22. ΝΕΑ ΑΥΓΗ

Ορόρα

Μόλις ο Κάρτερ άνοιξε τα μάτια του, τινάχτηκε πάνω σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Η κίνηση του ήταν γεμάτη νευρικότητα και ένταση, με αποτέλεσμα να ξεκολλήσουν τα καλώδια από το στήθος του. Ο ίδιος απελευθερώθηκε από τα υπόλοιπα μηχανήματα και έπειτα στράφηκε σε μένα και τον Κέλλαν υποδεικνύοντας μας τους κοφτερούς του κυνόδοντες.

«Τελικά ήταν θυμός», σχολίασε ο Κέλλαν με γουρλωμένα μάτια.

«Έπρεπε να είχες πάει για ψυχολόγος», τον ειρωνεύτηκα πιάνοντας τον από τον ώμο για να φύγουμε από το δωμάτιο.

Ο Κάρτερ όμως δεν είχε σκοπό να μας αφήσει να ξεφύγουμε. Βρισκόταν από την μεριά της πόρτας κι άρχισε να βηματίζει προς το μέρος μας γρυλίζοντας. Ο Κέλλαν κι εγώ οπισθοχωρήσαμε μέχρι που ακινητοποιηθήκαμε στο κρεβάτι.

«Τι έγινε;», μας ρώτησε μειδιάζοντας ικανοποιημένος με τον φόβο μας. «Σας έφαγε η γάτα την γλώσσα;»

Η φωνή του ήταν σαφώς ίδια, αλλά σε μένα φάνταζε διαφορετική, γιατί έβγαινε από έναν κατάλευκο με κόκκινα μάτια βρικόλακα. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου δεν ήταν ο Κάρτερ κι ευθυνόμουν κι εγώ γι' αυτό.

«Δεν θέλεις να τους κάνεις κακό», μίλησε επιτέλους ο Νόα, προχωρώντας διστακτικά προς το μέρος του.

Ο Κάρτερ σφύριξε μέσα από τα δόντια του επιθετικά, σαν γάτα που προειδοποιούσε να μείνουν μακριά της.

«Το θέλω πολύ», απάντησε εκείνος αγνοώντας ότι η ερώτηση ερχόταν από κάποιον ξένο. Τελικά, όντως το τελευταίο του συναίσθημα επισκίαζε την λογική. «Και μάλιστα μεγάλο!»

Στην τελευταία του κουβέντα άνοιξε το στόμα του για να είναι σε θέση να δαγκώσει τον πρώτο που θα έφτανε. Για καλή μας τύχη, ο Νόα αναπήδησε έγκαιρα για να τον συγκρατήσει. Ο Κάρτερ όμως δεν θα εγκατέλειπε τόσο εύκολα και πάλευε να ξεφύγει από τον δεσμώτη του με μεγάλο ζήλο.

«Φύγετε», μας υπέδειξε ο Νόα και φυσικά δεν τολμήσαμε να φέρουμε αντίρρηση.

Βγήκαμε από το δωμάτιο κι αρχίσαμε να τρέχουμε πιο γρήγορα και από τον άνεμο, γιατί ο θάνατος μας πήρε στο κατόπι με την μορφή του Κάρτερ. Δεν μας ένοιαζε που προκαλέσαμε ταραχή στην εντατική, σε ένα χώρο που όφειλε να επικρατεί ηρεμία, αρκεί να γλιτώναμε από έναν πολύ επώδυνο θάνατο.

Πίσω μας ακούγαμε τον Νόα να φωνάζει στον Κάρτερ και αντικείμενα να σπάνε ή να συγκρούονται καθώς μάχονταν μεταξύ τους. Κανείς από τους δυο μας δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω, γιατί η εικόνα του Κάρτερ βαμπίρ δεν ήταν ευχάριστη.

Όταν επιτέλους φτάσαμε στην είσοδο και περάσαμε το κατώφλι, ένιωσα ξανά το ίδιο αίσθημα ελευθερίας με όταν έφυγα από την έπαυλη των Μάρεϊ το πρωί. Ωστόσο, μέχρι εκείνη την στιγμή είχα γνωρίσει τόσα συναισθήματα λες κι είχα βιώσει διαφορετικές ζωές.

Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ο Κέλλαν έβαλε μπρος με τρεμάμενα χέρια. Ούτε εκείνος μπορούσε να νικήσει την ένταση του, παρόλο που η όλη κατάσταση ήταν δικό του δημιούργημα.

Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει το όχημα, όταν ο Κάρτερ βρέθηκε μπροστά μας κι ο Κέλλαν σάστισε απομακρύνοντας τα χέρια του από το τιμόνι. Ο γιος του όμως δεν συγκινήθηκε από την ταραχή του και όρμησε στο μπροστινό παράθυρο σπάζοντας το τζάμι. Το αποτέλεσμα ήταν να προσγειωθούν γυαλιά στο δέρμα μας και μερικά να το σκίσουν καθιστώντας μας ακόμα πιο ευάλωτους μπροστά στον ανεξέλεγκτο Κάρτερ.

«Σταμάτα επιτέλους», του φώναξε ο Νόα με τα χέρια του να τραβούν απεγνωσμένα την μέση του για να τον κατεβάσει από το καπό.

Στο μεταξύ, εγώ κι ο Κέλλαν βγήκαμε από το αυτοκίνητο -ο καθένας από την πόρτα του- και συμφωνήσαμε σιωπηλά να φύγουμε τρέχοντας. Σίγουρα δεν θα καταφέρναμε και πολλά, αλλά ήταν μια αρχή για να ξεφύγουμε από το πεινασμένο κτήνος.

Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι μετά από μια δύσκολη μέρα και την ακόμα πιο επεισοδιακή νύχτα, ωστόσο, πιέσαμε τους εαυτούς μας να συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Αν τρέχαμε για μετάλλιο, πιθανόν να καταφέρναμε να πάρουμε και οι δυο το χρυσό. Τόση ταχύτητα δεν είχε επιδείξει κανένας δρομέας, αν κι αυτοί δεν έτρεχαν για να γλιτώσουν από έναν βρικόλακα.

Όταν οι πνεύμονες μας κόντευαν να σκάσουν και τα γόνατα μας παραπονέθηκαν έντονα από την ταλαιπωρία, σταματήσαμε στην μέση του πουθενά για να πάρουμε μια ανάσα.

«Νομίζω ότι του ξεφύγαμε», είπε ο Κέλλαν ασθμαίνοντας.

Εγώ κοίταξα τριγύρω για να σιγουρευτώ ότι δεν μας είχε ακολουθήσει κανείς. Όλα έμοιαζαν ήρεμα, αλλά αυτό ήταν πάντα το πιο ανησυχητικό.

«Τι στα κομμάτια ήταν όλο αυτό;», μουρμούρισα μόλις η ανάσα μου βρήκε τους φυσιολογικούς ρυθμούς της. «Πώς θα εξηγήσουμε στα νταμπίρ του νοσοκομείου την ζημιά που προξενήσαμε; Και πάνω από όλα την απουσία του Κάρτερ;»

«Θα σκαρφιστούμε μια δικαιολογία. Προς το παρόν πρέπει να επιστρέψουμε στην Νέα Μόιρα πριν...»

Λίγο πριν ολοκληρώσει την πρόταση του, είδα με την άκρη του ματιού μου μια κίνηση μπροστά μας. Οι δυο μας γυρίσαμε να δούμε περί τίνος επρόκειτο και αντικρίσαμε τον Κάρτερ, το στήθος του οποίου είχε γεμίσει με αίμα. Μήπως είχε σκοτώσει εκείνον τον Νόα;

«... μας βρει», αποκρίθηκε ο Κέλλαν ξεροκαταπίνοντας.

«Γιατί φύγατε; Δεν τελειώσαμε την κουβέντα μας».

«Παιδί μου ηρέμησε».

«Παιδί σου;», επανέλαβε ο Κάρτερ καγχάζοντας. «Τι απέγινε το άχρηστος

Ο Κέλλαν ξεροκάταπιε, καθώς έδειχνε να... μετανιώνει; Τι είχε πάθει; Ήταν η βραδιά των μεταμορφώσεων;

«Λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Δεν ήθελα να σε πληγώσω».

