23. ΕΝΑ ΑΛΗΘΟΦΑΝΕΣ ΨΕΜΑ
Ορόρα
Μόλις ξημέρωσε για τα καλά και πλησίαζε η ώρα να αρχίσει η εισροή στο τμήμα, εγώ κι ο Κέλλαν φύγαμε από εκεί. Είχαμε πολλή δουλειά και χωρίς καθόλου ύπνο, καλό θα ήταν να αρχίζαμε αμέσως πριν σωριαστούμε από την εξάντληση.
Με το σαράβαλο του, κατευθυνθήκαμε στο σπίτι της Άσλεη. Εκείνος βέβαια θα συνέχιζε την πορεία του μέχρι την έξοδο της πόλης, όπου θα άφηνε το σπασμένο του αυτοκίνητο. Αυτό ήταν και το πρώτο μέρος του σχεδίου. Έπειτα, θα γυρνούσε πεζός στο σπίτι του, όπου θα περίμενε να έρθω με δυο συγκεκριμένα νταμπίρ. Το πρώτο ήταν η Άσλεη.
Ήξερα ότι την είχα ανησυχήσει με την μακρά, βραδινή μου απουσία. Όταν επιτέλους πήρα το κινητό μου, είδα αρκετές κλήσεις και μηνύματα μέχρι τις τρεις το βράδυ. Μετά, πιθανόν θα αποκοιμήθηκε περιμένοντας με. Ήμουν μάλιστα αρκετά σίγουρη ότι θα την είχε πάρει ο ύπνος στο σαλόνι και γι' αυτό μπήκα τρέχοντας στο σπίτι φωνάζοντας, ώστε να κάνω αμέσως αισθητή την παρουσία μου.
«Άσλεη δεν θα πιστέψεις τι έγι...»
Η συνέχεια της πρότασης αδυνατούσε να βγει από το στόμα μου, καθώς αυτό έμεινε ορθάνοιχτο, ενώ το κορμί μου ακινητοποιήθηκε εξαιτίας του αλλόκοτου θεάματος. Μπροστά μου δεν έβλεπα την Άσλεη να με περιμένει ξαπλωμένη σε έναν καναπέ, αλλά τον Ενρίκε να βγαίνει από την κουζίνα με μόνη του ένδυση μια πετσέτα γύρω από την μέση του. Και δεν νομίζω πως είχε έρθει μέχρι εδώ για να κάνει απλά ένα ντουζ.
«Ορόρα τι έπαθες;», αναφώνησε βλέποντας το αίμα στα ρούχα μου.
Έπειτα, άφησε στην άκρη το μπουκάλι με το παγωμένο νερό κι ήρθε κοντά μου.
Εγώ ακόμα δυσκολευόμουν να αρθρώσω έστω και μία λέξη καθώς συνειδητοποιούσα ότι η αμφίεση του Ενρίκε μαρτυρούσε μια ξέφρενη νύχτα με την συγκάτοικο μου. Τελικά χθες βράδυ, όλοι γαμ...
«Ορόρα!»
Πιθανόν η Άσλεη να άκουσε τις φωνές και κατέβηκε από τον πρώτο όροφο με την νυχτικιά της. Για την ακρίβεια, φορούσε ένα σατέν, κόκκινο ύφασμα που κάλυπτε το στέρνο της και μια υποψία από τα πόδια της. Τουλάχιστον, κάποιος είχε χαρεί την βραδιά του!
«Τι έπαθες; Πού ήσουν όλη νύχτα; Γιατί δεν με ειδοποίησες;»
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή κι έρχονταν κι από τις δύο μεριές. Κι όσο έμενα σιωπηλή, τόσο επέτρεπα στην φαντασία τους να οργιάσει. Βέβαια η πραγματικότητα -κάθε είδους- ήταν ξεπερνούσε κάθε φαντασία!
«Ε... δεν είναι δικό μου το αίμα», κατάφερα να πω συνεχίζοντας να τους κοιτάζω σαν να ήταν εξωγήινοι. Άραγε να ήταν κι αυτό μια τραγική ειρωνεία του παρελθόντος;
«Ποιανού είναι;», ρώτησε ο Ενρίκε.
«Θα σας εξηγήσω μαζί με τον Κέλλαν. Μου επιτρέπετε να κάνω ένα ντουζ πρώτα, έτσι;»
Εκείνος κατένευσε αβέβαιος και η Άσλεη με συνόδευσε μέχρι την κρεβατοκάμαρα της. Προτίμησα όμως να πλυθώ στον ξενώνα, γιατί δεν ήθελα να αντικρίσω τον χαμό πεταμένων ρούχων και περιτυλιγμάτων προφυλακτικών, που θα επικρατούσε στο δωμάτιο της.
«Τι έγινε κορίτσι μου;», με ρώτησε κλείνοντας την πόρτα του ξενώνα. «Πού πήγες χθες βράδυ; Σου έκανε κάτι ο Κέλλαν;»
«Όχι, δεν μου έκανε τίποτα. Σου υπόσχομαι ότι θα λύσουμε όλες τις απορίες σας σπίτι του».
Εκείνη ξεφύσησε, αλλά δεν επέμεινε. Φαινόταν η ταλαιπωρία στο πρόσωπο μου και λυπόταν να με πιέσει. Εγώ πάλι καθόλου.
«Μήπως θα ήθελες να μου εξηγήσεις εσύ τι ήταν αυτό που είδα στο σαλόνι;»
«Ο Ενρίκε», απάντησε με χαμηλωμένο βλέμμα.
«Άντε! Κι εγώ τον πέρασα για τον Σπένσερ. Προφανώς είναι ο Ενρίκε. Γιατί φαίνεται όμως σαν να κάνατε σεξ; Χθες το πρωί κοντέψατε να πιαστείτε στα χέρια».
«Γι' αυτό ήρθε σπίτι μου», αποκρίθηκε. «Για να απολογηθεί. Με είδε όμως αναστατωμένη, επειδή δεν σε έβρισκα πουθενά και έμεινε να μου κάνει παρέα. Μιλήσαμε για τις ζωές μας, ανοιχτήκαμε ο ένας στον άλλον και το ένα έφερε το άλλο».
Με βάση όλα τα κλισέ άρλεκιν, έτσι ξεκινούσαν οι περισσότερες σχέσεις. Βέβαια δεν ήξερα κατά πόσο θα αποκαλούνταν ζευγάρι τόσο σύντομα, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα της ημέρας. Μπορούσαμε να αναλύσουμε την επομένη τι ήταν ο ένας για τον άλλον, έχοντας κλείσει την υπόθεση του Κάρτερ και έχοντας πρώτα από όλα κοιμηθεί.
«Θύμωσες;», με ρώτησε βλέποντας με σκεπτική.
«Φυσικά και όχι. Γιατί να θυμώσω;»
«Επειδή εσύ με τον Ενρίκε... Είχατε... Ξέρεις».
«Απολύτως τίποτα», την διαβεβαίωσα. «Απλώς μου φάνηκε περίεργο. Αυτό είναι όλο. Πιστεύω πως μέχρι το τέλος της ημέρας θα το έχω αφομοιώσει». Εσείς δεν ξέρω πώς θα χωνέψετε όσα επρόκειτο να ακούσετε βέβαια.
Εκείνη χαμογέλασε ανακουφισμένη και έπειτα έφυγε για να με αφήσει να κάνω μπάνιο με την ησυχία μου. Όταν τελείωσα, βρήκα στο κρεβάτι καθαρά ρούχα, τα οποία φόρεσα για να κατέβω στο σαλόνι. Εκεί με περίμεναν ήδη οι δυο τους αλλαγμένοι και σιωπηλοί.
