10. ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Ορόρα
Επιστρέψαμε στην έπαυλη δίχως δυσάρεστες συναντήσεις με τον περιπλανώμενο λυκάνθρωπο. Αυτές προέκυψαν όταν περάσαμε το κατώφλι του καταφυγίου μας αντικρίζοντας την Κέιζα. Όλοι είχαν φύγει για την Μόιρα εκτός από την αφεντιά της. Εκείνη είχε χυθεί στον καναπέ κρατώντας ένα ποτήρι γεμάτο με αλκοόλ και μόλις μας είδε στριφογύρισε τα μάτια της ενοχλημένη.
«Ακόμα εδώ είσαι;», ακούστηκε ο Κάρτερ πίσω μου και την επόμενη στιγμή ήταν δίπλα μου. «Σου είπα να φύγεις».
Ένα κομμάτι του εαυτού μου ανακουφίστηκε όταν έμαθα ότι προσπάθησε να την διώξει. Αυτό σήμαινε ότι δεν είχε σκοπό να συνεχίσει τις ανοησίες που ξεκίνησε στο παλάτι. Όσο για την Κέιζα όχι μόνο δεν σάλεψε, αλλά απάντησε πως δεν θα γυρνούσε μόνη της στην Μόιρα, γιατί ήταν αργά. Όσο δίκιο και να είχε δεν έκανε κανείς τον κόπο να της προσφέρει θέση στο αυτοκίνητο του.
«Γυρίσατε;», ακούστηκε ο Ντιμίτρι καθώς κατέβαινε τις σκάλες.
Δυστυχώς όμως δεν ήταν μόνος του. Τον ακολούθησαν ο Μάικλ με τον Αλφόνσο και οι παράνομοι εραστές. Μόλις το βλέμμα του Σκοτ διασταυρώθηκε με το ένοχο της Οκτόμπερ, το σώμα του τσιτώθηκε και έκανε να φύγει από το δωμάτιο. Ο Τσέις όμως τον συγκράτησε και του ψιθύρισε κάτι για να τον πείσει να αφήσει τέτοιες συμπεριφορές. Υπέθεσα πως του θύμισε τον κίνδυνο του λυκανθρώπου.
«Τι πάθατε;», αναφώνησε ο Αλφόνσο βλέποντας το χώμα στα ρούχα μας.
Κοιτάχτηκα με τον Σκοτ και τον Τσέις για να δούμε ποιος θα ανακοίνωνε τα άσχημα νέα της βραδιάς και κανείς από τους δύο δεν φάνηκε πρόθυμος να με βγάλει από την δύσκολη θέση. Καλύτερα όμως να τους ειδοποιούσα εγώ μια που ήμουν πιο ψύχραιμη και είχα τις απαραίτητες γνώσεις για να παρουσιάσω την κατάσταση όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα.
«Όσο ήμασταν έξω ακούσαμε το ουρλιαχτό ενός λυκάνθρωπου».
Οι αντιδράσεις ήταν φυσικά οι αναμενόμενες. Σοκ και φόβος έκανε τα μάτια όλων να αστράψουν, ενώ η Κέιζα τινάχτηκε από τον καναπέ σαν να την είχε διαπεράσει ρεύμα. Φαινόταν μάλιστα να έχει τρομοκρατηθεί περισσότερο από όλους, γιατί ρώτησε περισσότερες λεπτομέρειες τραυλίζοντας.
«Είσαι σ - σίγουρη ότι είναι λ - λυκάνθρωπος;»
Εγώ κατένευσα σαστισμένη με το πώς άλλαξε η εικόνα της από την μια στιγμή στην άλλη. Δεν μπορούσα να της κρατήσω άλλη κακία καθώς την έβλεπα να χλομιάζει και τα άκρα της να τρέμουν.
«Είναι μόνο ένας;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.
«Έτσι νομίζω».
«Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ», αποκρίθηκε ο Γκασπάρ με ένταση στην φωνή του.
«Φυσικά και θα φύγουμε», απάντησε ο Κάρτερ. «Πρέπει όμως να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας».
«Μυρίζει την αδρεναλίνη», τους είπε ο Τσέις, αν και οι περισσότεροι το ήξεραν ήδη.
«Έχουμε τρία αυτοκίνητα», συνέχισε ο Κάρτερ. «Μας είναι αρκετά για την Μόιρα. Σε περίπτωση που μας ακολουθήσει δεν μας μένει κάτι άλλο από το να επιταχύνουμε. Στο μεταξύ καλό θα είναι να καλέσουμε τους βασιλείς για να τους ειδοποιήσουμε».
Όλοι έδειξαν σύμφωνοι με το σχέδιο. Ο Σκοτ όμως δήλωσε πως δεν θα δεχόταν στο αυτοκίνητο του την Οκτόμπερ με τον Γκασπάρ. Η Οκτόμπερ λοιπόν θα πήγαινε με τα ξαδέρφια μου και τον Ντιμίτρι, ενώ ο Μάικλ θα γυρνούσε στην Μόιρα μαζί με τον Κάρτερ. Έμενα εγώ με την Κέιζα και ασυναίσθητα πρότεινα να επιβιβαστούμε μαζί στο αυτοκίνητο του Σκοτ. Βλέποντας την να έχει αγκαλιάσει το σώμα της σε μια προσπάθεια να νιώσει ασφαλής δεν μου πήγαινε η καρδιά να την εγκαταλείψω. Πάνω από όλα ήταν υπήκοος μου.