«Πολύ βολικό να απολογείσαι τώρα που μπορώ να σε συνθλίψω».

«Τουλάχιστον απολογείται!»

Οι Μάρεϊ στράφηκαν σε μένα με φανερή αποδοκιμασία απέναντι στο θράσος μου. Και ομολογουμένως, το μετάνιωσα την στιγμή που ο Κάρτερ έτρεξε κατά πάνω μου.

Ο Κέλλαν με έσπρωξε και μπήκε στην μέση, με αποτέλεσμα να βρεθούν τα δάχτυλα του Κάρτερ τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του.

«Γιατί πρέπει να επεμβαίνεις πάντα στην ζωή μου;», τον ρώτησε γρυλίζοντας.

«Σταμάτα», φώναξα και ρίχτηκα πάνω τους για να απελευθερώσω τον Κέλλαν. Ο Κάρτερ όμως με αγνόησε και συνέχισε να πνίγει τον πατέρα του.

«Την. Αγαπάς. Δεν. Θέλεις. Στα. Αλήθεια. Να. Την. Βλάψεις».

Ο Κάρτερ γέλασε ειρωνικά στα λόγια του πατέρα του.

«Πιστεύει ότι είμαι τέρας. Κι έχω σκοπό να την επιβεβαιώσω περίτρανα».

Τον σήκωσε στον αέρα και τον πέταξε στην άκρη του δρόμου σαν να ήταν πιο ελαφρύς κι από πούπουλο. Τώρα όμως είχε την διπλάσια δύναμη από πριν. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα ήταν εύκολος αντίπαλος στην μάχη που προβλεπόταν να λάβει χώρα ανάμεσα μας.

Άρχισε να με πλησιάζει με αργά βήματα και περίσσιο μίσος να στάζει από τα αιματοβαμμένα μάτια του. Από την μία έκανε το σώμα μου να αναριγεί στην ανατριχιαστική του εικόνα, από την άλλη όμως με πείσμωνε. Ο θυμός για τον οποίο έκανε λόγο ο Νόα, ήταν άδικος, διότι προέκυψε από τις επιπτώσεις των πράξεων του. Δεν γινόταν να προσποιείται τον θιγμένο μπροστά στην επιεική τιμωρία για το έγκλημα του.

«Πάντα τόσο περήφανη», αποκρίθηκε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Το ξέρεις ότι η περηφάνια είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα;»

«Το ίδιο και η οργή».

«Τότε θα καούμε μαζί στην κόλαση».

Το βήμα του επιτάχυνε και από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε μια ανάσα μακριά μου. Δεν μου έμενε τίποτα άλλο από το να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και να μην του επιτρέψω να κακοποιήσει ξανά το σώμα μου.

Αναμετρηθήκαμε κυρίως με γροθιές, οι περισσότερες από τις οποίες κατέληξαν στον αέρα. Είχαμε κι οι δύο καλά αντανακλαστικά και δύσκολα δεχόμασταν ένα ράπισμα. Όταν βέβαια ο δέκτης ήταν ο Κάρτερ, πείσμωνε ακόμα περισσότερο. Αντίθετα, όταν ήμουν εγώ, χρειαζόμουν κάποια δευτερόλεπτα να συνέλθω, γιατί τα χτυπήματα ήταν πολύ δυνατά. Δεν έφταιγε μόνο η ρώμη του βρικόλακα, αλλά και το μίσος του απέναντι μου.

Κάποια στιγμή, όταν αισθάνθηκα να μου κόβεται η ανάσα από μια επίθεση στο στομάχι, ο Κέλλαν κατάφερε να σηκωθεί βογκώντας. Η προσοχή του Κάρτερ στράφηκε για λίγο σε εκείνον, που του υπέδειξε για μία ακόμα φορά να μην αφήνει τον θυμό του να τον οδηγεί σε πράξεις που θα μετάνιωνε. Εγώ άδραξα τότε την ευκαιρία και σήκωσα το πόδι μου για να τον κλωτσήσω στο πρόσωπο. Η σαστιμάρα του ήταν μεγάλη, όπως και τα αντίποινα που προετοίμασε.

Έβγαλε μια δυνατή κραυγή και όρμησε κατά πάνω μου με τα χέρια του σηκωμένα μπροστά για να πιάσει τον λαιμό μου. Τελευταία στιγμή, γλίτωσα τον πνιγμό και έσκυψα σπρώχνοντας τον προς τα πίσω. Εκείνος εκμεταλλεύτηκε το σκύψιμο μου και πιάνοντας με από την μέση με έριξε στο έδαφος. Για ένα δευτερόλεπτο μου κόπηκε η ανάσα από τον πόνο που έκανε την εμφάνιση του σαν μαχαίρι που έκοψε την ράχη μου.

«Κάρτερ σταμάτα!», ακούστηκε η φωνή του Νόα.

Καθώς έβηχα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναπνεύσω ξανά, μπόρεσα να ανασηκώσω το πρόσωπο μου και να τον δω να πλησιάζει με ματωμένα ρούχα. Πιθανόν ο Κάρτερ τον είχε τραυματίσει στον θώρακα, αλλά σαν βρικόλακας κατάφερε να επουλωθεί.

Ο Κάρτερ γρύλισε εκνευρισμένος που είχε περικυκλωθεί από υποδείξεις και αποφάσισε να τελειώνει μαζί μας. Και μια που ήμουν ο πιο κοντινός στόχος, θα ξεκινούσε μαζί μου.

Ήταν άδικο να με σκοτώσει. Αν έπρεπε να πεθάνω απόψε οπωσδήποτε, θα προτιμούσα να με σκοτώσει ο ξένος βρικόλακας κι όχι εκείνος. Ο Κάρτερ μου είχε κάνει ήδη μεγάλη ζημιά και δεν θα του επέτρεπα να ολοκληρώσει με τον φόνο μου. Θα υπερασπιζόμουν τον εαυτό μου με κάθε τρόπο κι ας ήμουν άοπλη.

Το σώμα μου έκαιγε από την ένταση. Ήταν σαν να είχα υψηλό πυρετό χωρίς όμως τα κατατονικά συμπτώματα. Αυτή η θέρμη με γέμιζε ενέργεια, περισσότερη κι από ό,τι μπορούσε να μου προσφέρει η καφεΐνη. Αυτή η ενέργεια πήρε εκείνη την στιγμή τον έλεγχο του κορμιού μου και αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος να σωθώ ήταν να τείνω τα χέρια μου μπροστά. Πώς θα τον σταματούσε όμως ένα ζευγάρι χέρια που δεν κρατούσαν κάποιο παλούκι; Η λογική φώναζε στο κορμί μου να μην τυφλώνεται από την αόρατη δύναμη του ενστίκτου μου, αυτό όμως υπερίσχυσε γιατί έπρεπε να επιζήσω.

Μόλις τα χέρια μου τινάχτηκαν προς τον Κάρτερ, οι καρποί μου πήραν κυριολεκτικά φωτιά, η οποία δραπέτευσε από τις φλέβες μου και κυνήγησε τον θύτη μου.

Κάρτερ

Δεν φοβόταν. Είχε φορέσει το γενναίο της προσωπείο, είχε πείσει τον εαυτό της πως είχε για μία ακόμα φορά δίκιο και δεν υπήρχε ίχνος φόβου στα μάτια της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της από την ένταση της κι όλες της οι φλέβες είχαν πεταχτεί προκαλώντας με να τις τρυπήσω. Το αίμα της μύριζε σαν λαχταριστό έδεσμα που ζεσταινόταν στον φούρνο και η ευωδία του σε ζάλιζε. Θα ευχαριστιόμουν να της ρουφήξω το αίμα περισσότερο από ό,τι περίμενα, κυρίως γιατί ήμουν σίγουρος πως θα ήταν πεντανόστιμη.

Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό της με μια γελοία, σπασμωδική κίνηση. Έτεινε τα χέρια της μπροστά, μόνο που αυτή της η πράξη αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από γελοία. Οι καρποί της πήραν ένα πύρινο χρώμα κυριολεκτικά και μεταφορικά και φλόγες ρίχτηκαν πάνω μου.

