όποτε αισθανόταν την υπομονή του να εξαντλείται, ενώ εγώ καθόμουν στις μεταλλικές καρέκλες με το πόδι μου να ανεβοκατεβαίνει μανιασμένα.
«Δεν χτύπησα σοβαρά», είπε ο Μάικλ σε μια προσπάθεια να με ηρεμήσει. «Προφανώς κάνουν προληπτικές εξετάσεις. Μην ξεχνάς ότι πρόκειται για την πριγκίπισσα».
Για μένα δεν ήταν απλά ένας τίτλος ή ένα ακόμα πρόσωπο στην εξουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούσα να ηρεμήσω χωρίς νέα της.
«Μήπως να δουν κι εσένα οι γιατροί;»
«Εγώ δεν έχω χτυπήσει», του είπα. «Η Ορόρα ήταν μέσα στο αμάξι όταν αναποδογύρισε».
«Και παρόλα αυτά σκότωσε βρικόλακα», ψέλλισε εντυπωσιασμένος. «Η κοπέλα είναι φονικό όπλο».
«Απλώς θαρραλέα».
Ο Μάικλ έριξε μια ματιά στον Ντιμίτρι και μετά επέστρεψε την προσοχή του σε μένα.
«Γιατί δεν χρησιμοποίησες την μαγεία σου;», ρώτησε ψιθυριστά.
Ο κορμός μου γύρισε εκατόν ογδόντα μοίρες σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Υποσχέθηκες ότι δεν θα μιλούσες ποτέ γι' αυτό έξω από το παλάτι».
«Για πόσο καιρό θα το κρατάς κρυφό; Έχεις μια μαγεία που δεν ξέρεις πώς απέκτησες. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, αλλά δεν μπορείς να το κρατήσεις κρυφό για πάντα. Η Ορόρα έχει δικαίωμα να ξέρει».
«Η Ορόρα φοβάται την μαγεία», του θύμισα. Οι φρικιαστικές ιστορίες της γιαγιάς της και το παράδειγμα του βασιλιά Γεωργίου, που τρελάθηκε όταν ανέστησε την γυναίκα του, είχαν συμβάλλει σε μια έντονη αποστροφή της Ορόρα στην μαγεία. «Και δεν θέλω να με μισήσει εξαιτίας της γενετικής ανωμαλίας μου».
«Είναι αδύνατο να σε μισήσει. Εξάλλου αν της δείξεις την θετική πλευρά της φύσης σου θα αλλάξει γνώμη. Αν απόψε κατατρόπωνες τους εχθρούς σας με δυο κινήσεις, πώς θα μπορούσε να σε μισήσει;»
«Δεν γινόταν. Δεν ξέρω πώς να την ελέγχω».
«Γιατί δεν ασχολείσαι μαζί της. Ίσως τώρα πρέπει να αναθεωρήσεις».
Δεν ήθελα να το συζητήσω περισσότερο. Αυτό το θέμα μου προκαλούσε δυσφορία, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσα να το λύσω και να απαλλαχτώ από κάτι που δεν έπρεπε να έχω εξ αρχής. Για καλή μου τύχη, εκείνη την στιγμή βγήκε η Ορόρα στον διάδρομο κι ο Μάικλ δεν είχε άλλο περιθώριο πίεσης.
«Πώς είσαι;», την ρώτησε ο Ντιμίτρι αγκαλιάζοντας την.
Τώρα που δεν υπήρχε ιδιαίτερη ένταση, είχε χαλαρώσει και φαινόταν έτοιμη να κοιμηθεί. Της έδωσαν μάλιστα και ηρεμιστικά γιατί είχε χτυπήσει σοβαρά την μέση της, οπότε η υπνηλία την είχε καταβάλλει περισσότερο από τα γεγονότα της βραδιάς.
«Αν εξαιρέσεις ότι έχω γίνει σουρωτήρι από τα γυαλιά, καλά».
Η αλήθεια είναι πως τα πόδια και τα χέρια της είχαν γεμίσει από άσπρα βαμβάκια που κάλυπταν τα τραύματα της. Ακόμα κι έτσι όμως παρέμενε όμορφη.
«Θα καλέσω ένα ταξί να μας γυρίσει σπίτι», αποκρίθηκε ο Μάικλ και έφυγε από τον διάδρομο για να βρει σήμα.
Ο Ντιμίτρι με την σειρά του μίλησε με τις νοσοκόμες που φρόντισαν την Ορόρα για να του δώσουν οδηγίες για την τραυματία δίνοντας μας λίγο προσωπικό χώρο.
«Αυτό είναι το τελευταίο μέρος που περίμενα να βρεθώ απόψε», ξεφύσησε αποκαρδιωμένη μόλις καθίσαμε.
«Συγγνώμη που σε άφησα μόνη σου στο αυτοκίνητο».
«Ναι, κρίμα που δεν σακάτεψες και την δική σου μέση!»
Γέλασα πνιχτά με το σαρκαστικό της σχόλιο και χάιδεψα απαλά το μάγουλο της.
«Θέλω να σου πω μία ακόμα φορά πόσο γενναία ήσουν απόψε. Σε θαύμασα!»
«Δεν ήταν τίποτα. Τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα».
«Τι μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό;»
Ορόρα
Καθόμασταν και οι τέσσερις στον καναπέ με τον πατέρα μου να στέκεται μπροστά μας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι ένα βλέμμα ικανό να σκοτώσει. Ο Κάρτερ κατάλαβε τότε ποια ήταν τα χειρότερα που ανέφερα στο νοσοκομείο: η οργή του Αλεχάντρο Σάντος. Η μητέρα μου είχε φοβηθεί με την επίθεση που δεχτήκαμε, αλλά ο πατέρας μου δεν την άφησε ούτε να με αγκαλιάσει. Καθόταν πιο πίσω στο μεγάλο τραπέζι των επίσημων γευμάτων και περίμενε όπως όλοι μας την έναρξη της καταιγίδας.
«Για ποιον λόγο δεν μου τηλεφωνήσατε;», έσπασε την αποπνικτική ησυχία με μια ερώτηση που δυστυχώς μόνο εγώ μπορούσα να απαντήσω.
«Δεν ήθελα να σας ανησυχήσω», απάντησα με χαμηλωμένο βλέμμα.
«Και το να επιστρέψεις σπίτι σε αυτά τα χάλια δεν είναι καθόλου ανησυχητικό!», σχεδόν έφτυσε τις λέξεις και τα σπινθηροβόλα μάτια του ρίχτηκαν στον Ντιμίτρι. «Εσύ πού ήσουν όταν έγινε η επίθεση;»
«Στο μπαρ», είπε με σταθερό τόνο.
