28. ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ
Έλλοου λαβς. Με συγχωρείτε για τις καθυστερήσεις. Να ξέρετε ότι δεν παίζω με τον πόνο σας και δεν αργώ για να σας καψουρεύω. Απλώς είναι πάλι αυτή η σιχαμένη περίοδος της εξεταστικής.
Κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μην χάνουμε επαφή. Σας αγαπώ και καλή ανάγνωση.
Ορόρα
Καθόμουν με την Μέλανη στην βεράντα της κρεβατοκάμαρας μου και μιλούσαμε. Αν μας έβλεπε κανείς, θα περίμενε να ακούσει για την απαγωγή του Κάρτερ και τρόπους εύρεσης του. Θα του έκανε όμως μεγάλη εντύπωση, αν μάθαινε ότι δεν υπήρχε απαγωγή και ο Κάρτερ αναφερόταν πλέον ως βρικόλακας. Και η ίδια η Μέλανη εξεπλάγη με το νέο, καθώς δεν γνώριζε τι ήταν αυτό που μας ανάγκασε να καταστρώσουμε ένα σχετικά διεστραμμένο σχέδιο.
Ωστόσο, έπρεπε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Υπήρχαν αρκετά κενά στην ιστορία, τα οποία έπρεπε να τις κλείσω για να είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε με πιθανότητες επιτυχίες σε όποια μας ενέργεια. Ξεκίνησα λοιπόν από όταν ο Κάρτερ κι εγώ μετακομίσαμε στην Καλιφόρνια με την ελπίδα να περισώσουμε τον έρωτα μας. Το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο και εν μέρει το γνώριζε ήδη αυτό. Απλώς της παρουσίαζα την δική μου πλευρά, χωρίς να κατηγορώ τον Κάρτερ και να μπαίνω σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Έχοντας παρουσιάσει περιληπτικά τον αποτυχημένο μας γάμο, έφτασα στο σήμερα και στο ντόμινο δυσάρεστων εξελίξεων που οδήγησαν τον Κάρτερ στην εντατική· το βράδυ που θυμήθηκε εκείνος κι ο Κέλλαν.
Για να είμαι ειλικρινής, πίστευα πως κι η Μέλανη θυμήθηκε την ίδια μέρα λόγω των δεσμών αίματος με τους αφυπνισμένους και τις προφητικές της ικανότητες. Εντούτοις, η συμπονετική μου φίλη με διέψευσε.
Μόλις έφτασα στην βδομάδα των παθών μου, με ενημέρωσε για τα περίεργα όνειρα της, όπου άκουγε κραυγές απόγνωσης, πιθανόν γυναικείες. Όταν ξυπνούσε και συγκεντρωνόταν στον αποκαρδιωτικό σπαραγμό από το υπερπέραν, ένιωθε ότι ήταν οικεία, αλλά δεν μπορούσε να της δώσει πρόσωπο. Εγώ κατάλαβα πως επρόκειτο για μένα, ωστόσο δεν της το είπα. Την είχα ταράξει αρκετά και θα την τάραζα ακόμα περισσότερο μιλώντας της για όσα υπέμεινα από τον αδερφό και τους γονείς της, οπότε ο βιασμός καλό θα ήταν να μείνει προς το παρόν μυστικό.
Της είπα πως εκείνο το βράδυ καβγάδισα πολύ άσχημα με τον Κάρτερ και επιτεθήκαμε ο ένας στον άλλον λεκτικά και σωματικά, αλλά μέχρι εκεί. Το επόμενο πρωί, ήρθαν οι γονείς του και ξεκίνησε ένας πόλεμος νεύρων. Η ίδια στο μεταξύ, είχε θυμηθεί αλλά φοβόταν να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον. Ένιωθε ολομόναχη στην στέγη του Κάτω Κόσμου και θεώρησε πως η σιωπή θα την κρατούσε ασφαλή. Κι έτσι απλώς περίμενε την επιστροφή των γονιών της ή την στιγμή που κάποιος από τους δυο μας θα επικοινωνούσε μαζί της. Εμείς όμως ήμασταν πολυάσχολες μαριονέτες, τις οποίες κινούσε ο Ντέμιεν με βάση τις ορέξεις του. Μέχρι εκείνο το βράδυ...
Δεν της έκρυψα τίποτα από εκείνη την νύχτα. Ήταν ίσως το μόνο κομμάτι αφήγησης μου που παρουσίαζε τα γεγονότα με απόλυτη ακρίβεια, χωρίς υπεκφυγές και διαστρεβλώσεις. Επρόκειτο για το βράδυ που δυο ακόμα Μάρεϊ ανέκτησαν την μνήμη τους κι έπρεπε να ξέρει ακριβώς το πώς. Ίσως έτσι βρίσκαμε τον τρόπο να αφυπνίσουμε και τους υπόλοιπους.
Από εκεί κι έπειτα, η αφήγηση κύλησε σαν νερό. Το μόνο που είχα να της πω ήταν πόσο χαμένη ένιωθα μαθαίνοντας για μια ονειρική ζωή -σε σχέση πάντα με όσα γνώρισα στην κατάρα του Ντέμιεν. Το μοναδικό φαντασμαγορικό πράγμα που συνέβη μέχρι την άφιξη μου στην Μόιρα ήταν η χθεσινή βραδιά, όπου μια ξένη ενέργεια προκάλεσε κάτι σαν πυρηνική έκρηξη ερχόμενη σε επαφή με την δική μου και του Ενρίκε. Και από την μια στιγμή στην άλλη, τέσσερα νταμπίρ είδαν τον κόσμο όπως ακριβώς ήταν.
Αφού ολοκλήρωσα την αφήγηση μου, η Μέλανη έμεινε να χαζεύει το κενό κουνώντας το κεφάλι της αργά. Προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά και να βρει ένα μοτίβο πίσω από την σταδιακή λύση του ξορκιού. Αυτό βέβαια δεν θα γινόταν απόψε, καθώς προτεραιότητα είχε η αφομοίωση των καταστροφικών επιπτώσεων αυτού. Και ήταν πάρα πολλές για να τις αφήσουμε στην άκρη μέσα σε μία νύχτα.
«Στα αλήθεια τα ζήσαμε όλα αυτά;», μουρμούρισε καταβεβλημένη.
«Πολύ φοβάμαι πως ναι».
Εκείνη ξεφύσησε ελαφρά και χαμήλωσε το βλέμμα της. Χάζεψε για λίγο τις ανοιχτές της παλάμες και στην συνέχεια κροτάλισε τα δάχτυλα της.
«Μακάρι να είχα προλάβει αυτή την καταστροφή. Τι σημασία έχει να είμαι προφήτισσα, αν δεν μπορώ να αποτρέψω κάτι τόσο μεγάλο;»
«Ω Μελς», έσυρα την καρέκλα μου κοντά της και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. «Το να είσαι προφήτισσα δεν σημαίνει ότι θα ξέρεις πάντα τα μελλούμενα. Αυτές οι δυνάμεις δίνονται από άγνωστες για εμάς ενέργειες, οι οποίες αποφασίζουν τι πρέπει να ξέρεις. Μακάρι να το έλεγχες η ίδια, αλλά δεν γίνεται να είσαι τέλεια σε όλα».
Τα χείλη της σχημάτισαν ένα πλάγιο χαμόγελο και το ένα της χέρι σηκώθηκε για να χτυπήσει μαλακά την παλάμη μου πάνω στον ώμο της.
«Διέλυσε τα πάντα», αποκρίθηκε. «Διέλυσε εσένα και τον Κάρτερ, την παρέα μας, έσβησε την Προφητεία... Αλλά αρκετά τον αφήσαμε. Πρέπει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας».