Αντανακλαστικά αναπήδησα προς τα πίσω για να μην με αγγίξει η φωτιά της, που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει μέσα της. Ωστόσο, η Ορόρα που φοβόταν την μαγεία, την διέθετε κι ήταν μάλιστα ειρωνικό το γεγονός ότι το στοιχείο αυτής ήταν παρεμφερές του καυτού ήλιου, το οποίο ήταν το πριγκιπικό έμβλημα της.

Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη. Δεν γινόταν να μην έχω παρατηρήσει τα σημάδια της μαγείας της, εφόσον είχα κι εγώ. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στα κεχριμπαρί πυρά φέρνοντας στον νου μου στιγμές από το παρελθόν που δεν είχα παρατηρήσει καλά. Τότε όμως αναπήδησαν αλλόκοτες εικόνες που δεν γινόταν να είναι αναμνήσεις μου.

Βρισκόμουν στην Καλιφόρνια και καλούσα ασθενοφόρο, γιατί οι γονείς μου είχαν πέσει από το μπαλκόνι. Έπειτα, ήμουν στην Μόιρα και παρευρισκόμουν σε μια κηδεία. Δίπλα μου ήταν ένας πληγωμένος άγγελος, του οποίου έκοβα συνεχώς τα φτερά στην προσπάθεια μου να ξεσπάσω. Εκείνη όμως δεν έχανε την μαγική ικανότητα της να αγαπάει και παρά τις φοβίες της, μου δόθηκε ολοκληρωτικά. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την Ορόρα. Ήταν ευτυχισμένη μαζί μου και καμία δυσκολία δεν στάθηκε ικανή να μας χωρίσει. Μπορεί να χάναμε την ελπίδα για τον έρωτα μας, αλλά αυτός πάντα νικούσε.

Η ευτυχία ολοκληρώθηκε με ένα ζευγάρι, παιδικά, γαλανά ματάκια, αυτά του γιου μας. Και η οικογένεια μας θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο, αν η τελευταία μου ανάμνηση από αυτό το παραμύθι δεν ήταν έξω από έναν σκοτεινό πύργο, όπου η Ορόρα πάλευε να μπει.

«Θα χάσουμε τα πάντα», με είχε προειδοποιήσει.

«Τίποτα δεν θα χάσουμε. Εσύ κι εγώ είναι γραφτό να είμαστε μαζί και αυτό δεν μπορεί να μας το στερήσει κανένα ξόρκι».

Εκείνη ήθελε να παλέψει κι άλλο, μα εγώ την εμπόδισα πιστεύοντας πως έτσι θα ήταν καλύτερα. Κι άντ' αυτού γνωρίσαμε την πλήρη δυστυχία.

Όταν συνειδητοποίησα πως αυτές οι εικόνες ήταν πράγματι αναμνήσεις, ένας αδύναμος λυγμός βγήκε από μέσα μου και ανασήκωσα δειλά το βλέμμα μου.

Η Ορόρα κοίταζε τρομαγμένη τα χέρια της, γιατί δεν κατάλαβε πως αυτό που μόλις είχε συμβεί ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα των τελευταίων τρεισήμισι χρόνων. Ο Νόα πάλι είχε την ίδια έκφραση με τον πατέρα μου, ένα μίγμα περιέργειας και προσμονής.

«Μπ -μπαμπά», τραύλισα κι εκείνος μισοχαμογέλασε.

«Θυμάσαι;»

Εγώ ένευσα γρήγορα και ο Νόα ξεφύσησε ανακουφισμένος.

«Τι στα κομμάτια συμβαίνει;», αναφώνησε η Ορόρα.

Ο πατέρας μου την πλησίασε τρεκλίζοντας και την βοήθησε να σηκωθεί. Και οι δυο τους βόγκηξαν, γιατί τα σώματα τους πονούσαν εξαιτίας μου. Εντούτοις, η συναισθηματική σύγχυση ξεπέρασε την σωματική.

«Θα σου τα εξηγήσω όλα».

«Τι έκανα; Δεν γίνεται να έχω μαγεία».

«Μην φοβάσαι», προσπάθησε να την καθησυχάσει ο πατέρας μου χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Έχεις μαγεία, αλλά υπάρχει λογική εξήγηση γι' αυτό».

Ο Νόα στο μεταξύ ήρθε να σταθεί στο πλευρό μου κι εγώ απολογήθηκα για το γυαλί που είχα μπήξει στο στήθος του.

«Δεν πειράζει», μου χαμογέλασε.

«Κέλλαν πρέπει να πάω τον Κάρτερ σπίτι μου», αποκρίθηκε ο Νόα. «Χρειάζεται αίμα και λίγη ηρεμία».

Ο πατέρας μου ένευσε συγκαταβατικά.

«Κι εγώ έχω να πω πολλά με την Ορόρα».

Εκείνη με κοίταξε διστακτικά και το πετάρισμα των βλεφαρίδων της έκανε την καρδιά μου να βουλιάξει. Πριν λίγο ήθελα να της κάνω κακό. Πριν λίγες μέρες της είχα κάνει ακόμα μεγαλύτερο! Θεέ μου! Πόσα υπέφερε εξαιτίας μου; Την αγαπούσα περισσότερο από ό,τι μπορούσα να περιγράψω και παρόλα αυτά άφησα τον εαυτό μου να ξεπεράσει τα όρια.

Τελικά χαμήλωσε το βλέμμα της και δεν μου είπε τίποτα. Κι ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, γιατί δεν έβλεπε τον αληθινό Κάρτερ, αλλά το τέρας από την κατάρα του Ντέμιεν.

«Καλύτερα να γυρίσουμε στο νοσοκομείο», πρότεινε ο Νόα. «Δεν μπορείτε να γυρίσετε στην Νέα Μόιρα πεζοί. Το σπασμένο αυτοκίνητο είναι πολύ προτιμότερο».

Ο πατέρας μου συμφώνησε και επιστρέψαμε όλοι μαζί στο νοσοκομείο. Εκείνοι θα έπαιρναν το αυτοκίνητο κι εγώ με τον Νόα θα υποβάλαμε όλα τα νταμπίρ να ξεχάσουν την νοσηλεία μου σε αυτό. Όσο για της ζημιές που είχαμε προκαλέσει, μπορούσαν να πουν ό,τι ήθελαν. Εφόσον είχαν ξεχάσει τον ερχομό μου και το πρόσωπο του Νόα δεν με ενδιέφερε να έριχναν το φταίξιμο σε βρικόλακες.

Αφού φροντίσαμε να καλύψουμε τα ίχνη μας, κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του Νόα, ένα μικρό διαμέρισμα μερικά χιλιόμετρα πέρα από την Νέα Μόιρα, χωρίς πολλά έπιπλα. Από τις λίγες πληροφορίες που μοιράστηκε μαζί μου, δεν είχε χρήματα να το νοικιάσει και έμενε κρυφά. Αν ποτέ άκουγε τον ιδιοκτήτη, θα έφευγε τρέχοντας, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε κάνει την εμφάνιση του. Ήλπιζα πάντως να μην έκανε την διαφορά απόψε κι έβρισκε δυο βαμπίρ να πίνουν αίμα σε πλαστικά ποτήρια.

Έχοντας χορτάσει με το δροσερό υγρό από το μικρό ψυγειάκι και φροντίζοντας να αλλάξω ρούχα, κάθισα με τον Νόα στους ξεφτισμένους καναπέδες για να μιλήσουμε για όσα συνέβησαν τα χρόνια που επαναλήφθηκαν. Και προς έκπληξη μου, έμαθα ότι ο Νόα τόσο καιρό ήταν αιχμάλωτος στον Κάτω Κόσμο.

«Λυπάμαι πολύ», ήταν το μόνο που μπορούσα να του πω. «Θα πρέπει να ήταν απαίσιο».

