15. ΕΞΟΔΟΣ
Ορόρα
Ένιωθα σαν να ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο· η αγωνία και η ανυπομονησία μου με έκαναν να θυμίζω νεαρό παιδί που ετοιμαζόταν για ένα νέο πέρασμα. Δεν επισκεπτόμουν πρώτη φορά την αστυνομία για λόγους δουλειάς, αλλά η σημερινή μέρα εγκαινίαζε μια νέα καθημερινότητα, που ακόμα δεν ήξερα τι θα έφερνε στην ζωή μου.
Αφού ετοιμάστηκα και πέρασα από το σπίτι που διέμενε ακόμα ο Ενρίκε, κατευθυνθήκαμε μαζί στο τμήμα. Προχωρήσαμε στο γραφείο του Κάρτερ -και πλέον δικό μου- και κάλεσα αμέσως τον Σπένσερ και την Άσλεη για να τους ανακοινώσουμε τα νέα.
Ο Σπένσερ ενθουσιάστηκε με την ιδέα να αλλάζει για ένα διάστημα η ηγεσία της αστυνομίας. Υποστήριξε πως έπρεπε να είμαι όντως πιο ενεργή και για να έχω πιο πολλές επαφές με τον κόσμο και για να υπενθυμίζω πως το γυναικείο στοιχείο πρέπει να παλεύει για ανώτερες θέσεις. Μακάρι ο κόσμος να είχε περισσότερους Σπένσερ!
Όσο για την κοκκινομάλλα πληγή, αρχικά έμεινε ατάραχη. Με ένα μου όμως πλάγιο βλέμμα χαμογέλασε και με καλωσόρισε με θέρμη. Άραγε να το εννοούσε ή είχε κάνει καλή πρόβα όση ώρα ήταν αμίλητη;
«Εκτός όμως από εμένα θα έχουμε άλλη μία νέα προσθήκη. Ο Ενρίκε από εδώ θα αρχίσει από σήμερα την εκπαίδευση του για το σώμα».
Ο Σπένσερ και η Άσλεη καλωσόρισαν τον νέο τους συνάδελφο απλώνοντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του.
«Σπένσερ μπορείς να αρχίσεις τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για τον Ενρίκε».
«Μάλιστα βασίλισσα».
«Κι εσύ Άσλεη», στράφηκα σε εκείνη και για μια στιγμή κράτησε την ανάσα της. «Από σήμερα αρχίζεις την περιπολία έξω από την Νέα Μόιρα».
«Μ- μα μεγαλειοτάτη, δεν έχω προσληφθεί ακόμα».
Εγώ ανασήκωσα το ένα μου φρύδι. Σοβαρά μου είχε φέρει αντίρρηση;
«Για να σε θέτω σε υπηρεσία σημαίνει πως θα είναι κι αυτό ανάμεσα σε όσα θα φροντίσει ο Σπένσερ. Σωστά;», τον ρώτησα με το βλέμμα μου να παραμένει πάνω της.
«Φυσικά βασίλισσα».
«Καλώς. Ελεύθεροι».
Εκείνοι έκαναν μια ελαφριά υπόκλιση πριν αποχωρήσουν.
«Τι έχει κάνει και δεν την συμπαθούμε;», ρώτησε ο Ενρίκε και κάθισε απέναντι μου.
«Πέρα από το γεγονός ότι κοιμάται με τον άντρα μου;», αποκρίθηκα και πήρα την θέση μου πίσω από το γραφείο.
Τα γκρίζα μάτια του Ενρίκε άστραψαν από την έκπληξη. Ίσως ήμουν παραπάνω απότομη από όσο θα άντεχε ο νεοφερμένος.
«Πλάκα κάνεις!»
«Δεν είναι ένα θέμα με το οποίο αστειεύεσαι τόσο εύκολα».
Εκείνος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και έγειρε προς τα πίσω για να ξεκουραστεί στην πλάτη της καρέκλας.
«Έχει τέτοιον θησαυρό δίπλα του και δεν τον εκτιμά!»
Ομολογώ πως το σχόλιο του ήταν ό,τι χρειαζόταν η αυτοπεποίθηση μου αυτόν τον καιρό. Και κάτι μέσα μου σκίρτησε, γιατί αισθάνθηκα πως ο Ενρίκε με φλέρταρε, τόσο με τα λόγια του όσο και με το λάγνο ύφος του.
«Τα παραλές».
«Καθόλου. Αν ήμουν στην θέση του, ο μόνος λόγος που θα σε έκλεινα σπίτι θα ήταν για να μένουμε ώρες στο κρεβάτι».
†
Όταν ο Μάικλ ξύπνησε, ήρθε αντιμέτωπος με ένα παράξενο φαινόμενο: την ησυχία. Οι κυρίες ήταν σιωπηλές και δεν είχαν χωριστεί σε πηγαδάκια, όπως συνήθιζαν. Τώρα τα χείλη τους ήταν σφραγισμένα και μόνο τα βλέμματα τους συνομιλούσαν μέσω των ματιών που αντάλλασσαν.
Ο Μάικλ ένιωσε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και την σύγχυση στις αύρες τους, αλλά δεν το σχολίασε. Το αθώο, παιδικό του μυαλό έδωσε την δικαιολογία της κούρασης, αφού σχεδόν ποτέ δεν τις είχε δει να κοιμούνται. Αυτό οφειλόταν στο ότι και οι οκτώ συνήθιζαν να ξαγρυπνούνε για να τον προστατεύουν ή κοιμόντουσαν με βάρδιες· ποτέ όμως όσο ο Μάικλ βρισκόταν στην αγκαλιά του Μορφέα.
