27. ΣΚΙΣΜΕΝΟ ΠΕΠΛΟ
Ορόρα
Είχε πλέον ξημερώσει. Η ώρα κύλησε στους συνηθισμένους της ρυθμούς και τώρα ο ήλιος ήταν έτοιμος να αντικαταστήσει την σελήνη στην βασιλεία του ουρανού.
Εγώ ήμουν ακόμα καθισμένη στο δάπεδο, δίπλα από το σβηστό πια τζάκι. Όλοι ήταν απασχολημένοι με μία δουλειά και με άφησαν παρέα με τις σκέψεις μου δίχως να με ενοχλούν. Νόμιζαν ότι ήμουν σε κατάσταση σοκ εξαιτίας αυτού που συνέβη εξαιτίας της φωτιάς και γι' αυτό δεν θέλησαν να με ταράξουν περισσότερο.
Στην πραγματικότητα, εγώ ήμουν πιο ψύχραιμη από κάθε άλλη φορά. Η σιωπή μου δεν ήταν ένδειξη σαστιμάρας και το βλέμμα μου είχε κολλήσει στο κενό, γιατί πολύ απλά δεν ήθελα να εστιάσω σε κάποιο σημείο του σπιτιού που έβριθε ψέμα και μιζέρια. Τους άφησα όμως να πιστέψουν ότι προσπαθούσα να βάλω σε τάξη το χάος που επικρατούσε στο κεφάλι μου. Έτσι, ήταν πλήρως επικεντρωμένοι στο τηλεφώνημα του πατέρα μου, όπου τους ειδοποίησε για το ότι ο βρικόλακας είχε πάει τον Κάρτερ στο Πόρτλαντ με σκοπό να τον ανταλλάξει με την κόρη του. Στην συνέχεια, ο Κέλλαν τηλεφώνησε στον Σπένσερ και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οφείλαμε να επιστρέψουμε στην Μόιρα.
Ο Κάρτερ πάλι έδωσε μια αόριστη επεξήγηση για την χθεσινή του εξαφάνιση, αλλά ορκίστηκε πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Είχε μάλιστα τον Μάικλ στην αγκαλιά του και θα περνούσαν την νύχτα μαζί στην έπαυλη των Μάρεϊ.
Όταν όλα είχαν πάρει τον δρόμο που είχαμε στρώσει με αγκάθια και μηχανορραφίες, η Άσλεη με τον Ενρίκε ήρθαν να καθίσουν δίπλα μου και να με ελέγξουν για πληγές. Τα τέσσερα νταμπίρ που δεν είχαν μαγεία, τραυματίστηκαν ελαφρώς από την φωτιά, αλλά τα καψίματα ήταν ασήμαντα μπροστά σε αυτό που ήταν αναμενόμενο να πάθουν όταν καλυφθήκαμε από τις φλόγες. Εγώ με τον Ενρίκε όμως δεν πάθαμε απολύτως τίποτα. Τα μοναδικά κατάλοιπα της φωτιάς ήταν οι στάχτες στα ρούχα και το δέρμα μας.
«Θέλεις να μας μιλήσεις;», ρώτησε η Άσλεη φέρνοντας το τυλιγμένο με επίδεσμο χέρι της στον πήχη μου.
Όχι, δεν ήθελα. Ήθελα να μείνω σιωπηλή για να μην χαθούν οι ευχάριστες σκέψεις. Μπορεί η στάση του σώματος μου και τα υγρά μου μάτια να μην επιβεβαίωναν την ευφορία μου, αλλά κατά βάθος χαιρόμουν. Απλώς δεν ήξερα πώς να το εκφράσω χωρίς να φανώ σαν παιδί που καταπιανόταν από την μικρότερη λεπτομέρεια για να διασκεδάσει.
«Πρέπει να μαζέψω τα πράγματα μου», ήταν το πρώτο πράγμα που είπα, γιατί ανυπομονούσα να γυρίσω στο Πόρτλαντ.
«Θα τα μαζέψουμε μαζί», απάντησε η Άσλεη.
«Θέλεις λίγο νερό;», ρώτησε ο Ενρίκε. «Ή κάτι να φας; Είσαι όλη νύχτα νηστική».
«Ποιος ήταν;», αντιγύρισα την ερώτηση, καθώς υπήρχαν πιο σημαντικά πράγματα από την διατροφή μου. «Αναγνώρισες την ενέργεια;»
Τον είχα ξαναρωτήσει, αλλά μέσα στην σύγχυση της στιγμής ήταν δύσκολο να λάβω μια έγκυρη απάντηση. Τώρα που είχε ηρεμήσει και διέθετε όλες τις πληροφορίες, θα έπρεπε να μου δώσει εξηγήσεις. Εκείνος όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και με ενημέρωσε πως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ενέργειες. Απλώς την στιγμή που η μαγεία είχε φτάσει στο αποκορύφωμα μέσα στο σαλόνι, εκτός από την δική μου θέρμη, ένιωσε και μία ψύχρα που δεν ήταν δική του. Ο λόγος που το κατάλαβε εκείνος κι όχι εγώ οφειλόταν στο ότι μάλλον ο επισκέπτης βρισκόταν πίσω του. Και γιατί δεν τον είδαμε; Γιατί ήταν αόρατος. Άρα επρόκειτο για ένα πολύ συγκεκριμένο άτομο.
«Ήταν αναμφίβολα ο Ντέμιεν», μουρμούρισα και στράφηκα στο τζάκι, από όπου έπρεπε να δω το δαιμόνιο μου αλλά τελικά αντίκρισα θεούς και δαίμονες.
«Δεδομένου του αποτελέσματος δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για τον Ντέμιεν», είπε η Άσλεη.
«Σίγουρα δεν θα είχε αυτό στον νου του. Προφανώς προσπάθησε να μας βάλει μία ακόμα τρικλοποδιά και το κόλπο του εκπυρσοκρότησε χάρις το στοιχείο μου», ένα μελαγχολικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στο πρόσωπο μου. «Και να φανταστείς ότι είχα χάσει την πίστη μου σε αυτό. Αλλά η κυρά μου δεν με πρόδωσε ποτέ».
Η Άσλεη και ο Ενρίκε χαμογέλασαν με την σειρά τους. Μετά το βραδινό συμβάν θα το έκαναν πιο συχνά και μάλιστα ο ένας στον άλλον.
Την επόμενη στιγμή, ήρθαν κοντά μας και η Χόουπ με τον Κέλλαν και κάθισαν απέναντι μου.
«Πώς είστε;», ρώτησε η Χόουπ με μητρικό ενδιαφέρον.
«Μπορώ με ειλικρίνεια να πω», ξεκίνησε η Άσλεη και μας κοίταξε όλους πριν ολοκληρώσει. «Καλά».
Ο Κέλλαν της χαμογέλασε και έπειτα στράφηκε σε μένα.
«Καλό σχέδιο είναι το κακό που κατά τύχη πετυχαίνει», αποκρίθηκα κι εκείνος γέλασε δυνατά.
«Μου έλειψε αυτό», παραδέχτηκε.
«Θα το έχεις σε αφθονία», του υποσχέθηκα.
«Είσαι σε θέση να ταξιδέψεις σήμερα;», με ρώτησε η Χόουπ.
Εγώ ένευσα γρήγορα κι ανακάθισα για να φανώ ενεργητική.
«Δεν θέλω να αργήσουμε άλλο. Θέλω επιτέλους να κρατήσω τον Μάικι μου αγκαλιά».
