16. ΟΛΑ ΣΤΑΧΤΗ
Κάρτερ
Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να προσπαθείς να κερδίσεις την προσοχή κάποιου που αγαπάς και αυτό το πρόσωπο να σε αγνοεί επιδεικτικά. Μια βδομάδα τώρα πάλευα να φέρω σε πέρας τις οδηγίες της Μέλανη και να κερδίσω έστω ένα μη επικριτικό βλέμμα από την Ορόρα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν πάντα το ακριβώς αντίθετο. Κάθε μου προσπάθεια να την εντυπωσιάσω της προξενούσε αρνητικά συναισθήματα χωρίς να μου το αιτιολογεί. Της αγόραζα λουλούδια ή μικρά δώρα για να την εκπλήσσω, της μαγείρευα με την Καταλίνα τα αγαπημένα της φαγητά, ήμουν επιτέλους ομιλητικός και μοιραζόμουν σκέψεις και συναισθήματα. Παρόλα αυτά η Ορόρα δεν ικανοποιούταν με την αλλαγή μου.
Πλέον η υποψία για τον Ενρίκε είχε γίνει βεβαιότητα. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για την ενόχληση της προς το πρόσωπο μου, ούτε για τις αργοπορίες της τα βράδια. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί με κάθε δυνατό τρόπο με την μόνη διαφορά ότι εγώ δεν απατούσα την Ορόρα. Εκείνη όμως αντιδρούσε ύποπτα σε κάθε μήνυμα, σε κάθε αποφυγή να αναλύσει την μέρα της στο τμήμα με την δικαιολογία ότι ήταν κουρασμένη, σε κάθε άρνηση της να δεχτεί ένα μου άγγιγμα.
Δυστυχώς δεν υπήρχε τρόπος να αποδείξω έμπρακτα την παράνομη σχέση τους, καθώς μου είχε απαγορευτεί να πλησιάσω το τμήμα. Επιπλέον, δεν είχα πολλές επαφές με την Άσλεη, γιατί από την ώρα που έπιανε δουλειά και μετά το πέρας αυτής, η Ορόρα την υποχρέωνε σε ατελείωτες αγγαρείες. Πιθανόν δεν ήθελε να κυκλοφορεί ελεύθερη στο κτίριο και να βλέπει τα αίσχη που σίγουρα θα μετέφερε σε μένα. Τα βράδια σηκωνόμουν καμιά φορά κρυφά και της τηλεφωνούσα για να μαθαίνω τουλάχιστον νέα της και η φωνή της έσπαγε από την ταλαιπωρία. Αν η Ορόρα συνέχιζε με αυτούς τους εκδικητικούς ρυθμούς η Άσλεη δεν γλίτωνε την υπερκόπωση.
Η γυναίκα μου πάλι μόνο κουρασμένη δεν ήταν από τις πολλές ώρες υπηρεσίας. Ένα ακόμα πρωινό σηκώθηκε πριν από μένα για να ετοιμαστεί. Μόνο που η υπερβολικά προσεγμένη της εμφάνιση δεν θύμιζε γυναίκα που πήγαινε απλώς στην δουλειά.
Εγώ πάλι δεν έκανα τον κόπο να περιποιηθώ τον εαυτό μου, γιατί όπως και να ήμουν θα περνούσα απαρατήρητος. Κατέβηκα με τις πυτζάμες μου και τα ανακατεμένα μου μαλλιά να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου για να έχω ενέργεια να μην κάνω απολύτως τίποτα την υπόλοιπη μέρα.
«Α κορίτσι μου, τι ομορφιές είναι αυτές!», αναφώνησε η Καταλίνα βλέποντας την Ορόρα με το ταγιέρ της και το έντονο για πρωί μακιγιάζ της.
«Ε είπα να περιποιηθώ λίγο τον εαυτό μου», απάντησε η Ορόρα χαμογελώντας συνεσταλμένα.
«Να τον περιποιείσαι όμως και για καταστάσεις εκτός δουλειάς», είπε η Καταλίνα ρίχνοντας μου ένα πλάγιο βλέμμα. «Ας πούμε σήμερα που ο άντρας σου θέλει να σου κάνει το τραπέζι για να σου ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό».
Δυο ζευγάρια μάτια ρίχτηκαν πάνω μου, το καθένα με διαφορετικές διαθέσεις. Η Καταλίνα με κοιτούσε όλο νόημα, ενώ η Ορόρα βαθιά απορημένη. Εγώ πάλι είχα σαστίσει προσπαθώντας από την μία να θυμηθώ τι είχα να ανακοινώσω στην Ορόρα και από την άλλη να μην μου πέσει το κουλούρι από το στόμα.
«Και τι είναι αυτό;», ρώτησε η Ορόρα.
Δοκίμασα να κλέψω χρόνο μασουλώντας γρήγορα την μπουκιά που είχα στο στόμα μου, αλλά η Καταλίνα είχε προβλέψει κάθε λεπτομέρεια.
«Θα το μάθεις το βράδυ. Γι' αυτό φρόντισε να μην αργήσεις».
«Μάλιστα», μουρμούρισε η Ορόρα έχοντας πιθανόν καταλάβει την συνωμοσία της οικιακής μας βοηθού.
«Κάτσε τώρα να φας κι εσύ».
«Θα πάρω πρωινό στο τμήμα. Έχουμε μια σοβαρή συνάντηση και δεν μπορώ να αργήσω».
«Τι είδους συνάντηση;», θέλησα να μάθω.
«Σοβαρή», επανέλαβε τον χαρακτηρισμό της κάνοντας με να μορφάσω. «Είπαμε πως τώρα ασχολούμαι εγώ με τα της αστυνομίας».
«Δεν σημαίνει όμως ότι θα είμαι στο σκοτάδι για κάτι που στην τελική εγώ διοικούσα τόσο καιρό!»
«Μην μαλώσετε τώρα», παρενέβη η Καταλίνα βλέποντας την Ορόρα έτοιμη να μπει στην αντεπίθεση.
«Απλώς θέλουμε να αυξήσουμε τον αριθμό των νταμπίρ στις περιπολίες», με ενημέρωσε. «Παρατηρείται έντονη κινητικότητα βρικολάκων στην Καλιφόρνια».
«Με τόσο ήλιο;»
«Τους τελευταίους μήνες ο ήλιος αποτελεί μακρινό όνειρο. Μπορεί ο καιρός να παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης, αλλά δεν θέλω να ρισκάρω μια απότομη αλλαγή. Ας είμαστε προετοιμασμένοι για όλα».
Περίφημα! Οι ενέργειες μου όχι μόνο με απομάκρυναν από το καθήκον μου, αλλά αύξησε την δουλειά των αστυνομικών. Πού να της έλεγα ότι ο καιρός θα συνέχιζε την ανοιξιάτικη διάθεση, αφού εγώ δεν θα έπαιζα μαζί του τουλάχιστον σύντομα;
«Καλά θα κάνετε», είπα τελικά.
Την ίδια στιγμή, χτύπησε η πόρτα και τα μάτια της Ορόρα άστραψαν.
«Ήρθε και το μεταφορικό μου», μας ανακοίνωσε και πήρε τα πράγματα της για να φύγει.
Ωστόσο, εγώ τινάχτηκα όρθιος και την πήρα στο κατόπι ρωτώντας τι απέγινε το αυτοκίνητο της.