Εκείνος κατένευσε, ενώ τότε έκανα μια άσχημη σύνδεση. Τόσα χρόνια έλειπε ένα νταμπίρ από την Μόιρα, το οποίο δεν υπήρχε καν στις ψεύτικες αναμνήσεις μου. Μήπως ήταν κι αυτό στον Κάτω Κόσμο;

«Η Μόνι;», αναφώνησα. «Πού βρίσκεται η Μόνι;»

Ο Νόα γέλασε πνιχτά χωρίς διάθεση.

«Στην Βρίλυ».

«Στην Ελλάδα; Από πού κι ως πού;»

«Αυτό το ξέρει μόνο ο Ντέμιεν. Η μοναδική πληροφορία που μοιράστηκε μαζί μου είναι πως βρίσκεται εκεί».

«Δεν το πιστεύω. Οργάνωσε το τέλειο σχέδιο. Κι εγώ τον άφησα!»

«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου για την διαστροφή του Ντέμιεν».

«Η Ορόρα προσπάθησε να τον σταματήσει κι εγώ την εμπόδισα», αποκρίθηκα εκπλήσσοντας τον. «Πίστευα πως το να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα σήμαινε να ζήσουμε αυτά τα χρόνια με τον ίδιο τρόπο κι ότι το μόνο που θα άλλαζε ήταν οι γνώσεις μας για τον Κάτω Κόσμο. Ήμουν αρκετά αφελής να πιστέψω ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια ζωή, όπου τα παιδιά μου θα ήταν ασφαλή».

«Η ελπίδα ενός γονιού δεν είναι αφέλεια. Ίσως κι εγώ στην θέση σου να σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο».

«Μόνο που τα έκανα πολύ χειρότερα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχει συμβεί ανάμεσα σε μένα και την Ορόρα», είπα νιώθοντας να βουρκώνω. «Και τα παιδιά μου δεν είναι παρά μια μακρινή ανάμνηση, γιατί στην πραγματικότητα του Ντέμιεν είμαι στείρος».

Ο Νόα καθάρισε τον λαιμό του και σύρθηκε πιο μπροστά.

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει με την γονιμότητα σου, ωστόσο πρέπει να διαφωνήσω σε ένα σκέλος. Θέλω να σου πω κάποια πράγματα, αλλά προσπάθησε να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Μην ξεχνάς πως μόλις έγινες βρικόλακας και δεν έχεις μάθει ακόμα να ελέγχεις τον εαυτό σου».

Η εισαγωγή του δεν με βοηθούσε να διατηρήσω την ακεραιότητα μου. Αντίθετα, κινήθηκα νευρικά στην θέση μου, αρκετά βέβαιος ότι η συνέχεια θα με έκανε να βγάλω καπνούς.

«Ο Ντέμιεν χρησιμοποίησε κάποιο κοντινό σου νταμπίρ για να πραγματοποιήσει το μεγάλο του ξόρκι. Αυτό το νταμπίρ παρέμεινε στον Κάτω Κόσμο μέχρι να δραπετεύσει μαζί με μένα και πέντε κυρίες, την Έλενα, την Νουρ, την Ζεϋνέπ, την Μπουλουχάν και την Λουκία, καθώς και τον καθρέφτη. Δυστυχώς η Τατιάνα, η Ισαβέλλα και η Εριέττα δεν τα κατάφεραν. Παλεύουμε, ωστόσο, να μην πάει στράφι η θυσία τους. Το νταμπίρ λοιπόν που τόσα χρόνια είναι μαζί μας στον Κάτω Κόσμο είναι... ο Μάικλ».

Πριν λίγο ήθελα να κάνω κακό στον πατέρα μου και την Ορόρα και να τους σκοτώσω με τον πιο επώδυνο τρόπο. Ήμουν τόσο οργισμένος μαζί τους που φαντασιωνόμουν να ξεσκίζω την σάρκα τους με τα δόντια μου και με κατέβαλε το αίσθημα της αρρωστημένης ικανοποίησης. Τώρα, συνέβαινε το ίδιο, αλλά το πρόσωπο που ήθελα να υποφέρει στα χέρια μου ήταν ο Ντέμιεν.

Κατάπια αργά με τις βλεφαρίδες μου να πεταρίζουν σαν να είχα αποκτήσει τικ. Μισόκλεισα τα μάτια μου επαναλαμβάνοντας στο μυαλό μου την κουβέντα του για να σιγουρευτώ ότι δεν είχα παρανοήσει. Και πάντα η πρόταση του ολοκληρωνόταν με το όνομα του γιου μου.

«Ο Μάικλ;», επανέλαβα χαμηλόφωνα. «Το μωρό μου;»

Ο Νόα χαμογέλασε τρυφερά.

«Δεν είναι μωρό πια. Μεγάλωσε. Περπατάει μόνος του, μιλάει, ελέγχει πλήρως τις δυνάμεις του. Και το καλοκαίρι θα ολοκληρώσει το πέμπτο έτος ζωής του, γιατί ο χρόνος στον Κάτω Κόσμο συνέχισε να προχωράει κανονικά».

Οι πληροφορίες ήταν υπερβολικά πολλές για να τις αφομοιώσω μέσα σε μια στιγμή. Σηκώθηκα όρθιος και βάδισα νευρικά προσπαθώντας να κάνω εικόνα τον Μάικλ σε αυτή την ηλικία. Όμως εγώ θυμόμουν ένα βρέφος που ότι είχε αρχίσει να περπατάει και με το ζόρι άρθρωνε την λέξη μπαμπά.

«Και έχει και συνέχεια».

Στάθηκα τότε ακίνητος και τον κοίταξα λες και με είχε προσβάλλει.

«Σοβαρά; Δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να ασχολείται με τον γιο μου;»

Ο Νόα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Το ξόρκι δεν ήταν η μόνη φορά που επενέβη στις ζωές σας. Μόλυνε συνεχώς την καθημερινότητα σας με ξόρκια, στα οποία εκμεταλλευόταν τις δυνάμεις του Μάικλ. Τον έβαζε να κλέβει ενέργεια από τις δαιμόνισσες για να είναι σε θέση να...»

Εγώ σήκωσα το χέρι του σταματώντας τον. Δεν άντεχα να ακούσω κι άλλα, γιατί το στομάχι μου αντιδρούσε δυσάρεστα. Τελικά μπορούσαν και οι βρικόλακες να ανακατευτούν ή ήταν άλλου είδους ψυχοσωματικό; Ειλικρινά δεν με ένοιαζε να μάθω εκείνη την στιγμή.

«Χρησιμοποίησε τον Μάικλ επανειλημμένα για να μας διαφθείρει. Μέσω του Μάικλ εγώ κι η μητέρα του οδηγούμασταν στην καταστροφή. Λίγο ακόμα θα αλληλοσκοτωνόμασταν».

«Ο σκοπός του ήταν να φέρει ξανά την Ορόρα στον Κάτω Κόσμο, οπότε μάλλον θα τον βόλευε κάτι τέτοιο».

«Πώς το ξέρεις;»

«Το εξομολογήθηκε ο Μάικλ στις κυρίες. Μετά από ένα ξόρκι που τον εξάντλησε, αποφάσισαν να αναλάβουν δράση και τον ρώτησαν για ποιον λόγο βοηθούσε τον Ντέμιεν. Ήξεραν ότι έκαναν μαγικά μαζί, αλλά πίστευαν ότι ο Ντέμιεν ήθελε να γνωρίζει πλήρως τι ήταν σε θέση να κάνει ο μικρός. Ωστόσο, εκείνος τους ενημέρωσε πως αν του έκανε τα χατίρια, θα του έφερνε την μητέρα του. Το γεγονός ότι ποτέ δεν αναφέρθηκε σε σένα, μάλλον σημαίνει πως είχε σκοπό να σε βγάλει από την μέση. Αυτό άλλωστε προσπαθούσε από την αρχή της ιστορίας».

Οι αποκαλύψεις ήταν η μία χειρότερη από την άλλη. Κάθε κουβέντα του Νόα έφερνε στην επιφάνεια τεράστια δυσφορία που χωριζόταν σε διακλαδώσεις· όλα τα αρνητικά συναισθήματα που είχε νιώσει έμβιο ον, τα οποία έπνιξαν την λογική και στο τέλος ξέσπασα σε υστερικά γέλια.