Η Κέιζα δεν αρνήθηκε την πρόταση μου. Αντίθετα δέχτηκε και μας παρότρυνε να απομακρυνθούμε γρήγορα κι αυτό κάναμε. Αφήσαμε την έπαυλη ακατάστατη και κατευθυνθήκαμε στα αυτοκίνητα έτοιμοι να πορευτούμε στην Μόιρα. Όμως η ελπίδα χάθηκε πριν προλάβουμε να γευτούμε την αίσθηση της ελευθερίας, όταν ο Αλφόνσο μαρμάρωσε ξαφνικά ακινητοποιώντας και τους υπόλοιπους.
«Ω Θεέ μου!», ψέλλισε στα ισπανικά και έτρεξε στο αυτοκίνητο με το οποίο ήρθαμε στην έπαυλη. «Έσκασαν τα λάστιχα!», μας ανακοίνωσε αφού γονάτισε για να τα ελέγξει.
Τα λόγια του δεν έδωσαν το έναυσμα στους υπόλοιπους να του προτείνουν εναλλακτική, αλλά να ελέγξουν και τα άλλα δύο αυτοκίνητα. Και προς δυσάρεστη έκπληξη μας ίσχυε το ίδιο για όλα τα οχήματα.
«Τι θα κάνουμε τώρα;», ρώτησε η Κέιζα στριγκλίζοντας.
«Μην πανικοβάλλεστε», σχεδόν διέταξε ο Κάρτερ κι έβγαλε το κινητό του από την πίσω τσέπη του παντελονιού του. «Απλώς θα καλέσουμε β...»
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ξανά το ουρλιαχτό του λυκάνθρωπου και μάλιστα επικίνδυνα κοντά μας. Χωρίς να χάσουμε πολύτιμο χρόνο μπήκαμε ξανά στην έπαυλη.
Κάρτερ
Ήμουν τρομοκρατημένος. Όχι! Ήμουν πολύ παραπάνω από τρομοκρατημένος, αλλά δεν υπήρχαν λέξεις για να περιγράψουν πόσο φοβόμουν. Έπρεπε όμως να το κρύψω. Όλοι είχαν καταβληθεί από το ίδιο συναίσθημα, αλλά οι περισσότεροι δεν έφταναν σε κατάσταση υστερίας, όπως η Κέιζα που έβαλε τα κλάματα. Και η Ορόρα ήταν ένα από τα πρόσωπα που παρέμενε ψύχραιμη, με αποτέλεσμα να δειλιάζω να δείξω το πραγματικό εύρος των συναισθημάτων μου.
Αφού ήμασταν φαινομενικά ασφαλείς στο ευρύ σαλόνι της έπαυλης, άρχισε η συζήτηση για το πώς έσκασαν τα λάστιχα όλων των αυτοκινήτων. Παράλληλα, συνέχισα την προσπάθεια μου να καλέσω τον πατέρα μου κι όταν εκείνος δεν απάντησε, στράφηκα στον Αλεχάντρο.
«Ο λυκάνθρωπος το έκανε αυτό;», ρώτησε η Οκτόμπερ μιλώντας για τα λάστιχα.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν μόνο ένας;», συμπλήρωσε ο Ντιμίτρι.
«Έναν άκουσα», τους απάντησε η Ορόρα βαριανασαίνοντας.
«Ήταν ο ίδιος που ακούσαμε κι εμείς;», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο και εκείνη ένευσε γρήγορα μαζί με τον Σκοτ.
«Εσύ τώρα πώς είσαι σίγουρος;», έκρωξε ο Τσέις.
«Επειδή είναι και η Ορόρα».
Ο πανικός δεν βοηθούσε κανέναν μας να σκεφτεί σοβαρά. Κι όσο δεν ακουγόταν φωνή στην άλλη μεριά του ακουστικού, τόσο ένιωθα ότι ο φόβος θα με έφερνε στα πρόθυρα της παράνοιας.
«Δεν απαντάει κανείς», τους ανακοίνωσα αναστενάζοντας.
«Προσπάθησε ξανά», με παρότρυνε ο Αλφόνσο.
Μολονότι είχε χαθεί κάθε ίχνος ελπίδας, δοκίμασα να τους καλέσω ξανά. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να ξεστομίζουν θεωρίες για το ζήτημα των αυτοκινήτων και τέθηκε η άποψη ότι υπήρχε ολόκληρη αγέλη που μας παγίδευσε, αλλά μόνο ένας έκανε αισθητή την παρουσία του για να μας παραπλανήσει. Αν μας έκαναν να πιστέψουμε ότι δεν ήμασταν περικυκλωμένοι από τουλάχιστον δέκα λυκάνθρωπους, ίσως να ήμασταν πιο χαλαροί. Και με την σκέψη του ενός πάντως είχαμε ταρακανουθεί αρκετά. Όπως και να είχε, είτε ήταν ένας είτε πολλοί, το ερώτημα που δεν φάνηκε να απασχολεί κανέναν ήταν γιατί δεν μας επιτέθηκαν νωρίτερα, όταν η έπαυλη ήταν γεμάτη από νταμπίρ με το αίμα τους να βράζει.
«Τίποτα;», με ρώτησε η Ορόρα μόλις έκλεισα ξανά το τηλέφωνο και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου δυσαρεστώντας τους πάντες.
«Θέλω να γυρίσω σπίτι μου», δήλωσε η Κέιζα κλαίγοντας με αναφιλητά και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Η ψιλή της φωνή χτύπαγε το νευρικό μου σύστημα μετατρέποντας τον φόβο σε θυμό. Επιπλέον, ο τόνος της φωνής της ήταν τσιριχτός κι έκλαιγε δυνατά και σίγουρα θα προσέλκυε τον λυκάνθρωπο.
