14. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Κάρτερ

Καθώς περπατούσα με τον Μάικλ στους δρόμους της Νέας Μόιρα, το κινητό μου διέκοψε την κουβέντα μας. Ο ξάδερφος μου παραπονέθηκε πως για μέρα αδείας είχε χτυπήσει πολλές φορές, ωστόσο του υπενθύμισα πως ήμουν υπεύθυνος για τις ζωές των κατοίκων.

Βγάζοντας την συσκευή από την τσέπη μου είδα για μία ακόμα φορά το όνομα της Άσλεη. Φαίνεται ότι η υπόσχεση που της είχα δώσει για την επίσκεψη μου στο τμήμα, είχε θρέψει την ανυπομονησία της. Πιθανόν να είχε στηθεί έξω από το κτίριο και να έλεγχε κάθε περαστικό για να δει αν ήμουν εγώ. Ήταν ακραίο, αλλά το είχε ξανακάνει στην Μόιρα, όταν με έψαχνε να με κατσαδιάσει που άλλαξα τις κρέμες της με ακαθαρσίες.

«Τόσο δύσκολα είναι τα πράγματα χωρίς εμένα;», ρώτησα χαριτολογώντας μόλις απάντησα.

«Κάρτερ», αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή.

«Ας τι έπαθες;»

Ο Μάικλ ανασήκωσε καχύποπτα το ένα του φρύδι στο άκουσμα του ονόματος της συνομιλήτριας μου.

«Κάρτερ ήρθε η Ορόρα εδώ. Με είδε!»

Τα λόγια της έκαναν τα ακροδάχτυλα μου να μουδιάσουν κι ήταν θαύμα που δεν άφησα την συσκευή να γίνει ένα με το πεζοδρόμιο.

«Π-πού είναι τώρα;»

«Δεν ξέρω. Δέχτηκε ένα τηλεφώνημα και μετά έφυγε τρέχοντας. Δεν είχα το θάρρος να την πάρω στο κατόπι».

Την επόμενη στιγμή τερμάτισα την κλήση και δοκίμασα να τηλεφωνήσω στην Ορόρα. Ο Μάικλ δίπλα μου μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις για το αν είχε ακούσει σωστά το όνομα της γυναίκας που μιλούσα και τι μου είχε πει και με αναστάτωσε. Εγώ δεν είπα κουβέντα περιμένοντας με κομμένη την ανάσα να ακούσω την φωνή της Ορόρα. Το μόνο όμως που έφτασε στα αυτιά μου ήταν ο τηλεφωνητής.

«Ω Θεέ μου!», αναστέναξα απηυδισμένος και έγειρα τον κορμό μου νιώθοντας μια ανακατωσούρα.

«Με τρομάζεις παιδί μου. Πες μου επιτέλους τι έγινε».

Αφού γέμισα τα πνευμόνια μου με οξυγόνο ανασηκώθηκα και του μίλησα για ένα ακόμη μυστικό μου που μόλις είχε γνωστοποιηθεί.

«Δεν σε πιστεύω», ξεφύσησε ο Μάικλ. «Έχεις πάθει εμμονή με τα μυστικά το καταλαβαίνεις;»

«Ας βρούμε πρώτα την Ορόρα και μετά είσαι ελεύθερος να με κατσαδιάζεις για μερόνυχτα».

«Να είσαι σίγουρος γι' αυτό!»

Χωρίσαμε τις αρμοδιότητες μας και ο καθένας πήρε τον δρόμο για την αποστολή του. Εγώ θα πήγαινα στο τμήμα για να μου πει η Άσλεη με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε με τον ερχομό της Ορόρα. Ο Μάικλ από μεριάς του κατευθύνθηκε στο σπίτι μας για να δει αν είχε επιστρέψει η γυναίκα μου και φυσικά σε τι κατάσταση ήταν. Μπορεί να μάζευε τα πράγματα της ή να έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της ή όλα μαζί. Σε κάθε περίπτωση ο Μάικλ θα δοκίμαζε να την ηρεμήσει. Αν ωστόσο, δεν ήταν ούτε εκεί θα έδινε σαφείς οδηγίες στην Καταλίνα να μας ειδοποιήσει αμέσως μόλις έκανε την εμφάνιση της.

Όταν έφτασα στο τμήμα όλα έδειχναν φυσιολογικά, σαν να μην είχε περάσει ο τυφώνας Ορόρα. Η μοναδική της επίδραση βρισκόταν στο γραφείο μου καθισμένη σαν να είχε μπει τιμωρία.

Η Άσλεη μου αφηγήθηκε ό,τι έγινε από την εμφάνιση της Ορόρα και ύστερα, καθώς και την ψυχολογική της κατάσταση. Μόλις κατάλαβε την ταυτότητα της Άσλεη αγρίεψε, αλλά δεν έκανε σκηνή. Οι σπασμωδικές κινήσεις προέκυψαν μετά το περίεργο τηλεφώνημα.

«Δεν είδες ποιος ήταν;», την ρώτησα.

«Δεν ήμουν σε θέση να μάθω Κάρτερ», αποκρίθηκε και σηκώθηκε όρθια. «Όπως και να έχει η κλήση ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η αρχή έγινε με εμάς. Σου έκρουσα επανειλημμένα τον κώδωνα του κινδύνου κι εσύ με αγνόησες. Δες τώρα πού φτάσαμε!»

Είχα δεχτεί αρκετά στα έλεγα εγώ για μία μέρα. Ωστόσο όλα έδειχναν πως ήμασταν ακόμα στην αρχή.

«Πρέπει να σκεφτούμε ποια είναι τα πιθανά μέρη που μπορεί να έχει επισκεφτεί», εξωτερίκευσα τον συλλογισμό μου. Σπίτι δεν ήταν, σύμφωνα με την πρόσφατη ενημέρωση από τον Μάικλ.

«Εσύ δεν ξέρεις πού μπορεί να βρίσκεται η γυναίκα σου;»

«Δεν βγαίνει και συχνά από το σπίτι».

«Αυτό δεν είναι επιχείρημα. Δεν ξέρεις τι την ηρεμεί;»

«Εκτός από τις φωνές;»

Η Άσλεη ξεφύσησε και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.

«Στα αλήθεια σου πρότεινε γάμο;», απόρησε.

«Νομίζω πως όλοι σήμερα έχετε καταστήσει σαφές πόσο ανεπαρκής είμαι. Και όχι, ήταν κανονισμένος γάμος».

Οι βαμπιρίνες άκουσαν τον Ντέμιεν να φεύγει από το δωμάτιο του ενημερώνοντας την Μόιρα πως θα έλειπε για λίγες ώρες. Ήταν αυτή η μέρα του μήνα που άφηνε τον Κάτω Κόσμο για να ανέβει πάνω και να ελέγξει τους υπηκόους του αυτοπροσώπως. Δεν συνήθιζε να το κάνει βέβαια μετά από επίσκεψη του μικρού, γιατί ήθελε να στέκεται μπροστά από τον καθρέφτη και να ευχαριστιέται με το θέαμα της καταστροφής που προξενούσε. Σήμερα όμως καινοτόμησε εγκαταλείποντας περιχαρής μάλιστα τον Κάτω Κόσμο.

