18. ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ
†
Ο Μάικλ έφαγε το βραδινό του με την Έλενα να κάθεται δίπλα του και να κοιτάζει το κενό. Το βλέμμα και η αύρα της μαρτυρούσαν πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων και την ρώτησε επανειλημμένα αν είχε κάνει που την στενοχώρησε. Εκείνη όμως του χάριζε ένα θλιμμένο χαμόγελο και τον διαβεβαίωνε πως ο ίδιος ήταν το μοναδικό πράγμα που της έδινε χαρά.
Όταν ολοκλήρωσε το γεύμα του, του φόρεσε τις πυτζάμες του, τον έβαλε στο κρεβάτι τους και του διηγήθηκε ένα παραμύθι για μια Ιτιά που ζέσταινε με θρύλους όποιον ξαπόσταινε στον κορμό της. Αφού το μικρό νταμπίρ αποκοιμήθηκε χάρις την εγκιβωτισμένη αφήγηση, η Έλενα αποχώρησε από το δωμάτιο.
Στο σαλόνι ήταν μαζεμένες οι υπόλοιπες γυναίκες του σπιτιού, ωστόσο δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Από το μεσημέρι δεν αντάλλαξαν την παραμικρή κουβέντα και καταπιάνονταν από οποιαδήποτε δουλειά για να δικαιολογήσουν την σιωπή τους. Όσο όμως περνούσε η ώρα και τα συναισθήματα έμεναν κλειδωμένα μέσα τους, αυτά μεγάλωναν και γίνονταν αβάσταχτα.
Η πρώτη που αποφάσισε να σπάσει την σιωπή ήταν η Λουκία. Αν και στα χρόνια αιχμαλωσίας τους δεν ήταν από τις ισχυρογνώμων, αυτό άλλαξε όταν γεύτηκε λίγη ελευθερία, όπως και η Τατιάνα. Κάποτε όλα φάνταζαν αδύνατον να αποφευχθούν και όταν είδε πως με θέληση και προσπάθεια μπορούσες να δραπετεύσεις από την ίδια την κόλαση, αποφάσισε να υψώσει την φωνή της.
«Θα προσποιούμαστε για πολύ ώρα ότι δεν ακούσαμε αυτό που μας είπε η Έλενα;»
Οι κοπέλες μαρμάρωσαν στις θέσεις που βρίσκονταν λες και τα λόγια της Λουκίας ήταν ένας ψυχρός αέρας που πάγωσε τα άκρα τους.
«Συνέβη κάτι απαίσιο στην βασίλισσα μας κι εμείς μένουμε αδρανείς».
«Και τι θέλεις να κάνουμε;», ρώτησε η Έλενα. «Δεν μπορούμε να βγούμε από το σπίτι. Όπου και να πάμε θα μας περιμένουν τσιράκια του Ντέμιεν. Η ασπίδα των μαγισσών γύρω από το συγκρότημα είναι το μόνο μέρος, στο οποίο μπορούμε να βρισκόμαστε. Κι είναι διαπραγματεύσιμο κατά πόσο θα είναι μακροχρόνια αυτή η δυνατότητα».
«Στο όνομα της δικής μας ασφάλειας τον αφήνουμε να κάνει στην Ορόρα ό,τι θέλει», απάντησε η Λουκία. «Με το πετάρισμα των βλεφαρίδων μας, εγώ κι εσύ μπορούμε να βρεθούμε μπροστά της και να της εξομολογηθούμε τα πάντα».
«Και θα μας πιστέψει; Στην κατάσταση που είναι, θα μπορέσει να δει την αλήθεια στα λόγια δύο δαιμονισσών;»
«Δεν μπορούμε να εισβάλλουμε στον προσωπικό της χώρο», πήρε τον λόγο η Νουρ. «Αφού θέλετε να μιλήσουμε για αλήθειες, ας θυμηθούμε πώς νιώθαμε εμείς μετά τις συνευρέσεις μας με τον Ντέμιεν».
Οι εκφράσεις των γυναικών παραμορφώθηκαν από το αίσθημα της ντροπής και της απέχθειας. Ντρέπονταν για ό,τι αναγκάστηκαν να κάνουν, ωστόσο το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά του Ντέμιεν. Και το μίσος που έβραζε τα σωθικά τους αφορούσε μόνο εκείνον.
«Βρώμικες», συνέχισε ο Νουρ. «Γιατί ποτέ δεν το θέλαμε πραγματικά. Γιατί πολλές φορές ήταν βίαιος. Θυμάστε πόσες φορές ερχόταν η Ισαβέλλα στο δωμάτιο γεμάτη μώλωπες και δαγκωματιές. Αν της είχε επιτεθεί λυκάνθρωπος, θα είχε λιγότερες πληγές. Κι εμείς έχουμε βιαστεί. Και δεν θέλαμε να περιβαλλόμαστε από πλάσματα που μας προκαλούσαν ανασφάλεια. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να πάμε στην Ορόρα».
Η Λουκία δεν μπορούσε να εκφέρει αντίλογο. Τα λόγια της Νουρ της θύμισαν τα βράδια που δάκρυζε κρυφά από όλες, γιατί ένιωθε μολυσμένη από το άγγιγμα του Ντέμιεν. Έβαζε την Ορόρα στην θέση της, η οποία πίστευε πως αυτό το έγκλημα διαπράχθηκε από τον άντρα που αγαπούσε και δεν έβρισκε το κουράγιο να την αναστατώσει περισσότερο.
«Άρα περιμένουμε», μουρμούρισε η Μπουλουχάν.
«Αν θέλουμε οπωσδήποτε να αναλάβουμε δράση, μπορούμε να πλησιάσουμε άλλους», αποκρίθηκε η Ζεϋνέπ. «Κάποιο βαμπίρ του στρατού της», τους εξήγησε. «Μπορούμε να εντοπίσουμε τον πατέρα της Νουρ».
«Δεν ξέρω πού μένει», παραδέχτηκε ντροπαλά η βαμπιρίνα. «Δεν πρόλαβα να μάθω».
«Είναι σίγουρα στο Πόρτλαντ όμως, έτσι;»
Η Νουρ ανασήκωσε τους ώμους της. Είχε μάθει από την Ορόρα πως ο Νάσερ ήταν περίπου δύο χρόνια και κάτι στον στρατό της. Δεδομένου ότι μετά το πέρας των τριών ετών σκληρής αναμονής στον Κάτω Κόσμο, είχαν φτάσει λίγους μήνες πριν την πραγματοποίηση του μεγάλου ξορκιού, θεωρητικά ο Νάσερ ήταν στην συγκεκριμένη πολιτεία.
«Εκείνος θα σε αναγνωρίσει και θα σε πιστέψει», συνέχισε η Ζεϋνέπ. «Μένει μόνο να τον εντοπίσουμε. Πόσοι Σύριοι βρικόλακες μένουν στο Πόρτλαντ πια;»
«Ο Νάσερ θα είναι ο πρώτος που παρακολουθείται», αποκρίθηκε η Μπουλουχάν και το στομάχι της Νουρ σφίχτηκε στην σκέψη να είναι ο πατέρας της στο στόχαστρο του Ντέμιεν. «Όπως και η Κόρτνεϋ», συμπλήρωσε εντείνοντας την δυσφορία της.
«Χρειαζόμαστε άτομα από το παρελθόν της Ορόρα», επέμεινε η Ζεϋνέπ. «Μόνο αυτά θα την βοηθήσουν να θυμηθεί».
«Μα ήταν με άτομα του παρελθόντος και δεν άλλαξε τίποτα», είπε η Έλενα.
«Όχι εντελώς».