«Ο Σπένσερ είπε πως θα μαζέψει έγκαιρα μια ομάδα για να φύγουμε όποτε το κρίνουμε απαραίτητο», αποκρίθηκε ο Κέλλαν.
«Έχει πτήση για Πόρτλαντ σε πέντε ώρες», μας ενημέρωσε ο Ενρίκε.
Η πρόταση του μου έδωσε το κίνητρο που χρειαζόμουν για να εγκαταλείψω τις σκέψεις μου και να αρχίσω να δρω.
Τινάχτηκα όρθια και υπέδειξα σε όλους να ετοιμαστούν. Η μετακόμιση μας από την Καλιφόρνια θα ήταν μόνιμη κι υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να φροντίσουμε, ειδικά εγώ που έμεινα στην Νέα Μόιρα σχεδόν τέσσερα χρόνια. Και το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνω ήταν να αποχαιρετίσω την Καταλίνα. Μπορεί να ήταν μια νέα γνωριμία που δεν είχε σχέση με το παρελθόν, αλλά ήταν ένα αγνό κομμάτι της καταραμένης ζωής μου κι ήθελα να την δω για μια τελευταία φορά.
Το συγκινητικό μας αντίο ήταν η τελετή λήξης της παρωδίας των τελευταίων χρόνων. Η σφιχτή της αγκαλιά και τα δάκρυα μας ήταν το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως.
Επιτέλους είχε ξημερώσει. Η χθεσινή φωτιά είχε φέρει μια νέα μέρα που δεν την μόλυνε πια ο σαδισμός του Ντέμιεν. Το δυνατό κύμα από φλόγες που ρίχτηκε πάνω μας δεν έκαψε τα σώματα μας, αλλά τον μανδύα μίσους με το οποίο μας είχε τυλίξει σφιχτά ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου. Κι ήταν ώρα να πληρώσει γι' αυτό.
Έρχομαι Ντέμιεν. Η βασίλισσα νεκρών και ζώντων έρχεται για την τελευταία αναμέτρηση.
Κάρτερ
Ο Μάικλ είχε κουλουριαστεί στην αγκαλιά μου με τα δάχτυλα του να έχουν κλείσει σε μπουνίτσες και το χειλάκια του να τρεμοπαίζουν κάθε φορά που τα όνειρα του έφταναν σε κομβικό σημείο. Πάντως ήταν ευχάριστα, καθώς μερικές φορές χαμογελούσε αχνά.
Η εικόνα του ήταν από τα πιο όμορφα πράγματα που είχα αντικρίσει στην ζωή μου. Δεν είχα ξαναδεί πλάσμα να κοιμάται τόσο γαλήνια, εκτός από τον Μάικλ όταν βρισκόταν στην αγκαλιά την δική μου ή της Ορόρα. Από νεογέννητο λάτρευε να κοιμάται στα χέρια μας ή έστω δίπλα μας και τότε το ερμήνευσα ως αναγνώριση της αύρας μας. Τώρα όμως έβλεπα κάτι μεγαλύτερο από το ένστικτο της μαγείας. Τώρα αναγνώριζα την ανάγκη του νηπίου να περιβληθεί από στοργή που θα το έκανε να νιώσει ασφαλές. Κι αν μη τι άλλο ο Μάικλ το χρειαζόταν περισσότερο από όλους μας έχοντας ζήσει τόσα χρόνια στον Κάτω Κόσμο.
Έμεινα ξάγρυπνος όλη νύχτα να τον χαζεύω και να περιεργάζομαι το απαλό του δέρμα με τα ακροδάχτυλα του. Από την μία δεν ήθελα να τον ενοχλήσω με την ψύχρα μου, από την άλλη όμως με γέμιζε τόση ζεστασιά που ξεχνούσα ότι ήμουν νεκρός. Κι εκείνος άλλωστε αρεσκόταν στο χάδι μου, οπότε ήμασταν και οι δυο ευχαριστημένοι.
Κάποια στιγμή μετά το ξημέρωμα, ο Νόα άνοιξε σιγά την πόρτα και με ενημέρωσε ότι είχε τηλεφωνήσει η αδερφή μου. Με βαριά καρδιά, απομακρύνθηκα από το δωμάτιο και κατέβηκα στο σαλόνι για να μιλήσω με την Μέλανη.
«Δεν θα έπρεπε να κοιμάσαι;», αποκρίθηκα πειραχτικά.
«Υποσχέθηκες ότι θα συναντιόμασταν όταν έφτανες στο Πόρτλαντ».
Ήταν πράγματι μια υπόσχεση που είχα δώσει με σκοπό να κατευνάσω τα πνεύματα. Χθες βράδυ όμως προέκυψαν σοβαρά ζητήματα και επιπλέον δεν ήθελα να με δει η οικογένεια μου σε αυτή την κατάσταση χωρίς να το ξέρει από πριν Η άρνηση μου όμως να τους δω τους φόβιζε περισσότερο, γιατί όλος ο κόσμος πίστευε ότι με είχε απαγάγει ένα βαμπίρ. Και το δραματικό μου τηλεφώνημα στον Αλεχάντρο πριν μερικές ώρες απλώς επιδείνωνε την ανησυχία. Τι μπορούσα να κάνω λοιπόν; Θα τους έλεγα από το τηλέφωνο ότι ήμουν η ντροπή των νταμπίρ ή θα περίμενα να έρθει το ιππικό από την Καλιφόρνια για να με βγάλει από την δύσκολη θέση;
«Οι υποψίες του Αλεχάντρο μας στερούν ελευθερία κινήσεων. Εκτός του ότι δεν θα σε αφήσει να βγεις από την Μοίρα κι εγώ δεν μπορώ να κυκλοφορώ στο Πόρτλαντ με τόσα νταμπίρ να με αναζητούν».
Αυτό που έπρεπε να ακολουθήσει ήταν να ρωτήσει τον λόγο. Ο σκοπός δεν ήταν να με βρουν; Ναι, όχι όμως ζωντανό...
«Το καταλαβαίνω», απάντησε εκπλήσσοντας με. «Όμως θέλω να σε δω. Κατάλαβε κι εσύ εμένα».
«Σε καταλαβαίνω. Και εννοείται πως κι εγώ θέλω να σε δω. Μου έλειψες πολύ Μελς».
«Κι εμένα. Πού βρίσκεσαι τώρα;»
«Σε ένα ξενοδοχείο», είπα ψέματα, γιατί αν μάθαινε ότι ήμουν στην έπαυλη θα ερχόταν αμέσως.
Ακολούθησε μια μικρή παύση και στην αρχή φοβήθηκα ότι με υποπτεύθηκε. Στην συνέχεια όμως, έδωσε μια συγκαταβατική απάντηση και με ενημέρωσε πως οι γονείς μας κι η Ορόρα θα έρχονταν σήμερα κιόλας στο Πόρτλαντ.
Αυτό το ήξερα ήδη, καθώς ο βασικός σκοπός του τηλεφωνήματος μου στον Αλεχάντρο ήταν ο ερχομός τους. Βέβαια ένιωσα ένα φτερούγισμα στην υπενθύμιση ότι η Ορόρα θα ερχόταν πάλι κοντά μου λες και το άκουγα πρώτη φορά. Αυτά όμως ήταν ψυχοσωματικές αντιδράσεις που όφειλα να ελέγχω για να μην τυφλωθώ ξανά από τις ορμές μου, γιατί τίποτα δεν ήταν επαρκής δικαιολογία για ένα έγκλημα, όπως ο βιασμός.