Στην διάρκεια της απουσίας του επέτρεψε στον μικρό να κυκλοφορήσει στην Αυλή με την συνοδεία μονάχα τριών κυριών. Με κοινή απόφαση και των οκτώ, τον συνόδευσαν η Τατιάνα, η Ζεϋνέπ και η Έλενα. Στην πραγματικότητα, μόνο οι δυο τελευταίες εκτελούσαν χρέη κουβερνάντας, καθώς η Τατιάνα περιφερόταν διακριτικά στο παλάτι αναζητώντας το δωμάτιο με τον καθρέφτη.

Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την τηλεπάθεια της και να βρεθεί έτσι απλά μπροστά του. Θα μπορούσε κάθε δαίμονας να το κάνει αυτό ώστε να αντικρίσουν το μαγικό έπιπλο. Ωστόσο, η χρήση μαγείας στον Κάτω Κόσμο άφηνε ίχνη που ο Ντέμιεν μπορούσε να εντοπίσει· είτε αλλαγή στην ατμόσφαιρα του βασιλείου, είτε στερεοποιημένη ενέργεια από την απότομη ψύχρα της αρχικά ζεστής μαγείας, θα μαρτυρούσαν τις ύποπτες κινήσεις τους. Για αυτό τον λόγο δρούσε σαν θνητή με μόνη της δύναμη το πείσμα να βρεθεί ο μαγικός καθρέφτης.

Οι έρευνες ξεκίνησαν από το ισόγειο. Άνοιξε κάθε πόρτα, περπάτησε σε όλους τους διαδρόμους και έψαξε σε κάθε σπιθαμή δωματίων. Αντίκρισε μέχρι και τον χώρο όπου ο Μάικλ με τον Ντέμιεν έκαναν τα μαγικά τους και η δυσφορία ήταν απερίγραπτη. Χωρίς μεγάλη επιτυχία στο ισόγειο, ανέβηκε στον όροφο και έπραξε το ίδιο αποφεύγοντας βέβαια τα δωμάτια των νταμπίρ. Δεν υπήρχε περίπτωση να είχε κρύψει εκεί ο Ντέμιεν τον καθρέφτη. Αυτή την φορά τα εγκλήματα του ήταν μυστικό για κάθε πλάσμα. Και ο μόνος τρόπος να πετύχει κάτι τέτοιο ήταν να αφήσει τον καθρέφτη σε απρόσιτο σημείο.

Τότε σκέφτηκε να τον αναζητήσει στον πύργο. Με γοργά, αλλά αέρινα βήματα βγήκε στο μπαλκόνι του ορόφου και αφού έλεγξε την περίμετρο για να σιγουρευτεί ότι ήταν μόνη της, ανέβηκε τις σκάλες.

Η πόρτα του πύργου ήταν για καλή της τύχη ξεκλείδωτη. Μόλις την άνοιξε το τρίξιμο του σκουριασμένου υλικού τάραξε την ησυχία, αλλά μόνο κάποιος που ήταν έξω από το παλάτι θα την άκουγε. Και ευτυχώς όλοι ήταν στα διαμερίσματα τους.

Στους τοίχους που περιέβαλαν την κυκλική σκάλα υπήρχαν ανάμενες δάδες για να φωτίζουν τον χώρο. Αυτό σήμαινε πως ο Ντέμιεν επισκεπτόταν συχνά τον πύργο διαφορετικά δεν θα νοιαζόταν για τον φωτισμό του. Μια τέτοια σκέψη έκανε το στήθος της να πάλλεται από ανυπομονησία. Μα σαν βρέθηκε στην κορυφή της σκάλας, το θέαμα έκανε την καρδιά της να βουλιάξει.

«Νόα;», αναφώνησε.

Το γνωστό της βαμπίρ ήταν αλυσοδεμένο στον τοίχο και η ταλαιπωρία του χρόνου το είχε κάνει να κρέμεται, σαν έναν εσταυρωμένο της Νύχτας. Για μια στιγμή πίστεψε ότι ήταν νεκρός, αλλά στο άκουσμα του ονόματος του κροτάλισε τα δάχτυλα του και προσπάθησε να εισπνεύσει σαν να είχε μόλις βγει από τον ωκεανό και έψαχνε απεγνωσμένα οξυγόνο.

«Τι σου έχει κάνει», μουρμούρισε η Τατιάνα και πήγε να γονατίσει μπροστά του.

Το πρόσωπο του Νόα είχε γεμίσει με ρυτίδες και τα χείλη του είχαν μαζέψει σε σημείο να μην φαίνονται με την πρώτη ματιά. Ήταν φανερό ότι ο Ντέμιεν του έδινε ελάχιστο αίμα ίσα - ίσα για να τον κρατάει στην ζωή, αλλά και για να νιώθει πλήρως τα συμπτώματα της ασιτίας. Τον είχε φέρει σε τόσο άθλια κατάσταση που η Τατιάνα έπρεπε να ανασηκώσει το πιγούνι του για να την αντικρίσει με τα μισάνοιχτα μάτια του.

«Ποια είσαι;», την ρώτησε ψιθυριστά με μερικούς λυγμούς αδυναμίας να συνοδεύουν τον ψίθυρο του.

«Η Τατιάνα», του απάντησε. «Είμαι μία από τις δαιμόνισσες του Κάτω Κόσμου. Είχαμε συστηθεί όταν με έδιωξε ο Ντέμιεν. Δεν με θυμάσαι;»

Τα χείλη του Νόα κινήθηκαν ελάχιστα και η Τατιάνα δεν ήξερε αν χαμογέλασε επειδή την θυμήθηκε ή ήταν μια ανεξέλεγκτη σύσπαση, σημάδι της πείνας του.

«Είχα έρθει με την Ζεϋνέπ και την Λουκία», συνέχισε να του λέει. «Και σας είχαμε πει ότι η Ορόρα αναγκάστηκε να θυσιάσει τον Έιναρντ με αποτέλεσμα να αποθαρρυνθεί».

«Θυμάμαι», ψέλλισε ο Νόα. «Μα πρέπει να φύγεις. Δεν είσαι ασφαλής εδώ».

«Ο Ντέμιεν έχει φύγει για μερικές ώρες», του εξήγησε. «Και ψάχνω να βρω τον μαγικό καθρέφτη. Έχεις ιδέα που μπορεί να είναι;»

Ο Νόα κούνησε αργά το κεφάλι του δίνοντας αρνητική απάντηση στην απογοητευμένη Τατιάνα.

«Είσαι μόνος σου εδώ κάτω; Υπάρχει κι άλλος αιχμάλωτος;»

«Όχι...»

«Η κόρη σου;»

Η Μόνι... Το μελαχρινό του αγγελούδι που πέντε βασιλείς θυσιάστηκαν για να είναι ασφαλής, βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά του από κάθε άποψη. Κι ένιωθε υπεύθυνος γιατί σαν γονιός όφειλε να την προστατέψει.

