25. ΚΡΑΤΑ ΜΕ ΑΓΚΑΛΙΑ

Η Κάρολαϊν δοκίμασε να ηρεμήσει τον Ντέμιεν απλώνοντας τα χέρια της για μια αγκαλιά. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να νιώσει περιορισμένος ακόμα και μέσα στα δικά της χέρια. Η ταραχή του δεν θα καταλάγιαζε με ένα άγγιγμα ή δυο παρηγορητικά λόγια. Οι εξελίξεις έδειχναν ότι οι ισορροπίες άλλαζαν και όχι με βάση το συμφέρον του. Είχε κοπιάσει να βρει, και στο τέλος να πράξει, το μεγάλο ξόρκι που θα δημιουργούσε έναν ονειρικό κόσμο για τον ίδιο. Ήταν όμως απρόσεκτος με όσους θυμόντουσαν την αλήθεια και τώρα πλήρωνε το τίμημα.

«Τον έχει απαγάγει», άρχισε να μουρμουρίζει. «Επαναλαμβάνει τα βήματα του παρελθόντος. Ακριβώς όπως του έχω μάθει», κάγχασε. «Σειρά θα έχει η Ορόρα».

Η νέα συνειδητοποίηση τον έκανε να αναριγήσει και στην συνέχεια έτρεξε στην Κάρολαϊν αρπάζοντας τους ώμους της.

«Πρέπει να επιστρέψεις στην Καλιφόρνια. Πρέπει να φροντίσεις να μην πάρει και την Ορόρα».

«Και τι να κάνω ακριβώς;»

«Απλώς παρακολούθησε την. Γίνε η σκιά της. Κι όταν ο Νόα δοκιμάσει να απαγάγει κι εκείνη σκότωσε τον. Μην διστάσεις».

Σαφώς και η Κάρολαϊν δεν θα δίσταζε στον φόνο ενός βρικόλακα. Το μοναδικό κώλυμα ήταν η σύγχυση του Ντέμιεν. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να φύγει από το πλευρό του ενώ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση. Εκείνος όμως επέμεινε να ακολουθήσει την οδηγία του.

Η Μόιρα από πλευράς της δεν συμφωνούσε να αναλάβει η Κάρολαϊν την συγκεκριμένη αποστολή. Εξάλλου υπήρχαν απεσταλμένοι του Ντέμιεν στην Καλιφόρνια. Ο γιος της όμως επισήμανε την ανικανότητα τους η οποία έφερε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα κι άρα έπρεπε να ληφθούν νέα μέτρα. Και η μοναδική του έμπιστη ήταν η νέα, αγαπημένη ερωμένη του.

«Για οποιοδήποτε νέο θα στέλνεις τον Νίκολας. Εσύ θα κατέβεις μόνο όταν στο πω εγώ».

«Εντάξει», συμφώνησε η Κάρολαϊν με βαριά καρδιά. «Να προσέχεις τον εαυτό σου, ώστε να μπορέσεις σύντομα να φύγεις κι εσύ από τον Κάτω Κόσμο».

Ο Ντέμιεν κατένευσε και έπειτα ένωσε τα χείλη τους.

Μόλις η Κάρολαϊν απομακρύνθηκε από το δωμάτιο για να επιστρέψει στα εγκόσμια, η Μόιρα έκανε να εκφράσει την καχυποψία της για μία ακόμα φορά. Ο Ντέμιεν όμως την σταμάτησε.

«Δεν θέλω να ακούσω λέξη σου. Έχεις πει αρκετά κι έχεις προσφέρει λίγα».

Η Μόιρα αναφώνησε προσβεβλημένη.

«Λίγα; Πώς τολμάς! Χάρις εμένα έχεις όλα αυτά», υπέδειξε το δωμάτιο, αλλά εννοούσε ολόκληρο τον Κάτω Κόσμο και όσα τον απάρτιζαν -πλάσματα και μη. «Σου έχω προσφέρει τα πάντα. Κι εσύ όχι μόνο δεν το αναγνωρίζεις, αλλά με βάζεις στο περιθώριο για χάρη αυτής».

Ο Ντέμιεν κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του ξεφυσώντας. Ερμήνευε την στάση της μητέρας του ως ζήλια στο πρόσωπο της Κάρολαϊν. Πίστευε ότι την ενοχλούσε η προσοχή που της έδινε και δεν καταλάβαινε ότι ο παραγκωνισμός της από την διοίκηση ήταν το βασικό της πρόβλημα. Η Μόιρα θεωρούσε τον εαυτό της την μόνη βασίλισσα που θα έπρεπε να έχει ο Κάτω Κόσμος, καθώς εκείνη φρόντισε για την δημιουργία του. Κακώς αναγνώριζαν όλοι ως ηγεμόνα την Ορόρα, που σκοπός της ήταν να τον καταστρέψει. Και όπως η νταμπιρίνα ήταν πάντα πρόθυμη να συνεργαστεί με τον οποιονδήποτε για να καταφέρει να ρίξει τον Ντέμιεν, έτσι και η Μόιρα θα ακολουθούσε την ίδια τακτική για να παραμείνει ο γιος της και η ίδια στην κορυφή του υποκόσμου.

Όταν λοιπόν έφυγε από το υπνοδωμάτιο του γιου της, η πρώτη της στάση ήταν η μικρή κάμαρα που απασχολούσε η Λίζα.

Ορόρα

Ευτυχώς δεν έμεινα και δεύτερη μέρα στο νοσοκομείο. Ο πρωινός έλεγχος έδειξε ταχεία ανάρρωση και ήξερα πολύ καλά τον λόγο. Απόρησα βέβαια που δεν το κατάλαβαν κι οι γιατροί, ωστόσο χωρίς αιματολογικές εξετάσεις δύσκολα θα υποψιάζονταν την μεγάλη αλλαγή.

Ο Κέλλαν πήρε επίσης εξιτήριο και επιστρέψαμε μαζί σπίτι. Εκεί μας περίμενε η Χόουπ και ο Ενρίκε ο οποίος μας ενημέρωσε για την υποτιθέμενη έρευνα. Αν κι ήταν επίσημος απεσταλμένος του Σπένσερ, σαφώς και δεν μας παρουσίασε την έκθεση του ανωτέρου του. Αντίθετα, μας είπε πως ακόμα δεν είχαν βρει ίχνη του Κάρτερ ή του βρικόλακα και πως θα έπρεπε να επεκταθούν και εκτός Καλιφόρνιας. Υποψιάζονταν ότι είχαν φύγει από την πόλη. Κι αυτό ακριβώς ήταν το επόμενο βήμα του σχεδίου μας.

«Πολύ ωραία», σχολίασε ο Κέλλαν χαμογελώντας ικανοποιημένος. «Πότε θα ξεκινήσει η εκτός πόλης έρευνα;»

«Με την άδεια σας μεγαλειότατε, από σήμερα κιόλας».

Ο Κέλλαν στράφηκε προς εμένα περιμένοντας και την δική μου συγκατάθεση. Δεν υπήρχε λόγος όμως να ζητήσει άδεια, αφού ήδη είχαμε συμφωνήσει τα βήματα που θα ακολουθούσαμε.