Όταν τερμάτισε η κλήση με την αδερφή μου, προχώρησα στην κουζίνα. Εκεί βρίσκονταν ο Νόα με τις γυναίκες που είχαν δραπετεύσει από τον Κάτω Κόσμο.
Τους πρότεινα να έρθουν μαζί μας στην έπαυλη για να είμαστε όλοι μαζί και για χάρη του Μάικλ και της ασφάλειας τους. Εκείνες δίστασαν ακριβώς γιατί φοβόντουσαν ότι θα με έβαζαν στο στόχαστρο του Ντέμιεν, αλλά αυτό είχε γίνει πριν τέσσερα χρόνια, οπότε δεν υπήρχε λόγος να χωριστούμε. Μάζεψαν μερικά πράγματα τους, τον καθρέφτη που είχαμε κλειδώσει στην σοφίτα και αφού άφησαν ένα ευχαριστήριο γράμμα στις μάγισσες, μας ακολούθησαν στην έπαυλη.
Μέσα σε όλα πίστευα πως η ομαδική ατμόσφαιρα θα έκανε καλό στην Νουρ. Ήταν μεν ανακουφισμένη που η Κόρτνεϋ γλίτωσε από τα χέρια των απαγωγέων της, από την άλλη όμως την στενοχωρούσε το γεγονός ότι ακόμα δεν την θυμόταν. Ο λόγος που η Κόρτνεϋ την αναζήτησε ήταν γιατί απλά δεν μπορούσε να ξεχάσει όσα της είπε την πρώτη φορά που την είδε -για αυτή την πραγματικότητα τέλος πάντων- κι ήθελε εξηγήσεις. Η Νουρ της είπε ότι η κατάσταση ήταν περίπλοκη κι ένα βράδυ που δεν θα υπήρχε τόση πολυκοσμία θα φρόντιζε να της πει την αλήθεια. Ωστόσο, εκείνη δεν είχε σκοπό να της μιλήσει προτού η Κόρτνεϋ ήταν σε θέση να την αναγνωρίσει. Και η αβεβαιότητα για το πότε θα γινόταν αυτό της ράγιζε την καρδιά.
Οι φίλες της έκαναν τα πάντα για να την ενθαρρύνουν και πού και πού κατάφερε να χαμογελάσει. Της θύμιζαν μάλιστα ότι είχαν γλιτώσει από την αιώνια φυλακή τους κι αυτός ήταν ένας πολύ σημαντικός λόγος να ευθυμήσει.
Τότε μου ήρθαν στον νου εκείνες που δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν. Η Εριέττα, η Ισαβέλλα και η Τατιάνα παρέμεναν δέσμιες του Ντέμιεν, με την δεύτερη πιθανόν ήδη νεκρή από ασήμι. Ασυναίσθητα το μέτωπο μου καταβλήθηκε από ένα έντονο συνοφρύωμα στην ιδέα των μαρτυρίων που ίσως υποβάλλονταν, κάτι που τράβηξε την προσοχή των φιλοξενούμενων μου.
«Είσαι καλά;», ρώτησε ο Νόα.
«Μια χαρά», τους απάντησα. «Απλώς σκεφτόμουν τον καθρέφτη».
Εν μέρει δεν ψευδόμουν, γιατί κι αυτό έκανε σποραδικά την εμφάνιση του μέσα στις ατελείωτες σκέψεις. Υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε να φροντίσουμε κι η ασφάλεια του καθρέφτη ήταν ένα από αυτά.
«Θα ήθελα να ανταλλάξω δυο κουβέντες μαζί με την δαιμόνισσα».
«Καλή τύχη με αυτό», κάγχασε η Ζεϋνέπ. «Δύσκολα σου δείχνει αυτό που θέλεις πια. Μόνο με τον Μάικλ συγκινείται».
«Με τον τίτλο του», την διόρθωσε η Νουρ.
«Δεν θέλω να δω κάτι», τους ενημέρωσα. «Απλώς είμαι περίεργος να την γνωρίσω».
«Θέλεις παρέα;», αποκρίθηκε ο Νόα.
«Θα το αναλάβω μόνος μου. Εσείς μονάχα έχετε τον νου σας στον Μάικλ».
Μετά από ένα νεύμα επιβεβαίωσης πήρα τον δρόμο για την σοφίτα.
Ο καθρέφτης ήταν ακουμπισμένος σε ένα παλιό, δρύινο γραφείο που συνεχώς λησμονούσαμε να φέρουμε στην Μόιρα, καθώς στην έπαυλη θα χρησίμευε μόνο ως δέκτης σκόνης. Επιπλέον, τον είχα καλύψει με ένα ξεφτισμένο σεντόνι χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Όλοι οι θαμώνες της έπαυλης -πλην εμού- είχαν έρθει σε επαφή μαζί του. Επομένως, η κίνηση μου ήταν ανόητη.
Αφού απομάκρυνα το σεντόνι και έδωσα την ευκαιρία στην γκρίζα σκόνη να χοροπηδήσει τριγύρω μας, ανασήκωσα τον καθρέφτη και στερέωσα την μυτερή κορυφή του στον τοίχο.
Τώρα τι έπρεπε να κάνω; Πώς καλούσα την δαιμόνισσα; Δεδομένων των δυνάμεων της όμως δεν ήξερε ότι στεκόμουν μπροστά της θέλοντας να της μιλήσω; Βέβαια επρόκειτο για δαίμονα, οπότε πιθανόν να υπήρχε συγκεκριμένο κόλπο για να επικοινωνήσεις μαζί της. Ίσως έπρεπε να είχα ρωτήσει τις κυρίες πριν απομακρυνθώ από την κουζίνα.
Καθώς μετάνιωνα την βιαστική μου αποχώρηση με τα μάτια μου να περιεργάζονται τα σκαλισμένα κρινολούλουδα στον γραφίτη που περιέλαβε το τζάμι, εμφανίστηκε μπροστά μου ένας γκρίζος καπνός. Υπέθεσα πως αυτό προμήνυε τον ερχομό της δαιμόνισσας και παραξενεύτηκα όταν είδα ξανά το δικό μου είδωλο, που μάλιστα μειδίαζε. Εγώ όμως ήμουν αρκετά σίγουρος ότι τα χείλη μου βρίσκονταν σε πλήρη ευθεία και έσμιξα απορημένος τα φρύδια μου. Το είδωλο μου διατήρησε το πλάγιο χαμόγελο, οπότε κατάλαβα ότι δεν έβλεπα στα αλήθεια εμένα.
«Νόμιζα ότι ήσουν γυναίκα».
«Είμαι ό,τι είναι αυτός που στέκει μπροστά μου».
«Αλήθεια; Γιατί εγώ ξέρω ότι μιλάνε απευθείας μαζί σου».
Ο Κάρτερ του καθρέφτη ξεφύσησε ελαφρώς απηυδισμένος.
«Σε όσους έχουν βιώσει τον εγκλεισμό στον Κάτω Κόσμο. Εσύ έχεις την ελευθερία σου κι άρα...»
«Θεωρείς ότι έχεις δικαίωμα να παίζεις με τα νεύρα μου», την διέκοψα ή μήπως τον;
Ο καπνός έκανε ξανά την εμφάνιση του και υπέθεσα πως ο δαίμονας απομακρυνόταν ενοχλημένος. Ωστόσο, η επόμενη εικόνα ήταν μια κοκαλιάρα γυναίκα με σκούρα μαλλιά και καταπράσινα μάτια σαν να απεικόνιζαν τροπικό δάσος.
«Πολύ καλύτερα», αποκρίθηκα και σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα να μιλάω στον εαυτό μου, ειδικά τώρα που ο νευρικός κλονισμός είναι μια ανάσα μακριά μου».