«Αυτή είναι η Μέλανη που ξέρω», χαμογέλασα περήφανα με το ανασκούμπωμα της. «Τι θα έλεγες να πεις και στους γονείς σου ότι το μωρό τους είναι πίσω ψυχή τε και σώματι;»
«Θα το κάνω. Θέλω μόνο να μου πεις κάτι».
«Ό,τι θέλεις».
«Τι συνέβη εκείνο το βράδυ που θυμήθηκα; Αποκλείεται τα όνειρα μου να προμήνυαν έναν απλό καβγά».
Ήταν ανόητο να προσπαθήσω να κρυφτώ από μια προφήτισσα, αλλά ποτέ δεν την αντιμετώπισα ως μια απλή δύναμη. Ήταν η αδερφή του Κάρτερ και η καλύτερη μου φίλη και αυτό το μικρό κομμάτι της ιστορίας θα της ράγιζε την καρδιά. Δεν μπορούσα να της το κάνω αυτό, ειδικά τώρα που προσπαθούσε να συνέλθει από ένα ισχυρό σοκ.
«Σου είπα. Ο Κάρτερ έμαθε ότι τον απατούσα, εγώ νόμιζα ότι με απατούσε. Είπαμε πολλά, χτυπήσαμε ο ένας τον άλλον. Δεν είναι λίγο».
«Πλακώνεστε στο ξύλο πιο συχνά κι από παιδιά του δημοτικού. Δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο. Ορόρα, αν δεν είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, δεν θα μπορέσουμε να σώσουμε τους άλλους από το ξόρκι».
Είχε δίκιο. Είχε απόλυτο δίκιο. Το πιο όμορφο ψέμα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την αξία της πιο σκληρής αλήθειας. Είχα μεγαλώσει με αυτές τις αξίες, αλλά η ζωή με οδήγησε στο σημείο να προδώσω την ηθική μου.
«Σου είπα ό,τι έπρεπε να ξέρεις. Νομίζω πως τώρα πρέπει να πας στους γονείς σου».
Εκείνη με κοίταξε για μερικές στιγμές σαν να προσπαθούσε να δει την αλήθεια μέσα από το ένοχο βλέμμα μου. Τελικά, άφησε την ανάκριση για μια άλλη στιγμή κι έφυγε από το δωμάτιο.
Μόλις έμεινα μόνη μου, κατευθύνθηκα στο τραπέζι όπου είχα αφήσει το κινητό μου και τηλεφώνησα στον Κάρτερ.
Μέχρι να απαντήσει ένιωθα τους παλμούς μου να έχουν αυξηθεί και μια μικρή ανακατωσούρα στο στομάχι μου. Είχα άγχος καθώς τηλεφωνούσα στον άντρα μου, γιατί πολύ απλά ο Ντέμιεν δεν ήξερε να χάνει. Την επόμενη φορά που θα τον έβλεπα, δεν θα αρκούμουν στο να του κάψω μόνο το πρόσωπο!
«Ναι;»
Η φωνή του Κάρτερ μαρτυρούσε δυσάρεστα συναισθήματα και εν μέρει φοβήθηκα μήπως έφταιγε το τηλεφώνημα μου. Το αποτέλεσμα ήταν να μην απαντήσω αμέσως, γιατί ξέχασα τον λόγο που τον είχα καλέσει. Η βραχνάδα του και ο μικρός αναστεναγμός που είχε συνοδεύσει την κουβέντα του, μούδιασαν τον εγκέφαλο μου και έκαναν τα γόνατα μου να τρέμουν. Έπρεπε να καθίσω αμέσως στην καρέκλα για να μην σωριαστώ στο κρύο πάτωμα.
«Ορόρα;»
Πάντοτε λάτρευα τον τρόπο που πρόφερε το όνομα μου και αυτή η φορά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Με πλημμύρισε με ζεστασιά και έφερε στην επιφάνεια όμορφες μνήμες. Θυμήθηκα όλες εκείνες τις φορές που ψιθύριζε το όνομα μου όταν ήμουν στην αγκαλιά του, όταν με έκανε δική του, όταν με νανούριζε με φιλιά. Και τότε το μυαλό μου λειτούργησε ξανά βοηθώντας με να ανακαλέσω τον λόγο που του είχα τηλεφωνήσει. Και δεν ήταν άλλος από την επιθυμία μου να δω εκείνον και τον Μάικλ.
«Ναι, με συγχωρείς. Απορροφήθηκα από τις σκέψεις μου».
«Δεν πειράζει. Είσαι στο Πόρτλαντ;»
«Ναι. Και επίσημα στην Μόιρα. Εσείς είστε καλά;»
«Ναι».
«Μήπως θα μπορούσα να περάσω από την έπαυλη σε καμία ώρα;»
Σχεδόν ένιωσα το τρέμουλο του όταν απάντησε καταφατικά τραυλίζοντας. Τόσο δυσάρεστη παρουσία ήμουν πια;
Δεν θα έπρεπε να περιμένω ξεσπάσματα ενθουσιασμού, καθώς μου είχε μιλήσει για διαζύγιο, αλλά βαθιά μέσα μου ήλπιζα πως δεν το εννοούσε. Δεν γινόταν να θέλει στα αλήθεια να χωρίσουμε. Ήμασταν ο Ήλιος και το Φεγγάρι, γεννημένοι να βασιλεύουμε μαζί και αγαπημένοι.
Εκείνο το βράδυ έπρεπε να κάνουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση.
Κάρτερ
Όταν είπα στον Μάικλ ότι θα ερχόταν η μητέρα του, οι χαρμόσυνες κραυγές του αντήχησαν σε όλη την έπαυλη. Την χαρά του συμμερίστηκαν και οι κυρίες που θα έβλεπαν την βασίλισσα τους μετά από τόσο καιρό. Το γεγονός ότι δεν τις θυμόταν δεν τις αποθάρρυνε. Σημασία είχε που θα συναντιόντουσαν ξανά κι ίσως έτσι να ξυπνούσαν μέσα της τα συναισθήματα της απέναντι τους.
Εγώ όμως δεν ήμουν το ίδιο αισιόδοξος. Για την ακρίβεια, ευχόμουν να εξαφανιζόμουν από την έπαυλη για να μην την συναντήσω. Δεν θα μου ήταν καθόλου εύκολο να κοιτάζω το συνοφρυωμένο της βλέμμα, καθώς πάλευε να προσαρμοστεί σε μια αλήθεια που αγνοούσε. Κι ειδικά σήμερα που πάσχιζα να αποδεχτώ όλα όσα κι εγώ αγνοούσα για ένα διάστημα, δεν ήξερα κατά πόσο ήθελα να έρθει εδώ. Αλλά δεν γινόταν και να της απαγορεύσω να δει τον γιο μας. Οπότε θα φρόντιζα να την καλωσορίσω για τα τυπικά και μετά θα κρυβόμουν στο δωμάτιο μου. Δεν ήταν και ο πιο ώριμος τρόπος να αντιμετωπίσω την κατάσταση, αλλά δεν είχαν γραφτεί συμβουλευτικά κείμενα για τους άντρες που οι εχθροί τους βίαζαν τις γυναίκες τους μέσα στο ίδιο τους το σώμα.
Η έξαρση παιδικότητας συνεχίστηκε με το να στέκομαι μπροστά από την τζαμαρία και να περιμένω την Ορόρα σαν νήπιο που ξαγρυπνούσε μέχρι να δει τον Άγιο Βασίλη. Αυτό το έκανα πολύ συχνά στην Μόιρα, όταν η Ορόρα φοιτούσε στο λύκειο και περίμενα κάθε Παρασκευή να έρθει στο παλάτι και να την χορτάσω για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο. Βέβαια τρεις μέρες δεν μου ήταν ποτέ αρκετές, εφόσον μάλιστα δεν τις αξιοποιούσαμε όπως θα έκανε ένα φυσιολογικό ζευγάρι. Υπήρχε στην μέση ο Κάτω Κόσμος και η ανάγκη στρατολόγησης. Πάντα κάτι υπήρχε ανάμεσα μας και δεν μας επέτρεπε να ζήσουμε την μαγεία του έρωτα.