Η Τουρκάλα βαμπιρίνα τους έκανε νόημα να καθίσουν γύρω από το στρογγυλό τραπέζι γευμάτων. Τώρα δεν διέφεραν πολύ από τις σπιτονοικοκυρές τους, μόνο που αντί για ξόρκι, σκαρφίζονταν την λύση ενός.
«Θυμηθείτε όσα μοιράστηκε μαζί μας ο καθρέφτης πριν φύγουν η Ορόρα με τον Κάρτερ από την Μόιρα. Δυο νταμπίρ είχαν μερικές αναλαμπές, όταν ήρθαν σε στενή επαφή με μέρη που αντηχούσαν συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές. Το δωμάτιο στην Μόιρα για την βασίλισσα, το ματωμένο φόρεμα για την Μέλανη. Πιθανόν κι άλλες φορές που καμία τους δεν ξεστόμισε κι άρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Όταν η Ορόρα βρέθηκε στην Μόιρα και είδε ξανά νταμπίρ με τα οποία είχε συναναστραφεί στην προηγούμενη ζωή της, αυτή επανήλθε με την μορφή θολών αναμνήσεων. Πρέπει να συμβεί ξανά το ίδιο».
«Αν ολόκληροι Σάντος και Μάρεϊ δεν στάθηκαν ικανοί να ξεθολώσουν τις αναμνήσεις της, τότε τι άλλο θα μπορούσε να το καταφέρει;»
«Ο στρατός της», απάντησε η Ζεϋνέπ στην Μπουλουχάν. «Η οικογένεια της ήταν μαζί της για δεκαεπτά χρόνια. Ο στρατός της όμως σε χρόνια ταραχής, πολέμου. Υπάρχει μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση; Λείπουν πολύ σημαντικοί κρίκοι της αλυσίδας που θα βοηθήσει τους πάντες να ξυπνήσουν από την κατάρα του Ντέμιεν. Και δεν μιλάω για τον Νάσερ ή την Κόρτνεϋ ή αυτόν τον Ισπανό που μας έλεγε ο Νόα. Πώς τον έλεγαν;»
«Χουάν», της υπενθύμισε η Λουκία.
«Αυτόν. Λείπει η Μόνι που είναι σε άλλη ήπειρο. Λείπει η Λίλιθ και ο πατέρας σου Έλενα! Λείπουν μικρές λεπτομέρειες που όμως αν προστεθούν στον καμβά, δημιουργούν ένα έργο τέχνης. Ίσως λίγο σκοτεινό και μακάβριο, αλλά ένα πραγματικό έργο τέχνης. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις την πορεία προς την σωτηρία;»
Η Λουκία αναθάρρεψε βλέποντας μία ακόμα σύντροφος της να νιώθει την ανάγκη να ενεργήσουν. Αρκετά χρόνια χαράμισαν στην αδράνεια.
«Μόνο που υπάρχουν σοβαρά εμπόδια», είπε η Έλενα. «Δεν ξέρουμε πού είναι η Λίλιθ, ο πατέρας μου ή αυτός ο Χουάν. Κι όπως πολύ σωστά σκέφτηκε η Μπουλουχάν, άτομα που άνηκαν στον κύκλο της Ορόρα είναι τα πρώτα που περιμένει να επισκεφτούμε ο Ντέμιεν».
«Δεν μπορεί να παρακολουθεί τόσα άτομα», απάντησε η Ζεϋνέπ. «Δεν έχει το δυναμικό, εκτός κι αν τους εκμυστηρευτεί τον λόγο, πράγμα απίθανο. Σκέψου πως ο Νόα βρίσκεται σε προβλέψιμο σημείο κι είναι ακόμα ελεύθερος. Τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι είναι τυχερός;»
«Παιδιά», τους διέκοψε η Λουκία. «Παραβλέπετε κάτι σημαντικό. Ο Ντέμιεν δεν νοιάζεται να μάθει η Ορόρα την αλήθεια. Πιθανόν να το θέλει κιόλας. Στόχος του είναι να την γυρίσει στον Κάτω Κόσμο. Εμείς το σκάσαμε κι αυτός συνέχισε να ασχολείται μαζί της. Θέλει να την γονατίσει, να την καταστήσει ευάλωτη. Κι όταν τελικά αυτή χαθεί, ο καθένας θα πιστέψει ότι φταίει ο Κάρτερ που υποτίθεται την βίασε. Θα την ψάξουν σε όλα τα πιθανά μέρη ενός μονάχα κόσμου. Κανείς δεν θα σκεφτεί το υπόγειο βασίλειο της Μόιρα. Και τότε θα έχουμε ηττηθεί ολοκληρωτικά».
Το επιχείρημα της Λουκίας ήταν δυνατό, αλλά δεν κατάφερε να εξαλείψει και την τελευταία ανασφάλεια της Έλενας και της Μπουλουχάν. Η Νουρ από μεριάς της παρακολουθούσε σιωπηλή, με την ελπίδα ότι δεν θα αναφερόταν ξανά η Κόρτνεϋ ή ο πατέρας της. Ας πειραματίζονταν με όποιον ήθελαν, εκτός από τα μόνα πλάσματα που της είχαν απομείνει.
«Οπότε μπορούμε προς το παρόν να αφήσουμε την Ορόρα και να στραφούμε σε κάποιον άλλον», ολοκλήρωσε η Λουκία την σκέψη της.
«Κάποιος στο Πόρτλαντ δεν θα είναι αντικείμενο ενδιαφέροντος για τον Ντέμιεν κι άρα δεν θα παρακολουθείται», επανέλαβε η Ζεϋνέπ. «Ίσως κιόλας να περιμένει ότι δεν θα πλησιάσουμε κανέναν από φόβο μην μας εντοπίσει».
«Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε πιθανότητες», είπε η Μπουλουχάν και η Έλενα ένευσε συγκαταβατικά.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε όμως», επέμεινε η Ζεϋνέπ. «Χρειαζόμαστε ένα μοτίβο που θα θυμίζει την παλιά της ζωή».
«Όπως να αποκτήσει η Ορόρα την μαγεία της;», αναρωτήθηκε δυνατά η Έλενα με αρκετή δόση ειρωνείας. «Αυτό έγινε όταν την ανάστησε ο Κάρτερ. Θέλεις να πεθάνει;»
Η Λουκία έκανε να απαντήσει αρνητικά, αλλά την διέκοψε η επέμβαση της Νουρ. Η αρκετής διάρκειας σιωπή της την βοήθησε να δραπετεύσει για λίγο από την πραγματικότητα, ώστε να πάρει νηφάλιες αποφάσεις, κάτι που η έντονη αντιπαράθεση θα την εμπόδιζε να πραγματοποιήσει.
«Όλα ξεκίνησαν με τα εγκλήματα του Νόα. Κι έτσι πρέπει να γίνει και τώρα».
«Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά», έκρωξε η Έλενα. «Θα του πούμε να την σκοτώσει;»
Η Νουρ σήκωσε τα κόκκινα μάτια της για να έρθουν στην ίδια ευθεία με τα γατίσια της Έλενας.
«Η κάθε παρτίδα έχει συγκεκριμένες κινήσεις, αλλά σε αφήνει να πιστεύεις ότι στο νέο παιχνίδι ακολουθείς διαφορετική τακτική. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ένα. Κάποιος χάνει και κάποιος κερδίζει. Η νέα παρτίδα βρίσκει τα πιόνια να έχουν προχωρήσει σε διαφορετικές θέσεις από το παρελθόν, μα ταυτόχρονα είναι και σχεδόν ίδιες. Και για μία ακόμα φορά θα πραγματοποιηθεί κάτι αντιφατικό, ώστε οι νικητές να είμαστε εμείς. Ο Νόα έγινε κάποτε, από φονική μηχανή, προστάτης της βασίλισσας. Τώρα, από προστάτης του πρίγκιπα, θα επιστρέψει στην παραβατική ζωή του. Πρέπει να δημιουργήσει φασαρία στην Καλιφόρνια. Τέτοια, που να καταλάβουν τα νταμπίρ για τι πλάσμα πρόκειται».