«Εσύ δεν θέλεις να γίνεις φρουρός της; Δεν ξέρεις ότι οι φρουροί δεν αφήνουν τους αφέντες τους να περιπλανιούνται μόνοι στο σκοτάδι;»
«Το ξέρω».
Ήταν λακωνικός, όπως ήθελε ο πατέρας μου κι όπως άρμοζε σε έναν στρατιώτη. Οι πολυλογίες ήταν για τους πολιτικούς. Μόνο που ο Ντιμίτρι δεν ήταν ακόμα φρουρός και τέλος πάντων δεν χρειαζόμουν εικοσιτετράωρη επιτήρηση. Από τον τρόπο που μου έριχνε κοφτές, άγριες ματιές όμως κράτησα το παράπονο για τον εαυτό μου.
«Εσύ;» Σειρά είχε ο Κάρτερ. Νομίζω ότι και οι δυο μας κρατήσαμε τις ανάσες μας, γιατί δεν μπορούσαμε να του μιλήσουμε με πλήρη και ανατριχιαστική ειλικρίνεια. «Δεν τους κατάλαβες όταν σας πλησίαζαν;»
«Ε... ήμασταν μέσα στο αυτοκίνητο».
«Γιατί; Και γιατί βγήκατε από το μαγαζί εξ αρχής;»
«Ζαλίστηκα», πήρα τον λόγο πριν λιποθυμήσει ο Κάρτερ. «Και βγήκαμε για να πάρω καθαρό αέρα».
«Ήπιες δεσποινίς;»
«Λίγο».
Δεν επέμεινε στην συζήτηση περί αλκοόλ, αν κι ήταν φανερό ότι δεν επικροτούσε. Αλλά ήξερε ότι θα πήγαινα σε μπαρ, τι περίμενε; Να παραγγείλω σοκολατούχο γάλα;
«Κι αφού ζαλίστηκε, γιατί μπήκατε στο αυτοκίνητο;»
Η ερώτηση απευθυνόταν ξανά στον Κάρτερ. Η ενοχή φώναζε πάνω του κι έδινε το έναυσμα στον πατέρα μου να τον ξεζουμίσει. Μήπως είχε καταλάβει ότι συνέβαινε κάτι μεταξύ μας; Πόσο πιο άσχημα μπορούσε να λήξει αυτή η βραδιά τέλος πάντων;
«Θα την γυρνούσα σπίτι», απάντησε ο Κάρτερ. «Δεν σκέφτηκα να ειδοποιήσω τα αγόρια, γιατί δεν γινόταν να την αφήσω μόνη της. Και το κινητό μου ήταν μαζί τους στο μπαρ. Όταν επιβιβαστήκαμε κάτι μας κούνησε και βγήκα έξω να δω τι συνέβαινε. Μετά ακολούθησε η αναμέτρηση».
Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ο πατέρας μου δυσκολευόταν να πιστέψει πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα ή του ήταν αδύνατο να δείξει λίγο φόβο για τον κίνδυνο που αντιμετώπισα απόψε. Και οι δυο πιθανότητες ήταν προσβλητικές. Ακόμα κι όταν ο Κάρτερ του είπε πως σκότωσα τον έναν βρικόλακα τρομοκρατώντας τον δεύτερο, δεν πετάρισε ούτε βλέφαρο. Συνέχιζε να τον κοιτάζει σαν να άκουγε δελτίο ειδήσεων. Τουλάχιστον η μητέρα μου χαμογέλασε και τα χείλη της σχημάτισαν την πρόταση Είμαι τόσο περήφανη!
Μόλις τέλειωσε η αναφορά, ο δικαστής εξέτασε τις εκφράσεις και τις κινήσεις μας μία προς μία, ώστε να επιβεβαιώσουν όσα είχε ακούσει. Να δοξάσει τον Θεό, σαν πιστός καθολικός, για την επιτυχή έκβαση της αποψινής μάχης, δεν το θεώρησε απαραίτητο!
«Ντιμίτρι, Μάικλ, πηγαίνετε στα δωμάτια σας».
Εκείνοι σηκώθηκαν από τον καναπέ κι αφού μας έριξαν από μια συμπονετική ματιά, εγκατέλειψαν το σαλόνι.
«Κι εσύ Μαρέβα», της είπε δίχως να γυρίζει να την κοιτάξει.
Η μητέρα μου δίστασε, αλλά με μια πιο έντονη διαταγή, έσκυψε το κεφάλι και υπάκουσε τον αφέντη. Θύμωνα πολύ όταν της φερόταν έτσι ξεχνώντας πως κάποτε ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Κατανοούσα πως ο έρωτας έσβηνε με τα χρόνια, αλλά εκείνος φερόταν σαν να μην αισθανόταν τίποτα για την μητέρα μου, σαν να ήταν απλά μια παρουσία στον χώρο. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε και μαζί μου και αναπόφευκτα οδηγούμουν στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας μου ήταν απλά μίζερος και δεν του έφταιγε ο χρόνος που έφθειρε την σχέση του με την μητέρα μου ή ο χαρακτήρας μου, που δεν διέφερε ιδιαίτερα από τον δικό του.
Όταν μείναμε εγκληματίες και ανακριτής, ο δεύτερος κάθισε στην πολυθρόνα πίσω του και έγειρε την μέση του μπροστά για να μας βλέπει πιο καθαρά. Τα γεράματα βλέπετε είχαν αποδυναμώσει την όραση του.
«Τώρα που δεν υπάρχει πολυκοσμία, έχετε σκοπό να μου πείτε την αλήθεια;»
«Την αλήθεια σου είπαμε», είπε ο Κάρτερ.
«Δεν αναφέρομαι στην επίθεση των βρικολάκων».
Σιγά το σημαντικό θέμα!
«Τι τρέχει μεταξύ σας;»
Όταν μου έπεφτε η πίεση ένιωθα τα άκρα μου να τρέμουν και να με λούζει κρύος ιδρώτας. Δεν μου συνέβαινε συχνά, γιατί είχα γερή κράση και χρειαζόταν επιδημία για να με αποδυναμώσει. Όλα αυτά μέχρι εκείνη την στιγμή.
Ο Κάρτερ κι εγώ κοιταχτήκαμε ταραγμένοι και νομίζω ότι διέκρινα και στο δικό του κούτελο στάλες κρύου ιδρώτα. Τι έπρεπε να απαντήσουμε; Ήταν ερώτηση παγίδα ή ήθελε ειλικρινή απάντηση; Κι αν απαντούσαμε ειλικρινά πόσο ξύλο θα τρώγαμε; Εγώ πάντως είχα φάει αρκετό για ένα σαββατοκύριακο.
«Σας παρακολουθώ αυτές τις μέρες. Μην νομίζετε ότι δεν έχω καταλάβει την ένταση που υπάρχει ανάμεσα σας. Επιπλέον δεν υπήρχε ούτε ίχνος ειλικρίνειας πριν φτάσετε στην περιγραφή της αναμέτρησης».
Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Ντρεπόμουν κι ήμουν σίγουρη ότι όλο αυτό ήταν το προοίμιο μιας γερής επίπληξης. Η ηρεμία του δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα, η ησυχία που επικρατούσε στο μάτι του κυκλώνα λίγο πριν την θεομηνία.
«Αλεχάντρο δεν υπάρχει τίποτα το κατακριτέο σε ένα αθώο φλερτ», είπε ο Κάρτερ.
«Συμφωνώ».
Ορίστε; Άκουσα καλά; Είπε συμφωνώ; Τι επίδραση είχε ο Κάρτερ στον πατέρα μου;
«Αν μάλιστα ισχύει κάτι τέτοιο, μου δίνετε την κατάλληλη ευκαιρία να σας αναθέσω το πρώτο σας καθήκον ως διάδοχοι».
Για κάποιο λόγο δεν χάρηκα. Είχα ένα άσχημο προαίσθημα, γιατί δεν γινόταν να χρησιμοποιήσει το αθώο φλερτ -όπως το κατονόμασε ο Κάρτερ- για πολιτικούς λόγους. Τα παιχνίδια του στέμματος μόνο αθώα δεν ήταν!
«Όπως είδατε με τα ίδια σας τα μάτια το βασίλειο περνάει κρίση. Τα προβλήματα είναι πολλά και ο λαός μας χρειάζεται ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα λουτρά αίματος που προκαλούν οι αιώνιοι εχθροί μας. Τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να δείχνουμε ενωμένοι. Γι' αυτό, ο Κέλλαν κι εγώ αποφασίσαμε ότι θα ήταν ιδανικό εσείς οι δυο να γίνετε κάτι παραπάνω από συμβασιλείς».
Ήξερα πολύ καλά τι θα ήταν το επόμενο πράγμα που θα άκουγα. Αρνούμουν όμως να το πιστέψω. Είχα μια μικρή ελπίδα ότι δεν θα με έκανε να αισθανθώ σαν μεσαιωνική πριγκίπισσα.
«Θα παντρευτείτε».
«Τι;», κρώξαμε συγχρονισμένα.
«Μπαμπά δεν γίνεται να μιλάς σοβαρά. Πού ζούμε;»
«Σε δύσκολους καιρούς», απάντησε με αυστηρό τόνο, αλλά δεν με πτόησε.
«Δεν μπορώ να παντρευτώ. Είμαι μόνο δεκαεπτά».
«Ο θρόνος απαιτεί θυσίες. Κάποια στιγμή πρέπει να φερθείς με λίγη ανιδιοτέλεια».
Δεν καταλάβαινε ότι ζητούσε πάρα πολλά; Δεν γινόταν στον εικοστό πρώτο αιώνα η λύση να ήταν ο γάμος. Πώς ακριβώς θα έβαζαν τα νυφικά και οι μπουμπουνιέρες τάξη στο χαώδες βασίλειο; Δυο δαχτυλίδια θα έφερναν ειρήνη και ευημερία; Δεν είχαν βρει πραγματική λύση, αλλά αντιπερισπασμό. Κάπως έπρεπε να φύγει η προσοχή των υπηκόων από τα λάθη τους.
«Αλεχάντρο αυτό που προτείνεις αφορά μόνο τις δικές μας ζωές. Ένας γάμος δεν θα αλλάξει τίποτα στα του βασιλείου».
Ούτε ο Κάρτερ τον ώθησε να σκεφτεί ξανά την χαζή απόφαση. Ήταν ανένδοτος. Ήμουν σίγουρη πως είχε κιόλας οργανώσει τον γάμο.
«Εγώ κι ο Κέλλαν είμαστε σε θέση να ξέρουμε καλύτερα τι θα βοηθήσει την ψυχολογία των νταμπίρ. Δεν πήραμε χθες τον θρόνο».
«Μπαμπά σε παρακαλώ», σχεδόν κλαψούρισα. «Δεν θέλω να παντρευτώ».
Δεν συγκινήθηκε με την απόγνωση μου. Χρησιμοποίησε μάλιστα τα λόγια του Κάρτερ εναντίον μας. Αφού υπήρχε κάτι ανάμεσα μας δεν θα ήταν δύσκολο να τα βρούμε ως αντρόγυνο. Ήταν η πιο παράλογη λογική!
«Ίσως να σκεφτείτε άλλη εναλλακτική», επέμεινε ο Κάρτερ. «Μπορεί να έρθει η Ορόρα στην Μόιρα για ένα διάστημα και να συμμετάσχουμε στην διοίκηση. Περισσότερα πρόσωπα στην εξουσία θα βοηθήσουν πιο πολύ από ένα κοσμικό γεγονός».
«Είστε μικροί και σκέφτεστε επιπόλαια. Η οικογένεια βοηθάει κάθε πλάσμα να ωριμάσει, γιατί έρχεται αντιμέτωπος με σημαντικές υποχρεώσεις. Αν ανεβείτε στον θρόνο με τα μυαλά στα ξενύχτια και τα χαμουρέματα στο αυτοκίνητο μου, δεν θα σας πάρουν στα σοβαρά».
«Είδα κι εσάς πόσο σοβαρά σας παίρνουν», φώναξα και σηκώθηκα όρθια.
Ο πατέρας μου στάθηκε με την σειρά του όρθιος και με πλησίασε με απειλητική διάθεση. Δεν διέφερε ιδιαίτερα με τον βρικόλακα που σκότωσα απόψε.
«Τα νταμπίρ εγκαταλείπουν την Μόιρα απογοητευμένα από τους βασιλείς τους. Κι εσείς τι κάνετε γι' αυτό; Οργανώνετε γάμους και πανηγύρια. Δεν θέλετε να βελτιώσετε την κατάσταση, αλλά να την χειροτερέψετε. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Ζηλεύετε. Ζηλεύεις! Σκότωσες βρικόλακα όταν έκανα κλάσματα, ενώ εγώ παλούκωσα βαμπίρ απόψε. Κι εσύ τι έκανες; Με πουλάς ακριβά γιατί πολύ απλά δεν είμαι παρά ένα ακόμα βάρος στην μίζερη ζωή σου».
Το ξέσπασμα μου έληξε με το δραματικό χαστούκι του πάνω μου. Κι εκεί νομίζω πως πάγωσαν όλα μέσα μου. Δεν ένιωσα τίποτα κι ούτε ένα δάκρυ δεν ύγρανε τα μάτια μου. Τον κοίταξα με την παλάμη στο μάγουλο μου σαν να έβλεπα ό,τι απεχθανόμουν περισσότερο στον κόσμο.
«Θα αλλάξω το όνομα μου μετά τον γάμο», τον ενημέρωσα. «Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου».