«Αλλού», αποκρίθηκε κοφτά.

Ο άλλοτε ευθυτενής και αγέρωχος βρικόλακας, ο φόβος και ο τρόμος των νταμπίρ και το δέος του υποκόσμου λύγιζε αργά και βασανιστικά από τα εκδικητικά ραπίσματα του αλαζόνα Ντέμιεν. Αυτός κατέστρεφε καθετί από την ζωή της Ορόρα, ώστε εκείνη να βρεθεί τελικά στον Κάτω Κόσμο. Είτε σκόπευε να την πλησιάσει σαν σωτήρας για να την σώσει από την μαύρη ζωή, είτε θα την απήγαγε για μία ακόμα φορά, οτιδήποτε την αφορούσε βυθιζόταν στο σκοτάδι της μιζέριας του. Τόσο μίσος για ένα νταμπίρ, επειδή η Μόιρα τον είχε πείσει ότι θα του έκλεβε ό,τι δικαιωματικά του άνηκε. Τόσα αρρωστημένα συναισθήματα για μια γυναίκα που δεν εξανδραποδήθηκε σαν εκείνες και πάλευε για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια της έναντι στην πατριαρχική του καταπίεση. Και στο σχέδιο κατατρόπωσης της συμπαράσυρε υπόκοσμο και νταμπίρ επειδή τολμούσαν να αγαπήσουν την Ορόρα και να μην ενδώσουν στον φόβο τους για εκείνον.

«Κάνε κουράγιο», του είπε. «Υπόσχομαι να σε βγάλω από εδώ μέσα. Θα αμυνθούμε Νόα. Θα σταματήσουμε να δεχόμαστε επιθέσεις. Θα διεκδικήσουμε την ελευθερία μας».

«Δεν μπορείς. Θα σε σκοτώσει».

«Αν βρούμε τον καθρέφτη και τον πάρουμε εγκαταλείποντας τον Κάτω Κόσμο δεν θα είναι σε θέση να μας κάνει τίποτα. Έχε πίστη και θα δεις ξανά το σπίτι σου».

«Σπίτι», επανάλαβε ο Νόα ξεφυσώντας. «Ποτέ δεν είχα σπίτι».

Προφανώς ο Νόα δεν μιλούσε για οίκημα, αλλά για οτιδήποτε μη υλικό απάρτιζε ένα σπιτικό. Και για αιώνες δεν το διέθετε αφού ήταν μόνος του. Ακόμα κι όταν συγκατοίκησε με τον Χουάν, τον ανεπίσημο θετό του γιο, ο Ντέμιεν του τον στέρησε έμμεσα, αφού πέθανε στην πολιορκία της Μόιρα.

«Θα χτίσεις», απάντησε η Τατιάνα καταλαβαίνοντας τι εννοούσε. «Όπως κι εμείς. Γι' αυτό μην εγκαταλείπεις».

«Χάσαμε. Δυστυχώς χάσαμε».

«Όσο έχουμε ακόμα ένα κομμάτι της Ορόρα στον Κάτω Κόσμο η ελπίδα παραμένει ζωντανή».

Ο Νόα έσμιξε τα φρύδια του απορημένος.

«Ο Μάικλ είναι εδώ. Μεγάλωσε στον Κάτω Κόσμο κι είναι αρκετά δυνατός ώστε να μας βοηθήσει να φύγουμε από αυτόν και να αναζητήσουμε την μητέρα του».

Ο Νόα είχε καταλάβει πως δεν ήταν μόνος του εδώ κάτω. Η πρώτη κουβέντα που είχε με τον Ντέμιεν υπονόησε την ύπαρξη δεύτερου αιχμαλώτου, αλλά ποτέ δεν πίστευε ότι θα επρόκειτο για ένα πλάσμα που θεωρητικά δεν υπήρχε για τους πάνω.

«Πόσο καιρό είμαι εδώ;», ρώτησε.

«Σχεδόν τέσσερα χρόνια».

Ορόρα

Η δροσιά της καλοκαιρινής νύχτας ήταν κάτι σαν την προσωπική μου όαση. Ήμουν ένα νταμπίρ με υψηλή, φυσιολογική θερμοκρασία σώματος και τα καλοκαίρια είχα ανάγκη από αεράκια για να μην αισθάνομαι ότι καίγομαι στα καζάνια της κολάσεως. Σήμερα όμως ένιωθα μέσα μου μια ψύχρα, η οποία μέχρι το βράδυ είχε μετατραπεί σε παγετό.

Καθόμουν στην άκρη ενός λοφίσκου και χάζευα την πόλη. Τα υψώματα που την περιέβαλαν ήταν δημιούργημα νταμπίρ με μαγεία της γης κι ένα μέρος της προστατευτικής ασπίδας. Πολλές φορές, όταν ένιωθα την μοναξιά να με πνίγει ερχόμουν εδώ και ανακουφιζόμουν με την απεραντοσύνη που απλωνόταν μπροστά μου. Απόψε όμως η εικόνα της πόλης που είχε χτιστεί χάρις και την δική μου βοήθεια, δεν γαλήνευε την ταραγμένη μου ψυχή. Από την άλλη, η εικόνα μου δεν παρέπεμπε στον χείμαρρο αρνητικών συναισθημάτων που χτυπούσαν αλύπητα την καρδιά μου. Έδειχνα ήρεμη σχεδόν παραδομένη στην ησυχία της νύχτας, αλλά στην πραγματικότητα ήμουν αιχμάλωτη του πόνου που ένιωθα στο στήθος μου.

Δεν ήμουν αρκετά καλή. Οι ανασφάλειες μου είχαν επιβεβαιωθεί με τον πιο επώδυνο τρόπο. Όσο κι αν κατηγορούσα τον Κάρτερ για την απόμακρη στάση του, βαθιά μέσα μου ήξερα πως έφταιγα εγώ. Προφανώς δεν ήμουν αρκετά όμορφη ή έξυπνη ή αστεία ή οτιδήποτε έβρισκε ο Κάρτερ ελκυστικό. Δεν ήμουν δυναμική και υπάκουη για τα δεδομένα του Αλεχάντρο Σάντος, οπότε και για εκείνον υστερούσα. Ήμουν μια απογοήτευση για τον βασιλιά μου και τον πρίγκιπα μου. Και μέσα σε όλα ήμουν και στείρα.

Δεν ήθελα να κάνω παιδιά εξ αρχής. Η γνωμάτευση θα έπρεπε να με είχε ανακουφίσει. Παραταύτα, είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Ίσως όμως να έφταιγε κι η στιγμή που έμαθα την αλήθεια για το σώμα μου. Λίγα λεπτά αφότου γνώρισα την ερωμένη του άντρα μου, πληροφορήθηκα πως δεν ήμουν σε θέση να κάνω οικογένεια. Ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα ένα παιδί για να κρατήσω τον Κάρτερ κοντά μου, αλλά ήμουν σίγουρη πως αυτή η εξέλιξη θα του έδινε το έναυσμα που χρειαζόταν για να ζητήσει διαζύγιο παρουσιάζοντας με ως υπαίτια.

