13. ΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ
Κάρτερ
Όλη νύχτα στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου. Η μυρωδιά της Ορόρα ήταν τόσο έντονη όσο η απουσία της. Το στήθος μου είχε κατακλυστεί από τσιμπήματα ενοχής για τον τρόπο που της φέρθηκα, ενώ δεν άντεχα να την νιώθω με όλες μου τις αισθήσεις, εκτός από την όραση. Κάθε φορά που γυρνούσα στην μεριά της και την αντίκριζα άδεια τα μάτια μου βούρκωναν και δάκρυα πότιζαν τα σεντόνια μας.
Πώς γινόταν να την αγαπώ και να μην έχω το ψυχικό σθένος να της το δείξω; Πώς ήταν δυνατόν να είναι όλος μου ο κόσμος, αλλά να χαροποιούσα μόνο αυτόν σε βάρος της; Γιατί δεν μπορούσα να την κάνω να γελάσει ξανά με τον τρόπο που την διασκέδασε αυτός ο Ενρίκε; Ήμουν συναισθηματικά ανώριμος ή απλώς πολύ λιγότερος της; Κάποτε η Κέιζα με είχε προειδοποιήσει πως η Ορόρα θα καταλάβαινε την ανωτερότητα της και θα με εγκατέλειπε. Και τώρα επιβεβαίωνα την ανεπάρκεια μου αφήνοντας την να απομακρυνθεί. Η ειρωνεία ήταν απερίγραπτη!
Οι σκέψεις ήταν ατελείωτες σε αντίθεση με την νύχτα. Εκείνη κύλησε πιο γρήγορα και από ποτάμι και κάποια στιγμή είδα τις ακτίνες του ανερχόμενου ήλιου να μπαίνουν σαν τους κλέφτες στο δωμάτιο μέσα από τα κενά των εξώφυλλων. Δεν υπήρχε λόγος να μείνω στο κρεβάτι μέχρι την ώρα που έπρεπε να φύγω για δουλειά, οπότε σηκώθηκα, έκανα ένα καυτό μπάνιο μήπως χαλάρωνα και αφού ντύθηκα κατέβηκα στο σαλόνι.
Εκεί δεν έκανα κάτι εποικοδομητικό. Ουσιαστικά πέρασα από το ένα έπιπλο στο άλλο και βούλιαξα στον καναπέ για να φιλοξενήσει αυτός τους αναστεναγμούς μου.
Η ώρα πέρασε εξίσου γρήγορα και όταν ήρθε η Καταλίνα σπίτι για να πιάσει δουλειά, αποφάσισα να σταματήσω να φέρομαι σαν άρρωστος. Δεν ήθελα να την στενοχωρήσω κιόλας βλέποντας με αποκαρδιωμένο. Άσε που αν της έλεγα την αιτία της μελαγχολικής μου διάθεσης θα με κατσάδιαζε -όχι ότι δεν το άξιζα- και δεν είχα καθόλου αντοχές.
«Καλημέρα αγόρι μου. Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς;»
«Είχα να κοιτάξω κάτι έγγραφα για την αστυνομία», είπα ψέματα.
«Αχ παιδί μου! Σε έχει φάει η δουλειά κι έχεις αφήσει το κορίτσι μας να μαραζώνει. Χθες όλη μέρα καθόταν σαν άψυχο άγαλμα στον καναπέ κι όταν ήρθαν τα ξαδέρφια σας έκλαιγε με λυγμούς. Της έλειψαν είπε, αλλά εγώ κατάλαβα ότι βρήκε ευκαιρία να ξεσπάσει».
Καλύτερα να της έλεγα την αλήθεια και να με κατσάδιαζε. Θα πονούσα λιγότερο από το να γνωρίζω ότι μερικές ώρες αφότου η Ορόρα σπάραζε εξαιτίας μου, εγώ παραλίγο να την κακοποιήσω.
«Θα σου πω ό,τι είπα και στην Ορόρα», συνέχισε. «Αφήστε για λίγο την δουλειά. Έχετε κάνει ήδη πολλά πράγματα για την Νέα Μόιρα. Για εσάς όμως δεν έχετε κάνει απολύτως τίποτα. Αφιερώστε χρόνο ο ένας στον άλλον».
Η Καταλίνα ακουγόταν λίγο πολύ σαν την Άσλεη χθες. Επομένως, ή είχαν συνεννοηθεί -πράγμα αδύνατο αφού η Άσλεη ήταν σχεδόν in cognito στην πόλη- ή πολύ απλά είχαν δίκιο.
Αφού ολοκλήρωσε με τις συμβουλές της προχώρησε στην κουζίνα για να ετοιμάσει πρωινό. Σήμερα όμως αποφάσισα να την βοηθήσω ώστε να γεμίσουμε το τραπέζι με ό,τι λάτρευε η Ορόρα. Όταν τελικά κατέβηκε φορώντας ακόμα την νυχτικιά της έμεινε εμβρόντητη με το τραπέζι, το υλικό του οποίου δεν φαινόταν πια από τα πιάτα.
«Θα έρθουν τα παιδιά;», ρώτησε νυσταγμένα. Από την ταλαιπωρία στο πρόσωπο της κατάλαβα πως ούτε εκείνη είχε χορτάσει ύπνο.
«Για σένα είναι», την ενημέρωσε η Καταλίνα. «Κι όλα από τα χεράκια του Κάρτερ».
Η Ορόρα ανασήκωσε το φρύδι της παραξενεμένη.
«Υπερβολές», γέλασα ελαφρά. «Δεν τα έκανα μόνος μου».
«Τέλος πάντων», μουρμούρισε η Ορόρα και κάθισε στο τραπέζι.
«Εγώ πάω να φτιάξω το δωμάτιο σας», μας ενημέρωσε η Καταλίνα.
«Και τον ξενώνα», της είπε η Ορόρα με το βλέμμα της χαμηλωμένο στο ποτήρι που γέμιζε καφέ.
Η Καταλίνα απόρησε με την οδηγία της Ορόρα γνωρίζοντας ότι οι επισκέπτες μας είχαν νοικιάσει σπίτι. Γρήγορα όμως κατάλαβε από την ένοχη έκφραση μου ότι είχαμε κοιμηθεί χωριστά και μετά από μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας ανέβηκε στον πρώτο όροφο.
Όταν μείναμε μόνοι μας ένιωσα τεράστια αμηχανία. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα αισθανόμουν έτσι με την Ορόρα που είχαμε περάσει τόσα μαζί, αλλά να που το σύμπαν με εξέπληξε ξανά δυσάρεστα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω από το δωμάτιο για να αποφευχθούν περισσότερες εντάσεις. Ωστόσο, οι υποδείξεις της Άσλεη και της Καταλίνα στριφογύριζαν στο μυαλό μου κι εν τέλει με ώθησαν να κάτσω μαζί της. Συνήθως η θέση μου ήταν απέναντι της για να την βλέπω καλύτερα. Σήμερα όμως αποφάσισα να καθίσω δίπλα της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ζεστάνω το κλίμα.
Εκείνη απομάκρυνε το χέρι της από την μεριά μου για να μην ακουμπήσω ούτε χιλιοστό της. Δεν την αδικούσα δεδομένης της χθεσινής νύχτας. Το κάτω χείλος της στο μεταξύ ήταν ελαφρώς πρησμένο από την δαγκωνιά μου και στην θέση της μπορεί να έπαιρνα το πιάτο μου και να άλλαζα δωμάτιο.
«Πώς σου φαίνεται;», την ρώτησα καθώς έβαζε ένα κρουασάν στο στόμα της.
«Γιατί;», αντιγύρισε μασουλώντας. «Αγχώνεσαι μήπως δεν το ζέστανες αρκετά;»
Γέλασα νευρικά προσποιούμενος ότι διασκέδασα με το αστείο της. Στην πραγματικότητα, φοβόμουν ότι το βλέμμα της αντικατόπτριζε την φονική της διάθεση. Κι αν εγώ τρομοκρατήθηκα με μια ματιά, δεν μπορούσα να φανταστώ τι ένιωσε εκείνη χθες βράδυ.