«Για κάποιον που έχει σκοπό να χωρίσει, δείχνεις πολύ ανυπόμονος».
Είχα ακούσει τον Νόα να πλησιάζει, αλλά ήλπιζα ότι θα με προσπερνούσε και θα πήγαινε στο δωμάτιο όπου ο μικρός έκανε πρόβα για το τι θα πει στην μαμά του. Μάλλον εγώ του φάνηκα πιο ενδιαφέρον...
«Για κάποιον που δεν τον αφορά, αναμιγνύεσαι πολύ».
Εκείνος δεν προσβλήθηκε. Αντίθετα, διασκέδασε με την επιθετικότητα μου και ένα ανεξήγητο θάρρος -ή θράσος- τον έφερε να σταθεί δίπλα μου.
«Σίγουρα δεν είναι δική μου δουλειά, αλλά δεν θα ήθελα να βλέπω τα ανίψια μου να μαραζώνουν».
Εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου στην ειρωνεία ολόκληρης της πρότασης.
«Μήπως θέλεις να μου πεις τι σου είπε ο καθρέφτης και είσαι όλη μέρα σε κατάσταση σοκ; Καλό θα είναι να το βγάλεις από μέσα σου πριν έρθει η Ορόρα και πνιγείς από τα συναισθήματα».
«Τίποτα».
Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσα σε όλους όταν κατέβηκα από την σοφίτα τρεκλίζοντας και θα συνέχιζα μέχρι... ποιος ξέρει!
«Αν η κατάσταση ήταν αντίστροφη, θα μας έδενες σε μια καρέκλα μέχρι να εξομολογηθούμε τα πάντα».
«Ευτυχώς τότε που δεν είναι».
Ο Νόα σήκωσε τα χέρια του παραδομένος και ετοιμάστηκε να αποχωρήσει πριν σκύψει να μου ψιθυρίσει μία ακόμα συμβουλή.
«Μετά από όσα έχουμε περάσει καλό θα είναι να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, αλλά κυρίως με τους εαυτούς μας. Ήταν οι πρώτοι που πληγώθηκαν από το ψέμα που σκόρπισε ο Ντέμιεν».
Έπειτα, τα βήματα του άρχισαν να απομακρύνονται καθώς έφευγε από το σαλόνι. Μόνο που δεν σταμάτησα να νιώθω την παρουσία κάποιου. Και όταν δεν κοίταζα πλέον έξω, αλλά το ίδιο το τζάμι, αναγνώρισα την φιγούρα του Ζάβιερ.
«Τι στον διάολο!», αναφώνησα γυρνώντας προς τα εκείνον. «Γιατί είσαι εδώ; Ποιος σου είπε πού βρίσκομαι;»
Το πρόσωπο του ήταν ανέκφραστο και δεν μπορούσα να καταλάβω αν χαιρόταν με την σαστιμάρα μου κι αν είχε έρθει με απειλητικές διαθέσεις.
«Ένας κοινός γνωστός», απάντησε.
«Ο Ντέμιεν. Ξέρεις τον λόγο που είσαι εδώ; Τον πραγματικό λόγο;»
Εκείνος έσμιξε απορημένος τα φρύδια του.
«Υπάρχει και ψεύτικος λόγος;»
«Πες μου ποιος σε έφερε εδώ να σου αναλύσω τι είναι αλήθεια και τι ψέμα».
«Αρχικά, δεν ήρθα εδώ μετά από υπόδειξη του Ντέμιεν. Δεύτερον, ο λόγος που βρίσκομαι στο...», χάζεψε λίγο τον χώρο γύρω του. «Κάθε άλλο παρά φτωχικό σου, είναι γιατί κάποιος με ενημέρωσε ότι πρέπει να σε προσέχω».
«Να με προσέχεις για ποιον λόγο; Επειδή τόλμησα να απελευθερώσω την φίλη μου;»
«Επειδή σκοπεύεις να με τραυματίσεις με ασήμι».
Δεν θυμόταν. Μου είχε περάσει από τον νου αυτή η εξωφρενική σκέψη, αλλά ο Ζάβιερ δεν είχε την παραμικρή ιδέα γιατί ήταν εδώ. Άκουσε την προειδοποίηση κάποιου και απλώς ήρθε για να σώσει το τομάρι του. Κι αυτός ο κάποιος ήξερε ότι κάποτε τον τραυμάτισα με ασήμι. Αλλά για να τον πιστέψει ο Ζάβιερ έτσι αβίαστα δεν πρέπει να ήταν ένας τυχαίος δαίμονας.
«Α η αδερφική αγάπη! Νικά ακόμα και τα σύνορα των κόσμων».
Ο Ζάβιερ έσφιξε τις γροθιές του στα λόγια μου κι έτσι επιβεβαίωσε την υποψία μου. Η Λίζα ήταν αυτή που είχε ανοίξει το στόμα της. Πώς όμως είχε καταφέρει να φύγει από τον Κάτω Κόσμο;
«Ξέρεις πολλά πράγματα για μένα κι εγώ μέχρι προχθές δεν είχα δει το πρόσωπο σου».
«Μην παίρνεις κι όρκο. Όπως και να έχει, αν είσαι καλό αγοράκι δεν πρόκειται να σου κάνω τίποτα. Οπότε το τελευταίο άτομο που πρέπει να φοβάσαι είμαι εγώ».
«Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για μένα», απάντησε με ένα χαιρέκακο μειδίαμα και σήκωσε τα μάτια του στην οροφή. «Αλήθεια, δεν έχεις αναρωτηθεί γιατί οι βρικόλακες σου δεν μας έχουν ακούσει μέχρι στιγμής;»
Η απειλή του με φόβισε, μα το πρώτο πλάσμα που μου ήρθε στον νου δεν ήταν οι βρικόλακες ή οι δαιμόνισσες. Ήταν ένα παιδί. Το δικό μου το παιδί.
«Μάικλ», ξεφώνισα κι έκανα να τρέξω στις σκάλες, αλλά ο Ζάβιερ σήκωσε το χέρι του και με πέταξε πάνω στην τζαμαρία.
Ορόρα
Προσπάθησα να μην σκέφτομαι την απουσία ενθουσιασμού του Κάρτερ όσον αφορά την επίσκεψη μου και επικεντρώθηκα στην δική μου ανυπομονησία να αντικρίσω τον Μάικι. Πλέον είχε μεγαλώσει και δεν ήταν το μωρό που είχα αφήσει πίσω. Βέβαια, στα δικά μου μάτια θα φάνταζε πάντα το εύθραυστο βρέφος που κράτησα στην αγκαλιά μου μετά την γέννα. Κι ακριβώς επειδή τώρα επεξεργαζόταν διαφορετικά τον κόσμο γύρω του, ήθελα η πρώτη μας συνάντηση μετά από καιρό να μην επισκιαστεί από οτιδήποτε αρνητικό.
Έτσι, έκανα ένα καυτό μπάνιο για να χαλαρώσω από την ένταση και να αδειάσω -όσο το δυνατόν- από σκέψεις που θα με έκαναν να βουρκώσω μπροστά στον Μάικλ. Έπειτα, στέγνωσα τα μαλλιά μου και φόρεσα ένα βαμβακερό πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι, ενώ βάφτηκα ελάχιστα. Ήθελα από την μία να μην είμαι πολύ επίσημη, αλλά ταυτόχρονα να είμαι μια ευχάριστη εικόνα για το παιδί μου. Το γεγονός ότι τόσα χρόνια ήταν μακριά μου πιθανόν να τον πίκραινε και έπρεπε να κερδίσω την συγχώρεση του με κάθε δυνατό τρόπο. Σαφώς και η εμφάνιση δεν θα έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στην τρυφερή του ψυχή, όμως ο ενθουσιασμός θόλωνε εκείνη την στιγμή την λογική μου και φρόντιζα μέχρι και τις ασήμαντες λεπτομέρειες.