Μα είναι στείρα, τι να την κάνω; Η Άσλεη είναι υγιής και θα μου χαρίσει πιθανό διάδοχο!

Κάπως έτσι θα με έβαζαν όλοι στο περιθώριο, γιατί δυστυχώς μια γυναίκα αποκτούσε αξία με την ενεργητικότητα της μήτρας της. Και δεν ήθελα να χάσω αυτή την μάχη. Δεν ήθελα να του δώσω δίκιο καθώς με παρατούσε, με ρεζίλευε. Ήταν μοιχός και δεν θα του επέτρεπα να χρησιμοποιήσει το σώμα μου ως δικαιολογία για την αποτρόπαιη πράξη του. Δεν θα τον άφηνα να με ντροπιάσει χρησιμοποιώντας τα επίπεδα γονιμότητας μου. Αν κάποιος όφειλε να γνωρίσει ντροπή αυτός ήταν ο Κάρτερ.

Τις εκδικητικές μου σκέψεις διέκοψε το δυνατό φτερούγισμα ενός πουλιού, από το κρώξιμο του οποίου κατάλαβα ότι ήταν κοράκι, προτού στρέψω την προσοχή μου πάνω του.

Το κοράκι προσγειώθηκε στον διπλανό λοφίσκο. Μπροστά του απλωνόταν η καλύτερη θέα που θα μπορούσε να ζητήσει. Άντ' αυτού τα μαύρα σαν το έρεβος μάτια του ήταν κολλημένα πάνω μου. Αισθανόμουν ότι το βλέμμα του προσπαθούσε να τρυπήσει την ψυχή μου, αλλά μάλλον θα έφταιγε η ευάλωτη ψυχική μου κατάσταση. Αποκλείεται ένα πτηνό να έκανε αγώνες παρατήρησης μαζί μου. Πιθανόν με ζύγιζε για να σιγουρευτεί ότι δεν αποτελούσα απειλή.

Έμεινε μαζί μου για μερικά λεπτά προσπαθώντας να αποφασίσει αν κινδύνευε ή όχι. Τελικά πέταξε μακριά όταν ακούσαμε βήματα να πλησιάζουν και σκέφτηκε ότι δεν ήταν τόσο ασφαλής.

Ο νέος επισκέπτης των λόφων ήταν ο ξάδερφος μου. Μόλις με είδε ξεφύσησε ανακουφισμένος και κάθισε δίπλα μου.

«Σε ψάχνουμε όλη μέρα», μου ανακοίνωσε. «Γιατί εξαφανίστηκες;»

Ο Αλφόνσο με έκανε να νιώθω ασφαλής. Μαζί του μπορούσα να είμαι πάντα ειλικρινής στα λόγια και τις πράξεις μου, γι' αυτό δεν συγκρατήθηκα σε τίποτα από τα δύο.

«Κουράστηκα», αποκρίθηκα και τα μάτια μου πλημμύρισαν με τα συναισθήματα που τόσες ώρες ήταν η μόνη μου συντροφιά.

«Τότε έλα να γυρίσουμε σπίτι».

«Δεν κατάλαβες. Κουράστηκα», έφερα το χέρι μου στο σημείο που χτυπούσε η καρδιά μου. «Δεν μπορώ να το κάνω άλλο», τα δάκρυα ξεχύθηκαν στα μάγουλα μου και ο Αλφόνσο συνοφρυώθηκε. «Δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό. Χρειάζομαι βοήθεια. Χρειάζομαι την μαμά μου. Σε παρακαλώ. Πήγαινε στην Σεβίλλη και πείσε τον πατέρα μου να την αφήσει να έρθει. Την έχω ανάγκη».

Πλέον δεν μιλούσα. Φώναζα και οι κραυγές απόγνωσης μου αντηχούσαν στους λόφους της Νέας Μόιρα. Ο Αλφόνσο με έκλεισε στην αγκαλιά του και με άφησε να κλάψω προσφέροντας μου το ζεστό του χάδι. Η ψυχή μου εξακολουθούσε να είναι παγωμένη, αλλά το σώμα μου θυμήθηκε την παλιά του θέρμη χάρις τον τρυφερό μου ξάδερφο.

«Υποσχέσου μου ότι θα το κάνεις», είπα δραπετεύοντας από την αγκαλιά του και σκουπίζοντας τα μάγουλα μου. «Το ξέρω πως μόλις ήρθες, αλλά κατάλαβε με. Έχω να την δω τρεισήμισι χρόνια».

Εκείνος κατένευσε καθώς με βοηθούσε να στεγνώσω τα μουλιασμένα μου μάγουλα.

«Θα το κάνω μικράκι μου. Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι. Θα φύγω με τον Μάικλ αύριο κιόλας. Καλό θα είναι να μιλήσει κι εκείνος στον Κέλλαν. Φαίνεται πως δυσκολεύεστε και οι δυο να βρείτε ισορροπίες στον έγγαμο βίο».

Εγώ κάγχασα.

«Ο Κάρτερ έχει ισορροπήσει τέλεια ανάμεσα στις δυο ζωές του».

Ο Αλφόνσο δεν έδειχνε να απορεί. Μονάχα πίεσε τα δυο του χείλη και με ώθησε να σηκωθώ. Δεν δυσκολεύτηκα να καταλάβω πως όσες ώρες ήμουν απούσα από την ζωή τους η Άσλεη μίλησε στον Κάρτερ κι εκείνος στην Αλφόνσο.

«Δεν με πιστεύεις έτσι; Τι ψέματα σου είπε για να με κοιτάς σαν να είμαι τρελή;»

«Δεν σε κοιτάζω με τέτοιο τρόπο», μου ξεκαθάρισε. «Και δεν ξέρω αν μου είπε ψέματα», συνέχισε κατευνάζοντας τις ορμές μου. «Απλώς άκουσα την ιστορία του. Εγώ ήρθα απλώς να σε γυρίσω σπίτι. Εκεί είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θέλεις».

«Είμαι λιγότερο ελεύθερη από τον καθέναν σας».

Παραταύτα, μπήκα στο αυτοκίνητο του και τον άφησα να με πάει σπίτι μου. Έπειτα, τον καληνύχτισα υπενθυμίζοντας του την υπόσχεση του. Εκείνος με καθησύχασε πως θα μιλούσε αμέσως στον Μάικλ για να φύγουν την επομένη. Ικανοποιημένη με το συγκεκριμένο θέμα, πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα στο σπίτι μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα.

Μόλις ήχησαν τα τακούνια μου στο δάπεδο, η Καταλίνα κι ο Κάρτερ έτρεξαν στο σαλόνι με την πρώτη να έρχεται κοντά μου και να με σφιχταγκαλιάζει.