«Πάμε;», τους ρώτησα.
«Σίγουρα θέλεις να έρθω κι εγώ;», αποκρίθηκε αβέβαιος ο Ενρίκε.
«Αυτός που θέλει να σας μιλήσει είναι ο Κέλλαν. Και ζήτησε και σένα. Οπότε είμαι σίγουρη».
Η απάντηση μου δεν τους κατατόπισε ιδιαίτερα και ενέτεινε την περιέργεια τους. Αλλά για να πάρουν απαντήσεις, έπρεπε να με ακολουθήσουν.
Επιβιβαστήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο της Άσλεη με μένα συνοδηγό και τον Ενρίκε στα πίσω καθίσματα. Αν κι επέμεινα να καθίσει εκείνος δίπλα της, προτίμησε μια πιο διακριτική θέση. Έτσι, με την αμηχανία και τα στριφογυρίσματα βλεμμάτων πορευτήκαμε όλοι μαζί στο πατρικό της Χόουπ.
Εφόσον είχα παραδώσει τα κλειδιά μου, έπρεπε να χτυπήσουμε το κουδούνι. Ήταν αρκετά περίεργο το γεγονός ότι επισκεπτόμασταν το σπίτι του Κάρτερ, αν αναλογιστεί κανείς ότι ήμουν η πρώην γυναίκα του -ανεπίσημα έστω-, συνοδευόμενη από την πρώην κοπέλα του με τον νυν φίλο της, που ήταν παραλίγο εραστής μου. Τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν ούτε στην Μαρία της Γειτονιάς.
Λίγο αφότου χτυπήσαμε το κουδούνι, ο Κέλλαν μας άνοιξε την πόρτα και μας υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. Η θέρμη του παραξένεψε τον Ενρίκε και την Άσλεη και περίμεναν να έχω την ίδια έκφραση απορίας με εκείνους. Εγώ όμως, προσποιήθηκα ότι ανταπέδωσα το χαμόγελο και μπήκα γρήγορα μέσα για να τελειώσει αυτή η παρωδία.
Στο σαλόνι βρήκα την Χόουπ να κάθεται στο τραπέζι με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά. Όταν με είδε, έκανε ένα απλό νεύμα και έπειτα συνέχισε να αγναντεύει το κενό. Υπέθεσα πως ο Κέλλαν είχε κάνει κάποια εισαγωγή, με αποτέλεσμα η Χόουπ να φαίνεται σαν τηλεκατευθυνόμενο.
Ο Κέλλαν στο μεταξύ, συνέχισε να κάνει τον καλό οικοδεσπότη, οδηγώντας την Άσλεη και τον Ενρίκε δίπλα στην Χόουπ και ρωτώντας τους αν ήθελαν να πιουν κάτι. Εκείνοι αντί να απαντήσουν, στράφηκαν σε μένα λες και ήμουν η μητέρα τους, από την οποία έπρεπε να πάρουν άδεια.
«Ας πάμε να δούμε τι υπάρχει στο ψυγείο», πρότεινα κι ο Κέλλαν δέχτηκε σχεδόν ανακουφισμένος.
Κατευθυνθήκαμε στην κουζίνα με γρήγορες δρασκελιές και με την ίδια ταχύτητα, έκλεισε την πόρτα. Στην συνέχεια, προχώρησε στον πάγκο, όπου ξεκούρασε τις παλάμες του κι έγειρε μπροστά ξεφυσώντας.
«Μίλησες στην Χόουπ;», τον ρώτησα χαμηλόφωνα.
«Όχι», μου απάντησε μετά από ένα ακόμα ξεφύσημα. «Δεν είπαμε απολύτως τίποτα».
«Τότε προς τι ο ίλιγγος;»
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε τον κορμό του ώστε να είμαστε αντικριστά.
«Τα έχω κάνει χάλια. Ή μάλλον ο Ντέμιεν με οδήγησε στο να τα κάνω χάλια. Όλη νύχτα η Χόουπ μου τηλεφώνησε μια φορά. Μια ολόκληρη φορά! Κι όταν γύρισα σπίτι, ρώτησε με τρομακτική εγκράτεια που ήμασταν όλη νύχτα. Της είπα ότι θα της τα εξηγούσα όλα σε λίγο κι εκείνη απλώς κάθισε στο τραπέζι περιμένοντας σας. Η Χόουπ που ήξερα εγώ δεν θα σταματούσε να ρωτάει για μένα και προ πάντων για τον Κάρτερ. Αλλά η Χόουπ που τόσα χρόνια έχω καταπιέσει, δεν τόλμησε να εκφέρει αντίλογο».
Το συνοφρύωμα στο μέτωπο του και τα υγρά του μάτια μαρτυρούσαν ότι πονούσε με την κατάσταση. Δεν φαινόταν απλώς δυσαρεστημένος, αλλά βαθιά πληγωμένος. Αυτό το νταμπίρ που έβλεπα μπροστά μου δεν είχε καμία σχέση με τον Κέλλαν που ήταν πρόθυμος να με αφήσει να υποβληθώ για να ξεχάσω την κακοποίηση μου. Αυτός ο Κέλλαν ήταν σχεδόν ψεύτικος, με την καλή έννοια. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο αναθεματισμένος Ντέμιεν που είχε επιφέρει τόσο δραματικές αλλαγές, θα έτρωγε πολύ ξύλο κι ας ήταν προ προ προ προ (πόσα προ;) θείος μου.
«Αν απελπιστείς τώρα, δεν θα ξαναδείς την Χόουπ που γνώριζες».
«Όχι όχι», κούνησε γρήγορα το κεφάλι του και ίσιωσε την καθαρή του μπλούζα. «Εσύ είπες τίποτα στην Άσλεη και τον Ενρίκε;»
«Και να το είχα σκοπό, δεν ήταν εύκολο».
«Γιατί;», ρώτησε παραξενεμένος.
«Γιατί χθες το βράδυ αυτοί οι δύο το έκαναν», τον ενημέρωσα ψιθυριστά.
Ο Κέλλαν δεν εξεπλάγη. Μόρφασε ελαφρώς, γιατί το τελευταίο πράγμα που τον ενδιέφερε ήταν τα ερωτικά της Άσλεη και του Ενρίκε, αλλά δεν έδειξε να πέφτει από τα σύννεφα, όπως εγώ.
«Τα είχαν και παλιά;»
«Ήταν σχετικά νέο ειδύλλιο», μου απάντησε χωρίς πολλές λεπτομέρειες.
«Τέλος πάντων. Ας πάρουμε κανένα χυμό να πάμε να τους μιλήσουμε επιτέλους».
«Μα το ψυγείο είναι άδειο», με ενημέρωσε.
«Η κάβα;»
«Αυτή είναι γεμάτη».
«Καλώς. Γιατί αυτή θα χρειαστούμε».
Πήραμε μονάχα τρία ποτήρια νερού για να χωράνε αρκετή ποσότητα αλκοόλ και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Έπειτα, σερβίραμε ουίσκι και το αφήσαμε μπροστά στα τρία μπερδεμένα νταμπίρ.
«Είναι εφτά το πρωί», μας είπε η Άσλεη το προφανές.
«Θα το χρειαστείτε», της απάντησα πριν αρχίσει ο Κέλλαν την εξιστόρηση.