«Χάλασε», απάντησε την ώρα που άνοιγε την πόρτα και έκανε την εμφάνιση του ο Ενρίκε. «Καλημέρα», του είπε σχεδόν τραγουδιστά κι εκείνος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με περίσσιο ενθουσιασμό στο βλέμμα του.
«Καλημέρα και σε σένα Κάρτερ».
Προς τι τόση οικειότητα; Ήμουν ο πρίγκιπας του, ο επόμενος βασιλιάς, ο σύζυγος της εργοδότριας του και... τουλάχιστον λέτσος σε σύγκριση με αυτόν. Όπως και η Ορόρα, έτσι κι εκείνος είχε περιποιηθεί την εμφάνιση του έχοντας φορέσει ένα λευκό, βαμβακερό πουκάμισο, ένα σκούρο μπλε υφασμάτινο παντελόνι, ενώ τα μαύρα του μαλλιά είχαν πετρώσει από το τζελ. Όσο για το άρωμα του, ήταν υπερβολικά βαρύ για πρωί, όπως ακριβώς άρεσε στην Ορόρα...
«Γιατί δεν μου είπες ότι χάλασε το αυτοκίνητο σου για να σε πάω εγώ στην δουλειά;», την ρώτησα αγνοώντας τον χαιρετισμό του Ενρίκε.
«Γιατί έχω βρει ήδη την λύση. Αν θέλεις, μπορείς να το πας για επισκευή. Θα τα πούμε», έκανε ένα νεύμα πριν αποχωρήσουν. Μαζί!
Ξεφυσώντας δυνατά επέστρεψα στο σαλόνι και βούλιαξα στον καναπέ. Δεν είχα το κουράγιο να κάνω απολύτως τίποτα, γιατί είχα ξοδέψει ήδη όλη μου την ενέργεια να καταριέμαι τον αναθεματισμένο σφετεριστή. Ευτυχώς η Καταλίνα είχε βγει στον κήπο για δουλειά, οπότε δεν θα με ζάλιζε με συμβουλές ή ερωτήσεις. Όταν όμως την άκουσα να διώχνει κάποιον, εγκατέλειψα την ησυχία και πήγα κοντά της να δω την αιτία αναστάτωσης.
«Τι έγινε;»
«Ένα κοράκι», μου εξήγησε. «Μια βδομάδα τώρα έρχεται και κάθεται στον κήπο».
«Δεν έχει κάνει όμως καμιά ζημιά».
«Αγόρι μου το κοράκι είναι γρουσουζιά. Προμηνύει θάνατο».
†
Το κοράκι που εκδιώχτηκε από τον κήπο της Ορόρα και του Κάρτερ πέταξε ψηλά μέχρι που η μαύρη κουκίδα έσβησε από τον ουρανό. Ουσιαστικά το πτηνό πέρασε σε μια άλλη διάσταση, έναν κόσμο σκοτεινό, ψυχρό και απομονωμένο, στο βασίλειο του θανάτου και της λησμονιάς· τον Κάτω Κόσμο.
Μόλις βρέθηκε στην προστασία της Αυλής του, το κοράκι περικυκλώθηκε από ένα πυκνό σύννεφο μαύρου χρώματος, από το οποίο φανερώθηκε η αδύνατη σιλουέτα του Ντέμιεν.
Ο δαιμονικός βασιλιάς βάδισε μέχρι το μπουντρούμι του πρώτου ορόφου, όπου κάποτε ήταν φυλακισμένος ο αδερφός του και οι Ριντ, τα μόνα νταμπίρ που μέχρι κάποιο διάστημα γνώριζαν την ταυτότητα του. Και τώρα, η φυλακή αυτή κρατούσε δέσμια τα μόνα πλάσματα του Κάτω Κόσμου με την γνώση της σκληρής αλήθειας, ώστε να μην είναι σε θέση να την μοιραστούν με τους νεκρούς θαμώνες, οι οποίοι ακόμα δεν ήξεραν τι είχε συμβεί πριν μια βδομάδα, όταν το βασίλειο σείστηκε και ποτίστηκε από δαιμονική ενέργεια.
Ο Ντέμιεν έσπρωξε το κομμάτι του τοίχου, που ήταν η πύλη του μπουντρουμιού και προχώρησε στο στενόμακρο δωμάτιο μέχρι να σταθεί μπροστά από τα κάγκελα. Πίσω από αυτά η Ισαβέλλα κειτόταν ετοιμοθάνατη, με τον ασημένιο ιδρώτα να τρέχει από κάθε σημείο του σώματος της. Δίπλα της η Τατιάνα κρατούσε το χέρι της και τα μάτια της ήταν δακρυσμένα, καθώς η θλίψη της για την τύχη της δαιμόνισσας ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα των τελευταίων ημερών.
Η Εριέττα καθόταν παραπέρα και τις κοιτούσε σχεδόν ατάραχη. Την πλήγωνε η κατάσταση της Ισαβέλλα και εν γένει η δική τους, τα πάντα μέσα της όμως είχαν μουδιάσει, καθώς προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα και οι τρεις τους θα διάβαιναν το κατώφλι του δικού τους μεταθανάτιου βασιλείου κι ήθελε να είναι θαρραλέα ετούτη την στιγμή θυμούμενη ότι είχαν σώσει τις υπόλοιπες κυρίες και φυσικά τον μικρό Μάικλ.
Ακούγοντας τον Ντέμιεν να έρχεται κοντά τους, μονάχα η Τατιάνα ανασήκωσε το σκληρό της βλέμμα. Η Εριέττα παρέμεινε χαμένη στις σκέψεις της με την ελπίδα ότι θα έφευγε σύντομα, ενώ η Ισαβέλλα κοιμόταν βαθιά και μόνο το αδύναμο ανασήκωμα του στήθος της επιβεβαίωνε πως ήταν ακόμα εν ζωή.
«Αναρωτιέμαι, αν ξέρατε πως θα αποτύγχανε η ανόητη απόπειρα σας να αποδράσετε, θα προσπαθούσατε έτσι κι αλλιώς;»
«Ναι», απάντησε η Τατιάνα δίχως δισταγμό. «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία».
«Η ελπίδα έχει πεθάνει εδώ και καιρό. Και σύντομα θα ακολουθήσει και η φίλη σας. Μπορείτε όμως να την σώσετε αν είστε συνεργάσιμες».
«Δεν θα συμμετάσχουμε στα αρρωστημένα σου ξόρκια».
Ο Ντέμιεν κάγχασε.
«Νομίζετε ότι σας έχω ανάγκη για ένα απλό ξόρκι; Έχετε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σας. Φυσικά και δεν χρειάζομαι την συμβολή σας για κάτι που έχω όλη την δύναμη να πετύχω. Αυτό που θέλω να κάνεις είναι να με βγάλεις από τον κόπο να χαραμίσω πολύτιμους υπηκόους στην αναζήτηση των φίλων σου».
«Θέλεις να τις ρουφιανέψω», συμπέρανε η Τατιάνα.
«Ακριβώς», απάντησε ο Ντέμιεν χαμογελώντας χαιρέκακα.
«Πιστεύεις στα αλήθεια ότι θα τις πρόδιδα, αν όντως ήξερα πού πήγαν;»
«Εσύ θέλεις να πιστέψω ότι αποδράσατε χωρίς να έχετε αποφασίσει πού θα κρυφτείτε;»
Η Τατιάνα ανασήκωσε τους ώμους της.