Κάρτερ
Η Ορόρα έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιο της κι εγώ έμεινα να κοιτάζω σοκαρισμένος το κενό. Ο Αλεχάντρο σήκωσε χέρι πάνω της κι ούτε που αισθάνθηκε την παραμικρή ενοχή. Η κόρη του ήθελε να κόψει κάθε δεσμό μαζί του κι αυτός θύμωσε περισσότερο. Δεν φτάνει που δεν της έδειξε τρυφερότητα όταν επέστρεψε σακατεμένη, που δεν την επιβράβευσε για το κατόρθωμα της και που δεν είχε ούτε λίγη συμπόνια όταν μας ανακοίνωνε ότι παντρευόμαστε, είχε το θράσος να απαιτεί πρωτείο στην παρεξήγηση. Ίσως τελικά να ήταν λίγο χειρότερος πατέρας από τον δικό μου.
«Εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό», με ενημέρωσε όταν συνήλθε από την ταραχή.
«Ούτε κι εσύ», απάντησα και σηκώθηκα από τον καναπέ. «Εδώ και καιρό η ενδοοικεγενειακή βία είναι παράνομη».
Τα μάτια του άστραψαν από την έκπληξη. Περίμενε σοβαρά να σωπάσω σε κάτι τέτοιο; Γυναίκα μου δεν ήθελε να γίνει η Ορόρα; Ε λοιπόν θα υπερασπιζόμουν το δίκιο της ακόμα κι αν έπρεπε να εναντιωθώ στον πατέρα της.
«Καληνύχτα», μουρμούρισα άψυχα και έφυγα από το σαλόνι.
Στην αρχή πέρασα από το δωμάτιο της Ορόρα, αλλά δεν πήρα απάντηση μετά τα επανειλημμένα χτυπήματα. Την άκουγα που έκλαιγε και ήθελα τόσο πολύ να μπω και να την σφίξω στην αγκαλιά μου. Η πριγκίπισσα όμως είχε κλειδώσει την πόρτα καθιστώντας σαφές ότι ήθελε να μείνει μόνη της. Κατευθύνθηκα λοιπόν στο δικό μου δωμάτιο για να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου.
«Παρακαλώ;», ακούστηκε από την άλλη γραμμή κι έσφιξα την γροθιά μου. Ναι, ίσως αν ήταν μπροστά μου, θα έβγαινα εκτός εαυτού.
«Πού βρίσκεσαι τώρα;»
«Στο παλάτι», απάντησε παραξενεμένος. «Γιατί;»
«Και φαντάζομαι διακοσμείς το αίθριο για το γλέντι».
Εκείνος ξεφύσησε βαριά.
«Σας μίλησε ο Αλεχάντρο», διαπίστωσε.
«Ναι μας μίλησε και τουλάχιστον η Ορόρα είχε την τύχη να ακούσει τα νέα από τον πατέρα της. Ο δικός μου δεν το έκρινε απαραίτητο να με ενημερώσει για το συνοικέσιο;»
«Έπρεπε να ακούσετε τα νέα μαζί. Με άλλα λόγια στην Σεβίλλη».
Κι εγώ τώρα έπρεπε να πειστώ; Να συγχωρέσω την αμέλεια του;
«Και από τα τόσα πράγματα που θα μπορούσαμε να πράξουμε για το βασίλειο, θεωρήσατε ότι το βασικότερο είναι ένας γάμος;»
«Τι είστε σε θέση να κάνετε για το βασίλειο; Είστε ανώριμοι και άπειροι».
«Είδαμε και την δική σας εμπειρία».
Ακολουθούσα το παράδειγμα της Ορόρα. Ύψωσε το ανάστημα της και υπογράμμισε τα λάθη των βασιλέων.
«Μάζεψε την γλώσσα σου Κάρτερ, γιατί δεν έχω κανένα πρόβλημα να στην κόψω». Πλέον φώναζε και αν ήταν κάποιος στο δωμάτιο μαζί μου, θα τον άκουγε χωρίς ανοιχτή ακρόαση. Πιθανόν κιόλας αν ήταν μπροστά μου, να με χαστούκιζε όπως ο Αλεχάντρο την Ορόρα. «Είμαστε ανώτεροι σας κι έχετε την υποχρέωση να κάνετε αυτό που σας λέμε. Οποιαδήποτε αντίρρηση σας καθιστά προδότες του στέμματος».
«Προδοσία επειδή δεν θέλω να παντρευτώ από τα είκοσι μου; Είσαι με τα καλά σου;»
«Μην δοκιμάζεις περισσότερο την υπομονή μου. Δεν το έχω σε τίποτα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να έρθω στην Σεβίλλη να σε συνετίσω με τον τρόπο που μόνο εγώ ξέρω. Κράτα λοιπόν το στόμα σου κλειστό και παίξ' το ζόρικος στην αρραβωνιαστικιά σου. Γιατί μόνο εκεί σε παίρνει».
Την επόμενη στιγμή έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς καν να με καληνυχτίσει. Εδώ όμως με απείλησε να με κηρύξει προδότη, ο χαιρετισμός ήταν το λιγότερο.
Πέταξα το κινητό με βία στον τοίχο διαλύοντας το. Ούτε που με ένοιαξε. Η ζωή μου καταστράφηκε περισσότερο από την συσκευή. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί οι βασιλείς ήταν τόσο άχρηστοι, που μόνο έναν γάμο μπορούσαν να συγκροτήσουν.
Έπεσα στα μαξιλάρια οργισμένος με τις σκέψεις να τριγυρνάνε στο μυαλό μου σαν θύελλα. Μέσα σε ένα βράδυ βίωσα την μία εξέλιξη πίσω από την άλλη. Η χαρά μου όταν η Ορόρα εξομολογήθηκε τον έρωτα της κι εγώ την διαβεβαίωσα πως επρόκειτο για κάτι αμοιβαίο, έσβησε πρώτα με τους βρικόλακες κι έπειτα με το περιβόητο καθήκον. Είχα βομβαρδιστεί με τόση ένταση που μόλις το σώμα μου ήρθε σε επαφή με το στρώμα δεν άργησα να αποκοιμηθώ.
Το επόμενο πρωί με ξύπνησαν οι χτύποι στην πόρτα. Είχα έναν δυνατό πονοκέφαλο κι ο μικρός χτύπος φάνταζε με ροκ συναυλία. Ανασηκώθηκα αργά προσπαθώντας να θυμηθώ τι έγινε χθες βράδυ και οι αναμνήσεις ρίχτηκαν σαν βροχή. Θα προτιμούσα όλα αυτά να είναι ένας εφιάλτης, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα ξεπέρασε ξανά τα όνειρα.