Όταν ολοκληρώθηκε η προετοιμασία μου, έφυγα από το δωμάτιο μου για να ειδοποιήσω την Μέλανη. Ίσως να ήθελε να έρθει μαζί μου για να δει τον αδερφό και τον ανιψιό της.
Ανέβηκα στα βασιλικά διαμερίσματα, όπου πίστευα ότι θα βρισκόταν μαζί με τους γονείς της. Πριν όμως στραφώ στο δωμάτιο των Μάρεϊ, σκέφτηκα να κάνω μια στάση σε αυτό των γονιών μου. Τόση ώρα η μητέρα μου δεν είχε κάνει κάποια εμφάνιση, γεγονός που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είχε να με δει τόσα χρόνια και το αναμενόμενο θα ήταν να έρθει να με βρει αμέσως μόλις τελείωνε το συμβούλιο περί Κάρτερ.
Μόλις κοντοστάθηκα έξω από την πόρτα και ετοιμάστηκα να χτυπήσω, αυτή άνοιξε και βγήκε ο πατέρας μου. Πίσω φάνηκε η μητέρα μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι να κοιμάται βαθιά.
«Καλά άκουσα βήματα», αποκρίθηκε ο πατέρας μου ψιθυριστά και έκλεισε την πόρτα.
«Ήθελα να δω την μαμά, αλλά δεν την πρόλαβα. Πώς και κοιμήθηκε τόσο νωρίς;»
«Τον τελευταίο καιρό κουράζεται εύκολα και κοιμάται αρκετές φορές μέσα στην μέρα».
«Γιατί κουράζεται εύκολα; Είναι καλά; Μήπως να κάνει κάποιες εξετάσεις;»
Εκείνος σήκωσε το χέρι του για να καταλαγιάσει νοητά το λογύδριο μου.
«Είναι όλα υπό έλεγχο».
Δεν ήταν ιδιαίτερα καθησυχαστικός, αλλά προς το παρόν δεν μπορούσα να κάνω και πολλά. Επιπλέον, δεν ήθελα να πω κάτι που θα τον θύμωνε κι εν τέλει θα καβγαδίζαμε.
«Πώς είναι τα πράγματα στην Μόιρα;»
«Καλά», απάντησε ξερά. «Δεν θα υπάρξουν προβλήματα στην προσωρινή σου διαμονή».
Προσπαθούσα να θυμίζω στον εαυτό μου ότι τα λόγια και οι πράξεις του ήταν επηρεασμένες από τον Ντέμιεν, αλλά με πλήγωνε βαθιά το παγερό του βλέμμα και ο τρόπος που μου μιλούσε. Ήταν σαν να το έκανε για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα μαζί μου και να μην ενοχλείται από την παρουσία μου. Ξαφνικά είχα γίνει για όλους μια δυσάρεστη ύπαρξη...
«Καλώς», μουρμούρισα.
Εκείνος ένευσε και έκανε να φύγει.
«Μπαμπά», τον σταμάτησα εξαιτίας μιας παρόρμησης της στιγμής. Μπορεί εκείνος να ήταν ο Αλεχάντρο του Ντέμιεν, αλλά εγώ ήμουν η πραγματική Ορόρα και θα του φερόμουν σαν να ήταν ο πατέρας μου. Ίσως έτσι μαλάκωνε. «Μου έλειψες».
Δεν τον συγκίνησα, αλλά κατάφερα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Πόσο τραγικό! Μια τρυφερή κουβέντα του παιδιού του τον έκανε να αναριγήσει λες και είχε ακούσει το πιο διεστραμμένο πράγμα. Βέβαια, εκείνος θυμόταν μια αντιδραστική Ορόρα με συνεχές επικριτικό ύφος κι η ξαφνική αλλαγή στην συμπεριφορά μου θα φάνταζε αλλόκοτη. Όμως τα υγρά μου μάτια μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα λόγια μου.
Τελικά δεν μπόρεσε να βρει απάντηση κι έφυγε από τα διαμερίσματα. Εγώ ξεφύσησα αποκαρδιωμένη και στηρίχτηκα στον τοίχο για μερικές στιγμές.
Σε αυτό το διάστημα σήκωσα το βλέμμα μου και περιεργάστηκα τον χώρο. Κάθε σπιθαμή είχε και κάτι να μου θυμίσει από το παρελθόν. Κάθε γωνία είχε ποτιστεί με αρώματα αγαπημένων μου νταμπίρ και κάθε πλακάκι είχε στηρίξει τα βήματα τους. Κάθε πόρτα είχε ανοίξει για να περάσουν μέσα χαμόγελα ή για να προσφέρει κρησφύγετο σε δάκρυα. Όλα όμως έκαναν την καρδιά μου να σκιρτάει ευχάριστα γιατί τότε τα πάντα ήταν αγνά, αληθινά.
Την ονειροπόληση μου διέκοψαν οι τρεις Μάρεϊ που βγήκαν από το δωμάτιο, όπου περίμενα να τους βρω.
«Για πού το έβαλες τόσο όμορφη;», με ρώτησε η Χόουπ περιχαρής.
«Γιατί; Τις άλλες φορές δεν είμαι όμορφη;», αντιγύρισα την ερώτηση περιπαιχτικά, θέλοντας να ξεχάσω πόσο με στενοχώρησε η μικρή συζήτηση με τον πατέρα μου.
«Φυσικά και είσαι. Αλλά τώρα λάμπεις».
«Θα πάω να δω τον Μάικλ», τους ενημέρωσα κι εκείνοι αναφώνησαν ενθουσιασμένοι. «Σκέφτηκα μήπως θέλεις να έρθεις κι εσύ», είπα στην Μέλανη. «Να δεις και τον Κάρτερ που σου έχει λείψει».
«Φυσικά και θέλω!»
Η Χόουπ στράφηκε τότε στον Κέλλαν και του πρότεινε να μας ακολουθήσουν.
«Άσε τα παιδιά να σμίξουν που έχουν να βρεθούν χρόνια», της απάντησε με στοργικό τόνο.
«Μα δεν θέλεις να δεις τον εγγονό μας;»
«Και το ρωτάς; Αλλά προτεραιότητα έχει η μητέρα του. Εξάλλου αν φύγουμε όλοι από την Μόιρα, θα κινήσουμε υποψίες».
Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν συνωμοτικά και κατάλαβα ότι ο φόβος κι ο τρόμος ήταν ο πατέρας μου. Είχε εκφράσει την καχυποψία του τις προάλλες και υπέθεσα πως συνέχιζε να το κάνει και με τους υπολοίπους. Δεν είχα όμως το κουράγιο να μάθω τι τους είχε πει, οπότε δεν συνέχισα την συζήτηση.
Τύλιξα το χέρι μου γύρω από τον ώμο της Μέλανη για να την νιώθω όσο πιο κοντά μου γινόταν και κατεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Λίγο πριν φτάσουμε στο δωμάτιο μου, συναντήσαμε τον Ντιμίτρι που ήταν έτοιμος να στρίψει στην γωνία από την οποία ερχόμασταν.
Μόλις το βλέμμα του συνάντησε αυτό της Μέλανη την ένιωσα να σφίγγει το κορμί της και τα μάτια της άστραψαν. Ο Ντιμίτρι κατάλαβε την αλλαγή της διάθεσης της και έσμιξε τα φρύδια του απορημένος. Γι' αυτό και πήρα τον λόγο πριν ειπωθεί κάτι που θα τάραζε τον δέκτη.
«Για πού το βάλαμε;», τον ρώτησα.