«Κορίτσι μου, κόντεψα να αρρωστήσω από την αγωνία. Πού ήσουν όλη μέρα;»

«Μην ανησυχείς Καταλίνα. Είχα πάει μια βόλτα στα περίχωρα και ξεχάστηκα».

«Σου έχω ζεστό νερό και φρέσκο φαγητό».

«Σε ευχαριστώ», της χαμογέλασα. «Πήγαινε τώρα σπίτι σου. Θέλω να μιλήσω με τον Κάρτερ».

Εκείνη δεν μου έφερε αντίρρηση. Μου έκανε μια τελευταία αγκαλιά πριν τελικά φύγει και με αφήσει με τον αναστατωμένο Κάρτερ.

«Φάγαμε τον τόπο να σε βρούμε».

«Ναι, οι σειρήνες των περιπολικών μου έσπασαν τα τύμπανα», αποκρίθηκα ειρωνικά.

«Δεν ήθελα να κάνω επίσημη ανακοίνωση. Θα τρομάζαμε τον κόσμο χωρίς λόγο».

«Γιατί η εξαφάνιση της πριγκίπισσας δεν είναι κάτι σοβαρό! Απλά πες ότι δεν ήθελες να μαθευτούν οι παρανομίες σου».

Ο Κάρτερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και πλησίασε τόσο όσο τον έπαιρνε. Δεν ήμουν στην ψυχική κατάσταση να δεχτώ ελάχιστη απόσταση μεταξύ μας.

«Παρεξήγησες. Η Άσλεη είναι απλά φίλη μου».

«Ξεκινάς με τον πλέον συνηθισμένο - ένοχο τρόπο».

«Σου το ορκίζομαι. Ήρθε πριν ένα χρόνο για να μπει στην αστυνομία. Θα σου μιλούσα αμέσως, αλλά έψαχνα να βρω τον σωστό τρόπο, ώστε να μην αισθανθείς απειλή με την παρουσία της. Άργησα πολύ, το ξέρω. Εκείνη με πίεζε να σου μιλήσω, αλλά δείλιαζα. Σκέψου πόσο αδιάλλακτη γίνεσαι όταν θυμώνεις όμως!»

«Δηλαδή κατηγορείς εμένα για την ανειλικρίνεια σου;», τον ρώτησα υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου.

«Όχι, όχι», απάντησε γρήγορα. «Απλώς σου εξηγώ τι μας έφερε σε αυτή την κατάσταση. Έκανα ένα πολύ μεγάλο λάθος και θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις για να επανορθώσω. Πάντως σου ορκίζομαι στα κόκαλα της βασίλισσας Μόιρα ότι δεν τρέχει τίποτα μεταξύ μας».

Μπορούσα να καταλάβω πότε κάποιος μου έλεγε ψέματα κι εκείνη την στιγμή ο Κάρτερ έμοιαζε ειλικρινής. Ωστόσο, μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια παραμέλησης και μυστικοπάθειας δεν ήξερα αν μπορούσα να τον εμπιστευτώ.

«Δεν με πιστεύεις, έτσι;», ξεφύσησε μετά από την μακρά σιωπή μου.

«Για αρχή θα κάνω πως σε πιστεύω. Αλλά για να σιγουρευτώ θα πρέπει να κοπούν οι ατελείωτες ώρες που περνάς στο τμήμα μαζί της. Για την ακρίβεια θα δώσεις άδεια στον εαυτό σου και θα αναλάβω εγώ την αστυνομία».

Η στάση του σώματος του έδειξε ότι διαφωνούσε με την απόφαση μου. Όμως η λογική του έδειξε τον σωστό δρόμο και με βαριά καρδιά δέχτηκε να απομακρυνθεί για ένα διάστημα.

«Αν βαριέσαι στο σπίτι μπορείς να ασχολείσαι με τους άλλους οργανισμούς. Στο τμήμα όμως δεν θα πατήσεις για τουλάχιστον έναν χρόνο».

«Έναν χρόνο;», αναφώνησε.

«Ακριβώς όσο μου κρύβεις την Άσλεη».

Η απάντηση μου τον αποστόμωσε.

«Και για να μην με αναγκάσεις να ψαχουλεύω το κινητό σου», συνέχισα. «Από εδώ και πέρα θα απαντάς στα τηλεφωνήματα σου μπροστά μου».

Ο Κάρτερ ένευσε συγκαταβατικά. Δεν είχε κι άλλη επιλογή. Προς το παρόν, θα υπέμενε τις δοκιμασίες μου μέχρι να βγάλω πόρισμα. Δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα, αλλά τουλάχιστον θα άλλαζαν οι ισορροπίες και θα έπαυα να είμαι η γυναίκα του σπιτιού.

«Χαίρομαι που συνεννοηθήκαμε. Επίτρεψε μου τώρα να κάνω ένα μπάνιο».

«Μισό λεπτό», με σταμάτησε λίγο πριν βγω από το σαλόνι. «Το δίκαιο είναι να μην έχει κανείς μας μυστικά τηλεφωνήματα. Έμαθα ότι εσύ σήμερα έλαβες ένα περίεργο».

Φυσικά! Η κοπελιά είχε δώσει πλήρη αναφορά κι ο Κάρτερ με την σειρά του αποφάσισε να δώσει έντονα αξιοκρατικό ύφος στην δικαιοσύνη ανάμεσα μας. Και θα πλήρωνε το τίμημα για κάθε του ενέργεια τα τελευταία χρόνια. Δεν θα ένιωθα μόνο εγώ ντροπή για ό,τι δεν γινόταν να προσφέρω έχοντας προσπαθήσει κουραστικά αμέτρητες φορές. Αρκετά του επιτρέψαμε όλοι να επαναπαυτεί.

«Με πήρε ο γιατρός να με ενημερώσει για τις εξετάσεις μας».

Τα μάτια του άστραψαν και με μεγάλη προσμονή μου ζήτησε να του πω τα αποτελέσματα.

«Λυπάμαι Κάρτερ, αλλά το σπέρμα σου είναι αδύναμο. Δεν μπορείς να τεκνοποιήσεις».

Ο Μάικλ κοιμόταν και ονειρευόταν την μητέρα του. Τα ίδια όνειρα έκαναν και οι οκτώ κυρίες και μάλιστα ξύπνιες.

Η Τατιάνα τους μίλησε για την συνάντηση της με τον Νόα και την άθλια κατάσταση του. Ο Ντέμιεν τον βασάνιζε, όπως είχε κάνει κάποτε με τον Κίραν, με έναν ακόμη βρικόλακα που προτίμησε το αντίπαλο στρατόπεδο. Η απόδραση πλέον ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για δέκα πλάσματα και όσο την καθυστερούσαν υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να αυξηθεί ο αριθμός. Όλες οι αμφιβολίες των κυριών έσβησαν μονομιάς, εκτός από της Έλενας, στην οποία έβαζε φρένο η εικόνα του ξανθού αγγέλου στο κρεβάτι.