«Είναι παρακινδυνευμένο», αποκρίθηκε η Μπουλουχάν όταν συνήλθε από το μούδιασμα. «Τα νέα θα φτάσουν σίγουρα και στον Ντέμιεν».
«Για να καταλάβει ότι πρόκειται για τον Νόα κι όχι για έναν ακόμη διεφθαρμένο υπήκοο του, πρέπει να το ερευνήσει. Και φυσικά όχι μόνος του. Κάποιος λοιπόν θα πάψει να ασχολείται με παρακολουθήσεις και θα στραφεί ολοκληρωτικά στην Καλιφόρνια. Στο μεταξύ, η Ορόρα θα αναζητάει τον δραστήριο βρικόλακα έξω από τα τείχη της πόλης της. Και τότε το αρχικό μας σχέδιο, θα μπει σε εφαρμογή».
Ακουγόταν πολύ απλό για τα δεδομένα των όσων είχαν περάσει. Από την άλλη, φάνταζε παρακινδυνευμένο, καθώς ο Νόα ήταν ολομόναχος στην Καλιφόρνια και η Ορόρα σε μια κατάσταση, που δύσκολα θα εγκατέλειπε την μαγική κοινότητα της, για να αντιμετωπίσει έναν θανάσιμο εχθρό. Εντούτοις, ήταν προς το παρόν η μόνη επιλογή που είχαν και η πλειοψηφία των γυναικών ήθελε να σημάνει για μία ακόμα φορά πόλεμο.
Παρά τις αντιρρήσεις της Έλενας και της Μπουλουχάν, η Νουρ τηλεφώνησε στον Νόα και του εξήγησε τι έπρεπε να κάνει. Φρόντισε όμως να μην μιλήσει για τον βιασμό της Ορόρα. Αυτό ήταν κάτι που μόνο η ίδια είχε το δικαίωμα να γνωστοποιήσει.
Κάρτερ
Μετά το ξέσπασμα της Άσλεη έμεινα ακίνητος μπροστά από την πόρτα, περιμένοντας να έρθουν οι αστυνομικοί να με συλλάβουν. Ήμουν σίγουρος ότι φεύγοντας από το γραφείο μου θα έτρεχε στους διαδρόμους να διαδώσει το έγκλημα μου. Ωστόσο, οι ώρες περνούσαν και δεν έκανε κανείς την εμφάνιση του. Ήταν τέτοια η αποστροφή τους που δεν ήθελαν ούτε να με βλέπουν; Ή μήπως είχαν ενημερώσει τον πατέρα μου κι ετοίμαζαν όλοι μαζί την καταδίκη μου;
Τελικά δεν έγινε τίποτα από τα παραπάνω, γιατί η Άσλεη δεν μίλησε σε κανέναν. Φάνηκε από το γεγονός ότι όσοι είχαν μείνει μέχρι την λήξη της βραδινής βάρδιας των γραφείων, με καληνύχτισαν με την ίδια θέρμη που με καλημέρισαν το πρωί.
Το ταλαιπωρημένο μου κορμί λοιπόν, που χρησίμευε ως οίκημα για την καταρρακωμένη μου ψυχή, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα σπίτι μου.
Η μητέρα μου καθόταν στον κήπο και διάβαζε μέχρι που άκουσε τα βήματα μου κι άφησε στην άκρη το βιβλίο για να με υποδεχτεί με ένα τρυφερό χαμόγελο.
«Μόνη σου είσαι;», την ρώτησα το προφανές μόλις έκατσα δίπλα της.
«Ο πατέρας σου ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και η Ορόρα δεν ένιωθε πολύ καλά. Γιατί δεν μας είπες ότι ήταν άρρωστη; Έπρεπε να το μάθω από την Καταλίνα που τηλεφώνησε για να ελέγξει;»
Ευτυχώς το ψέμα μου επιβεβαιώθηκε από την Ορόρα. Δυστυχώς ο λόγος ήταν η αποτρόπαια πράξη μου.
«Δεν ήταν κάτι σοβαρό», είπα τελικά. «Εσείς πώς και ήρθατε; Είχα πειστεί πως ο Μάικλ χαράμισε άδικα το σάλιο του».
«Κάθε άλλο. Από την αρχή με έπεισε να σας επισκεφτώ. Απλώς ήθελα να είναι κι ο πατέρας σου για να σας βοηθήσουμε μαζί. Χρειάστηκε αρκετή πίεση, αλλά τα κατάφερα».
Δεν ήταν και το πιο όμορφο πράγμα για έναν γιο να ακούει πως ο πατέρας του τον επισκέφτηκε κατόπιν συνεχών υποδείξεων. Ωστόσο, τα προβλήματα που είχα δημιουργήσει δεν μου επέτρεπαν να ασχοληθώ και με αυτό.
«Στενοχωριέμαι πολύ αγόρι μου», συνέχισε η μητέρα μου. «Θυμάμαι εσένα και την Ορόρα αγαπημένους. Αυτό που βλέπω τώρα με κάνει να μην σας αναγνωρίζω. Τι σας συνέβη;»
Εγώ ξεφύσησα και οδήγησα το βουρκωμένο βλέμμα μου στην ήρεμη πισίνα.
«Δεν μπορώ να την κάνω ευτυχισμένη», μουρμούρισα αδύναμα, γιατί ένας κόμπος στον λαιμό με παρεμπόδιζε να μιλήσω πιο δυνατά. «Την αγαπάω. Πρέπει να με πιστέψεις. Αλλά δεν ξέρω πώς να την κάνω ευτυχισμένη».
«Κάρτερ μου», πέρασε τα χέρια της γύρω μου. «Φυσικά και πιστεύω ότι την αγαπάς. Τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει το αμφισβητήσω».
Αυτό δεν ήταν αλήθεια, ωστόσο δεν γινόταν να το μάθει.
«Πιστεύεις ότι μπορεί κανείς να εξιλεωθεί ακόμα κι αν έχει κάνει κάτι ασυγχώρητο;»
Η ερώτηση μου την παραξένεψε, γιατί θεωρητικά δεν ταίριαζε με το θέμα που συζητούσαμε. Εντούτοις, απάντησε δίχως να ζητάει εξηγήσεις για την περίεργη κουβέντα μου. Πίστευε πως είχα τους λόγους μου, πως όντως είχα διαπράξει κάτι σοβαρό κι ήταν η αιτία που εγώ με την Ορόρα δεν θυμίζαμε το ερωτευμένο ζευγάρι που είδε για τελευταία φορά στην Μόιρα. Και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να πάει ο νους της σε αυτό που συνέβη.
«Κάποιες πράξεις είναι για συγκεκριμένα άτομα ασυγχώρητες. Ωστόσο, ο καιρός είναι ό,τι πιο καταπραϋντικό μπορείς να συναντήσεις. Αυτό που τώρα μας φαίνεται μεγάλο, σε λίγο καιρό πιθανόν να φαντάζει ασήμαντο».
Αυτό που είχα κάνει εγώ θα ήταν πάντα αβάσταχτα επώδυνο και για μένα και κυρίως για την Ορόρα. Κανείς δεν είχε την δύναμη να ελαφρύνει το φορτίο, ούτε καν ο γιατρός - χρόνος.
Τα μάτια μου σταμάτησαν να βουρκώνουν και πέρασαν σε κατάσταση πλημμύρας. Καυτά δάκρυα άρχισαν να στάζουν στα παγωμένο μάγουλα μου, επηρεάζοντας την μητέρα μου.