Με ένα μου νεύμα έδωσε την συγκατάθεση του στον Ενρίκε και εν γένει στο σώμα. Μπορούσαν να περάσουν τα σύνορα της πόλης, ενώ θα επικοινωνούσαν με τις αρχές της Μόιρα, ώστε να εξερευνήσουν επίσης το Πόρτλαντ. Ίσως ο βρικόλακας έφερνε τον διάδοχο στην γενέτειρα του για μια δραματική παράσταση. Το Πόρτλαντ άλλωστε συννέφιαζε πιο εύκολα από την Καλιφόρνια και θα το προτιμούσε κάθε βαμπίρ.

Αφού ο Ενρίκε είχε την επιβεβαίωση του Κέλλαν, αποχώρησε από το σπίτι αφήνοντας με μόνη με τα μέλλοντα πρώην πεθερικά μου. Η κατάσταση ήταν μπέρδεμα για μία ακόμα φορά.

«Λοιπόν», πήρε τον λόγο η Χόουπ. «Τι να σας φτιάξω να φάτε;»

Για εκείνη η κατάσταση είχε βελτιωθεί, καθώς το παιδί της δεν ήταν πράγματι εγκληματίας και ο άντρας της έδειχνε επιτέλους την αγάπη του στο πρόσωπο της. Έτσι, έβλεπα μπροστά μου την χαρωπή Χόουπ που γνώριζα σε κάθε ζωή, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του Κέλλαν. Χωρίς τις αναμνήσεις μου όμως μου ήταν δύσκολο να συμμεριστώ την ανακούφιση της κι άρα εύκολο να προφέρω κουβέντες που θα έσβηναν το χαμόγελο της.

«Θα φάω με την Άσλεη».

«Δεν θέλεις να μείνεις μαζί μας;», ρώτησε ο Κέλλαν.

«Έχω μετακομίσει σπίτι της», του υπενθύμισα. «Και παρά την υποτιθέμενη απαγωγή του Κάρτερ καλό θα είναι να παραμείνω μαζί της. Θα είναι ύποπτο να περνάμε τόσες ώρες μαζί, εφόσον έχουμε βάλει μπρος για διαζύγιο. Μπορεί να νομίσουν ότι έχουμε να κρύψουμε κάτι».

«Δεν έχεις άδικο», παραδέχτηκε ο Κέλλαν.

Η Χόουπ συνέχισε να έχει ενδοιασμούς. Μου πρότεινε να έρθει και η Άσλεη εδώ, αλλά αυτό θα φαινόταν ακόμα πιο ύποπτο. Αναγκάστηκε λοιπόν να υποχωρήσει και μου επέτρεψαν να γυρίσω στο καταφύγιο μου, στο οποίο ήθελα να τρέξω μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Καταλίνα. Ευτυχώς η Χόουπ ρίχτηκε πάνω της παίζοντας τέλεια τον ρόλο της αγχωμένης μητέρας κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να ξεγλιστρήσω με την δικαιολογία ότι χρειαζόμουν καθαρό αέρα μετά από μια μέρα στο νοσοκομείο.

Όταν έφτασα στης Άσλεη, ρίχτηκα στον καναπέ με την ελπίδα να βυθιστώ στα μαξιλάρια και να χαθώ στο πουπουλένιο εσωτερικό τους. Σίγουρα θα ασφυκτιούσα λιγότερο από τώρα.

Η Άσλεη με κοίταξε συμπονετικά και στην συνέχεια κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να μου φτιάξει ένα ζεστό τσάι. Ίσως το μοσχομυριστό ρόφημα να κατάφερνε να ζεστάνει τα σωθικά μου, γεγονός που και η μαγεία μου αδυνατούσε να επιτύχει.

«Συγγνώμη που δεν ήρθα στο νοσοκομείο», αποκρίθηκε μόλις κάθισε στο ξύλινο τραπεζάκι ώστε να είναι απέναντι μου.

«Δεν πειράζει», της απάντησα φυσώντας το καυτό υγρό πριν βρέξω με αυτό τα χείλη μου. «Έχεις κι εσύ ανάγκη από λίγη ξεκούραση».

Εκείνη απλώς πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους κι έμεινε να με κοιτάζει καθώς πάλευα με το τσάι. Ήταν ακόμα πολύ ζεστό ακόμα και για μένα που είχα μέσα μου φωτιά. Από την άλλη, δεν είχα περισσευούμενη υπομονή ώστε να περιμένω να δροσίσει.

«Ελέγχεις την αντοχή σου στην φωτιά Ταργκάρυεν;»

Εγώ γέλασα πνιχτά με την παρομοίωση και χαμήλωσα την κούπα συνειδητοποιώντας πόσο παιδιάστικα φερόμουν.

«Απλώς θέλω η μαγεία μου να χρησιμεύσει κάπου. Γιατί μέχρι στιγμής, το μόνο που κάνει είναι να βράζει το αίμα μου».

Η Άσλεη χτύπησε μαλακά τα χέρια μου κυρίως για να ελέγξει αν είχε αυξηθεί η θερμοκρασία μου από προχθές βράδυ. Και από τον τρόπο που το πιγούνι της ακολούθησε καθοδική πορεία, κατάλαβα ότι συμφώνησε.

«Φαντάζομαι ότι θα σε βοηθήσει να αναρρώσεις γρήγορα», έγειρε το κεφάλι της στα δεξιά για να περιεργαστεί τον λαιμό μου. «Για την ακρίβεια σε βοηθάει ήδη».

Αντανακλαστικά ψηλάφισα το σημείο που είχε δαγκώσει ο Νόα, κάτι που δεν είχα κάνει τις προάλλες, άρα δεν μπορούσα να καταλάβω αν η Άσλεη είχε δίκιο. Ωστόσο, δεν με ενδιέφερε να απαλλαγώ γρήγορα από ένα απλό σημάδι. Περίμενα από την μεγαλειώδη μαγεία μου κάτι... μεγαλειώδες!

«Με τι δυσανασχετείς;», με ρώτησε βλέποντας με σκεπτική.

«Η μαγεία μου βοήθησε τον Κάρτερ να θυμηθεί κι όχι εμένα. Δεν αναίρεσε το ξόρκι του Ντέμιεν. Δεν...», σκέφτηκα μια καλύτερη επεξήγηση. «Δεν με έσωσε από το ψέμα που ζω. Κατάλαβες;»

«Απόλυτα», μου απάντησε. «Η φωτιά σου δεν έκαψε το αμαρτωλό παρελθόν».

«Κάπως έτσι», μουρμούρισα και δοκίμασα να πιω μια ακόμα γουλιά. Αυτή την φορά μπόρεσα να βρέξω και τον ουρανίσκο μου.

Η Άσλεη εγκατέλειψε το τραπεζάκι κι ήρθε δίπλα μου περνώντας το χέρι της γύρω μου.

«Δεν νομίζω ότι ο Κάρτερ θυμήθηκε χάρις την μαγεία σου. Ή τέλος πάντων όχι με τον τρόπο που νομίζεις. Ήταν ένα από τα πολλά σοκ που υπέστη εκείνο το βράδυ. Αν ήταν έτσι, τότε το αίμα του βρικόλακα θα επούλωνε και το δικό του μυαλό».