Σηκώθηκα ξεφυσώντας και ίσιωσα το τσαλακωμένο μου πουκάμισο. Προχώρησα στην πόρτα και μόλις την άνοιξα κατευθύνθηκα στον καθρέφτη να δω τα χάλια μου. Το μάγουλο μου είχε πάρει μια μοβ απόχρωση από τον καβγά με το βαμπίρ. Το δέρμα μου ήταν πιο άσπρο από του βρικόλακα, ενώ οι μπούκλες μου είχαν γίνει τέτοιο κουβάρι που ούτε ο Μέγα Αλέξανδρος δεν θα κατάφερνε να λύσει.
«Με τα ρούχα κοιμήθηκες;», απόρησε ο Μάικλ.
Τον αγνόησα και προχώρησα στο μπάνιο να κάνω ένα ντουζ. Εκείνος με περίμενε υπομονετικά για να μάθει όσα μας είπε ο Αλεχάντρο όταν τους έδιωξε από το σαλόνι.
Βγαίνοντας από το ντουζ προχώρησα στην ντουλάπα για να βρω καθαρά ρούχα.
«Ποιο ήταν το τελευταίο κοσμικό γεγονός, στο οποίο παρευρέθηκες;», τον ρώτησα ψαχουλεύοντας τις κρεμάστρες.
«Τα γενέθλια σου και της Μέλανη», απάντησε παραξενεμένος.
«Το επόμενο θα είναι ο γάμος μου», του ανακοίνωσα γυρνώντας προς το μέρος του και τα σμαραγδένια του μάτια έλαμψαν από το σοκ. «Με την Ορόρα», συμπλήρωσα.
«Είσαι τρελός; Όλοι έχουμε καταλάβει ότι ξεχνάς να ανασάνεις δίπλα της, αλλά δεν νομίζεις ότι βιάζεσαι λίγο;»
«Όλοι το έχετε καταλάβει;», επανέλαβα.
Ο Μάικλ σηκώθηκε από το κρεβάτι και με πλησίασε όσο προσπαθούσε να μου αλλάξει γνώμη. Πίστεψε πως ο έρωτας -τον οποίο θα ορκιζόμουν ότι έκρυψα καλά- με είχε τυφλώσει και έπαιρνα βιαστικές αποφάσεις. Το λογύδριο του όμως σταμάτησε απότομα, όταν τον ενημέρωσα ότι αυτή η βιαστική απόφαση, ή καλύτερα η επιπόλαια, ήταν των βασιλέων κι όχι δική μου. Και η αιτία φυσικά μόνο σύμφωνο δεν τον έβρισκε.
«Αυτό είναι γελοίο!»
«Πρόσεχε, γιατί μπορεί και να σε χαρακτηρίσουν προδότη», μουρμούρισα τα λόγια του λατρεμένου μου πατέρα.
«Η Ορόρα τι λέει γι' αυτό;»
«Ό,τι μπορούσε μέχρι να την χτυπήσει ο πατέρας της και να στερέψει από λογική».
«Σήκωσε χέρι πάνω της και μάλιστα το βράδυ που της επιτέθηκαν βρικόλακες;», αναφώνησε σχεδόν αηδιασμένος.
«Ναι και δυστυχώς τα νταμπίρ δεν έχουμε Πρόνοια. Αλλά δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ένας βασιλικός γάμος, σωστά;»
Ο Μάικλ έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος το κενό και σωριάστηκε στο κρεβάτι.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Εμένα μου λες; Ό,τι έμοιαζε με την καλύτερη νύχτα της ζωής μου εξελίχτηκε σε πανωλεθρία».
«Καλύτερη νύχτα της ζωής σου;», επανέλαβε γέρνοντας το κεφάλι του στα πλάγια σαν κουκουβάγια. «Έγινε κάτι με την Ορόρα;»
Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω όταν θυμήθηκα την γεύση των χειλιών της, το ζεστό της άγγιγμα, τον τρόπο που αναριγούσε στην αγκαλιά μου.
«Κατάλαβα», μειδίασε εκείνος. «Τουλάχιστον θα έχετε μια παρηγοριά στο θέατρο του παραλόγου».
«Ίσως», μουρμούρισα και πήρα τα ρούχα μου για να αλλάξω στο μπάνιο.
Αφού ετοιμάστηκα, κατεβήκαμε στο ισόγειο όπου ο Αλεχάντρο μας οδήγησε στο τραπέζι του πρωινού σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το περασμένο βράδυ. Μόνο που όλοι, σε αντίθεση με αυτόν, δεν κρύψαμε το πόσο άσχημα αισθανόμασταν με τα συνοφρυώματα μας ή την αμήχανη σιωπή. Όλοι εκτός από μία.
«Η Ορόρα;», ρώτησε η Μαρέβα τον Ντιμίτρι.
«Χτύπησα, αλλά δεν μου απάντησε», αποκρίθηκε δυσαρεστώντας την δύστυχη Μαρέβα.
Ο Αλεχάντρο μας παρότρυνε να φάμε χωρίς να τον νοιάζει που η κόρη του ήταν νηστική πάνω από δώδεκα ώρες. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα κατέβαινε κι άρα δεν υπήρχε λόγος να την περιμένουμε ή να νοιαστούμε να της πάμε εμείς φαγητό. Η Ορόρα όμως δεν θα φερόταν μικροπρεπώς. Ήξερε καλύτερα από όλους μας τα καθήκοντα της και το πρωτόκολλο κι όσο βάρος κι αν σήκωνε η καρδιά της, το έσυρε από το δωμάτιο της μέχρι την τραπεζαρία.
Τα πρησμένα μάτια της μαρτυρούσαν το ξενύχτι και το κλάμα που το συνόδευσε. Το κάτω χείλος της ήταν κοκκινισμένο, προφανώς από το χαστούκι του Αλεχάντρο, ο οποίος δεν φάνηκε να δυσανασχετεί με το σημάδι που της άφησε. Όσα για τα υπόλοιπα, είχε φροντίσει να φορέσει μακρύ παντελόνι και μια καλοκαιρινή, μακριμάνικη μπλούζα για να μην φαίνονται όλα της τα τραύματα. Αυτά άλλωστε θα περνούσαν γρήγορα. Τα ψυχικά ήταν πάντα τα βαθύτερα και συνήθως τα μόνιμα.
Ορόρα
Δεν φάνηκαν να με περίμεναν στο πρωινό. Τα βλέμματα όλων πνίγονταν από την σαστιμάρα. Το ξεπέρασαν γρήγορα όμως μόλις κάθισα δίπλα στην μητέρα μου και φάγαμε αμίλητοι. Όταν τέλειωσε το μαρτυρικό γεύμα, επέστρεψα στο δωμάτιο μου με τον Ντιμίτρι να με ακολουθεί. Και μετά από έναν βαθύ αναστεναγμό τον ενημέρωσα για την απόφαση του πατέρα μου και του Κέλλαν.