Η δαιμόνισσα χαμογέλασε χωρίς ευφορία. Υπήρχε μια δόση ειρωνείας στην έκφραση της.
«Το ξέρω ήδη αυτό», μου απάντησε και ανταπέδωσα το ειρωνικό χαμόγελο. «Λοιπόν, τι λαχταράς να αντικρίσεις;»
«Ήρθα μόνο για να κάνουμε μια μικρή κουβεντούλα. Να γνωριστούμε καλύτερα σαν συμπολίτες του Κάτω Κόσμου».
«Δεν έχω να συζητήσω κάτι μαζί σου».
«Τα νεύρα σου οφείλονται στην αγανάκτηση της αιχμαλωσίας ή στο ότι δεν συμπαθείς τους βρικόλακες;»
«Στο ότι δεν συμπαθώ τους βρικόλακες που με αιχμαλωτίζουν».
Δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη για να καταλάβω ότι την πείραξε η απομόνωση της στην σοφίτα, καθώς και η κάλυψη της με το σεντόνι. Φέρθηκα σαν να επρόκειτο για ωρολογιακή βόμβα, κάτι που δεν ήταν τελείως ψέμα. Αυτό το πλάσμα ήταν το πιο επικίνδυνο και ταυτόχρονα το πιο δυνατό όπλο του κόσμου.
«Όπως και τα νταμπίρ που συναινούν στην καταστροφή μου».
Σε αυτά της τα λόγια ανασήκωσα απορημένος το ένα μου φρύδι.
«Υποτίθεται πως ανέκτησες την μνήμη σου», απάντησε εκείνη μισοκλείνοντας τα μάτια της. «Όταν ο πατέρας σου ανέβηκε στην πόλη σου, αγνοήσατε και οι δυο ότι επικοινωνήσατε χάρις εμένα. Και με καταδικάσατε στην λήθη».
«Συγγνώμη γι' αυτό», απάντησα χωρίς να λυπάμαι πραγματικά.
Αν ο πατέρας μου δεν έσπαγε τον καθρέφτη, ο Ντέμιεν θα μάθαινε όσα μου εκμυστηρεύτηκε αμέσως, καθώς και για την κάθοδο μας στον Κάτω Κόσμο. Μολονότι, όντως καταδικάσαμε με ψυχή σε αιώνια φυλάκιση, το σχέδιο μας αποσκοπούσε στην σωτηρία τόσων άλλων. Βέβαια στο τέλος εμείς χάσαμε κι ο καθρέφτης κοσμούσε ξανά τους τοίχους της επίγειας κόλασης. Επομένως, είχαμε τιμωρηθεί αρκετά για την πράξη μας.
«Δεν παύουμε όμως να θέλουμε και στις δύο ζωές το ίδιο πράγμα», συνέχισα. «Κι αυτό είναι η καταστροφή του Κάτω Κόσμου. Άρα θα φροντίσουμε να μην γίνουν τα ίδια λάθη κι εσύ να βρεις την ελευθερία σου. Θα μου επιτρέψεις τώρα να κάνω μια σοβαρή ερώτηση. Εφόσον βλέπεις και ξέρεις τα πάντα, πώς δεν έχεις βρει τον τρόπο να γλιτώσεις από την αιχμαλωσία;»
Η δαιμόνισσα κάγχασε.
«Και να φανταστείς ότι είχες για χρόνια μαγεία! Πώς θα ψάλω το ξόρκι της ελευθερίας μου όταν είμαι δεσμευμένη σε ένα αντικείμενο; Φαντάζομαι θα έχεις ακούσει για τα τζίνι και τα λυχνάρια. Αν όχι, ρώτα την Νουρ. Είμαι σίγουρη πως εκείνη μπορεί να σου εξηγήσει πόσο εύκολα δεσμεύεται ένας δαίμονας σε ένα αντικείμενο δίχως να χάνει τις δυνάμεις του. Παραταύτα, δεν γίνεται να σπάσει μόνος του τα δεσμά, γιατί δεν μπήκε οικειοθελώς».
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Όμως και πάλι υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Σίγουρα θα ξέρεις πού βρίσκεται το ξόρκι που θα σε σώσει και τι χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί. Γιατί δεν το έχεις πει σε κανέναν;»
«Υποσχέθηκαν ότι θα το βρουν μόνες τους, σωστά;»
Δεν ήταν και το πιο σωστό πράγμα που θα μπορούσα να κάνω εκείνη την στιγμή, αλλά ξέσπασα σε γέλια.
«Σοβαρά, είσαι τόσο κακομαθημένη;»
Το πρόσωπο της παραμορφώθηκε από μια έκφραση οργής.
«Κακομαθημένη; Είμαι κλεισμένη τόσους αιώνες εδώ μέσα. Θα έπρεπε να έχω πεθάνει. Όμως κέρδισα την αθανασία με τον χειρότερο τρόπο. Έχω δει νταμπίρ και υπόκοσμο να δολοφονούνται εξαιτίας μου, έχω δει πολέμους θνητών, έχω δει την βασίλισσα μου να βιάζεται!», αποκρίθηκε δυνατά και η φωνή της σε συνδυασμό με την ανάμνηση που αναδύθηκε με έκαναν να πισωπατήσω. «Κι εσύ θεωρείς ότι όλα αυτά τα κάνω από καπρίτσιο;», ρώτησε πιο ήρεμα.
Πλέον ντρεπόμουν για όσα της είπα και φυσικά για το μεγαλύτερο μου αμάρτημα. Δεν ήμουν σε θέση να της απαντήσω δίχως να σπάσει η φωνή μου και τα γέλια να μετατραπούν σε ανεξέλεγκτους λυγμούς.
«Είναι πολύ εύκολο να με κρίνετε όλοι σας στην θέση που βρίσκεστε. Γιατί όσο και να έχετε υποφέρει, κανείς σας δεν γνώρισε την οδύνη που βιώνω καθημερινά εγώ. Δεν ήταν ποτέ εύκολο να έχω τόσες εικόνες στο μυαλό μου, κατά βάση δυσάρεστες. Φαντάσου πώς ήταν να πρέπει να τις αντικρίζω ξανά και ξανά για να είναι σε θέση να τις δουν κι άλλοι για καθαρά προσωπική τους υπόθεση. Το μόνο που κάνω αυτά τα χρόνια είναι να ικανοποιώ τρίτους. Κάποια στιγμή, κάποιος πρέπει να ικανοποιήσει εμένα».
Ο αντίλογος της ήταν αποστομωτικός. Δεν χώραγε αντίρρηση. Ήταν λάθος μας να την αντιμετωπίζουμε μόνο σαν μέσο υπεροχής και να ξεχάσουμε πόσο υπέφερε κι η ίδια. Το γεγονός ότι ήταν δαίμονας δεν την καθιστούσε αυτόματα αναίσθητη. Και δεν έπρεπε να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η τωρινή της προσωπικότητα διαμορφώθηκε σε αιχμαλωσία σχεδόν μισής χιλιετίας!
«Με συγχωρείς», μουρμούρισα τόσο σιγά, που σίγουρα έμαθε τι είπα χάρις την δύναμη της.
Εκείνη ίσιωσε την πλάτη της και σταύρωσε τα χέρια της πίσω από αυτή. Τώρα έμοιαζε σαν στρατιώτης που στεκόταν προσοχή. Προφανώς εκτίμησε την απολογία μου.