«Δεν θέλω να ακουστώ γκρινιάρα, αλλά δεν πέρασα λίγα σοκ».

«Φυσικά και δεν πέρασες. Αλλά ίσως να μην είναι αυτά που χρειάζεσαι για να ξυπνήσεις πλήρως. Και αν μάλιστα πιέζεις τον εαυτό σου να θυμηθεί, τότε κάτι μου λέει ότι θα έχεις το αντίθετο αποτέλεσμα».

Εγώ βόγκηξα δυνατά. Τα λόγια της πόνεσαν περισσότερο από τις γροθιές του Κάρτερ. Τι παραπάνω έπρεπε να βιώσω για να θεωρηθεί επαρκής ταραχή; Τι άλλο είχε μείνει δηλαδή;

Καθώς αναρωτιόμουν, χτύπησε το κινητό μου, το οποίο από χθες βράδυ δεν είχα αναρωτηθεί πού βρισκόταν.

«Το έφερα σπίτι για να φορτίσει», μου εξήγησε η Άσλεη κι αφού την ευχαρίστησα που φρόντισε κάθε λεπτομέρεια, προχώρησα στο τραπέζι όπου ήταν ακουμπισμένο.

Στην οθόνη αναγραφόταν ο αριθμός και το όνομα του πατέρα μου. Είχε να εμφανιστεί στις κλήσεις μου σχεδόν τέσσερα χρόνια και ήταν θαύμα που μέχρι και η ίδια η συσκευή δεν αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο Αλεχάντρο Σάντος. Εφόσον αυτό το σοκ δεν ήταν αρκετά δυνατό για να με κάνει να θυμηθώ, τότε ήμουν καταδικασμένη.

«Παρακαλώ;», αποκρίθηκα αβέβαια απαντώντας στην κλήση.

«Καλημέρα», ακούστηκε η ψυχρή του φωνή.

Ένα κομμάτι του εαυτού μου ευχόταν να μου έχει τηλεφωνήσει γιατί είχε συνέλθει από την επήρεια του ξορκιού. Αλλά η ελπίδα πέθανε πιο γρήγορα από ότι γεννήθηκε.

«Πήρα να σε ενημερώσω ότι το βράδυ θα βρίσκομαι στην Μόιρα».

«Εντάξει», απάντησα εξακολουθώντας να απορώ για την αιτία που μιλάγαμε. «Θέλεις να ειδοποιήσω τον Κέλλαν;»

«Θα το φροντίσω μόνος μου. Εσένα σου τηλεφώνησα, γιατί αφενός η μητέρα σου έχει πεθάνει από την αγωνία και αρνείται να πάει οπουδήποτε χωρίς νέα σου».

Εκείνος δηλαδή δεν ανησύχησε καθόλου; Θεωρητικά μου επιτέθηκε βρικόλακας. Ξανά!

«Επιπλέον, θέλω να ακούσω την ιστορία και από σένα».

«Δεν σε έχει καλύψει ο Κέλλαν;»

«Με κάλυψε για την δική του μεριά. Θέλω να ακούσω και την δική σου, η οποία έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Πριν μέρες μας πήρες τηλέφωνο ζητώντας να γυρίσεις πίσω και τώρα μαθαίνουμε ότι ήσουν έτοιμη να χωρίσεις. Τώρα που ο Κάρτερ αγνοείται».

Δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη για να καταλάβω τι εννοούσε. Ήξερα πολύ καλά πόσο εξωφρενικούς συνειρμούς μπορούσε να πραγματοποιήσει το μυαλό του. Το γεγονός ότι γλίτωσε τον Ίαν από την εκτέλεση, με σκοπό να δαιμονοποιήσει ένα απεγνωσμένο ορφανό ήταν από μόνο του τρανή απόδειξη.

«Πιστεύεις ότι αν είχα σκοτώσει τον Κάρτερ, θα με βοηθούσε ο Κέλλαν στην συγκάλυψη;»

Η Άσλεη που τόση ώρα παρακολουθούσε σιωπηλή και χωρίς να αντιδράει, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα σοκαρισμένο Τι;

«Δεν πρόκειται και για την επιτομή του πατέρα», σχολίασε ο Αλεχάντρο Σάντος!

«Ούτε κι εσύ! Δεν ντρέπεσαι λίγο; Ό,τι θεωρείς απόδειξη εγκλήματος είναι στην πραγματικότητα ο πόνος που βιώνω μόνη μου, γιατί μου γύρισες την πλάτη. Σας τηλεφώνησα κλαίγοντας κι αντί να κατηγορείς τον εαυτό σου για το πώς με αντιμετώπισες, κατηγορείς εμένα για φόνο; Δεν μπορείς να φύγεις από την Ισπανία γιατί μόνο η μαμά φοβάται για την υγεία μου; Τι είμαι τέλος πάντων για σένα μπαμπά;»

Εκείνος ξεφύσησε και μου είπε πως για μία ακόμα φορά αντιδρούσα υπερβολικά. Δεδομένου ότι αυτή ήταν η μόνιμη απάντηση του σε κάθε μου ξέσπασμα, άρχισα να πιστεύω ότι σκεφτόταν κάτι άλλο μέχρι να τελειώσω κι απλώς είχε μια έτοιμη φράση που ταίριαζε σε κάθε περίσταση. Κάτι τέτοιο ίσως να με οδηγούσε πράγματι στο έγκλημα και φυσικά σε βάρος του. Φρόντισα μάλιστα να του το πω, γιατί πλέον δεν με πείραζε να με φοβάται, αν αυτό σήμαινε πως από εδώ και πέρα θα διπλοσκεφτόταν την επόμενη κουβέντα του.

Κάρτερ

Λίγο πριν το ξημέρωμα, κάναμε μια στάση έξω από το Σιάτλ, σε ένα πανδοχείο. Εκεί θα μέναμε μέχρι την δύση, οπότε είχαμε άπλετο χρόνο για ύπνο.

Δεν περίμενα ποτέ πως ένας βρικόλακας θα κουραζόταν με ένα ταξίδι, όπως ένας θνητός ή ένα νταμπίρ, αλλά ο Νόα με ενημέρωσε πως έπαιζε ρόλο η διατροφή. Με μια γερή ποσότητα αίματος μπορούσε να μείνει κανείς άυπνος για μία ολόκληρη μέρα. Επιπλέον, μεγάλη σημασία είχε πηγή. Αλλιώς ήταν το φρέσκο και ζεστό αίμα από φλέβα κι αλλιώς παγωμένο από ψυγείο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ως βαμπίρ επιδιδόμουν σε junk food.

Αφού κοιμήθηκα ένα ολόκληρο οκτάωρο χωρίς διακοπή, τηλεφώνησα στον Μάικλ για να τον ενημερώσω πως απόψε θα τον κρατούσα επιτέλους στην αγκαλιά μου. Εκείνος αναφώνησε ενθουσιασμένος στέλνοντας ζεστά κύματα στο ψυχρό μου κορμί. Στην συνέχεια, μίλησα με τον πατέρα μου για να μάθω πώς πήγαινε η αναζήτηση μου και ευτυχώς όλα πήγαιναν κατ' ευχή. Όχι για την εύρεση μου, αλλά για την χειροτέρευση της αγωνίας. Ήδη είχε ξεκινήσει και η αναζήτηση μου στο Πόρτλαντ, στο οποίο θα κατέφτανε και ο Αλεχάντρο το βράδυ.