«Ιδιοφυές», αποκρίθηκα χτυπώντας τα χέρια μου μεταξύ τους. «Μόνο ο Ντέμιεν θα μπορούσε να φέρει την καταστροφή μέσω κάτι τόσο αθώου. Μέσω του Μάικλ μας εκδικήθηκε πλήρως. Μέσω του Μάικλ», έκανα μια παύση πριν ξεστομίσω το μεγάλο μου αμάρτημα. Ήθελα όμως να το μοιραστώ με τον Νόα, γιατί ένιωθα ασφάλεια μαζί του. «Βίασα την Ορόρα».

Τώρα ήταν η δική του σειρά να σαστίσει με τις αποκαλύψεις. Για μια στιγμή με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά, αλλά στην συνέχεια η έκφραση του μαλάκωσε.

«Κι εκείνη ούρλιαζε ζητώντας το δίκιο της, αλλά εγώ ήθελα να μείνει μαζί μου, παρόλο που έβλεπα ότι ήμουν επικίνδυνος. Της είπα ότι με κατέστρεψε, κάτι που στην πραγματικότητα είχα κάνει εγώ. Την κατηγόρησα, την ξεφτίλισα και παραλίγο να την σκοτώσω κι όλα αυτά... μέσω του Μάικλ».

Ο Νόα σηκώθηκε όρθιος και με πλησίασε όταν άρχισα να κλαίω σιωπηλά. Έμεινα απλώς μπροστά μου καθιστώντας σαφές ότι υπήρχε κάποιος να με παρηγορήσει.

«Δεν ήσουν στα αλήθεια εσύ», αποκρίθηκε όταν σταμάτησε να ακούγεται ο κλαψιάρικος αναστεναγμός μου.

Για εκείνη την πραγματικότητα ήμουν όντως εγώ. Κι αυτό θυμόταν η Ορόρα. Αυτό πίστευε πως ήμουν η μητέρα του. Ο Ντέμιεν είχε καταφέρει να με μισήσουν δύο σημαντικά νταμπίρ της ζωής μου με την βοήθεια του Μάικλ, την ύστατη μορφή αγάπης για μένα.

«Πού βρίσκεται τώρα;», τον ρώτησα θέλοντας να σταματήσουμε να μιλάμε γι' αυτό το θέμα.

«Σε ένα συγκρότημα μαγισσών στο Πόρτλαντ με τις υπόλοιπες γυναίκες. Προς το παρόν είναι ασφαλής, γιατί ο Ντέμιεν δεν ασχολείται με μάγισσες και το συγκρότημα είναι ασφαλισμένο με μαγεία. Μονάχα εκείνες μπορούν να το περάσουν ή πλάσματα που φυγαδεύουν».

«Θέλω να του μιλήσω. Τηλεφώνησε τους».

«Μα είναι αργά. Θα κοιμάται».

«Έχω ανάγκη να ακούσω την φωνή του. Σε παρακαλώ. Εσύ με καταλαβαίνεις καλύτερα από όλους».

Κάποτε είχε διαπράξει εγκλήματα για την Μόνι και δεν θα δίσταζε να τα επαναλάβει για να έχει νέα της. Τώρα που και το δικό μου παιδί βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά μου αγγιγμένο από τον Ντέμιεν, θα μπορούσα να κάνω πολύ χειρότερα πράγματα, μόνο για την ασφάλεια του. Για να τον φέρω κοντά μου δεν θα δίσταζα να στραγγίξω όποιον τολμούσε να με εμποδίσει. Τώρα ήμουν κι εγώ σε θέση να τον δικαιολογήσω, όπως έκανε η Ορόρα. Η Ορόρα του παρελθόντος...

Οι πέντε γυναίκες καθόντουσαν στο σαλόνι του σπιτιού περιμένοντας ένα μήνυμα από τον Νόα. Εδώ και ώρες το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ανησυχούν και να βαδίζουν νευρικά στο δωμάτιο ή να ξεφυσούν στην αγκαλιά των επίπλων. Μερικές φορές, κάποια έλεγχε τον Μάικλ, ο οποίος παρά την αναστάτωση της βραδιάς, παρέμενε κοιμισμένος. Τα όνειρα δεν του στερούσαν τους γονείς του και δεν επρόκειτο να τα εγκαταλείψει τόσο εύκολα.

«Κοντεύει να ξημερώσει», σχολίασε η Μπουλουχάν που χάζευε τον ορίζοντα. «Δεν γίνεται να μην υπάρχει ακόμα εξέλιξη».

«Τα χειρουργεία κρατάνε για ώρες», την ενημέρωσε η Λουκία.

«Ναι, αλλά στο ενδιάμεσο ενημερώνουν τους συγγενείς», είπε η Έλενα. «Αυτή η ησυχία είναι... ανησυχητική».

Στο μεταξύ, η Ζεϋνέπ που καθόταν δίπλα στην Νουρ παρατήρησε πως δεν παρακολουθούσε την μικρή συζήτηση των τριών φίλων τους. Κοιτούσε το κενό κι ήταν φανερό πως το μυαλό της ταξίδευε μίλια μακριά.

«Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να χαμογελάσεις;»

Και μόνο το ενδιαφέρον της στάθηκε ικανό να την επαναφέρει στην πραγματικότητα και τα χείλη της να παραμορφωθούν σε κάτι που θύμιζε χαμόγελο.

«Μην ανησυχείς για μένα. Ο Κάρτερ είναι σε χειρότερη κατάσταση».

«Είναι σε διαφορετική», αντιτάθηκε η Λουκία. «Κανείς δεν είναι σε καλύτερη».

«Αλήθεια, δεν είμαι όσο άσχημα φαίνομαι. Εξάλλου δεν περίμενα να με δει και να πέσει στην αγκαλιά μου. Αν και το ευχόμουν», μουρμούρισε και η Ζεϋνέπ έσφιξε το χέρι της.

«Την επόμενη φορά. Σου υποσχόμαστε ότι θα βγεις ξανά να την συναντήσεις και θα έρθουμε κι όλες μαζί, αν χρειαστεί».

«Σας ευχαριστώ κορίτσια, για όλη την στήριξη. Αλλά μέχρι να λυθούν τα μάγια δεν νομίζω να θέλει να με ξαναδεί. Την τρόμαξα σε βαθμό που έχασε την αυτοπεποίθηση της. Ποιος;», κάγχασε. «Η Κόρτνεϋ».

Η Μπουλουχάν έκανε να απαντήσει και να της θυμίσει ότι η Κόρτνεϋ μούδιαζε πάντα μαζί της, αλλά την διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου.

Όλες τότε σάστισαν. Ήθελαν να τρέξουν κατά πάνω του, αλλά φοβόντουσαν για το τι μπορεί να άκουγαν. Θα αφορούσε την υγεία του Κάρτερ ή νέο κατόρθωμα του Ντέμιεν; Κι αν αυτά τα δύο συγχέονταν;

Η Λουκία έτεινε το τρεμάμενο χέρι της στο κινητό, μια που καθόταν μπροστά από το τραπεζάκι που το είχαν τοποθετημένο και δέχτηκε την κλήση φροντίζοντας πάντα την ανοιχτή ακρόαση.

«Νόα;»

«Εγώ είμαι», την διαβεβαίωσε. «Είστε καλά; Προέκυψε τίποτα περίεργο;»

«Όχι», του απάντησε η Λουκία. «Τίποτα ύποπτο που να προμηνύει μηχανορραφίες του Ντέμιεν. Και τα κορίτσια γύρισαν έγκαιρα σπίτι χωρίς παρατράγουδα».

«Ευτυχώς».

«Πώς είναι ο Κάρτερ;», ρώτησε η Μπουλουχάν.

Ο Νόα ανασήκωσε το βλέμμα του στο αντικείμενο ανησυχίας κι αυτό ανέλαβε να δώσει μόνο του απάντηση.

«Γεια σας κορίτσια».

Όλες τινάχτηκαν σαν ελατήρια μόλις άκουσαν την φωνή του.

«Όντως έχει προχωρήσει η επιστήμη», μουρμούρισε η Ζεϋνέπ.

