2. ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ
Ορόρα
Το πρωινό ήταν ήρεμο. Ο Φερνάντο δεν αναφέρθηκε ξανά από τους Μάρεϊ ή τον Ντιμίτρι κι έτσι ο πατέρας μου δεν έμαθε για το χθεσινό συμβάν. Όλοι τους σεβάστηκαν την επιθυμία μου να μην κοινοποιηθεί το δράμα μου, παρά το γεγονός ότι δεν τους το ζήτησα. Με ήξεραν καλά. Κι επειδή κι εγώ είχα μια ιδέα για τον χαρακτήρα τους, ήξερα πως δεν είχε μπει επίλογος στο ζήτημα και κάποια στιγμή θα έπρεπε να δώσω εξηγήσεις.
Το μόνο αγκάθι στο ευχάριστο γεύμα ήταν η μητέρα μου. Δεν μιλούσε πολύ και φαινόταν κάπως σκυθρωπή. Δεν μπορεί απλώς να μην είχε κοιμηθεί καλά, γιατί κάθε φορά που της απηύθυνε ο Κάρτερ τον λόγο απαντούσε κοφτά και μετά έσκυβε το κεφάλι σαν να ντρεπόταν.
Δεν έκανα κάποιο σχόλιο μπροστά στους υπολοίπους για να μην την φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά μόλις τελείωσε το γεύμα, την ακολούθησα μέχρι το δωμάτιο της και την ρώτησα αν είχε συμβεί κάτι. Ήξερα πως ο πατέρας μου δεν ήταν το πιο εύκολο νταμπίρ, ούτε ο καλύτερος ακροατής. Γι' αυτό και η μητέρα μου χρειαζόταν έναν ώμο να γείρει σε μια δύσκολη στιγμή και ποιος καλύτερος παρηγορητής από την ίδια της την κόρη!
«Δεν έχω τίποτα αγάπη μου», είπε φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο.
«Έλα μαμά. Εγώ σε έχω γεννήσει».
Εκείνη γέλασε με το σχόλιο που πάντα φρόντιζε να κάνει σε μένα, όταν ήθελε να της ανοιχτώ.
«Είμαι εντάξει μωρό μου, στο υπόσχομαι», ανέβασε το χέρι της στο μάγουλο μου και χάιδεψε το δέρμα μου. «Θέλω μόνο να ξέρεις ότι σ' αγαπάω και δεν θα έκανα ποτέ κάτι που θα σε έβλαπτε».
«Το ξέρω αυτό. Γιατί νιώθεις την ανάγκη να μου το πεις;»
«Απλώς ήθελα να το ακούσεις», με έσφιξε στην αγκαλιά της και μετά μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Πήγαινε τώρα να διασκεδάσεις με τους φιλοξενούμενους μας».
Προσπάθησα να επιμείνω, αλλά ήταν ανένδοτη. Μέχρι που βρήκε το κουράγιο να με σύρει έξω από το δωμάτιο.
Θα της έδινα λίγο χρόνο να αποφασίσει μόνη της να μου μιλήσει, γιατί ήξερα πως με την πίεση δεν θα ένιωθε την άνεση να εξομολογηθεί την ανησυχία της. Οπότε κατέβηκα στο ισόγειο για να βρω τα αγόρια μου. Οι φωνές τους με οδήγησαν στον κήπο, όπου ο Μάικλ με τον Ντιμίτρι έπαιζαν χαρτιά. Ο Κάρτερ δεν βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο, αλλά δεν ήθελα να τους διακόψω. Έτσι άρχισα να τον αναζητώ μόνη μου.
Ο νεαρός πρίγκιπας δεν είχε απομακρυνθεί από το οικόπεδο της έπαυλης. Καθόταν ανάμεσα στις φυλλωσιές στο πίσω μέρος του κτίσματος και σχεδίαζε σε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Μπροστά του υπήρχαν λόφοι και αρκετή βλάστηση, οπότε υπέθεσα ότι στο χαρτί θα αποτύπωνε το τοπίο απέναντι του.
Πλησίασα με αργά βήματα για να ρίξω μια κλεφτή ματιά κι αντί για δέντρα, αντίκρισα μια κοπέλα τυλιγμένη από τουλίπες. Τα λίγα δευτερόλεπτα που κατάφερα να επεξεργαστώ την περίτεχνα σχεδιασμένη γυναίκα, συνειδητοποίησα πως μου έμοιαζε αρκετά.
«Εγώ είμαι αυτή;», αναφώνησα.
Ο Κάρτερ τινάχτηκε όρθιος βλαστημώντας και με το χέρι στο στήθος του, από όπου έβγαινε η ακανόνιστη ανάσα του. Μάλλον έπρεπε να τον προειδοποιήσω για την άφιξη μου.
«Μου έκοψες το αίμα», αποκρίθηκε όταν συνήλθε από την τρομάρα. «Είσαι πιο αθόρυβη κι από ποντίκι».
«Συγγνώμη», είπα προσπαθώντας να μην γελάσω. «Απλώς σε είδα προσηλωμένο στο έργο σου κι ήθελα να σε χαζέψω από κοντά».
Ο Κάρτερ έκλεισε το μπλοκ του και έκανε ένα ακόμα σχόλιο για το πόσο είχε τρομάξει, αλλά δεν θα ξέφευγε έτσι εύκολα. Σχεδόν απαίτησα να δω το σχέδιο του κι όταν αρνήθηκε, με την δικαιολογία ότι ήταν πρόχειρο, δοκίμασα να το πάρω μόνη μου. Εκείνος σήκωσε το χέρι του, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να φτάσω τον θησαυρό του Σολόμωντα παρά τα πηδηματάκια μου.
«Έλα!», γκρίνιαξα. «Μια ματιά θέλω να ρίξω».
Ο Κάρτερ διασκέδαζε με την κατάσταση και αφού πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου, πέταξε το μπλοκ στο γρασίδι. Ακολουθήσαμε εμείς με εκείνον πάνω μου κι εγώ να κραυγάζω έκπληκτη κι έπειτα να γελάμε μαζί με την σκανταλιά του.
Μείναμε έτσι για αρκετές στιγμές. Ακόμα κι όταν σταματήσαμε να διασκεδάζουμε με το παιχνίδι μας, δεν κουνηθήκαμε. Απλώς κοιταζόμασταν λες και προσπαθούσαμε να διαβάσουμε την ψυχή του άλλου μέσα από τα μάτια του. Ήθελα τόσο πολύ να τον φιλήσω, αλλά ήξερα πως μια τέτοια κίνηση θα διάλυε την σχέση μας. Το μόνο που υπήρχε μεταξύ μας ήταν ο βαθύς δεσμός των συμβασιλέων. Ο έρωτας ήταν κάτι που αφορούσε μόνο την άμαθη έφηβη.
«Εμένα ζωγράφιζες;», επέμεινα.
«Όχι», μου απάντησε και έπειτα με τράβηξε από το χέρι για να σηκωθούμε. «Ποτέ δεν ζωγραφίζω γνωστά μου πρόσωπα. Απλώς δανείζομαι χαρακτηριστικά τους».
Δεν έλεγε την αλήθεια. Ήξερα να εντοπίζω ένα ψέμα στις κινήσεις των νταμπίρ που γνώριζα καλά. Όλοι είχαν έναν τρόπο να προδοθούν, είτε μέσω ενός τικ, τραυλίσματος ή ακόμα και της παγερής ψυχραιμίας με την οποία απαντούσαν. Ο Κάρτερ είχε το τελευταίο. Όλα του τα λόγια είχαν συναίσθημα και χρώμα εκτός από τα ψέματα.