Έχοντας ολοκληρώσει με τα τηλεφωνήματα και τις ενημερώσεις, ανακάθισα στο κρεβάτι μου και πήρα ένα κομμάτι χαρτί και στυλό. Υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να γίνουν με τον ερχομό των γονιών μου και της Ορόρα στο Πόρτλαντ και το βασικό ήταν η προσέγγιση ατόμων. Ετοίμασα λοιπόν μια λίστα με όσους απουσίαζαν από την Μόιρα κι έπρεπε να γυρίσουν και σε παρένθεση συμπλήρωσα την σχέση τους με την ιστορία του Κάτω Κόσμου. Όλοι συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα. Στο τέλος, έγραψα με κεφαλαία το όνομα της Λίλιθ, γιατί ήταν η αρχή της όλης περιπέτειας.

Ο Νόα ξύπνησε όταν είχα πλέον τελειώσει με την λίστα και την μελετούσα για να σιγουρευτώ ότι δεν είχα ξεχάσει κάποιον.

«Μη μου πεις ότι κρατάς ημερολόγιο», είπε καθώς τεντωνόταν.

«Σημειώνω ποιος πρέπει να επιστρέψει στην Μόιρα».

«Όπως;»

«Λοιπόν», χαμήλωσα το βλέμμα μου στο χαρτί κι άρχισα να διαβάζω τα ονόματα. «Πρώτα από όλα, ο γιος μου, η γιαγιά μου, η Μόνι, ο Χουάν», πρόφερα το όνομα του μορφάζοντας. «Οι Σάντος σε πλήρη απαρτία και η Κέιζα. Αν και κάτι μου λέει ότι θα έχει γίνει βρικόλακας. Και τέλος, όσοι βρίσκονται στην Καλιφόρνια. Έπειτα έχουμε να εντοπίσουμε πλάσματα που δεν χρειάζεται να μπουν στην πόλη μας. Έχουμε τον στρατό της Ορόρα, με κυριότερους την Κόρτνεϋ και τον Νάσερ για χάρη της Νουρ. Τον Ζάβιερ πριν τον εντοπίσει η Λίζα, τον Λουκ, τον Ίγκορ, τον παππού μου και την Λίλιθ».

Ο Νόα ένευσε αργά.

«Η λέξη στρατός περιλαμβάνει εκατοντάδες άτομα», σχολίασε.

«Τα οποία αυτή την στιγμή υπηρετούν τον Ντέμιεν. Θα είναι πολύ δύσκολο να τους προσεγγίσουμε χωρίς να θυμούνται. Γι' αυτό και θα ξεκινήσουμε με τους ευκολότερους».

«Η Νουρ έκανε μια προσπάθεια να βρει την Κόρτνεϋ, αλλά δεν ξέρω αν πέτυχε».

Συμπονούσα αρκετά την Νουρ, γιατί και το δικό μου άλλο μισό δεν θυμόταν τον έρωτα μας και όσα ζήσαμε στο παρελθόν. Βέβαια εγώ την είχα κοντά μου και πλέον την απαρνούμουν, γιατί δεν μπορούσα να την κοιτάζω δίχως να ακούω τις κραυγές της εκείνο το καταραμένο βράδυ. Τουλάχιστον, η Νουρ δεν είχε μολύνει τον δικό της έρωτα με την Κόρτνεϋ κι όταν με το καλό λύνονταν τα μάγια, θα είχε μια δεύτερη ευκαιρία μαζί της. Και άξιζαν και οι δυο αυτή την ευτυχία.

«Μπορούμε να την βοηθήσουμε κι εμείς».

Ο Νόα έδειξε να συμφωνεί.

Στο υπόλοιπο της ημέρας αναπολήσαμε κωμικές στιγμές της παλιάς μας ζωής που τελικά δεν ήταν και λίγες. Μέσα μου πονούσα κάθε φορά που ανέφερα την Ορόρα, αλλά φρόντιζα να παραμένω χαμογελαστός, ώστε να ξορκίσω την θλίψη.

Με τις πολλές συζητήσεις, πέρασε η ώρα και με την δύση του ηλίου ξεκινήσαμε κι εμείς για το Πόρτλαντ.

Επιτέλους, θα έβλεπα ξανά το παιδί μου!

Η Έλενα έντυνε τον Μάικλ με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της. Χαιρόταν με την ευτυχία του νταμπίρ, το οποίο θα έβλεπε μετά από χρόνια τον πατέρα του. Ο ενθουσιασμός του ήταν μεταδοτικός κι όλες οι κυρίες γελούσαν σαν μικρά παιδιά με την ευχάριστη εξέλιξη. Ή μάλλον σχεδόν όλες.

Η Νουρ στεκόταν μπροστά από την μπαλκονόπορτα και τα κόκκινα μάτια της σάρωναν την περιοχή. Όλες της οι αισθήσεις ήταν σε εγρήγορση λες και βρισκόταν σε πεδίο μάχης κι όχι στο καταφύγιο τους.

Η Μπουλουχάν την είδε να στέκει στην τζαμαρία σαν να φυλούσε σκοπιά και πήγε κοντά της για να την παροτρύνει την να χαλαρώσει.

«Δεν είναι καλή ιδέα να βγει το παιδί από το σπίτι», ήταν η απάντηση της.

Το άγχος της Νουρ οφειλόταν στην εξομολόγηση του καθρέφτη για τις κινήσεις της Κόρτνεϋ, οι οποίες τράβηξαν την προσοχή των λάθος βαμπίρ. Από το πρωί φαινόταν διστακτική με το θέμα του Μάικλ, αλλά τώρα δήλωνε καθαρά την άρνηση της να εκθέσουν το παιδί σε τόσο σοβαρό κίνδυνο.

«Αποκλείεται να μας έχουν εντοπίσει. Η Κόρτνεϋ δεν ξέρει πού μένεις και η συνάντηση με τον Κάρτερ θα γίνει κοντά στο οικόπεδο».

«Δεν είναι ασφαλές», επέμεινε η Νουρ δίχως να παίρνει τα μάτια της από τον κήπο.

Η Μπουλουχάν επανέλαβε το επιχείρημα της συμπληρώνοντας πως ακόμα κι αν οι μάγισσες είχαν ακούσει για την αναζήτηση τους, δεν θα έλεγαν τίποτα. Ήξεραν ότι κρύβονταν από τον Ντέμιεν και φάνηκαν κάτι παραπάνω από πρόθυμες να τις προφυλάξουν από τον άρχοντα του υποκόσμου.

Στο μεταξύ, η Ζεϋνέπ βρισκόταν κοντά στο σαλόνι, με αποτέλεσμα να ακούσει την συζήτηση. Και υπό άλλες συνθήκες δεν θα ανακατευόταν, αλλά επρόκειτο για τον Μάικλ και τον Κάρτερ. Άξιζαν και οι δυο αυτή την επανένωση και δεν είχαν το δικαίωμα να τους την στερήσουν εξαιτίας μιας φοβίας. Στο κάτω - κάτω, ο ίδιος κίνδυνος θα επικρατούσε και χωρίς την Κόρτνεϋ, αφού όλος ο υπόκοσμος ήταν σε αναβρασμό από όταν δραπέτευσαν.