Μέσα στο κλίμα της απόλυτης ησυχίας, τον έπλυναν, τον έντυσαν και του έδωσαν το πρωινό του. Εκείνος αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους φοβούμενος πως θα τον μάλωναν, αν έλεγε το παραμικρό. Ποτέ βέβαια δεν τον είχαν μαλώσει σοβαρά. Όλες οι υποδείξεις γίνονταν χωρίς φωνές και υστερίες, αφού στον Κάτω Κόσμο δεν δίνονταν πολλές ευκαιρίες να κάνει το παιδί σκανταλιές. Επιπλέον, από όταν ο Ντέμιεν του υποσχέθηκε πως θα του έφερνε την μητέρα του, αν ήταν καλό παιδί, ήταν ακόμα πιο υπάκουος και για να του γίνει το χατίρι και για να μην απογοητευτεί η Ορόρα μαζί του. Πού να ήξερε πως τίποτα δεν αρκούσε για να νιώσει αρνητικά για το ίδιο της το παιδί!
Κάποια στιγμή η Λουκία ένιωσε την ανάγκη να απαγγείλει. Η όλη βαριά ατμόσφαιρα που βαλλόταν από το πέπλο της αμήχανης σιωπής, λίγες ώρες πριν την ηρωική τους έξοδο δεν μπορούσε παρά να της θυμίσει τον εθνικό ποιητή της χώρας της.
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει...»
Η Έλενα -η μόνη που την κατάλαβε- την κοίταξε στην αρχή σαστισμένη. Όταν συνειδητοποίησε πόσο ταιριαστοί ήταν οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι στην περίπτωση τους γέλασε πνιχτά και συνέχισε την απαγγελία.
«Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί», έριξε μια ματιά στον Μάικλ και ξεφύσησε. «Κι η μάνα το ζηλεύει».
Οι υπόλοιπες τις παρακολουθούσαν παραξενεμένες. Ήταν η πρώτη φορά που τις άκουγαν να μιλάνε ελληνικά. Σε καμιά δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει την μητρική της γλώσσα από όταν κατέβαινε στον Κάτω Κόσμο, ούτε καν η Έλενα με την Λουκία που ήταν ελληνικής καταγωγής, όπως η Μόιρα. Ο Ντέμιεν είχε ενστερνιστεί πλήρως τον δυτικό, μεσαιωνικό πολιτισμό και ήθελε να ακολουθήσουν κι εκείνες το ίδιο μοτίβο.
«Είναι ένα ποίημα», τους εξήγησε η Λουκία. «Μιλάει για ανθρώπους που δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από εμάς».
«Αιχμάλωτοι», συνέχισε η Έλενα. «Αιχμάλωτοι στην ίδια τους την πατρίδα. Πέθαναν παλεύοντας για την ελευθερία τους έναντι των Οθωμανών. Χωρίς παρεξήγηση», είπε στην Ζεϋνέπ κι εκείνη την διαβεβαίωσε πως όλα ήταν εντάξει.
«Μπορείτε να το τραγουδήσετε;», ζήτησε ο Μάικλ ανακουφισμένος που δεν θα παρέμεναν σιωπηλοί όλη μέρα.
«Δεν σε πειράζει που δεν θα το καταλάβεις;», ρώτησε η Λουκία.
«Όχι. Απλώς θέλω να ακούσω ένα τραγούδι».
Οι κοπέλες του έκαναν την χάρη και αφού κάθισαν όλες μαζί σε έναν κύκλο κι εκείνος στην μέση, άρχισε η τραγουδιστή απαγγελία.
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η πείνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Όπου συ μου' γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Οι υπόλοιπες έξι άκουγαν δακρυσμένες. Μπορεί να μην καταλάβαιναν τα λόγια, το βλοσυρό βλέμμα των γυναικών όμως τις βοηθούσε να νιώσουν το ποίημα, με το οποίο ταυτίζονταν εκείνη την στιγμή, καθώς σήμερα θα πραγματοποιούταν και η δική τους έξοδος. Ο Μάικλ από μεριάς του προσπαθούσε να επικεντρωθεί στην Έλενα και την Λουκία, γιατί δεν ήθελε να δει τις κοπέλες που τον ανέθρεψαν να κλαίνε. Ένιωθε την δυσφορία τους κι ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό.
Την συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή διέκοψε η Λίζα, η οποία εισέβαλε στο δωμάτιο δίχως καν να χτυπήσει.
«Έχετε όρεξη για τραγούδια;», σχολίασε με ειρωνικό ύφος καθώς οι κυρίες σηκωνόντουσαν όρθιες. «Ξεχνάτε μου φαίνεται ότι απαγορεύεται να μιλάτε τις μητρικές σας γλώσσες».
«Όπως και πολλά άλλα», μουρμούρισε ενοχλημένη η Νουρ, στην οποία απαγορευόταν επίσης η μουσουλμανική λατρεία, όπως και στην Ζεϋνέπ με την Μπουλουχάν.
«Ετοιμάστε τον μικρό», αποκρίθηκε αγνοώντας τον ψίθυρο της Νουρ. «Σε δέκα λεπτά να είναι στο δωμάτιο του Ντέμιεν».
Μόλις έφυγε η Λίζα, οκτώ ζευγάρια μάτια αντάλλαξαν συνωμοτικά βλέμματα και μερικά χείλη συσπάστηκαν σε μειδιάματα προσμονής.
«Φροντίστε εμείς να μην πεθάνουμε για την ελευθερία μας», προειδοποίησε η Τατιάνα.
Όταν ο Μάικλ έφυγε για το δωμάτιο του Ντέμιεν μαζί με την Έλενα, η Τατιάνα τους ακολούθησε και με αέρινα βήματα απομακρύνθηκε από τα βασιλικά διαμερίσματα ώστε να μην την καταλάβει κανείς. Ήταν σημαντικό να περάσει το κατώφλι την μία φορά που θα άνοιγε η πόρτα, γιατί μια δεύτερη θα δημιουργούσε προβλήματα. Αφού το κατάφερε, βάδισε στις μύτες των ποδιών της μέχρι να φτάσει στον πύργο. Στα χέρια της κρατούσε ένα ατσάλινο δισκοπότηρο γεμάτο με αίμα για να τονώσει όπως - όπως τον Νόα.
Όταν μπήκε στο δωμάτιο που ήταν αλυσοδεμένος, η μυρωδιά του ζεστού, ανθρώπινου υγρού τον έκανε να τιναχτεί και να φανερώσει τους κυνόδοντες του. Δεν είχε επιθετική διάθεση, ήταν καθαρά αντανακλαστικό.