«Από το δωμάτιο σου γυρνάω. Ήθελα να μιλήσουμε, αλλά δεν σε βρήκα».
«Είναι κάτι σοβαρό;»
«Όχι, απλώς ήθελα ανταλλάξουμε τα νέα μας».
«Κι εγώ», του χαμογέλασα. «Μόλις τελειώσω μια δουλειά που έχω με την Μελς θα έρθω να τα πούμε».
Εκείνος ένευσε και αντανακλαστικά στράφηκε στην Μέλανη, όταν πρόφερα το όνομα της. Η ξελιγωμένη φίλη μου εξακολουθούσε να τον κοιτάζει σαν παιδί που αντίκριζε το ίνδαλμα του και τα χείλη της τρεμόπαιζαν σε μια προσπάθεια να του χαμογελάσει. Καταλάβαινα ότι η όλη κατάσταση την είχε μουδιάσει, αλλά αν δεν αποφάσιζε πώς να του φερθεί, υπήρχε κίνδυνος να την θεωρήσει κοινωνικά απροσάρμοστη.
«Είσαι καλά;», την ρώτησε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.
«Ν- ναι. Εσ- σύ;»
Ήταν πολύ κακό μέρος μου, αλλά ήθελα να γελάσω. Προσπαθούσα με πολύ κόπο να συγκρατηθώ και να μην την φέρω σε δύσκολη θέση. Επίσης, την έβρισκα απερίγραπτα αξιολάτρευτη έτσι που είχαν ροδίσει τα μάγουλα της. Μακάρι να μπορούσα να ξυπνήσω τον Ντιμίτρι επί τόπου, ώστε να είναι σε θέση να εκφραστεί όπως ήθελε.
«Καλά», της απάντησε καθώς την περιεργαζόταν με μία δόση αποστροφής στο βλέμμα του. «Θα τα πούμε αργότερα, Ορόρα».
Εκείνος συνέχισε την πορεία του αφήνοντας πίσω μια αποκαρδιωμένη Μέλανη.
«Ψυχρολουσία», μουρμούρισε κατσουφιάζοντας σαν κουτάβι κι εγώ την έσφιξα στην αγκαλιά μου, καθώς προχωρούσαμε στο δωμάτιο μου.
«Κάνε λίγη υπομονή. Δεν θα είναι για πάντα έτσι», προσπάθησα να την παρηγορήσω την ώρα που κλείδωνα την πόρτα.
Η Μέλανη ξεφύσησε δυνατά και προσγειώθηκε στην άκρη του κρεβατιού μου.
«Από όταν ήρθε στην Μόιρα προσπαθώ να τον αποφύγω για να γλιτώσω την απογοήτευση. Τον έχω τόσο κοντά μου, αλλά είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την αλήθεια».
Εγώ την πλησίασα και στάθηκα απέναντι της.
«Ξέρω πως είναι το τελευταίο πράγμα που θέλεις να ακούσεις, αλλά μην ξεχνάς ότι υπάρχει κι ένας ανίδεος Νέιθαν στην μέση».
«Τον χώρισα», μου απάντησε με την ίδια ευκολία που με καλημέριζε.
«Τι; Πότε; Γιατί;»
«Όταν θυμήθηκα», μου εξήγησε και έγειρε προς τα πίσω στηρίζοντας τις ανοιχτές της παλάμες στο στρώμα. «Δεν ήταν σωστό να είμαι μαζί του ενώ έχω αισθήματα για κάποιον άλλον. Βέβαια δεν μπορούσα να εξομολογηθώ την αλήθεια, οπότε του είπα ότι δεν ένιωθα το ίδιο με παλιά, άρα δεν είχαμε λόγο να είμαστε μαζί».
Η άνεση της και ο βομβαρδισμός αρνητικότητας που δέχτηκε ο Νέιθαν με είχαν αφήσει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. Τώρα καταλάβαινα γιατί δεν ήταν ευδιάθετος.
«Κοπελιά τον τσάκισες!»
«Δεν ήθελα να τον κοροϊδέψω, όπως έκανε εκείνος κάποτε με την Λίζα κι όπως...», έκανε μια μικρή παύση.
«Όπως έκανα εγώ κι η Οκτόμπερ σε αυτή την πραγματικότητα», ολοκλήρωσα την πρόταση της, γιατί ήξερα πολύ καλά τι σκεφτόταν.
«Τουλάχιστον εσείς δεν ήσασταν οι εαυτοί σας. Τα credits ανήκουν αποκλειστικά στον μισογύνη Ντέμιεν που θεωρεί κάθε γυναίκα πόρνη».
«Ε όχι κι έτσι», κάγχασα. «Οι καλές και τίμιες βασίλισσες μας είναι υπόδειγμα ηθικής αφού σκύβουν το κεφάλι στους αφεντάδες τους».
Η Μέλανη μόρφασε.
«Ανυπομονώ για την στιγμή που θα τον σκοτώσει η ανιψιά μου».
«Προς το παρόν ας κάνουμε μια επίσκεψη στον αδερφό της».
Δεν είχα σκοπό να περάσουμε από τον είσοδο, γιατί ο πατέρας μου θα έβλεπε την καταγραφή μας και θα ζητούσε εξηγήσεις. Τώρα μάλιστα που είχα μάθει για τον χωρισμό της Μέλανη με τον Νέιθαν, αμφέβαλα αν θα περνούσα από το σπίτι του καημένου θυρωρού μας μέχρι να θυμηθεί.
Χρησιμοποίησα λοιπόν την μαγεία μου για να μας τηλεμεταφέρω μέχρι την έπαυλη.
Οι φλόγες που αναπήδησαν από τους καρπούς μου μας προσγείωσαν λίγα μέτρα πέρα από το σπίτι. Οπότε συνεχίσαμε προς αυτό περπατώντας και με την διάθεση μας να έχει βελτιωθεί κατά πολύ. Όλο μου το σώμα είχε καταβληθεί από τσιμπήματα ανυπομονησίας αφού θα συναντούσα επιτέλους τον γιο μου και φυσικά τις πιστές μου κυρίες που επίσης μου είχαν λείψει.
Για μία ακόμα φορά όμως, η χαρά επισκιάστηκε γρήγορα από τον φόβο και την αγανάκτηση.
Λίγο πριν φτάσουμε στην είσοδο της έπαυλης, ακούστηκαν γυαλιά να σπάνε και έπειτα ένας κρότος. Εμείς τρέξαμε αμέσως στο σημείο από όπου έφτανε η φασαρία κι είδαμε τον Κάρτερ σωριασμένο στο χώμα.
«Τι έπαθες;», αναφώνησε η Μέλανη όταν φτάσαμε δίπλα του.
«Ο Ζάβιερ», μουρμούρισε σπρώχνοντας τα γυάλινα θραύσματα από πάνω του.
Κοίταξα στο σαλόνι, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Αυτό όμως δεν ήταν ενθαρρυντικό.
Χωρίς να χάσω χρόνο, έτρεξα μέσα στο σπίτι φωνάζοντας τον Μάικλ. Ωστόσο, δεν πήρα καμία απάντηση ακόμα κι όταν βρέθηκα στον πρώτο όροφο. Αυτή η σιωπή ήταν πιο τρομακτική από κραυγές οδύνης. Άρχισα λοιπόν να ανοίγω τις πόρτες μία προς μία εξακολουθώντας να καλώ τον γιο μου.
Είχα φτάσει στο τρίτο άδειο δωμάτιο, όταν άκουσα μια παιδική φωνή και κατάλαβα ότι επρόκειτο για τον Μάικλ. Αμέσως κατευθύνθηκα προς την άκρη του διαδρόμου από όπου πίστευα ότι ερχόταν η φωνή. Μα μόλις άνοιξα την πόρτα είδα τους πάντες εκτός από εκείνον.