«Δηλαδή αν σου ζητούσα να με ζωγραφίσεις, θα έλεγες όχι;», τον ρώτησα κι έδειχνε να διστάζει. «Υπόσχομαι να σε πληρώσω καλά».
«Δεν πρόκειται να πάρω χρήματα από σένα».
«Ποιος μίλησε για χρήματα;»
Εκείνος έσμιξε απορημένος τα φρύδια του.
«Σκέψου πόσες γενιές θα σε θυμούνται γι' αυτό σου το έργο», του εξήγησα εντείνοντας την απορία του.
«Εμ... Πολλοί καλλιτέχνες έχουν ζωγραφίσει πριγκίπισσες».
«Όχι γυμνές».
Τα μάτια του άστραψαν από την έκπληξη και τα μάγουλα του πήραν μια ροζ απόχρωση, παρόμοια με αυτή του φορέματος μου. Οι λέξεις αδυνατούσαν να βγουν από το στόμα του χωρίς να θυμίζουν ήχους πνιξίματος.
Εγώ από μεριάς μου λάτρευα να τον βλέπω σαστισμένο. Ο Κάρτερ ήταν πάντα τόσο σίγουρος για την ψυχοσύνθεση μου και το να τον έχω εκπλήξει σε τέτοιο βαθμό, ήταν ό,τι χρειαζόταν η αυτοπεποίθηση μου.
«Σε σόκαρα;», τον ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου.
«Τι απρέπειες είναι αυτές μικρή;», σχεδόν φώναξε. «Είναι δυνατόν να στηθείς μπροστά μου ολόγυμνη;»
«Υποτίθεται πως οι καλλιτέχνες δεν έχουν τέτοιες προκαταλήψεις για το γυμνό».
«Υπάρχουν όρια στο τι είμαι πρόθυμος να κάνω μαζί σου».
Αν με χτυπούσε, θα πονούσα λιγότερο. Αλλά δεν το έβαλα κάτω. Έπρεπε να νικήσω και σε αυτή την αναμέτρηση.
«Δεν σου ζήτησα να το κάνουμε. Έναν απλό πίνακα ήθελα. Αλλά αφού δεν μπορείς να το κάνεις, θα απευθυνθώ αλλού».
Του γύρισα την πλάτη κι άρχισα να προχωράω προς την έπαυλη. Οι έξαλλες φωνές του όμως με σταμάτησαν, όπως και το βίαιο άγγιγμα του με το οποίο ήθελε να με ακινητοποιήσει.
«Δεν είμαστε με τα καλά μας που θα σε αφήσω να τσιτσιδωθείς μπροστά σε έναν ξένο. Κι αν αυτός τολμήσει να σε πειράξει; Αν έχει κάπου κάμερες και χρησιμοποιήσει το υλικό για να σε εκβιάσει; Αν το δημοσιεύσει στο διαδίκτυο;»
«Ακούγεσαι σαν μπαμπάς αυτήν την στιγμή», αποκρίθηκα μορφάζοντας.
«Δεν έχεις να απευθυνθείς σε κανέναν», συνέχισε. «Θα σε ζωγραφίσω εγώ».
Χτύπησα ενθουσιασμένη τα χέρια μου και τον σφιχταγκάλιασα για να τον ευχαριστήσω. Όλο αυτό είχε ξεκινήσει σαν πείραγμα, αλλά λεπτό με το λεπτό μου φαινόταν δελεαστική η σκέψη να έχω ένα πορτραίτο μου και μάλιστα αναγεννησιακού τύπου. Το να ξαπλώσω μπροστά στον Κάρτερ χωρίς ίχνος υφάσματος πάνω μου με εξίταρε και ταυτόχρονα με τρόμαζε. Του είχα όμως εμπιστοσύνη κι ήξερα πως δεν θα έκανε κάτι απρεπές. Άλλωστε μόνος του παραδέχτηκε ότι έβαζε όρια ανάμεσα μας.
Κάρτερ
Ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να αφήσω το μπλοκ με το βλέμμα μου κολλημένο στο πάτωμα. Αν είχε στόμα, θα ούρλιαζε υποδεικνύοντας μου να σταματήσω να το κοιτάω λες και εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτό. Οι σκέψεις μου όμως ήταν πολλές και θορυβώδεις και το βάρος της συνείδησης μου παρέσερνε τα μάτια μου.
Όταν έφτασα στον ξενώνα, έριξα τα σχέδια μου στο κρεβάτι και ξάπλωσα δίπλα τους. Αυτή την φορά το βλέμμα μου επικεντρώθηκε ψηλά, στο ταβάνι, χωρίς όμως να αλλάζουν οι σκέψεις μου.
Επαναλαμβανόταν στον νου μου η πρόταση της Ορόρα να την ζωγραφίσω γυμνή και στην συνέχεια το μυαλό μου ξέθαβε ευσεβείς πόθους που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχω. Την φανταζόμουν να ποζάρει μόνο για μένα υπό το φως της σελήνης. Το κορμί της χυμένο σε ένα ανάκλιντρο και ένα λινό ύφασμα να χαϊδεύει τα οπίσθια της. Εκείνη να με κοιτάζει χαμογελώντας ερωτικά και τα μάτια της να στάζουν λαγνεία. Εγώ να την ζωγραφίζω, αλλά να εγκαταλείπω γρήγορα για να γευτώ τα ζουμερά χείλη της. Την σκεφτόμουν να μου δίνεται ολοκληρωτικά και το σώμα μου έπαιρνε φωτιά. Θόλωνα και την ήθελα αυτή την στιγμή δίπλα μου, πάνω μου, οπωσδήποτε αρκεί να την ένιωθα να σπαρταράει από την ηδονή που εγώ της χάριζα.
Την φαντασίωση μου δεν διέκοψε η λογική, αλλά το τηλέφωνο μου. Με βαριά καρδιά σηκώθηκα να απαντήσω, αν και μπήκα στον πειρασμό να το πετάξω από το παράθυρο, όταν είδα πως με καλούσε ο πατέρας μου.
«Παρακαλώ;», αποκρίθηκα όσο πιο παγερά γινόταν.
«Θα μαθαίνουμε από τον Αλεχάντρο νέα σου; Εσύ δεν έχεις χέρια να μας τηλεφωνήσεις;»
Χέρια είχα, διάθεση μου έλειπε.
«Αφού ξέρω πως μιλάτε. Σκέφτηκα λοιπόν να σου κάνω την χάρη και να μην ακούσεις την φωνή μου για μερικές μέρες».
Ένας ήχος αποδοκιμασίας ήρθε στα αυτιά μου και τον ακολούθησε το γνωστό κατσάδιασμα. Ήμουν αγενής, δεν έδειχνα τον απαραίτητο σεβασμό και θα με συμμόρφωνε ο ίδιος μόλις γυρνούσα στην Μόιρα. Τότε μήπως να μην επιβιβαζόμουν σε αεροπλάνο για Αμερική; Πόσο δραματικός θα ήμουν, αν δεν πατούσα το πόδι μου στο παλάτι μέχρι να πεθάνει ο πατέρας μου; Όχι, δεν ντρεπόμουν να κάνω τέτοιες σκέψεις. Εκείνος έφερε όλη την ευθύνη.