«Το ήξερες;», τον ρώτησα μόλις ολοκλήρωσα την αφήγηση.
«Όχι», μου απάντησε ειλικρινά. «Δεν μπορούσα να ξέρω κάτι τέτοιο και να μην στο πω».
Εγώ απλώς κατένευσα και ρίχτηκα στην αγκαλιά του. Είχα ανάγκη από λίγη τρυφερότητα μετά από την βία που δέχθηκα χθες βράδυ.
«Να τηλεφωνήσω στον Αλφόνσο;»
Μετά τον καβγά του Φερνάντο και του Κάρτερ προτίμησε να μείνει μακριά για όσο διάστημα έμεναν οι φιλοξενούμενοι στην Σεβίλλη. Η μητέρα του δεν θα τον άφηνε να μας επισκέπτεται χωρίς τον αδερφό του, γιατί δεν είχε φίλους και έπρεπε να κοινωνικοποιείται. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι το παιδί της ήταν ψυχοπαθής και τον τελευταίο καιρό είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Γι' αυτό πιαστήκαμε στα χέρια όταν μας είδε ο Κάρτερ, γιατί ήθελε λεφτά να αγοράσει εμπόρευμα. Δεν ήξερα αν το πουλούσε ή έκανε και χρήση, όπως και να είχε δεν γινόταν να συμμετάσχω σε αυτό. Οπότε δεν διαφωνούσα με την απόσταση των ξαδέρφων μου για ένα σημαντικό διάστημα. Τώρα όμως είχα ανάγκη τον Αλφόνσο, ό,τι κι αν συνεπαγόταν αυτό.
Για καλή μου τύχη, ήρθε μόνος του στην έπαυλη. Ο αδερφός του είχε ξενυχτίσει και κοιμόταν ακόμα. Και ο Αλφόνσο έδειχνε ταλαιπωρημένος, μάλλον γιατί τον περίμενε να γυρίσει. Πρέπει να είχε καταλάβει ότι ο Φερνάντο είχε μπλεξίματα. Ωστόσο, όταν του ανακοίνωσα ότι παντρεύομαι ξύπνησε για τα καλά.
«Ορόρα αυτό είναι τρέλα. Δεν μπορούν να σας πιέσουν για κάτι τέτοιο».
«Μια χαρά μπορούν Αλφόνσο. Είναι βασιλείς», του θύμισα.
«Να μιλήσω στον πατέρα σου;», πρότεινε κι εγώ αρνήθηκα κατηγορηματικά.
«Δεν θέλω να χειροτερέψει η κατάσταση μεταξύ μας. Εξάλλου αν θέλει να με διώξει, δέχομαι και με μεγάλη ευχαρίστηση».
«Μην μιλάς έτσι», είπε ο Ντιμίτρι. «Δεν θα ήθελε να σε διώξει ο πατέρας σου».
Εγώ κάγχασα.
«Θα δεις πόσο θα αλλάξει μόλις φύγω. Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν με ήθελε ποτέ. Αν του δινόταν η ευκαιρία να με θυσιάσει για να πάρει πίσω το αγόρι που απέβαλε η μητέρα μου, θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι μισογύνης και απαίσιος πατέρας».
Ακούστηκαν μερικά μουρμουρητά διαφωνίας, χωρίς βέβαια να το εννοούν πραγματικά. Τους διέκοψε όμως ο χτύπος της πόρτας και η παρουσία της μητέρας μου στην συνέχεια.
«Εμείς να σας αφήσουμε», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο και έφυγε με τον Ντιμίτρι από το δωμάτιο.
Η μητέρα μου έδειχνε κλαμένη και μόλις κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι έσφιξε το χέρι μου και ρουθούνισε για να μην δακρύσει μπροστά μου. Ήθελε να την βλέπω πάντα δυνατή.
«Συγγνώμη αγάπη μου».
«Δεν θα έκανες κάτι που θα με έβλαπτε», επανέλαβα τα μυστήρια χθεσινά της λόγια. «Όπως έναν βιαστικό γάμο ας πούμε».
«Δεν υπήρχε περίπτωση να το επιτρέψω, αν δεν εμπιστευόμουν τον Κάρτερ».
«Σοβαρά πιστεύεις ότι η δική μας θυσία θα ευνοήσει το βασίλειο;»
Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της.
«Οι βασιλείς ξέρουν καλύτερα».
Προφανώς η γνώμη της δεν ακούστηκε ιδιαίτερα στο θέμα και πιθανόν και της Χόουπ, γιατί καταπιέστηκαν από τους εξουσιαστές. Η κρίση πάντα ξεκινούσε από πάνω και επεκτεινόταν στον λαό. Αφού οι βασιλείς είχαν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια ήταν αναμενόμενο τα ταραχθεί το βασίλειο.
«Γιατί με μισεί τόσο πολύ ο μπαμπάς; Όλη μου την ζωή προσπαθούσα να τον ικανοποιήσω, αλλά τίποτα δεν ήταν αρκετά καλό».
«Ω αγάπη μου», σκούπισε τα δάκρυα που ξεχύθηκαν στα μάγουλα μου. «Σε αγαπάει. Μόνο να τον έβλεπες πόσο χάρηκε όταν σε κράτησε για πρώτη φορά στην αγκαλιά του! Απλώς μεγαλώνοντας οι καταστάσεις τον σκλήρυναν και ξέχασε να δείχνει τα συναισθήματα του».
«Η απέχθεια προς κάθε μου ενέργεια είναι πέρα για πέρα φανερή».
«Θέλει μόνο να γίνεις ικανή βασίλισσα. Νοιάζεται για την επιβίωση σου».
Το πρόσωπο που περιέγραφε η μητέρα μου δεν θύμιζε τον άντρα που με χαστούκισε χθες βράδυ. Κάποια από τις δυο μας είχε λάθος εικόνα για τον πατέρα μου, την οποία φυσικά έχτισε ο ίδιος. Σε ποια ήταν λιγότερο ειλικρινής λοιπόν;
«Δεν έδειξε να ανησυχεί ιδιαίτερα όταν του είπα πως πάλεψα με βρικόλακες».
«Φυσικά και ανησύχησε. Εγώ τον ξέρω καλά και διακρίνω τον φόβο του πίσω από την ψυχραιμία του».
Μου φαινόταν περισσότερο με ψευδαίσθηση παρά με βαθιά ανάγνωση του πατέρα μου. Ωστόσο, δεν είπα κάτι παραπάνω για να μην την πληγώσω περισσότερο. Εκείνη μου έδειχνε τόση αγάπη και θα ήταν άδικο να της φερθώ άσχημα.
«Πότε θα γίνει ο γάμος;», ρώτησα αναστενάζοντας.
«Το συντομότερο δυνατόν».