«Γιατί είσαι εδώ;», ψέλλισε.
«Άσε τα πολλά λόγια», του απάντησε και γονάτισε μπροστά του δίνοντας του να πιει το σωτήριο ποτό. «Οι βαμπιρίνες έμειναν νηστικές σήμερα το πρωί για χάρη σου. Γι' αυτό πιες το όλο, γιατί χρειαζόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερη βοήθεια».
Ο Νόα θα το έκανε έτσι κι αλλιώς, γιατί η δίψα του ξεπερνούσε κι αυτή Βεδουίνου στην έρημο.
Τελειώνοντας με το αίμα, έγλυψε τα χείλη του για να μην χάσει ούτε σταγόνα και η Τατιάνα ανασηκώθηκε για να δει αν οι αλυσίδες ήταν στερεωμένες φυσιολογικά ή αν έβγαιναν από τον τοίχο, σημάδι μαγείας.
«Για τι χρειάζεστε βοήθεια;»
«Θα αποδράσουμε. Στο ξανάπα», απάντησε εκείνη ψηλαφίζοντας το σίδερο, γιατί μέσα στο σκοτάδι η όραση της θα την πρόδιδε. «Μαγεία», ξεφύσησε. «Πρέπει να μείνω εδώ λοιπόν».
«Να μείνεις για ποιο πράγμα;»
«Η δίψα κουφαίνει;», αναστέναξε απηυδισμένη και έκλεισε τα μάτια της φέρνοντας τους δείχτες της στους κροτάφους της. «Είναι δέσμιος με μαγεία. Δεν μπορώ να φύγω ακόμα».
«Τι στο καλό συμβαίνει;», απόρησε ο Νόα με την αλλόκοτη πράξη της δαιμόνισσας.
Η Τατιάνα είχε επικοινωνήσει με την Έλενα μέσω τηλεπάθειας. Η Έλενα με την σειρά της ενημέρωσε τις υπόλοιπες κυρίες πως η Τατιάνα θα έφερνε και τον καθρέφτη. Αφού πληροφόρησε κι αυτόν πως σήμερα θα αποδρούσαν -κάτι που ήδη ήξερα έτσι κι αλλιώς- η δαιμόνισσα πίσω από το γυαλί υποσχέθηκε να τους ενημερώνει για τις κινήσεις του Ντέμιεν.
Όταν αυτός μετέφερε τον Μάικλ στον χώρο που συνήθιζαν να κάνουν τα μαγικά τους, η Έλενα έδωσε το σήμα εκκίνησης.
«Ας ελπίσουμε πως όταν καταλάβει τι κάνουμε θα αφήσει τον Μάικλ στο δωμάτιο», μουρμούρισε αγχωμένη.
«Αυτό θα κάνει», είπε η Μπουλουχάν για να την καθησυχάσει. Εντούτοις, καμία δεν ήταν απολύτως σίγουρη. «Αν τον φέρει μαζί του κινδυνεύει να δει ο μικρός το άσχημο πρόσωπο του. Κι αυτό είναι κάτι που του κρύβει όλα αυτά τα χρόνια για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του».
Η Έλενα κατένευσε και οι τρεις δαιμόνισσες στήθηκαν κυκλικά. Στην συνέχεια, ένωσαν τα χέρια τους, έγειραν τα κεφάλια τους προς τα πίσω και με κλειστά μάτια άρχισαν να ψέλνουν το ξόρκι που θα έσπαγε το μαγικό τείχος του Κάτω Κόσμου.
Ο Ντέμιεν είχε βρει το ξόρκι της ημέρας αποβραδίς. Καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο στην πολυπόθητη, δεύτερη κάθοδο της Ορόρα, έπαιρνε τα βιβλία σκιών στο δωμάτιο του και για χάρη της βασίλισσας αγνοούσε μάλιστα την ερωμένη του. Πίστευε όμως ότι το αποτέλεσμα θα τον δικαιώσει.
Με το ξόρκι έτοιμο, έπιασε αμέσως το χέρι του μικρού κι άρχισε να ψέλνει. Αυτή την φορά δεν χρειαζόταν στοιχεία γιατί διάβαζε βιβλίο σκιών μαγισσών. Οι μάγισσες αρκούνταν στις ενέργειες, όπως και οι δαίμονες ανεξαρτήτως στοιχείων και γι' αυτό επιδίδονταν σε πιο χθόνια ξόρκια. Ο Ντέμιεν θα στρεφόταν πλέον μόνο σε αυτά γιατί αποσκοπούσε στην πλήρη κατάλυση του γάμου της Ορόρα και του Κάρτερ, με τον πρώτο να αισθάνεται ότι απειλείται ως σύντροφος και την δεύτερη σωματικά. Όταν προέκυπτε η τελειωτική ρήξη με το πλέον βίαιο ξέσπασμα, η Ορόρα θα ήταν πλέον έρμαιο οποιουδήποτε υποστήριζε πως θα γιάτρευε τις πληγές της.
Καθώς βρισκόταν στα μισά του μαγικού, ο Κάτω Κόσμος άρχισε να σείεται με αποτέλεσμα να διακόψει. Ο μικρός άφησε το χέρι του και ρώτησε έντρομος να μάθει τι ήταν αυτό που έκανε το μέρος να κουνιέται. Μέσα στα πολλά που αγνοούσε ήταν και ο σεισμός. Ωστόσο, η δόνηση δεν γινόταν να είναι αποτέλεσμα σύγκλισης τεκτονικών πλακών κάτω από την επιφάνεια της γης, διότι οι ίδιοι ήταν κάτω από την επιφάνεια της γης!
«Δεν μπορεί», μουρμούρισε ο Ντέμιεν νιώθοντας κάτι να αλλάζει στην ενέργεια του βασίλειο του. «Αυτές...», γρύλισε κι έσφιξε τις γροθιές του.
«Φοβάμαι», γκρίνιαξε ο Μάικλ και ρίχτηκε στο πάτωμα αγκαλιάζοντας τα γόνατα του.