«Σου μίλησε ο Αλεχάντρο;», ρώτησε μετά την επίπληξη.
«Για ποιο πράγμα;»
«Ίσως το κάνει απόψε», είπε δίχως να με διαφωτίζει για τα σχέδια του Αλεχάντρο.
«Απόψε θα βγω με την Ορόρα».
Εκείνος κάγχασε.
«Φυσικά! Τι άλλο θα έκανες εκτός από κραιπάλες;»
Εγώ ξεφύσησα δυνατά και τον ρώτησα αν ήθελε κάτι άλλο.
«Να προσέχεις την Ορόρα, όπου πάτε. Ζούμε σε δύσκολους καιρούς».
Και μάντεψε ποιος φταίει γι' αυτό!
«Θα έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα».
«Καλώς», απάντησε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
«Καλά είμαι, ευχαριστώ», μουρμούρισα και άφησα στην άκρη το κινητό για να κάνω ένα κρύο ντουζ.
†
Η Έλενα τάιζε τον Μάικλ καθώς του αφηγούταν παραμύθια. Είχε κερδίσει πλήρως την εμπιστοσύνη του μικρού πρίγκιπα, ο οποίος δεν αρνήθηκε την φρουτόκρεμα που η ίδια έφτιαξε αλέθοντας φρούτα. Ο Ντέμιεν φρόντιζε μόνο για γάλα και νερό, αλλά το ενός έτους παιδί χρειαζόταν και στερεά τροφή.
Η Νουρ τους παρακολουθούσε με την μελαγχολία να στάζει από το συνοφρύωμα της. Όποιος την έβλεπε, θα πίστευε ότι λυπόταν το νήπιο για την κατάσταση του. Είχε παγιδευτεί στο βασίλειο του θανάτου από τον μεγαλύτερο εχθρό των γονιών του, οι οποίοι ούτε που τον θυμούνταν. Ήταν ένας πολύ καλός λόγος να στενοχωριέται για χάρη του, ωστόσο η θλίψη της δεν περιοριζόταν στην κατάσταση του Μάικλ. Κουβαλούσε κι η ίδια αξιοθρήνητα φορτία.
«Σου λείπει η Κόρτνεϋ, έτσι;», ρώτησε η Μπουλουχάν πλησιάζοντας την.
Στην αναφορά του έρωτα της η Νουρ λύγισε. Τα κόκκινα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα που χύθηκαν στην αγκαλιά της Τατάρας.
«Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο», ρουθούνισε. «Να θυμόταν όσα ζήσαμε και να επέλεγε τον χωρισμό μας ή αυτό;»
«Και τα δύο είναι απαίσια», παραδέχτηκε η Μπουλουχάν. «Όμως σκέψου πως τώρα έχεις τις όμορφες αναμνήσεις να σε συντροφεύουν. Κι όταν όλα επιστρέψουν στο φυσιολογικό τους, δεν θα γυρίσει επειδή μετάνιωσε κάποιον καβγά σας. Θα το κάνει, γιατί ποτέ δεν ήθελε να χωρίσετε».
«Και ο πατέρας μου;»
Η Μπουλουχάν έσμιξε καταβεβλημένη τα φρύδια της κι έτριψε την ράχη της. Η Νουρ ήταν η μόνη από τις οκτώ τους που μπόρεσε να δημιουργήσει τα θεμέλια μιας ζωής μετέπειτα του Κάτω Κόσμου. Και τα στερήθηκε όλα σε μια στιγμή. Πονούσε περισσότερο από όλες, γιατί δεν έχασε απλά την ελπίδα για κάτι καλύτερο, αλλά τα κεκτημένα της.
«Πιστεύει πάλι ότι τον μισώ, ότι επέλεξα να είμαι η πόρνη του Ντέμιεν».
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω», είπε η Μπουλουχάν συγκινημένη με το δράμα της φίλης της.
«Μου αρκεί που με ακούς», χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Έχω πίστη στην Ορόρα και σε εμάς. Ξέρω ότι όλα θα γυρίσουν στο φυσιολογικό κι εσύ θα σμίξεις ξανά με την Κόρτνεϋ και τον πατέρα σου».
Η Νουρ εξέπνευσε αργά και ταξίδεψε στην ημέρα που ξαναείδε τον Νάσερ.
«Η Ορόρα πάντα μου έλεγε ότι ο πατέρας μου δεν θα έκρινε τις επιλογές μου. Εντούτοις, όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο φοβόμουν πολύ να του μιλήσω. Κανείς δεν του είχε εκμυστηρευτεί την σχέση μου με την Κόρτνεϋ, γιατί ήξεραν πως μόνο εγώ είχα το δικαίωμα να τον ενημερώσω για την ταυτότητα μου. Κι έτσι έγινε. Μόλις μείναμε μόνοι μας, του είπα πως είμαι ομοφυλόφιλη και ερωτευμένη με την Κόρτνεϋ. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Εμένα με νοιάζει να είσαι ευτυχισμένη. Έμαθα με τον χειρότερο τρόπο ότι αγνοούμε τα σημαντικά πράγματα για ανούσια. Μας νοιάζει η γνώμη των άλλων για τις πράξεις μας και το κυνήγι της ευτυχίας δεν είναι παρά ο αγώνας ικανοποίησης τρίτων. Τόσα χρόνια ήθελα μόνο να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου. Και τώρα μαθαίνω ότι υπήρχε πριν από μένα κάποιος πρόθυμος να το κάνει. Τι κι αν είναι γυναίκα; Δεν είσαι λιγότερο παιδί μου».
Η Μπουλουχάν την άκουγε και δάκρυζε μαζί της. Ήταν τόσο άδικο για την Νουρ να έχει χάσει την ευτυχία της λίγες ώρες αφότου την βρήκε. Αν κάποια από εδώ μέσα άξιζε κάτι παραπάνω, ήταν εκείνη γιατί κακοποιήθηκε επανειλημμένα για τις επιλογές της που τελικά δεν ήταν λάθος.
Όλες είχαν επηρεαστεί αρχικά από τα λόγια του Ντέμιεν κι είδαν την σχέση της με την Κόρτνεϋ ως κάτι κατακριτέο. Η Ορόρα όμως τους μίλησε για την φυσικότητα του έρωτα και η συνεχής τριβή με την όμορφη σχέση τους, βοήθησε στο να δουν και έμπρακτα τα λόγια της βασίλισσας τους. Γιατί να είναι κατακριτέο κάτι αγνό και συναινετικό κι όχι η καταπίεση του Ντέμιεν;
«Άντεξες τόσους αιώνες. Μπορείς να το κάνεις λίγο ακόμα. Και σκέψου πως τώρα δεν είσαι μόνη σου».
Η Νουρ κατένευσε και σκούπισε τα δάκρυα της. Για λίγο κοίταξε τις άλλες δυο βαμπιρίνες που άκουγαν την συζήτηση, αλλά διακριτικά για να μην την κάνουν να αισθανθεί άβολα. Μόνο εκείνη την στιγμή, στράφηκαν στο μέρος της για να της χαμογελάσουν.
«Μου αρέσει αυτό. Να μην είμαι μόνη μου», της εξήγησε.
Όταν ηρέμησαν και δεν περίσσευαν άλλα δάκρυα για απόψε, προχώρησαν προς την Έλενα και τον Μάικλ. Το γεύμα του μικρού ότι είχε τελειώσει, οπότε η Νουρ τον σήκωσε στην αγκαλιά της για να τον βοηθήσει να χωνέψει.