«Δεν θα ετοιμαστείς για την δουλειά;», με ρώτησε αποφεύγοντας την άμεση οπτική επαφή.
«Δεν θα πάω», είπα αυθόρμητα.
Ωστόσο, δεν με πείραξε η αφιλτράριστη απάντηση μου. Καλό θα ήταν να εκμεταλλευτώ την μέρα για να καλύψω το χάσμα τριών χρόνων ανάμεσα μας.
«Γιατί;», απόρησε.
Σήκωσα δειλά το χέρι μου και αγκάλιασα τα δάχτυλα της με τα δικά μου. Το άγγιγμα μου την έπιασε εξ απρόοπτου, με αποτέλεσμα να μουδιάσει και να μην κουνηθεί. Πιθανόν ανησύχησε πως μία ακόμα αντίδραση της θα με θύμωνε. Γι' αυτό τα ακροδάχτυλα μου περιεργάστηκαν προσεκτικά το δέρμα της σαν να ήταν από εύθραυστο υλικό.
«Θέλω να περάσουμε την μέρα οι δυο μας».
Την ίδια στιγμή χτύπησε το κουδούνι δίνοντας στην Ορόρα το έναυσμα που χρειαζόταν εξ αρχής για να απομακρυνθεί. Σαν αερικό σηκώθηκε όρθια με την ροζ της νυχτικιά να ζαρώνει στην κοιλιά της κι έπειτα να ισιώνει χάρις την βαρύτητα. Με γρήγορες δρασκελιές κατευθύνθηκε στην πόρτα και μόλις την άνοιξε, ακούστηκαν οι φωνές του Αλφόνσο και του Μάικλ. Τώρα ήταν σειρά μου να σηκωθώ όρθιος και με την ίδια ταχύτητα να πάω κοντά τους. Ήθελα να ελέγξω αν είχαν φέρει και τον Ενρίκε και για κακή μου τύχη ο νεοφερμένος βρισκόταν ανάμεσα τους.
«Καλημέρα», είπα με αυστηρό τόνο και πήγα να σταθώ δίπλα στην Ορόρα.
Το χέρι μου τυλίχτηκε γύρω από την μέση της και την έσπρωξα πάνω μου για να μην μας χωρίζει ούτε ο αέρας. Θα προτιμούσα βέβαια να καλύψω το μπούστο και τα πόδια της, αλλά δεν ήθελα να φανώ οπισθοδρομικός. Παράλληλα, κάρφωνα τον Ενρίκε με το βλέμμα μου για να σιγουρευτώ ότι έπιανε το νόημα κάθε κίνησης μου.
«Ελπίζω να μην έχετε φάει», είπε ο Μάικλ. «Θα πάρουμε πρωινό όλοι μαζί κάπου έξω».
«Μόλις φάγαμε».
«Φυσικά», απάντησε η Ορόρα ταυτόχρονα με μένα.
Τα ξαδέρφια μας κοιτάχτηκαν μεταξύ τους παραξενεμένοι.
«Θα έρθουμε», επέμεινε η Ορόρα και ανέβηκε στο δωμάτιο μας για να αλλάξει.
†
Ο Μάικλ χόρτασε ύπνο. Οι ιστορίες της Έλενας γαλήνεψαν την ψυχή του και όπως πάντα ονειρεύτηκε τους γονείς του. Χάρις τις κυρίες έμαθε για τους δύο ήρωες που τον είχαν φέρει στην ζωή και πως δεν έπαψαν ποτέ να παλεύουν για να τον ξαναφέρουν κοντά τους. Ο Μάικλ δεν άκουσε ποτέ ότι εγκαταλείφθηκε, ούτε καν από τον Ντέμιεν και έτσι αγάπησε τους γονείς του δίχως να τους έχει κοντά του. Οι γυναίκες που τον ανάθρεψαν κρατούσαν την μνήμη τους ζωντανή πιστεύοντας ότι το μικρό νταμπίρ δεν τους θυμόταν.
Εντούτοις, αυτό δεν ήταν εξ ολοκλήρου αλήθεια. Ο Μάικλ είχε κληρονομήσει την μεγάλη δύναμη της Ορόρα να θυμάται πράγματα ακόμα κι από την βρεφική της ηλικία. Οι μελωδίες με τις οποίες τον νανούριζε η μητέρα του και η ζεστασιά της αγκαλιάς της δεν είχαν διαγραφεί από την μνήμη του. Το ίδιο ίσχυε και για τον πατέρα του που ανά τακτά χρονικά διαστήματα ερχόταν στα όνειρα του όχι ως γέννημα φαντασίας, αλλά ως ανάμνηση. Ζούσε ξανά τα παιχνίδια τους, τις βόλτες στο εμπορικό, όπου γνώρισε ένα σωρό βρικόλακες, το συνεχές συνοφρύωμα του όταν αρνούταν να κοιμηθεί εξαιτίας της απουσίας της μητέρας του. Και η Ορόρα και ο Κάρτερ απασχολούσαν τον θρόνο της καρδιάς του και για χάρη τους είχε κάνει την δική του συμφωνία με τον Διάβολο.
Έχοντας γεμίσει τις μπαταρίες του αναπήδησε από το κρεβάτι και αφέθηκε στα χέρια της Μπουλουχάν και της Εριέττας. Τον έπλυναν, τον έντυσαν, τον περιποιήθηκαν σαν να πήγαινε σε επίσημη δεξίωση -μα ένας πρίγκιπας πώς αλλιώς θα κυκλοφορούσε- και τον κάθισαν στο τραπεζάκι του για να φάει πρωινό. Λίγο αργότερα, ήρθε η Λίζα στο δωμάτιο και με πλήρη απαξίωση απέναντι στον γιο της Ορόρα ενημέρωσε την Έλενα ότι ο Ντέμιεν τον ήθελε σε μισή ώρα.
«Γιατί είναι πάντα τόσο θυμωμένη;», ρώτησε ο Μάικλ την Εριέττα όταν έφυγε η Λίζα από το δωμάτιο.
«Είναι ξινή, μην δίνεις σημασία», του απάντησε κάνοντας την Μπουλουχάν να γελάσει.
Στο μεταξύ, η Έλενα παρατήρησε την Τατιάνα να μιλάει συνωμοτικά με την Νουρ και την Ισαβέλλα. Οι ψίθυροι ξεκίνησαν μετά τον ερχομό της Λίζα και δεν άργησε να καταλάβει τι πυροδότησε την μυστικιστική αντίδραση της Τατιάνα.
«Τι σκαρώνετε;», τις ρώτησε μόλις πήγε κοντά τους.
Οι τρεις τους απάντησαν αόριστα επιβεβαιώνοντας τις υποψίες της Έλενας.
«Σε αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Κι όταν αυτά μαθαίνονται ακούγεται ο άγριος καλπασμός του Θανάτου».
«Πολύ ωραίο Έλενα», απάντησε ειρωνικά η Τατιάνα. «Είσαι γεννημένη συγγραφέας. Προς το παρόν όμως έχεις να ετοιμάσεις τον Μάικλ για την αυτού εξοχότητα του».
Εκείνη δεν θύμωσε με την επιθετικότητα της Τατιάνα. Ήλπιζε ότι η Νουρ με την Ισαβέλλα θα συμμερίζονταν την λογική της και θα συνέτιζαν την επαναστατική τους φίλη.
Όταν ο Μάικλ ολοκλήρωσε το πρωινό του, έκανε από μία αγκαλιά όλες τις κυρίες όπως συνήθιζε πριν επισκεφτεί τον Ντέμιεν και έπειτα πήρε το χέρι της Έλενας η οποία τον οδήγησε στην κάμαρα του βασιλιά.