«Μείνε εδώ. Θα επιστρέψω σύντομα», ήταν το μόνο που είπε ο Ντέμιεν και αφού βγήκε από το δωμάτιο και το κλείδωσε άρχισε να ανεβαίνει στα διαμερίσματα. «Τι σκαρώνετε πάλι αναθεματισμένες;»
Ο Μάικλ είχε μόνος του στο ψυχρό δωμάτιο με τις δονήσεις να κάνουν το σώμα του να τρέμει δυνατότερα από την τρομάρα του. Τα γυάλινα αντικείμενα έχαναν την ισορροπία τους με αποτέλεσμα να σπάνε, οι γδούποι των βαριών βιβλίων τρυπούσαν τα αυτιά του, ενώ οι δάδες αναπηδούσαν επικίνδυνα.
«Θέλω την μαμά μου», αποκρίθηκε και άρχισε να κλαίει.
Το κλάμα μετατράπηκε σε αναφιλητά όταν μια δάδα έπεσε πάνω σε ένα ανοιχτό βιβλίο, με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά.
Πλέον ήταν παγιδευμένος σε ένα πυρακτωμένο δωμάτιο με το τρίξιμο των φλογών να καλύπτουν την απεγνωσμένη κραυγή βοήθειας.
«Έρχεται! Μόνος του...»
Η Έλενα επανέλαβε την ειδοποίηση του καθρέφτη και υπέδειξε στις δαιμόνισσες να κάνουν πιο γρήγορα. Παράλληλα, είπε στην Τατιάνα να πάρει τον Νόα και τον καθρέφτη και να τους περιμένει στον χώρο που ήταν αφημένος ο μικρός.
Στο μεταξύ, η Νουρ με την Εριέττα συγκρατούσαν την πόρτα για να μην εισβάλλουν η Λίζα και η Μόιρα. Η Λίζα με την ερωμένη του Ντέμιεν θα μπορούσαν βέβαια να μπουν με τηλεπάθεια, αν οι δαιμόνισσες δεν είχαν ασφαλίσει το δωμάτιο. Αυτό το ξόρκι όμως έγινε από μία και δεν είχε την ίδια ένταση με αυτό που έπρατταν τώρα, γι' αυτό και δεν το κατάλαβε ο Ντέμιεν αμέσως. Σκοπός τους μάλιστα ήταν και να τον παγιδεύσουν για λίγο, ώστε να καλύψουν τυχόν καθυστερήσεις. Σίγουρα στο τέλος θα έβρισκε τον τρόπο να φύγει, αλλά όχι αμέσως.
«Βιαστείτε», τους φώναξε η Μπουλουχάν για να ακουστεί πάνω από το δυνατό τους ψάλσιμο.
«Τι γίνεται εκεί μέσα;», ακούστηκε η έξαλλη κραυγή του Ντέμιεν.
«Ήρθε», δήλωσε η Νουρ το προφανές.
Την ίδια στιγμή οι δαιμόνισσες σταμάτησαν το ψάλσιμο ανακοινώνοντας χαμηλόφωνα ότι η πύλη είχε ανοίξει.
«Άστους να μπουν», είπε η Έλενα όταν ο Ντέμιεν γρονθοκόπησε την πόρτα.
Η Νουρ και η Εριέττα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για να δώσουν κουράγιο η μία στην άλλη. Με το τρία θα άφηναν τον εχθρό να εισβάλλει και με την ιλιγγιώδη ταχύτητα τους θα πήγαιναν πλάι στις δαιμόνισσες, όπως είχαν ήδη κάνει η Ζεϋνέπ και η Μπουλουχάν.
Με ένα νεύμα η μία προς την άλλη, σταμάτησαν να κρατάνε αντίσταση και από την μια στιγμή στην άλλη στέκονταν δίπλα στις συντρόφισσες τους.
Όταν ο Ντέμιεν έσπρωξε με όλη του την δύναμη την δίφυλλη πόρτα, το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν την εικόνα τους να ξεθωριάζει την στιγμή που εξαφανίζονταν. Δοκίμασε να τρέξει προς το μέρος τους, αλλά δεν τις πρόλαβε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει στην παγίδα τους.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκλήρυναν ακόμα περισσότερο όταν προσπάθησε να βγει από το δωμάτιο χωρίς επιτυχία και με την φωνή του να αντηχεί στα διαμερίσματα, διέταξε τις δυο πιστές του δαιμόνισσες να τις βρουν.
Οι γυναίκες βρέθηκαν σε ένα φλεγόμενο δωμάτιο, με τον Μάικλ να είναι καθισμένος στην μέση και να κλαίει απαρηγόρητος. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό για όλες τους και λίγο παραπάνω για την Έλενα, η οποία έτρεξε να τον κλείσει στην αγκαλιά της.
«Γιατί με αφήσατε μόνο μου;»
Τα μάτια της Έλενας πλημμύρισαν με δάκρυα στο παράπονο του Μάικλ, αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να τα αφήσει να στάξουν.
«Συγγνώμη Μάικι. Όλα είναι εντάξει τώρα».
«Πού είναι η Τατιάνα κι ο Νόα;», ρώτησε η Ισαβέλλα.
Η Έλενα επικοινώνησε με τον καθρέφτη, ο οποίος την ενημέρωσε σε έξαλλη κατάσταση για την τύχη της δαιμόνισσας.
«Προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του Νόα. Λέει είναι από δυνατό μαγικό».
«Πρέπει να την βοηθήσουμε», είπε η Λουκία.
«Και να σταματήσουμε την φωτιά», συμπλήρωσε η Εριέττα, η οποία -μαζί με όλες τις βαμπιρίνες- είχαν στριμωχτεί στον τοίχο για να αποφύγουν τις τσουρουφλιχτές φλόγες.
«Ο Μάικλ θα το κάνει», απάντησε η Μπουλουχάν. «Αλλά με την Τατιάνα τι θα γίνει;»
Η Έλενα προσφέρθηκε να πάει να την βοηθήσει. Της ήταν δύσκολο να εγκαταλείψει τον αναστατωμένο πρίγκιπα τους, αλλά ήταν δυνατότερη από όλες και ίσως μόνο αυτή μπορούσε να σπάσει τα δεσμά του Ντέμιεν.