«Πάψε επιτέλους!», της φώναξα.
Η Ορόρα με κοίταξε σαστισμένη και με επέπληξε για τον τρόπο που της μίλησα. Φαίνεται πως είχε συγκινηθεί με την ευαίσθητη πτυχή της Κέιζα.
«Είναι τρομαγμένη, δείξε κατανόηση», μου υπέδειξε κι έπειτα γονάτισε δίπλα της για να την παρηγορήσει. «Μην ανησυχείς. Οι λυκάνθρωποι δεν είναι σαν τους βρικόλακες. Υπάρχει τρόπος να του ξεφύγουμε».
«Κι αν είναι παραπάνω από ένας;», την ρώτησε κάπου ανάμεσα στους λυγμούς της.
Η Ορόρα δεν της απάντησε αμέσως. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο ούτε η ίδια δεν ήξερε πώς θα το αντιμετωπίζαμε. Και η αβεβαιότητα απλώς θα χειροτέρευε την υστερία της Κέιζα.
«Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες ξημερώνει. Είμαι βέβαιη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε μέχρι τότε».
Αν ήμουν στην θέση της Κέιζα, δεν θα με ικανοποιούσε η απάντηση. Εκείνη ωστόσο φάνηκε να καθησυχάζεται. Βοηθούσε και το γεγονός ότι η Ορόρα είχε περάσει τα χέρια της γύρω της σαν να την αγκάλιαζε προστατευτικά, όπως έκανε η ίδια με τον εαυτό της νωρίτερα. Ο φόβος ήταν αφόρητος όταν συνοδευόταν από μοναξιά, αλλά τώρα η Κέιζα δεν ένιωθε αποξενωμένη χάρις την τρυφερή Ορόρα.
«Παιδιά....»
Η φωνή του Σκοτ μας τράβηξε την προσοχή, αλλά δεν ήθελε να γίνει αυτός το αντικείμενο της. Μας υπέδειξε να κοιτάξουμε έξω από την τζαμαρία, όπου βρισκόταν ένας πελώριος λύκος στο χρώμα της νύχτας. Παρά το σκούρο τρίχωμα του φαινόταν καθαρά το μέγεθος του -που θύμιζε περισσότερο αναπτυσσόμενο άλογο παρά λύκο- εξαιτίας των αναμμένων φώτων. Ούτε καθώς φεύγαμε ούτε όταν επιστρέψαμε δεν σκέφτηκε κανείς να τα σβήσει ώστε να μην λειτουργήσουμε σαν φάρος. Και τώρα βλέπαμε καθαρά τον εχθρό με τα κεχριμπαρί μάτια και τα κοφτερά δόντια που μας επιδείκνυε απειλητικά.
Όλοι είχαμε σαστίσει. Τον κοιτούσαμε κρατώντας την ανάσα μας και περιμέναμε πότε θα κάνει το πρώτο βήμα. Ήταν σχεδόν αυτοκτονικό, αλλά αν δεν κουνιόταν εκείνος δύσκολα θα συνερχόμασταν από τον λήθαργο του δέους. Μόνο η Ορόρα με την Κέιζα κινήθηκαν ελάχιστα καθώς σηκωνόντουσαν όρθιες και η πρώτη έκρυψε την δεύτερη πίσω της, γιατί ήταν ένα βήμα πριν την λιποθυμία. Ομολογουμένως κι εγώ.
«Κάρτερ τι θα κάνουμε;», με ρώτησε η Ορόρα χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του.
Ο λυκάνθρωπος πιθανόν την άκουσε και δεν θέλησε να μου δώσει χρόνο να σκεφτώ απάντηση. Έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς μπροστά και από τον τρόπο που χόρεψε το δέρμα του πάνω από τα δόντια του κατάλαβα ότι μας γρύλισε. Την επόμενη στιγμή έτρεξε πάνω στην τζαμαρία και σπάζοντας την μπήκε στην έπαυλη.
Φωνές απόγνωσης βγήκαν από όλα τα νταμπίρ, καθώς ο εχθρός είχε εισβάλλει σε ό,τι φάνταζε φρούριο. Γρύλιζε επιθετικά προς κάθε κατεύθυνση και αναζητούσε το πρώτο του θύμα ανάμεσα στους κινούμενους στόχους. Ο μόνος που ήταν λιγότερο δύσκολος να φτάσει ήμουν εγώ. Βρισκόμουν πιο κοντά του και η πρώτη μου επαφή με λυκάνθρωπο με είχε μουδιάσει. Έβλεπα ένα αιμοσταγές πλάσμα βγαλμένο από παραμύθι τρόμου και δεν μπορούσα να αντιδράσω. Έτσι, του έδωσα το έναυσμα να πάρει φόρα και να τρέξει κατά πάνω μου πρόθυμο να ξεσκίσει την σάρκα μου και να ξεδιψάσει με το αίμα μου. Ήμουν τόσο σίγουρος ότι θα πεθάνω που το σώμα μου νέκρωσε πριν το τέλος. Δεν άκουγα, δεν έβλεπα, δεν ένιωθα. Το μόνο που κυριαρχούσε ήταν η σκέψη ότι δεν θα αντίκριζα το επόμενο ξημέρωμα. Κι ενώ από την μια στιγμή στην άλλη είχα συμφιλιωθεί με την αποκρουστική ιδέα του θανάτου, το σώμα μου βάρυνε απότομα και βρέθηκα ξαπλωμένος στο πάτωμα.