«Μην κλαις παιδί μου», μουρμούρισε. «Είμαι σίγουρη πως όλα θα φτιάξουν, αρκεί να υπάρχει αληθινή αγάπη».
Αυτή υπήρχε άφθονη από μεριάς μου, αλλά όπως είπε κι η Άσλεη, γινόταν με λάθος τρόπο.
Ανήμπορος να συγκρατήσω τους σπασμούς των λυγμών, ρίχτηκα στην αγκαλιά της μητέρας μου και έκλαψα για κάτι που αν το μάθαινε, δεν θα ήταν το ίδιο πρόθυμη να με παρηγορήσει.
Ορόρα
Ο ένας ξενώνας απασχολούταν από τον Κέλλαν και ο δεύτερος από μένα. Φρόντισα όμως να μην με δουν να εισέρχομαι σε αυτόν, ώστε να μην χρειαστεί να δώσω εξηγήσεις. Την επόμενη μέρα, θα μάθαιναν ότι ο γάμος μου με τον Κάρτερ όδευε προς την λήξη του κι αυτό αρκούσε. Η πραγματική αιτία έπρεπε να παραμείνει μυστικό ανάμεσα σε μένα, τον θύτη και... την Άσλεη!
Μέχρι το βράδυ, μου είχε τηλεφωνήσει τέσσερις φορές. Είχε επισκεφτεί τον Κάρτερ μετά την συνάντηση μας στο πάρκο και ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν με επέπληξε για την εξομολόγηση μου. Εγώ την διαβεβαίωνα κάθε φορά πως δεν με είχε ενοχλήσει, αλλά εκείνη επέμενε να με καλεί για να μαθαίνει νέα μου.
Το ενδιαφέρον της με είχε συγκινήσει και παράλληλα πνιγόμουν στις τύψεις για τον τρόπο που της φερόμουν μια ολόκληρη βδομάδα. Εκείνη όμως δεν έδειξε να το θυμάται και με αντιμετώπιζε σαν να ήμασταν κάτι παραπάνω από φίλες. Τόση προσοχή σε κατάσταση ανάγκης λάμβανα μόνο από συγγενείς.
Η οθόνη του κινητού μου όμως δεν εμφάνιζε μόνο τον αριθμό της Άσλεη. Και ο Ενρίκε μου τηλεφώνησε αρκετές φορές κι αφού δεν απαντούσα, αποφάσισε να με ενημερώσει με γραπτό μήνυμα πως ο Κάρτερ τον έδιωξε από το σώμα. Μου ζήτησε επίσης να βρεθούμε γιατί ανησυχούσε χωρίς νέα μου, αλλά εγώ δεν βρήκα το κουράγιο να απαντήσω. Ένα κομμάτι του εαυτού μου τον κατηγορούσε γι' αυτό που μου συνέβη, παρόλο που ήξερα πως δεν ευθυνόταν πραγματικά εκείνος. Έπρεπε όμως να κατηγορήσω κάποιον πέρα του Κάρτερ χωρίς να στρέφω το δάχτυλο σε μένα. Δεν γινόταν να μου ρίξει κάποιος το μερίδιο ευθύνης για την συγκεκριμένη ενέργεια, γιατί δεν άξιζα να δεχτώ τόση βία.
Αυτές οι σκέψεις έφεραν στην επιφάνεια αναμνήσεις που δεν ήθελα να έχω. Αντανακλαστικά σηκώθηκα από το κρεβάτι που καθόμουν και προχώρησα στο παράθυρο.
Μέσα από το τζάμι διέκρινα τον Κάρτερ να σπαράζει στην αγκαλιά της Χόουπ. Κι ενώ στους περισσότερους αυτή η εικόνα θα προξενούσε τρυφερά συναισθήματα, σε εμένα πάγωσε την ήδη ψυχραμένη μου καρδιά. Ο Κάρτερ δεν είχε κάνει τίποτα για να αξίζει τόση αγάπη και παρόλα αυτά την λάμβανε σε αφθονία. Εγώ είχα ανάγκη από μια αγκαλιά που θα με έκανε να νιώσω για λίγο ασφαλής και ήμουν ολομόναχη σε ό,τι αφορούσε τον Κάρτερ και την οικογένεια του.
Τα δάχτυλα μου έσφιξαν το κινητό που είχα στο χέρι μου και τότε αποφάσισα να το αξιοποιήσω. Θα τηλεφωνούσα στην μητέρα μου. Δεν συνήθιζα να το κάνω βράδυ και γενικά ώρες που ήμουν σίγουρη πως θα ήταν ο πατέρας μου σπίτι, γιατί δεν ήθελε να ξέρει ότι μου μιλάει. Κατά βάθος γνώριζε ότι κρατούσαμε επαφές, αλλά δεν δεχόταν να γίνεται μπροστά στα μάτια του. Εκείνη την στιγμή όμως δεν μπορούσα να αναλογιστώ την περηφάνια ενός Σάντος. Η θρυμματισμένη μου καρδιά κατηύθυνε το σώμα μου και καθώς καθόμουν στην καρέκλα της τουαλέτας, πληκτρολόγησα τον αριθμό της μητέρας μου.
«Αγάπη μου!», ακούστηκε η ενθουσιασμένη της φωνή μόλις απάντησε στην κλήση και τα μάτια μου υγράνθηκαν. «Μωράκι μου πόσο μου έλειψες!»
«Κι εμένα μαμά», της απάντησα παλεύοντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Δεν ήθελα να την στενοχωρήσω. «Τι κάνεις;»
«Τώρα που σε ακούω, είμαι πολύ καλά. Εσύ πώς είσαι αγάπη μου; Ο Αλφόνσο μου είπε για σένα και τον Κάρτερ».
«Δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Πες μου τα δικά σας νέα. Πώς είναι η Σεβίλλη;»
«Όπως την άφησες. Περιμένει να σε ξαναδεί», είπε με μελαγχολικό τόνο στην φωνή της. «Ορόρα μου, όλη μέρα σήμερα έχω έναν κόμπο στο στομάχι, σαν να έχει συμβεί κάτι κακό. Είσαι σίγουρα καλά;»
Όχι, μαμά, δεν ήμουν καλά. Πόναγα. Πόναγα με τρόπο που δεν μπορούσα να αναπνεύσω και η απουσία οξυγόνου με ζάλιζε. Αλλά δεν με ένοιαζε. Ήθελα να χάσω τις αισθήσεις μου και να εξαφανιστώ από τον κόσμο της ανασφάλειας.
Έφερα την παλάμη μου στο στόμα μου για να μην διανοηθώ να μοιραστώ μαζί της οτιδήποτε θα την πλήγωνε. Πήρα δυο βαθιές ανάσες για να αποτρέψω τους λυγμούς να ακουστούν και έπειτα απελευθέρωσα τα χείλη μου για να συνεχίσει η συνομιλία.
«Ναι μαμά. Ήρθε κι ο Κέλλαν με την Χόουπ».
«Αλήθεια;»
«Με ποιον μιλάς;», ακούστηκε η αυστηρή φωνή του πατέρα μου.
«Αλεχάντρο εγώ...»
Δεν της έδωσε περιθώριο να τελειώσει την πρόταση της. Της άρπαξε αμέσως το κινητό και την επόμενη στιγμή απαιτούσε να μάθει τον λόγο που τους τηλεφώνησα.
«Ήθελα να δω τι κάνετε», του απάντησα ήρεμα.
«Αν ενδιαφερόσουν πραγματικά για εμάς, δεν θα μας εγκατέλειπες. Έκανες την επιλογή σου, η οποία δεν μας περιελάμβανε».
«Μπαμπά σε παρακαλώ», αναστέναξα κλαψιάρικα. «Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να γυρίσω σπίτι μου».