Ο Ντέμιεν περίμενε τον μικρό του αιχμάλωτο μπροστά από το γραφείο του χαζεύοντας ένα παλιό χαρτί. Δεν ήταν απαρχαιωμένο όπως ο ίδιος, είχε αρχίσει όμως να κιτρινίζει ραπισμένο από τον χρόνο. Αυτό το χαρτί δεν ήταν παρά το συμβόλαιο που υπέγραψε κάποτε η Ορόρα όταν επιτέλους δέχτηκε να τον παντρευτεί. Μα κάθε διεστραμμένο όνειρο του έγινε στάχτη όταν ο Κάρτερ εισέβαλε στο βασίλειο του και τον ανάγκασε να γυρίσει τον χρόνο πίσω ώστε να προστατέψει την εξουσία του. Έτσι όμως έχασε το αντικείμενο του αρρωστημένου του πόθου.
«Άρχοντα μου», ακούστηκε η Έλενα πίσω του και έγειρε σε μια υπόκλιση.
Ο Ντέμιεν γύρισε προς το μέρος τους και της έκανε νεύμα να φύγει. Εκείνη υπάκουσε με βαριά καρδιά. Δεν της άρεσε που άφηνε το παιδί μόνο του με τον χειρότερο εχθρό όλων, εφόσον όμως επέστρεφε από τις επισκέψεις όπως ακριβώς πήγαινε δεν γινόταν να προκαλέσει την οργή του Ντέμιεν με αντιρρήσεις.
Όταν έκλεισε η πόρτα σημαίνοντας την αποχώρηση της Έλενας, ο Ντέμιεν άφησε το χαρτί στο γραφείο και βημάτισε προς τον Μάικλ.
«Προετοιμάστηκες όπως έπρεπε;»
«Μάλιστα κύριε. Πήρα από όλες τους ενέργεια».
Η αγκαλιά που χάριζε στις κυρίες δεν ήταν παρά η πρόφαση να δανειστεί ένα μέρος της ενέργειας τους. Για να μην τον καταλάβουν όμως, κούρνιαζε στους θώρακες και των βρικολάκων. Ο λόγος που δεν το εκμυστηρεύτηκε ποτέ στις κυρίες ήταν γιατί καμιά δεν έδειξε να πληγώνεται από αυτό και ο σκοπός για εκείνον ήταν σχεδόν ιερός.
«Μπράβο», χαμογέλασε ο Ντέμιεν και έτεινε το κοκαλιάρικο χέρι του.
Ο Μάικλ άγγιξε τα ψυχρά του δάχτυλα και την επόμενη στιγμή μεταφέρθηκαν στο δωμάτιο των μαγικών τους.
Ήταν ο ίδιος χώρος που συνέδεε τον Κάτω Κόσμο με την Μόιρα. Μόνο που τώρα δεν θύμιζε μια μετάβαση από τον κόσμο των ζωντανών στον Άδη, αλλά άντρο μάγισσας. Στους τοίχους υπήρχαν αναμμένες δάδες, στο έδαφος δέσποζαν πεταμένα βιβλία σκιών, γυάλινα δοχεία με φυτικά υλικά απαραίτητα για ξόρκια και φυσικά ένα τσουκάλι πάνω σε ξερά άχυρα για τον ίδιο λόγο.
«Σήμερα λέω να παίξουμε με την φωτιά», είπε ο Ντέμιεν καθώς σήκωνε στα χέρια του ένα βιβλίο σκιών του συγκεκριμένου στοιχείου.
«Μα εγώ έχω την μαγεία του νερού».
Ο Ντέμιεν σήκωσε το βλέμμα του από το μεσαιωνικό κείμενο κι έγειρε το κεφάλι του στα πλάγια.
«Ακούγεσαι διστακτικός. Μήπως δεν θέλεις να συνεχίσουμε;»
«Όχι, όχι!», αντέδρασε το νταμπίρ φοβούμενο ότι θα έχανε το έπαθλο του. «Θα κάνω ό,τι μου πεις».
«Καλό παιδί», μειδίασε ικανοποιημένος ο Ντέμιεν. «Με τις ενέργειες των δαιμόνων θα μπορείς να παίξεις με όποιο στοιχείο θέλεις. Μην αμφισβητείς τις δυνάμεις σου».
Ο Μάικλ ένευσε συγκαταβατικά και περίμενε τον Ντέμιεν να ολοκληρώσει την μελέτη του βιβλίου ώστε να προχωρήσουν στο μαγικό παιχνίδι τους.
«Αυτό είναι!», αναφώνησε ο Ντέμιεν και με μια κίνηση πυροδότησε τα ξερά άχυρα.
Η αντανάκλαση της φωτιάς γέμισε τα γαλανά μάτια του Μάικλ με ζεστές σκιές, ενώ το καυτό στοιχείο όπως πάντα του προκάλεσε δέος. Τα απλά καθημερινά πράγματα φάνταζαν εξωπραγματικά για ένα παιδί που μεγάλωνε σε ένα μέρος όπως ο Κάτω Κόσμος. Κανείς δεν έκανε τον κόπο να του εξηγήσει ό,τι οι ίδιοι θεωρούσαν δεδομένο όπως η χρησιμότητα της φωτιάς και φυσικά το πόσο επικίνδυνη μπορούσε να γίνει. Για τον Μάικλ ήταν μονάχα ένα μέσο μαγείας όπως ένα σωρό άλλα πράγματα και δεν θεωρούσε ότι κινδύνευε από αυτή. Η ζεστασιά της του θύμιζε την αγκαλιά της μητέρας του και ποτέ δεν κάηκε όταν ήρθε σε επαφή μαζί της. Δεν καταλάβαινε ότι ασυνείδητα ενεργοποιούσε μηχανισμούς της μαγείας του που τον προστάτευαν από την φωτιά. Κι ο λόγος φυσικά ήταν ότι αυτή ήταν στο DNA του κι ας μην ήταν το στοιχείο του.
«Έλα».
Ο Μάικλ υπάκουσε στην υπόδειξη του Ντέμιεν και αφού ένωσαν τα χέρια τους έκανε αυτό που γινόταν πάντα: Έσπρωξε ενέργεια στον βασιλιά. Εκείνος εκμεταλλευόμενος τόσο την δική του από τις δυνάμεις δαιμόνων που είχε κλέψει όσο και του Μάικλ -δική του και μη- έψαλλε δυνατά το ξόρκι κάνοντας την φωτιά να υψωθεί μέχρι την οροφή. Ο μικρός αναφώνησε έκπληκτος με την εικόνα και έσφιξε το χέρι του Ντέμιεν. Έτσι του έδωσε περισσότερη ενέργεια από όση θα άρμοζε και όταν το ξόρκι ολοκληρώθηκε σωριάστηκε στο πάτωμα εξαντλημένος.
«Είδες που τελικά μπορείς να παίξεις και με την φωτιά;»
Ορόρα
Είχαμε έρθει σε μια καφετερία, δίπλα σε ένα πάρκο που σέρβιρε και πρωινό. Καθόμασταν έξω και χαζεύαμε το πράσινο και τα παιδιά που έπαιζαν ανέμελα στην μικρή παιδική χαρά. Ήταν Σάββατο κι αυτά ελεύθερα από σχολικές υποχρεώσεις. Μπορούσαν να χαρούν την αθωότητα τους και το ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή είχαν μια αγκαλιά να ξαποστάσουν· μια αληθινή αγκαλιά κι όχι την απόπειρα ενός αρσενικού να μαρκάρει την περιοχή του.