«Μπορείς να πιστέψεις ό,τι θέλεις. Μπορείς να νομίζεις ότι το προετοιμάζαμε για τρία χρόνια και δεν ήταν κάτι αυθόρμητο. Όπως και να έχει εσύ εκτίθεσαι, επειδή δεν το πρόλαβες. Ωστόσο, θα κάνω την φωνή της λογικής γιατί το μίσος σου σε βάρος της Ορόρα έχει κάψει και το ελάχιστο μυαλό που διαθέτεις. Πού πίστευες ότι θα μπορούσαμε να πάμε; Στο χανάτο της Μπουλουχάν που δεν υπάρχει πια; Στον σουλτάνο της Ζεϋνέπ που δεν ξέρουμε σε ποιο μέρος του πλανήτη βρίσκεται; Στην μητέρα της Έλενας που την πούλησε, ποιος ξέρει γιατί; Στην πόλη της Ισαβέλλα που την κυνηγάνε οι δαίμονες της Ισπανίας; Στην πατρίδα της Νουρ που είναι σε εμπόλεμη κατάσταση ή της Εριέττας που για αιώνες έχει πάψει να φιλοξενεί το σπίτι της; Ακόμα και εγώ με την Λουκία δεν διαθέτουμε μια ασφαλή κρυψώνα. Για τον Νόα δεν το διαπραγματεύομαι καν. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι. Δεν έχει την φήμη που θα του εξασφάλιζε τα προς το ζην. Μένει ο Μάικλ. Ποιος θα αναγνωρίσει ένα νταμπίρ που βλέπει για πρώτη φορά; Σίγουρα δεν θα ήταν η Μόιρα ο αρχικός μας προορισμός. Πόσες εναλλακτικές μένουν σε ένα μάτσο γυναίκες που αγνοούν την πάνω επικαιρότητα για σχεδόν μια δεκαετία;»
Ο Ντέμιεν δεν πίστεψε ούτε λέξη. Ήταν σίγουρος ότι όλο αυτό δεν είχε σχεδιαστεί τελευταία στιγμή και πως ήξεραν από την αρχή που θα πήγαιναν. Πώς ήθελε να πιστέψει ότι ήταν στο σκοτάδι για τον πάνω κόσμο όταν αποδείχτηκε ότι συνεργάζονταν με τον καθρέφτη;
«Θα προσποιηθώ ότι σε πιστεύω. Ωστόσο, οποιαδήποτε αναλαμπή θα είναι σωτήρια για την φίλη σου», την προειδοποίησε πριν φύγει.
Όταν έκλεισε η πόρτα του μπουντρουμιού σημαίνοντας την αποχώρηση του, η Εριέττα ξεφύσησε και στράφηκε στην Τατιάνα.
«Θα πεθάνουμε», δήλωσε. «Αλλά καλύτερα έτσι. Όπως είπες κι εσύ δεν υπάρχει τίποτα εκεί πάνω για εμάς».
«Θα το φτιάξουμε εμείς», της απάντησε και χαμήλωσε το βλέμμα της στην Ισαβέλλα. «Δεν αντέχω να την βλέπω άλλο έτσι. Αργοπεθαίνει εξαιτίας μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να την σώσω».
«Δεν έμπηξες εσύ το ασήμι στο στήθος της».
«Καθυστέρησα με τον Νόα. Έπρεπε να είχε πάει εξ αρχής η Έλενα».
«Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Μας θύμισες ότι υπάρχει ακόμα μια μικρή ελπίδα. Μας ενέπνευσες. Η Ορόρα δεν θα μπορούσε να ζητήσει καλύτερη στρατιώτισσα».
Όταν ο Ντέμιεν επέστρεψε στο δωμάτιο του, η Μόιρα τον ακολούθησε και έδιωξε την Λίζα και την δαιμόνισσα για να μιλήσει με τον γιο της.
«Τις βρήκες;», τον ρώτησε αφού εκείνος ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι εκείνη κάθισε δίπλα του.
«Έχω σταματήσει να τις ψάχνω. Προτεραιότητα μου παραμένει η Ορόρα».
Η Μόιρα αναστέναξε δυνατά στο άκουσμα του ονόματος της μεγαλύτερης αντιζήλου του παιδιού της.
«Φτάνει πια με αυτή την καταραμένη! Ψάξε βρες τις προδότριες πριν σου δημιουργήσουν πρόβλημα».
«Δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτα. Δεν υπάρχει περίπτωση να πλησιάσουν τα νταμπίρ και να μιλήσουν για μένα».
«Δεν θα είναι δύσκολο να τις πιστέψουν με τον καθρέφτη».
«Θα πιστέψουν ότι πρόκειται για μαγικό τους. Τόσες δαιμόνισες κι ένα άγνωστο νταμπίρ θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κάτι ύποπτο. Εξάλλου έχω αναθέσει σε βαμπίρ να τις αναζητήσουν. Και δεν θέλω να τραβήξω προσοχή με περισσότερους απεσταλμένους».
«Τότε στείλε δαίμονες».
«Και να τους πληρώσω με τι; Έχω ξοδέψει μια περιουσία τόσα χρόνια αγοράζοντας οτιδήποτε θα με βοηθούσε να παραμείνω στην κορυφή».
Η Μόιρα υποστήριξε πως δεν χρειαζόταν να πληρώσει κανέναν. Ήταν ο βασιλιάς τους κι όφειλαν να τον υπακούν δίχως να περιμένουν ανταλλάγματα. Η αρρωστημένη της ματαιοδοξία για το παιδί που δηλητηρίασε με το μίσος της, δεν την βοηθούσε να δει τα πράγματα με μια υποτυπώδη λογική. Αντίθετα, ο Ντέμιεν αναγνώριζε τις λάθος αποφάσεις της μητέρας του γι' αυτό και δεν θα τις υλοποιούσε. Οι εντάσεις και οι θάνατοι με σκοπό τον εκφοβισμό θα τραβούσε προσοχή που δεν ήθελε να δεχτεί. Όταν ο κόσμος αγνοούσε την ύπαρξη του, όλα κυλούσαν ομαλά στο βασίλειο του. Θα ακολουθούσε την ίδια τακτική για να παραμείνει στην αφάνεια και φυσικά για να προσηλωθεί στον στόχο του.
«Και τι έχεις σκοπό να κάνεις με την Ορόρα τέλος πάντων; Τόσα χρόνια δεν βαρέθηκες να παίζεις μαζί της;»
Ένα σαδιστικό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.
«Ακόμα δεν έχω παίξει μαζί της έτσι όπως ποθώ. Όμως δεν είναι μόνο θέμα παιχνιδιού. Είπα πως θα την πονέσω, πως θα την κάνω να αισθανθεί το σκουπίδι που είναι πραγματικά. Θα κάνω ό,τι προσπάθησε να κάνει εκείνη με τα κεκτημένα μου: Θα μετατρέψω τα όνειρα της σε στάχτη».