«Θα μετακομίσω στην Μόιρα, έτσι;»
«Η Χόουπ πρότεινε να ξεκινήσετε το σπιτικό σας στο πατρικό της, στην Καλιφόρνια. Θα είναι καλύτερα εκεί. Λίγα νταμπίρ κι άρα περισσότερες ευκαιρίες να έρθετε πιο κοντά».
«Παντρευόμαστε για το καλό της Αυλής, αλλά θα μείνουμε μακριά της. Σοφό!», στριφογύρισα τα μάτια μου.
«Έχε πίστη στο όραμα των βασιλέων. Αν δεν πετύχει, είμαι σίγουρη πως θα είναι οι πρώτοι που θα μιλήσουν για διαζύγιο».
Ακόμα κι εκεί θα πρέπει να έχουν τα πρωτεία!
«Αλλά εύχομαι να μην χρειαστεί», χαμογέλασε μελαγχολικά. «Βλέπω τον τρόπο που τον κοιτάς. Κι εκείνος δείχνει να έχει βαθιά αισθήματα για σένα. Ίσως τελικά όλο αυτό να είναι θεόσταλτο».
«Όσο ερωτευμένη κι αν είμαι με τον Κάρτερ δεν βλέπω τίποτα το θετικό σε αυτή την ιστορία. Όπως και να έχει, θα παίξω το παιχνίδι τους. Στο κάτω - κάτω η βασίλισσα είναι το πιο δυνατό πιόνι!»
Κάρτερ
Ζήτησα από τον Μάικλ να με αφήσει μόνο μου. Μπορούσε να περάσει χρόνο με τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο κι εγώ με τον πονοκέφαλο μου. Ακόμα κι η μαγεία μου είχε σηκώσει τα χέρια με την τρέλα της κατάστασης.
Δοκίμασα να πιω ένα παυσίπονο, αλλά δεν έγινε τίποτα. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν πονούσα πραγματικά, αλλά το μυαλό μου με έπειθε ότι υπήρχε ένας σοβαρός λόγος να μείνω μακριά από τον Αλεχάντρο. Δεν ήθελα να κάνω συμφωνίες για την κόρη του λες και μου πουλούσε οικόπεδο. Αρκούσε η μη δημοκρατική του απόφαση.
Κάθισα δίπλα στο παράθυρο και εκμεταλλευόμενος το φως έκανα σχέδια στο μπλοκ μου. Όσο προχωρούσε η ώρα οι γραμμές έπαιρναν σάρκα και οστά μέχρι να φαίνεται ολοκάθαρα η Ορόρα γονατισμένη σε έναν κήπο με τριαντάφυλλα. Η ίδια φορούσε νυφικό, το πρόσωπο της όμως δεν εξέπεμπε την χαρά που άρμοζε σε νύφη. Είχε γείρει το κεφάλι της προς τα πίσω και τα μάτια της ήταν σφαλισμένα σαν να ψέλλιζε προσευχές. Τα μαλλιά της στόλιζε ένα στεφάνι με τεράστια μπουμπούκια να δεσπόζουν πάνω στην χρυσή στέκα και πίσω έπεφτε ένα αραχνοΰφαντο πέπλο. Ένα τέτοιο σχέδιο έπρεπε να επενδυθεί με χρώμα, το οποίο για κάποιο λόγο είχα ξεχάσει στο δωμάτιο του Μάικλ.
Άφησα το μπλοκ στην άκρη και βγήκα στον διάδρομο. Εκεί συνάντησα την Μαρέβα, η οποία ήταν ένα ράκος. Κάτι μου έλεγε πως ερχόταν από την Ορόρα.
«Είσαι εντάξει;», την ρώτησα κι εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. Μου θύμισε τα βεβιασμένα χαμόγελα της κόρης της.
«Μια χαρά. Εσύ γιατί είσαι κλεισμένος στο δωμάτιο σου; Έχει πολύ ωραία μέρα για να την χαραμίσεις στους τέσσερις τοίχους».
«Νομίζω ότι αισθάνομαι πιο ασφαλείς στην έπαυλη».
«Το καταλαβαίνω. Ήταν μεγάλο σοκ η χθεσινή επίθεση. Όμως όσο λάμπει ο ήλιος, τα βαμπίρ κρύβονται σε βρωμερά υπόγεια».
«Θα το σκεφτώ τότε».
«Ωραία».
Μασούλησε νευρικά το κάτω χείλος της και τα μάτια της ταξίδεψαν στον κενό διάδρομο. Όλο αυτό το πράγμα μας είχε φέρει σε αμηχανία.
«Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;», αποκρίθηκε σαν να ήμουν εγώ ο μεγαλύτερος κι εκείνη το παιδί που χρειαζόταν την άδεια μου για το οτιδήποτε.
«Ό,τι θέλεις», την διαβεβαίωσα.
«Δεν θέλω να μένει μόνη της η Ορόρα τόσες ώρες. Ξέρεις πόσο επιρρεπής είναι στην κατάθλιψη. Πήγαινε να της κάνεις λίγη παρέα. Κι αν τα καταφέρεις να την βγάλεις από το δωμάτιο, κάντε μια βόλτα στην πόλη. Θα κάνει και στους δυο σας καλό».
«Εντάξει».
Εκείνη γέλασε ενθουσιασμένη και με πήρε μια αγκαλιά πριν αρχίσει να απομακρύνεται σχεδόν χορευτικά.
«Μαρέβα», της φώναξα σταματώντας την. «Σου υπόσχομαι ότι θα την προσέχω σαν τα μάτια μου».
Η Μαρέβα χαμογέλασε συγκινημένη που η κόρη της δεν είχε κακοπέσει -ήλπιζα δηλαδή- κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Επέστρεψα στο δωμάτιο μου για να πάρω το μπλοκ και μετά κατευθύνθηκα στην κρεβατοκάμαρα της Ορόρα. Αφού χτύπησα την πόρτα προχώρησα μέσα και την βρήκα να στέκεται ανέκφραστη μπροστά από το παράθυρο. Παρακολουθούσε τα ξαδέρφια μας και τον Ντιμίτρι να συζητούν ανέμελοι στον κήπο κι ίσως ζήλευε το πόσο ελεύθεροι ήταν σε σχέση με εμάς. Εγώ τουλάχιστον αυτό σκεφτόμουν.
«Ήθελα να δεις κάτι», της έδωσα το μπλοκ όταν τράβηξα την προσοχή της.
Το είχα ανοιχτό στην σελίδα που την σχεδίασα με το νυφικό και τα τριαντάφυλλα. Εκείνη το περιεργάστηκε με προσοχή περνώντας τα δάχτυλα της πάνω από τις γραμμές.
«Φαίνεται πιο χαρούμενη από μένα».
Εγώ γέλασα πνιχτά. Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές δεν έχανε το χιούμορ της.
«Εσύ είσαι», της εξήγησα. «Όπως και στις υπόλοιπες».