Πρώτα, ανέφερε τα χθεσινοβραδινά γεγονότα. Απέφυγε τις δραματικές λεπτομέρειες για τον λόγο που καταλήξαμε οι τρεις μας στο εγκαταλελειμμένο μέρος και τι έγινε εκεί. Μίλησε κυρίως για τον πυροβολισμό, για το νοσοκομείο και πώς εκείνος θυμήθηκε. Σε αυτό το σημείο μίλησε για τον περιβόητο Ντέμιεν, την παλιά μας ζωή και τον λόγο που την άλλαξε με το ξόρκι του. Έπειτα, μίλησε για τις αναμνήσεις του και τον γνωστό του βρικόλακα στον οποίο εναποθέσαμε τις ελπίδες μας για την ανάρρωση του Κάρτερ. Αυτή βέβαια ήρθε με πολύ άσχημο τρόπο, καθώς έγινε με την σειρά του βαμπίρ και θυμήθηκε μετά από μια αναμέτρηση μας, στην οποία εκδήλωσα την μαγεία μου.
Αυτή την φορά, φρόντισε να μην κάνει διαλείμματα, όπως μαζί μου, γιατί δεν έπρεπε να τους δώσει χρόνο να σκεφτούν πόσο εξωφρενικά ακούγονταν όλα αυτά. Έπρεπε να τους τα πει μαζεμένα για να τους προκαλέσει τέτοιο σοκ, που μετά δεν θα είχαν αντίλογο. Θα έκαναν εύκολα ό,τι τους ζητούσαμε για να δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι ο Κάρτερ θα έκοβε για καιρό τις δημόσιες εμφανίσεις.
Στην αρχή, η Χόουπ προσπάθησε να μιλήσει γιατί φοβήθηκε για τον γιο της, όπως ήταν αναμενόμενο. Επειδή όμως η επιρροή του ξορκιού δεν είχε περάσει, με ένα νεύμα του Κέλλαν σώπασε και συνέχισε να ακούει δακρυσμένη. Όταν ο Κέλλαν έφτασε στις αναμνήσεις της πραγματικής ζωής μας, η Άσλεη γούρλωσε τα μάτια της και φάνηκε δύσπιστη. Πήγε να μιλήσει, μα ήταν η δική μου προειδοποιητική έκφραση που την απέτρεψε από το να τον διακόψει. Μέχρι το τέλος της αφήγησης είχαν αδειάσει όλοι τα ποτήρια τους και τους σέρβιρα ξανά. Μία επιπλέον γουλιά θα τους έδινε το θάρρος να σχολιάσουν αυτά που άκουσαν.
«Δεν γίνεται να μιλάς σοβαρά», σχολίασε πρώτη η Άσλεη την ώρα που η Χόουπ άδειαζε και την δεύτερη δόση αλκοόλ.
«Μιλάω πολύ σοβαρά. Αυτή είναι η αλήθεια. Μέχρι να θυμηθείτε βέβαια, θα είναι δύσκολο να το πιστέψετε».
«Και πώς θα θυμηθούμε;», ρώτησε ο Ενρίκε.
«Αυτό δεν το ξέρω. Κι εγώ δεν ακολούθησα κάποια οδηγία. Απλώς συνέβη».
Τα γκρίζα μάτια του Ενρίκε προχώρησαν προς το μέρος μου.
«Εσύ θυμάσαι αυτό που λέει ο βασιλιάς;»
«Όχι», παραδέχτηκα. «Στο παρελθόν όμως συνέβησαν περίεργα πράγματα, τα οποία ο Κέλλαν με βοήθησε να καταλάβω ότι ήταν μηνύματα από το υποσυνείδητο μου. Γι' αυτό και τον πιστεύω».
«Χρειάζομαι καθαρό αέρα», μουρμούρισε η Χόουπ και βγήκε σχεδόν τρέχοντας στον κήπο.
Ο Κέλλαν την κοιτούσε με μια απόγνωση να τον καλέσει να πάει κοντά του. Τα υγρά του μάτια και τα μισάνοιχτα χείλη του μαρτυρούσαν πως ήθελε να την έχει στην αγκαλιά του όση ώρα πάλευε να αφομοιώσει όσα μας αφηγήθηκε.
«Πήγαινε», αποκρίθηκα συνεπαρμένη από το πόσο ερωτευμένος φαινόταν. Ανάθεμα κι αν ο Κάρτερ με είχε κοιτάξει ποτέ έτσι στις αναμνήσεις που είχα μαζί του!
Εκείνος δεν δίστασε να ακολουθήσει την υπόδειξη μου. Χρειαζόταν απλώς την επιβεβαίωση για να τρέξει στο πλευρό της.
Όταν μείναμε οι τρεις μας, η Άσλεη κοιτάχτηκε διστακτικά με τον Ενρίκε και έπειτα στράφηκαν και οι δυο σε μένα.
«Δεν είναι κάποιου είδους φάρσα, έτσι;», με ρώτησε η Άσλεη.
«Η φάρσα είναι καθαρά του Ντέμιεν».
«Ποιος είναι αυτός ο Ντέμιεν;», θέλησε να μάθει ο Ενρίκε.
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Όταν ανακτήσω την μνήμη μου, θα σου απαντήσω. Προς το παρόν ξέρω ό,τι κι εσείς».
Ο Κέλλαν κι η Χόουπ δεν άργησαν να επιστρέψουν. Παρέμειναν περίπου δέκα λεπτά στον κήπο, στα οποία ο Κέλλαν σφιχταγκάλιασε την Χόουπ και της ψιθύρισε παρηγορητικά λόγια. Εκείνη αφέθηκε στο άγγιγμα του και ξέσπασε όλη της την ένταση. Μόλις ηρέμησε, της είπε κάτι ακόμα και κατάλαβα ότι αναφέρθηκε κι ο Κάρτερ, από τον τρόπο που κινήθηκαν τα χείλη του. Η Χόουπ τότε σκούπισε τα μάτια της και ένευσε συγκαταβατικά. Στην συνέχεια, επέστρεψαν στο σαλόνι για το δεύτερο μέρος του σχεδίου. Κι αυτό αφορούσε το Πόρτλαντ.
Ο Κέλλαν τηλεφώνησε στον Σον και του ζήτησε να ξυπνήσει την Μέλανη και τον Μάικλ για να συνομιλήσουμε μέσω skype. Θα τους λέγαμε πολύ περίεργα πράγματα και καλό θα ήταν να υπάρχει μία οπτική επαφή. Σαφώς δεν θα μάθαιναν τα πάντα από τώρα, παρά μόνο το σχέδιο μας, ώστε να μην τρελαθούν από την αγωνία τους, όταν γνωστοποιούταν η πλεκτάνη μας.
Ο Σον πραγματοποίησε την επιθυμία του αδερφού του χωρίς να φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Περίπου μισή ώρα μετά το τηλεφώνημα τους, οι δύο Μόιρες ήρθαν σε επαφή μέσω υπολογιστών. Από την μία μεριά, ήμουν εγώ με τους γονείς του Κάρτερ (η Άσλεη με τον Ενρίκε κάθισαν παραπέρα, γιατί η στιγμή έπρεπε να είναι αυστηρά οικογενειακή) και από την άλλη, ο αγουροξυπνημένος Μάικλ, ο παραξενεμένος Σον και η περίεργη Μέλανη.
Κάτω από τα μάτια της υπήρχαν έντονες ρυτίδες αϋπνίας και το δέρμα της ήταν αρκετά χλομό. Μόλις αντίκρισε τους γονείς της, τους χαμογέλασε αδύναμα, ενώ δεν ρώτησε γιατί δεν έβλεπε τον Κάρτερ, σε αντίθεση με τον Μάικλ. Επιπλέον, όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν τυχαία, το σμαραγδένιο χρώμα των ματιών της σκούρυνε και αμέσως διέκοψε την οπτική επαφή. Υπό άλλες συνθήκες θα με θορυβούσε η αλλόκοτη συμπεριφορά της, αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν επικεντρωμένη σε όσα έπρεπε να τους πούμε. Δεν ήθελα να κάνω κάποια γκάφα και να αναφέρω τον Ντέμιεν και το ξόρκι του. Αυτό θα το συζητούσαμε όταν επιστρέφαμε στην Μόιρα, όπου θα ελέγχαμε και το πέρασμα στον Κάτω Κόσμο.