«Υπόσχομαι πως θα φροντίσω προσωπικά την απελευθέρωση σου. Μπορείς να με εμπιστευτείς. Ξέρεις πως δεν είμαι το ίδιο νταμπίρ που συμφώνησε στην καταδίκη σου».
«Απόλυτα», αποκρίθηκε.
Μετά από ένα μου νεύμα έκανα να φύγω από το δωμάτιο ανήμπορος να αντιμετωπίσω ένα από τα μεγαλύτερα θύματα του Ντέμιεν. Σαφώς κι αυτό με καθιστούσε δειλό, αλλά δεν είχα περάσει και λίγα εξαιτίας του. Ο καθένας μας κουβαλούσε τον δικό του σταυρό με τα άκρα μας ήδη καρφωμένα στο βαρύ ξύλο.
«Δεν το έκανες», την άκουσα να μου λέει λίγο πριν φτάσω στην πόρτα.
Τότε γύρισα ξανά προς το μέρος της παραξενεμένος.
«Ποιο πράγμα;»
Η δαιμόνισσα δεν μου απάντησε αμέσως. Μου έδωσε μερικές στιγμές ώστε να αναπολήσω κάθε μικρό και μεγάλο μου παράπτωμα και στην κορυφή άνηκε ο βιασμός της Ορόρα. Αλλά δεν γινόταν να μιλάει γι' αυτό. Αφού εγώ θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια πώς ένιωθα καθώς βεβήλωνα το κορμί της, την απόλαυση που πήρα από τον πόνο της και πόσο λίγο με συγκίνησε το γοερό της κλάμα την ώρα που παρακαλούσε θεούς και δαίμονες να την γλιτώσουν από τα χέρια μου.
«Δεν ήσουν εσύ. Ήταν εκείνος».
«Τι λες;», ρώτησα νιώθοντας την υπομονή μου να εξαντλείται. Δεν ήταν ώρα για γρίφους!
«Ξέρεις πολύ καλά τι λέω, Κάρτερ. Πιστεύεις ότι έβλαψες την βασίλισσα μου, αλλά κάνεις λάθος».
Στην κατάσταση που ήμουν, η Ορόρα ήταν τεχνικά και δική μου βασίλισσα, ωστόσο δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να το αναλύσουμε.
«Ήταν ο Ντέμιεν», συνέχισε. «Εκείνο το βράδυ, δεν βιάστηκε μόνο το κορμί της Ορόρα. Την ώρα που ανέβαινες τις σκάλες ένιωσες να ζαλίζεσαι και έχασες την ισορροπία σου. Ήταν η στιγμή που ο Ντέμιεν εισέβαλε στο σώμα σου. Ό,τι έγινε στην συνέχεια το προκάλεσε αποκλειστικά ο ίδιος, όχι κινώντας τα νήματα λες κι είστε μαριονέτες, αλλά μία ανάσα μακριά από την Ορόρα».
Το στομάχι μου ανακατεύτηκε κι ένα δυνατό βουητό κατέβαλε το κεφάλι μου. Πράγματι, ένιωθα ότι το σώμα μου είχε βεβηλωθεί και βρέθηκα πολύ κοντά στο να ξεσκίσω την σάρκα μου για να απελευθερωθεί η ψυχή μου από το μολυσμένο κορμί μου. Κι ήμουν σίγουρος ότι είχε νιώσει κι η Ορόρα έτσι και σε διπλάσιο βαθμό. Και οι υπαίτιοι ήταν δύο.
«Θυμάμαι», είπα με τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. «Θυμάμαι τι της έκανα και πώς ένιωσα. Πώς είναι δυνατόν να ισχύει αυτό που λες;»
«Γιατί δυστυχώς η ψυχή σου ήταν παρούσα. Έτσι ισχύει σε κάθε ξενιστή. Είναι εκεί και βλέπει τι προκαλεί ο κάθε δαίμονας που εισβάλει στο κορμί του. Αλλά δεν μπορεί να το σταματήσει. Μάλιστα, όσο περισσότερο είναι δαιμονισμένος τόσο συμμερίζεται το μίσος του δαίμονα. Αλλά αυτό δεν ισχύει στην δική σου περίπτωση γιατί ο Ντέμιεν ήταν μέσα σου για μερικά λεπτά. Γι' αυτό υποφέρεις από τις τύψεις. Ωστόσο, δεν είσαι υπεύθυνος για τον βιασμό της Ορόρα».
Ορόρα
Όσο πλησιάζαμε στην Μόιρα, η καρδιά μου ήταν έτοιμη να πεταχτεί έξω από το στήθος μου. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα και μολονότι ήξερα πως θα επέστρεφα σύντομα στον τόπο του εγκλήματος, δεν ήμουν πλήρως έτοιμη. Όταν χαιρετούσα τους κατοίκους της Νέα Μόιρα και φρόντιζα την αντικατάσταση μου στην διοίκηση της, όταν επιβιβαζόμασταν όλοι μαζί στο αεροπλάνο κι όταν τελικά προσγειωθήκαμε στο Πόρτλαντ είχα την ευκαιρία να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι θα αντίκριζα πρόσωπα και μέρη που κουβαλούσαν ιστορίες συνδεδεμένες με τον Κάτω Κόσμο· ιστορίες που αγνοούσαν και όσον αφορά τα πρόσωπα, θα αντίκριζα στο βλέμμα τους την άγνοια που προκλήθηκε από εκείνο το αναθεματισμένο ξόρκι. Κι ανάμεσα στους αδαείς βρισκόταν η ίδια μου η οικογένεια. Ωστόσο, δεν είχα καταφέρει να αποδεχτώ πλήρως την επιστροφή μου.
Όταν περάσαμε το αόρατο τείχος της Μόιρα και κάναμε στάση στο σπίτι του Νέιθαν, ο ακούραστος θυρωρός της πόλης βγήκε να μας υποδεχτεί και εν συνεχεία να μας καταγράψει. Ασυναίσθητα έφερα στον νου μου την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε στο ίδιο ακριβώς σημείο εξαιτίας πάλι ενός δυσάρεστου γεγονότος. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ο Νέιθαν είχε ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη του και μας καλώς όρισε με παρηγορητικές κουβέντες. Ήταν ειλικρινείς κι όχι καλά προβαρισμένα λόγια που σκοπό είχαν να παρουσιάσουν έναν διαλλακτικό υπήκοο. Ο Νέιθαν είχε καλή καρδιά που δεν διαφθάρηκε παρά τις δοκιμασίες που υπέμεινε με την σειρά του.
Αφού ολοκληρώθηκε η καταγραφή των ονομάτων μας στο τετράδιο εισόδων και εξόδων, τον ρώτησα χαμηλόφωνα πώς ήταν ο ίδιος, αλλά η απάντηση δεν με ικανοποίησε. Και το σκοτεινιασμένο βλέμμα του και το αόριστο καλά, μαρτυρούσαν την δυσάρεστη ψυχολογία του. Ίσως η Μέλανη να μπορούσε να μου δώσει κάποιες εξηγήσεις.
Αμέσως μετά, οι οδηγοί άναψαν ξανά τις μηχανές και τα αυτοκίνητα συνέχισαν την πορεία τους για τον τελικό μας προορισμό. Εγώ έσφιξα τα χέρια μου μεταξύ τους σε στάση προσευχής και κοιτούσα ευθεία μπροστά περιμένοντας να αντικρίσω ξανά το παλάτι. Ωστόσο, δεν ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρη αν ήθελα να βρεθώ εκεί.
Το χέρι της Άσλεη γλίστρησε στον πήχη μου και με έσφιξε μαλακά για να τραβήξει την προσοχή μου.