Ορόρα
Η πρωινή συνέλευση έληξε χωρίς να αλλάξει κάτι στο ζήτημα των περιπολιών. Πολλοί υποστήριξαν πως εφόσον δεν υπήρχαν επιθέσεις εναντίον νταμπίρ όταν έβγαιναν από την πόλη ή ακόμα και θνητών, δεν αξίζει να ληφθούν έκτακτα μέτρα. Προσωπικά διαφωνούσα, γιατί πίστευα ακράδαντα πως η πρόληψη ήταν η καλύτερη άμυνα. Εντούτοις, έπρεπε να σεβαστώ την πλειοψηφία και προς το παρόν να αφήσω τα πράγματα ως είχαν.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε σχετικά ήρεμα. Δεν υπήρχε πολύ δουλειά να πραγματοποιηθεί καθώς τις προηγούμενες μέρες εργάστηκα πυρετωδώς για να καλύψω το κενό ενός χρόνου. Έμενα ώρες κλεισμένη στο γραφείο μου μελετώντας και κρατώντας σημειώσεις με αποτέλεσμα να μην βλέπω νταμπίρ μέχρι να φύγω από το τμήμα. Πολλές φορές έτρωγα μάλιστα μόνο ένα γεύμα για να μην καθυστερώ. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ικανοποιητικό. Πλέον δεν χρειαζόμουν επεξηγήσεις από τον Σπένσερ για άτομα, καταστάσεις ακόμα και δωμάτια.
Ουσιαστικά, η πραγματικά πρώτη μέρα δουλειάς ήταν η σημερινή, γιατί δεν θα παρέμενα στο γραφείο μου διαβάζοντας σαν να προετοιμαζόμουν για εξετάσεις. Θα έκανα επιθεωρήσεις στους ορόφους και θα έθετα νταμπίρ σε υπηρεσία μοναχή μου, δίχως να χρειάζομαι κάποιον να μου υποδεικνύει την σειρά προτεραιότητας.
Αφού ολοκλήρωσα τις υποχρεώσεις μου αποφάσισα να κατέβω στο γυμναστήριο και να παρακολουθήσω την προπόνηση του Ενρίκε.
Είχε αλλάξει από τα πρωινά του ρούχα και φορούσε μονάχα μια μαύρη φόρμα. Το στήθος του και οι γραμμώσεις του κορμιού του διαγράφονταν με πλήρη λεπτομέρεια χάρις τον δυνατό φωτισμό του χώρου. Καθώς ελισσόταν για να αποφύγει τις επιθέσεις του αντιπάλου του, οι ώμοι του σκλήραιναν και το πρόσωπο του καταβαλλόταν από μια έκφραση αυτοπεποίθησης που τον έκανε να δείχνει αρκετά σέξι.
Κοντοστάθηκα στην είσοδο του γυμναστηρίου κι έμεινα να χαζεύω την αναμέτρηση, από την οποία βγήκε νικητής. Ο σημερινός του εκπαιδευτής, ένα μέλος με σημαντική προϋπηρεσία στο βασιλικό στράτευμα, τον επαίνεσε και του είπε πως η εκπαίδευση του πιθανόν θα τελείωνε συντομότερα από ό,τι υπολόγιζαν. Ο Ενρίκε τον ευχαρίστησε και μόλις με πήραν χαμπάρι ήρθαν κοντά μου και υποκλίθηκαν.
«Βλέπω πως έχουμε μια εξαιρετική περίπτωση στα χέρια μας», σχολίασα.
«Πράγματι πριγκίπισσα. Ο Ενρίκε είναι ο καλύτερος εκπαιδευόμενος μας. Είμαστε πολύ τυχεροί που τον έχουμε».
«Δεν μπορώ να διαφωνήσω», αποκρίθηκα και ο Ενρίκε μου χάρισε ένα ερωτικό χαμόγελο.
«Εμένα μου επιτρέπεις πριγκίπισσα».
Με ένα μου νεύμα ο στρατιώτης έφυγε από το γυμναστήριο αφήνοντας μας μόνους.
«Είδα πώς κινείσαι. Είσαι γρήγορος και ευέλικτος. Θα πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να σε κρατήσουμε κοντά μας».
«Δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά», μου απάντησε και μείωσε την απόσταση μεταξύ μας. «Το ακριβώς αντίθετο. Σκέφτομαι μήπως πάρω μεταγραφή για την προσωπική σου φρουρά».
Τα λόγια του έκαναν το στήθος μου να φουσκώσει από ενθουσιασμό. Έφερα ξανά στον νου μου την εικόνα του να παλεύει πριν λίγο και αισθάνθηκα μεγάλη ασφάλεια στην σκέψη να με φρουρεί.
«Είσαι σίγουρος γι' αυτό; Το να φυλάς την βασίλισσα σημαίνει να την ακολουθείς παντού. Ακόμα και σε ταξίδια».
«Ναι, ακούγεται πράγματι απαίσιο», είπε σαρκαστικά κάνοντας με να γελάσω.
«Θα το ήθελα πάρα πολύ», παραδέχτηκα.
Εκείνος χαμογέλασε ικανοποιημένος, αλλά σοβάρεψε αμέσως όταν κάποιος έσυρε τον εαυτό του μέχρι εμάς.
Όταν γύρισα να δω ποιο νταμπίρ περπατούσε βαριεστημένα, αντίκρισα την Άσλεη στα πρόθυρα κατάρρευσης με κύκλους γύρω από τα μάτια της να κάνουν έντονη αντίθεση με το λευκό της δέρμα.
«Συγγνώμη που διακόπτω. Μου είπαν ότι είσαι εδώ πριγκίπισσα και πήρα το θάρρος να σε βρω αντί να περιμένω στο γραφείο σου, γιατί δεν μπορώ να μείνω άλλο. Έχω ανεβάσει πυρετό και πρέπει να πάω σπίτι μου».
Αντανακλαστικά έφερα την παλάμη μου στο κούτελο της, η θερμοκρασία του οποίου επιβεβαίωσε τα λόγια της. Η εικόνα της δεν αρκούσε να με πείσει για την δεινή της κατάσταση, γιατί θα μπορούσε να είναι σκηνοθετημένο.
«Πήγαινε. Και τηλεφώνησε μου αύριο πρωί μήπως χρειαστείς και δεύτερη μέρα άδεια».
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε αδύναμα και πήρε τον δρόμο για το σπίτι της.
«Είναι σίγουρο ότι θα χρειαστεί και δεύτερη μέρα άδεια», είπε ο Ενρίκε όταν μείναμε πάλι μόνοι μας. «Έχει τα χάλια της».
«Βασικά θα εξαρτηθεί από το πώς θα είναι ο Κάρτερ σήμερα. Αυτές τις μέρες που φροντίζω να είναι συνεχώς απασχολημένη και να μην έχουν χρόνο να βρίσκονται, έχει κατεβάσει μια προβοσκίδα μέχρι το πάτωμα. Βέβαια της τηλεφωνεί κρυφά τα βράδια. Ή νομίζει ότι γίνεται κρυφά. Για να μην αναφέρω τα δώρα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά τρόπος να καταλαγιάσει τις τύψεις του. Κλασική αντίδραση μοιχού».
Ο Ενρίκε έσμιξε τα φρύδια του.
«Πρέπει να του μιλήσεις, να του καταστήσεις σαφές ότι έχεις καταλάβει τι συμβαίνει. Αυτό που γίνεται πίσω από την πλάτη σου είναι ανήθικο».
«Και τι πιστεύεις ότι θα γίνει; Θα πάρουμε διαζύγιο; Οι βασιλείς δεν θα το επιτρέψουν ποτέ. Εδώ μας μισούν επειδή παντρευτήκαμε κρυφά και παρά τα παρακάλια του Αλφόνσο και του Μάικλ αρνούνται να μας μιλήσουν πεισματικά. Αν τολμήσουμε να χωρίσουμε, θα μας πνίξουν με τα ίδια τους τα χέρια».
«Άρα τι προτείνεις;»
«Τίποτα. Αν ο κύριος θέλει να κάνει την ζωή του», έκανα ένα βήμα μπρος μηδενίζοντας σχεδόν την απόσταση μεταξύ μας. «Τότε θα κάνω ακριβώς το ίδιο».