«Σας ευχαριστώ που σηκωθήκατε τόσο νωρίς. Ξέρω πως είναι πολύ πρωί για να χωνέψετε αυτό που θα σας πω, αλλά καλύτερα να το ακούσετε από μένα, παρά να έρθετε αντιμέτωποι με την παραποιημένη είδηση λόγω τύπου».
«Τι εννοείς;», ρώτησε ο Σον. «Τι συνέβη;»
«Τίποτα», απάντησε ο Κέλλαν για να μην τους ανησυχήσει. Στην πραγματικότητα είχαν έρθει τα πάνω κάτω. «Από την στιγμή που θα τερματιστεί αυτή η κλήση, θα βάλουμε ένα σοβαρό σχέδιο σε εφαρμογή. Τους λόγους θα σας τους εξηγήσω, μόλις γυρίσουμε στην Μόιρα, πράγμα που θα γίνει άμεσα. Δεν πρόκειται για δοκιμασία ή φάρσα, αλλά ένα μέσο για να προστατέψουμε ένα σοβαρό μυστικό. Το σχέδιο αφορά τον Κάρτερ».
«Ο οποίος βρίσκεται;», ξαναρώτησε ο Μάικλ.
«Σε έναν φίλο μας», απάντησε ο Κέλλαν. «Το σχέδιο», συνέχισε. «Θα έχει ως κατάληξη την απαγωγή του. Όχι πραγματική», ξεκαθάρισε για να μην πανικοβληθούν οι Μάρεϊ, ωστόσο την Μέλανη δεν φαινόταν να την ανησυχεί τίποτα.
«Και γιατί να γίνει αυτό;», ρώτησε ο Μάικλ. «Μήπως τον έχουν όντως απαγάγει;»
«Αν είχε όντως συμβεί, θα σας το λέγαμε μια και καλή», του απάντησε ο Κέλλαν. «Σου υπόσχομαι πως έχει την ελευθερία του και πως όλα είναι ένα σχέδιο. Τον λόγο, σας ξανάλεω, πως θα τον μάθετε όταν γυρίσουμε».
«Δεν σας πιστεύω. Θέλω να μιλήσω στον Κάρτερ. Φώναξε τον τώρα!»
Ο Σον προσπάθησε να ηρεμήσει τον Μάικλ, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Θα σταματούσε να ταράζει το παλάτι με τις φωνές του, μόνο αν είχε νέα του Κάρτερ.
«Εντάξει», αποκρίθηκε ο Κέλλαν. «Θα σου δώσω το τηλέφωνο του φίλου του και μπορείς να τον καλέσεις και τώρα, αν θέλεις».
Ο Μάικλ σημείωσε το κινητό του Νόα κι έτρεξε να τηλεφωνήσει στον ξάδερφο του. Τότε η Χόουπ βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με την κόρη της, καθώς είχε επίσης παρατηρήσει την αϋπνία της.
«Δεν κοιμήθηκες καλά αγάπη μου; Τι σου συνέβη;»
«Είχα ανήσυχο ύπνο», παραδέχτηκε. «Αλλά είμαι εντάξει», χαμογέλασε με ειλικρινή διάθεση.
«Να ξέρεις παιδί μου πως δεν λέω ψέματα», πήρε τον λόγο ο Κέλλαν. «Ο αδερφός σου δεν έχει πέσει θύμα πραγματικής απαγωγής».
«Σε πιστεύω», του απάντησε με καθαρό βλέμμα. «Τώρα θα μου επιτρέψετε να πάω να του μιλήσω κι εγώ, γιατί όλη νύχτα στριφογύριζε στα όνειρα μου».
Κάρτερ
Ο Μάικλ μου τηλεφώνησε στο κινητό του Νόα πανικόβλητος. Από τις σκόρπιες πληροφορίες που μπόρεσα να συλλέξω μέσα από το παραλήρημα του, ο πατέρας μου τους μίλησε για μια ψεύτικη απαγωγή, την δική μου. Φαντάστηκα πως ήταν κάτι που είχε συμφωνήσει με την Ορόρα, οπότε επιβεβαίωσα το -άγνωστο για μένα- σχέδιο τους, αλλά δεν μπήκα σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Άλλωστε και ο Μάικλ ενδιαφερόταν περισσότερο για μένα, παρά την φύση του σχεδίου.
Η ανησυχία του με χαροποίησε στο βαθμό που αισθάνθηκα αγαπητός. Χαιρόμουν που το ξόρκι του Ντέμιεν δεν είχε διαφθείρει και την δική μας σχέση, όπως και με την Μέλανη. Αν και κάποιες φορές θυμάμαι τον ψεύτικο εαυτό μου να την αντιμετωπίζει σαν μια εκνευριστική παρουσία, υπήρξαν φορές που θυμίζαμε το αποτελεσματικό δίδυμο, το οποίο σχεδίασε κάποτε την κάθοδο στον Άδη. Πιθανόν ο Ντέμιεν να μην είχε αποφασίσει πώς ακριβώς μας ήθελε ή και να μην είχε νοιαστεί γι' αυτό το θέμα, αφού πάνω κάτω έτσι ήταν κάθε αδερφική σχέση.
Όταν ο Μάικλ πείστηκε ότι ήμουν καλά και κατάφερε να κλείσει το τηλέφωνο, επικοινωνήσαμε με τον πατέρα μου. Έπρεπε επιτέλους να μάθω για το περιβόητο σχέδιο του. Μέσα σε όλα, έμαθα πως είχε μιλήσει με την Ορόρα και της είχε εξομολογηθεί ένα μέρος του παρελθόντος, καθώς και την ύπαρξη του γιου μας. Οι αποκαλύψεις όμως έγιναν και στην μητέρα μου, την Άσλεη και τον Ενρίκε, οι οποίοι θα έπαιζαν επίσης ένα τραγικό θέατρο, ο επίλογος του οποίου δεν ήταν υπέρ μου, τουλάχιστον φαινομενικά. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δικαιολογηθεί η απουσία μου από το εγκόσμια. Παράλληλα, θα προέκυπτε αρκετή σύγχυση που ίσως βοηθούσε τα νταμπίρ να ξυπνήσουν από τον λήθαργο.
«Δεν φαίνεται να έχουμε και πολλές επιλογές», παραδέχτηκα. «Η Ορόρα το σκέφτηκε;»
«Όχι, εγώ», απάντησε ο πατέρας μου.
«Αλήθεια;»
Εκείνος μούγκρισε αποδοκιμαστικά.
«Τέλος πάντων. Η μαμά πού είναι;»
Ήταν παιδιάστικο από μέρους μου, αλλά με πείραζε το γεγονός ότι ήταν η μόνη που δεν νοιάστηκε να μου μιλήσει μέχρι στιγμής. Κατανοούσα πως είχε ακόμα τις άσχημες αναμνήσεις, αλλά εφόσον έμαθε την αλήθεια, θα έπρεπε να συγχωρέσει τα παραπτώματα μου. Από την Ορόρα βέβαια δεν είχα τέτοια απαίτηση. Κι εγώ δυσκολευόμουν να βγάλω από το μυαλό μου αυτό που είχα κάνει κι ας έφταιγε το ξόρκι.
«Έχει πάει στην Καταλίνα. Το σχέδιο έχει ήδη μπει σε εφαρμογή».