«Όχι, ακριβώς», απάντησε ο Νόα. «Ο Κάρτερ ήταν σε άσχημη κατάσταση. Αναγκάστηκα να του δώσω το αίμα μου, αλλά δεν είχε το αποτέλεσμα που περιμέναμε».

Το αναμενόμενο αποτέλεσμα θα ήταν να αναρρώσει πλήρως. Η αποτυχία θα ήταν να πέθαινε και να...

«Είσαι βρικόλακας;», αναφώνησε η Νουρ.

«Γι' αυτό θυμάσαι;», ρώτησε η Έλενα.

«Είναι μεγάλη ιστορία για το πώς θυμήθηκα, αλλά σημασία έχει ότι τα κατάφερα. Όσο για το ότι είμαι βρικόλακας, ας μην το σχολιάσουμε καλύτερα. Ο λόγος που σας τηλεφωνήσαμε είναι πως θέλω να μιλήσω με τον Μάικλ».

«Κοιμάται», τον ενημέρωσε η Μπουλουχάν για το προφανές.

«Το ξέρω, αλλά θέλω να τον ακούσω πάση θυσία. Σας παρακαλώ. Δεν θα τον απασχολήσω πολύ».

Τα κορίτσια συνειδητοποίησαν ότι ένας πατέρας ζητούσε άδεια να μιλήσει με το παιδί του κι εκείνες αμφιταλαντεύονταν. Ήταν τουλάχιστον άδικο, γιατί ο Κάρτερ δεν είχε εγκαταλείψει τον Μάικλ, ενώ ο μικρός θα θυσίαζε με μεγάλη χαρά λίγες ώρες από τον ύπνο του για να επικοινωνήσει με τον πατέρα του.

«Επιστρέφω», ακούστηκε η Έλενα και ο Κάρτερ ξεφύσησε ανακουφισμένος.

Η δαιμόνισσα κατευθύνθηκε στο δωμάτιο που κοιμόταν το μικρό νταμπίρ και μπήκε μέσα με αργά βήματα. Έπειτα, κάθισε δίπλα του και άναψε το φωτιστικό στο κομοδίνο, προτού αρχίσει να τον σκουντάει μαλακά.

«Μάικλ! Ξύπνα αγοράκι μου».

Εκείνος μουρμούρισε γκρινιάρικα και έτριψε την μύτη του σαν κουτάβι που προσπαθούσε να διώξει ενοχλητικά έντομα. Η Έλενα χαμογέλασε στην γλυκιά του εικόνα και συνέχισε το σκούντημα μέχρι τελικά να ανοίξει ο μικρός τα μάτια του και να αναρωτηθεί γιατί αισθανόταν τόσο κουρασμένος.

«Το ξέρω ότι είναι πολύ νωρίς, αλλά κάποιος θέλει να σου μιλήσει;»

Ο Μάικλ έσμιξε απορημένος τα φρύδια του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί την ταυτότητα του προσώπου, καθώς ήταν πεπεισμένος πως οι μοναδικές του γνωριμίες θα παρέμεναν οι γυναίκες που τον μεγάλωσαν.

«Ο μπαμπάς σου», συμπλήρωσε η Έλενα.

«Αλήθεια;», αναφώνησε ο μικρός έχοντας ξυπνήσει για τα καλά χάρις την αποκάλυψη.

Η Έλενα ένευσε θετικά και το χαμόγελο της δεν του επέτρεψε να αμφισβητήσει τα λόγια της.

Αναπήδησε από το κρεβάτι και προχώρησαν μαζί μέχρι το σαλόνι. Εκεί βρήκε τις υπόλοιπες γυναίκες να τον περιμένουν πάνω από την ορθογώνια κατασκευή που χρησίμευε για την επικοινωνία με πρόσωπα που βρίσκονταν μακριά. Και τα δικά τους πρόσωπα είχαν την ίδια έκφραση συγκίνησης με την Έλενα κι ένιωσε απερίγραπτα συνεπαρμένος, γιατί τελικά τα όνειρα του θα γίνονταν πραγματικότητα.

Πήγε και στάθηκε δίπλα στην Λουκία, η οποία πέρασε το χέρι της γύρω του και με ένα της νεύμα έγειρε προς το ακουστικό.

«Μπαμπά;»

Μόλις ο Κάρτερ άκουσε την φωνή του, ένιωσε ένα γαργαλητό στο στήθος του, το οποίο άπλωσε ένα κύμα ζεστασιάς στο κορμί του. Άκουγε τον γιο του, ο οποίος πράγματι ακουγόταν μεγαλύτερος από την τελευταία φορά που τον είδε και με άριστη άρθρωση.

Ο Νόα του χαμογέλασε βλέποντας τον να σαστίζει ευχάριστα. Θυμόταν τον εαυτό του την πρώτη φορά που αντίκρισε την Μόνι, ολόκληρη κοπέλα και μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματα του καλύτερα από τον καθένα. Τουλάχιστον εκείνος ήταν πιο τυχερός, γιατί δεν είχε χάσει δεκαεπτά χρόνια από την ζωή του Μάικλ.

«Μάικι», απάντησε ο Κάρτερ με τρεμάμενη φωνή.

«Μπαμπά είσαι στα αλήθεια εσύ;»

«Ναι μωρό μου, εγώ είμαι», του απάντησε κατευνάζοντας.

«Πότε θα έρθεις; Μου έχεις λείψει κι εσύ και η μαμά».

Ο Κάρτερ πάσχιζε να μην κλάψει και τον ακούσει ο μικρός. Κι αυτή ήταν μέχρι στιγμής η δυσκολότερη δοκιμασία του.

«Σύντομα Μάικι. Στο υπόσχομαι».

«Μπορώ να μιλήσω στην μαμά;»

Ο Κάρτερ αναζήτησε βοήθεια στον Νόα, ενώ οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για να δουν ποια θα ήταν η γενναία της υπόθεσης που θα του έδινε αρνητική απάντηση.

«Η μαμά κοιμάται», είπε τελικά ο Κάρτερ.

«Είναι θυμωμένη που βοήθησα τον Ντέμιεν;»

Στο μυαλό του Μάικλ, η μητέρα του είχε μάθει με έναν μαγικό τρόπο όσα έκανε για να την φέρει στον Κάτω Κόσμο. Και επειδή ο ίδιος, ερχόμενος στο Πόρτλαντ, κατάλαβε ότι οι προθέσεις του Ντέμιεν δεν ήταν τόσο αγνές, ανησυχούσε για την αποδοκιμασία της.

«Η μητέρα σου δεν θα μπορούσε να σου θυμώσει για κανέναν λόγο», τον καθησύχασε ο Κάρτερ.

«Να έρθετε γρήγορα μπαμπά», τον παρακάλεσε ο Μάικλ. «Οι φίλες σας είναι πολύ καλές, αλλά θέλω να σας δω».

«Κι εμείς. Όσο δεν φαντάζεσαι! Σου υπόσχομαι πως θα έρθω να σε βρω γρήγορα. Κι εσύ υποσχέσου μου πως θα είσαι πάντα με μία γυναίκα».

Ο λόγος ήταν σαφώς ο Ντέμιεν. Δεν έπρεπε να είναι στιγμή μόνος του, γιατί θα ήταν κάτι παραπάνω από εύκολος στόχος.

«Το έχουμε στον νου μας», τον καθησύχασε η Λουκία.

«Πρέπει να κλείσεις», είπε ο Νόα στον Κάρτερ. «Οι κλήσεις δεν πρέπει να διαρκούν πάνω από είκοσι λεπτά για λόγους ασφαλείας».

Δεν ήταν σε κανέναν από τους δυο εύκολο να τερματίσουν την κλήση. Ο κίνδυνος του Ντέμιεν όμως ήταν ισχυρό κίνητρο. Αφού λοιπόν ο Κάρτερ είπε στον Μάικλ πως τον αγαπούσε πολύ, έκλεισε το τηλέφωνο με βαριά καρδιά κι άφησε τον εαυτό του να ξεσπάσει. Αυτή την φορά ο Νόα όμως, του προσέφερε μια τρυφερή αγκαλιά, γιατί συμμεριζόταν την συγκίνηση του.