«Πρέπει να αλλάξουμε το σχέδιο», είπε η Εριέττα. «Δεν μπορούμε να χωριστούμε στα τρία. Εμείς θα πάμε στον καθρέφτη κι εσύ στον Νόα και την Τατιάνα. Τουλάχιστον εκεί θα είμαστε ενήμερες για την κατάσταση».
«Κι ίσως να πρέπει να πάρεις και τον Μάικλ μαζί σου», είπε η Λουκία. «Για μαγική ενίσχυση».
Η Έλενα δεν πρόλαβε να απαντήσει, διότι η Λουκία γονάτισε αμέσως μπροστά από τον Μάικλ και τον αγκάλιασε ψιθυρίζοντας του να πάρει όση ενέργεια ήθελε. Εκείνος προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από τα απανωτά σοκ, ωστόσο υπάκουσε την Λουκία γιατί ο δανεισμός ενέργειας ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Έπειτα προχώρησε στην Ισαβέλλα πριν επιστρέψει τελικά στην Έλενα.
«Θα έρθω μαζί σας», αποκρίθηκε η Νουρ. «Ένα φορτίο λιγότερο για τις δυο δαιμόνισσες. Και να σας προσέχω».
Η Έλενα ένευσε συγκαταβατικά κι έριξε μια τελευταία ματιά στις συντρόφισσες της.
«Να θυμάσαι», είπε η Λουκία στην μητρική τους γλώσσα. «Όποιος πεθαίνει σήμερα...»
«Χίλιες φορές πεθαίνει!»
Οι παλάμες της Τατιάνα είχαν κοκκινίσει, όπως και τα μάγουλα της. Από την μία δοκίμαζε να σπάσει τις αλυσίδες με μαγεία και από την άλλη έκανε διάλειμμα για να μην σπαταλάει ενέργεια τραβώντας τες. Δυστυχώς όμως το σκληρό υλικό πρόβαλε σθεναρή αντίσταση με αποτέλεσμα να καθυστερούν επικίνδυνα.
«Φύγε χωρίς εμένα», αποκρίθηκε ο Νόα. «Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν έχω πού να πάω».
«Δεν μπορείς να μιλάς όταν υπάρχει η Μπουλουχάν και η Ζεϋνέπ».
Εκείνες βρίσκονταν σε πιο δεινή θέση από όλες τους. Είχαν κατέβει στον Κάτω Κόσμο πριν αιώνες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κάποιος να τους περιμένει. Η Νουρ τουλάχιστον θα είχε τον πατέρα της και την Κόρτνεϋ να της μάθουν την ζωή του εικοστού πρώτου αιώνα. Εκείνες όμως είχαν χάσει κάθε μέλος της οικογένειας τους.
Κάπου ανάμεσα στα αγκομαχητά της άκουσε τον Νόα να αναφωνεί έκπληκτος. Όταν γύρισε προς την μεριά που είχε καρφωθεί το σαστισμένο βλέμμα του, είδε την Νουρ με την Έλενα και τον Μάικλ.
«Δεν πρέπει να είστε εδώ».
«Χρειάζεσαι βοήθεια», της είπε η Έλενα το προφανές κι ώθησε τον Μάικλ για να πλησιάσουν τον Νόα. «Ελάτε. Και οι τρεις μαζί».
Η Έλενα σήκωσε τον μικρό στα χέρια της και οι τρεις μαζί έτειναν τα χέρια τους στις αλυσίδες. Στο μεταξύ, ο Μάικλ με τον Νόα αντάλλασσαν βλέμματα έκπληξης και απορίας. Το νήπιο συνειδητοποιούσε ότι ο ταλαιπωρημένος βρικόλακας ήταν μία ακόμα ανάμνηση από το παρελθόν, ενώ ο Νόα προσπαθούσε να χωνέψει πόσο μεγάλωσε το μωρό που είχε στον νου του.
«Βιαστείτε», τους υπέδειξε η Νουρ. «Ακούω βήματα».
«Λοιπόν Μάικι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», είπε η Έλενα.
Έφεραν τις παλάμες τους πιο κοντά στην μία αλυσίδα και όλοι μαζί απελευθέρωσαν το αριστερό χέρι του Νόα. Εκείνος βρέθηκε γονατισμένος στο δάπεδο και η Νουρ έτρεξε κοντά του για να τον στηρίξει στους ώμους της όταν έσπασε και το δεύτερο δεσμό.
«Ωχ όχι», ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της Έλενας και τρία ζευγάρια τρομαγμένα μάτια έπεσαν πάνω της. «Η Λίζα και η άλλη δαιμόνισσα επιτέθηκαν στις υπόλοιπες».
«Τότε πάμε!», της υπέδειξε η Νουρ.
Η Τατιάνα έπιασε την βαμπιρίνα και τον Νόα, ενώ η Έλενα φρόντισε απλώς την τηλεμεταφορά του Μάικλ στο δωμάτιο του καθρέφτη.
Εκεί γινόταν αναμέτρηση ζωής και θανάτου. Μπορεί ο αριθμός να τις ευνοούσε, ωστόσο η Λίζα και η ερωμένη του Ντέμιεν είχαν το προβάδισμα γιατί αιφνιδιάζοντας τες τραυμάτισαν την Ισαβέλλα με ασήμι. Τώρα χρησιμοποιούσαν τις τηλεπαθητικές τους δυνάμεις για να φτάσουν την Λουκία και οι βαμπιρίνες έπρεπε να είναι συγκεντρωμένες και στο πετάρισμα των βλεφαρίδων τους για να προλάβουν τα χειρότερα.
Όταν ο αριθμός των πιθανών στόχων αυξήθηκε, το βλέμμα της Λίζας έλαμψε από σαδιστική ικανοποίηση.
«Πάμε να φύγουμε τώρα», φώναξε ο καθρέφτης όταν η Τατιάνα γονάτισε δίπλα στην τραυματισμένη Ισαβέλλα.
«Φύγετε χωρίς εμένα. Σώστε το παιδί».