«Δεν είσαι μόνη σου», μου θύμισε κι εγώ της χαμογέλασα ευγνώμων.
«Δεν νομίζω να τα κατάφερνα διαφορετικά».
Εκείνη έριξε μια ματιά στον οδηγό κι έπειτα στράφηκε ξανά σε μένα χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής της.
«Έχεις αγωνία για τους γονείς σου, έτσι;»
«Κυρίως για τον πατέρα μου», της απάντησα επίσης ψιθυριστά. «Δεν νομίζω ότι θα αντέξω την απότομη συμπεριφορά του».
«Προσπάθησε να έχεις πάντα στον νου σου ότι δεν είναι δική του συμπεριφορά».
Σαν ιδέα φαινόταν εύκολο. Στην πράξη όμως θα ήμουν σε θέση να διαχωρίσω τον Αλεχάντρο της πραγματικότητας από τον Αλεχάντρο του Ντέμιεν;
Την απάντηση θα την έπαιρνα σύντομα, καθώς τα αυτοκίνητα σταματούσαν μπροστά από την αυλή του παλατιού. Εμείς αποβιβαστήκαμε, ώστε οι οδηγοί να συνεχίσουν στο γκαράζ. Δεν θα με πείραζε βέβαια να τους ακολουθήσω ή ακόμα και να μείνω μαζί με τα αυτοκίνητα στο ήσυχο γκαράζ.
Οι τάσεις φυγής μου αυξήθηκαν όταν αντίκρισα τα γνωστά μας νταμπίρ να στέκονται στην μέση της αυλής και να μας περιμένουν με πρόσωπα που αντανακλούσαν τα ανάμικτα συναισθήματα τους. Ο Κέλλαν κατάλαβε την δυσφορία μου μόλις με είδε για πρώτη φορά μετά το αεροδρόμιο και φρόντισε να έρθει δίπλα μου και να φέρει το χέρι του στην ράχη μου για να με ωθήσει να προχωρήσω μαζί τους.
Δεν είχαμε φτάσει ούτε στα μισά της διαδρομής όταν η μητέρα μου άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου αδύναμη να περιμένει. Εγώ αφέθηκα με την σειρά μου και κατευθύνθηκα με την ίδια ταχύτητα κοντά της μέχρι να αισθανθώ ξανά την μητρική αγκαλιά.
Η θέρμη που με κυρίευσε μέσα στην αγκαλιά της σήκωσε θύελλα συναισθημάτων και τα μάγουλα μου ποτίστηκαν από δάκρυα. Ήταν και ανακούφισης και δυσφορίας, γιατί αφενός την έβλεπα ξανά μετά από τρεισήμισι χρόνια, αλλά αφετέρου δεν μπορούσα να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί της. Υπήρχαν πράγματα που ήθελα να μοιραστώ μαζί της κι εν μέρει δεν ήταν δύσκολο να τα πιστέψει, εφόσον συνέβησαν στην δική της πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν θα καταλάβαινε τα βαθύτερα αίτια αυτών. Από την άλλη, μου ήταν δύσκολο να την κοιτάξω στα μάτια και να της πω ότι το κοριτσάκι της είχε πεθάνει· σκοτώθηκε ένα βράδυ στην συζυγική της κλίνη και στην θέση της άφησε σπαραγμό και απόγνωση. Αυτό που αγκάλιαζε τώρα δεν ήταν παρά ένα ομοίωμα της κόρης της. Η αλήθεια όμως θα την σκότωνε κι άρα έπρεπε να προσποιηθώ ότι ήμουν ακόμα η αθώα Ορόρα που δεν την είχε αγγίξει η βία και το μίσος. Ίσως κάπου ανάμεσα στις πράξεις της παράστασης μου να το πίστευα κι η ίδια και να ξεχνούσα τις ουλές που θα κουβάλαγε για πάντα η ψυχή μου.
«Αγάπη μου», αποκρίθηκε συγκινημένη και με φίλησε και στα δύο μάγουλα. «Πόσο μου έλειψες ψυχή μου. Για να σε δω! Μου φαίνεσαι τόσο ίδια αλλά και διαφορετική ταυτόχρονα».
Εγώ γέλασα σκουπίζοντας τα δάκρυα μου.
«Δεν θα μου πεις ότι αδυνάτισα;»
«Σκέφτηκα ότι τέτοιες κουβέντες ταιριάζουν καλύτερα στο τραπέζι».
Η μητέρα μου ήταν αδιόρθωτη, αλλά αυτό λάτρευα σε εκείνη. Ακόμα και τώρα ήταν η Μαρέβα που ήξερα, σε αντίθεση με τον πατέρα μου που με κοίταζε με πλήρη απάθεια λες κι αντίκριζε έναν απλό υπήκοο.
Ο Ντιμίτρι δίπλα του ήταν πιο εκδηλωτικός κι ενώ η Μέλανη προχώρησε στους γονείς της που την σφιχταγκάλιασαν, ήρθε κοντά μου και μου έδειξε ότι δεν ήμουν ανεπιθύμητη στο ίδιο μου το σπίτι.
«Μου έλειψες μικρή μου».
«Αχ κι εμένα! Είναι η ιδέα μου ή ψήλωσες;»
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του γελώντας.
«Η εκπαίδευση έχει αλλάξει το σώμα του», μου εξήγησε η μητέρα μου.
Παρατηρώντας τον καλύτερα είδα ότι οι πλάτες του είχαν ανοίξει και γενικά κάθε σημείο του σώματος του που είχε κατά βάση μύες, είχε εξογκωθεί. Τελικά όντως δεν είχε πάρει ύψος, απλώς έμοιαζε με παλαιστή. Αλίμονο αν τολμούσε κανείς μας να του πάει κόντρα!
«Ο Αλφόνσο;», τους ρώτησα παρατηρώντας την απουσία του.
«Έμεινε στην Σεβίλλη για να ελέγχει τα πράγματα», μου απάντησε η μητέρα μου.
Εγώ ένευσα και έχοντας πάρει κουράγιο από τους δυο τους, προχώρησα στον πατέρα μου.
«Γεια σου μπαμπά».
«Καλώς ήρθες», είπε παγερά και με φίλησε σταυρωτά σαν να ήμουν μια απλή επισκέπτρια. Αν κάποιος άκουσε ένα κρακ, αυτό ήταν η καρδιά μου.
Αφού χαιρετιστήκαμε όλοι και συστήσαμε τον Ενρίκε στα νταμπίρ, προχωρήσαμε στο εσωτερικό για να μιλήσουν με τον Σπένσερ σχετικά με την αναζήτηση του Κάρτερ. Εγώ προσποιήθηκα πως η συζήτηση με έφερνε στα πρόθυρα κατάρρευσης και μπόρεσα να ξεγλιστρήσω από το μικρό συμβούλιο.
Η Μέλανη με συνόδευσε μέχρι το πριγκιπικό μου δωμάτιο με τα μάτια της να λάμπουν από ευτυχία. Φρόντισε μάλιστα να εκφράσει και με λόγια πόσο χαιρόταν που ήμουν ξανά στην Μόιρα. Μακάρι να μπορούσα να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό της, αλλά ένα μικρό χαμόγελο από πλευράς μου την ευχαρίστησε για την θερμή της υποδοχή.
Όταν φτάσαμε στο δωμάτιο μου, άνοιξε την πόρτα κι έκανε στην άκρη για να περάσω. Δεν ήμουν σίγουρη πού οφειλόταν αυτή η επισημότητα μέχρι που μπήκα μέσα και το βλέμμα μου έπεσε σε μια ανθοδέσμη ακουμπισμένη στην τουαλέτα.