«Τι άλλο θέλεις για να πειστείς ότι όσο μένουμε εδώ κάτω αφήνουμε τον Ντέμιεν να κερδίσει;»

«Δεν αμφισβητώ την δύναμη μιας επανάστασης», απάντησε στην Τατιάνα. «Αλλά να σου θυμίσω πως όταν έπεσε ο Τσάρος πέθαναν και γυναικόπαιδα».

«Δεν θέλω σοσιαλισμό Έλενα. Θέλω την Τσαρίνα έναντι του Τσάρου. Και δεν πρόκειται να αφήσω να πάθει κάτι το παιδί».

«Απλώς θυμήσου την εξάντληση του Μάικλ το πρωί», πήρε τον λόγο η Μπουλουχάν. «Θυμήσου τους κύκλους γύρω από τα γαλανά του ματάκια. Θα επιτρέψεις να συμβεί ξανά κάτι τέτοιο και μάλιστα για να επιστρέψει η Ορόρα σε αυτή την φυλακή;»

Και τα δύο της προκαλούσαν έντονη δυσφορία και φυσικά δεν θα άφηνε να συμβεί κάτι στην βασίλισσα και τον πρίγκιπα. Η αγωνία της όμως για τον μικρό της έδενε τα χέρια. Αυτά τα χρόνια που δεχόντουσαν τις μηχανορραφίες του Ντέμιεν, το παιδί ήταν ασφαλές και εν μέρει ευτυχισμένο. Για να επιστρέψει στην οικογένεια του θα έπρεπε να περάσει από σαράντα κύματα αποτελούμενα από δάκρυα φόβου.

«Τι θέλετε από μένα;», ξεφύσησε απηυδισμένη.

«Να επικοινωνήσεις με τον καθρέφτη», της απάντησε η Τατιάνα. «Δεν τον βρήκα πουθενά και δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου. Η τηλεπαθητική επικοινωνία δεν αφήνει ίχνη και μάλιστα η δική σου, γιατί η ενέργεια σου είναι κομμάτι αυτής του Κάτω Κόσμου». Το μόνο καλό στο γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ένας από τους δημιουργούς του. «Θα το έκανα εγώ, αν είχα αυτή την δύναμη», συνέχισε. «Δεν σε έχω στοχοποιήσει. Απλώς αναγνωρίζω ότι είσαι δυνατότερη από εμάς».

Το βλέμμα της Έλενας σάρωσε τις παρακλητικές εκφράσεις των επτά γυναικών πριν ακινητοποιηθεί για μία ακόμα φορά στον Μάικλ.

«Σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί μας πριν καιρό. Τι θα αλλάξει τώρα;»

«Πες της το σχέδιο μας», αποκρίθηκε η Νουρ. «Εκείνη θέλει την ελευθερία της περισσότερο από όλες μας».

Η Έλενα φοβόταν. Οι επιλογές όμως είχαν μειωθεί δραματικά. Θύμιζε στον εαυτό της την ψυχική κατάπτωση της Ορόρα λίγες μέρες πριν το μεγάλο ξόρκι και δεν ήθελε να την αντικρίσει ξανά σε αυτή την κατάσταση. Δεν το άξιζε. Όσο για τον Μάικλ, έπρεπε να πείσει τον εαυτό της πως αν ο Ντέμιεν σκόπευε να τον πληγώσει, θα το είχε κάνει εξ αρχής. Υπήρχε κάτι στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το παιδί, που μαρτυρούσε κάτι βαθύτερο από εκμετάλλευση. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν τρυφερότητα. Για τον Ντέμιεν αυτή η λέξη ήταν άγνωστη. Πιθανόν να επρόκειτο για ένα μεγάλο συμφέρον, το οποίο εκείνες αγνοούσαν και ο μόνος τρόπος να το μάθουν ήταν μέσω του καθρέφτη.

Ενέδωσε λοιπόν στις υποδείξεις των γυναικών και κάθισε σε μια καρέκλα, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω ξεκουράζοντας το στην πλάτη της καρέκλας, και το ζεστό χρώμα των ματιών της αντικαταστάθηκε από λευκό.

«Τι θέλεις;», άκουσε στο μυαλό της την γνώριμη φωνή του καθρέφτη και τα άκρα της τινάχτηκαν από την έκπληξη.

«Ούτε που πρόλαβα να σου μιλήσω...»

Οι κυρίες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ανυπόμονες, αλλά δεν την διέκοψαν.

«Ξέρω τι γίνεται οπουδήποτε δεν είμαι σωματικά παρούσα. Γιατί πολύ απλά είμαι πνευματικά».

«Τότε ξέρεις και τι θέλω από σένα».

«Ξέρω τι θέλουν οι άλλες από μένα και η απάντηση είναι όχι».

Η Έλενα ενημέρωσε τις συντρόφισσες της για την άρνηση του καθρέφτη παραμένοντας ξαπλωμένη.

«Άμα την σπάσω...», έκανε να φωνάξει η Τατιάνα, αλλά την σταμάτησαν οι υπόλοιπες και για να μην ξυπνήσει το παιδί και για να μην τις ακούσει ο Ντέμιεν.

«Τουλάχιστον έχουμε το δικαίωμα να γνωρίζουμε τον λόγο που δεν θέλεις να μας βοηθήσεις».

«Ο λόγος είναι υπερβολικά απλός: Με προδώσατε! Έκανα τον διπλό πράκτορα με την προοπτική να είμαστε ένα βήμα μπροστά από τον Ντέμιεν και τελικά να φύγουμε από τον Κάτω Κόσμο. Εσείς όμως δειλιάσατε για μία ακόμα φορά κι εγώ είμαι ακόμα ένα αναθεματισμένο έπιπλο».

Η Έλενα θεωρούσε αποκλειστικά εαυτή υπεύθυνη για την δυσαρέσκεια του καθρέφτη. Είχε αναλάβει ξανά τον ρόλο της αρχηγού και τέσσερα χρόνια κατεύθυνε τις αντιδράσεις των γυναικών με βάση αυτό που θεωρούσε καλό για το παιδί. Εντούτοις, με τα απανωτά χτυπήματα της αλήθειας μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο κατάλαβε πως ο Μάικλ δεν θα ήταν ποτέ πραγματικά καλά σε ένα μέρος σαν τον Κάτω Κόσμο.

«Παίρνω όλο το μερίδιο ευθύνης», απάντησε στον καθρέφτη. «Τις έβλεπες τόσα χρόνια και ξέρεις καλύτερα από μένα πως ποτέ δεν εγκατέλειψαν».

«Οι μηδαμινές ενέργειες δείχνουν άλλα πράγματα».

Ετοιμόλογη και φανερά πικραμένη. Πώς θα κατάφερνε να καταπολεμήσει την αντίσταση της, αφού όταν η ίδια πνιγόταν από παρόμοια συναισθήματα, αρνούταν κάθε χείρα βοηθείας; Πολύ απλά θα της υπενθύμιζε τα δικά της λάθη όταν κατέβηκε η Ορόρα στον Κάτω Κόσμο.