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε την συγκίνηση μας να επισκιάσει την επιθυμία μας να προστατέψουμε τον πρίγκιπα μας», είπε η Νουρ μετά τον αντίλογο της Ζεϋνέπ και καταφέρνοντας να πάρει το βλέμμα της από τον κήπο.

«Κάναμε το ακριβώς αντίθετο για τρεισήμισι χρόνια και το αποτέλεσμα ήταν να χρησιμοποιεί ο Ντέμιεν τον Μάικλ για να βλάψει τους γονείς του».

Η Μπουλουχάν συμφώνησε με τα λόγια της Ζεϋνέπ και συμπλήρωσε πως οι τρεις συντρόφισσες τους είχαν θυσιαστεί, ώστε εκείνες να έχουν την ευκαιρία να πάψουν να είναι αδρανείς και να επιφέρουν μια σημαντική αλλαγή.

Η Νουρ συγκινήθηκε με την αναφορά τους, αλλά δεν της ήταν εύκολο να αλλάξει γνώμη. Είχε έναν κόμπο στο στήθος της εξαιτίας της αγωνίας της και όσο πλησίαζε η ώρα να βγει το μικρό νταμπίρ έξω από τα σύνορα του μαγικού οικοπέδου, τόσο αυτός μεγάλωνε.

«Θα είναι μια χαρά», είπε η Μπουλουχάν. «Θα είναι μαζί του η Έλενα και η Λουκία».

«Θα πάω κι εγώ», αποκρίθηκε και η Ζεϋνέπ. «Αν και θα υπάρχουν ήδη δυο βρικόλακες ικανοί να αφουγκραστούν τον χώρο, θα το κάνω για να ηρεμήσεις. Κι εσύ θα είσαι με τον καθρέφτη. Αν τύχει οτιδήποτε, μπορείς να μας ειδοποιήσεις».

Η Νουρ δοκίμασε να μιλήσει και στις δαιμόνισσες, αλλά καμία δεν ήταν διατεθειμένη να αναβάλλει την συνάντηση. Αφού μάλιστα η βαμπιρίνα είχε προσφερθεί να ακολουθήσει και να αυξήσει την ανεπίσημη φρουρά του παιδιού, δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάνουν πίσω.

Όταν λοιπόν ο Κάρτερ τους ενημέρωσε με γραπτό μήνυμα ότι είχε φτάσει στην διεύθυνση που του είχαν δώσει, ο Μάικλ έτρεξε στην πόρτα ξεφωνίζοντας ότι θα έβλεπε επιτέλους τον πατέρα του. Και η Νουρ κατά βάθος δεν ήθελε να του στερήσει την χαρά, γιατί θα ήθελε πολύ να βρίσκεται στην θέση του. Ήταν όμως εκείνο το καταραμένο, άσχημο προαίσθημα που δεν την άφηνε να χαρεί για τον τυχερό πρίγκιπα.

Κάρτερ

Δεν ήμουν ευπρεπώς ντυμένος για την συνάντηση. Φορούσα ένα τζιν παντελόνι και ένα καρό πουκάμισο. Ένα από τα καλά του να είναι κανείς βρικόλακας ήταν το γεγονός ότι δεν καταλάβαινες τις αλλαγές τις θερμοκρασίας. Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μας είχε μαύρη μαγεία και δεν είχε τις ίδιες ιδιότητες με άλλων πλασμάτων. Επομένως, η ένδυση των βαμπίρ ακολουθούσε τις επιταγές της μόδας και των εποχών, ώστε να αναμιγνύονται με τον κόσμο.

Έτσι, μπορούσα στην μέση της άνοιξης να φορέσω κάτι ανάλαφρο, που όμως δεν μου φαινόταν αρκετά επίσημο. Θα με έβλεπε το παιδί μου σε ηλικία που θα αφομοίωνε τα ερεθίσματα και οι τωρινές μνήμες θα τον ακολούθησαν για πολύ καιρό. Επομένως, έπρεπε να είμαι πιο επίσημα ντυμένος.

Καθώς περιμέναμε με τον Νόα μερικά μέτρα πέρα από το συγκρότημα των μαγισσών του Πόρτλαντ, προσπαθούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να σηκώσω τα μανίκια, έστρωνα τον γιακά και γενικά σουλούπωνα τα ρούχα μου. Ο Νόα με παρακολουθούσε προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο του, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Το αποτέλεσμα ήταν να βγαίνουν από τα χείλη του πνιχτοί ήχοι λες και πνιγόταν.

«Πού να πήγαινες σε ραντεβού», αποκρίθηκε.

«Δεν μπορώ να εμφανιστώ όπως όπως στο παιδί μου!»

«Θα σε δει σε πολύ χειρότερες καταστάσεις».

«Δεν χρειάζεται να είναι τώρα η πρώτη».

Αφού τελείωσα με το σήκωμα των μανικιών, χαμήλωσα το βλέμμα μου στα χέρια μου για να δω αν με ικανοποιούσε το αποτέλεσμα.

«Μην έχεις άγχος. Δεν δίνεις εξετάσεις».

Εγώ ξεφύσησα.

«Το να είμαι γονιός είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής μου».

Ο Νόα χαμογέλασε και ένευσε συγκαταβατικά.

«Είναι όμως μία δοκιμασία που δεν θέλεις να σταματήσει ποτέ».

«Ούτε για αστείο».

Την επόμενη στιγμή, ακούστηκαν βήματα και το σώμα μου τσιτώθηκε. Ο Νόα μου ψιθύρισε πως όλα θα πήγαιναν καλά και έπειτα στήθηκε προσοχή δίπλα μου.

Μέχρι τα βήματα να συνοδευτούν από κινούμενες μορφές, σταμάτησα να αναπνέω κι ο χρόνος προχώρησε με βασανιστικά αργούς ρυθμούς. Ήταν λες και αυτοί που πλησίαζαν έρχονταν από άλλη πολιτεία. Ωστόσο, μόλις είχαν περάσει τα αόρατα τείχη του οικισμού και η ανυπομονησία μου δεν αποδεχόταν την αντικειμενική ροή του χρόνου.

Σιγά σιγά αντίκρισα σκιές και στην συνέχεια αυτές πήραν σάρκα και οστά. Έβλεπα μπροστά μου δυο δαιμόνισσες, την Έλενα και την Λουκία και μια βαμπιρίνα, την Ζεϋνέπ. Στην μέση, βάδιζε ένα μικρό πλασματάκι με ξανθές μπούκλες, δυο στρογγυλά, γαλανά ματάκια και ένα πλατύ χαμόγελο στο προσωπάκι του. Αυτό το πλασματάκι ήταν ο Μάικι μου, το μωρό μου που τώρα περπατούσε χωρίς να τραντάζεται κάθε φορά που το πέλμα του ακουμπούσε το έδαφος, ενώ δεν χρειαζόταν ενήλικη βοήθεια για να στέκεται όρθιος. Τα κατάφερνε μια χαρά και μόνος του.