Η πρόσκρουση λειτούργησε αφυπνιστικά. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα χάσει την ισορροπία μου. Η Ορόρα ήταν αυτή που με έφερε σε αυτή την κατάσταση στην προσπάθεια της να με σπρώξει στην άκρη. Έτσι βρεθήκαμε και οι δυο στο δάπεδο απομακρυσμένοι από το στόχαστρο του λυκανθρώπου. Ο επόμενος στόχος ήταν τα υπόλοιπα νταμπίρ, τα οποία έτρεχαν προς διάφορες κατευθύνσεις ουρλιάζοντας. Δεν θα κατάφερναν όμως τίποτα αν σκορπίζονταν στον χώρο, γιατί αργά ή γρήγορα θα έρχονταν ξανά αντιμέτωποι με το θηρίο. Έπρεπε να κρυφτούμε όλοι μαζί κάπου που ο λυκάνθρωπος θα είχε δύσκολα πρόσβαση.
«Στην σοφίτα», ψιθύρισα στην Ορόρα κι εκείνη κατένευσε.
Σηκωθήκαμε γρήγορα και φωνάξαμε στα νταμπίρ να τρέξουν προς τις σκάλες. Κάποιοι το έκαναν πιο γρήγορα από τους άλλους, γιατί ήταν πιο κοντά. Όσοι έρχονταν από διαδρόμους τους ισογείου έπρεπε να περάσουν το βασικό εμπόδιο του υπερφυσικού σκύλου, οπότε χρειαζόντουσαν την βοήθεια μας. Η Ορόρα λοιπόν έτρεξε μέχρι το κομμάτι της τραπεζαρίας κι αφού άρπαξε μια καρέκλα την πέταξε πάνω στον λύκο. Εκείνος γκρίνιαξε παραπονιάρικα, σαν κουτάβι που το άφηναν μόνο του, αλλά δεν νομίζω να τον λυπήθηκε κανείς μας.
Ο Γκασπάρ με την Οκτόμπερ και τον Μάικλ κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν και να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους στις σκάλες. Τις ανέβηκαν και στάθηκαν στην κορυφή φωνάζοντας μας να πάμε κι εμείς. Τώρα όμως είχε γίνει η Ορόρα ο νέος στόχος και η παραμικρή, σπασμωδική κίνηση της θα είχε αιματηρά αποτελέσματα. Αποφάσισα τότε να ακολουθήσω το παράδειγμα της και άρπαξα το πρώτο πράγμα που βρήκα μπροστά μου για να το πετάξω στον λύκο. Δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο μια καρέκλα, αλλά αν το βάζο έσπαγε πάνω του θα τον επιβραδύναμε αποτελεσματικά. Και μολονότι έκανε στην άκρη τελευταία στιγμή αποφεύγοντας το, εμείς κερδίσαμε τον απαραίτητο χρόνο για να αρχίσουμε να κατευθυνόμαστε στις σκάλες. Πήραμε μάλιστα τον μακρύ δρόμο πίσω από τους καναπέδες για να μην του είναι εύκολο να μας φτάσει με ένα σάλτο. Και πράγματι ενώ προσπάθησε να πηδήξει πάνω μας, γλίστρησε στα έπιπλα.
«Γρήγορα. Στην σοφίτα!», τους υπέδειξα μόλις βρεθήκαμε με την Ορόρα στο πλατύσκαλο.
Ο Μάικλ προχώρησε μπροστά για να τους δείξει τον δρόμο κι οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν σαν σμήνος. Πίσω μας ερχόταν ο λυκάνθρωπος, ο οποίος δεν είχε αποθαρρυνθεί από τις επιθέσεις. Ίσως να τον είχαμε νευριάσει κιόλας γι' αυτό δεν σταμάτησε όταν περάσαμε και σε δεύτερο κύκλο σκαλιών στον πρώτο όροφο. Έβλεπε τα πάντα σαν πρόκληση πριν φτάσει το γεύμα του. Εμείς όμως δεν είχαμε σκοπό να γίνουμε το δείπνο ενός παραμορφωμένου τετραπόδου και μόλις μπήκαμε όλοι στην σοφίτα, η Ορόρα κι εγώ ριχτήκαμε πάνω στην πόρτα κλείνοντας την.
Ορόρα
Ο λυκάνθρωπος έπεφτε με μανία πάνω στην ξύλινη πόρτα προσπαθώντας να την σπάσει όπως την τζαμαρία. Ήταν αρκετά δυνατός, αλλά όχι όσο ένας βρικόλακας. Εκείνος θα την έσπαγε με δύο τρία χτυπήματα, αλλά ο λυκάνθρωπος θα κατάφερνε μόνο να την ανοίξει. Γι' αυτό, εγώ κι ο Κάρτερ ρίχναμε όλο μας το βάρος στην πόρτα, ώστε να μην έχουμε και νέο θαμώνα στην σοφίτα. Ο Ντιμίτρι με τον Γκασπάρ ήρθαν μάλιστα για να μας βοηθήσουν, ενώ η ο Τσέις με τον Σκοτ σήκωσαν μία παλιά πολυθρόνα και την έφεραν για να μας αντικαταστήσει στην αναχαίτιση. Για περισσότερη ασφάλεια φέραμε κι άλλα βαριά αντικείμενα, όπως μια παλιά τουαλέτα και ένα γραφείο για να ενισχύσουμε το κλείδωμα της πόρτας.