Τότε έβλεπε τις υπόλοιπες να δέχονται την βοήθεια της και να αισθάνονται λίγο ελεύθερες· τρεις μάλιστα κατάφεραν για λίγες μέρες να είναι απόλυτα. Η Ορόρα όμως δεν την εγκατέλειψε κι όταν για μια φορά έριξε τα τείχη της έμαθε την αλήθεια και κέρδισε ένα σύμμαχο. Μπορεί στο τέλος να παρέμεινε αιχμάλωτη, αλλά είχε καταφέρει να ανοίξει τα μάτια της. Αυτή την φορά όμως θα γινόταν το αντίστροφο. Αφού είδε την αλήθεια θα την χρησιμοποιούσε ως εξιτήριο όλων τους. Γι' αυτό κι ο καθρέφτης δεν έπρεπε να κάνει το ίδιο λάθος. Όλες μαζί θα ήταν μια δυνατή γροθιά σε βάρος του Ντέμιεν και με την κατάλληλη συνεργασία θα κατάφερναν να δραπετεύσουν από τον Κάτω Κόσμο.

Ύστερα από λίγες στιγμές σιωπής που φάνταζαν ώρες, η δαιμόνισσα του καθρέφτη ξεφύσησε και με ένα μουρμουρητό της ανακοίνωσε πως ο Ντέμιεν ήταν πολύ κοντά στην ολοκλήρωση του σχεδίου του, οπότε αν είχαν όντως σκοπό να δράσουν έπρεπε να γίνει σύντομα.

Η Έλενα δεν ζήτησε λεπτομέρειες για την φύση του σχεδίου, αφού το είχαν ήδη μάθει από τον Μάικλ. Πιθανόν γι' αυτό και ο καθρέφτης δεν φλυάρησε με πράγματα που ήταν ήδη γνωστά. Η επόμενη ερώτηση της Έλενας αφορούσε το μέρος που φυλασσόταν.

«Δεν έχει σημασία. Η πόρτα είναι κλειδωμένη και το κλειδί είναι πάντα στην τσέπη του Ντέμιεν».

Η Έλενα μοιράστηκε με τις φίλες της την νέα πληροφορία και η Τατιάνα αναστέναξε κρύβοντας το πρόσωπο της στις παλάμες της. Εφόσον δεν είχε συναντήσει κλειδωμένη πόρτα στην έρευνα της, ο καθρέφτης πιθανόν βρισκόταν σε μια κάμαρα των βασιλικών διαμερισμάτων. Ήταν τόσο κοντά τους και παρόλα αυτά αδύνατον να τον ανταμώσουν.

«Τότε αναγκαστικά θα τον πάρουμε μέσω μαγείας», είπε η Λουκία. «Την στιγμή που φεύγουμε από τον Κάτω Κόσμο».

«Ρώτα τι κάνει η Ορόρα», ακούστηκε η Ισαβέλλα.

Η Έλενα δεν χρειάστηκε να μεταφέρει την ερώτηση της προλαλήσασας. Ο καθρέφτης την άκουσε ένα λεπτό αφότου τέθηκε και έδωσε την απάντηση της τονίζοντας τα σημεία που έπρεπε να γνωρίζουν.

«Δεν είναι δυνατόν», ψέλλισε η Έλενα αποκαρδιωμένη προκαταβάλλοντας τις υπόλοιπες αρνητικά.

«Όπως καταλαβαίνεις, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος σας. Πρέπει να βιαστείτε πριν τα ξόρκια του Μάικλ και του Ντέμιεν γράψουν τον οριστικό επίλογο αυτής της ιστορίας. Την επόμενη φορά που θα μιλήσουμε θα είναι για την απόδραση».

Η δαιμόνισσα του καθρέφτη διέκοψε την επικοινωνία και η Έλενα ανακάθισε στην καρέκλα με τα μάτια της να επανέρχονται στην φυσιολογική τους κατάσταση.

«Τι σου είπε για την Ορόρα;», ρώτησε η Νουρ ανήσυχη.

«Κορίτσια», ξεφύσησε και σηκώθηκε από την καρέκλα. «Η Ορόρα με τον Κάρτερ δεν είναι τα νταμπίρ που γνωρίσαμε εμείς, ούτε ως μονάδα ούτε ως ζευγάρι. Ο Ντέμιεν χρησιμοποιεί τον Μάικλ για να παρεμβαίνει στην ζωή τους κι έχει φέρει τα πάνω κάτω».

Οι αναστεναγμοί ήρθαν από παντού και συνοδεύτηκαν είτε με συνοφρυώματα είτε ακόμα και με βωμολοχίες στο πρόσωπο του Ντέμιεν.

«Τι ανάγκη έχει το παιδί;», απόρησε η Εριέττα. «Από την αρχή διάλεξε την πορεία που θα ακολουθούσαν οι ζωές τους».

Η Έλενα ανασήκωσε τους ώμους της. Αυτό ήταν κάτι που ο καθρέφτης αμέλησε να αναλύσει.

«Ενεργοποιήθηκε η μαγεία της;», αποκρίθηκε η Λουκία.

«Δεν ξέρει καν ότι έχει μαγεία. Ούτε εκείνη, ούτε ο Κάρτερ. Εκείνος μάλιστα θέλει να απαλλαχτεί από την δική του δίνοντας την σε μια φίλη του».

«Δεν μπορεί να το κάνει αυτό», έκρωξε η Νουρ. «Η μαγεία του προήλθε από κατάρα δαιμόνων. Αυτοί την έδεσαν στην καρδιά του. Αν χάσει την μαγεία του, πεθαίνει!»

Τα λόγια της Νουρ ήρθαν για να εντείνουν την απογοήτευση και τον φόβο.

«Και όταν γίνει αυτό, η Ορόρα θα είναι εύκολο να κατέβει στον Κάτω Κόσμο για να βρει παρηγοριά στον γιο της», μουρμούρισε η Ζεϋνέπ κάνοντας μια εικασία για την ροή του σχεδίου του Ντέμιεν.

«Ο καθρέφτης έχει δίκιο», είπε η Τατιάνα. «Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Όσο καθυστερούμε ο πρώτος που πλησιάζει το χείλος του γκρεμού είναι ο Κάρτερ. Και χωρίς τον Κάρτερ δεν θα υπάρξει Αλεξάνδρα».

Το πρόσωπο της Έλενας κυριεύτηκε από μία έκφραση αποστροφής.

«Μην τον αντιμετωπίζεις τόσο ρηχά».

«Θέτω τις προτεραιότητες μας», αντιτάθηκε η Τατιάνα. «Φυσικά και θα είναι στενάχωρο να χαθεί μια αθώα ζωή, αλλά θα είναι ακόμα πιο στενάχωρο αν φύγει χωρίς να έχει προλάβει να εκπληρώσει την μεγάλη προφητεία. Γι' αυτό πέστε για ύπνο, ώστε να ανακτήσετε δυνάμεις. Αύριο φεύγουμε από τον Κάτω Κόσμο. Και οι έντεκα!»