Τα χείλη του Ενρίκε μειδίασαν πριν ενωθούν με τα δικά μου.
†
«Πώς είναι τα πράγματα εκεί;»
«Όπως και χθες. Καμία κίνηση».
Η Έλενα ξεφύσησε σιγανά. Ο Νόα όμως μπόρεσε και να ακούσει την δυσφορία της μέσα από το τηλέφωνο και να φανταστεί την απελπισία της.
«Κάποια στιγμή θα εμφανιστεί», προσπάθησε να εμψυχώσει και τους δυο. «Καμία Μόιρα δεν είναι αυτάρκης. Αναγκαστικά θα πρέπει να βγει στο κέντρο της Καλιφόρνια».
«Μακάρι», μουρμούρισε η Έλενα. «Εσύ είσαι εντάξει;»
«Μια χαρά», της απάντησε. «Έχουν έρθει πολλοί νέοι βρικόλακες, προφανώς τσιράκια του Ντέμιεν. Ωστόσο, ψάχνουν χωρίς να δίνουν λεπτομέρειες για την αποστολή τους. Άρα το έργο τους δυσκολεύει. Κι εγώ ξέρω να κρύβομαι στις σκιές. Εσείς πρέπει να προσέχετε. Ήταν λάθος που μείνατε στο Πόρτλαντ».
«Δεν γινόταν να φύγουμε τόσα άτομα στην Καλιφόρνια. Κάποιος θα μας καταλάβαινε. Καλύτερα εδώ, κοντά στην Μόιρα. Σε περίπτωση εσχάτου κινδύνου αφήνουμε το παιδί στην Αυλή του, εκεί όπου θα το προστατέψουν δικά του πλάσματα, ακόμα κι αν δεν ξέρουν ποιος είναι».
Ο Νόα ένευσε παραδομένος. Είχε διαφωνήσει εξ αρχής να τους εγκαταλείψει, αλλά η απόφαση των κοριτσιών ήταν η πλέον λογική. Το μόνο που του έμενε ήταν να παραμείνει στην Καλιφόρνια και να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει στην Ορόρα.
Σίγουρα εκείνη δεν θα δεχόταν να ανταλλάξει ήρεμες κουβέντες με τον εχθρό. Ο Νόα όμως της είχε μιλήσει κάποτε για τον Κάτω Κόσμο και το σωστό ήταν να το κάνει ξανά κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Σε σχέση με τις οκτώ γυναίκες, την είχε ζήσει περισσότερο καιρό, την είχε δει να μάχεται τον Ντέμιεν με κάθε τρόπο και είχε τις απαραίτητες γνώσεις που, αν της μοιραζόταν μαζί της, θα την έπειθε για τον ειλικρινή σκοπό του.
«Δεν σας έχει πλησιάσει κανείς περίεργος, έτσι;»
«Όχι», του απάντησε η Έλενα. «Η κρυψώνα μας είναι καλά προστατευμένη και μέχρι στιγμής προμηθευόμαστε ό,τι χρειαζόμαστε από τις σπιτονοικοκυρές».
Μπορεί ο Ντέμιεν να μην ήταν οι μυστικές υπηρεσίας και πιθανόν να μην έλεγχε τα τηλεφωνήματα τους, ωστόσο μίλησε κωδικοποιημένα για να αισθάνεται η ίδια ασφάλεια.
«Χαίρομαι. Ο καθρέφτης;»
«Τα ίδια. Έχει πιει το αμίλητο νερό μέχρι να απελευθερωθεί».
«Δεν πειράζει. Αφού δεν τον έχει ο Ντέμιεν ας μην μιλήσει και ποτέ του».
«Θα ήταν πολύ χρήσιμο να μας αναφέρει τουλάχιστον τις κινήσεις της Ορόρα για να σε βοηθήσει, αλλά ναι, έτσι όπως το θέτεις έχεις δίκιο».
Εκείνη την στιγμή, η Νουρ βγήκε στον μικρό κήπο της μονοκατοικίας για να σιγουρευτεί ότι η Έλενα ήταν εντάξει. Αν κάποια έβγαινε για λίγο και δεν επέστρεφε μετά από ένα τέταρτο, κάποια άλλη έπρεπε να την ελέγξει.
«Πρέπει να σε κλείσω τώρα. Ξεπέρασα το επιτρεπτό όριο βόλτας μου».
Ο Νόα γέλασε πνιχτά κι αφού της ευχήθηκε καλό απόγευμα, έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Νουρ, με την μοντέρνα πια ενδυμασία -ένα τζιν και μια μακό, κόκκινη μπλούζα- ήρθε και στάθηκε μπροστά από την Έλενα και την ρώτησε μήπως ο Νόα κατάφερε να δει την Ορόρα, μολονότι ο μηδενικός ενθουσιασμός στα γατίσια της μάτια είχε δώσει αρνητική απάντηση πριν τα χείλη της.
«Ίσως αύριο», αποκρίθηκε η βαμπιρίνα και η Έλενα χαμήλωσε το βλέμμα της. «Μην απελπίζεσαι. Αφού καταφέραμε να βγούμε από τον Κάτω Κόσμο, τίποτα δεν πρόκειται να μας σταματήσει. Στην χειρότερη περίπτωση πάτε οι δαιμόνισσες στην Καλιφόρνια».
«Δεν είναι αυτό», της απάντησε με έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό της και ποτάμι δακρύων να συσσωρεύεται στα μάτια της. «Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τα κορίτσια που έμειναν πίσω».
Η Έλενα θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για την τύχη της Ισαβέλλα, της Τατιάνα και της Εριέττα. Έπρεπε να αντιδράσει γρηγορότερα ώστε να τις έσωνε. Ωστόσο, όλες της έλεγαν συνεχώς πως κακώς ένιωθε τύψεις για ό,τι έγινε, καθώς έδωσε πολλά παραπάνω από ό,τι προέβλεπε το σχέδιο.
«Σωθήκαμε πάνω από τις μισές, ο Μάικλ, ο Νόα και ο καθρέφτης. Καλύτερα να επικεντρωθείς σε ό,τι κατάφερες κι όχι στο αντίθετο. Εξάλλου όλες φύγαμε. Όλες τις αφήσαμε πίσω. Όμως θα φροντίσουμε να μην έχουν θυσιαστεί για το τίποτα. Πρέπει να αναθαρρέψεις κυρίως για να μην σε βλέπει έτσι το παιδί».
Η Έλενα σκούπισε όσα δάκρυα ξεχύθηκαν στα μάγουλα της κι ένευσε αργά. Έπειτα η Νουρ την αγκάλιασε και την ώθησε να εγκαταλείψουν τον κήπο, που δεν ήταν τίποτα άλλο από την εσωτερική αυλή ενός συγκροτήματος κατοικούμενο κατά κύριο λόγο από... μάγισσες.
Μπαίνοντας μέσα βρήκαν τις υπόλοιπες κυρίες γύρω από τον υπολογιστή που διέθετε το σπίτι τους με την Λουκία να εκτελεί χρέη δακτυλογράφου και να αναζητάει οτιδήποτε επιθυμούσαν οι φίλες της. Όλες είχαν κατενθουσιαστεί με την μαγεία του μηχανήματος και του διαδικτύου, σε βαθμό που ο Μάικλ, ο οποίος ζωγράφιζε στον καναπέ φάνταζε πιο ώριμος από τα κορίτσια.