Ο Κάρτερ είχε περάσει το χέρι του γύρω μου, όπως το πρωί και έμεινε έτσι για ώρες. Αν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να το πάρει, θα αποτύγχανε γιατί σίγουρα θα είχαν νεκρωθεί οι μύες του. Η ανάγκη όμως να δείξει στον Ενρίκε ποιος είχε την κυριαρχία πάνω μου ήταν μεγάλη, με αποτέλεσμα να ξεχάσει ότι δεν ήμουν κτήμα. Και σαν να μην έφτανε αυτή η εξωφρενική συμπεριφορά, κάθε φορά που μιλούσε στον Ενρίκε ο τόνος του ήταν επιθετικός και το βλέμμα του έσταζε απειλή. Ο Αλφόνσο είχε καταλάβει αμέσως την δυσφορία του Κάρτερ απέναντι στον φίλο του και τον λόγο αυτής, οπότε μετά από κάθε ανταλλαγή κοφτών κουβέντων μεταξύ τους έπαιρνε αμέσως τον λόγο μπας και καταπολεμήσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
«Τι θα γίνει με εσάς τους δύο;», ρώτησε ο Μάικλ όταν τελείωσε το πρωινό του. «Πότε θα μας σκαρώσετε κανένα πριγκιπόπουλο;»
Η ερώτηση του με έφερε σε απερίγραπτα δύσκολη θέση. Το ίδιο ίσχυσε και για τον Κάρτερ, αλλά το ξεπέρασε γρηγορότερα. Αφού καθάρισε τον λαιμό του κι ανακάθισε στην θέση του τους υποσχέθηκε πως σύντομα θα ξεκινούσαμε τις διαδικασίες. Μιλούσαμε για την γέννηση ενός παιδιού λες κι επρόκειτο να κάνουμε μια αγορά!
«Πείτε μας τα νέα της Μόιρα», προσπάθησα να αλλάξω θέμα. «Τι κάνουν ο Σκοτ κι ο Τσέις; Έχουμε να μιλήσουμε πολύ καιρό».
Ο Μάικλ μειδίασε πριν μου ανακοινώσει πως ο Σκοτ εκπαιδευόταν μαζί με τον Ντιμίτρι για την ένταξη τους στην φρουρά.
«Πλάκα κάνεις!», αναφώνησα τραβώντας τα βλέμματα των πελατών. «Θα γίνει φρουρός;»
«Και μάλιστα δικός σου», με ενημέρωσε ο Αλφόνσο και τα μάτια μου υγράνθηκαν από συγκίνηση.
«Γιατί δεν μου είπε τίποτα;»
«Ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα άντεχε την εκπαίδευση», μου εξήγησε ο Μάικλ. «Θα ντρεπόταν να εγκατέλειπε ενώ εσύ περίμενες να τον έχεις προστάτη σου».
«Κακώς. Όπως και να έχει χαίρομαι πάρα πολύ που θα γίνει φρουρός μου μαζί με τον Ντιμίτρι. Νιώθω ήδη πολύ ασφαλής».
«Μαζί μου δεν νιώθεις ασφαλής;», ρώτησε ο Κάρτερ.
Εγώ τον κοίταξα σαστισμένη. Σοβαρά ήθελε ειλικρινή απάντηση μπροστά στα τρία νταμπίρ; Μάλλον όχι. Με προκαλούσε να παίξω θέατρο για να πείσω τον Ενρίκε να σταματήσει να... υπάρχει; Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο ήταν το πρόβλημα του. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν θα έλεγα ψέματα για να τονώσω τον εγωισμό του.
Καθώς ήμουν έτοιμη να δώσω μια αόριστη απάντηση χτύπησε το τηλέφωνο του. Ήλπιζα να μην ήταν ο γιατρός, γιατί δεν είχα το ψυχικό σθένος να συζητήσω για παιδιά ή τον τρόπο σύλληψης τους. Δεν με ενέπνεε ιδιαίτερα ο σύντροφος μου.
Ο Κάρτερ έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και μόλις είδε τον αριθμό, σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα.
«Με συγχωρείτε. Είναι από την δουλειά».
Οι κινήσεις και το βλέμμα του ήταν ύποπτα νευρικές, όπως και το γεγονός ότι απομακρύνθηκε αρκετά για να μιλήσει με την δουλειά.
Όσο ήταν στο τηλέφωνο δεν σταμάτησα να τον παρακολουθώ για να δω αν η υποψία μου περί μη επαγγελματικού τηλεφωνήματος θα επιβεβαιώνονταν με τις εκφράσεις του προσώπου του. Ήταν όμως αρκετά έξυπνος ώστε να μας έχει γυρίσει την πλάτη και οι κινήσεις των χεριών του ήταν περιορισμένες. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω κάτι μικροπρεπές. Βέβαια αν ο Κάρτερ είχε ερωμένη, η αρχή είχε γίνει από τον ίδιο. Έπρεπε όμως να σιγουρευτώ.
«Με συγχωρείτε. Μόλις θυμήθηκα ότι πρέπει να ενημερώσω το σώμα για κάτι σημαντικό».
Τα νταμπίρ πείστηκαν με το ψέμα μου και συνέχισαν την συζήτηση τους, καθώς εγκατέλειπα την συντροφιά τους και με αργά βήματα πλησίασα τον Κάρτερ.
«Έχεις δίκιο. Έπρεπε να της έχω μιλήσει», τον άκουσα να ψιθυρίζει νευρικά μόλις στάθηκα πίσω του. «Το ξέρω ότι το υποσχέθηκα, αλλά είχαμε επισκέψεις».
Όχι, τα λόγια του δεν ήταν ύποπτα. Ήταν η τρανή απόδειξη!
«Ίσως αύριο έρθω στο γραφείο για το θέμα μας».
Μετά από δυο ναι -πιο ήπια από τις προηγούμενες απαντήσεις του- γύρισε αργά κι έχασε το χρώμα του αντικρίζοντας με.
«Θα σε πάρω αργότερα», μουρμούρισε και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο.
«Όλα καλά στην δουλειά;»
«Μια χαρά», ένευσε γρήγορα.
«Δείχνεις νευρικός. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;»
Ο Κάρτερ ξεροκάταπιε, ενώ έκλεψε χρόνο βάζοντας το κινητό στην τσέπη του και σουλουπώνοντας το πουκάμισο του.
«Ας γυρίσουμε στην παρέα μας», είπε τελικά.
Χμ... Μάλλον έπρεπε να κάνω μια στάση στο αστυνομικό τμήμα!
Κάρτερ
Ευχόμουν η Ορόρα να μην άκουσε τίποτα. Ομολογουμένως τα μάτια της έδειχναν να με περιεργάζονται σαν να προσπαθούσαν να τρυπήσουν τα σωθικά μου. Ωστόσο, καθησύχασα τον εαυτό μου υπενθυμίζοντας του ότι η διάθεση της ήταν στα τάρταρα από χθες το βράδυ.
«Όλα εντάξει;», ρώτησε ο Μάικλ μόλις επιστρέψαμε στο τραπέζι. «Τι ήταν το τόσο σοβαρό που έπρεπε να μιλήσετε και οι δυο στο τηλέφωνο;»
«Ασυνεννοησία», απάντησε η Ορόρα ρίχνοντας μου ένα πλάγιο βλέμμα. «Αλλά θα λυθεί το πρόβλημα».
Μήπως έπρεπε να το εκλάβω ως σπόντα; Όχι, ας παρέμενα ψύχραιμος -όσο γινόταν- γιατί είχαμε ήδη φέρει τα ξαδέρφια μας σε δύσκολη θέση, επανειλημμένα!