Η απάντηση του με ανακούφισε εν μέρει. Το γεγονός ότι δεν γνώριζα τι σκεφτόταν η μητέρα μου για μένα, δεν μου επέτρεπε να ηρεμήσω πλήρως.
«Θα μιλήσετε και στην Καταλίνα;»
«Όχι. Δεν μπορούν να ξέρουν όλοι. Χρειαζόμαστε και ειλικρινείς αντιδράσεις για να πειστεί η αστυνομία. Η μητέρα σου έχει πάει σπίτι της για να πει πως εμείς οι δυο φύγαμε χθες βράδυ κι ακόμα δεν έχουμε επιστρέψει. Λογικά θα την παρηγορήσει για μερικές ώρες μέχρι να την πείσει να πάνε στο τμήμα για να αρχίσουν οι έρευνες. Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει μέχρι να πάνε η Άσλεη κι ο Ενρίκε. Πρώτος θα πάει ο Ενρίκε, γύρω στις οκτώ που αρχίζει η βάρδια του Σπένσερ για να ζητήσει να ξαναρχίσει η εκπαίδευση του. Η άφιξη της Άσλεη θα πρέπει να απέχει με την δική του ένα ρεαλιστικό διάστημα, περίπου σαράντα λεπτά. Στο μεταξύ, θα φροντίσει να αλλάξει την εικόνα της, να φαίνεται άυπνη κι ανήσυχη. Θα πάει στον Σπένσερ και θα ζητήσει να μάθει αν όλα βαίνουν καλώς με το διαβατήριο της. Εκείνος θα καταλάβει ότι δεν είναι καλά και τότε θα του πει πως η Ορόρα έλειπε όλο το βράδυ. Δέκα λεπτά αργότερα, που θα καταφτάσει η Χόουπ με την Καταλίνα και θα μιλήσουν για εμάς, θα γίνει η σύνδεση. Και τότε θα μας αναζητήσουν».
Ο Νόα έμοιαζε ενθουσιασμένος με το σχέδιο, το οποίο μέχρι στιγμής δεν φαινόταν να έχει κενά. Με συγκέντρωση και σωστή συνεργασία είχε μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας. Γι' αυτό πίστευα πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να το έχει σκεφτεί μόνος του.
«Κι εσύ με την Ορόρα που θα είστε τελικά;», ρώτησα.
«Εκεί που ήμασταν χθες βράδυ. Στην αποθήκη. Γιατί ο βρικόλακας που επιτέθηκε στους θνητούς μας έστησε παγίδα».
«Και με απήγαγε», συμπλήρωσα.
«Ακριβώς».
«Άρα θα πάτε στο εγκαταλελειμμένο στούντιο; Θέλετε να έρθουμε κι εμείς;»
«Όχι. Θα έρθουμε εμείς σε εσάς».
Κλείσαμε το τηλέφωνο κι εγώ βούλιαξα στον απαρχαιωμένο καναπέ. Ο Νόα ήρθε και στάθηκε μπροστά μου με σταυρωμένα χέρια ρωτώντας την αιτία της δυσφορίας μου.
«Αγχώθηκα. Είπε πως σκέφτηκε μόνος του το σχέδιο».
Εκείνος γέλασε. Θυμόταν πως τα σχέδια του γνωστού μας Κέλλαν ήταν πάντα σκέτη συμφορά.
«Ισχύει ακόμα το ξόρκι», μου θύμισε.
«Ελπίζω μόνο να συμμετείχε κι η Ορόρα στην όλη μηχανορραφία».
«Είμαι σίγουρος», κατένευσε και κάθισε δίπλα μου. «Λοιπόν», χτύπησε μαλακά τον μηρό μου. «Έχεις σκεφτεί τρόπους να την κάνεις να θυμηθεί;»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Τώρα που θυμάσαι την κανονική σας ζωή θα βρεις τον τρόπο να πυροδοτήσεις κάθε είδους φλόγα».
Τα λόγια και η πονηρή του έκφραση δεν μου έδωσαν την εντύπωση πως μιλούσε αποκλειστικά για τις αναμνήσεις της Ορόρα. Περισσότερο έμοιαζε με τον Μάικλ, όταν μου έδινε συμβουλές για ραντεβού.
«Ξέχασες τι σου είπα νωρίτερα; Της έχω κάνει κακό».
«Δεν είχες τον έλεγχο του σώματος σου».
«Ούτε εκείνη», απάντησα σχεδόν φωνάζοντας. Γρήγορα όμως το μετάνιωσα και πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω. «Νόα, αυτό που έγινε δεν μπορεί να ξεπεραστεί από την μια στιγμή στην άλλη κι από κανέναν από τους δυο. Ικανοποιήθηκα με τον πόνο της κι αυτό δεν μου επιτρέπει να ετοιμάζω ρομαντικά ραντεβού».
«Έχεις δίκιο. Ήταν παιδιάστικο από μέρους μου. Στο μυαλό μου είστε ακόμα εκείνα τα νταμπίρ στο υπόγειο μου. Εσύ να της εξομολογείσαι ότι την αγαπάς κι εκείνη να ρίχνεται στον θάνατο για να σε προστατέψει».
Εγώ ξεφύσησα καθώς μπροστά μου έβλεπα ξανά εκείνη την σκηνή, όπου η Ορόρα ξεψυχούσε στα χέρια μου. Και μέχρι πρότινος πίστευα πως αυτή ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Μέχρι που η ετοιμοθάνατη Ορόρα μετατράπηκε στο αβοήθητο νταμπίρ που με εκλιπαρούσε να σταματήσω, αλλά εγώ γινόμουν πιο βίαιος.
Αυτή η ανάμνηση έκανε το κορμί μου να αναριγήσει από αηδία προς το άτομο μου και αντανακλαστικά σηκώθηκα όρθιος, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να την διώξω.
«Δεν είμαστε αυτά τα νταμπίρ πια», εξωτερίκευσα την σκέψη μου.
Ο Νόα κατάλαβε πως ακόμα επεξεργαζόμουν τις τραυματικές μου εμπειρίες και δεν επέμεινε στο θέμα. Μου έφερε απλώς κι άλλο αίμα για να είμαι χορτασμένος όταν ερχόντουσαν τα νταμπίρ.
Γύρω στις οκτώμισι, την ώρα που ο Ενρίκε έπρεπε να είναι στο τμήμα και η Άσλεη να ετοιμάζεται να ακολουθήσει, άκουσα το παρκάρισμα ενός αυτοκινήτου. Οι οξυμένες αισθήσεις των βαμπίρ ήταν μέχρι στιγμής, το μοναδικό ευχάριστο πράγμα της υπόθεσης. Ένιωθα περισσότερο σίγουρος για τον εαυτό μου και κατ' επέκταση αποτελεσματικός, γιατί έβλεπα πως είχα τον τρόπο να προστατέψω τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
Μετά από περίπου πέντε λεπτά, ακούστηκαν βήματα από τον διάδρομο και ο Νόα σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα πριν καν προλάβουν να την χτυπήσουν.
«Δεν αργήσαμε;», αποκρίθηκε ο πατέρας μου καθώς προχωρούσε μέσα με την Ορόρα.
«Αλίμονο!», απάντησε ο Νόα. «Ήρθατε ακριβώς την ώρα που ποτέ δεν συμφωνήσαμε».
Ο πατέρας μου κάγχασε και στράφηκε σε μένα.
«Πώς είσαι εσύ;»
«Καλά», μουρμούρισα χωρίς να τον κοιτάζω.
Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στην Ορόρα, η οποία περιεργαζόταν τον χώρο. Ήταν φανερό από την έκφραση της και τους χτύπους της καρδιάς της πως δεν επικροτούσε την τρώγλη που απασχολούσε ο Νόα. Στην πραγματικότητα όμως, της έδινε τόση προσοχή, γιατί προσπαθούσε να αποφύγει την οπτική επαφή μαζί μου. Πού να πάρει! Από την μία ανακουφιζόμουν που το έκανε και από την άλλη ήθελα να χαθώ στα ζεστά της μάτια για την υπόλοιπη αιωνιότητα.
Αναθεματισμένε Ντέμιεν, δεν πρόκειται να περιμένω μωρά και προφητείες. Από μένα θα το βρεις!
«Έχουμε νέα από την Νέα Μόιρα;», ρώτησε ο Νόα τον πατέρα μου.
«Όλοι είναι στις θέσεις τους. Με ενημερώνουν με μηνύματα. Γι' αυτό πρέπει να βιαστούμε κι εμείς».
«Μπορούμε να σας βοηθήσουμε σε κάτι;»
Τα λόγια του Νόα κέντρισαν το ενδιαφέρον της Ορόρα, η οποία σταμάτησε να εξετάζει το διαμέρισμα και στράφηκε σε εκείνον περιμένοντας τον πατέρα μου να απαντήσει στην ερώτηση του.
«Ναι, θα μπορούσατε», απάντησε ο πατέρας μου και καθάρισε τον λαιμό του. «Όπως σας είπαμε στο τηλέφωνο, υποτίθεται πως χθες βράδυ δεχτήκαμε επίθεση από έναν βρικόλακα. Έχουμε κάποιους μώλωπες να επιβεβαιώσουν την αναμέτρηση».
Εγώ μόρφασα θυμούμενος το μένος μου απέναντι τους και απολογήθηκα.
«Δεν πειράζει», αποκρίθηκε ο πατέρας μου. «Χρειαζόμαστε όμως κι άλλα αποδεικτικά στοιχεία».
Ο Νόα έσμιξε παραξενεμένος τα φρύδια του στον τρόπο που ο πατέρας μου έγειρε το πιγούνι του μπροστά.
«Θέλουμε να μας δαγκώσεις», πήρε τον λόγο η Ορόρα για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Ο Νόα σάστισε και γύρισε διστακτικά προς το μέρος μου.
«Το παίρνω πίσω. Μόνος του το σκέφτηκε».
«Δείξτε μου εμπιστοσύνη», μας ζήτησε ο πατέρας μου. «Μόνο έτσι θα φανεί ρεαλιστικό. Να σας θυμίσω πως σε αυτόν τον κόσμο είμαι κάπως παράξενος και μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι σε έχω σκοτώσει».
«Με το παράξενος εννοεί μαλάκας», αποκρίθηκε η Ορόρα και εγώ γέλασα πνιχτά.
«Έστω», μουρμούρισε ο πατέρας μου μέσα από τα δόντια του. «Θα το κάνεις;»
Ο Νόα εξακολουθούσε να διστάζει. Η Ορόρα όμως, που έδειχνε πιο ετοιμοπόλεμη από όλους μας, τον πλησίασε κι αφού σήκωσε το μανίκι της, έτεινε τον καρπό της στο μέρος του.
«Αρκετό ώστε να ζαλιστώ».
Το αίτημα της ήταν εξωφρενικό, αλλά το πρόφερε με παγερή ψυχραιμία. Για νταμπίρ που δεν θυμόταν όσα είχε στερηθεί, είχε μεγάλη σιγουριά. Αλλά έτσι ήταν η Ορόρα σε κάθε ζωή. Πείσμωνε να πετύχει έναν στόχο με κάθε δυνατό τρόπο. Αν αυτό δεν την έκανε εξαιρετική βασίλισσα, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε!
«Εμένα ίσα - ίσα για την ουλή. Οδηγάω».
Μετά το χαριτωμένο σχόλιο του πατέρα μου, ο Νόα γέλασε αμήχανα και πήρε την Ορόρα από το χέρι για να ικανοποιήσει το αίτημα της στο μέσα δωμάτιο.
«Έχει φάει τίποτα;», ρώτησα τον πατέρα μου.
«Μεγάλη κατραπακιά».
«Δεν είναι η μόνη», ξεφύσησα. «Ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έχει συμβεί αυτά τα χρόνια. Κι όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσαμε να το αποτρέψουμε...»
«Ό,τι έγινε έγινε. Δεν θα μας βοηθήσεις με το να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Ο Μάικλ έμαθες πού είναι;»
Εγώ ένευσα μισοχαμογελώντας.
«Του μίλησα κιόλας. Μεγάλωσε. Και πλήρωσε το τίμημα του ονόματος του».
«Τι θέλεις να πεις;»
Τον ενημέρωσα για την ανάμιξη του εγγονού του στο μεγάλο ξόρκι, αλλά και σε μικρότερα που επέτρεπαν στον Ντέμιεν να χειροτερεύει τις ήδη άσχημες ζωές μας.
«Δεν είναι δυνατόν», ψέλλισε.
«Για τον σαδιστή Ντέμιεν είναι. Μας οδήγησε όλους στην αμαρτία με την βοήθεια κάτι τόσο αγνού».
Ο πατέρας μου κούνησε το κεφάλι του κι άρχισε να με πλησιάζει.
«Τι έγινε; Τι κ...», άνοιξε τα χέρια του κι εγώ προσπάθησα να οπισθοχωρήσω. «Περίμενε! Δεν...»
Πριν με αφήσει να του υπενθυμίσω ότι ήμουν ολόκληρος άντρας και μάλιστα βρικόλακας, τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και με έσπρωξε στην αγκαλιά του, όπως έκανε όταν ήμουν μωρό. Ωστόσο, για τους γονείς θα παραμέναμε πάντα παιδιά και το έβλεπα με τον εαυτό μου ήδη.
Όταν κατάφερε να απομακρυνθεί, είδα πως τα μάτια του είχαν δακρύσει και ρουθούνισε για να αποτρέψει το κλάμα.
«Συγγνώμη για ό,τι σου έκανα. Σε καμία περίπτωση δεν σε θεωρώ άχρηστο. Είμαι πολύ περήφανος για σένα και την Μέλανη. Ακόμα και την Ορόρα. Μπορεί να μην το θυμάται και να μου έσπασε και το αυτοκίνητο, αλλά εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου».
Εγώ γέλασα ελαφρά στην αναφορά του αγαπημένου του αντικειμένου.
«Θα το θυμηθεί. Και ξέρω ποιος πραγματικά είναι ο Κέλλαν Ρίτσαρντ Μάρεϊ. Δεν είναι ένας αδιάφορος βασιλιάς που προτιμάει την καλή του εικόνα από την σωστή διοίκηση. Είναι ένας από τους καλύτερους άρχοντες των νταμπίρ, ένας ειλικρινής ηγέτης κι ένας τρυφερός πατέρας και σύζυγος».
Από τα χείλη του δραπέτευσε ένας ήχος που θύμιζε λυγμό κουταβιού. Υποτίθεται πως τα λόγια μου αποσκοπούσαν στο να τον κάνουν να χαμογελάσει, αλλά στο τέλος τον συγκίνησαν περισσότερο.
«Σε παρακαλώ μην κλάψεις. Είμαι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, οπότε δεν θα μπορέσω να σε παρηγορήσω».
«Δεν θα κλάψω», μου απάντησε με ψιλή φωνή, σημάδι ότι πιθανόν να το έκανε.
Ευτυχώς εκείνη την στιγμή, έκαναν την εμφάνιση τους η Ορόρα με τον Νόα και τον βοήθησαν να ξεχαστεί από τις απολογίες.