«Κανένα νέο από τον καθρέφτη;», ρώτησε η Μπουλουχάν.
Πριν ώρες, η Έλενα ήρθε σε επικοινωνία με την δαιμόνισσα μέσω των τηλεπαθητικών της δυνάμεων και της ζήτησε να μην μαρτυρήσει τις συζητήσεις τους στον Ντέμιεν. Εκείνες μέσα στην ημέρα έλεγαν ένα σωρό πράγματα, ώστε να υπάρχει υλικό να εμφανιστεί στον καθρέφτη, αν κι ο Ντέμιεν δεν νοιαζόταν τόσο για τις κυρίες. Πίστευε ότι δεν είχε να φοβηθεί κάτι από αυτές και πως ο εγκλεισμός αρκούσε για να τις ελέγξει. Η δαιμόνισσα δεν δίστασε να συμφωνήσει, γιατί ήταν ένα ακόμα θύμα καταπίεσης του Ντέμιεν και θα έκανε τα πάντα για να συμβάλλει στην καταστροφή του. Για ποιον λόγο ήταν τόσο απόλυτη; Γιατί πολύ απλά η δαιμόνισσα έβλεπε το παρελθόν, και μέσα σε αυτό συγκαταλεγόταν κι ό,τι έσβησε ο Ντέμιεν με το ξόρκι του.
Η Έλενα υποσχέθηκε πως όταν όλα επέστρεφαν στην αρχική τους κατάσταση, θα την βοηθούσε να δραπετεύσει. Ήξερε τον τρόπο και η δαιμόνισσα την εμπιστεύτηκε, λόγω των δυνάμεων της. Ήταν παιδί αρχιδαίμονα και κατείχε αξιοζήλευτη ενέργεια. Εκτός αυτού, οι γυναίκες ήρθαν σε συμφωνία να μεταφέρουν νέα η μία στην άλλη μέσω τηλεπάθειας. Κυρίως η δαιμόνισσα θα μετέφερε ό,τι αφορούσε την Ορόρα και μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Μέχρι στιγμής όμως, τα νέα ήταν απογοητευτικά. Η βασίλισσα τους ήταν ακόμα πριγκίπισσα, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την μαγεία της και το μεγαλύτερο της πρόβλημα ήταν ο ανεκπλήρωτος έρωτας της προς τον Κάρτερ. Πόσο ήθελαν να της φωνάξουν ότι κρατούσαν στα χέρια τους το προϊόν του πέρα για πέρα αμοιβαίου έρωτα!
«Δυστυχώς όχι», τους απάντησε η Έλενα απογοητευμένη. «Η Ορόρα εξακολουθεί να ζει την χαμένη της εφηβεία».
«Είναι χαρούμενη;», ρώτησε η Μπουλουχάν φέρνοντας τες σε δύσκολη θέση.
«Υποθέτω», είπε αβέβαιη η Έλενα. «Πόσο ευτυχισμένη θα είναι όμως όταν μάθει ότι ζει ένα ψέμα;»
«Τουλάχιστον η Ορόρα κι ο Κάρτερ είναι ασφαλής», πήρε τον λόγο η Νουρ. «Με τον μικρό τι γίνεται;», ανασήκωσε τον Μάικλ στην αγκαλιά της. «Θα μείνει για πάντα μαζί μας; Τι σκοπεύει να κάνει μαζί του ο Ντέμιεν;»
Η Έλενα χάζεψε για λίγο τα γαλανά του ματάκια και ένας κόμπος έσφιξε το στήθος της στην σκέψη να μεγαλώνει το παιδί στον Κάτω Κόσμο.
«Σαν τι να σκοπεύει;», ρώτησε η Μπουλουχάν.
«Μιλάμε για τον Ντέμιεν, την επιτομή της διαστροφής. Μπορεί να τον εκπαιδεύσει για τσιράκι του και να τον βάλει να κάνει κακό σε άλλα νταμπίρ. Μπορεί μέχρι και να τον μετατρέψει σε βρικόλακα».
Όλες οι θεωρίες ήταν φρικιαστικές, γιατί ολοκληρώνονταν με τον Μάικλ να έρχεται σε αιματηρή αντιπαράθεση με τους ίδιους του τους γονείς!
«Μπορεί μέχρι και να τον...»
Η Νουρ δίστασε να ολοκληρώσει την πρόταση της. Δεν ήθελε ούτε να φαντάζεται τον Ντέμιεν να σκοτώνει το νήπιο.
Κάρτερ
«Πώς είμαι;», στάθηκα μπροστά στον Μάικλ για να μου πει την γνώμη του.
Είχα φορέσει ένα μαύρο παντελόνι και ένα θαλασσί πουκάμισο. Είχα ανασηκώσει τα μανίκια μέχρι τον αγκώνα και τον δεξή μου καρπό στόλιζε ένα χρυσό ρολόι. Στα μαλλιά μου δεν έκανα τίποτα ιδιαίτερο κι αρκέστηκα σε προσευχές για να καθίσουν καλά οι μπούκλες μου.
«Κάτι κάνεις», απάντησε και σουλούπωσε το δικό του πουκάμισο πριν προχωρήσει στα μακριά, μαύρα, ίσια μαλλιά του. «Βέβαια με μένα δίπλα σου, δεν θα πιάνεις μία».
«Μάλιστα κύριε Μάρεϊ», αποκρίθηκα γελώντας «Πάω να δω αν ετοιμάστηκε και η Ορόρα».
Εκείνος με ενημέρωσε πως θα μας περίμενε στο ισόγειο πριν φύγω από το δωμάτιο μου και κατευθυνθώ σε αυτό της Ορόρα.
Μόλις μπήκα μέσα, η πριγκίπισσα γύρισε προς το μέρος μου αφήνοντας με άφωνο. Είχε φορέσει ένα κόκκινο, στενό, αμάνικο φόρεμα με ένα μικρό σκίσιμο στην απόληξη του, αρκετά πιο πάνω από τα γόνατα της. Το ύφασμα αγκάλιαζε τρυφερά το στήθος της και τις καμπύλες της, οι οποίες χόρευαν όταν περπατούσε στα ψηλά, χρυσά πέδιλα της. Τα μαλλιά της τα είχε ισιώσει και τα μισά ήταν πιασμένα προς τα πίσω αφήνοντας ακάλυπτο τον μακρύ λαιμό της.
Αυτή η κοπέλα είχε βαλθεί να κάψει απόψε την Σεβίλλη!
«Καλή;», με ρώτησε βλέποντας με να την κοιτάζω λες κι έβλεπα πρώτη φορά γυναίκα.
«Καθηλωτική».
Ικανοποιημένη με την απάντηση μου γύρισε στο καθρέφτη για να φορέσει ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια κι ένα επίσης κόκκινο κραγιόν.
«Σε δυο λεπτά μπορούμε να φύγουμε».
Ούτε που την άκουσα. Το βλέμμα μου ταξίδευε στα πόδια της, από τους αστραγάλους μέχρι τους γλουτούς της. Οι πρωινές φαντασιώσεις επέστρεψαν πιο εξελιγμένες, αφού είχα μπροστά μου την καλύτερη έμπνευση. Πλέον μου ήταν αδύνατον να μην παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι η Ορόρα με έλκυε ερωτικά. Κι απόψε θα της μάθαινα πώς να φλερτάρει! Όχι όχι. Δεν θα έβαζα τα χέρια μου για να βγάλω τα μάτια μου. Απόψε θα κέρδιζα τουλάχιστον μία αναμέτρηση.