«Μπαμπά!», αναφώνησε ενθουσιασμένα κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου.

Η πρώτη φορά που πρόφερε αυτή την κουβέντα ήταν λίγο πριν εξομολογηθώ στα νταμπίρ ό,τι αφορούσε τον Κάτω Κόσμο. Βρισκόμουν σε κατάσταση πανικού, αλλά το έκρυβα καλά για να μην ρεζιλευτώ και προ πάντων για να με αντιμετωπίσει ο λαός μου σοβαρά. Αυτή την φορά όμως, δεν έκρυψα τα συναισθήματα μου. Μόλις τον άκουσα να με φωνάζει με τόση καθαρότητα μπαμπά, τα μάτια μου θόλωσαν από τα δάκρυα κι έτρεξε κι εγώ προς το μέρος του μέχρι να τυλιχτούν τα χέρια μου γύρω του.

Ήταν ακόμα μικρός, όχι τόσο όσο την τελευταία φορά που τον κράτησα. Παραταύτα, γέμισε την αγκαλιά μου, γιατί ήταν όλος μου ο κόσμος.

«Αγόρι μου! Μάικι μου! Πόσο μου έλειψες!»

Εκείνος γελούσε δυνατά καθώς τον φιλούσα σε όλο του το πρόσωπο και τον έσφιγγα μέσα στην αγκαλιά μου.

«Αχ μπαμπά γιατί άργησες;»

Το στομάχι μου σφίχτηκε στο παράπονο του κι αντανακλαστικά έσμιξα τα φρύδια μου, ενώ η παλάμη μου χάιδεψε το μαλακό του μάγουλο.

«Συγγνώμη αγάπη μου. Σου υπόσχομαι όμως πως δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω».

Ο Μάικλ ικανοποιήθηκε με την απάντηση μου και κούρνιασε στο στήθος μου, όπως έκανε μωρό λίγο πριν αποκοιμηθεί.

Με το χαμόγελο να μην σβήνει από τα χείλη μου, τον σήκωσα στα χέρια μου και προχώρησα στις συγκινημένες κυρίες.

«Σας ευχαριστώ για όλα. Θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων που τον φροντίσατε».

«Δεν κάναμε τίποτα που να μην θέλαμε», απάντησε η Έλενα χαζεύοντας τον χαλαρωμένο Μάικλ.

Έπειτα, ήρθε κοντά μας και ο Νόα και χαιρέτισε με την σειρά του τον Μάικλ και τις γυναίκες.

«Χαίρομαι που είστε εντάξει», τις είπε.

«Κι εμείς», του απάντησε η Λουκία.

«Η μαμά πότε θα έρθει;», ρώτησε ο Μάικλ ανασηκώνοντας το κεφάλι του.

Όλοι κοιταχτήκαμε μεταξύ μας σκορπώντας την αμηχανία. Επειδή όμως ο Μάικλ είχε το κακό συνήθειο να υπνωτίζει όποιον κατσούφιαζε στην αναφορά της Ορόρα, τον καθησύχασα λέγοντας του ότι τις επόμενες μέρες θα έβλεπε κι εκείνη. Δεν του έλεγα ψέματα βέβαια. Το πρόβλημα ήταν πως η Ορόρα δεν τον θυμόταν και η συγκεκριμένη επανένωση δεν θα τον ευχαριστούσε, όπως η δική μας.

«Θα θέλατε να σας αφήσουμε μόνους σας;», ρώτησε η Ζεϋνέπ εμένα και τον Μάικλ.

Εγώ στράφηκα στον μικρό και τον ρώτησα αν ήθελε να πάμε κάπου να φάει.

Ήταν έτοιμος να απαντήσει καταφατικά, όταν ακούστηκε ένα δυνατό τρεχαλητό και την επόμενη στιγμή εμφανίστηκαν μπροστά μας η Μπουλουχάν με την Νουρ. Αντανακλαστικά έσφιξα τον Μάικλ στην αγκαλιά μου, γιατί τα βλέμματα τους έσταζαν από ανησυχία.

«Είδατε κάτι στον καθρέφτη;», αποκρίθηκε έντρομη η Έλενα και η Μπουλουχάν ένευσε καταφατικά.

«Οι βρικόλακες του Ντέμιεν», πήρε τον λόγο η βουρκωμένη Νουρ. «Απήγαγαν την Κόρτνεϋ».

Ορόρα

Ήταν αργά το βράδυ κι ευτυχώς η κυκλοφορία είχε μειωθεί αισθητά. Οι περισσότεροι άλλωστε είχαν θορυβηθεί με την ψεύτικη απαγωγή του Κάρτερ και πίστευαν πως δεν ήταν ασφαλείς ούτε στην Νέα Μόιρα. Έτσι, τα μαγαζιά έκλεισαν νωρίς και οι κάτοικοι απομονώθηκαν στις οικίες τους από τις εννέα το βράδυ.

Αυτό μου έδινε το ελεύθερο να περπατήσω στους άδειους δρόμους χωρίς να σκέφτομαι την κάθε μου αντίδραση. Τώρα δεν χρειαζόταν να δείχνω ανήσυχη ή ανυπόμονη να ακούσω νέα του Κάρτερ. Το σώμα μου ήταν ελεύθερο να κινείται φαινομενικά ήρεμο και η έκφραση μου να αντανακλά το έρεβος που επικρατούσε μέσα μου.

Έκανα αρκετά χιλιόμετρα μέσα στην πόλη - φάντασμα μέχρι να αποφασίσω να ξαποστάσω κάπου. Διάλεξα το κέντρο του πάρκου, ένα αγαπημένο μου καταφύγιο γιατί ο χώρος απέπνεε παιδική αθωότητα. Και λόγω της ταραγμένης μου ζωής είχα ανάγκη να περικυκλωθώ από αυτού του είδους την θετική ενέργεια.

Εκείνη την στιγμή όμως, δεν μου έδωσε τον παλμό που αποζητούσα. Ο χώρος ήταν άδειος, όχι γιατί τα παιδιά ήταν στο σχολείο, αλλά γιατί κρύβονταν από τους κίνδυνους που ελλόχευαν στο σκοτάδι. Κι εγώ ήμουν εκτεθειμένη σε αυτό. Μπορεί η πόλη να ήταν προστατευμένη από βρικόλακες, μα κάθε άλλο πλάσμα μπορούσε να εισβάλλει και να σπείρει τον πανικό. Κάθε λυκάνθρωπος, κάθε δαίμονας, κάθε μέλος του υποκόσμου που ήταν ζωντανό ήταν ελεύθερο να περάσει τα σύνορα και να επιφέρει την καταστροφή. Το ίδιο ίσχυε και για τον Ντέμιεν που είχε ήδη κάνει μια εμφάνιση στο πρόσφατο παρελθόν. Ένας από αυτούς να ερχόταν στο πάρκο, όπου καθόμουν μόνη μου, και μπορούσε να με κατακρεουργήσει χωρίς να το καταλάβει κανείς.