«Τι ψάχνετε πάλι;», ρώτησε η Έλενα μόλις στάθηκαν δίπλα τους.
Από όταν ανακάλυψαν την δύναμη της τεχνολογίας περνούσαν ώρες μπροστά από την οθόνη για να μάθουν τις εξελίξεις του κόσμου από όταν τον εγκατέλειψαν. Η Μπουλουχάν μάλιστα το είχε σε μεγαλύτερη εκτίμηση από τον καθρέφτη, γιατί ποτέ δεν αρνούταν να μοιραστεί πληροφορίες μαζί τους.
«Σήμερα είναι σειρά της Ζεϋνέπ να μάθει τι απέγιναν όσα άφησε πίσω της», τους εξήγησε η Μπουλουχάν.
Η Ζεϋνέπ καθόταν δίπλα στην Λουκία και παρακολουθούσε ένα βίντεο στα τούρκικα. Ωστόσο, η Έλενα με την Λουκία καταλάβαιναν πολλά περισσότερα από την Ζεϋνέπ η οποία είχε σμίξει απορημένη τα φρύδια της και το σαγόνι της κόντευε να τρυπήσει το τραπέζι.
«Ή τέλος πάντων προσπαθεί», σχολίασε η Νουρ βλέποντας την σε κατάσταση σύγχυσης.
«Δεν έχω ιδέα τι λένε», παραδέχτηκε η Ζεϋνέπ με μια δόση τρόμου στα λόγια και το βλέμμα της. «Ξέχασα την γλώσσα μου;», αναφώνησε.
«Οι γλώσσες εξελίσσονται», είπε η Νουρ για να την καθησυχάσει. «Σκέψου πόσα χρόνια έχουν περάσει από όταν έφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Κι εγώ δυσκολεύτηκα να συνεννοηθώ με τον πατέρα μου όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο».
«Μα αυτό που άκουσα τώρα είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που μιλούσα. Είναι λες και πρόκειται για άλλη γλώσσα».
«Μπορεί να είναι», πήρε τον λόγο η Μπουλουχάν. «Εμένα ο πατέρας μου μιλούσε μογγολικά, αλλά μετά υιοθέτησε μια τούρκικη γλώσσα».
«Γιατί δεν μας λες κάτι στην γλώσσα που έμαθες για να δούμε τι ισχύει τελικά;», πρότεινε η Έλενα.
Η Ζεϋνέπ έφερε στον νου της στιγμές από το χαρέμι του σουλτάνου Ιμπραχήμ και πρόφερε άσχετες μεταξύ τους προτάσεις. Η Νουρ στο μεταξύ έσμιξε απορημένη τα φρύδια της.
«Αυτά ακούγονται περισσότερο αραβικά».
«Και περσικά», συμπλήρωσε η Μπουλουχάν.
«Ξέρεις περσικά;», αναφώνησα ευχάριστα έκπληκτη η Νουρ.
«Όχι, ακριβώς. Έμαθα κάτι σκόρπιες λέξεις από έναν γιατρό που με φρόντιζε τις τελευταίες μου στιγμές. Πανέμορφος τολμώ να προσθέσω», είπε χαμογελώντας πονηρά, ενώ οι υπόλοιπες την κοίταξαν σαστισμένες. «Τι; Άρρωστη ήμουν, όχι τυφλή».
Τα κορίτσια γέλασαν και επέστρεψαν στο πρόβλημα της Ζεϋνέπ.
Η Λουκία προσφέρθηκε να την βοηθήσει ψάχνοντας για την εξέλιξη της τουρκικής γλώσσα που μιλιόταν στο σημερινό τουρκικό κράτος. Η Ζεϋνέπ μπόρεσε τότε να καταλάβει τον λόγο που η γλώσσα του κράτους δεν θύμιζε σε τίποτα αυτή της αυτοκρατορίας, ωστόσο αγχώθηκε γιατί προστέθηκε κάτι ακόμα στην μακρά λίστα αυτών που έπρεπε να μάθει.
«Έλα, θα σε βοηθήσουμε κι εμείς», την σκούντηξε η Λουκία. «Και θα τα μάθεις τσαμπούκ τσαμπούκ».
Η Ζεϋνέπ άρχισε να ευθυμεί και η περιέργεια της αναζωπυρώθηκε. Το επόμενο πράγμα που ήθελε να μάθει ήταν τι απέγινε ο σουλτάνος που διέταξε τον πνιγμό αυτής κι άλλων εκατόν ενενήντα εννέα παλλακίδων.
Η Λουκία πληκτρολόγησε το όνομα του και για καλή της τύχη, δεν υπήρχε δεύτερος σουλτάνος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αυτό το όνομα. Έτσι έλυσε γρήγορα την απορία της Ζεϋνέπ ανακοινώνοντας της πως καθαιρέθηκε κι αργότερα δολοφονήθηκε από τους γενίτσαρους.
«Η ίδια μοίρα με τον θείο του», μουρμούρισε η Ζεϋνέπ. «Του άξιζε. Ήταν ανάξιος ηγέτης. Καμία σχέση με την Βαλιντέ Σουλτάν».
«Εδώ λέει ότι κι αυτή δολοφονήθηκε», την ενημέρωσε η Λουκία.
«Τι;», τσίριξε αποκαρδιωμένη η Ζεϋνέπ κάνοντας μέχρι και τον Μάικλ να ταραχτεί. «Μα οι γενίτσαροι την λάτρευαν».
«Δεν λέει ότι την σκότωσαν γενίτσαροι», είπε η Λουκία. «Εδώ γράφει ότι η Κιοσέμ Σουλτάν δολοφονήθηκε έξι χρόνια αργότερα από τον μαύρο αρχιευνούχο, πιθανόν κατ' εντολή της Τουρχάν Σουλτάν».
Η Ζεϋνέπ αναστέναξε βαθιά κι έκρυψε το πρόσωπο της στις παλάμες της.
«Τι είναι γενίτσαροι;», ρώτησε η Νουρ χαμηλόφωνα την Έλενα.
«Θα σου εξηγήσω μετά».
«Είσαι καλά;», αποκρίθηκε η Μπουλουχάν εναποθέτοντας το χέρι της στην πλάτη της Ζεϋνέπ.
«Η Κιοσέμ ήταν εξαιρετική ηγέτης και καλόκαρδη απέναντι στους σκλάβους της. Δεν της άξιζε ένα τόσο άδοξο τέλος, επειδή η Τουρχάν δεν μπορούσε να δεχτεί ότι δεν είχε την αποδοχή και τις ικανότητες της Βαλιντέ», το βλέμμα της σάρωσε αυτά των γυναικών για να σιγουρευτεί ότι είχαν καταλάβει τον παραλληλισμό. «Σας θυμίζει κάποιον;»
«Δεν θα το αφήσουμε να συμβεί στην δική μας σουλτάνα», της απάντησε η Νουρ. «Θα την προστατέψουμε καλύτερα από τους...», στράφηκε προς την Έλενα. «Γενίτσαρους;»
Εκείνη της ένευσε συγκαταβατικά, γιατί είχε καταλάβει αυτό που έπρεπε για τους γενίτσαρους και κάθε στρατό εκεί έξω: Κανένας άντρας δεν θα πρόφτανε την τραγωδία μιας γυναίκας, παρά μόνο οι ίδιες.