Ο Μάικλ από την άλλη μεριά, είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Άρχισε να χοροπηδάει ενθουσιασμένος ανακοινώνοντας στις κυρίες ότι ο μπαμπάς του τον αγαπούσε και θα ερχόταν να τον βρει. Ήξερε πως το είχαν ακούσει, αλλά ήθελε να το επαναλάβει για να σιγουρευτεί ότι δεν ονειρευόταν. Και οι γυναίκες γέλασαν με την ψυχή τους, αφού η νέα μέρα έφερνε πίσω την ελπίδα που στερήθηκαν για χρόνια.

Ορόρα

Η επιστροφή με το σπασμένο αυτοκίνητο ήταν κάπως άβολη, κυρίως γιατί το όχημα ήταν γεμάτο με σπασμένα γυαλιά. Ωστόσο, ο Νόα είχε δίκιο κι ήταν όντως πολύ προτιμότερο από το να γυρίσουμε με τα πόδια μέσα στην άγρια νύχτα και τραυματισμένοι.

Μέχρι να φτάσουμε στην Νέα Μόιρα δεν μίλησε κανένας από τους δύο. Είχαμε απορροφηθεί από τις σκέψεις μας, οι οποίες δεν μας επέτρεπαν να συγκεντρωθούμε σε κάτι άλλο. Ο Κέλλαν βέβαια φαινόταν να γνωρίζει περισσότερα πράγματα από μένα και... για μένα!

Αυτό που δεν μπορούσα να ξεπεράσω -παρά το γεγονός ότι προέκυψαν πολλά επώδυνα πράγματα- ήταν η μαγεία μου. Δεν γινόταν να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο, την στιγμή που η οικογένεια μου δεν διέθετε μαγεία. Η ρήση πως οι Σάντος είχαμε φλόγες στο αίμα μας, ήταν απλώς μια μεταφορά για τον δυναμισμό μας. Δεν ήταν δυνατόν να ισχύει και μάλιστα για μένα. Πόσο ειρωνικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι φοβόμουν την μαγεία! Και παρόλα αυτά, το ανεξήγητο φαινόμενο φάνταζε φυσικό στον Κέλλαν, τον βρικόλακα και τον Κάρτερ, ο οποίος είχε θυμηθεί, έτσι συμπέρανε ο Κέλλαν. Τι ακριβώς είχε θυμηθεί; Και πώς το είχε ξεχάσει; Και γιατί δεν μπορούσα να φέρω στον νου μου αναμνήσεις που θα με βοηθούσαν να καταλάβω γιατί ο Κέλλαν δεν ήταν το ίδιο πικρόχολος, ενώ ο Κάρτερ δίστασε να πραγματοποιήσει τις απειλές του;

Τα ερωτήματα ήταν αμέτρητα κι είχαν δημιουργήσει ένα κουβάρι που μου προκαλούσε έντονο πονοκέφαλο. Ήλπιζα πως η κουβέντα που ήθελε να κάνουμε ο Κέλλαν, θα μου έλυνε τις απορίες και θα με έσωνε από ένα μέρος της σωματικής οδύνης.

Όταν φτάσαμε επιτέλους στην Νέα Μόιρα, κατευθυνθήκαμε στο αστυνομικό τμήμα. Τέτοια ώρα δεν ήταν κανείς εκεί και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απρόσκοπτα, σε αντίθεση με το σπίτι των Μάρεϊ ή της Άσλεη. Πάρκαρε λοιπόν, στην πρώτη κενή θέση που βρέθηκε μπροστά του κι έπειτα σύραμε τους εαυτούς μας μέχρι το γραφείο του Κάρτερ.

Με πολύ κόπο κάθισα στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο και ο Κέλλαν απέναντι μου. Εκείνος μάλιστα άφησε ένα δυνατό βογκητό να βγει από τα χείλη του με το χέρι του ακουμπισμένο στο πλευρό του.

«Έσπασες τίποτα;», τον ρώτησα.

«Όχι».

«Κρίμα».

Περίμενα ότι θα ακολουθούσε κάποια επίθεση. Άντ' αυτού έδειξε να στενοχωριέται και εν τέλει δεν σχολίασε την κακία μου.

«Τι έχεις πάθει;», τον ρώτησα. «Την μια στιγμή είσαι ο σιχαμένος Κέλλαν που ξέρω και την άλλη είσαι... τρυφερός. Τι σου συνέβη;»

«Θυμήθηκα».

«Τι ακριβώς θυμήθηκες εσύ κι ο Κάρτερ; Και γιατί ξέρετε τον βρικόλακα; Και πώς στα κομμάτια γίνεται να έχω μαγεία;»

«Θα σου πω. Μόνο θέλω να με πιστέψεις. Ξέρω πως αυτή την στιγμή, ό,τι ακούσεις θα σου φανεί εξωφρενικό. Αλλά είναι η αλήθεια».

«Σε ακούω!»

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα πριν αρχίσει τις εξομολογήσεις. Ήδη ήξερα πως δεν θα μου άρεσε αυτό που θα άκουγα, αν και τίποτα στην ζωή μου δεν είχε υπάρξει άξιο θαυμασμού.

«Τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια είναι ένα ψέμα. Μια πλεκτάνη. Το ίδιο και οι αναμνήσεις που έχεις από το παρελθόν σου. Ο λόγος είναι ένα ξόρκι. Ο υπεύθυνος λέγεται Ντέμιεν κι είναι ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου».

«Υπάρχει στα αλήθεια;», αναφώνησα.

Ο Κέλλαν γέλασε πνιχτά.

«Η ειρωνεία αυτής της πραγματικότητας είναι μεγάλη», μουρμούρισε στον εαυτό του. «Κανονικά ο Κάρτερ ήταν αυτός που δεν πίστευε στον Κάτω Κόσμο. Όπως και να έχει, ναι υπάρχει. Και ο Ντέμιεν δεν είναι ο μόνος βασιλιάς. Είσαι κι εσύ».

«Εγώ;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Από πού κι ως πού;»

«Ο Ντέμιεν είναι γιος της Μόιρα, δίδυμος του Γεωργίου. Πέθανε στην γέννα, γι' αυτό δεν μάθαμε ποτέ για την ύπαρξη του μέχρι να σκάσει η ιστορία του Κάτω Κόσμου σαν βόμβα. Ο Κάτω Κόσμος δημιουργήθηκε για εκείνον κι όχι τον Γεώργιο και μάλιστα ανάμεσα στους δημιουργούς ήταν η Λίλιθ, με την οποία επίσης σας συνδέουν δεσμοί αίματος. Γι' αυτό είσαι δικαιωματικά βασίλισσα. Όπως και η κόρη σου».

Ο Κέλλαν έκανε μια παύση για να μου δώσει χρόνο να αφομοιώσω τις πληροφορίες, οι οποίες ήταν κάτι παραπάνω από εξωφρενικές.

«Νομίζεις ότι είναι αστείο;», είπα τελικά. «Πιστεύεις ότι μπορείς να παίζεις με την ψυχική μου υγεία για να μπορείς να με παρουσιάσεις σαν την τρελή της υπόθεσης του διαζυγίου;»

«Πίστεψε με, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Ελπίζω πάντως ότι θα σοκαριστείς αρκετά ώστε να θυμηθείς κι εσύ την αλήθεια. Και φυσικά να αποφευχθεί το διαζύγιο».

Εγώ σηκώθηκα από την θέση μου αγνοώντας τον πόνο στο στέρνο μου. Βάδισα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα τον ουρανό, ο οποίος χάρις την ανατολή άρχισε να παίρνει ροδαλό χρώμα. Τέτοια ώρα είχα γεννηθεί κι εγώ, γι' αυτό με ονόμασαν Ορόρα, δηλαδή Αυγή. Άραγε να ήταν κι αυτό ψέμα;

«Η γνωστή Λίλιθ είναι συγγενής μου», επανέλαβα και γύρισα ξανά προς το μέρος του. «Κι η κόρη μου είναι επίσης βασίλισσα. Μόνο που υπάρχει ένα μεγάλο plot hole στο παραμύθι σου. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά».