Η Τατιάνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της υπενθυμίζοντας της πως ήταν ομάδα και δεν έπρεπε να μείνει καμία πίσω.
Η Έλενα στο μεταξύ έδωσε τον Μάικλ στην Νουρ και της υπέδειξε να πιάσει το χέρι της για να φύγουν. Μόνο μέσω εκείνης μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον Κάτω Κόσμο, οπότε θα ήταν η τελευταία που θα έφευγε.
Η Νουρ υπάκουσε και με ένα της άγγιγμα, εκείνη και ο Μάικλ χάθηκαν από το υπόγειο βασίλειο. Η Λίζα φώναξε συγχυσμένη και δοκίμασε να πετάξει το ασημένιο της, στρογγυλό ραβδί, αλλά τελευταία στιγμή το έπιασε η Ζεϋνέπ και της το πέταξε πίσω. Η Λίζα το απέφυγε, ωστόσο τους έδωσε τον απαραίτητο χρόνο να πάρει ο Νόα τον καθρέφτη και μέσω της Έλενας να φύγει και εκείνος από τον Κάτω Κόσμο.
«Τατιάνα, έλα», της φώναξε.
Η Τατιάνα προσπάθησε να σηκώσει την Ισαβέλλα για να περάσουν μαζί, αλλά αυτή η μικρή κίνηση έφερε ένα δυνατό κύμα πόνου στον κορμό της, που είχε λαβωθεί από το χτύπημα.
«Μην αργείτε», ακούστηκε η Μπουλουχάν. «Πήγαινε εσύ Λουκία».
Εκείνη υπάκουσε και τραβώντας από το χέρι την Ζεϋνέπ, η οποία ότι είχε κλωτσήσει την δαιμόνισσα του Ντέμιεν, έφυγαν στον πάνω κόσμο.
Πλέον είχαν μείνει δύο βαμπιρίνες και τρεις δαιμόνισσες, η μία εκ των οποίων ήταν τραυματισμένη. Ήταν πολύ πιο εύκολο να βρουν στόχο οι αντίπαλοι, οπότε για μερικές στιγμές δεν έδρασε καμία πλευρά. Απλώς έμειναν να κοιτάζονται έντονα μέχρι που ο Κάτω Κόσμος άρχισε να σείεται για μία ακόμα φορά και μαύρα στίγματα έκαναν την εμφάνιση τους στην ατμόσφαιρα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Εριέττα.
«Ο Ντέμιεν κλείνει ξανά την πύλη», απάντησε η Έλενα
«Πρέπει να βιαστούμε», φώναξε η Μπουλουχάν.
Οι δαιμόνισσες εκμεταλλεύτηκαν την αγωνία τους και ρίχτηκαν στην τραυματισμένη Ισαβέλλα και την Τατιάνα. Η Εριέττα με την Μπουλουχάν έσπευσαν για να βοηθούσαν, αλλά με μία κίνηση της η Λίζα τις εκσφενδόνισε στον απέναντι τοίχο. Η Έλενα έτρεξε τότε κοντά τους για να της πιάσει από το χέρι όταν η Τατιάνα της είπε: «Φύγετε! Ο Μάικλ σας έχει ανάγκη!» Είχε χτυπήσει ευαίσθητη χορδή και ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος τους. Έπρεπε να διαλέξει ή τις βαμπιρίνες ή εκείνες που η μία ήταν στα πρόθυρα του θανάτου και η άλλη πάλευε με δύο δαιμόνισσες.
Φτάνοντας στο μέρος τους, η Εριέττα έσπρωξε την Μπουλουχάν πάνω στην Έλενα και εκείνη νομίζοντας πως συνέχιζε να κρατάει το χέρι της πρώην πριγκίπισσας έφυγε από τον Κάτω Κόσμο. Ωστόσο, η Εριέττα είχε μείνει πίσω για να βοηθήσει τις συντρόφισσες της.
Τρεις γυναίκες θυσιάστηκαν για το γενικό καλό...
Κάρτερ
Η πρώτη μέρα της Ορόρα στην δουλειά ήταν η χειρότερη δοκιμασία της ζωής μου. Την σκεφτόμουν μόνη με τον Ενρίκε στο γραφείο και η αγωνία μου χτυπούσε κόκκινο. Προσπαθούσα όμως να καθησυχάσω τον εαυτό μου υπενθυμίζοντας του πως η Ορόρα ήταν από τα πιο ειλικρινή άτομα που είχα γνωρίσει και δεν θα με πρόδιδε με αυτόν τον τρόπο.
Από την άλλη, υπήρχε ένα ακόμα πρόβλημα. Δεν ήξερα τι να κάνω για να γεμίσει η μέρα μου. Βοήθησα την Καταλίνα με όσες δουλειές μπορούσα και μετά κάθισα στον κήπο και χάζευα τα λουλούδια. Σκέφτηκα μήπως πειραματιζόμουν με την κηπουρική, αλλά δεν είχα ιδέα από φυτά.
Μετά από ώρες αδράνειας και επώδυνης βαρεμάρας ανέβηκα στο δωμάτιο μας και αποφάσισα να μπω στο διαδίκτυο και να αναζητήσω νέα της Μόιρα. Ομολογουμένως στην ελάχιστη παραμονή του Μάικλ δεν έμαθα τίποτα για τα τεκταινόμενα της πόλης. Τις απορίες μου όμως θα μου έλυνε ένας ιστότοπος που δημιούργησε πρόπερσι ο Τσέις Φιτζγουίλιαμ και ενημέρωνε τα νταμπίρ παγκοσμίως για τα νέα της Αυλής.
Το πιο πρόσφατο δημοσίευμα είχε γίνει πριν τρεις ώρες και αφορούσε έναν σεισμό που προέκυψε στην πόλη και τον μετασεισμό του. Σύμφωνα με αυτό, η δραστηριότητα ξεκίνησε λίγο πριν το μεσημέρι με επίκεντρο την λίμνη του Γεωργίου προκαλώντας μικρές ζημιές στα κοντινότερα κτίρια. Ο μετασεισμός ήταν ευτυχώς ίδιας κλίμακας κι εφόσον όλοι ήταν προετοιμασμένοι δεν υπήρξαν περισσότερες ζημιές Τραυματισμοί δεν αναφέρονταν πουθενά, αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα να εμπιστευτώ μια ιστοσελίδα ελεγχόμενη από τον πατέρα μου που ωραιοποιούσε πάντα τις καταστάσεις για το κοινό. Αποφάσισα λοιπόν να τηλεφωνήσω στην αδερφή μου για να μάθω νέα από έγκυρη πηγή.