Ο λυκάνθρωπος χτυπήθηκε πάνω της πολλές φορές κάνοντας τα έπιπλα να ταρακουνηθούν. Η πόρτα ωστόσο παρέμεινε κλειστή και μετά από σχεδόν ένα τέταρτο σταμάτησε την προσπάθεια. Δεν ξέραμε αν έφυγε τελείως ή αν απλώς παρέμεινε πίσω από την πόρτα περιμένοντας πότε θα βγούμε, αλλά κανείς δεν είχε σκοπό να μάθει. Εξουθενωμένοι σωματικά και ψυχικά σωριαστήκαμε στο έδαφος βαριανασαίνοντας χωρίς να ακούγονται προτάσεις για το πώς θα φύγουμε. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να αναμένουμε το ξημέρωμα. Όπου και να πηγαίναμε χωρίς αυτοκίνητο, ο λυκάνθρωπος θα μας έφτανε, οπότε η μόνη λύση ήταν η σοφίτα.
Για αρκετή ώρα δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο οι ανάσες μας. Ήταν αδύνατον να συνέλθουμε από το σοκ τόσο σύντομα. Εξάλλου η ανησυχία δεν είχε καταλαγιάσει, επομένως ποιος θα έβρισκε το κουράγιο να ξεστομίσει κάτι που ίσως να άκουγε ο κυνηγός μας; Αν τον εξοργίζαμε και του χαρίζαμε την αδρεναλίνη που χρειαζόταν για να ξεπεράσει τα εμπόδια; Αν μάθαινε την ταυτότητα μας κι ερχόταν στην Μόιρα την επόμενη πανσέληνο; Οτιδήποτε έβγαινε από το στόμα μας έπρεπε να έχει φιλτραριστεί καλά ή να μην αφορούσε τον λυκάνθρωπο. Κι όταν είσαι κλεισμένος σε έναν χώρο με τις τύψεις σου και το αντικείμενο αυτών, δεν είναι τόσο δύσκολο.
«Συγγνώμη», ακούστηκε μετά από ώρα ο ψίθυρος της Οκτόμπερ. «Συγγνώμη», επανέλαβε κοιτάζοντας παρακλητικά τον Σκοτ. «Ποτέ μου δεν ήθελα να σε πληγώσω».
Ο Σκοτ κάγχασε κι έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω για να το ξεκουράσει στην άκρη της πολυθρόνας που χρησίμευε ως τείχος.
«Με έκανες να αισθάνομαι ότι δεν είμαι αρκετά καλός. Μου είπες ψέματα και με απάτησες. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι δεν σε πιστεύω».
«Ό,τι είδες σήμερα έγινε πρώτη φορά. Εγώ ποτέ δεν...»
Ο Σκοτ σήκωσε το χέρι του σταματώντας την.
«Δεν θέλω να ακούσω τίποτα. Τελειώσαμε κι αυτό είναι αρκετό».
Τα γκριζογάλανα μάτια της Οκτόμπερ είχαν γεμίσει με δάκρυα τα όποια αυξήθηκαν με τα λόγια του Σκοτ. Περίμενε όμως ότι θα την συγχωρούσε μετά από αυτό που είδε; Το γεγονός ότι δεν είχε επαναληφθεί δεν άλλαζε τίποτα. Η Οκτόμπερ προχώρησε πριν καν λήξει η σχέση τους.
«Έχει κάθε δικαίωμα να απολογηθεί», αποκρίθηκε ο Γκασπάρ.
Για πρώτη φορά στην ζωή μου η φωνή του δεν ήχησε ευχάριστα στα αυτιά μου. Η χροιά της έκανε τα άκρα μου να κροταλίσουν από τον εκνευρισμό και επέδειξα μεγάλη αυτοκυριαρχία απαντώντας του χωρίς να φωνάξω. Κανονικά θα έπρεπε όμως, γιατί είχε μεγάλο θράσος να μιλήσει στον Σκοτ με τόση αγένεια.
«Μην ανακατεύεσαι», του είπα. «Έχεις κάνει ήδη αρκετά».
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Πιθανόν να περίμενε ότι θα τον υποστήριζα σε αυτή την ιστορία μόνο και μόνο επειδή ήταν ξάδερφος μου. Δεν μπορούσα όμως να παραβλέψω ότι αυτοί οι δύο πλήγωσαν ένα αθώο νταμπίρ εξαιτίας του αδάμαστου πάθους τους, το οποίο κατέκρινα ακριβώς γιατί η Οκτόμπερ δεν ήταν εξ αρχής ειλικρινής με τον Σκοτ.
«Παιδιά δεν πρέπει να τσακωθούμε αυτή την στιγμή», πήρε τον λόγο ο Ντιμίτρι. «Ό,τι συνέβη μεταξύ σας λύστε το όταν δεν είμαστε φυλακισμένοι».
«Εγώ δεν έχω να πω τίποτα», επέμεινε ο Σκοτ.
«Γιατί είσαι και καλά το θύμα;»
Η συγκεκριμένη ερώτηση δεν τέθηκε από τον Οκτόμπερ ή τον Γκασπάρ, ούτε καν από κάποιο συγγενικό μας νταμπίρ. Η Κέιζα ήταν αυτή που θέλησε να μοιραστεί την γνώμη της πάνω στο θέμα, μια που είχε ηρεμήσει με το ζήτημα του λυκανθρώπου.