«Η Καλιφόρνια είναι πλέον το σπίτι σου. Η Σεβίλλη σε έχει ξεγράψει».
«Μην μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μου συνέβη. Χρειάζομαι την οικογένεια μου».
«Αντίο Ορόρα!»
«Μπαμπά μην κλείνεις, σε εκλιπαρώ».
Την επόμενη στιγμή άκουγα τον διαπεραστικό ήχο μου μαρτυρούσε τον τερματισμό της κλήσης.
«Φοβάμαι», ψέλλισα και ρίχτηκα στο πάτωμα κλαίγοντας με αναφιλητά.
Όταν τα μάτια μου στέρεψαν από δάκρυα, ρίχτηκα στο κρεβάτι μου και αποκοιμήθηκα αμέσως. Ήμουν εξαντλημένη κι όσο κι αν οι σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου προκαλώντας ένα βουητό όμοιο με σμήνος από μέλισσες, ο ύπνος με βρήκε ευάλωτη και με αιχμαλώτισε.
Τα όνειρα μου ταλανίστηκαν από φρικιαστικές εικόνες, τόσο ζωντανές, που μόνο όταν τινάχτηκα κάθιδρη με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, κατάλαβα ότι επρόκειτο για εφιάλτη.
Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου, διέκρινα μια σκιά που κινούταν αργά στον χώρο. Για κάποιον λόγο δεν φοβόμουν, αν κι η όλη ατμόσφαιρα ήταν τρομακτική. Η σκιά ακινητοποιήθηκε στην άκρη του κρεβατιού μου κι άρχισε να μου μιλάει δίχως συστολή για το δράμα μου. Ήξερε τι είχα πάθει και έδειχνε ειλικρινή συμπόνια.
Εγώ δεν ρώτησα πώς το έμαθε. Δεν με ένοιαζε. Μου αρκούσε που κάποιος μου έλεγε αυτά που ήθελα να ακούσω· την λύση για να πάψω να πονάω.
«Είναι ένας αγροίκος. Ένας ανεξέλεγκτος βάρβαρος που θα σε πληγώσει ξανά με την πρώτη ευκαιρία. Πρέπει να προστατευτείς. Ανέλαβε δράση πριν να είναι αργά».
Η σκιά ανασήκωσε το λεπτό της χέρι και τα κοκαλιάρικα δάχτυλα της μου υπέδειξαν το μαξιλάρι. Εγώ κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε και αφού το πήρα, βγήκα από το δωμάτιο.
Τα βήματα μου στον διάδρομο ήταν ανάλαφρα για να μην με ακούσουν οι γονείς του Κάρτερ. Δεν έπρεπε να υπάρχουν μάρτυρες. Ωστόσο, ποιος άλλος θα εισέβαλε στο δωμάτιο του και θα στεκόταν δίπλα του την ώρα που κοιμόταν ανίδεος για τον εχθρό που παραφύλαγε;
Εκείνη την στιγμή, το μυαλό μου ήταν θολό και δεν θα έβρισκε την λογική ακόμα κι αν την εναπόθεταν μπροστά μου. Η λύση ήταν η εκδίκηση και μόνο αν εξαφάνιζα τον βιαστή μου, θα σταματούσα να φοβάμαι. Εξάλλου, αυτό το νταμπίρ ήταν ο μελλοντικός βασιλιάς και θα ερχόταν καθημερινά σε επαφή με ανυποψίαστα θύματα, τα οποία θα δίσταζαν να τον καταγγείλουν εξαιτίας της θέσης τους. Ακριβώς, όπως εγώ!
«Μην το σκέφτεσαι», μου ψιθύρισε η σκιά. «Κάντο. Απελευθερώσου από τα δεσμά σου».
Με την παρότρυνση του, σήκωσα το μαξιλάρι και ρίχτηκα στο πρόσωπο του Κάρτερ. Εκείνος πάλεψε να ξεφύγει, αλλά το φαινομενικά αθώο αντικείμενο στα χέρια μου, τον εμπόδιζε να αναπνεύσει, πόσο μάλλον να αξιοποιήσει την όραση του. Κι έτσι, απλώς σπαρταρούσε από κάτω μου, όπως έκανα εγώ το περασμένο βράδυ.
Εκείνος σκότωσε την ψυχή μου κι εγώ τον ίδιο.
Κάρτερ
Η Ορόρα κοιμήθηκε στον έναν ξενώνα. Δεν φάνηκε να την κατάλαβαν οι γονείς μου, καθώς δεν έγινε κάποιο σχόλιο πριν κοιμηθεί και η μητέρα μου.
Εγώ πάλι δεν έκλεισα μάτι. Ήμουν κουρασμένος, αλλά μου ήταν αδύνατον να ηρεμήσω όσο ήμουν ξαπλωμένος στα σεντόνια της αμαρτίας. Ακόμα κι όταν τα άλλαξα, ένιωθα την ίδια απέχθεια, διότι το πρόβλημα δεν ήταν τα σκεπάσματα, αλλά ο ίδιος.
Νωρίς το πρωί, ξετρύπωσα από το δωμάτιο μου και όσο πιο αθόρυβα γινόταν, κατευθύνθηκα στον ξενώνα που απασχολούσε η Ορόρα. Αφού χτύπησα την πόρτα, η οποία ήταν κλειδωμένη, περίμενα περίπου δέκα λεπτά. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μου άνοιγε, αλλά προς ευχάριστη έκπληξη μου, διαψεύστηκα.
Οι ζάρες κάτω από τα μάτια της πρόδιδαν πως ούτε εκείνη κατάφερε να ξεκουραστεί. Δεν μου έκανε εντύπωση, ωστόσο λυπήθηκα. Μου ήταν τόσο δύσκολο να την βλέπω άυπνη και απορούσα πώς είχα καταφέρει να βεβηλώσω το κορμί της παρά την έντονη αντίσταση της. Φάνταζε σχεδόν σαν δαιμονισμός, αλλά το μυαλό μου στρεφόταν προς την μαγεία μου. Και στο παρελθόν, η ανεξέλεγκτη φύση μου στάθηκε η αιτία να πέσει η Ορόρα σε λήθαργο και τρεισήμισι χρόνια αργότερα, την πλήγωσε με τον χειρότερο τρόπο. Έπρεπε να την ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα πριν αποδειχτεί θανάσιμη. Αλλά σε ποιον θα την έδινα; Δεν νομίζω η Άσλεη να συνέχιζε να επιθυμεί την απόκτηση της.
«Ξύπνησαν οι γονείς σου;», με ρώτησε όταν έκλεισε την πόρτα του δωματίου και φροντίζοντας να κρατάει μια ασφαλή απόσταση.
«Όχι. Απλώς ήθελα να σε δω. Δεν μου είχες πει ότι θα κοιμόσουν στον ξενώνα».
«Περίμενες ότι θα διανυκτέρευα μαζί σου; Δεν θέλω να είμαι κοντά σου και σε καμία περίπτωση να ξαπλώσω ξανά σε αυτό το κρεβάτι!»
Εγώ ένευσα ξεροκαταπίνοντας.
«Τι θα ήθελες για πρωινό;», ρώτησα για να αλλάξω θέμα.
«Ένα διαζύγιο».
Η κουβέντα ήταν σαν λαβωματιά, αλλά απέφυγα τις σπασμωδικές αντιδράσεις.
«Σήμερα θα το ανακοινώσουμε στους γονείς σου», συμπλήρωσε.
«Δεν έχουν περάσει καν είκοσι τέσσερις ώρες από όταν ήρθαν!»
Η Ορόρα ανασήκωσε το αριστερό της χέρι για να κοιτάξει το ρολόι της.