«Μπα μπα. Κοίτα ποιος μας θυμήθηκε», αποκρίθηκε απαντώντας στην κλήση μου.
Η αλήθεια ήταν πως είχα μήνες να επικοινωνήσω μαζί της, γιατί φοβόμουν να ακούσω ξανά την φωνή του Νέιθαν από το βάθος. Έτσι έμαθα τυχαία για τον δεσμό τους πριν έναν χρόνο, κάτι που η Ορόρα ήξερε εξ αρχής!
«Πάντα σας θυμάμαι. Να σου θυμίσω ποια δεν έχει έρθει ούτε μια φορά να με δει; Αλλά ξέχασα. Στην Μόιρα έχεις καλύτερη παρέα».
«Πω πω γκρίνια! Τέτοια κάνεις και στην Ορόρα;»
Εγώ καθάρισα τον λαιμό μου κι άλλαξα αμέσως το θέμα συζήτησης ρωτώντας για τον σεισμό. Εκείνη μου είπε ό,τι ακριβώς είχα διαβάσει στην δημοσίευση του Τσέις και επιβεβαίωσε την απουσία τραυματισμών.
«Ελπίζω το φαινόμενο να ήταν όντως φυσικό», είπα όλο νόημα.
«Δεν παίζω με την μαγεία μου σε σημείο να σπάω τζάμια».
«Πρέπει τώρα να εφησυχαστώ;»
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Για πες. Πώς περνάτε με τον Μάικλ και τον Αλφόνσο;»
«Ε... Έφυγαν σήμερα;»
«Γιατί;», ξεφώνησε και παραλίγο να μου σπάσει το τύμπανο.
«Θα σου εξηγήσουν όταν φτάσουν στην Μόιρα».
«Έγινε κάτι; Τσακωθήκατε;»
«Όχι. Απλώς θα δοκιμάσουν να μας συμφιλιώσουν με τους πατεράδες μας».
Η Μέλανη ξεφύσησε ανακουφισμένη όταν την διαβεβαίωσα πως δεν είχε προκύψει κάτι κακό και έπειτα ευχήθηκε να πετύχει αυτή τους η προσπάθεια. Της είχαμε λείψει κι ήθελε να έρθει στην Καλιφόρνια χωρίς να προηγηθεί ομηρικός καβγάς με τον Κέλλαν Μάρεϊ.
«Η Ορόρα τι κάνει;», συνέχισε. «Δώσε μου την λίγο. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε δεν ακούστηκε ιδιαίτερα ευδιάθετη».
Με το στομάχι μου να ανακατεύεται σε μία ακόμη υπενθύμιση του πόσο είχε δυστυχήσει η γυναίκα μου, την ενημέρωσα πως από σήμερα ανέλαβε την διεύθυνση της αστυνομίας. Και όπως και η Καταλίνα το πρωί, έτσι κι εκείνη γέλασε ενθουσιασμένη με την εξέλιξη της Ορόρα. Μάλλον έκανα λάθος που δεν εκτιμούσα το μεγάλο της βήμα.
«Πες της να μου τηλεφωνήσει το βράδυ για να μάθω όλα τα νέα της πρώτης της μέρας».
«Δεν θα παραλείψω».
«Τι έχεις; Τώρα δεν ακούγεσαι εσύ καλά».
Δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πώς να το θέσω για να μην ακούσω ξανά πόσο λάθος έκανα. Προτίμησα να μοιραστώ μαζί της την βασική μου ανησυχία μήπως κατάφερνα να ηρεμήσω μέχρι να επιστρέψει η Ορόρα.
«Έχει έρθει ένας καινούριος στην πόλη και την αστυνομία. Τον λένε Ενρίκε», στριφογύρισα τα μάτια μου στην αναφορά του ονόματος του. «Και είμαι αρκετά σίγουρος ότι την πέφτει στην Ορόρα».
Εκείνη πήρε τον χρόνο της να σκεφτεί την επόμενη κουβέντα της, γεγονός που με τρομοκράτησε.
«Η Ορόρα ανταποδίδει;»
«Νομίζω», ξεφύσησα.
«Κι εσύ τι έκανες γι' αυτό;»
«Τι έπρεπε να κάνω; Να την κλειδώσω σπίτι;»
«Δεν κατάλαβες. Τι έκανες για να νιώσει πιο όμορφα σε σχέση με το φλερτ του Ενρίκε;»
Η σιωπή μου έφερε ένα δυνατό της ξεφύσημα και ήμουν σίγουρος ότι κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Έτσι έκανε κάθε φορά που ενοχλούταν με κάποια συμπεριφορά μου.
«Δεν λέω πως είναι σωστό να ανταποδίδει η Ορόρα το φλερτ, αλλά για να το κάνει σημαίνει ότι κάτι της λείπει».
Ήταν το πέμπτο (ή έκτο;) άτομο που μου έκανε αυτή την υπόδειξη και έπρεπε να γίνω πιο ενεργητικός, αν δεν ήθελα να το ακούσω και από τον δικηγόρο μας.
«Τι να κάνω; Εσύ είσαι γυναίκα. Μπορείς να καταλάβεις καλύτερα τι θα την ευχαριστήσει».
«Το φύλο δεν καθορίζει την κοινή λογική. Ωστόσο, θα δεχτώ ότι μου αναγνωρίζεις αυτή την ανωτερότητα και θα σου δώσω μερικές συμβουλές».