Ο Σκοτ την κοίταξε φανερά προσβεβλημένος, ενώ ο Κάρτερ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.
«Φυσικά κι εσύ θα υπερασπιστείς τους μοιχούς», μουρμούρισε.
«Όχι, σοβαρά», ανασηκώθηκε κι έγειρε τον κορμό της ελαφρώς μπροστά. «Σκέφτηκες ποτέ ότι δεν της κάλυπτες τις ανάγκες;»
«Αυτό δεν είναι αιτία απάτης», αποκρίθηκε ο ήρεμος Τσέις.
«Έκανε ένα λάθος, αλλά μπορεί ο φίλος σου να έκανε αμέτρητα στην διάρκεια της σχέσης τους. Και ο μόνος που κατηγορείται αυτή την στιγμή είναι η Οκτόμπερ».
«Και ο Γκασπάρ», συμπλήρωσα για να γίνει κατανοητό ότι δεν γινόταν επίθεση μόνο στο ένα νταμπίρ.
Ο ξάδερφος μου ξεφύσησε και χαμήλωσε το βλέμμα του απηυδισμένος. Του φαινόταν εξωφρενική η αντικειμενικότητα μου, τουλάχιστον όμως δεν ράγισα την καρδιά κανενός.
«Έστω ότι ήμουν ο χειρότερος σύντροφος», είπε ο Σκοτ. «Έστω ότι την παραμελούσα, ότι την έκανα να νιώθει άσχημα ή δεν βρισκόμουν δίπλα της όταν με χρειαζόταν. Έστω ότι αυτά είχαν συμβεί, που στην πραγματικότητα ίσχυε το ακριβώς αντίθετο· θα ήταν ηθικό να με κάνει τον περίγελο της Μόιρα;»
«Ειλικρινά; Ναι», απάντησε η Κέιζα. «Εξάλλου δεν είχε σκοπό να σε ρεζιλέψει. Δυο κουτσομπόληδες τους είδαν να μπαίνουν στο δωμάτιο και το έμαθε η υπόλοιπη έπαυλη».
«Αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Κι όπως σου είπα πριν, δεν ίσχυε τίποτα από τα παραπάνω. Είχε ό,τι ήθελε από μένα. Τρυφερότητα, προσοχή, πάθος. Αλλά δεν της ήταν αρκετό. Από όταν ήρθε αυτός», έδειξε τον Γκασπάρ. «Άλλαξε η συμπεριφορά της. Μαγεύτηκε από τον κοσμοπολίτικο συγγραφέα και το πόσα κοινά είχαν. Και τότε άρχισαν οι καβγάδες. Κάθε φορά που την ρωτούσα τι παραπάνω ήθελε από μένα δεν μου έδινε ξεκάθαρη απάντηση. Ας μου έλεγε ότι βαρέθηκε, ότι βρήκε στον Γκασπάρ ό,τι δεν είχα εγώ. Ακόμα κι αν πιστέψω ότι το φιλί που είδα δεν είχε προκύψει και νωρίτερα δεν μπορώ να παραβλέψω την ανειλικρίνεια της».
«Θα σου μίλαγα απόψε κιόλας», είπε η Οκτόμπερ.
«Αλλά σε πρόλαβαν οι εξελίξεις», αποκρίθηκε ο Σκοτ ειρωνικά.
«Παιδιά σοβαρά;», αναστέναξε ο Αλφόνσο. «Δεν φτάνει που κάνουμε τέτοια συζήτηση με τον λυκάνθρωπο να παραμονεύει στο κατώφλι μας, φέρεστε λες και το πρόβλημα σας έφερε το τέλος του κόσμου. Όπως καταλάβατε υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα, όπως η ασφάλεια μας. Είστε δεκαπέντε χρονών και θα γνωρίσετε αμέτρητες απορρίψεις. Θα απατήσετε και θα απατηθείτε, θα πληγώσετε και θα πληγωθείτε. Αλλά ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι είστε ζωντανοί. Επιζήσαμε από επίθεση λυκανθρώπου και αντί να καταλάβετε πόσο αναλώσιμοι είμαστε, γκρινιάζετε για κάτι ασήμαντο. Γιατί ο χωρισμός σας είναι υπερβολικά ασήμαντος μπροστά στην πιθανότητα να μην φύγει αυτό το πλάσμα μόλις ξημερώσει. Γιατί δεν σκέφτεστε τι θα γίνει αν είναι ένας απλός δολοφόνος αντί για έναν μπερδεμένο λυκάνθρωπο που δεν έχει μάθει να ελέγχει τις δυνάμεις του; Γιατί δεν αναρωτιέστε πως χαλάμε πολύτιμο χρόνο με μια σαπουνόπερα;»
Ο Αλφόνσο ήταν σκληρός στον τρόπο που μίλησε και σε όσα είπε, αλλά είχε απόλυτο δίκιο. Οι ζωές μας κρέμονταν από μια κλωστή, αλλά δεν επιδεικνύαμε το παραμικρό δείγμα ωριμότητας. Βέβαια μιλούσα εκ του ασφαλούς, γιατί αν βρισκόμουν στην θέση του Σκοτ θα παρέδιδα την Κέιζα και τον Κάρτερ στον λυκάνθρωπο χωρίς δεύτερη σκέψη. Εφόσον λοιπόν είχα το προνόμιο να σκεφτώ καθαρά χωρίς να επισκιάζουν συναισθηματισμοί την λογική μου, έπρεπε να βρω μια λύση για να φύγουμε γρήγορα από την έπαυλη. Τα λόγια του Αλφόνσο με προβλημάτισαν πολύ.