«Έχω κουμπωθεί καλά;», με ρώτησε όσο έβαζε άρωμα. Μεθυστικό!
Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου είπε, γιατί με ξύπνησε από έναν σεξουαλικό λήθαργο. Μπήκα όμως στο νόημα όταν μου υπέδειξε το φερμουάρ στην πλάτη της.
«Όχι, τελείως», της απάντησα.
«Μπορείς να με βοηθήσεις;»
Βημάτισα προς το μέρος της και φρόντισα να ανεβάσω το φερμουάρ μέχρι τέλους. Έπειτα τα χέρια μου κατέβηκαν στην μέση της και βύθισα το βλέμμα μου στο δικό της μέσω του καθρέφτη. Έτρεμε! Έτρεμε με το άγγιγμα μου.
«Κρυώνεις;», την ρώτησα.
Η Ορόρα γύρισε προς το μέρος μου ρίχνοντας τα χέρια μου από πάνω της.
«Θα αργήσουμε».
Ορόρα
Το μαγαζί ήταν περίπου μισή ώρα από την έπαυλη. Ευτυχώς μας έφερε ο Ντιμίτρι με το αυτοκίνητο, γιατί τα πέδιλα με πονούσαν ήδη. Όταν φτάσαμε, κατευθυνθήκαμε στο μπαρ και παραγγείλαμε για αρχή σφηνάκια τεκίλα. Αν ξεκινούσαμε τόσο δυναμικά, θα τελειώναμε την βραδιά με πετρέλαιο;
Ο κόσμος τριγύρω δεν έμοιαζε με υπόκοσμο, και με την θνητή έννοια και με αυτή των νταμπίρ. Ως επί το πλείστον, επρόκειτο για νέους που χαίρονταν τις καλοκαιρινές διακοπές ξεφαντώνοντας. Οι πιο μεγάλης ηλικίας -μέχρι σαράντα χρονών το πολύ- κάθονταν στα τραπέζια πίνοντας το ποτό τους και χαζεύοντας τον κόσμο γύρω τους. Αυτοί προφανώς θα έφευγαν πιο νωρίς από όλους.
«Αναζητάς τίποτα ενδιαφέρον;», με ρώτησε ο Μάικλ φωναχτά για να ακούγεται.
«Δεν μπορώ να ξέρω από τώρα, αν θα είναι ενδιαφέρον», του απάντησα κλείνοντας του το μάτι.
Ο Ντιμίτρι με τον Κάρτερ δεν άργησαν να αποκτήσουν θαυμάστριες. Δυο ξανθιές τουρίστριες τους εντόπισαν από ένα τραπέζι παραπέρα και τους κέρασαν ποτό. Ομολογώ πως θαύμασα την πρωτοβουλία τους, καθώς δεν περίμεναν τους άντρες να κάνουν την πρώτη κίνηση. Από την άλλη η ζήλια με χαστούκισε δυνατά και γύρισα από την άλλη μεριά για να μην τους βλέπω να πίνουν στην υγεία τους.
Τότε το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με ενός νεαρού άντρα που καθόταν στην άκρη του μπαρ. Ήταν πολύ όμορφος και το πλάγιο χαμόγελο του ξεχώριζε από τα μελί του μάτια και την σταρένια του επιδερμίδα. Είχε κλασική, ισπανική γοητεία και δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητος από λάτρεις της μεσογειακής ομορφιάς.
Φλερτάραμε με τα μάτια για μερικά λεπτά μέχρι που πήρε το ποτό του και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Μύριζε υπέροχα κι αυτό ήταν κάτι που εκτιμούσα σε έναν άντρα. Επιπλέον, απέπνεε έναν αέρα αυτοπεποίθησης που όμως δεν άγγιζε την αλαζονεία, όπως συνέβαινε με τους Μάρεϊ. Επομένως, μου έδινε κι εμένα αντίστοιχο κουράγιο να του μιλήσω δίχως να τραυλίσω.
«Ελπίζω να θέλεις λίγη συντροφιά», έγειρε ελαφρώς προς την μπάρα με τον κορμό του στραμμένο σε μένα.
«Γιατί όχι!»
Εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος και έτεινε το χέρι για χειραψία.
«Χουάν», συστήθηκε. «Χουάν Ερνάντες».
«Ορόρα».
«Σκέτο Ορόρα;», απόρησε κι εγώ ένευσα. «Είσαι μήπως κάποια διάσημη που θα έπρεπε να ξέρω;»
«Σίγουρα είμαι κάποια που θα χαρείς να γνωρίσεις».
Δεν είχα ιδέα που έβρισκα την αυτοπεποίθηση να μιλάω με τόσο ερωτισμό στο βλέμμα και τις λέξεις μου. Και ο Χουάν μπροστά μου έδειχνε να μαγεύεται μαζί μου. Μέχρι που δάγκωσε το κάτω χείλους του καθώς χάζευε τον τρόπο που γύρισα προς το μέρος του σταυρώνοντας τα πόδια μου αργά και αισθησιακά.
«Έρχομαι συχνά εδώ και δεν σε έχω ξαναδεί. Μένεις στην Σεβίλλη;»
«Όχι», απάντησα. Αν έδινα θετική απάντηση, θα έπρεπε να του δώσω και την διεύθυνση μου. Και οι γονείς μου δεν θα χαίρονταν να αντικρίσουν έναν θνητό στο κατώφλι τους. «Αλλά έρχομαι κάθε καλοκαίρι».
«Δηλαδή έχουμε μόνο τρεις μήνες στην διάθεση μας;»
«Μόλις με γνώρισες. Τι παραπάνω ήθελες;»
«Θα συγχωρέσεις την τόλμη μου, αν σου πω ότι έχασα τα λογικά μου βλέποντας σε. Είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που έχει περάσει από αυτό το μαγαζί».
Μιλούσαμε δυο λεπτά κι ήδη αισθανόμουν η απόλυτη γυναίκα. Με κοιτούσε στα μάτια, μου έκανε κομπλιμέντα χωρίς να είναι πρόστυχος. Τι άλλο να ζητούσα απόψε;
Συνεχίσαμε την κουβέντα - φλερτ, ώσπου ένιωσα ένα χέρι να ξεκουράζεται στην πλάτη μου. Όταν γύρισα να δω ποιος με κρατούσε με τόση θέρμη, αντίκρισα τον Κάρτερ να κοιτάζει τον Χουάν κάπως παγερά. Εκείνος ξερόβηξε στην εικόνα μας, αλλά διατήρησε την αυτοπεποίθηση του και συστήθηκε στον Κάρτερ.
«Δεν ήξερα ότι συνοδευόσουν».
«Όχι, δεν κατάλαβες», είπα γρήγορα για να μην παρεξηγήσει. «Είμαστε συγγενείς».
Ένα χαμόγελο ικανοποίησης έκανε την εμφάνιση στα χείλη του Χουάν και χωρίς να πτοείται από τον ψυχρό Κάρτερ, μου πρότεινε να χορέψουμε.
«Φυσ...»
«Για την ακρίβεια», με διέκοψε ο Κάρτερ. «Θα της ζητούσα εγώ να χορέψουμε, αν δεν σε πειράζει».