«Το ξέρω. Καταλαβαίνω πότε μου λες ψέματα».
«Δεν θα δεις τα υπόλοιπα σκίτσα;»
«Θα έχουμε μια ζωή μπροστά μας», σχολίασε με πικρία και άφησε το μπλοκ στο γραφείο της. «Και να με ζωγραφίζεις και να τα βλέπω».
Αφού είχε ελεύθερα τα χέρια της, έμπλεξα τα δάχτυλα μας και έσκυψα να της δώσω ένα φιλί στο μέτωπο.
«Λυπάμαι για όλο αυτό».
Την ένιωσα να τραντάζεται πάνω στο στήθος μου και μετά να το μουσκεύει με τα δάκρυα της. Τύλιξα τότε τα χέρια μου γύρω της και την άφησα να ξεσπάσει. Εκείνη πονούσε περισσότερο από όλους μας.
«Πάμε να φύγουμε», την άκουσα να ψελλίζει και έγειρα προς τα πίσω για να αντικρίσω την παρακλητική της έκφραση. «Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ περά. Πνίγομαι. Πάμε στην Μόιρα όσο πιο γρήγορα γίνεται».
Καταλάβαινα τον λόγο που ήθελε να φύγει από το σπίτι της κι αυτός άκουγε στο όνομα Αλεχάντρο Σάντος. Αντίστοιχα κι εγώ δεν βιαζόμουν να επιστρέψω στην Αυλή εξαιτίας του δικού μου πατέρα. Όσο την έβλεπα όμως σε αυτή την κατάσταση και φέρνοντας στο νου μου την απεχθή πράξη του Αλεχάντρο, δεν γινόταν να της αρνηθώ. Αν δεν μπορούσα να την προστατέψω από φυσικές επιθέσεις, ας προστάτευα τουλάχιστον την καρδιά της.
«Θα ψάξω να βρω την πιο σύντομη πτήση για Πόρτλαντ».
«Σε ευχαριστώ», μουρμούρισε και έσφιξε τα χέρια της γύρω από την μέση μου.
«Υπό έναν όρο».
Εκείνη ανασήκωσε το κουταβίσιο βλέμμα της και περίμενε να ζητήσω κάποιο εξωφρενικό αντάλλαγμα.
«Όχι άλλα δάκρυα», της ζήτησα και σκούπισα τα μάγουλα της. «Είσαι όμορφη όπως και να έχει, αλλά σε προτιμώ όταν χαμογελάς».
Μια θλιμμένη ευφορία εμφανίστηκε στα χείλη της. Ήταν σαν πληγωμένος άγγελος που προσπαθούσε να ανοίξει τα φτερά του μετά από συνεχή χτυπήματα.
«Καλύτερα έτσι», έσκυψα για ένα ακόμη φιλί στο κούτελο της κι έπειτα καθίσαμε να βρούμε εισιτήρια για το Πόρτλαντ.
Ορόρα
Αύριο βράδυ πετούσαμε για Αμερική. Στενοχωριόμουν που άφηνα το σπίτι μου οριστικά, από την άλλη όμως ανακουφιζόμουν που δεν θα έβλεπα τον πατέρα μου σε καθημερινή βάση. Ήταν τραγικό το γεγονός ότι έπρεπε να χάσω τόσο απότομα την αθωότητα μου για να σταματήσω να νιώθω ανεπαρκής. Αλλά όπως έλεγαν κι οι βασιλείς, η ζωή απαιτεί θυσίες για να σου προσφέρει κάτι. Και τώρα έπρεπε να κάνω την ύψιστη.
Αφού οριστικοποιήσαμε την αναχώρηση μας από την Ισπανία, κατεβήκαμε για να το ανακοινώσουμε μαζί στον πατέρα μου.
Προχωρήσαμε στο γραφείο, όπου συνήθιζε να κλείνεται για ώρες και μια λάμψη εμφανίστηκε στο πρόσωπο του όταν μας είδε πιασμένους χέρι χέρι. Στην πραγματικότητα, δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλον γιατί είχαμε εξαντλήσει αρκετό από δαύτο με τους βρικόλακες.
«Ορίστε. Και μετά παραπονιόσασταν ότι πήραμε βιαστικές αποφάσεις!»
Αγνοήσαμε το πόσο παράλογος ακούστηκε για μία ακόμα φορά και του είπα ότι αύριο εγκατέλειπα οριστικά το πατρικό μου.
«Δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε έτσι απλά στην Μόιρα. Έχουμε ένα σωρό πράγματα να κάνουμε πρώτα».
«Μου φαίνεται πως δεν με άκουσες καλά. Είπα πως εγώ θα φύγω. Εσείς ελάτε όποτε θέλετε για τον γάμο».
Ο επικριτικός πατέρας μου σηκώθηκε όρθιος με τις παλάμες του ακουμπισμένες στο ξύλινο γραφείο του.
«Δεν μπορείς να φύγεις έτσι απλά από το σπίτι σου. Είσαι ανήλικη».
«Είναι ανήλικη για να έρθει στην Αυλή της, αλλά όχι για να παντρευτεί;»
Συγκράτησα ένα χαμόγελο στον αντίλογο του Κάρτερ, έσφιξα όμως το χέρι του για να του δείξω πόσο όμορφα με έκανε να αισθάνομαι.
«Μάλιστα», ξεφύσησε ο πατέρας μου. «Από ό,τι φαίνεται έχουμε χωριστεί σε στρατόπεδα. Οι διάδοχοι εναντίον των προκατόχων».
«Δεν αρχίσαμε εμείς αυτόν τον πόλεμο», του απάντησα. «Αν ρίξετε δυο λιοντάρια στην αρένα, θα πρέπει να είστε έτοιμοι να δεχτείτε και την αντίδραση τους. Γιατί ίσως να μην είναι πρόθυμα να αλληλοφαγωθούν, αλλά να συνεργαστούν ενάντια στον κοινό εχθρό».
«Με απειλείς;»
«Ποτέ δεν θα το τολμούσα να σου πάρω τον θρόνο, ακόμα κι αν δεν ήμουν εκλεγμένη διάδοχος. Βλέπω πως μόνο αυτό έχει αξία για σένα. Γι' αυτό και σου κάνω την ζωή πιο εύκολη με το να φύγω μια ώρα αρχύτερα».
«Τα έχετε παρεξηγήσει όλα. Εμείς δεν...»
«Ξέρουμε Αλεχάντρο», τον διέκοψε ο Κάρτερ. «Το καλό του βασιλείου είναι πάνω από όλα. Να κοιμάσαι ήσυχος ότι εμείς θα το εξασφαλίσουμε, όχι γιατί παντρευόμαστε, αλλά γιατί βλέπουμε ότι η καταπίεση φέρνει αποξένωση».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top