«Θεέ μου», ψέλλισα καταβεβλημένη κι έτρεξα προς τα μέσα.
Στο δωμάτιο ήταν οι κυρίες που είχαν δραπετεύσει από τον Κάτω Κόσμο, εκτός από την Έλενα. Μαζί τους ήταν κι ο Νόα. Κανείς τους όμως δεν ήταν σε θέση να κουνηθεί. Ήταν σωριασμένοι στο πάτωμα και τα σώματα τους είχαν ένα αφύσικο τέντωμα που μόνο σε ένα άγαλμα θα μπορούσες να το συναντήσεις.
«Ο Ζάβιερ σας το έκανε αυτό;»
Η Νουρ ανοιγόκλεισε μια φορά τα μάτια της δίνοντας μου ουσιαστικά μια καταφατική απάντηση.
«Πού είναι η Έλενα και ο Μάικλ;»
Όλοι τους σήκωσαν τα βλέμματα τους στο ταβάνι. Προφανώς δεν εννοούσαν ότι ο Μάικλ πετούσε, αλλά ότι βρισκόταν στον επόμενο όροφο. Κι αφού έκανα επιτέλους ησυχία, μπόρεσα να ακούσω κι άλλους θορύβους από το ίδιο μέρος.
«Επιστρέφω», τους υποσχέθηκα και πετάχτηκα έξω από το δωμάτιο για να προχωρήσω στην σοφίτα.
Εκεί βρίσκονταν ήδη ο Κάρτερ με την Μέλανη. Στέκονταν έξω από την κλειστή πόρτα μαζί με τον Ζάβιερ, ο οποίος είχε το ένα χέρι στραμμένο σε αυτή. Από την ανοιχτή του παλάμη έβγαινε δυνατός αέρας και κατάλαβα ότι προσπαθούσε να ξεπεράσει το εμπόδιο, το οποίο δεν ήταν το έπιπλο. Πίσω από την πόρτα η Έλενα κρατούσε αντίσταση με τις δικές της δυνάμεις. Και πιθανόν ο Μάικλ να ήταν μαζί της.
Όσο για τον Κάρτερ με την Μέλανη, προσπαθούσαν να φτάσουν τον Ζάβιερ το δεύτερο χέρι του οποίου ήταν στραμμένο πάνω τους. Με αυτό το άκρο απομάκρυνε τα ανεπιθύμητα εμπόδια. Και το ίδιο θα έκανα κι εγώ χρησιμοποιώντας και τα δύο.
«Που να σε πάρει, παλιομαλάκα», έκρωξα και του επιτέθηκα με τις φλόγες μου.
Εκείνος τις απέφυγε τελευταία στιγμή, μόνο που για να το καταφέρει απομάκρυνε τα χέρια του από τους στόχους του κι έτσι δεν μας συγκρατούσε κανείς. Ο Κάρτερ έτρεξε τότε κατά πάνω του και πιάνοντας τον από τον λαιμό τον σήκωσε όρθιο και τον έριξε πάνω στον τοίχο.
«Τι άνεση είναι αυτή μέσα στο σπίτι μου!», του γρύλισε. «Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις πού βρίσκεται η σοφίτα;»
Ο Ζάβιερ δεν του απάντησε. Μονάχα ανασήκωσε το δεξί του χέρι, γιατί είχε σκοπό να τον απομακρύνει με τηλεπάθεια. Ο βρικόλακας Κάρτερ όμως ένιωσε την κίνηση του και άρπαξε έγκαιρα τον καρπό του, τον οποίο ράγισε με τόση ευκολία λες κι ήταν ένα κομμάτι κλαρί.
Οι κραυγές οδύνης του δαίμονα αντήχησαν σε όλο το σπίτι, ήταν όμως δύσκολο να μας συγκινήσει. Ήταν ένα τέρας όχι εξαιτίας της φύσης του, αλλά της διεφθαρμένης του ψυχής. Κι άξιζε να τιμωρηθεί για τα εγκλήματα του, ακόμα κι αν δεν τα θυμόταν.
Ο τρόπος που πέθανε στην πραγματικότητα μας ήταν σχεδόν λυτρωτικός, γιατί τον βοήθησα να βγει από την μιζέρια του. Ο Κάρτερ τον είχε δηλητηριάσει με ασήμι κι εγώ απλώς επιτάχυνα τον θάνατο του. Όσο κι αν προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχα εκδικηθεί για την κατάρα του Κάρτερ και την θνησιγέννηση του αδερφού μου, η αλήθεια ήταν πως βοήθησα τον υπεύθυνο και δεν τον αντιμετώπισα όπως του άξιζε. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου για πραγματική εκδίκηση.
«Άφησε τον», υπέδειξα στον Κάρτερ ενώ τους πλησίαζα.
Εκείνος με κοίταξε έκπληκτος και επανέλαβα την διαταγή μου με το βλέμμα μου προσκολλημένο στον Ζάβιερ. Δεν του έμενε άλλη επιλογή από το να υπακούσει, οπότε και τον άφησε να πέσει στο έδαφος όσο ο δαίμονας συνέχιζε να βογκάει από τον πόνο.
Μόλις ο Κάρτερ έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, γονάτισα μπροστά από τον Ζάβιερ και τον κάρφωσα με το βλέμμα μου. Ο δαίμονας ανταπέδωσε την έντονη ματιά, αλλά δεν συμμεριζόταν τον θυμό μου. Ήταν περίεργος και μέχρι να καταλάβει τον λόγο που τον μισούσαμε τόσο πολύ, δεν θα έκανε άλλη επίθεση.
«Ξέρεις ποια είμαι;», τον ρώτησα κι εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήρθες στο σπίτι του άντρα μου, απείλησες το παιδί μου και παρόλα αυτά δεν ξέρεις ποια είμαι».
«Ξέρω το όνομα σου», αποκρίθηκε βαριανασαίνοντας. «Αλλά δεν ξέρω ποια είσαι στα αλήθεια».
«Ξέρει ο βασιλιάς σου. Δεν σε προειδοποίησε όταν σε έστειλε σε εμάς;»
«Η Λίζα είναι υπεύθυνη για την δυσάρεστη επίσκεψη του», με ενημέρωσε ο Κάρτερ.
Ακούγοντας το όνομα της, σχηματίστηκε στα χείλη μου ένα πλάγιο χαμόγελο που έκανε τον Ζάβιερ να σαστίσει. Θα πρέπει να έδειχνα αρκετά διεστραμμένη, γιατί οι σκέψεις μου ακολουθούσαν αυτή την διάθεση και πολλές φορές το βλέμμα μου πρόδιδε τα συναισθήματα μου.
«Ακόμα καλύτερα. Για να απαντήσω στα βασικά σου ερωτήματα, είμαι η Ορόρα Σάντος, νόμιμη διάδοχος του Αλεχάντρο Σάντος στον θρόνο των νταμπίρ. Αυτό όμως που δεν ξέρεις είναι ότι είμαι και βασίλισσα του Κάτω Κόσμου».
Ο Ζάβιερ γέλασε κοροϊδευτικά. Δεν πίστευε ότι ένα μέλος του πιο εύθραυστου είδους της υπερφυσικής κοινότητας είχε δεσμούς με τον Κάτω Κόσμο και μάλιστα μία θέση στην κορυφή της ιεραρχίας. Αλλά δεν με ένοιαζε να το αφομοιώσει κιόλας. Εκεί που θα πήγαινε οι βασιλείς ήταν διαφορετικοί και με σκληρότερους νόμους. Ναι, ήμουν σίγουρη ότι θα κατέληγε στην Κόλαση.