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του δίχως να παρεξηγείται. Ήταν πολύ άνετος και δεν κουνήθηκε από την θέση του μέχρι να επιστρέψω. Άλλος στην θέση του θα το είχε βάλει στα πόδια με την αλλόκοτη συμπεριφορά του Κάρτερ.
Το κομμάτι που έπαιζε δεν ήταν ούτε αργό ούτε ιδιαίτερα χορευτικό. Επρόκειτο για μια αισθησιακή μελωδία, ώστε να έρθουν οι χορευτές πιο κοντά. Ο Κάρτερ πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση του κι εγώ τύλιξα τα δικά μου πίσω από τον λαιμό του. Στην αρχή άφησα λίγο αέρα ανάμεσα μας, αλλά εκείνος με έσπρωξε πάνω του μηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ μας. Και όσο χορεύαμε δεν σταματούσε να με κοιτάζει. Ένιωθα το καυτό του βλέμμα πάνω μου, αλλά ήμουν απασχολημένη με τον Χουάν. Ο Κάρτερ προφανώς προσβλήθηκε που τολμούσα να κοιτάζω άλλο άντρα και με οδήγησε έξω από το μπαρ, σε ένα απομονωμένο σοκάκι για να με κατσαδιάσει.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;», ρώτησε υστεριάζοντας.
«Παρακαλώ;», έσμιξα τα φρύδια μου απορημένη. «Εσύ δεν με έφερες σήμερα εδώ για να αποκατασταθώ;»
«Κάνεις λάθος. Σε έφερα εδώ για να...», δίστασε να συνεχίσει. «Δεν ξέρω γιατί στα κομμάτια σε έφερα εδώ», παραδέχτηκε ξεφυσώντας.
Εγώ κούνησα αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου.
«Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια Κάρτερ. Πρέπει να επιστρέψω στον Χουάν πριν μας παρεξηγήσει».
Δεν κατάφερα να κάνω ένα βήμα πριν μου κλείσει τον δρόμο.
«Και θα σε πειράξει αν μας παρεξηγήσει;»
Υπήρχε κάτι στο βλέμμα του που με έκανε να αναριγήσω. Ήταν κάτι μεταξύ πόθου και αγωνίας. Φαινόταν να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, κάτι που ποτέ δεν παραδεχόταν εύκολα. Και να που τώρα έδειχνε ευάλωτος χωρίς συστολή.
«Εσύ δεν βάζεις όρια ανάμεσα μας;», του υπενθύμισα χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί ήταν το πρώτο πράγμα που βγήκε από το στόμα μου. Μάλλον το θολωμένο του βλέμμα κατεύθυνε την γλώσσα μου πιο αποτελεσματικά από την λογική.
«Και σε ενοχλούν;»
«Θα απαντάμε με ερωτήσεις;»
«Πειράζει;»
Αναστέναξα δυνατά κάπως κουρασμένη με αυτό το παιχνίδι. Αν ήθελε να μου πει κάτι, ας μιλούσε χωρίς υπεκφυγές. Είχε ζηλέψει; Ας το παραδεχόταν. Το μυστήριο δεν ήταν ελκυστικό, όταν έφτανε σε σημείο να ζητιανεύει σχεδόν μια εξομολόγηση.
«Φέρεσαι παράξενα και δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Μίλα ξεκάθαρα ή άσε με να πάω στον άντρα που δεν διστάζει να με κοιτάξει στα μάτια και να μου πει ό,τι αισθάνεται για μένα».
«Μόλις τον γνώρισες. Τι πρόλαβε να αισθανθεί;»
«Αυτό είχε σκοπό να μου πει πριν μας διακόψεις. Και ακόμα δεν καταλαβαίνω τον λόγο. Χθες προσπαθούσες να με πείσεις να ξεπαρθενιαστώ με τον πρώτο τυχόντα και τώρα θυμήθηκες να κάνεις τον κηδεμόνα μου;»
«Να πάρει Ορόρα! Είσαι τόσο τυφλή;»
Δεν είχε δικαίωμα να θυμώνει ή να φωνάζει. Αν κάποιος έπρεπε να το κάνει, αυτή ήμουν εγώ. Και πριν το καταλάβω, αυτό συνέβαινε. Του έλεγα πως κάθε καλοκαίρι τον περίμενα με την καρδιά μου να σταματά όταν τον αντίκριζα στο αεροδρόμιο. Όλο μου το σώμα αναστατωνόταν με ένα του κοίταγμα, μια λέξη, ένα άγγιγμα! Αυτός ήταν τυφλός. Με αντιμετώπιζε ως μια συγγενή που μέχρι χθες ωθούσε σε ξέφρενες ξεπέτες. Τι είχε πάθει στα καλά του καθουμένου; Με ερωτεύτηκε εξαιτίας ενός φορέματος ή απλώς ήταν υπερβολικά εγωιστής και δεν δεχόταν να κοιτάζω άλλο άντρα με τόσο θαυμασμό;
Όταν τελείωσε το παραλήρημα μου, εκείνος έμεινε να κοιτάζει το κενό σαν να είχε υπνωτιστεί με τις φωνές μου. Τελείως οξύμωρο, αλλά έτσι ήταν ο Κάρτερ. Επεξεργάστηκε όσα άκουσε και μετά γέλασε πνιχτά.
«Έχεις ιδέα πόσο λάθος είναι όλο αυτό;»
Δεν χρειαζόμουν και τύψεις από πάνω. Μου ήταν ήδη δύσκολο να φωνάξω όσα ένιωθα για εκείνον. Ήξερα πολύ καλά πως δεν ήταν ηθικά σωστό, όσο μακρινοί συγγενείς κι αν ήμασταν. Όμως ας είμαστε ειλικρινείς, αν δεν υπήρχαν τα όρια της οικογένειας πόσο εύκολα θα δάμαζε κανείς τα πάθη του; Εγώ προσπάθησα. Τα κράτησα κρυφά και κατάπινα τον πόνο μου μέχρι εκείνη την στιγμή που με έβγαλε εκτός εαυτού.
«Αλλά δεν με νοιάζει», συμπλήρωσε και πριν συνειδητοποιήσω τι μου είχε πει, τα χείλη μας ήταν ενωμένα.
Τα δάχτυλα του είχαν μπλεχτεί στα μαλλιά μου και με πίεζε πάνω του. Έπειτα τα χέρια του κατέβηκαν στην ράχη μου, την οποία χάιδευε και έκανε τα γόνατα μου να λυγίζουν. Οι γλώσσες μας χόρευαν ρυθμικά στην μελωδία του πόθου και οι καρδιές μας χτυπούσαν σαν φτερούγες περιστεριού, όταν πάλευε να αντεπεξέλθει σε δυνατούς ανέμους.
Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, πως θα μας διέκοπτε ο ήχος του ξυπνητηριού και σύντομα θα άνοιγα τα μάτια μου. Γι' αυτό και φρόντισα να χορτάσω τον απαγορευμένο καρπό πριν επιστρέψω στην άγευστη πραγματικότητα. Μα όταν απομακρύναμε τα χείλη μας για να πάρουμε κοφτές ανάσες κατάλαβα από την λάμψη των ματιών του και την συστολή στο βλέμμα του ότι όλο αυτό ήταν αλήθεια. Σοβαρά εγώ τον έκανα να κοκκινίζει; Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να το συλλάβει κανένα όνειρο.
Δεν μου μίλησε. Μονάχα γέλασε πνιχτά και κοίταξε τριγύρω. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν μας έβλεπε κανείς, αν και ήμασταν έτσι κι αλλιώς σε ήσυχο σοκάκι.