Κάρτερ
Αργά το απόγευμα η Καταλίνα με διέταξε να ανέβω στο δωμάτιο μου, να κάνω ένα καυτό μπάνιο και να ετοιμαστώ για επίσημο τραπέζι. Δεν μου έδωσε παραπάνω πληροφορίες και δεν τόλμησα να ρωτήσω, γιατί το αποφασιστικό της ύφος δεν μου το επέτρεψε.
Κατευθύνθηκα λοιπόν στο δωμάτιο και ακολούθησα πιστά τις οδηγίες της. Πλύθηκα, φόρεσα ένα μπλε κοστούμι -αλλά αντί για πουκάμισο έβαλα μια άσπρη, κοντομάνικη μπλούζα- λούστηκα με το καλό μου άρωμα, δάμασα τις ξανθές μου μπούκλες κι έπειτα επέστρεψα στο σαλόνι.
Η Καταλίνα στο μεταξύ, είχε στρώσει το τραπέζι με ένα από τα επίσημα καλύμματα, το είχε γεμίσει με εδέσματα, το καλό σερβίτσιο, ένα βάζο με τριαντάφυλλα και ολοκλήρωσε με κόκκινο κρασί. Εγώ βέβαια περίμενα ότι το επίσημο δείπνο για το οποίο με συμβούλεψε να ετοιμαστώ θα λάμβανε χώρα σε κάποιο εστιατόριο, αλλά έκανα λάθος. Και για να πάψω να κάνω υποθέσεις αποφάσισα να την ρωτήσω ευθέως τι στο καλό είχε σκαρώσει.
«Απόψε θα δειπνήσεις ρομαντικά με την γυναίκα σου και δεν θα ξενυχτίσετε, γιατί αύριο μεσημέρι πετάτε για Πορτογαλία».
«Τι κάνουμε;», ρώτησα ψύχραιμα.
«Δεν μπορώ να σας βλέπω άλλο έτσι βρε παιδάκι μου».
«Οπότε είπες να μας διώξεις».
«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε σχεδόν προσβεβλημένη. «Νομίζω ότι ένα ταξίδι, μακριά από τις έγνοιες θα σας βοηθήσει να χαλαρώσετε και να τα βρείτε. Όποιος και να είναι στην δουλειά, στο τέλος αυτή θα σας φέρνει μπελάδες. Και πού ξέρεις! Μπορεί ο Αλεχάντρο να αισθανθεί μια μικρή νοσταλγία για την κόρη του μαθαίνοντας ότι είναι δίπλα του».
Ομολογουμένως το σχέδιο της ήταν ελπιδοφόρο. Ωστόσο, υπήρχε ένα μικρό κώλυμα.
«Δεν έχω κλείσει εισιτήρια για Πορτογαλία».
«Τα έχω κλείσει εγώ βρε. Έτσι θα σας άφηνα;»
«Αχ βρε Καταλίνα», ξεφύσησα και την έκανα μια αγκαλιά. «Τι θα κάναμε χωρίς εσένα;»
«Για αρχή θα λιμοκτονούσατε», μου απάντησε κι εγώ γέλασα. «Μην τα παρατάτε αγόρι μου. Ο έρωτας αξίζει να προστατεύεται περισσότερο από κάθε νταμπίρ».
Αφού την ευχαρίστησα και φυσικά της έδωσα τα χρήματα για τα εισιτήρια και το ξενοδοχείο, έφυγε για το σπίτι της κι εγώ απλώς περίμενα την Ορόρα.
Κάθισα στην μια άκρη του τραπεζιού και κοιτούσα τους δείχτες του ρολογιού με την ελπίδα ότι το έντονο βλέμμα μου θα τους επιτάχυνε. Αυτοί κουνιόντουσαν με βάση την αντικειμενική ροή του χρόνου, ο οποίος για μένα φάνταζε αργός. Κάθε λεπτό αναμονής ήταν σαν ένα βέλος που λάβωνε την καρδιά μου και όταν πλέον είχαν περάσει σχεδόν πέντε ώρες αυτή είχε σμπαραλιαστεί. Είδα τον ήλιο να κάνει την οριστική του κατάβαση στην δύση και τον κόσμο να μεταμορφώνεται σε μυστικιστικό μοναχό που ψιθύριζε μελωδικά ακολουθώντας τον ρυθμό του νυχτερινού αέρα και η Ορόρα ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνιση της.
Ήταν η πρώτη φορά που καθυστερούσε τόσο πολύ και δεν άργησα να υποψιαστώ τον λόγο. Τους είχα δει να φεύγουν από το σπίτι μου στολισμένοι και εξιταρισμένοι λες και δεν πήγαιναν στην δουλειά, αλλά σε ραντεβού. Με κορόιδευαν μπροστά στα μάτια μου και τώρα με υποχρέωναν να υπομένω το χειρότερο βασανιστήριο. Ήμουν καθηλωμένος σπίτι περιμένοντας την Ορόρα, η οποία αν και ήξερε πως υποτίθεται ήθελα να της μιλήσω, προτίμησε να αγνοήσει την Καταλίνα και να επιβεβαιώσει περίτρανα τις φοβίες μου.
Ένιωθα προδομένος, σαν κάτι να είχε σπάσει μέσα μου, κι είχε γίνει θρύψαλα. Ήθελα να φωνάξω, να κλάψω, να προξενήσω μια καταστροφή που θα έφτανε στο επίπεδο που με οδήγησαν οι παράνομοι εραστές. Και αυτό έκανα. Χτύπησα με δύναμη τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι, τινάχτηκα όρθιος και τράβηξα το τραπεζομάντιλο βγάζοντας μια κραυγή. Ό,τι υπήρχε στο τραπέζι σκόρπισε στο πάτωμα σε εύθραυστα κομμάτια, όπως ακριβώς και η καρδιά μου.
Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε μανιασμένα προσπαθώντας να παγιδεύσει λίγο οξυγόνο μέσα στα άδεια μου πνευμόνια. Το ξέσπασμα μου έφερε μεγάλη αναστάτωση στο κορμί μου και έτρεξα στην κουζίνα να πιω λίγο νερό.
Το στοιχείο μου βοήθησε στην καταπολέμηση της κρίσης δύσπνοιας και στην χαλάρωση των νεύρων μου. Έτσι, όταν επιτέλους άκουσα τα κλειδιά της στην πόρτα, κατευθύνθηκα με ήρεμο βηματισμό στο σαλόνι για να δω την απορία να ζωγραφίζεται στο ένοχο βλέμμα της.
«Τι έγινε εδώ πέρα;», ρώτησε δείχνοντας τον χαμό.
«Πού ήσουν;», αντιγύρισα σφίγγοντας τις γροθιές μου.
«Στην δουλειά», απάντησε με τα βλέφαρα της να πεταρίζουν.
«Έχουν περάσει μεσάνυχτα Ορόρα. Τι δουλειά είχατε τέτοια ώρα;»
«Στην αστυνομία ήμουν. Δεν έχουμε σταθερό ωράριο».
«Η περίπολος. Το γραφείο έχει πολύ συγκεκριμένο».
«Μην μου κάνεις υποδείξεις. Κι εσύ αργούσες να γυρίσεις».
«Δεν έχω έρθει ποτέ τέτοια ώρα!»
«Έτυχε», αποκρίθηκε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Δεν θα ξαναγίνει. Πάω να κάνω ένα μπάνιο και να ξαπλώσω. Είμαι πτώμα».