«Μέχρι να ξυπνήσουν θα έχουν περάσει», είπε κι άφησε το χέρι της να πέσει στον μηρό της. «Δεν το διαπραγματεύομαι Κάρτερ. Στο πρωινό θα τους ανακοινώσουμε ότι δεν πάει άλλο. Μας είδαν άλλωστε, οπότε δεν θα εκπλαγούν».
«Σε παρακαλώ», έκανα να την πλησιάσω, αλλά εκείνη πισωπάτησε και η ένταση στο πρόσωπο της με προειδοποιούσε να μην κάνω κι άλλο βήμα. Αναγκαστικά το δέχτηκα. «Σ' αγαπάω που να πάρει. Δεν μπορώ να σε χάσω».
«Μετά από ό,τι έκανες, αυτή η κουβέντα φαντάζει σαν βωμολοχία βγαίνοντας από το στόμα σου. Δεν με ενδιαφέρει τι θέλεις. Θα πάρουμε συναινετικό διαζύγιο με πρόφαση ότι απλώς δεν ταιριάζουμε, διαφορετικά θα σε καταγγείλω. Δεν μπορεί! Στον εικοστό πρώτο αιώνα κάποιος θα πιστέψει το θύμα».
Δεν με ένοιαζε να με καταγγείλει. Αυτό άξιζα άλλωστε. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μην την χάσω.
Πόσο τραγικό! Η μόνη φορά που αποφάσισα να την διεκδικήσω ήταν αφότου της έδωσα και τον τελευταίο λόγο να μείνει μακριά μου.
Την συζήτηση μας διέκοψε το χτύπημα του σταθερού τηλεφώνου. Ωστόσο, δεν είχαμε συσκευή στους ξενώνες για να μην ενοχλούνται οι φιλοξενούμενοι. Γι' αυτό κατεβήκαμε στο σαλόνι, όπου η Ορόρα σήκωσε το ακουστικό.
«Σπένσερ», αποκρίθηκε. «Τι έγινε;»
Άκουγε την αναφορά του και το μέτωπο της καταβαλλόταν από ένα δυνατό συνοφρύωμα. Ήδη το ξαφνικό τηλεφώνημα τόσο νωρίς ήταν ύποπτο. Η έκφραση της Ορόρα ήρθε για να εντείνει την καχυποψία μου.
«Και δεν υπάρχουν ίχνη;», τον ρώτησε και από τον τρόπο που πίεσε τα χείλη της κατάλαβα ότι της έδωσε αρνητικά απάντηση. «Θα έρθω να ελέγξω».
Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ήταν έτοιμη να ανέβει τις σκάλες για να αλλάξει αγνοώντας με. Έπρεπε να της μιλήσω εγώ για να με ενημερώσει πως ένας βρικόλακας επιτέθηκε σε μια ομάδα θνητών το περασμένο βράδυ.
«Θα έρθω μαζί σου», της δήλωσα.
«Εσύ είσαι υπεύθυνος για το γραφείο. Άσε με να πάω μόνη μου. Έχω ανάγκη να φύγω από το σπίτι, την πόλη, ει δυνατόν και την πολιτεία».
«Δεν είναι ώρα για εγωισμούς. Μιλάμε για βρικόλακα».
«Είναι πρωί κι αυτός θα είναι πιθανόν σπίτι του. Επιπλέον, θα πάω στο νοσοκομείο που νοσηλεύονται οι θνητοί με συνοδεία. Εσύ μας είσαι άχρηστος».
Λογομαχήσαμε λίγο ακόμα επί του θέματος, αλλά στο τέλος κέρδισε το πείσμα της Ορόρα. Όταν τελικά ήταν ελεύθερη να επιστρέψει στον πρώτο όροφο, συνειδητοποιήσαμε πως τόση ώρα μας παρακολουθούσαν οι γονείς μου στην μέση της σκάλας.
«Εγώ μπορώ να έρθω ή είμαι εξίσου άχρηστος;», ρώτησε ο πατέρας μου.
Η Ορόρα δεν είπε τίποτα. Συνέχισε την πορεία της κι ο Κέλλαν Μάρεϊ το εξέλαβε ως θετική απάντηση. Ετοιμάστηκε πιο γρήγορα από εκείνη κι όταν επέστρεψε στο ισόγειο, δεν της έδωσε άλλη επιλογή από το να την συνοδεύσει στο νοσοκομείο εκτός Νέας Μόιρα.
Όταν έμεινα μόνος μου με την μητέρα μου, εκείνη προσπάθησε να με πείσει να συζητήσουμε τον πρωινό καβγά μου με την Ορόρα. Εγώ όμως δεν είχα καμία όρεξη και είχα την καλύτερη δικαιολογία να το αποφύγω. Προφασίστηκα ότι έπρεπε να πάω νωρίτερα στο τμήμα για να ετοιμάσω φάκελο για την επίθεση κι έφυγα από το σπίτι σαν κυνηγημένος.
Η αρχική ιδέα ήταν να πάω όντως στην αστυνομία, ωστόσο στην πορεία αποφάσισα να κάνω μία στάση στην εκκλησία. Περνούσα καθημερινά από το γοτθικό κτίσμα που δημιουργήθηκε με χορηγία της Ορόρα, γι' αυτό κι είχε καθολικά στοιχεία. Ποτέ όμως δεν ένιωσα την ανάγκη να το επισκεφτώ, αν δεν γινόταν κάποια τελετή. Δεν ήμουν ιδιαίτερα θρήσκος και επικαλούμουν τα θεία κυρίως εκ παραδρομής, αλλά σήμερα δεν είχα άλλη επιλογή από μια προσευχή.
Μπήκα μέσα όσο πιο αθόρυβα γινόταν για να μην ταράξω την κατανυκτική ατμόσφαιρα. Ο χώρος ήταν άδειος και αρκετά σκοτεινός. Η μόνη πηγή φωτός ήταν τα μικρά κεριά που είχαν διασκορπιστεί στον κυρίως ναό. Μερικά αγάλματα αγίων και της Θεοτόκου δέσποζαν κατά μήκος τους διαδρόμου και ένιωθα σαν να με κοιτούσαν επικριτικά, γιατί σίγουρα γνώριζαν τα εγκλήματα μου.
Φτάνοντας μπροστά από το ιερό, γονάτισα και σήκωσα τα χέρια μου σε στάση προσευχής. Τα μάτια μου ποτίστηκαν για μία ακόμα φορά με αλμυρά δάκρυα, τα οποία μούλιασαν το δέρμα μου.
«Χρειάζομαι συγχώρεση», ψιθύρισα κλαίγοντας. «Δεν το ήθελα. Δεν είμαι κακός. Ας με συγχωρέσει κάποιος», έκλεισα τα μάτια μου. «Δεν αντέχω άλλο».
Την ίδια στιγμή, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος κι όλα τα κεριά έσβησαν από τον δυνατό αέρα που ακολούθησε τον θόρυβο. Εγώ τινάχτηκα όρθιος με την ανάσα μου να φυλακίζεται στο στήθος μου, τρομοκρατημένος από την ξαφνική αναστάτωση. Η πόρτα της εκκλησίας είχε κλείσει με δύναμη χωρίς να υπάρχει κάποια φανερή αιτία. Προφανώς έκανε ρεύμα. Ή πολύ απλά οι αμαρτίες μου βάραιναν τον ιερό χώρο και μια θεία δύναμη με ενημέρωσε πως αποκλειόταν η πιθανότητα συγχώρεσης.
Ορόρα
Ο Κέλλαν με ακολούθησε έξω από την Νέα Μοίρα, παρά την φανερή δυσφορία μου. Όπως πάντα, ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο ακόμα και σε μια κοινότητα που δεν γνώριζε όπως εγώ. Η αλαζονεία του όμως του υποδείκνυε να ανακατευτεί, ώστε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να κατηγορήσει εμένα και τον Κάρτερ για την επίθεση. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έπρεπε να φανεί αυτός ανώτερος των άμαθων διαδόχων, που σημειωτέον διοικούσαν μια Αυλή με μεγαλύτερη ευημερία από την δική του.