Το ευτυχώς ίσως και να μην ταίριαζε τόσο στην περίσταση, καθώς ο Νόα συγκρατούσε την Ορόρα από το να σωριαστεί. Είχε χάσει το χρώμα της και τα ακροδάχτυλα της έτρεμαν. Κι όλα αυτά εξαιτίας του δαγκώματος στον καρπό της, το οποίο ήταν ποτισμένο με το ζεστό της αίμα. Καλύτερα μέχρι να έφευγαν να μην ανάσαινα πολύ, γιατί η μυρωδιά της με έκανε να την λιγουρεύομαι. Κι όχι με την ερωτική έννοια.
«Σειρά σου», μουρμούρισε αδύναμα στον πατέρα μου, όταν ο Νόα την κάθισε στον καναπέ.
«Ε... μάλιστα».
Η Ορόρα αγριοκοίταξε την διστακτική του έκφραση και του θύμισε πως δεν είχαν έρθει για αιματολογικές εξετάσεις. Θα τον δάγκωνε για ένα δευτερόλεπτο και θα έφευγαν. Δεν είχε λοιπόν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τον Νόα στο δωμάτιο αφήνοντας μας μόνους.
Η αμηχανία έπνιξε την ατμόσφαιρα. Και δεν ήταν η ευχάριστη αμηχανία, αυτή που έκανε το σώμα μου να τρέμει από προσμονή να της μιλήσω. Δεν ήταν ο φόβος να την κοιτάξω και να καταλάβω ότι με κοιτούσε κι εκείνη, γιατί ακόμα δεν ήξερε τα συναισθήματα μου. Δεν ήταν το καρδιοχτύπι που μας είχε φέρει σε αυτή την κατάσταση. Ήταν το γεγονός πως για την Ορόρα ήμουν ένας βίαιος σύζυγος και εκείνη για μένα... κάτι που δεν μπορούσα πλέον να έχω στο πλευρό μου.
Δεν ήθελα όμως να φερόμαστε σαν άγνωστοι μεταξύ μας. Είχαμε ένα παιδί, για το οποίο έπρεπε να μπορούμε να επικοινωνούμε και να συνεννοούμαστε. Για χάρη του Μάικλ, έπρεπε να καταπολεμήσουμε την αδυναμία να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον.
«Μήπως θέλεις να πάω να αγοράσω λίγο χυμό;», έσπασα την αποπνικτική σιωπή.
«Έχει ήλιο», μου θύμισε. Πλέον δεν μπορούσα να κυκλοφορώ την ημέρα.
«Σωστά», μουρμούρισα.
«Ο Κέλλαν», ξεκίνησε διστακτικά. «Μου είπε πως», έκανε μια μικρή παύση και έφερε τα βλέμματα μας σε μια ευθεία. «Έχουμε ένα παιδί».
Εγώ κατένευσα χαμογελώντας.
«Τον Μάικι. Του μίλησα το βράδυ και ανυπομονεί να σε δει».
Εκείνη χαμήλωσε τελικά το ταραγμένο βλέμμα της. Ήταν μεγάλο σοκ να καταλήξει με έναν γιο, όπως και μαγεία, όπως και δύο βασίλεια... Τώρα που το σκεφτόμουν, ήταν αρκετά ψύχραιμη δεδομένης της κατάστασης.
«Πω πω», γέλασε ελαφρά. «Είμαι μαμά».
«Και πολύ καλή», συμπλήρωσα. «Κρίμα που θα στο στερούσα σε αυτή την ζωή».
Η Ορόρα έκλεισε τα μάτια της και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Δεν θα μου το στερούσες. Δεν είχες εσύ το πρόβλημα».
«Τι πράγμα;»
Ξεφύσησε δυνατά και ανασήκωσε τα μάτια της, που έσταζαν ενοχή.
«Σου είπα ψέματα. Εγώ είμαι αυτή που δεν μπορεί να κάνει παιδιά».
«Και γιατί είπες ψέματα;»
«Γιατί νόμιζα ότι με απατούσες και δεν ήθελα να σου δώσω μία καλή δικαιολογία γι' αυτό».
Εγώ αναστέναξα δυνατά και έγειρα στον τοίχο λες κι αυτό θα με βοηθούσε να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Όσες φορές κι αν της είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν έτρεχε τίποτα με μένα και την Άσλεη, χαράμισα άδικα το σάλιο μου. Τότε όμως θυμήθηκα πότε βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Την ίδια μέρα που έμαθε για την παρουσία της Άσλεη στην Νέα Μόιρα. Το σοκ της ήταν μεγάλο και διπλό. Έπρεπε να ήμουν ευγνώμων που δεν προχώρησε σε εγκληματικές ενέργειες, όπως συνέβη με την αφεντιά μου.
«Συγγνώμη», την άκουσα να λέει.
Αφού είχα καταφέρει να ηρεμήσω από ένα μέρος της δυσφορίας μου, ξαναγύρισα προς το μέρος της.
«Πλέον δεν έχει καμία σημασία».
Εκείνη έδειχνε να καθησυχάζεται με αυτό το θέμα.
«Τώρα που θυμάσαι», συνέχισε. «Και που μάλλον θα θυμηθώ κι εγώ, θα συνεχίσουμε τις διαδικασίες διαζυγίου;»
Η ερώτηση της με έπιασε εξ απρόοπτου. Αν κι είχα αρχίσει να συμφιλιώνομαι με την σκέψη πως η σχέση μας είχε καταστραφεί εξαιτίας εκείνης της νύχτας, δεν είχα προλάβει να επεξεργαστώ το θέμα του διαζυγίου. Εφόσον είχε επέλθει τόση συμφορά ανάμεσα μας όμως, τι νόημα είχε να παραμείνουμε παντρεμένοι;
«Υποθέτω».
Ορόρα
«Έχεις ανοιχτό το gps του κινητού σου;», με ρώτησε ο Κέλλαν συνεχίζοντας να κοιτάζει έξω από το άδειο στούντιο. Πιθανόν έλεγχε αν ο Ντέμιεν ήταν ακόμα εδώ.
«Για εκατοστή φορά, ναι!»
Εκείνος γύρισε προς το μέρος μου εξαιτίας της απότομης απάντησης μου.
«Τι έπαθες;»
«Σοβαρά; Πέρα από το γεγονός ότι χθες βράδυ παραλίγο να χάσω τις αναμνήσεις μου, τις ψεύτικες αναμνήσεις μου, ο Κάρτερ βρέθηκε στο νοσοκομείο, πέθανε κι έγινε βρικόλακας, ανακάλυψα ότι έχω μαγεία κι η ζωή μου ένα ψέμα, δεν έχω κοιμηθεί κι έχω χάσει ένα λίτρο αίματος, είμαι μια χαρά!»
Ο Κέλλαν πίεσε συμπονετικά τα χείλη του κι ήρθε να καθίσει δίπλα μου, στο άβολο πάτωμα.
«Με συγχωρείς. Έχεις όντως περάσει πολλά».
Εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα κι απολογήθηκα με την σειρά μου για την επιθετικότητα μου.
«Και δεν είχες και την στήριξη που σου άξιζε», συνέχισε. «Τώρα όμως υπόσχομαι πως θα σε βοηθήσω να ξεπεράσεις αυτό που έγινε».
Κατάλαβα πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσε, αλλά απάντησα αβέβαια δίνοντας του την εντύπωση ότι μιλούσα για την όλη έκπληξη των αποκαλύψεων. Εκείνος όμως δεν έπιασε το υπονοούμενο κι επέμεινε.