«Πριν από είκοσι έξι χρόνια», συνέχισα. «Δολοφόνησες τον αδερφό μου πριν καν γεννηθεί. Και δύο χρόνια αργότερα στάθηκες πάνω από την κούνια ενός βρέφους και του φόρτωσες δυνάμεις που δεν θα έπρεπε να έχει. Δύο χρόνια μετά προσποιήθηκες μια σοβαρή απειλή για να χάσει μια γυναίκα την ελευθερία της. Μέσα σε ένα διάστημα εκατόν πενήντα χρόνων Ζάβιερ έχεις κάνει κακουργήματα, επειδή απλά μπορείς. Κάποια τα θυμάσαι κι άλλα όχι. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι ήσουν η αιτία για πολύ πόνο. Και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις, όπως πραγματικά σου αξίζει».
Πριν φτάσω στην τελευταία μου πρόταση, έσπρωξα φλόγες έξω από τις φλέβες μου λίγο λίγο για να μην το παρατηρήσει ο Ζάβιερ. Όταν κατέστησα σαφές ότι ο λόγος μου ήταν το τελευταίο πράγμα που θα άκουγε, σήκωσα το δεξί μου χέρι και το εναπόθεσα στο στήθος του.
Για μία ακόμη φορά, ο αέρας σκίστηκε από τα ουρλιαχτά του καθώς η φωτιά έκαιγε το δέρμα του. Εγώ όμως δεν άκουγα τις δικές του φωνές. Άκουγα τον σπαραγμό της μητέρας μου, καθώς έπεφτε αιμόφυρτη στο πάτωμα. Άκουγα το κλάμα του πατέρα μου όταν ο Κέλλαν του ανακοίνωσε πως ο γιος του γνώρισε τον θάνατο πριν γνωρίσει την ζωή. Άκουγα τον Κάρτερ να αποκαλεί τον εαυτό του βδέλυγμα εξαιτίας της μαγείας του. Άκουγα την Έλενα να οδύρεται, καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχε γίνει παλλακίδα πιστεύοντας ένα ψέμα. Άκουγα όλες εκείνες τις φωνές από το παρελθόν που μου υποδείκνυαν να μην σταματήσω. Αυτός ο άντρας ήταν δαίμονας ψυχή τε και σώματι και δεν άξιζε έλεος.
Κι έτσι, τον έκαψα ζωντανό.
Όταν ο Ζάβιερ ήταν πλέον νεκρός με ένα μεγάλο κάψιμο στο στέρνο του, στάθηκα όρθια και στράφηκα στους σαστισμένους Μάρεϊ.
«Ορόρα», μουρμούρισε ο Κάρτερ. «Εσύ... Θυ- θυμάσαι;»
Εγώ ένευσα αργά.
«Και η Μέλανη».
Ο Κάρτερ κοίταξε έκπληκτος την αδερφή του και εκείνη του χαμογέλασε.
Στην συνέχεια, προχώρησα στην πόρτα και την χτύπησα δυο φορές.
«Έλενα μπορείς να ανοίξεις. Όλα είναι εντάξει».
Η δαιμόνισσα υπάκουσε και την επόμενη στιγμή την έβλεπα μπροστά μου να με περιεργάζεται.
«Ορόρα», χαμογέλασε. «Επιτέλους!»
Χωρίς κανέναν ενδοιασμό ρίχτηκε στην αγκαλιά μου. Εγώ έσφιξα τα χέρια μου γύρω της και άφησα την ένταση που μου προκάλεσε ο Ζάβιερ να φύγει από μέσα μου με την μορφή δακρύων.
Η Έλενα κούρνιασε στον ώμο μου για λίγες στιγμές και μετά βημάτισε προς τα πίσω για να φανεί καλύτερα ο χώρος. Μα ο σκοπός της δεν ήταν να δω τον καθρέφτη που ήταν ακουμπισμένος σε ένα ξύλινο γραφείο. Αυτό που ήθελε να αντικρίσω ήταν ένα μικρό νταμπιράκι που στεκόταν σε μια γωνία και με κοιτούσε με τα στρογγυλά, γαλανά του μάτια. Το γλυκό παιδί με τα ροδαλά μάγουλα και τις ξανθές μπούκλες έμοιαζε με μικρό αγγελάκι αναγεννησιακού πίνακα. Και ήταν το δικό μου αγγελάκι.
«Μαμά!»
Μόλις άκουσα την φωνή του, ένιωσα έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου. Εξέπνευσα δυνατά για να τον διώξω και μαζί του εγκατέλειψε το κορμί μου ένα ποτάμι δακρύων.
«Ω Μάικι», ψέλλισα και γονάτισα ανοίγοντας τα χέρια μου.
Εκείνος γέλασε δυνατά και παρόλο που δεν είχε δει το πρόσωπο μου από όταν ήταν βρέφος, έτρεξε περιχαρής στην αγκαλιά μου.
«Ο μπαμπάς μου είπε ότι θα ερχόσουν», με ενημέρωσε κι εγώ ένευσα γρήγορα.
«Φυσικά και θα ερχόμουν», του χαμογέλασα προσπαθώντας να αποτρέψω περισσότερα δάκρυα και χάζεψα για λίγο το πρόσωπο του. «Κοίτα πόσο μεγάλωσες!»
Ο Μάικλ χαμογέλασε περήφανος με τον εαυτό του.
«Και μπορώ να κάνω μαγικά».
Εγώ γέλασα θυμούμενη τα κατορθώματα του από έμβρυο ακόμα.
«Δεν είχα καμία αμφιβολία».
Με ένα πλατύ του χαμόγελο τον έσφιξα ξανά στην αγκαλιά μου για να ποτίσει η μυρωδιά του τα ρούχα μου.
Στο μεταξύ, άκουσα γρήγορα βήματα να μας πλησιάζουν και όταν γύρισα προς την πόρτα με τον Μάικλ στην αγκαλιά μου, είδα και τις υπόλοιπες κυρίες· την τρυφερή Νουρ, την σαρκαστική Λουκία, την χαριτωμένη Ζεϋνέπ και την φιλειρηνική Μπουλουχάν. Δεν ήταν αμαρτήματα για μένα, αλλά ξεχωριστές προσωπικότητες που ομόρφαιναν τον στρατό μου και τον γέμιζαν με το σημαντικότερο αγαθό του κόσμου, την ποικιλία.
Στην εικόνα τους χαμογέλασα συγκινημένη κι άνοιξα το ένα μου χέρι για να τις καλέσω κοντά μου. Εκείνες ήρθαν μαζί με την Έλενα μέσα στην αγκαλιά μου προσφέροντας μου ασφάλεια και θαλπωρή.
Τώρα έμενε να εκδικηθώ για εκείνους, για τα πλάσματα που τόσα χρόνια ήταν αιχμάλωτα στον Κάτω Κόσμο με μια αλήθεια που δεν τους επιτρεπόταν να μοιραστούν.
Κάρτερ
Η Ορόρα καθόταν στον καναπέ με τον Μάικλ στην αγκαλιά της, ο οποίος δεν μπορούσε να την αποχωριστεί . Είχε γείρει στον λαιμό της και δεχόταν τα χάδια της με μεγάλη προθυμία. Αυτό ονειρευόταν τρία χρόνια στον Κάτω Κόσμο και τώρα που το είχε βρει δεν θα το άφηνε για κανέναν λόγο.
Η εικόνα τους ήταν από τα πιο όμορφα ερεθίσματα που είχε λάβει η όραση μου και δεν μπορούσα να σταματήσω να τους χαζεύω. Υποτίθεται πως όταν ερχόταν η Ορόρα στην έπαυλη, θα κλεινόμουν στο δωμάτιο μου. Ωστόσο, η ανασφάλεια που μου προκάλεσε ο Ζάβιερ σε συνδυασμό με το τρυφερό θέαμα, δεν μου επέτρεπαν να απομακρυνθώ. Φρόντιζα όμως να κρατήσω μια απόσταση και να την αφήσω να κουβεντιάσει με τις κυρίες, οι οποίες της αφηγούνταν σημαντικές στιγμές του Μάικλ.