«Θεέ μου», ψιθύρισα πλησιάζοντας τα λουλούδια. «Εσύ τα έφερες;»
Εκείνη ένευσε γρήγορα.
«Ήθελα να βρεθείς σε ευχάριστο περιβάλλον».
Ήμουν έτοιμη να της πω ότι η προσπάθεια της απέδιδε καρπούς, αλλά η ταυτότητα των λουλουδιών με σταμάτησε.
Τα άνθη που κοσμούσαν το άσπρο βάζο της τουαλέτας δεν ήταν τα συνηθισμένα λουλούδια που δώριζε κανείς. Δεν επρόκειτο για τριαντάφυλλα, κρίνους ή τουλίπες. Επρόκειτο για μπλε μπουμπούκια στην κορυφή λεπτών κλωναριών. Επρόκειτο για...
«Ίριδες», άκουσα την Μέλανη να λέει καθώς κοιτούσα το μπουκέτο αποσβολωμένη. «Στην ελληνική μυθολογία η Ίρις ήταν η αγγελιοφόρος της Ήρας και του Δία, των βασιλέων των θεών».
Το έκπληκτο βλέμμα μου στράφηκε σε εκείνη. Αποκλείεται να είχε διαλέξει το συγκεκριμένο φυτό τυχαία, όπως αποκλείεται να είχε αναφέρει τον θρύλο της Ίρις για καθαρά εγκυκλοπαιδικούς σκοπούς. Κανένας δεν προσέφερε λουλούδια μαζί με ενημερωτική φυλλάδα για την ιστορία τους.
«Γιατί μου έφερες ίριδες;»
Εκείνη μειδίασε σαν να γνώριζε το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Κι ίσως να ίσχυε αυτό.
«Σίγουρα όχι για να μάθω τι απέγινε ο Τζακ Κόνορ».
Πριν καν ολοκληρώσει την πρόταση της, μου ξέφυγε ένας λυγμός και τα γόνατα μου άρχισαν να τρέμουν.
Η Μέλανη είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν ένα κλωνάρι ίριδας για να λυθεί το μυστήριο δολοφονίας ενός φρουρού. Αυτό είχε συμβεί ακριβώς πριν τρεισήμισι χρόνια, αλλά όχι σε αυτή την πραγματικότητα.
«Θυμάσαι», συνειδητοποίησα φωναχτά.
«Κι εσύ», συμπλήρωσε με την ευφορία της να μεγαλώνει.
Το συναίσθημα που επικράτησε μέσα μου ήταν η ανακούφιση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνομιλούσα με νταμπίρ που είχαν συνέλθει από την επήρεια του ξορκιού. Ταξίδεψα με τέσσερα από δαύτα. Το να αυξηθεί όμως ο αριθμός ήταν ενθαρρυντικό. Και το ότι η Μέλανη, η καλύτερη μου φίλη, ήταν μία από τα αφυπνισμένα νταμπίρ δεν μπορούσε να μην φέρει νέο κύμα δακρύων στα μάτια μου.
Έτρεξα κατά πάνω της και την αγκάλιασα σαν να την έβλεπα τώρα για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Κι εν μέρει αυτό ήταν αλήθεια. Τώρα κρατούσα στα χέρια μου την αληθινή Μέλανη, αυτή που είδα τελευταία φορά στον Κάτω Κόσμο.
†
Ο Άρθφαελ δεχόταν ένα ακόμα ράπισμα από τον έξαλλο Ντέμιεν εξαιτίας της αποτυχίας του. Η πρωτοβουλία του να απαγάγει την Κόρτνεϋ με σκοπό να βγάλει την Νουρ και τις συντρόφισσες της από την κρυψώνα τους δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, κυρίως εξαιτίας του Ζάβιερ. Ο δειλός δαίμονας όμως είχε παραμείνει στο Πόρτλαντ και ο Άρθφαελ κλήθηκε να μεταφέρει την δυσάρεστη είδηση στον βασιλιά του.
Είχαν περάσει αρκετές ώρες από όταν το βαμπίρ με την κέλτικη προέλευση κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, ωστόσο η οργή του Ντέμιεν δεν καταλάγιαζε. Αντίθετα, επιδεινωνόταν ώρα με την ώρα, καθώς συνειδητοποιούσε ότι θα μπορούσε να έχει πίσω τους φυλακισμένους του αν οι υπήκοοι του δεν ήταν τόσο άχρηστοι. Έτσι τους χαρακτήριζε ξανά και ξανά, μα μόνο ο Άρθφαελ δεχόταν και την σωματική επίθεση. Το θεωρούσε μεγάλη αδικία, αλλά δεν τόλμησε να ανοίξει το στόμα του και να ξεστομίσει κάτι που πιθανόν να τον οδηγούσε στον θάνατο. Υπέμενε το μαρτύριο μέχρι ο Ντέμιεν να βαρεθεί.
Η Μόιρα με την Λίζα παρακολουθούσαν το ξέσπασμα του Ντέμιεν ρίχνοντας συνωμοτικά βλέμματα η μία στην άλλη. Ένα από δαύτα είδε κι ο Έιναρντ από την άλλη μεριά του δωματίου, όμως δεν το σχολίασε. Είχε μάθει να κρατάει το στόμα του κλειστό όταν ο γιος του έβγαινε εκτός εαυτού. Δεν θα ξεχνούσε όμως την ύποπτη στάση των γυναικών που στο παρελθόν δεν είχαν φανεί πρόθυμες να συνεργαστούν.
Κάποια στιγμή, ο Ντέμιεν σταμάτησε να φωνάζει και να κατηγορεί τον Άρθφαελ, όχι γιατί κουράστηκε, αλλά γιατί τον διέκοψε ένας χτύπος στην πόρτα. Τότε θυμήθηκε ότι τόσες ώρες είχε αφήσεις τους νεκρούς χωρίς επίβλεψη και για μια στιγμή ανησύχησε μήπως κάποιος αδιάκριτος είχε έρθει στα διαμερίσματα.
Όταν άνοιξε η πόρτα, η ανησυχία του μετατράπηκε σε αγωνία καθώς η Κάρολαϊν περνούσε το κατώφλι στηριζόμενη στον Νίκολας. Το δεξί της χέρι είχε υποστεί ένα σοβαρό έγκαυμα από τον ώμο μέχρι και τον καρπό της. Υπήρχαν μάλιστα σημεία που είχαν ανοίξει αρκετά, γιατί οι ιστοί του δέρματος είχαν καεί πλήρως.
«Τι έπαθες;», αναφώνησε έντρομος κι έτρεξε για να την σηκώσει στα χέρια του και να την μεταφέρει στο κρεβάτι.
Η ιπποτική του πράξη εξέπληξε τους περισσότερους, εκτός από την Μόιρα και την Λίζα που έδειξαν να αποδοκιμάζουν την συμπεριφορά του απέναντι στην δαιμόνισσα.
«Συγχώρα με βασιλιά μου», αποκρίθηκε η Κάρολαϊν χαμηλόφωνα και έγειρε στα πλάγια για να τον βλέπει καλύτερα. «Έκανα ένα τρομερό λάθος και αξίζω την έσχατη των ποινών».
Ο Άρθφαελ πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους, καθώς κάτι μέσα του έλεγε πως εκείνη θα γλίτωνε τον ξυλοδαρμό.
Ο Ντέμιεν ξεφύσησε και περιεργάστηκε το τραυματισμένο της χέρι.