«Ξέρεις πολύ καλά πού αναφέρομαι. Ήταν κάτι άσχημο που δεν άξιζες να σου συμβεί. Κανείς δεν αξίζει κάτι τέτοιο ό,τι και να έχει κάνει. Και λυπάμαι πολύ που έπρεπε να το περάσεις αυτό, όπως και για το ότι όταν το έμαθα σε κατηγόρησα πως έλεγες ψέματα».
Η αιμοδοσία στον Νόα είχε επιφέρει ζαλάδα και μια αίσθηση μυρμηγκιάσματος στα ακροδάχτυλα μου. Τα λόγια του Κέλλαν, προκαλούσαν μεγαλύτερη δυσφορία.
«Το έχω ήδη ξεχάσει», μουρμούρισα.
«Ξέρω πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ορόρα», έπιασε το χέρι μου ωθώντας με να τον κοιτάξω. «Δεν είμαι το νταμπίρ που σου έδωσε ένα τόνο ηρεμιστικά για να ξεχάσεις την σκιά που είδες. Πράγμα που επίσης μετανιώνω. Είμαι σαν πατέρας σου και θέλω να σου σταθώ όσο επουλώνεσαι από την τραγική εμπειρία. Ξέρω πως οι εξελίξεις θα σου δώσουν μια δικαιολογία να προσποιηθείς ότι το έχεις ξεχάσει, αλλά κάτι τέτοιο δεν μένει εύκολα πίσω».
Πριν το καταλάβω, η όραση μου είχε θολώσει από τον χείμαρρο δακρύων που συσσωρεύονταν στα μάτια μου. Ο αναθεματισμένος Κέλλαν μου έλεγε ό,τι είχα ανάγκη να ακούσω, αλλά δεν έπρεπε να ειπωθεί όσο περιμέναμε να παρουσιάσουμε ένα καλοστημένο ψέμα. Αν κι είχα δεχτεί παρόμοια παρηγοριά από την Άσλεη, ήταν αλλιώς να προέρχεται από ένα νταμπίρ που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ζωή μου. Ο Κέλλαν άνηκε στον κύκλο μου πριν την Άσλεη και ιδανικά θα έπρεπε να με σφιχταγκαλιάσει όταν του εξομολογούμουν τον πόνο μου και να μου πει εκείνη την στιγμή πόσο άδικο ήταν όλο αυτό. Άντ' αυτού με έστησε στον τοίχο. Και δυστυχώς αυτό το νταμπίρ μπορούσα να δω ακόμα μπροστά μου, παρά την καθαρότητα του λόγου του και του βλέμματος του.
«Τουλάχιστον τώρα με πιστεύεις όσον αφορά την σκιά;»
«Φυσικά», κατένευσε. «Ήταν αδιαμφισβήτητα ο Ντέμιεν».
Πάντα αυτός. Κάθε φορά που αναλύαμε μια τραγωδία, το όνομα του δεν έλειπε από την συζήτηση. Τι του είχα κάνει τέλος πάντων και με μισούσε τόσο πολύ; Ναι, ήμουν η μητέρα της εχθρού του κι αυτό με έκανε εξίσου επικίνδυνη στα μάτια του. Όμως δεν είχα προσπαθήσει ποτέ να κάνω μια συμφωνία μαζί του; Δεν είχαμε έρθει ποτέ σε συνεννόηση; Μονίμως στήναμε τα πιόνια στο σκάκι και παίζαμε την μία παρτίδα πίσω από την άλλη;
Η απορία μου θα έμενε προς το παρόν άλυτη, καθώς η Άσλεη έστειλε μήνυμα στον Κέλλαν ενημερώνοντας τον πως ο Σπένσερ αναζητούσε το σήμα των κινητών μας, οπότε ήταν θέμα χρόνου να μας εντοπίσουν.
«Ωραία λοιπόν», μουρμούρισε και ο καθένας μας άρχισε να τσαλακώνει και να σκίζει τα ρούχα του, κυρίως τα μανίκια.
Στην συνέχεια, ο Κέλλαν έφερε από το αυτοκίνητο του ένα παλούκι με το οποίο έσκισε το δέρμα του κι άφησε το αίμα του να στάξει σε διάφορα μέρη του πατώματος. Αφού έκανα κι εγώ το ίδιο, βγήκαμε έξω και ανοίξαμε τις πόρτες του σπασμένου οχήματος για να περιμένουμε στα μπροστινά καθίσματα.
Μετά από περίπου σαράντα λεπτά, η Άσλεη μας έστειλε και δεύτερο μήνυμα λέγοντας μας πως ο Σπένσερ ερχόταν με μια ομάδα να μας βρει. Μέχρι να φτάσουν, ο Κέλλαν είχε το χρονικό περιθώριο να φέρει στην επιφάνεια όλη την ένταση της περασμένης νύχτας ώστε να τον δουν με μάτια δακρυσμένα. Εγώ πάλι έπρεπε να είμαι μισολιπόθυμη, αφού είχα χάσει αρκετό αίμα. Οπότε ξάπλωσα στα πίσω καθίσματα. Δεν θα ήταν και άσχημη ιδέα να κοιμηθώ μέχρι να επιστρέψουμε στην Νέα Μόιρα, αλλά η αγωνία δεν με άφησε να χαλαρώσω.
Όταν τελικά έφτασαν τα νταμπίρ, άκουσα γοργά βήματα να μας πλησιάζουν και τον Σπένσερ να ρωτάει τον βασιλιά του τι είχε συμβεί.
«Ο βρικόλακας», απάντησε ασθμαίνοντας. «Ο ίδιος που μας είχε αφήσει σημείωμα... Είπε πως αυτό ήταν η αρχή... και τελικά ολοκλήρωσε το έργο του».
Δεν ήξερα πόσο έπειθε η εικόνα του, η φωνή του πάντως και οι δραματικές του παύσεις θα με έκαναν να πιστέψω ότι τον είχε βρει όντως η συμφορά για την οποία μιλούσε.
«Η Ορόρα δεν είναι καλά. Την δάγκωσε».
Ο Σπένσερ διέταξε τους άντρες του να ελέγξουν την περίμετρο και τον άδειο χώρο. Μπορεί να ήταν πρωί, αλλά δεν αποκλειόταν να έχει βρει ο βρικόλακας κάποια σκιά περιμένοντας να ξαναχτυπήσει.
Ανάμεσα σε αυτούς που του απάντησαν θετικά, αναγνώρισα την φωνή του Ενρίκε. Δεν περιμέναμε πως ο Σπένσερ θα τον έπαιρνε μαζί του, καθώς θεωρητικά ήταν εκτός σώματος. Τελικά η πίστη στις δυνάμεις του και η τύχη, που επιτέλους έμοιαζε να είναι με το μέρος μας, τον έβαλαν στην ομάδα διάσωσης μας.
«Πριγκίπισσα;», άκουσα τον Σπένσερ, καθώς, έχοντας ανοίξει την πόρτα, εξέταζε τα τραύματα μου. «Πόση ώρα είναι έτσι;»
«Αρκετή», απάντησε ο Κέλλαν ξεφυσώντας. «Θα την έφερνα στο νοσοκομείο έγκαιρα, αλλά...»
Τότε αποφάσισα να αναλάβω εγώ δράση.
«Κάρτερ», άρχισα να ψιθυρίζω, προσποιούμενη ότι παραμιλούσα στον ύπνο μου.
Το παραλήρημα μου βοήθησε τον Σπένσερ να συνειδητοποιήσει ότι έλειπε το τρίτο πρόσωπο που αναζητούσε.
«Γι' αυτό άργησα», αποκρίθηκε ο Κέλλαν ξεφυσώντας. «Έψαχνα τον γιο μου. Ο βρικόλακας τον πήρε μαζί του!»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top