«Σε αυτή την ζωή», απάντησε ατάραχος. «Γιατί στην πραγματικότητα έχεις ήδη έναν γιο, ο οποίος βρίσκεται στο Πόρτλαντ αυτή την στιγμή που μιλάμε. Μέχρι πρότινος ήταν παγιδευμένος στον Κάτω Κόσμο».

Μου ήρθε να βάλω τα γέλια. Το ένστικτο μου όμως απέτρεψε την σπασμωδική μου αντίδραση κι έφερε στην επιφάνεια μια ανάμνηση: Όταν ο Κάρτερ με πήγε στην λίμνη του Γεωργίου, είχα ακούσει το κλάμα ενός μωρού. Εκείνος όμως άκουγε μόνο τα νερά να προσγειώνονται στην ακτή κι είχα υποθέσει ότι επρόκειτο για παιχνίδι του μυαλού μου. Ήταν όμως ένα τέχνασμα που φάνταζε τόσο αληθινό και παράλληλα έκανε την καρδιά μου να σκιρτά από λαχτάρα να δω αυτό το μωρό.

«Πού βρίσκεται ο Κάτω Κόσμος;»

Ο θρύλος ήθελε το βασίλειο στα έγκατα της Μόιρα. Το λογικό θα ήταν να βρίσκεται στο νεκροταφείο. Όπου και να ήταν όμως, ήταν πιθανό τα κλάματα του παγιδευμένου μωρού να φτάσουν στα αυτιά μου.

«Στην λίμνη του Γεωργίου».

Ακριβώς εκεί που ήμουν εκείνο το βράδυ!

Τα γόνατα μου άρχισαν να τρέμουν κι αν ο Κέλλαν δεν ερχόταν να με πιάσει έγκαιρα, θα είχα σωριαστεί στο έδαφος.

Αφού με έβαλε να καθίσω στον καναπέ, γονάτισε μπροστά μου και με ρώτησε αν ήθελα νερό. Αυτό που είχα όμως περισσότερο ανάγκη ήταν να ξυπνήσω από αυτόν τον εφιάλτη και να αντικρίσω την πραγματική μου ζωή. Το ποια ήταν αυτή, ήταν ακόμα υπό διαπραγμάτευση.

«Και με την μαγεία μου;», ρώτησα σχεδόν ψιθυριστά. «Πώς την έχω;»

«Έχουν όλοι οι Σάντος, αλλά δεν κατάφεραν να την εκδηλώσουν ποτέ. Εσύ έχεις μέσα σου συσσωρευμένη όλη την δική τους».

«Και σε μένα γιατί εκδηλώθηκε;»

«Στο παρελθόν εκδηλώθηκε όταν ήρθες σε επαφή με την μαγεία του Κάρτερ. Το ίδιο και τώρα».

Φαντάζομαι μιλούσε για το νερό που έπεσε στους καρπούς μου, με αποτέλεσμα να νιώσω ένα δυνατό κάψιμο. Πιθανόν και στην ζωή για την οποία μου μιλούσε, να συνέβη κάτι παρεμφερές, οπότε δεν ζήτησα λεπτομέρειες.

«Κι εκείνος πώς έχει μαγεία; Ισχύει το ίδιο για τους Μάρεϊ;»

«Όχι. Δυστυχώς ο Κάρτερ έπεσε θύμα του μίσους του πατέρα μου. Πλήρωσε δαίμονες να τον καταραστούν όταν ήταν μόλις τριών ημερών».

Η εικόνα του απροστάτευτου βρέφους να έχει περικυκλωθεί από τρία μοχθηρά πλάσματα έκανε το στομάχι μου να ταραχθεί. Άραγε έτσι να ήταν η καθημερινότητα και του δικού μου παιδιού; Θεέ μου! Είχα έναν γιο!

«Ωστόσο, δεν έχει τόσο σημασία πώς αποκτήσατε μαγεία», συνέχισε ο Κέλλαν. «Αλλά το τι θα καταφέρετε με αυτή. Με άλλα λόγια, την Μεγάλη Προφητεία».

«Ποια προφητεία;»

«Αυτή που ο Ντέμιεν δεν ήθελε να πραγματοποιηθεί, γι' αυτό γύρισε τον χρόνο πίσω. Όταν η ήλιος και το φεγγάρι βασιλέψουν μαζί κι η φωτιά αγγίξει το νερό, όταν ο ωκεανός και φλόγες φιλιώσουν αρμονικά, τότε το σκοτάδι θα φωτίσει και το κακό θα χαθεί. Μέρα και νύχτα θα γίνουν ένα, και στην γη θα φέρουν νέο αίμα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την κόρη που κυοφορούσες όταν πραγματοποιήθηκε το ξόρκι του, η οποία είναι γραφτό να τον σκοτώσει. Γιατί το μεγάλο κακό δεν είναι άλλος από τον Ντέμιεν».

Ο Κέλλαν έκανε λάθος. Αυτά που μου είπε δεν ήταν απλώς εξωφρενικά. Άγγιζαν τα όρια της παράνοιας. Τα έλεγε όμως με τόση ψυχραιμία και βλέμμα καθαρό που έδειχνε να τα πιστεύει. Ήταν όμως δυνατόν να ζω ένα τόσο καλοφτιαγμένο ψέμα;

«Το ξέρω πως είναι δύσκολο να αποδεχτείς κάτι τέτοιο από την μια στιγμή στην άλλη».

«Με δουλεύεις; Έχεις ιδέα τι μου έχεις πει αυτή την στιγμή;»

«Την αλήθεια».

Εγώ κάγχασα.

«Δηλαδή σε κάθε ζωή, εγώ υποφέρω».

«Με μια μεγάλη διαφορά. Στην πραγματική δεν είσαι μόνη σου. Έχεις γύρω σου νταμπίρ που σε αγαπάνε περισσότερο από την ζωή τους. Κι ένας από αυτούς είναι κι ο Κάρτερ. Αυτή την στιγμή δεν είναι για σένα παρά ένας κακοποιητικός σύζυγος. Στην πραγματικότητα όμως, νίκησε τον θάνατο για σένα. Πήγε να καταστρέψει την ζωή του για σένα. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική από αυτό που έχτισε ο Ντέμιεν, επειδή σας μισεί. Και το ίδιο ισχύει για τον πατέρα σου», αποκρίθηκε φέρνοντας την παλάμη του στο μάγουλο μου. «Ο Αλεχάντρο σε λατρεύει. Θα προτιμούσε να αυτοκτονήσει από το να σε δει δυστυχισμένη».

Αυτή η πτυχή της χαμένης μου ζωής δεν έμοιαζε τόσο άσχημη, αλλά το ίδιο μακρινή από την πραγματικότητα που είχα συνηθίσει. Ωστόσο, με βοήθησε να ρίξω τις άμυνες μου για το συγκεκριμένο θέμα και να αναθεωρώ για το κατά πόσο ο Κέλλαν με κορόιδευε.

«Και πώς μπορούμε να ανατρέψουμε αυτό το ξόρκι;»

«Δεν ξέρω», απάντησε ξεφυσώντας. «Αλλά θα βρούμε τον τρόπο. Όλοι μαζί. Αρκεί να το θέλεις;»

Ήθελα πράγματι να βρεθώ σε μια πραγματικότητα, όπου διοικούσα δύο βασίλεια και για αντίπαλο μου είχα κάποιον τόσο ισχυρό; Ήθελα να ζω με το βάρος μιας προφητείας, με την συγγένεια της Λίλιθ και με αλλόκοτες μαγείες να περιτριγυρίζουν εμένα και τον Κάρτερ; Ήθελα να ζήσω σαν ηρωίδα μυθιστορήματος και να παλεύω καθημερινά, αλλά τουλάχιστον δεν θα ήμουν μόνη μου; Ήθελα να πονάω, αλλά να υπάρχει μια αγκαλιά να με παρηγορεί; Άξιζε να διαλέξω μια εμπόλεμη ζωή, με αντάλλαγμα την αγάπη;

«Θέλω».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top