Η σκέψη όμως δεν με ώθησε να πάρω τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Ο λόγος ήταν ότι ορισμένα παράσιτα ήδη κατασπάραζαν την καρδιά μου. Η ελπίδα που έκανε την εμφάνιση της με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, επισκιαζόταν συνεχώς από το παρελθόν που θυμόμουν. Οι ψεύτικες αναμνήσεις και η μολυσμένη, από ένα ξόρκι, ζωή μου βύθισαν την ευάλωτη ψυχή μου στην μελαγχολία, η οποία την τύλιξε σαν ομίχλη, με αποτέλεσμα αυτή να μην είναι σε θέση να βρει την έξοδο από το σκοτάδι.

Αντανακλαστικά τύλιξα τα χέρια μου γύρω μου για να θυμηθώ πώς ήταν μια σφιχτή αγκαλιά που σκοπό είχε να ενώσει τα θραύσματα της καρδιάς μου. Είχα πολύ καιρό να δεχτώ μία τέτοια, ίσως και χρόνια. Ακόμα κι όταν η Άσλεη με κράτησε στα χέρια της σε αυτό ακριβώς το σημείο όταν έμαθε τι μου συνέβη, ήταν προσεκτική λες και μια απότομη κίνηση θα με έσπαγε. Στην πραγματικότητα όμως, ήθελα να την νιώσω να μου κόβει την ανάσα με την αγκαλιά της, γιατί ήταν άδικο να ασθμαίνω μόνο από καρπαζιές. Δεν με πείραζε να μελανιάζει το δέρμα μου από υπερβολική δόση αγάπης, εφόσον είχε φθαρθεί από ξεσπάσματα μίσους.

Ήταν επίσης λυπηρό το γεγονός ότι αυτή την ανακούφιση δεν μπορούσα να την βρω από δικά μου νταμπίρ. Οι γονείς μου ήταν χιλιόμετρα μακριά κι ο πατέρας μου πίστευε ότι ήμουν μια φόνισσα. Ο Κάρτερ που υποτίθεται με λάτρευε σε κάθε ζωή, αρνήθηκε να περιμαζέψει τα κομμάτια που στην τελική εκείνος σκόρπισε, ενώ οι υπόλοιποι ήταν ακόμα υπό την επήρεια του μεγάλου ξορκιού. Δεν θεωρούσα ότι ήταν σε θέση να μου προσφέρουν την παρηγοριά που χρειαζόμουν. Από την άλλη όμως δεν ήξερα τι ήταν αυτό που είχα ανάγκη να ακούσω για να σταματήσω να νιώθω απερίγραπτα απαίσια.

Τα χέρια μου κουράστηκα να σφίγγουν τους ώμους μου και ρίχτηκαν στα γόνατα μου. Τα δάχτυλα του δεξιού χεριού μου ανέβηκαν στην τσέπη του πανωφοριού και έπιασαν το κινητό μου. Το σώμα μου ουσιαστικά αντιδρούσε αντανακλαστικά στις σκέψεις, τις οποίες θα προσπαθούσε να ικανοποιήσει. Χρειαζόμουν κάποιον που να ξέρει όλη την αλήθεια και να θέλει να είναι κοντά μου και αυτό ήταν μονάχα ένα νταμπίρ. Ήταν το πρώτο που απέκλεισα, γιατί δεν ήθελα να αποσπάσω την προσοχή του από το πρόσωπο με το οποίο επιθυμούσε να είναι. Ωστόσο, η αδυναμία μου να ανασάνω από τον αφόρητο πόνο κατανίκησε την διακριτικότητα μου και εν τέλει του τηλεφώνησα.

«Εγώ είμαι», αποκρίθηκα μόλις απάντησε, αν και θα είχε δει έτσι κι αλλιώς το όνομα μου. «Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Το θέμα είναι ότι... κρυώνω», γέλασα πνιχτά μήπως καταπολεμούσα τα δάκρυα, αλλά αυτά ήταν δυνατότερα από μένα κι άρχισαν να βρέχουν το δέρμα μου. «Δεν θα έπρεπε να κρυώνω, έχω την μαγεία της φωτιάς. Όμως κάτι μέσα μου δεν με αφήνει να απολαύσω την θέρμη της. Δεν με αφήνει να απολαύσω τίποτα. Όλα είναι σκοτεινά και κρύα. Δεν νιώθω πουθενά την θαλπωρή του σπιτιού. Κάθε μέρος φαντάζει ξένο. Αισθάνομαι σαν περιπλανώμενη μέσα στην πόλη μου, ακόμα και το ίδιο μου το σώμα. Θα ήθελα πολύ να το εγκαταλείψω, να πάω σε κάποιο που δεν είναι έτοιμο να καταρρεύσει από την φθορά. Θα ήθελα να μην νιώθω ότι πέφτω χωρίς να υπάρχει κάποιος να με προστατέψει από την θανάσιμη πρόσκρουση. Θέλω να θυμηθώ πώς είναι να ανεβαίνω και να μου κόβεται η ανάσα από ευτυχία. Κουράστηκα να πέφτω. Χρειάζομαι κάποιον να με κρατήσει και αυτή την στιγμή έχω μόνο εσένα».

Πλέον έκλαιγα. Για την ακρίβεια, οδυρόμουν σαν να πρωταγωνιστούσα σε αρχαία τραγωδία. Δεν είχα αρθρώσει σωστά τις λέξεις εξαιτίας των λυγμών και πιθανόν ο συνομιλητής μου να μην κατάλαβε απολύτως τίποτα. Άλλωστε προέκυψε μεγάλη παύση μετά την ολοκλήρωση της εξομολόγησης μου κι ίσως να την εκμεταλλεύτηκε για να αφομοιώσει τα λόγια μου. Εκείνος όμως δεν είχε σκοπό να το κάνει χωρίς να είναι μαζί μου, γιατί δεν ήθελε να καταλάβει τις κουβέντες μου, αλλά τα συναισθήματα μου.

«Πού είσαι;», με ρώτησε κι αφού του απάντησα μου υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν αμέσως να με βρει.

Μετά από περίπου ένα τέταρτο, το αυτοκίνητο του σταμάτησε έξω από το πάρκο. Εγώ είχα καταφέρει να ηρεμήσω όπως όπως χάρις το ξέσπασμα μου στο τηλεφώνημα. Δεν μπορούσα όμως να πω ότι ένιωθα ανακουφισμένη. Υπήρχε ακόμα απόθεμα δακρύων.

Μόλις βρέθηκε απέναντι μου, με περιεργάστηκε με τα σμαραγδένια μάτια του τα οποία εξέπεμπαν ειλικρινή θλίψη. Δεν με λυπόταν, απλώς στενοχωριόταν με την κατάσταση μου. Μπορούσα να καταλάβω την διαφορά, γιατί δεν αναστέναξε ούτε κούνησε το κεφάλι του. Το σώμα του ήταν πλήρως ακίνητο, μουδιασμένο από την εικόνα μου.

«Κατάντια ε;», αποκρίθηκα κι ο Κέλλαν ήρθε να καθίσει δίπλα μου.

«Πάντα θεωρούσες ότι αν φανείς ευάλωτη, ο κόσμος θα έπαυε να εκτιμά την ψυχική σου δύναμη. Σου είναι δύσκολο να καταλάβεις ότι αυτό που έκανες πριν λίγη ώρα χρειαζόταν πολλά κότσια».

«Σου τηλεφώνησα να σου πω ότι δεν αντέχω», του θύμισα.