«Τι ήταν όλο αυτό το πρωί;», με ρώτησε καθώς οδηγούσε.
«Δεν σε αφορά», του απάντησα χαζεύοντας έξω από το παράθυρο του συνοδηγού.
«Για ζευγάρι που κλέφτηκε, δεν δείχνετε ιδιαίτερα ερωτευμένοι», συνέχισε λες και δεν με είχε ακούσει.
Εγώ ξεφύσησα και στράφηκα σε εκείνον, με την ελπίδα ότι το απειλητικό βλέμμα μου θα τον απέτρεπε από περαιτέρω πικρόχολα σχόλια.
«Ξέρεις. Υπάρχει κάτι που λέγεται προσωπική ζωή, στην οποία δεν μπορεί να ανακατεύεται ο πρώτος τυχόντας».
«Δεν είμαι ο πρώτος τυχόντας», απάντησε με θράσος, καταστώντας σαφές ότι είχε αυτοκτονικές διαθέσεις. «Είμαι ο πατέρας του Κάρτερ».
«Το θυμάσαι μόνο όταν σε συμφέρει».
«Τι παραπάνω πρέπει να κάνω δηλαδή; Έχει μεγαλώσει. Δεν μπορώ να είμαι συνεχώς πλάι του».
«Σοβαρά; Θέλεις να με πείσεις ότι τόσο καιρό απλώς του έδινες χώρο; Γιατί όλα τα νταμπίρ ξέρουν ότι και εσύ και ο πατέρας μου μας κρατάτε μούτρα, επειδή τολμήσαμε να κάνουμε αυτό που θέλαμε εμείς».
«Δεν ξέρω κατά πόσο θα συμφωνήσουν με το τελευταίο σκέλος, αν σας δουν».
Εγώ κούνησα το κεφάλι μου απηυδισμένη και επέστρεψα την προσοχή μου στον δρόμο. Ούτε και τότε όμως πτοήθηκε. Ειλικρινά, βρισκόμουν στα πρόθυρα χειροδικίας.
«Ποιος από τους δύο έχει κάνει την κουτσουκέλα;»
«Τι είναι αυτά που λες;», έκρωξα.
«Ποιος έχει εξωσυζυγική σχέση;», μου εξήγησε πιστεύοντας ότι δεν είχα καταλάβει την ερώτηση κι όχι ότι με έφερε σε δύσκολη θέση.
«Δεν νομίζεις ότι ξεπερνάς τα όρια;»
«Εσύ λοιπόν», απάντησε με θράσος.
«Αυτό ήταν», μουρμούρισα και άρπαξα το τιμόνι για να κάνουμε στην άκρη.
Ο Κέλλαν έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και φόβου, γιατί μπήκαμε στο αντίθετο ρεύμα και παραλίγο να τρακάρουμε με ένα άλλο όχημα. Τελευταία στιγμή όμως έκανε τον κατάλληλο ελιγμό, ώστε να επιστρέψουμε στην λωρίδα μας και στην συνέχεια έσβησε την μηχανή.
«Είσαι τρελή;», φώναξε.
Εγώ δεν του απάντησα. Εκμεταλλεύτηκα το γεγονός ότι το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο και όρμησα έξω. Προτιμούσα να περπατήσω τρία χιλιόμετρα με τα τακούνια παρά να τον ακούω σε όλη την διαδρομή.
Εκείνος βγήκε επίσης από το αυτοκίνητο και μου φώναξε να γυρίσω πίσω. Κι επειδή εγώ τον αγνόησα, έτρεξε ξωπίσω μου και με άρπαξε με τόση δύναμη, που παραλίγο να μου ξεριζώσει τον ώμο.
«Άσε τα πείσματα και γύρνα στο αυτοκίνητο», γρύλισε αγνοώντας το παράπονο μου για το πόσο με πόνεσε.
«Δεν πάω πουθενά μαζί σου».
Ο Κέλλαν έσφιξε τα δάχτυλα του γύρω από τον ώμο μου, με αποτέλεσμα να σφυρίξω από την δυσφορία. Λίγο ακόμα και θα σταματούσε την κυκλοφορία του αίματος.
«Τις διαταγές μου τις δίνω μία φορά».
«Δεν μπορείς να με διατάζεις. Είμαι η διάδοχος σου».
«Όχι επειδή εξαρτάται από μένα», απάντησε και με έσυρε κυριολεκτικά μέχρι το αυτοκίνητο.
Αυτή την φορά δεν πρόβαλα περισσότερη αντίσταση. Το χέρι μου πονούσε και η ψυχολογία μου βαλλόταν από πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων. Για τους Μάρεϊ δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από το εύκολο θύμα. Κι όσο επέμεναν να μου το δείχνουν, τόσο με έπειθαν ότι είχαν δίκιο.
Παραδομένη σε έναν ακόμη κακοποιό, υπέμεινα το υπόλοιπο της διαδρομής με εκείνον λίγα εκατοστά παραπέρα. Ευτυχώς δεν άνοιξε ξανά το στόμα του μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο και να συναντήσουμε την πενταμελή ομάδα που μας περίμενε, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Σπένσερ και η Άσλεη. Ο Κέλλαν αναγνώρισε την δεύτερη, αλλά ούτε που της μίλησε στο όνομα της χρόνιας γνωριμίας τους. Απλώς της έκανε ένα νεύμα.
«Μεγαλειότατε», αναφώνησε ο Σπένσερ καθώς υποκλίνονταν όλοι τους ελαφρά, για να μην τους δουν οι θνητοί. «Τι τιμή! Καλώς ήρθατε».
«Καλώς σας βρήκα», αποκρίθηκε κοφτά. «Τι έχουμε εδώ;»
Ο Σπένσερ καθάρισε τον λαιμό του και στράφηκε σε μένα για να δώσει την αναφορά του. Ωστόσο, ο Κέλλαν τον σταμάτησε και του υπέδειξε να κοιτάζει εκείνον. Ο βασιλιάς ήταν ανώτερος της πριγκίπισσας κι άρα όφειλε να ενημερώσει αυτόν. Η κουβέντα του έφερε τους πάντες σε δύσκολη θέση κι ήμουν σίγουρη πως μέσα τους τον έκριναν για την κρίση αλαζονείας του. Κι ένα κομμάτι του εαυτού μου χάρηκε γι' αυτό, γιατί κανένας τύραννος δεν άξιζε σεβασμό.
«Χθες βράδυ», ξεκίνησε ο Σπένσερ κατόπιν μιας απολογητικής ματιάς σε μένα. «Ένας βρικόλακας επιτέθηκε σε μια ομάδα θνητών έξω από ένα μπαρ. Λόγω σκοταδιού και αρκετής κατανάλωσης αλκοόλ τα παιδιά νομίζουν πως επρόκειτο για άγριο ζώο. Ο γιατρός μας όμως αναγνώρισε τα σημάδια και μας κάλεσε αμέσως».
Στα περισσότερα κεντρικά νοσοκομεία, κάθε πολιτείας, εργαζόταν τουλάχιστον ένα νταμπίρ για να μας ενημερώνει για τυχόν υπερφυσικές επιθέσεις ή για να φροντίζει άλλα νταμπίρ που νοσηλεύονταν εκεί.
«Δεν ήταν σοβαροί τραυματισμοί», συνέχισε ο Σπένσερ. «Τα παιδιά ούτε που έχασαν τις αισθήσεις τους. Ωστόσο, τρομοκρατήθηκαν. Στην τσέπη του ενός μάλιστα βρέθηκε ένα σημείωμα».