«Μιας που μιλάμε για το σώμα», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο έχοντας την προσοχή του κυρίως στον Ενρίκε. «Υπάρχει πρόβλημα αν ο υποψήφιος αστυνόμος έχει μαγεία;»
Δεν μίλησα, καθώς περίμενα την Ορόρα να δείξει την αποστροφή της στο θέμα κι έτσι θα σταματούσαν να είναι ευγενικοί ο ένας με τον άλλον. Όμως, εκείνη όχι μόνο δεν αναφώνησε κατάπληκτη, αλλά θέλησε να μάθει το στοιχείο της μαγείας του. Η Ορόρα. Η Ο - Ρ - Ο - Ρ - Α! Το ίδιο νταμπίρ που σκιαζόταν στην ιδέα του φαινομένου. Αυτό το νταμπίρ κοιτούσε τώρα με περίσσιο θαυμασμό τον κολακευμένο Ενρίκε, ο οποίος πρότεινε να κάνει μια μικρή επίδειξη των δυνάμεων του.
«Αμέ», του απάντησε η Ορόρα.
Εκείνος σήκωσε το δεξί του χέρι και κροτάλισε τα δάχτυλα του. Ένα μικρό αεράκι αναπήδησε από τα άκρα του και ταξίδεψε μέχρι την Ορόρα σπρώχνοντας τα μαλλιά της πίσω από τον λαιμό της. Στο μεταξύ, εγώ φαντασιωνόμουν να περιεργάζομαι τον δικό του με πολύ σφιχτό τρόπο!
«Του αέρα», δήλωσε η Ορόρα με τόσο ενθουσιασμό λες κι είχε λύσει μαθηματική εξίσωση. «Φυσικά και δεν υπάρχει πρόβλημα Αλφόνσο. Αντίθετα η μαγεία του θα τον κάνει πιο αποτελεσματικό».
Ο ξάδερφος της χτύπησε φιλικά την πλάτη του κολλητού του περήφανος που είχε καταφέρει να εντυπωσιάσει την Ορόρα. Δηλαδή μόνο εγώ έβρισκα αυτή της την αντίδραση ύποπτη;
«Ξέρεις, κάθε νταμπίρ με μαγεία έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μια παραπάνω δύναμη. Ο Ενρίκε μπορεί να δημιουργεί ανεμοστρόβιλο».
Τα μάτια της Ορόρα έλαμψαν. Τον κοιτούσε με δέος σαν να ήταν ο ίδιος ανεμοστρόβιλος.
Το όλο θέαμα μου προξενούσε θυμό. Έσφιξα τις γροθιές μου καθώς τους έβλεπα να φλερτάρουν με τα βλέμματα τους και τους άλλους δύο να μην παρατηρούν τίποτα το αλλόκοτο. Δεν μπορούσα να την αντικρίζω να δείχνει τόσο ενθουσιώδης με ένα θέμα που κάποτε την τρόμαζε μόνο και μόνο επειδή επρόκειτο για τον Ενρίκε. Τρία χρόνια τώρα έκρυβα την αληθινή μου φύση για να μην την τρομοκρατήσω και τελικά καταπιέστηκα χωρίς λόγο. Έπρεπε να της είχα μιλήσει από την αρχή κι αν πράγματι με αγαπούσε θα έδειχνε τον ίδιο θαυμασμό, ίσως και παραπάνω. Στην τελική αυτός της αναστάτωσε τα μαλλιά, ενώ εγώ της είχα πάρει τον πόνο!
«Με συγχωρείτε», ξεφύσησα απηυδισμένος και σηκώθηκα από το τραπέζι.
«Τι έπαθες;», ρώτησε ο Μάικλ.
«Θέλω να περπατήσω λίγο», απάντησα κι εκείνος αποφάσισε να με ακολουθήσει.
Πορευτήκαμε στο πάρκο αμίλητοι, αφού έτσι κι αλλιώς τα ουρλιαχτά των παιδιών θα κάλυπταν τις κουβέντες μας. Λίγα μέτρα παραπέρα βρήκαμε ένα άδειο παγκάκι και καθίσαμε να χαζέψουμε το καταπράσινο πάρκο και την καφετέρια παραπέρα, ή μάλλον τα νταμπίρ σε αυτήν. Ευτυχώς η θέση δίπλα στην Ορόρα παρέμενε άδεια.
«Θυμάμαι πώς φερόσουν κάθε φορά που ταξιδεύαμε Σεβίλλη», ξεκίνησε ο Μάικλ με το βλέμμα του να συνεχίζει να ταξιδεύει στο πάρκο. «Ήσουν γεμάτος προσμονή. Στην διάρκεια της διαμονής μας γελούσες με τρόπο που δεν είχα ξαναδεί στην Μόιρα. Κι όταν έφτανε η ώρα επιστροφής το βλέμμα σου σκοτείνιαζε. Την τελευταία φορά μας έδειξες και την ιπποτική σου πλευρά με τον ζήλο που υπερασπίστηκες την Ορόρα και στον ξάδερφο της και στον πατέρα της. Όταν επιτέλους παραδεχτήκατε τα συναισθήματα σας μας δείξατε ένα πρωτόγνωρο πάθος, το οποίο αφήνατε με μεγάλη προθυμία να σας εξουσιάσει. Όταν ήρθε εκείνο το πρωί η Μέλανη και μας ανακοίνωσε ότι κλεφτήκατε δεν παραξενεύτηκα. Εξεπλάγη, αλλά δεν φάνταζε ακραίο για εσάς», τα σμαραγδένια του μάτια πήραν την απόφαση να στραφούν στην αποκαρδιωμένη έκφραση μου. «Η μέρα πριν τον κρυφό γάμο ήταν που σας είδα για τελευταία φορά. Τώρα δεν ξέρω ποιοι είστε, τι σας συνέβη».
Τα λόγια του Μάικλ μου θύμισαν τις όμορφες στιγμές με την Ορόρα που τελικά προέκυψαν στα μέρη που πιστεύαμε ότι μας στοίχειωναν. Αποδράσαμε από την Μόιρα και τους αυταρχικούς βασιλείς νομίζοντας ότι η Καλιφόρνια θα προστάτευε τον έρωτα μας και τελικά οι μέρες κράτησης ήταν καλύτερες από αυτές της ελευθερίας. Άραγε να ίσχυε ότι ο κόσμος μάθαινε να αγαπάει τις αλυσίδες του ή απλά εμείς δεν ήμασταν έτοιμοι για δύο μεγάλα βήματα; Πιθανόν το δεύτερο...
«Μεγαλώσαμε», είπα τελικά καταπίνοντας έναν κόμπο στον λαιμό μου.
«Κάθε φορά που έρχομαι σας βλέπω όλο και πιο απόμακρους ο ένας από τον άλλον. Ο έρωτας όντως σβήνει με τα χρόνια, αλλά πίστευα πως αγαπιόσασταν κιόλας. Τελικά όλα ήταν μια νεανική τρέλα;»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Δεν ήξερα πλέον τι ένιωθε η Ορόρα, αλλά εγώ την αγαπούσα. Αγαλλίαζα με ένα της χαμόγελο και πονούσα με ένα της δάκρυ. Δεν μου ήταν ευχάριστο να την βλέπω θλιμμένη και μάλιστα εξαιτίας μου.
«Της τα έχεις πει ποτέ αυτά;», με ρώτησε όταν εξωτερίκευσα τις σκέψεις μου.
«Δεν μου είναι εύκολο. Θέλω, αλλά διστάζω να της ανοιχτώ τόσο πολύ. Κι έπειτα είναι απίστευτα παρορμητική. Μέχρι να καταλαγιάσει ο θυμός της θα πει και θα κάνει πράγματα που θα με κομπλάρουν».
«Και προτιμάς την σιωπή;»
Το ότι έμεινα να τον κοιτάζω κουρασμένος με την συζήτηση, λειτούργησε ως καταφατική απάντηση.
«Αν την αγαπάς πρέπει να το δείξεις», συνέχισε. «Και φυσικά να την αποδεχτείς για αυτό που είναι».