«Πες μου έναν Μάρεϊ που να μπορεί να αντισταθεί σε έναν Σάντος κι εγώ θα γίνω ξανθιά».
Τα χείλη μου αντέδρασαν χαρωπά στο σχόλιο της Μέλανη, η οποία επέστρεφε από την κουζίνα με το δείπνο του ανιψιού της.
«Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Μάρεϊ είναι γιος της Σάντος».
Εκείνη δεν απάντησε. Έριξε όλο της το βάρος στο ένα της πόδι κι αφέθηκε στην όμορφη εικόνα που δεν με άφηνε να απομακρυνθώ.
«Δείχνουν υπέροχοι», σχολίασε. «Πρέπει οπωσδήποτε να τους ζωγραφίσεις».
«Μια άλλη φορά».
Αφού κατένευσε, έστρεψε την προσοχή της σε μένα και μου είπε ότι της είχα λείψει. Το χέρι μου λειτούργησε αυθόρμητα και την αγκάλιασα, παρόλο που φοβόμουν τις στενές επαφές με νταμπίρ που δεν ήθελα να πληγώσω.
«Κι εμένα Μελς».
Ευχαριστημένη με την απάντηση μου, με ενημέρωσε ότι θα τάιζε τον αγαπημένο της Μάρεϊ και μετά θα συζητούσαμε για τις επόμενες κινήσεις μας.
Όταν έφτασε στον καναπέ, πήρε τον Μάικλ στην αγκαλιά της και τότε το βλέμμα της Ορόρα συνάντησε το δικό μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πόσο όμορφη έδειχνε παρά την μάχη που είχε προηγηθεί, αλλά μετά με κατέβαλαν τάσεις φυγής, γιατί σηκώθηκε από τον καναπέ και άρχισε να με πλησιάζει. Ευτυχώς που δεν ήταν βρικόλακας και δεν μπορούσε να ακούσει τις κοφτές μου ανάσες. Εντούτοις, πρέπει να φαινόταν στο πρόσωπο μου πόσο είχα αγχωθεί.
«Μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;», με ρώτησε ψιθυριστά.
Όχι!
«Φυσικά».
Εκείνη χαμογέλασε ικανοποιημένη και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Εγώ την ακολούθησα σαν υποτακτικός. Μόνο που δεν ήταν η αίσθηση του καθήκοντος αυτή που καταπολέμησε την λογική, αλλά το άρωμα της που με υπνώτισε. Οι οξυμένες αισθήσεις των βαμπίρ άρχισαν να μην μου φαίνονται τόσο ευλογία της κατάρας τελικά.
«Μπορείς να συνηθίσεις τον γιο μας τόσο μεγάλο;», με ρώτησε μισοχαμογελώντας.
«Όχι», παραδέχτηκα. «Βέβαια δεν είναι και ενήλικας. Αλλά σίγουρα δεν είναι το μωρό που θυμόμαστε».
«Έχουν αλλάξει τόσα πολλά», ξεφύσησε και άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου.
Ήθελα να φωνάξω βοήθεια, όχι για μένα, αλλά για εκείνη. Την έβλεπα να με πλησιάζει ατάραχη και φοβόμουν για λογαριασμό της.
Μα τι κάνεις; Είμαι βρικόλακας, άφησα τον εχθρό μας να σε βιάσει. Φύγε πριν πάθεις μεγαλύτερο κακό!
«Κι αναρωτιέμαι τι μπορούμε να κάνουμε για να περισώσουμε ό,τι μπορούμε», συμπλήρωσε ενώ βρισκόταν μια ανάσα μακριά μου.
«Θ-θα βρου-με την λύση του ξ-ορκιού».
Θα μπορούσα να ρεζιλέψω λιγότερο τον εαυτό μου, αλλά με την απόσταση μεταξύ μας να κινδυνεύει να μηδενιστεί δεν μπορούσα να αποτρέψω το τραύλισμα.
Η Ορόρα δεν σχολίασε την γελοία συμπεριφορά μου. Αντίθετα, σήκωσε το χέρι της και τα ακροδάχτυλα της περιεργάστηκαν το μάγουλο μου.
Η αίσθηση ήταν καθηλωτική. Το σώμα μου αναρίγησε από το απαλό της χάδι και ασυναίσθητα έκλεισα τα μάτια μου. Δεν έπρεπε να της δείξω πόσο μου άρεσε, αλλά είχε τον τρόπο να παίρνει τον έλεγχο του κορμιού μου με μία της κίνηση. Ούτε η υποβολή δεν μπορούσε να με συνεπάρει σε τέτοιο βαθμό. Μα ο έρωτας ήταν πιο μαγικός από κάθε πλάσμα.
«Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να βρούμε αυτό που είχαμε», μου ψιθύρισε και τα δάχτυλα της κατέβηκαν στον λαιμό μου. «Αυτό που πραγματικά θέλω είσαι εσύ».
Το επικίνδυνο βήμα πραγματοποιήθηκε από μεριά της και τώρα το στήθος της ήταν ακουμπισμένο στο δικό μου. Ένιωθα κι άκουγα την καρδιά της να φτερουγίζει και φάνταζε σαν πειρασμός που με ωθούσε να βυθιστώ στην λαγνεία. Και το ήθελα, ω πόσο το ήθελα! Την είχα τόσο κοντά μου και δύσκολα θα μπορούσα να αντισταθώ.
«Πες μου ότι θέλεις το ίδιο. Πες μου ότι δεν εννοούσες αυτό που είπες για διαζύγιο».
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και άνοιξα τα μάτια μου.
«Με αγαπάς ακόμα, έτσι; Δεν έφθειρε η κατάρα τα συναισθήματα σου».
Επανέλαβα την ίδια κίνηση κι εκείνη ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και χάιδεψε τα χείλη μου με τα δικά της. Μου ξέφυγε ένας ελαφρύς αναστεναγμός και η Ορόρα κλείδωσε τα χέρια της γύρω από την μέση μου.
«Πες το μου. Θέλω να σε ακούσω να το λες».
Δεν μπορούσα να αρνηθώ στο κάλεσμα της Σειρήνας. Η φωνή της έφτανε στα αυτιά μου σαν τραγούδι που παρέσερνε τους άντρες στην καταστροφή τους. Κι αυτή ήταν η δική μου.
«Σ' αγαπώ».
Εκείνη χαμογέλασε και μου απάντησε με ένα παθιασμένο φιλί.
Τα δάχτυλα μου προσγειώθηκαν στην ράχη της και την επεξεργάστηκαν μαλακά, σαν να ήταν η άρπα μου κι εγώ ο οργανοπαίκτης της. Με το αχόρταγο φιλί μου και το διεκδικητικό μου χάδι την έκανα να βγάζει γλυκές μελωδίες· μικρούς αναστεναγμούς απόλαυσης καθώς βρίσκαμε οξυγόνο ο ένας στον άλλον.
Και τότε μια φωνή μέσα μου, που τόση ώρα αρνούμουν να ακούσω, μου φώναξε γεμάτη απέχθεια: Δεν έχεις δικαίωμα να την ακουμπάς. Μετά από ό,τι έπαθε εξαιτίας σου, είσαι ανάξιος της. Απομακρύνσου πριν σε χρησιμοποιήσει ξανά ο Ντέμιεν για τα διεστραμμένα του παιχνίδια.
Τινάχτηκα προς τα πίσω βαριανασαίνοντας κι έχοντας ξυπνήσει από τον λήθαργο που με έριξε η αδυναμία μου να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Η Ορόρα με κοίταξε απορημένη και έκανε να με πλησιάσει. Εγώ όμως σήκωσα τα χέρια μου και της είπα να μείνει μακριά μου, όχι μόνο για απόψε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top