Χωρίς να θυμάται ότι είχα κάτι να της ανακοινώσω, ανέβηκε στο δωμάτιο για να ξεπλύνει την αμαρτία από πάνω της. Εγώ παρέμεινα στο ισόγειο για να μαζέψω τον χαμό. Καλύτερα να κρατούσα τις αποστάσεις μου μέχρι να είμαι σε θέση να πραγματοποιήσω μια ήρεμη συζήτηση -όσα ήρεμα γινόταν να συζητήσεις ένα τέτοιο θέμα.
Κάποια στιγμή, τον ήχο των σπασμένων γυαλιών που συσσωρεύονταν στην παλάμη μου κάλυψε το κινητό της Ορόρα. Χωρίς ίχνος ντροπής, παράτησα την δουλειά μου κι άνοιξα την τσάντα της για να διαβάσω το μήνυμα που είχε λάβει.
Μου λείπεις ήδη. Θα σκέφτομαι τα φιλιά σου όλη νύχτα.
Ενρίκε
Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Πέταξα το κινητό της κι ανέβηκα δύο δύο τα σκαλιά γεμάτος ένταση και οργή.
Λίγο πριν φτάσω στο δωμάτιο μας ένιωσα να ζαλίζομαι και να χάνω το φως μου. Στο κεφάλι μου επικράτησε ένα δυνατό βουητό σαν να είχε εισβάλει σμήνος μελισσών, ενώ μια αόρατη δύναμη πίεζε την ψυχή μου προσπαθώντας να την διώξει από το σώμα μου.
Ορόρα
Την ώρα που έβγαινα από το μπάνιο, ο Κάρτερ εισέβαλε στο δωμάτιο κάνοντας με να αναπηδήσω. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν σκληρύνει, ενώ η έκφραση του εξέπεμπε μια απόκοσμη απειλή. Τον είχα δει στο παρελθόν να εξοργίζεται και να βγαίνει εκτός εαυτού, αλλά τώρα αισθανόμουν πως δεν τον αναγνώριζα. Ήταν λες και κάποιος άλλος κατεύθυνε το κορμί του.
«Έχεις σκοπό να μου πεις επιτέλους την αλήθεια ή θα με δουλεύεις για πολύ ακόμα;»
«Δεν σε καταλαβαίνω», ψιθύρισα τρομαγμένη.
Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του σαν ύαινα που παρατηρούσε το θήραμα του.
«Πηδιόσουν με τον Ενρίκε;»
Ένα ρίγος διαπέρασε την ράχη μου, αλλά πάλεψα με νύχια και με δόντια να μην δείξω ένοχη.
«Κάρτερ τι είναι αυτά που λες;»
«Τι είναι αυτά που λέω;», επανέλαβε γρυλίζοντας. «Είσαι μια ψεύτρα τσούλα».
Ήταν θυμωμένος και προδομένος. Δεν μπορούσα όμως να δεχτώ την λεκτική βία και έκανα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Εκείνος τότε βρέθηκε με δυο βήματα δίπλα μου κι αφού με άρπαξε από το σβέρκο, με οδήγησε μέχρι την τουαλέτα μου και με έγειρε μπρος με την βία ώστε να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
«Τι είναι αυτό;», μου υπέδειξε μια πιπιλιά στον λαιμό μου. «Θα προσπαθήσεις να το δικαιολογήσεις με ηλίθια ψέματα;»
Με πονούσε. Με πίεζε τόσο που ένιωθα ότι θα μου ξεριζώσει το κεφάλι. Με πονούσε και φοβόμουν. Ήταν λες και τον είχε καταβάλει κάποιο δαιμόνιο και μου φερόταν σαν να ήμουν ζώο.
Τα μάτια μου ποτίστηκαν με δάκρυα και από το στόμα μου βγήκε μια αδύναμη απολογία μαζί με τους λυγμούς απόγνωσης.
«Συγγνώμη;», ούρλιαξε πάνω από το αυτί μου. «Θέλεις να σου συγχωρέσω την βρώμικη φύση σου; Τώρα θα δεις πώς φέρονται σε μια πόρνη».
Την επόμενη στιγμή, βύθισε τα δάχτυλα του στα βρεγμένα μου μαλλιά και παραλίγο να τα μπήξει στο δέρμα μου. Με όλη του την δύναμη με έσπρωξε πίσω στο κρεβάτι κι εγώ έβγαλα μια κραυγή πόνου μόλις η πλάτη μου προσγειώθηκε με επώδυνη ταχύτητα στο πάπλωμα. Εκείνος βρέθηκε από πάνω μου κι έβγαλε την ζώνη του παντελονιού του και στην συνέχεια άνοιξε το μπουρνούζι μου.
«Κάρτερ όχι! Τι πας να κάνεις;»
«Δεν μπορείς να πεις όχι στον άντρα σου», γρύλισε.
«Μη! Σε παρακαλώ! Σταμάτα!», ξεφώνιζα κλαίγοντας με αναφιλητά. «Βοήθεια!»
Δυστυχώς κανείς δεν άκουσε τις κραυγές μου και κανείς δεν με βοήθησε. Μέσα σε ένα βράδυ πέρασα τις πύλες της κολάσεως ξεφτιλισμένη και προδομένη χειρότερα και από εκείνον, από τον άντρα στον οποίο κάποτε εμπιστεύτηκα το κορμί μου, από τον άντρα που το βεβήλωσε...
Σημείωμα συγγραφέα:
Πονάω. Αλήθεια πονάω. Δεν μου είναι ευχάριστο να τους βασανίζω. Ξέρω, έχετε βαρεθεί να το βλέπετε, αλλά το εννοώ. Έγραφα και έκλαιγα. Αλλά πιστέψτε με όταν λέω πως It's always darkest before the dawn. (Εντάξει, δεν το λέω εγώ, αλλά η Φλόρενς. Ωστόσο, το ενστερνίζομαι.) Δεν είμαι από τους συγγραφείς που χρησιμοποιεί τον βιασμό για να δυναμώσει την πρωταγωνίστρια. Δεν θεωρώ ότι μια γυναίκα χρειάζεται βία για να γίνει δυνατή. Η Ορόρα άλλωστε είναι μια θεά και δεν έχει κανέναν ανάγκη να την δυναμώσει. Γράφω για τραγικά πράγματα, γιατί θέλω να καταπιαστώ από το μετά, από τον αντίκτυπο του κάθε σάπιου γεγονότος που ταλανίζει διαχρονικά κάθε κοινωνία. (Ρατσισμός σε βάρος της Νουρ γιατί είναι γκέι, στην Ζεϋνέπ και την Μπουλουχάν και πάλι την Νουρ γιατί είναι μουσουλμάνες, σε πολλές γυναίκες γιατί ο Ντέμιεν είναι μισογύνης κτλ) Γι' αυτό και δεν γράφω ποτέ ολόκληρες σκηνές βιασμού.
Ελπίζω να με συγχωρέσετε για το τραγικό τέλος του κεφαλαίου και να δεχτείτε τις ευχές μου για ένα όμορφο καλοκαίρι. Δεν είναι και το πλέον κατάλληλο σημείο να σας αφήσω για ένα μικρό διάστημα, αλλά δεν ήθελα να το κάνω νωρίτερα και να μην διαβάσετε για δύο μήνες. Νομίζω πως αυτό είναι ένα καλό σημείο για ένα διάλειμμα, για βουτιές και για γέμισμα μπαταριών ώστε να επιστρέψουμε σε τρεις - τέσσερις βδομάδες δριμύτεροι και να ζητήσουμε όλοι μαζί δικαιοσύνη για την Ορόρα μας.
Σας αγαπώ και να προσέχετε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top