«Εγώ γιατί να αλλάξω ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου σε αντίθεση με εκείνη;»
«Το να κρύβεις τα συναισθήματα σου πέραν του ότι σε καθιστά συναισθηματικά ανώριμο, δημιουργεί προβλήματα σε όλες σου τις σχέσεις. Δεν γίνεται να μην της λες ότι την αγαπάς εφόσον το νιώθεις. Κάντο για σένα, για να νιώσεις ανακούφιση. Πόσες φορές την ημέρα της το λες;»
Έσκυψα ντροπιασμένος το κεφάλι μου και ομολόγησα ψιθυριστά πως η Ορόρα δεν είχε ακούσει ποτέ τέτοια κουβέντα από μένα.
«Κάρτερ σοβαρά;», αναφώνησε ο Μάικλ και μετά χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Δεν φτάνει που δεν της έχεις μιλήσει για την μαγεία σου τόσα χρόνια, δεν της έχεις πει κάτι τόσο σημαντικό;»
Η αναφορά στην μαγεία έφερε στον νου μου την αντίδραση της ως προς τις δυνάμεις του Ενρίκε και η ντροπή αντικαταστάθηκε από ενόχληση.
«Αν ήταν του αέρα μπορεί να είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση».
«Μην το κάνεις αυτό Κάρτερ», αποκρίθηκε ο Μάικλ. «Δεν είναι ο Ενρίκε το πρόβλημα σου».
Τελικά όλοι είχαν παρατηρήσει την αλλόκοτη ευγένεια μεταξύ τους.
«Όχι, είναι η Ορόρα που φλερτάρει μαζί του».
«Μετά από πολύ καιρό κάποιος που δεν είναι συγγενής της την έκανε να νιώσει όμορφα. Κι αντί να συνειδητοποιήσεις ότι δεν της προσφέρεις αυτά που πρέπει, κατηγορείς το νταμπίρ που την έκανε να χαμογελάσει. Θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων».
«Ευγνώμων στον Ενρίκε; Ποτέ!»
Ο Μάικλ ξεφύσησε απηυδισμένος λέγοντας μου ότι δεν έπιανα το νόημα της συζήτησης. Ωστόσο, έκανε λάθος. Είχα καταλάβει από την αρχή πως η Ορόρα γοητεύτηκε από την προσοχή του Ενρίκε κι όχι από τον ίδιο. Εγώ την είχα ως δεδομένη και αμέλησα επανειλημμένα να της φέρομαι σαν κοπέλα της ηλικίας της. Ήταν μόλις είκοσι ετών και την έκανα να νιώθει σαν πενηντάχρονη. Δεν την φλέρταρα, δεν της έδειχνα πόσο με εξίταρε κι ούτε αφιέρωνα χρόνο σε εξόδους. Κι όλα αυτά γιατί εγώ θεώρησα πως ο γάμος και οι υποχρεώσεις μου στην Νέα Μόιρα με μεγάλωσαν δραματικά. Και ο ίδιος όμως παρέμενα νέος συμμεριζόμενος τις ανάγκες της Ορόρα.
«Διόρθωσε την συμπεριφορά σου Κάρτερ. Δεν νομίζω πως η Ορόρα έχει άλλη υπομονή».
†
Όταν ο Μάικλ επέστρεψε στο δωμάτιο του σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε για ώρες. Η κούραση του παρά τον καλό ύπνο που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ, ανησύχησε τις κυρίες, οι οποίες έλεγχαν κάθε λίγο και λιγάκι τον σφυγμό του.
«Τα βλέπεις;», μουρμούρισε η Τατιάνα στο αυτί της τρομοκρατημένης Έλενας. «Τι άλλο θέλεις για να πειστείς ότι του κάνει κακό;»
Η Έλενα δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Η αγωνία της για τον μικρό είχε κλέψει την φωνή της και το μόνο που ήταν σε θέση να κάνει ήταν να κρύψει το πρόσωπο της στις παλάμες της για να καταπολεμήσει τα δάκρυα της.
«Τατιάνα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή», αποκρίθηκε η Νουρ πλησιάζοντας τους.
«Όχι», αντέδρασε η δαιμόνισσα και τα γκρίζα της μάτια λαμπίρισαν σαν να καθρεφτίστηκε σε αυτά η σελήνη. «Ξέρουμε εδώ και καιρό ότι ο Ντέμιεν πειραματίζεται με τις δυνάμεις του παιδιού. Καθησυχάσαμε τους εαυτούς μου ότι γινόταν με σκοπό να μπορεί ο Μάικλ να τις ελέγξει ώστε να μην προκληθεί ζημιά εξαιτίας της ενέργειας του Κάτω Κόσμου. Κατά βάθος όμως όλες ξέρουμε ότι ο Ντέμιεν τον εκμεταλλεύεται. Και σωπάσαμε! Τον αφήνουμε να ρουφήξει την μαγεία του και να τα αποτελέσματα», έδειξε τον κοιμισμένο πρίγκιπα. «Χρειάζεται την μαγεία του για να επιζήσει στον Κάτω Κόσμο. Αν την χάσει ο καλπασμός του Θανάτου θα ακουστεί ανεξαρτήτως των δικών μας ενεργειών», χρησιμοποίησε τα λόγια της Έλενας.
Η Έλενα πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε τα χέρια της να πέσουν στους μηρούς της.
«Εσύ δεν ήσουν ποτέ αντιδραστική. Τι έπαθες στα καλά του καθουμένου;»
«Κουράστηκα», της είπε το προφανές. «Γεύτηκα την ελευθερία και την έχασα μέσα σε μια στιγμή. Θέλω να ξανανιώσω αυτό το συναίσθημα. Να περπατήσω στους δρόμους με τον ήλιο να με ζεσταίνει και τον καθαρό αέρα να γεμίζει τα πνευμόνια μου οξυγόνο. Και το θέλω και για εσάς και για τον Μάικλ».
Η φωνή της ήταν τόσο δυνατή όσο έπρεπε για να την ακούνε οι συντρόφισσες της. Η Ζεϋνέπ και η Λουκία που επίσης είχαν ζήσει λίγες μέρες στον πάνω κόσμο, συμμερίστηκαν την νοσταλγία της για το αίσθημα ελευθερίας. Μπορεί η Ζεϋνέπ ως βαμπιρίνα να αδυνατούσε να χαρεί τον ήλιο, μπορούσε όμως να σηκώσει τα μάτια της στο ασημένιο φεγγάρι και να αφουγκραστεί την γαλήνη της νύχτας.
Οι υπόλοιπες μπορούσαν μόνο να φανταστούν το συναίσθημα που περιέγραφε η Τατιάνα. Ήταν όμορφο, συναρπαστικό. Μια ζωή χωρίς συνεχές σκοτάδι και τον φόβο να κακοποιηθούν ήταν σχεδόν ουτοπική με βάση τα όσα είχαν βιώσει. Και θα την κυνηγούσαν με κάθε τρόπο. Ναι, η Τατιάνα είχε δίκιο. Όλο αυτά τα χρόνια αιχμαλωσίας τις κούρασαν, τις αποθάρρυναν, τις έμαθαν να υπομένουν. Μόνο η Ορόρα τους έδωσε την ελπίδα ενός επιτυχούς αγώνα, μα όταν εκείνη χάθηκε στο χωροχρόνο πήρε μαζί της και τα όνειρα τους. Ωστόσο, η βασίλισσα δεν ήταν εντελώς χαμένη. Μπροστά τους δέσποζε ένα κομμάτι της Ορόρα και του Κάρτερ, του Ήλιου και της Σελήνης, της Φωτιάς και του Νερού, της μεγάλης προφητείας. Στο διπλό κρεβάτι κοιμόταν ο αδερφός της επόμενης βασίλισσας τους, της σωτήρας τους, της γυναίκας που μπορούσε να σκοτώσει τον Ντέμιεν. Όμως μια βασίλισσα δεν πολεμούσε μόνη της. Χρειαζόταν στρατό. Κι εφόσον αυτός σκορπίστηκε όταν γύρισε ο χρόνος πίσω, ο κλήρος έπεφτε σε εκείνες να τον ανασυγκροτήσουν.