«Μου τηλεφώνησες για να ζητήσεις βοήθεια», με διόρθωσε. «Για κανένα δεν είναι εύκολο, παρά το γεγονός ότι όλοι οφείλουμε να το κάνουμε σε μια δυσκολία».

Δεν είχε άδικο. Κι εγώ υποστήριζα αυτή την άποψη για τα κοντινά μου νταμπίρ. Ήθελα να στρέφονται σε μένα σε μια δύσκολη στιγμή για να τους προστατέψω από μικρές και μεγάλες συμφορές. Είχα ανάγκη να τους προστατέψω για να σιγουρευτώ ότι η αγάπη μου στο πρόσωπο τους δεν ήταν απλά μια αερολογία. Μα όταν επρόκειτο για μένα δεν ήθελα την παραμικρή προσοχή. Ήθελα να περπατάω μόνη μου στα αγκάθια. Ήθελα να είμαι δυνατή. Είχα ανάγκη να είμαι δυνατή. Κι ο μόνος τρόπος να το αποδείξω ήταν να βγω από τον βούρκο χωρίς την ώθηση άλλου. Όμως αν πέσεις σε κινούμενη άμμο και βασιστείς μόνο στον δικό σου αγώνα για να βγεις, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πνιγείς.

«Ο πραγματικός Κέλλαν Μάρεϊ είναι σοφός», παρατήρησα.

«Κάθε άλλο», αντιτάθηκε. «Αλλά τουλάχιστον νοιάζεται».

Το χέρι του γλίστρησε στο δικό μου και έμπλεξε τα δάχτυλα μας. Έπειτα, ταρακούνησε ελαφρώς το χέρι μου για να σταματήσω να κοιτάζω το γρασίδι και να στραφώ σε εκείνον.

«Όταν ήσουν τριών χρονών ήρθες για πρώτη φορά στην Μόιρα», άρχισε να μου λέει. «Ήταν για την κηδεία του Έντμουντ Ριντ, του πεθερού μου. Μέχρι την τελετή ο Κάρτερ απέφευγε τους πάντες, γιατί ήθελε να πενθήσει μόνος του. Το αποτέλεσμα ήταν να είναι απότομος με όλους. Η συμπεριφορά του σε είχε τρομάξει και πίστευες ότι ήταν από την φύση του νευρικός. Ήταν, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Την ημέρα της κηδείας λύγισε μετά από μέρες κι επιτέλους έκλαψε. Ήταν μόλις έξι χρονών και αναγκάστηκε να εξοικειωθεί από τότε με την ιδέα του θανάτου χάνοντας ένα νταμπίρ που του είχε δείξει υπέρμετρη τρυφερότητα. Τότε είδες τον αληθινό Κάρτερ. Κι ενώ ήσουν τόσο μικρή για να καταλάβεις τι ήταν αυτό που τον έκανε να κλαίει απαρηγόρητος, θέλησες να τον ανακουφίσεις. Όταν ο Έντμουντ βρισκόταν πλέον στο χώμα και ο Κάρτερ στεκόταν αποκαρδιωμένος πάνω από το μνήμα, εσύ πήγες κοντά του και του κράτησες το χέρι. Δεν είπες τίποτα. Μονάχα κατέστησες σαφές ότι ήσουν δίπλα του την στιγμή που σε είχε περισσότερο ανάγκη. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη εικόνα στην ζωή μου!»

Το θυμόμουν αυτό. Φαίνεται πως ήταν από τα λίγα πράγματα που δεν βεβηλώθηκαν από το ξόρκι του Ντέμιεν. Μία ανάμνηση μου ήταν όντως αληθινή κι ίσως η μόνη αγνή. Κι αυτό την έκανε ακόμα πιο επίπονη.

«Μόνο που τώρα δεν θέλει να του κρατήσω το χέρι», είπα με νέο κύμα δακρύων να συσσωρεύεται στα βλέφαρα μου. «Κι ούτε που τον νοιάζει ότι εγώ το θέλω».

«Είμαι σίγουρος πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο».

«Θέλει να χωρίσουμε. Μου είπε ότι θέλει το διαζύγιο».

Από την σαστιμάρα του κατάλαβα ότι δεν το είχε συζητήσει με τον γιο του. Επομένως, δεν είχε προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη κι άρα θα πραγματοποιούταν η επιθυμία του.

«Προσπαθώ να ξεχάσω τι μου έκανε κατηγορώντας έναν άντρα που δεν ξέρω καν. Κι εκείνος αρνείται να με βοηθήσει να κλείσω μια τόσο βαθιά πληγή. Δεν μπορώ να δω την αγάπη για την οποία μου μίλησες. Το μόνο που βλέπω είναι ότι είμαι μόνη μου».

«Τι είναι αυτά που λες;», αναφώνησε. «Κι εγώ τι κάνω εδώ; Η Άσλεη; Η Χόουπ; Ο Νόα; Το παιδί σου; Μην κλείνεις τα μάτια σου και δες όλους εμάς που θέλουμε όσο τίποτα να σε βοηθήσουμε να ανακάμψεις από εκείνη την νύχτα».

«Αν κλείσω τα μάτια μου ξαναζωντανεύουν άγριες αναμνήσεις. Επομένως, δεν μπορώ να το κάνω».

«Γι' αυτό έφυγες σαν κυνηγημένη σήμερα το πρωί;»

Εγώ ένευσα αργά.

«Οι τοίχοι αντηχούν τις φωνές μας. Κάθε φορά μου είναι όλο και πιο δύσκολο να βρίσκομαι εκεί μέσα».

«Το καταλαβαίνω», απάντησε κι έπειτα πήρε μια σκεπτική έκφραση. «Βέβαια ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις τους δαίμονες σου είναι να τους κοιτάξεις κατάματα».

Είχα σφιχταγκαλιάσει δαίμονες μέσα σε αυτό το σπίτι, οπότε δεν ήμουν διατεθειμένη να διαβώ το κατώφλι για να τους συναντήσω ξανά. Κάθε γωνία ήταν και μια δυσάρεστη ανάμνηση που κατάφερνε να καταβάλλει το μυαλό μου ακόμα κι όταν πήγαινα στην έπαυλη για χάρη κατάστρωσης σχεδίων. Ευτυχώς δεν χρειαζόταν να μένω για ώρες. Τώρα όμως μου πρότεινε να ξεπεράσω το επιτρεπτό όριο διαμονής με κίνδυνο μια νευρική κρίση.

Ωστόσο, η ιδέα άρχισε να μου φαίνεται λεπτό με το λεπτό όλο και πιο δελεαστική. Άλλωστε χρειαζόμουν ένα δυνατό σοκ για να θυμηθώ. Και ποιο καταλληλότερο από το να ξαπλώσω στο κρεβάτι που βιάστηκα;

Ήταν η έσχατη λύση που θα ακολουθούσα σε μια προσπάθεια να αντικαταστήσω το σκοτάδι με την αλήθεια. Αν συνερχόμουν κι εγώ από την επίδραση του ξορκιού ίσως να μην μου φαίνονταν όλα τόσο μάταια. Ίσως να έβρισκα πράγματι έναν λόγο να ξυπνήσω την επόμενη μέρα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top