«Ποιος στο έκανε αυτό;»
«Η σφετερίστρια», του απάντησε γρυλίζοντας.
Η Ορόρα, σκέφτηκε ο Ντέμιεν και έσφιξε την γροθιά του.
«Την παρακολουθούσα όπως μου είπες», συνέχισε η Κάρολαϊν. «Έγινα σκόνη και μπήκα στην πόλη για να είμαι συνέχεια κοντά της. Χθες βράδυ, αποφάσισε να καλέσει το δαιμόνιο της μέσα από το τζάκι. Δοκίμασα να την σταματήσω, αλλά ένας με μαγεία με κατάλαβε και της είπε ότι υπήρχε κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Μου επιτέθηκε με την φωτιά. Και πολύ φοβάμαι πως...», η φωνή της έσπασε και χαμήλωσε το βλέμμα της ντροπιασμένη που είχε απογοητεύσει τον βασιλιά της. «Φοβάμαι πως θυμήθηκε».
Η απογοήτευση ήρθε από όλα τα άτομα που ήξεραν τι ήταν αυτό που θυμήθηκε η Ορόρα. Ο Άρθφαελ και ο Νίκολας αγνοούσαν την αλήθεια, αλλά δεν έκαναν αδιάκριτες ερωτήσεις γιατί ήθελαν τα κεφάλια τους. Κι αφού κατάλαβαν ότι η συζήτηση προχωρούσε σε προσωπικό επίπεδο, απομακρύνθηκαν από το δωμάτιο μέχρι νεωτέρας.
Αυτός που αδυνατούσε να αντιδράσει ήταν ο Ντέμιεν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην Κάρολαϊν, αλλά δεν την κοιτούσε πραγματικά. Αυτό που έβλεπε ήταν η κατάρρευση της ματαιοδοξίας του και η σκόνη των ρημαγμένων του ονείρων που χόρευαν σε πένθιμο ρυθμό γύρω από τα ερείπια. Παράλληλα, μπορούσε να ακούσει τους εκκωφαντικούς ήχους αυτής της καταστροφής, οι οποίοι έκαναν τα χείλη του να τρεμοπαίξουν αντανακλαστικά.
«Συγχώρα με που δεν μπόρεσα να το αποτρέψω», επέμεινε η Κάρολαϊν αποζητώντας μια κουβέντα του.
Η φωνή της κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του κι έδιωξε το αρχικό μούδιασμα. Χρειαζόταν καθαρό μυαλό για να περισώσει ό,τι μπορούσε, αλλά πρώτα έπρεπε να συμπληρώσει ορισμένα κενά.
«Είπες ότι ήθελε να καλέσει το δαιμόνιο της και πως σε έκαψε. Ξύπνησε η μαγεία της;»
«Έτσι φαίνεται. Δεν γνωρίζω το πώς. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη αφυπνισμένη. Όσοι ήταν παρόντες, ανέκτησαν την μνήμη τους. Κάτι όμως που συνέβη πρώτα στον άντρα της. Ο Κάρτερ δεν απήχθη πραγματικά από τον Νόα. Είναι μαζί του οικειοθελώς».
Ο Άρθφαελ του είχε μιλήσει για ένα ξανθό βαμπίρ που συνόδευε τον Νόα και τις πρώην ερωμένες του, αλλά δεν τόλμησε να κάνει την σύνδεση. Θα έπρεπε όμως, γιατί ο βρικόλακας είχε αναγνωρίσει τον Άρθφαελ και τον Ζάβιερ.
Η συμπλήρωση των κενών δεν του έδωσε ιδέες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αντίθετα, του έδειξε ότι το πέπλο που είχε ρίξει στον κόσμο για να τον αποστασιοποιήσει από την αλήθεια, είχε υποστεί σοβαρή ζημιά και πλέον το σκίσιμο ήταν μονόδρομος. Όση ώρα ο αφυπνισμένος Κάρτερ ερχόταν σε επαφή με πρώην υποτακτικούς του, η Ορόρα έκαιγε την ερωμένη του και έδιωχνε το ψέμα από πάνω της με τόση ευκολία, θαρρείς κι επρόκειτο για χνούδια πάνω σε ύφασμα που απομακρύνονταν με μία κίνηση. Όχι, η αλήθεια δεν του έδινε περιθώρια βελτίωσης της κατάστασης. Και δεν του έμενε παρά να την επιδεινώσει.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και με ανέκφραστο πρόσωπο έφυγε από την κρεβατοκάμαρα. Κανείς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει πού πήγαινε. Δεν ήταν σοφό να ταράξουν την ησυχία του, γιατί δεν ήταν παρά η κάλυψη της βαθιάς αναταραχής του.
Τα αργά του βήματα τον έβγαλαν στον διάδρομο και έπειτα στις σκάλες. Κατέβηκε στον πρώτο όροφο και προχώρησε μέχρι το μπουντρούμι, όπου εκεί επικρατούσε όντως ησυχία. Η Εριέττα και Ισαβέλλα δεν αντάλλασσαν συχνά κουβέντες, αφού δεν υπήρχε νέο να μοιραστούν μεταξύ τους. Επιπλέον, το άψυχο κουφάρι της Τατιάνα, που κανείς δεν είχε κάνει τον κόπο να περιμαζέψει, δεν τους επέτρεπε να κουβεντιάζουν. Φοβόντουσαν πως οι ψίθυροι τους θα της στερούσαν την μοναδική της ευκαιρία να βρει γαλήνη. Μόλις όμως η πόρτα άνοιξε μετά από μέρες και αντίκρισαν τον Ντέμιεν, οι γοργές τους ανάσες αντήχησαν στην φυλακή σαν βροντές που έσπαζαν την ησυχία μιας σκοτεινής νύχτας.
Την τελευταία φορά που τους επισκέφτηκε, είχε πει ότι θα έφερνε την Ορόρα στον Κάτω Κόσμο. Το άδειο του βλέμμα δεν μαρτυρούσε την ικανοποίηση που θα του έδινε ένα τέτοιο κατόρθωμα, όμως ο Ντέμιεν φημιζόταν για τον σαδισμό και την θεατρικότητα του. Πιθανόν η Ορόρα να ήταν φιμωμένη πίσω από την πόρτα, ώστε να του δώσει το περιθώριο να την αναγγείλει με τον πλέον δραματικό τρόπο.
Η επόμενη κουβέντα του τους διέψευσε.
«Φαίνεται πως η βασίλισσα μας δεν έχει σκοπό να μας τιμήσει με την παρουσία της», αποκρίθηκε με ουδέτερο τόνο και τα γαλανά του μάτια να κοιτάζουν το κενό. «Δεν μπορούμε όμως να της στερήσουμε ένα κομμάτι του βασίλειο της, σωστά;»
Η Ισαβέλλα με την Εριέττα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ήταν μπερδεμένες και συνάμα φοβισμένες. Ο Ντέμιεν έδειχνε για πρώτη φορά απαθής, γεγονός αρκετά ανησυχητικό την στιγμή που τους ενημέρωνε για την αποτυχία του. Αποκλείεται να ήταν πραγματικά ψύχραιμος απέναντι σε κάτι τόσο μεγάλο. Δεν μπορούσαν όμως να φανταστούν ότι αυτό που έβλεπαν ήταν ένας παραδομένος βασιλιάς.
«Ένα κομμάτι από εσάς», συμπλήρωσε και το χέρι του γλίστρησε στην τσέπη της κάπας του.
Την επόμενη στιγμή, τα δάχτυλα του ήταν τυλιγμένα γύρω από ένα ασημένιο παλούκι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top