Κάρτερ

Ήταν η δεύτερη βραδιά που ξενυχτούσα. Αυτή την φορά όμως η Ορόρα καταδέχτηκε να κοιμηθεί στο δωμάτιο μας πριν την πρώτη της μέρα στην δουλειά. Εγώ πάλι θα είχα και την επόμενη μέρα να αναλογίζομαι πόσα επίπεδα αχρηστίας μπορούσα να φτάσω. Τελικά ο πατέρας μου αποδείχτηκε ορθός στους χαρακτηρισμούς του, καθώς όχι μόνο δεν κατάφερα να κάνω την γυναίκα μου ευτυχισμένη, αλλά και γιατί δεν θα έβλεπε εγγόνια από μένα.

Η ανακοίνωση της Ορόρα για την αδυναμία του αναπαραγωγικού μου συστήματος επαναλαμβανόταν στο μυαλό μου σαν την πένθιμη καμπάνα της Μεγάλης Παρασκευής. Μόνο που οι πιστοί γνώριζαν τρεις μέρες μετά την Ανάσταση. Η δική μου μοίρα είχε αποφασίσει πως η ζωή μου θα ήταν άγονη και στείρα.

Την επόμενη μέρα σηκώθηκα πριν την Ορόρα για να κάνω ένα καυτό ντουζ. Είχα ανάγκη να ζεστάνω όπως όπως το σώμα μου, αφού η ψυχή μου θα παρέμενε ψυχρή για πολύ καιρό. Έπειτα κατέβηκα στο σαλόνι και μια που η μέρα ήταν καλή, αποφάσισα να βγω στον κήπο και να κάτσω μπροστά από την πισίνα.

Η υγρασία που περιέβαλε τον χώρο γύρω της, αλλά και την πρωινή ατμόσφαιρα ήταν ίσως το πιο γλυκό οξυγόνο που θα μπορούσα να εισπνεύσω. Όταν όμως έδινα την μαγεία μου στην Άσλεη, δεν θα ξαναβίωνα αυτή την αίσθηση, και η υγρασία θα γινόταν ένα ενοχλητικό καιρικό φαινόμενο, όπως συνέβαινε με την Ορόρα, η οποία ένιωθε να πνίγεται εξαιτίας της.

Καθώς χάζευα τον χορό του νερού στον ρυθμό του αέρα, άκουσα βαριά βήματα να πλησιάζουν. Χωρίς ιδιαίτερη ενεργητικότητα έγειρα το κεφάλι μου στα πλάγια για να δω τελικά τον Αλφόνσο και τον Μάικλ να πλησιάζουν.

«Πού πάτε τόσο νωρίς;»

«Στην Μόιρα», μου απάντησε ο Αλφόνσο κι εγώ τινάχτηκα σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Έγινε τίποτα;»

«Όλοι είναι καλά», είπε ο Αλφόνσο. «Θα σου εξηγήσει ο Μάικλ. Η Ορόρα ξύπνησε;»

Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Καλά. Πάω να την ξυπνήσω για να την χαιρετίσουμε κιόλας».

Ο Αλφόνσο προχώρησε στο σπίτι και ο Μάικλ κάθισε δίπλα μου.

«Προχθές ήρθατε. Τόσο πολύ δεν μας αντέξατε;»

Εκείνος γέλασε πνιχτά και μου εξήγησε τον λόγο της ξαφνικής τους αποχώρησης. Και μολονότι η παρουσία τους με έκανε να νιώθω ασφαλής, ένα κομμάτι του εαυτού μου χάρηκε που θα έφευγαν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Η Ορόρα πράγματι μαράζωνε μακριά από την μητέρα της και τον Ντιμίτρι κι εγώ με την σειρά μου είχα πεθυμήσει το μητρικό χάδι. Ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να κατάφερναν να μας φέρουν τουλάχιστον εκείνες.

«Εσύ πώς είσαι; Μίλησες στην Ορόρα;»

«Μόνο για την Άσλεη. Δεν είχα το κουράγιο και για το άλλο».

«Για την Άσλεη ήξερε έτσι κι αλλιώς».

Εγώ τον κοίταξα παρακλητικά. Δεν ήμουν σε θέση για ένα ακόμα κήρυγμα. Και πρέπει να έδειχνα αξιολύπητος, γιατί απολογήθηκε κιόλας για την πίεση.

«Έμαθες ποιος τηλεφώνησε στην Ορόρα χθες;»

«Όχι», είπα ψέματα.

Για κάποιον λόγο ντράπηκα. Δεν ήθελα να κοιτάξω τον Μάικλ στα μάτια και να του πω ότι ήμουν στείρος λες κι αυτό θα ήταν αρκετό για να μολύνει την τιμή μου. Τα στερεότυπα όμως κέρδισαν για μία ακόμα φορά και δεν του εκμυστηρεύτηκα κάτι τόσο σημαντικό.

Λίγο αργότερα βγήκαν στον κήπο και ο Αλφόνσο με την Ορόρα.

Αφού αποχαιρετίσαμε τα ξαδέρφια μας, τα οποία υποσχέθηκαν ότι η επόμενη παραμονή τους θα διαρκούσε περισσότερο, καθίσαμε μπροστά από την πισίνα σιωπηλοί.

«Τους το είπες;», έσπασα την ησυχία θέλοντας να μάθω αν τελικά αδίκως έκρυψα την αλήθεια από τον Μάικλ.

Εκείνη με κοίταξε απορημένη και της εξήγησα αρκετά αμήχανα τι εννοούσα.

«Όχι», κούνησε το κεφάλι της και συνέχισε να αγναντεύει τον κήπο.

Ένα μέρος του εαυτού μου ανακουφίστηκε. Από την άλλη όμως δεν καταλάγιασαν άλλοι φόβοι και σκέφτηκα πως εφόσον προσπαθούσαμε για μια ειλικρινή σχέση, όφειλα να τους μοιραστώ μαζί της.

«Θα με χωρίσεις;»

Η Ορόρα έσμιξε τα φρύδια της και τα μάτια της άστραψαν από την έκπληξη. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ που κάτι τέτοιο της φαινόταν εξωφρενικό ή να ανησυχήσω μήπως τελικά την προσέβαλα.

«Δεν απέκτησες αξία στην συνείδηση μου με βάση τις σωματικές σου ικανότητες. Κάτι τέτοιο δεν θα με έκανε ποτέ να θέλω να σε χωρίσω».

Ένα αμυδρό χαμόγελο ανακούφισης έκανε την εμφάνιση του στα χείλη μου.

«Ούτε εμένα», της εξομολογήθηκα και για μια στιγμή το βλέμμα της σκοτείνιασε.

«Αρκετά χασομέρησα», καθάρισε τον λαιμό της και πετάχτηκε όρθια. «Πρέπει να ετοιμαστώ για την δουλειά. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα δυο νταμπίρ».

«Δύο;», απόρησα.

«Η δική μου και του Ενρίκε. Από σήμερα ξεκινάει η εκπαίδευση του».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top