«Υπάρχει και αυτή η πιθανότητα;», ρώτησε ψιθυριστά η Κέιζα. Προφανώς δεν ήμουν η μόνη που θορυβήθηκε. «Μπορεί να θέλει να μας σκοτώσει έτσι κι αλλιώς;»
«Γιατί όχι;», μίλησε ο Μάικλ που μέχρι στιγμής πάλευε σιωπηλά με τον πονοκέφαλο του μεθυσιού του. Φαινόταν από τον τρόπο που έτριβε τον κρόταφο του μορφάζοντας. «Εγκληματίες υπάρχουν σε όλα τα είδη».
«Άρα τι θα κάνουμε;», επέμεινε η Κέιζα. «Θα περιμένουμε να δούμε αν είναι αποπροσανατολισμένος ή απλός δολοφόνος;», επανέλαβε τα ειρωνικά λόγια του Αλφόνσο. «Προσπάθησε να τηλεφωνήσεις ξανά στο παλάτι», σχεδόν διέταξε τον Κάρτερ.
«Άφησα το κινητό στο σαλόνι», της απάντησε σηκώνοντας τα χέρια του για να δούμε ότι ήταν άδεια.
«Γιατί;»
«Γιατί μου έπεσε όταν κάποιος», υπέδειξε με το κεφάλι του την αμπαρωμένη πόρτα. «Έσπασε την πανάκριβη τζαμαρία».
«Τι έλεγα μόλις τώρα;», γρύλισε ο Αλφόνσο.
Η Κέιζα ρώτησε τους υπόλοιπους αν είχαν μαζί τους τα κινητά τους. Οι μισοί τα είχαν αφήσει στα αυτοκίνητα, οι άλλοι σε κάποιο δωμάτιο της έπαυλης, ενώ λίγοι -όπως εγώ- δεν το είχαν πάρει καν από την Μόιρα. Η κακοτυχία μας θύμιζε σενάριο ταινίας τρόμου, όπου ο σεναριογράφος βάζει τους πρωταγωνιστές να είναι προ πάντων έρμαια της αφηρημάδας τους. Άραγε ο σεναριογράφος της δική μας ταινίας να είχε αποφασίσει τουλάχιστον ένα αίσιο τέλος;
Όση ώρα έψαχναν ποιος είχε στην τσέπη του μια τηλεφωνική συσκευή, το βλέμμα μου έπεσε στο μόνο παράθυρο της σοφίτας. Ήταν στον τοίχο απέναντι από την πόρτα, αρκετά πάνω από το έδαφος. Ο πιο ψηλός εδώ μέσα έπρεπε να ανέβει σε κάποιο έπιπλο για να είναι στην ίδια ευθεία με το τζάμι. Επιπλέον ήταν αρκετά μικρό, ωστόσο με λίγο στρίμωγμα μπορούσα να χωρέσω και να βγω από αυτό.
«Πού βγάζει αυτό;», ρώτησα τον Κάρτερ δείχνοντας το παράθυρο.
«Πουθενά», μου απάντησε. «Η σοφίτα είναι το εσωτερικό της στέγης», σήκωσε το βλέμμα του στην τριγωνική οροφή. «Οπότε δεν υπάρχει τίποτα έξω».
«Υπάρχει η στέγη», αντιτάθηκα. «Πόσο απέχει το κοντινότερο μπαλκόνι;»
Εκείνος σκέφτηκε λίγο πριν μου πει αόριστα μέτρα. Ήταν λογικό να μην έχει αναρωτηθεί ποτέ αν ήταν ακίνδυνο να πηδήξει από την στέγη στους επόμενους ορόφους.
«Άρα πόσες πιθανότητες έχω να σπάσω τα πόδια μου μόλις προσγειωθώ σε αυτό;»
«Προς τι η ξαφνική όρεξη για παρκούρ;», απόρησε ο Τσέις.
Στην Ισπανία δεν φεύγαμε ποτέ από το σπίτι δίχως να έχουμε μαζί μας ένα ή δύο παλούκια για παν ενδεχόμενο. Οι καιροί ήταν επικίνδυνοι για άοπλα νταμπίρ. Όταν ήρθαμε στο Πόρτλαντ δεν σταματήσαμε να ακολουθούμε την ίδια τακτική ανεξαρτήτως από το αν συνοδευόμασταν από φρουρά ή όχι. Και απόψε λοιπόν υπήρχε στο αυτοκίνητο μας ένα ασημένιο παλούκι. Ακριβώς αυτή του η ιδιότητα το καθιστούσε θανάσιμο και για έναν λυκάνθρωπο, οι οποίοι ήταν κάτι παραπάνω από ευάλωτοι στο ασήμι. Το παλούκι θα λειτουργούσε κυρίως ως μέσο εκφοβισμού και μόνο σε περίπτωση αδιεξόδου θα χρησιμοποιούταν ως άγγελος θανάτου.
Μιλώντας λοιπόν ψιθυριστά, για να μην μας ακούσει ο λυκάνθρωπος, τους ενημέρωσα για το σχέδιο μου. Οι σκεπτικές τους εκφράσεις έδειξαν πως επικρότησαν την πρόταση γιατί δεν υπήρχε και άλλη επιλογή. Μόνο ο Κάρτερ αντιτάθηκε έντονα και όλοι του υπέδειξαν να σωπάσει. Αν ο λυκάνθρωπος μάθαινε το σχέδιο μας θα έθετα τον εαυτό μου σε κίνδυνο άδικα.