Η συνέχεια της συζήτησης θύμιζε πανεπιστημιακή διάλεξη. Εκείνη απαριθμούσε τι έπρεπε να κάνω για να αναζωπυρωθεί ο έρωτας μου με την Ορόρα κι εγώ... κρατούσα σημειώσεις! Ήθελα να καταγράψω μέχρι και τους παρατακτικούς συνδέσμους για να ακολουθήσω επακριβώς τις οδηγίες της και να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μιλούσε με την Ορόρα συχνά, οπότε ίσως να είχε ακούσει και από την ίδια τι της έλειπε.
«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω!»
«Με το να διορθώσετε την σχέση σας», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Τώρα πρέπει να σε κλείσω, γιατί έχουμε να βγούμε στην πόλη και να προσποιηθούμε ότι νοιαζόμαστε για τους υπηκόους μας».
Γέλασα πνιχτά με τον σαρκασμό της και κλείσαμε το τηλέφωνο για να αναλάβει ο καθένας τα καθήκοντα του.
Εγώ θα ξεκινούσα με μία βόλτα στα μαγαζιά.
Ορόρα
Η πρώτη μέρα ήταν κουραστική. Χρειάστηκε να εξερευνήσω όλο το κτίριο για να γνωριστώ καλύτερα με τους υπαλλήλους και φυσικά τον χώρο, έπρεπε να αρχίσω να μελετάω τους φακέλους τους για να δω την πορεία τους στο σώμα και φυσικά να φροντίσω τις περιπολίες και την αλλαγή βάρδιας. Μέχρι το βράδυ το κεφάλι μου βαλλόταν από ένα έντονο βουητό και η μέση μου από αλλεπάλληλους σφάχτες. Ωστόσο, μου άρεσε που ήμουν επιτέλους τόσο ενεργητική κι αν δεν ερχόταν ο Σπένσερ με την τελευταία περιπολία να μου επισημάνει ότι είχε πάει εννιά, πιθανόν να ξαγρυπνούσα στο γραφείο.
Αφού φροντίσαμε και για την βραδινή φρουρά της πόλης, φύγαμε από το τμήμα.
Κατευθύνθηκα βαριανασαίνοντας στο αυτοκίνητο μου με ένα μικρό χαμόγελο να δεσπόζει στα χείλη μου. Σταμάτησα όμως να βηματίζω όταν είδα τον Ενρίκε να στηρίζεται έξω από την πλευρά του συνοδηγού και να κρατάει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
«Νόμιζα ότι είχες φύγει».
«Δεν θα μπορούσα να φύγω χωρίς να σε συγχαρώ για την πρώτη σου μέρα», μου προσέφερε το λουλούδι κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. «Κόκκινο σαν το χρώμα των Σάντος».
«Ενρίκε», αναστέναξα μαγεμένη καθώς έπαιρνα το τριαντάφυλλο. «Σε ευχαριστώ. Αν και την μεγαλύτερη επιβράβευση την αξίζεις εσύ, γιατί όλοι εντυπωσιάστηκαν με τις πολεμικές σου ικανότητες και τον ζήλο σου να μπεις στο σώμα».
«Η αλήθεια είναι ότι ήρθα λίγο έτοιμος. Έκανα αρκετά χρόνια κουνγκ φου».
«Κάτι παραπάνω από χρήσιμο. Έλα. Θα σε πάω σπίτι σου».
Στην διαδρομή αναλύσαμε τις εμπειρίες μας από την πρώτη μέρα κάνοντας παράλληλα εύθυμα σχόλια για την δουλειά και τον κόσμο. Η συζήτηση με βοήθησε να ξεχάσω την κούραση και να επιστρέψω σπίτι μου εντελώς ανάλαφρη.
Όταν πέρασα το κατώφλι της εισόδου, ο Κάρτερ πετάχτηκε από το σαλόνι σαν κουτάβι που υποδεχόταν το αφεντικό του.
«Καλώς την», χαμογέλασε πλατιά και πήρε την τσάντα μου για να την κρεμάσει. «Πώς πήγε η πρώτη μέρα στην δουλειά;»
«Ικανοποιητικά», απάντησα και αναζήτησα την Καταλίνα στον χώρο.
«Έφυγε νωρίτερα», μου εξήγησε. «Ήθελα να δειπνήσουμε μόνοι μας. Το τριαντάφυλλο;», ρώτησε χαμηλώνοντας το βλέμμα του στο άνθος.
«Ε μου το έδωσε ο Σπένσερ σαν δώρο για το καλωσόρισμα».
Δεν μου άρεσε που του είπα ψέματα, αλλά αν μάθαινε ότι μου το προσέφερε ο Ενρίκε θα άρχιζε την μουρμούρα και το κεφάλι μου δεν θα το άντεχε.
Στην συνέχεια, περάσαμε στην τραπεζαρία για να φάμε τα καλούδια της Καταλίνα. Εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εδώ και ώρα η έντονη μυρωδιά που κατέκλυζε τα ρουθούνια μου δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου αρωματικού χώρου, αλλά του Κάρτερ.
«Σ' αρέσει;», με ρώτησε ενθουσιασμένος όταν ρουθούνισα σαν λαγωνικό. «Σήμερα το αγόρασα».
Η πρώτη καμπάνα ήχησε στο κεφάλι μου και αντανακλαστικά χαμήλωσα το βλέμμα μου για να σκεφτώ. Τότε παρατήρησα ότι φορούσε πουκάμισο, κάτι που δεν συνήθιζε εκτός δουλειάς, ενώ το συγκεκριμένο δεν υπήρχε στην ντουλάπα του παλιότερα.
«Κι αυτό καινούριο», μου εξήγησε.
«Π- πήγες για ψώνια;»
«Ναι. Σκέφτηκα να ανανεωθώ λίγο. Καλά δεν έκανα;»
Δεν νομίζω να υπήρχε πιο φανερή ένδειξη του ότι με απατούσε. Κανείς άντρας δεν θυμόταν να φρεσκάρει την γκαρνταρόμπα του, αν δεν είχε σκοπό να εντυπωσιάσει μια γυναίκα. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την Άσλεη που είχε σχολάσει στις επτά. Δύο ώρες αφότου είχαν ανοίξει τα μαγαζιά κι ο Κάρτερ είχε προλάβει να ανανεωθεί!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top