Και ναι, το ψαχούλεμα ήταν μέσα στις αρμοδιότητες των γιατρών - κατασκόπων.
«Μπορώ να το δω;»
Ο Σπένσερ έβγαλε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί από την δική του τσέπη και το έδωσε στον Κέλλαν. Εγώ έγειρα προς το μέρος του για να αντικρίσω τελικά μια απλή φράση:
Αυτό είναι μόνο η αρχή
-Ν
«Μάλλον αυτό το σημείωμα είναι για εμάς», συμπέρανε ο Κέλλαν κι ο Σπένσερ ένευσε καταφατικά.
Στο μεταξύ, εγώ είχα μείνει να κοιτάζω τα καλλιγραφικά γράμματα που σχημάτιζαν μια γνώριμη προειδοποίηση. Αντικειμενικά, αυτή η κουβέντα θα μπορούσε να φτάσει στα αυτιά μου ή στα μάτια μου με ένα σωρό τρόπους, ακόμα και σε μορφή ταινίας ή βιβλίου. Προφανώς είχε αποτυπωθεί στο υποσυνείδητο μου από παλιότερη εμπειρία και τώρα πάλευε να αναδυθεί.
«Θέλω να μιλήσω με τον γιατρό», είπε ο Κέλλαν βάζοντας το σημείωμα στην τσέπη του.
Ο Σπένσερ προσφέρθηκε να τον συνοδεύσει, ενώ η Άσλεη έφερε το χέρι της στην ράχη μου και με ώθησε να προχωρήσουμε παραπέρα για να μην ακούσουν οι υπόλοιποι την συζήτηση μας.
«Έχασες το χρώμα σου όταν είδες το σημείωμα. Αναγνώρισες μήπως τον γραφικό χαρακτήρα;»
«Όχι, απλώς... Νομίζω πως είχα ένα deja - vu».
Τα άκρα της χαλάρωσαν και ξεφύσησε ανακουφισμένη.
«Η επιστημονική εξήγηση του deja - vu λέει πως επρόκειτο για γνώση που ο εγκέφαλος κάνει το λάθος να την αναγνωρίσει ως μνήμη, πιθανόν εκ παραδρομής».
«Δεν αμφιβάλω για την λάθος λειτουργία του εγκεφάλου μου αυτή την στιγμή».
Εκείνη πήρε μια συμπονετική έκφραση.
«Φαντάζομαι πως η επίσκεψη των πεθερικών σου χειροτέρεψε την κατάσταση».
«Σχεδόν έχασα τον ώμο μου», αποκρίθηκα και ψηλάφισα προσεκτικά το σημείο που είχε πιέσει ο Κέλλαν και πονούσε ακόμα.
«Δεν το πιστεύω», γρύλισε η Άσλεη. «Η βία είναι οικογενειακό τους;»
«Μάλλον».
«Πρέπει να φύγεις από εκεί μέσα!»
«Και πού να πάω; Τηλεφώνησα χθες στην μητέρα μου και ο πατέρας μου με ενημέρωσε πως η Σεβίλλη με έχει ξεγράψει».
Η Άσλεη δεν μπόρεσε να μην με κλείσει στην αγκαλιά της, κάτι που είχα μεγάλη ανάγκη και την δέχτηκα, παρόλο που μας έβλεπαν ένα σωρό άτομα.
«Μπορείς να μείνεις μαζί μου», είπε μόλις βρεθήκαμε ξανά αντικριστά.
«Ίσως να δεχτώ την πρόταση σου μετά το μεσημεριανό. Ξεκαθάρισα στον Κάρτερ πως θα μιλήσουμε στους γονείς του για το διαζύγιο. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες. Θέλω μόνο την ελευθερία μου».
«Τότε θα σε περιμένω».
«Σε ευχαριστώ», μισοχαμογέλασα. «Μετά τα καψόνια της περασμένης βδομάδας, δεν έχεις καμία υποχρέωση να με συνδράμεις».
«Ε σιγά. Όλες έχουμε υπάρξει παραπάνω ζηλιάρες από όσο έπρεπε. Στο τέλος της ημέρας όμως μόνο μια γυναίκα θα σε σώσει από την πατριαρχεία. Και από την αϋπνία», συμπλήρωσε τσιμπώντας ελαφρά το δεξί μου ζυγωματικό.
«Η αλήθεια είναι πως κατάφερα να κοιμηθώ. Είχα όμως ένα τόσο ζωντανό όνειρο που ξύπνησα από τα αξημέρωτα».
Η ανάμνηση και μόνο με έκανε να αναριγήσω. Ένιωσα ξανά το μίσος που με κατέβαλε την στιγμή που έπνιγα τον Κάρτερ και αντανακλαστικά έσφιξα τις γροθιές μου.
«Τον σκότωσα», συνέχισα χαμηλόφωνα. «Είδα πως τον σκότωσα και πως... το ευχαριστήθηκα! Κι όλα αυτά με την παρότρυνση κάποιου που δεν αντίκρισα καν το πρόσωπο του. Ήξερε όμως τι είχε συμβεί».
Η Άσλεη με παρακολουθούσε χωρίς ίχνος αποστροφής για το διαστροφικό μου όνειρο. Δεν ήξερα αν απλώς είχε μουδιάσει ή εν μέρει επικροτούσε τον εφιάλτη μου. Ήλπιζα να μην ίσχυε το δεύτερο, γιατί όσο κι αν μισούσα τον Κάρτερ, σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να παραβώ το Ου φονεύσεις. Δεν πίστευα στα αλήθεια πως αυτός ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος, αν παριστάναμε τους θεούς και σκοτώναμε όποιον μας έβλαπτε.
«Είναι πολύ λογικό να παίζει τέτοια παιχνίδια το υποσυνείδητο σου», μου είπε. «Βιώνεις κάτι τρομερό και τα όνειρα σου θα ταλανίζονται δυστυχώς για πολύ ακόμα».
«Ελπιδοφόρο», σχολίασα ειρωνικά.
«Θα έχεις όμως την καλύτερη συγκάτοικο να σου φτιάχνει μια ζεστή σοκολάτα στην μέση της νύχτας για να σε γλυκάνει».
Ήταν αδύνατον να μην χαμογελάσω με την τελευταία της πρόταση. Μπορεί να έχασα τον πρώτο μου έρωτα, αλλά βρήκα μια αδερφή.
†
Η Εριέττα είχε γείρει στα κάγκελα και κοιμήθηκε μετά από αρκετές μέρες. Η Τατιάνα όμως δεν κατάφερε να κλείσει τα μάτια της. Ήθελε να παρακολουθεί την Ισαβέλλα για να ελέγχει την κατάσταση της.
Η επαναστατική της έξαρση οδήγησε σε μια σειρά γεγονότων που έφεραν την καημένη Ισαβέλλα στο κατώφλι του θανάτου. Δεν της έφταναν τα επώδυνα βασανιστήρια στο κρεβάτι του Ντέμιεν, τώρα υπέμενε τις επιπτώσεις των δικών της σφαλμάτων.
Ήταν άδικο. Δεν μπορούσε να πεθάνει η Ισαβέλλα εξαιτίας της, γιατί στον ταραγμένο της νου οι παράπλευρες απώλειες ήταν καθαρά δική της ευθύνη. Δεν θα άντεχε να ζήσει όσες ακόμα μέρες της απέμεναν σηκώνοντας το αβάσταχτο φορτίο των ενοχών. Το σωστό ήταν να βιώσει η ίδια τις συνέπειες του λάθος χειρισμού της απόδρασης και θα το φρόντιζε αμέσως. Θα ρουφούσε όλο το ασήμι της Ισαβέλλα και ίσως ο μεταθανάτιος κόσμος να ήταν πιο φιλόξενος από τον Κάτω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top