«Ξυπνήστε τον», ακούστηκε η Λουκία και η Έλενα την κοίταξε εμβρόντητη.
«Είναι αποκαμωμένος».
«Κι εγώ», της απάντησε η Λουκία. «Ξυπνήστε τον», επέμεινε. «Πρέπει να μάθουμε τι κάνει ο Ντέμιεν μαζί του. Μπορεί όντως να κλέβει την μαγεία του λίγο λίγο όσο εμείς σωπαίνουμε για μία ακόμα φορά. Αν πάθει κάτι χάνουμε και το τελευταίο ψήγμα ελπίδας να σπάσει το ξόρκι».
«Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον Μάικλ για το δικό μας συμφέρον», αντιτάθηκε η Έλενα.
«Δεν μπορούμε επίσης να τον θυσιάσουμε επειδή φοβόμαστε», ακούστηκε η Εριέττα.
Η Έλενα δεν φοβόταν για τον εαυτό της, αλλά για τον Μάικλ. Ήθελε να είναι και οι οκτώ τους υπόδειγμα υπηκόων γιατί πίστευε πως μόνο αυτό ήταν η ασφάλεια ζωής του παιδιού. Έκανε όμως μεγάλο λάθος κι είχε έρθει η ώρα να αντικρίσουν για μία ακόμα φορά την αποκρουστική αλήθεια του Ντέμιεν.
Η Νουρ της χάρισε ένα απολογητικό βλέμμα. Ήθελε κι εκείνη να γλιτώσει από αυτή την φυλακή και να ξανασμίξει με τον πατέρα της και την Κόρτνεϋ. Είχε δύο παραπάνω λόγους να θέλει την λύση του ξορκιού.
«Είμαστε οκτώ και είναι ένας. Θα τα καταφέρουμε», της είπε και έπειτα έδωσε το έναυσμα στην Τατιάνα να ξυπνήσει τον Μάικλ.
Η Έλενα αναστέναξε δυνατά και η Νουρ πήγε κοντά της περνώντας το χέρι της γύρω από την μέση της. Κατανοούσε πόσο δύσκολο της ήταν όλο αυτό και θα την παρηγορούσε παρά τις αντιφατικές τους απόψεις. Κι αυτό ήταν κάτι που είχε καταφέρει η Ορόρα.
Κάποτε η Έλενα αποδοκίμαζε τις σεξουαλικές προτιμήσεις της Νουρ, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια την άκουγε να αναπολεί την Κόρτνεϋ μαγεμένη από το μεγαλείο του έρωτα. Εκείνη ποτέ δεν είχε ζήσει κάτι τόσο αγνό. Κάποτε η Νουρ κατέκρινε την Έλενα για τις αποφάσεις της και τώρα προσπαθούσε να την συνετίσει με ήρεμο τρόπο. Ο ερχομός της Ορόρα στον Κάτω Κόσμο δεν είχε φέρει μόνο ελπίδες για ελευθερία, αλλά και τον αέρα της αδερφοσύνης. Όλες μαζί έμαθαν να αποδέχονται και να σέβονται το διαφορετικό, όπως η βασίλισσα, η οποία είδε με άλλο μάτι όλα τα μέλη του υποκόσμου. Μπορεί η ιστορία με τον Κάτω Κόσμο να είχε φέρει κακουχίες, δάκρυα και θάνατο, το κουτί της Πανδώρας όμως περιελάμβανε και σημαντικά μαθήματα ζωής που ήταν ικανά να σπάσουν κάθε ξόρκι.
Η Τατιάνα κάθισε δίπλα στον Μάικλ και τον σκούντηξε μαλακά ψιθυρίζοντας του ότι ήταν ώρα για μεσημεριανό. Ο μικρός γκρίνιαξε που του διέκοπταν την ξεκούραση και η Έλενα ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται με την δυσφορία του παιδιού. Η Νουρ όμως της υπενθύμισε πως ήταν για καλό σκοπό.
«Δεν πεινάς;», ρώτησε η Τατιάνα τον μικρό χαμογελώντας του.
«Νυστάζω», απάντησε σουφρώνοντας τα χείλη του.
«Μπορείς να φας και να ξανακοιμηθείς. Χρειάζεσαι ενέργεια».
Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης, ο Μάικλ ανασηκώθηκε λες και η Τατιάνα πάτησε κάποιο κουμπί. Ενέργεια για τον μικρό σήμαινε μαγεία και η μαγεία θα του έδινε αυτό που ποθούσε περισσότερο.
«Κάποιος θέλει να είναι γερός», σχολίασε η Τατιάνα παρατηρώντας το ανασκούμπωμα του. «Φαντάζομαι θα έχει να κάνει με την εκπαίδευση σου από τον Ντέμιεν».
Ο Μάικλ δεν μίλησε. Είχε υποστεί μεγάλο ψυχολογικό εκβιασμό για να κρατήσει το στόμα του κλειστό.
«Έχεις μυστικά από εμάς;», τον ρώτησε η Τατιάνα προσποιούμενη ότι πληγώθηκε.
«Όχι», απάντησε ο Μάικλ χαμηλώνοντας το βλέμμα του.
«Έχουμε πει ότι τα ψέματα δεν είναι καλό πράγμα. Κι εμείς δεν σου έχουμε πει ποτέ ψέματα. Εσύ γιατί δεν είσαι ειλικρινής;»
Καμιά τους δεν ευχαριστιόταν τον ψυχολογικό πόλεμο, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αποκομίσουν τις απαραίτητες πληροφορίες. Ήταν φανερό ότι έκρυβε κάτι σοβαρό και όσο παρέμενε γνώση ενός παιδιού κι ενός διεστραμμένου βασιλιά κανείς δεν θα ήταν σε θέση να προλάβει την καταστροφή.
«Ο κύριος μου είπε πως αν μαθευτεί το μυστικό μας δεν θα μου δώσει αυτό που θέλω».
«Σου υπόσχομαι πως δεν θα πούμε τίποτα. Ό,τι ξεστομίσεις θα το ξεχάσουμε αμέσως και θα είναι σαν να μην το ακούσαμε ποτέ».
Το μικρό νταμπίρ διχάστηκε. Έπρεπε να διαλέξει ή τον αλλόκοτο άντρα που του υποσχέθηκε την μεγαλύτερη του επιθυμία ή τις γυναίκες που του έδειξαν περισσότερη αγάπη από όση θα μπορούσε να φανταστεί το αθώο του μυαλό. Στο τέλος κέρδισε η ευγνωμοσύνη και η αμοιβαία αγάπη. Στο τέλος, πάλι θριάμβευσε το φως.
«Παίζουμε με ξόρκια», τους εξήγησε με τον τρόπο που είχε κάνει ο Ντέμιεν σε εκείνον. «Κάθε φορά παίρνω ενέργεια κι από εσάς για να μπορώ να κερδίσω», έσμιξε θλιμμένος τα φρύδια του. «Συγγνώμη που δεν σας το έλεγα».
Τα λόγια του παιδιού τους κατακεραύνωσαν, ωστόσο πάλεψαν να κρύψουν την αηδία τους. Ο Ντέμιεν για μία ακόμα φορά ξεπέρασε τα όρια του προσωπικού τους χώρου χρησιμοποιώντας ένα μικρό παιδί. Το ερώτημα όμως ήταν γιατί;
«Τι είδους παιχνίδια είναι αυτά;», θέλησε να μάθει η Τατιάνα προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη.
«Μαγικά», απάντησε ο Μάικλ, γιατί δεν κατανοούσε το πώς γίνονταν τα ξόρκια -όλα ήταν θέμα ενστίκτου- ή σε τι αποσκοπούσαν.