«Έλα», ψιθύρισε πιάνοντας με από το χέρι και τρέξαμε στο αμάξι.
Ο Ντιμίτρι είχε δώσει σε εκείνον τα κλειδιά, γιατί ήθελε απόψε να πιει αρκετά. Ούτε που φανταζόταν αυτό που θα γινόταν στα πίσω καθίσματα.
Κάρτερ
Ήμασταν ξαπλωμένοι στα πίσω καθίσματα και φιλιόμασταν σαν να βρίσκαμε οξυγόνο ο ένας από τον άλλον. Τα δάχτυλα μου την χάιδευαν πότε τρυφερά και πότε αχόρταγα στα βελούδινα πόδια της, στους γλουτούς της, το στήθος της. Άφηνα τα αποτυπώματα μου σε κάθε καμπύλη της με αποτέλεσμα να βγαίνουν ελαφρύς αναστεναγμοί από τα γλυκά της χείλη. Στιγμή δεν παραπονέθηκε ότι την έφερνα σε δύσκολη θέση και με άφηνε να την αγγίζω όπως ήθελα. Ήταν παραδομένη σε μένα και θα ήταν άδικο να μην της χαρίσω την ευχαρίστηση που έδινε σε μένα τρίβοντας την περιοχή της στο φουσκωμένο μου παντελόνι.
Ανασηκώθηκα ελάχιστα χωρίς να απομακρύνω τα χείλη μου από εκείνη. Μονάχα κατέβηκα στον λαιμό της και την ένιωσα να ανατριχιάζει. Συνέχισα την κάθοδο μέχρι το μπούστο της και δάγκωσα μαλακά το δέρμα της. Ένα μικρό γελάκι δραπέτευσε από τα χείλη της και σήκωσα το βλέμμα μου για να της χαμογελάσω. Έτσι την ήθελα, άνετη, όχι τελείως αδύναμη. Αν και κάτι τέτοιο για την Ορόρα ήταν δύσκολο. Ακόμα και στις ερωτικές στιγμές θα ακουγόταν η άποψη της και αυτό ήταν το σωστό.
Σειρά στη καθοδική πορεία είχαν τα δάχτυλα μου. Πέρασαν στην γάμπα της και έπειτα προχώρησαν πάνω στους μηρούς της μέχρι να φτάσω το εσώρουχο της. Εκείνη σάστισε και η λαχανιασμένη της ανάσα σταμάτησε να ακούγεται. Την κοίταξα τρυφερά δίχως να απαιτώ το παραμικρό. Έπρεπε να νιώθει ασφαλής και άνετη μαζί μου και την διαβεβαίωσα ότι θα σταματούσα, αν μου το ζητούσε.
«Σε εμπιστεύομαι», είπε τελικά και έπεσε προς τα πίσω αφήνοντας με να παίξω με το κορμί της.
Της έβγαλα το εσώρουχο και το πέταξα μπροστά. Έριξα το βάρος μου στο αριστερό μου χέρι, ώστε να βλέπω καθαρά κάθε αντίδραση της την ώρα που χάιδευα αργά την κλειτορίδα της. Η Ορόρα σφάλισε τα μάτια της και η ανάσα της επιτάχυνε. Θυμήθηκα τότε πως χθες δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι αυτοϊκανοποιόταν και δεν μπορούσα να μην ρωτήσω αν με σκεφτόταν όταν χάιδευε τον εαυτό της.
«Σε φανταζόμουν μέσα μου», απάντησε βαριανασαίνοντας. «Να με παίρνεις με κάθε δυνατό τρόπο. Κι εγώ επιτάχυνα».
Το έπιασε το υπονοούμενο κι έκανα το ίδιο. Το άγγιγμα μου έγινε πιο βίαιο, πιο διεκδικητικό και εκείνη γινόταν όλο και πιο μούσκεμα. Και τα χείλη της πλάτυναν. Της άρεσε και μου το έδειχνε με κάθε τρόπο. Γελούσε, ανασηκωνόταν για να βρει την σωστή θέση, βογκούσε. Δεν ντρεπόταν κι εγώ τρελαινόμουν. Το παντελόνι μου θα έσκαγε, αλλά θα έκανα υπομονή. Εγώ άγγιζα την ηδονή και με την Ορόρα να σπαρταράει χάρις εμένα. Και μόνο η εικόνα της ήταν σκέτος οργασμός.
«Εσύ;», με ρώτησε κάπου ανάμεσα στους αναστεναγμούς της κοιτάζοντας με στα μάτια. Αυτό από μόνο του ήταν τόσο γαμημένα σέξι! «Με φαντασιώνεσαι;»
«Κάθε βράδυ», της απάντησα και ξάπλωσα πάνω της. Ήθελα να λιώνει το στήθος της από το δικό μου. «Με σκεφτόμουν μέσα σου», επανέλαβα την δική της σκέψη –που δεν ήταν ψέμα- βάζοντας δύο δάχτυλα στον κόλπο της. Υγρή και στενή. Μαγεία! «Κι εσύ να φωνάζεις το όνομα μου. Να με παρακαλάς να μην σταματήσω».
Το σώμα της άρχισε να τρέμει κι ήταν πολύ κοντά στο να τελειώσει. Απομάκρυνα τα δάχτυλα μου για να μην ολοκληρώσει αμέσως κι εκείνη γρύλισε. Η παλάμη μου στην κλειτορίδα της την ηρέμησε κάπως και σχεδόν απηυδισμένη άρπαξε τον καρπό μου για να κατευθύνει η ίδια τις κινήσεις μου. Της το επέτρεψα. Ήθελα να μου δείξει τι της άρεσε, πώς ήθελε να την αγγίζω, πώς είχε μάθει στον εαυτό της να έρχεται σε οργασμό. Ήθελα να μου διδάξει τα μυστικά του σώματος της. Αυτό ακριβώς εννοούσα χθες στο τεράστιο λογύδριο μου περί ερωτικής συνεύρεσης, μόνο που δεν είχα τολμήσει να φανταστώ ότι θα το κάναμε μαζί. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που η πραγματικότητα ήταν καλύτερη από τα όνειρα.
Τα δάχτυλα της έσφιγγαν τον καρπό μου και με έσπρωχναν όλο και πιο πάνω στην κλειτορίδα της. Παράλληλα κουνιόταν για να με βρίσκει όποτε έπρεπε, για να νιώσει το γαργαλητό της να δυναμώνει και να πλησιάσει ξανά την κορύφωση της. Αλλά αυτή την φορά δεν με άφησε να απομακρυνθώ.
«Σε παρακαλώ», με ικέτευσε. «Μην σταματήσεις».
Η λεκάνη της ανεβοκατέβαινε πιο γρήγορα, ενώ το χέρι της έτρεμε και δεν μπορούσε να με κρατήσει άλλο. Με άφησε να συνεχίσω μόνος μου και το επόμενο λεπτό το αυτοκίνητο γέμισε με τις κραυγές της.
Ένιωθα την καρδιά της να προσπαθεί να δραπετεύσει από το στήθος της, τα μάγουλα της είχαν αναψοκοκκινίσει και τα μάτια της δεν έλεγαν να ανοίξουν. Της ζήτησα να με κοιτάξει και τότε είδα την λάμψη να συναγωνίζεται το ασημένιο χρώμα του φεγγαριού. Ποτέ δεν μου άρεσε να προσποιείται γυναίκα μαζί μου, αλλά την Ορόρα δεν ήθελα απλώς να την ικανοποιήσω. Το χρειαζόμουν, το είχα ανάγκη! Έπρεπε να το κάνω γιατί έτσι θα ικανοποιούμουν κι εγώ.