«Και τι θα κερδίσεις με αυτά τα παιχνίδια; Τι υποσχέθηκε να σου δώσει;»
Ο Μάικλ σκέφτηκε καλά την επόμενη κουβέντα του. Αν της απαντούσε θα έπαιρνε μεγάλο ρίσκο. Ένας ενήλικας θα κρατούσε τελικά το στόμα του κλειστό από φόβο μήπως χάσει το δώρο. Ένα παιδί όμως εύκολα λύγιζε στον ανακριτικό τόνο κάποιου που εμπιστευόταν.
«Την μαμά μου!»
Ορόρα
Μετά το πρωινό η παρέα χωρίστηκε, με τον Αλφόνσο και τον Ενρίκε να επιστρέφουν σπίτι τους για να χαλαρώσουν και τον Μάικλ με τον Κάρτερ να συνεχίζουν την βόλτα τους για να μιλήσουν. Φαίνεται πως τους απασχολούσε κάτι σημαντικό, αλλά δεν ζήτησα λεπτομέρειες. Σεβάστηκα το ότι τα ξαδέρφια είχαν τα δικά τους μυστικά και είπα ψέματα ότι θα γυρνούσα σπίτι. Στην πραγματικότητα, κατευθύνθηκα στο αστυνομικό τμήμα για να διασταυρώσω είτε τις δικαιολογίες του Κάρτερ είτε τις υποψίες μου.
Είχα να επισκεφτώ το κτίριο μήνες. Οτιδήποτε έπρεπε να γνωρίζω για το σώμα το μάθαινα τηλεφωνικώς. Οι ατελείωτες ώρες που περνούσε ο Κάρτερ εδώ το είχαν μετατρέψει σε δικό του χωράφι, το οποίο δεν ήθελα να καταπατήσω. Μέχρι την στιγμή που υποπτεύθηκα ότι το τμήμα δεν ήταν παρά η φωλιά ενός παράνομου δεσμού. Κι αν πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο, θα το έκαιγα μαζί με τους εραστές.
Προχωρώντας μέσα οι παρευρισκόμενοι με υποδέχτηκαν με θέρμη. Μέχρι στιγμής τα πρόσωπα ήταν γνωστά και κανείς δεν μου έδινε την εντύπωση ότι δυσκολευόταν να με αντικρίσει. Βέβαια αυτό δεν ήταν επαρκές στοιχείο, αλλά δεν ήξερα και πώς εντόπιζες την ερωμένη του άντρα σου.
«Πριγκίπισσα, τι τιμή!», υποκλίθηκε ο Σπένσερ όταν συναντηθήκαμε. «Μας έλειψε η λαμπρή σου παρουσία».
«Α Σπένσερ. Πάντα ξέρεις πώς να μου φτιάξεις την διάθεση. Πράγματι έχω καιρό να περάσω, αλλά θέλω να επανορθώσω. Πώς πάνε τα πράγματα;»
«Όλα είναι υπό έλεγχο υψηλοτάτη. Μόνο μια εκκρεμότητα έχει καθυστερήσει και ομολογουμένως ο υψηλότατος δεν μου έχει δώσει σαφή δικαιολογία».
«Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Μια υποψήφια έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευση της εδώ και μήνες, αλλά δεν έχει καταγραφεί ακόμα ως επίσημο μέλος».
Κάτι τέτοιο δεν ήταν απλή εκκρεμότητα, αλλά διατάραξη των ισορροπιών. Δεν είχαμε την πολυτέλεια να καθυστερούμε συλλήψεις αστυνομικών, γιατί η αναρχία στον κόσμο μας δεν είχε τελειωμό.
«Ποια είναι η υποψήφια;»
«Είναι η...», έκανε να πει αλλά κάτι πίσω μου τον σταμάτησε. «Κατά φωνή. Τι σύμπτωση!», γέλασε ελαφρά. «Άσλεη έλα».
Καθώς πλησίαζε η περιβόητη Άσλεη γύρισα ώστε να καταλάβω για ποια μιλούσαμε. Ωστόσο, αυτή την γυναίκα την έβλεπα για πρώτη φορά, ενώ κάτι στο πρόσωπο της την καθιστούσε παράλληλα και οικεία.
«Η Άσλεη έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευση της με μεγάλη επιτυχία κι είναι κρίμα να μην ξεκινήσει την σταδιοδρομία της», είπε ο Σπένσερ, ο οποίος της έκανε νόημα να συστηθεί.
Εκείνη υπάκουσε με τα μάτια της να αρνούνται να με κοιτάξουν και έτεινε το τρεμάμενο χέρι της προς το μέρος μου.
«Χ- χαίρω πολύ πριγκίπισσα».
Εγώ έσφιξα το χέρι της προσπαθώντας να καταλάβω γιατί μια άγνωστη γυναίκα αντιδρούσε τόσο αλλόκοτα. Μήπως επειδή με έβλεπε για πρώτη φορά;
«Πόσο καιρό είσαι στην Νέα Μοίρα;»
«Έναν χρόνο», απάντησε σχεδόν ψιθυριστά.
«Πολύ περίεργο. Δεν σε έχω ξαναδεί. Για ποιον λόγο δεν έχεις πιάσει ακόμα δουλειά; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.
Στο μεταξύ, έστυβα το μυαλό μου προσπαθώντας να θυμηθώ αν την είχα συναντήσει στο παρελθόν.
«Πού έμενες παλιά;»
«Στο Σιάτλ υψηλοτάτη».
«Έχεις βρεθεί ποτέ στην Αυλή; Μου φαίνεσαι οικεία».
«Μα φυσικά πριγκίπισσα», πήρε τον λόγο ο Σπένσερ. «Η Άσλεη έμενε για χρόνια στην Μόιρα. Ήταν μάλιστα συμμαθήτρια του πρίγκιπα».
Τότε έκανα την σύνδεση. Είχα δει φωτογραφίες της από την επιτηρίδα του Κάρτερ. Η Άσλεη όμως δεν ήταν απλά μια συμμαθήτρια, αλλά η πρώτη του σχέση!
Δεν ήταν δυνατόν... Δεν γινόταν να με απατάει με πρώην του. Δεν γινόταν να με απατάει έτσι κι αλλιώς, αλλά και με πρώην πήγαινε πολύ. Τώρα καταλάβαινα γιατί τραύλιζε καθώς μου μιλούσε. Δεν ήταν και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο να συναντάς την γυναίκα του εραστή σου!
Βρέθηκα πολύ κοντά στο να την χτυπήσω. Η ενοχή της με έβγαζε από τα ρούχα μου. Αυτή έπρεπε να την θυμηθεί πριν μπει ανάμεσα σε ένα αντρόγυνο. Ειλικρινά θα την χαστούκιζα, αν δεν με συνέφερε ο ήχος κλήσης μου.
Στην οθόνη αντίκρισα έναν άγνωστο αριθμό, οπότε απομακρύνθηκα για να μιλήσω με την ησυχία μου. Με την Άσλεη θα συζητούσαμε αργότερα...
«Παρακαλώ;»
«Πριγκίπισσα καλησπέρα. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Είμαι ο Δρ Στιούαρτ».
Ο διευθυντής του νοσοκομείου. Δεν αστειευόταν όταν υποσχέθηκε ότι θα μας έδινε σύντομα τα αποτελέσματα.
«Όχι, γιατρέ δεν ενοχλείς», απάντησα και έγειρα στον τοίχο.
«Έχω τα αποτελέσματα στα χέρια μου. Θα ήθελα να περάσεις από το νοσοκομείο, όποτε μπορείς για να τα συζητήσουμε».
«Δεν γίνεται να μου πεις από τώρα τι λένε;»
Εκείνος δίστασε, αλλά τον παρακάλεσα γιατί με έτρωγε η περιέργεια. Δεν θα ήμουν σε θέση να οδηγήσω ψύχραιμη, αν δεν είχα μια εικόνα.
«Πριγκίπισσα... Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορείς να κάνεις παιδιά».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top