«Δεν είναι καλύτερο να σε χαϊδεύει κάποιος άλλος;», την ρώτησα όταν κέρδισε ξανά τον έλεγχο του εαυτού της.
«Έτσι φαίνεται», μου απάντησε.
Εγώ μειδίασα και ανασήκωσα το χέρι μου με το οποίο την ικανοποίησα.
«Είμαι σίγουρος ότι έχεις απίστευτη γεύση».
Πριν προλάβω να γλείψω τα δάχτυλα μου, έπιασε τον καρπό μου και έβαλε στο στόμα της τον δείχτη και το μεσαίο δάχτυλο. Τα περιεργαζόταν με την γλώσσα της, όσο τα χείλη της ανεβοκατέβαιναν, ενώ το βλέμμα της ήταν επικεντρωμένο στην σαστισμένη μου έκφραση. Την έβλεπα να ερωτοτροπεί με τα άκρα μου και φανταζόμουν να έχει άλλο μέλος μου στο στόμα της. Το στήθος μου βαλλόταν από τσιμπήματα λαχτάρας και παράλληλα μούδιαζα. Όταν σταμάτησε να παίζει με τα δάχτυλα μου με έσπρωξε πάνω της και μου χάρισε το πιο ρουφηχτό φιλί.
«Λοιπόν; Τι γεύση έχω;»
Τι με ρώτησε; Α ναι. Της είχα πει ότι ήθελα να την γευτώ. Έτσι έφτασα να αισθάνομαι σαν να είχα μαστουρώσει.
«Είσαι σίγουρη παρθένα;», ρώτησα κι εκείνη γέλασε.
Έγειρα προς τα χείλη της για να κλέψω ένα ακόμα φιλί όταν το αυτοκίνητο ταρακουνήθηκε.
Η ερωτική ατμόσφαιρα χάθηκε αμέσως και την θέση της πήρε ο φόβος. Ανασηκωθήκαμε και οι δυο μας αναζητώντας από τα τζάμια την αιτία αυτής της αναστάτωσης, αλλά δεν φαινόταν τίποτα. Δεν σάλευε καμιά φιγούρα στο σκοτάδι και θεωρητικά ήμασταν μόνοι μας στην ερημιά.
«Βρικόλακες», μουρμούρισε η Ορόρα.
Μπορεί να έκανε πιο νευρικές κινήσεις από μένα, αλλά δεν ήμουν περισσότερο ψύχραιμος. Έκανα ακριβώς την ίδια σκέψη κι όλες μου οι άμυνες νεκρώθηκαν. Δεν ήξερα τι να πράξω για να μας γλιτώσω από μια πιθανή επίθεση απέθαντων. Και τα κλειδιά ήταν κάπου πεταμένα στις μπροστινές θέσεις. Επιπλέον, δεν γινόταν να φύγουμε και να αφήσουμε πίσω τον Μάικλ με τον Ντιμίτρι. Χρειαζόμασταν μια μέση λύση, την οποία το θολωμένο μου μυαλό από το αλκοόλ, την συνεύρεση και τώρα το σοκ δεν ήταν σε θέση να βρει.
«Θα πάω να δω», δήλωσε κι εγώ την σταμάτησα πριν ανοίξει την πόρτα.
«Τρελάθηκες; Αν πρόκειται όντως για βαμπίρ πώς θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου;»
«Δεν μπορώ να μείνω με τα χέρια σταυρωμένα».
Ο φόβος την έκανε υπερκινιτική και όπως πάντα έπρεπε να έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν θα την άφηνα όμως να θέσει τον εαυτό της σε κίνδυνο.
«Θα πάω εγώ. Εσύ μείνε εδώ και βρες τα κλειδιά».
«Γιατί εσύ; Επειδή είσαι άντρας;»
«Ορόρα κάνε αυτό που σου λέω. Στον κόσμο μας οι άντρες πολεμούν και οι γυναίκες ηγούνται».
«Θέλω να πολεμήσω κι εγώ!»
«Αν δεν συνεργαστούμε, έχουμε αποτύχει ήδη. Εσύ ξέρεις το αυτοκίνητο σας καλύτερα. Ψάξε τα κλειδιά όσο εγώ ρίχνω μια ματιά».
Ορόρα
Δεν μου έδωσε και πολλές επιλογές. Μία που μοίρασε αρμοδιότητες και μια που βγήκε από το αυτοκίνητο. Εγώ δεν έχασα χρόνο και σκαρφάλωσα στον λεβιέ αναζητώντας τα κλειδιά. Παράλληλα, έριχνα κλεφτές ματιές έξω, στον Κάρτερ ο οποίος αφουγκραζόταν την φαινομενική ησυχία.
«Δεν είναι κανείς εδώ», μου φώναξε.
Πήγα να του κάνω νόημα να μπει ξανά στο αμάξι, όταν μια φιγούρα έπεσε πάνω του. Ο Κάρτερ πάλευε να ξεφύγει από τον βρικόλακα δίχως να φωνάζει βοήθεια. Οι μόνες κραυγές που έβγαιναν από το στόμα του ήταν μάχης. Εγώ όμως δεν θα καθόμουν στο όχημα περιμένοντας τον πρίγκιπα να με σώσει.
Συνέχισα τα ακροβατικά με το μισό μου κορμί στα πίσω καθίσματα και το άλλο μισό να τεντώνεται μπροστά και άνοιξα το ντουλαπάκι του συνοδηγού. Ο Ντιμίτρι συνήθιζε να έχει εφόδια σε όλα τα αυτοκίνητα της οικογένειας ή της φρουράς και με την λέξη εφόδια εννοούσα σαφώς τα παλούκια. Έπιασα όσα χώρεσαν στην χούφτα μου και τα έσπρωξα μπροστά. Κάποια έπεσαν κάτω, ενώ μόνο δυο μπόρεσαν να αρπαχτούν από τα τρεμάμενα δάχτυλα μου. Δεν πειράζει όμως. Κι αυτά ήταν αρκετά.
Ότι είχα κυρτώσει την μέση μου κι ήμουν έτοιμη να ανασηκωθώ, όταν ένα δεύτερο βαμπίρ έσπρωξε το αυτοκίνητο και το αναποδογύρισε με μένα μέσα. Η πρόσκρουση δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη για την μέση μου και τα σπασμένα γυαλιά έκοψαν το δέρμα μου στα πόδια και τα χέρια μου. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν σε μια αναμέτρηση με βρικόλακες ήταν η αιμορραγία.
«Ορόρα», ακούστηκε η φωνή του Κάρτερ, αλλά δεν ήξερα αν κραύγαζε για βοήθεια ή από ανησυχία.
Για να μάθω, σύρθηκα όπως - όπως από το μικρό άνοιγμα ενός σπασμένου τζαμιού και τελικά τον είδα να τον κρατάνε και τα δύο βαμπίρ, έτοιμα να ξεσκίσουν τον λαιμό του. Τα μάτια του όμως δεν έσταζαν από την απόγνωση που θα καταλάμβανε κάθε έμβιο ον όταν η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Φοβόταν για μένα, γιατί η παρουσία μου τράβηξε σαφώς την προσοχή των πεινασμένων βρικολάκων.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top