«Τι θα γίνει αν σε καταλάβει;», ρώτησε ο Κάρτερ ψιθυριστά. «Αν πέσεις και χτυπήσεις;»
«Δεν υπάρχει άλλη λύση και δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα καταλάβουν την απουσία μας στην Μόιρα. Έχουμε τρόπο να αμυνθούμε και θα το κάνουμε. Θα βγω από το παράθυρο και θα φέρω το παλούκι».
«Πώς θα γυρίσεις όμως;», αποκρίθηκε ο Μάικλ. «Δεν θα είναι καθόλου εύκολο να σκαρφαλώσεις».
Ο Ντιμίτρι σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να αναζητάει κάτι. Ψαχούλεψε κιόλας στα μπαούλα και σε κάθε αποθηκευτικό έπιπλο κι όταν τελικά βρήκε αυτό που ήθελε ένα ελαφρύ γελάκι βγήκε από τα χείλη του.
«Τώρα θα είναι», είπε σηκώνοντας ένα σκοινί.
«Ντιμίτρι είσαι ιδιοφυΐα», δήλωσα περήφανη και πήγα κοντά του.
«Ποιος θα την κατεβάσει;», συνέχισε να εκφράζει τους προβληματισμούς του ο Κάρτερ. «Δεν φτάνουμε το παράθυρο, ούτε χωράμε μέσα του».
«Χωράω εγώ», ακούστηκε η Οκτόμπερ. «Θα βγω μαζί της στην στέγη».
Δεν ήξερα αν αυτή της η γενναία προσφορά ήταν μια προσπάθεια να με καλοπιάσει ή μια απόδειξη του ότι δεν ήταν κακιά επειδή πλήγωσε τον Σκοτ. Εγώ την εκτίμησα όπως και να έχει.
«Εντάξει λοιπόν», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο. «Είπαμε αρκετά, έστω και ψιθυριστά. Ας το κάνουμε».
Η Οκτόμπερ κι εγώ βγάλαμε τα παπούτσια μας γιατί τα τακούνια θα ήταν αρκετά άβολα στα τούβλα της οροφής. Έπειτα, ο Κάρτερ έδεσε το σκοινί στην μέση μου με την έκφραση του να έχει παραμορφωθεί από ένα έντονο κατσούφιασμα. Η ανησυχία του για μένα έκανε την καρδιά μου να βουλιάζει σε έναν ωκεανό ζεστών συναισθημάτων ξεχνώντας τελείως τα αποψινά του κατορθώματα. Ήδη τα είχα αφήσει στην άκρη όταν παραλίγο να τον χάσω στην επίθεση του λυκάνθρωπου, αλλά τώρα που προσπάθησε να με προστατέψει από την παρακινδυνευμένη μου ιδέα δεν γινόταν να τους δώσω περισσότερη σημασία. Έπρεπε να επικεντρωθώ στον στόχο μου και στην σύντομη συμφιλίωση μου μαζί του.
«Είμαι γρήγορη, ξέρεις. Θα είμαι πίσω πριν το καταλάβεις».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και τελείωσε με τον κόμπο του σκοινιού.
«Προσπαθώ να σκεφτώ έναν λόγο που σε αφήνω να το κάνεις, αλλά δεν βρίσκω κανέναν».
Τα χείλη μου ρίχτηκαν στα δικά του σαστίζοντας τον. Δεν με ένοιαζε που μας έβλεπαν και οι υπόλοιποι ούτε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο. Ένιωσα την ανάγκη να τον φιλήσω και το έκανα για να πάρω κουράγιο.
«Μόλις σου έδωσα έναν», του είπα χαμογελώντας όταν τελείωσε το φιλί μας.
«Έναν ακόμα να μείνεις εδώ», απάντησε σαν υπνωτισμένος.
Κάρτερ
Η Ορόρα ήταν ήρεμη, δίχως στάλα φόβου στο βλέμμα της. Μου χαμογελούσε σαν να πήγαινε μια απλή βόλτα κι όχι σαν να κατέβαινε στα έγκατα της κόλασης. Έπρεπε να την σταματήσω, να πάω εγώ στην θέση της. Έπρεπε να την κρατήσω ασφαλή, αλλά δεν έκανα τίποτα. Το φιλί της με παρέλυσε κι απλώς την κοιτούσα να αγκαλιάζει τον Αλφόνσο και τον Ντιμίτρι πριν ο δεύτερος την σηκώσει στα χέρια του. Εκείνη άνοιξε το παράθυρο και αφού γαντζώθηκε στο περβάζι άρχισε να περνάει μέσα του μέχρι να βγει έξω.
Μόλις προσγειώθηκε στα τούβλα ακούστηκε ένας ελαφρύς θόρυβος, αλλά σταμάτησε αμέσως. Ο Ντιμίτρι την ρώτησε χαμηλόφωνα αν ήταν εντάξει και ευτυχώς έλαβε θετική απάντηση. Σειρά είχε η Οκτόμπερ. Πριν όμως ανέβει στους ώμους του Ντιμίτρι, την έπιασα από τους ώμους για να της δώσω μια σημαντική οδηγία.
«Στον τοίχο του παραθύρου υπάρχουν δύο κάγκελα. Δέσε το σκοινί εκεί».
Όταν άκουσα την Ορόρα να προσπαθεί να βρει την ισορροπία της στα τούβλα συνειδητοποίησα έμπρακτα τον κίνδυνο στον οποίο της επέτρεψα να βρεθεί κι έπρεπε να φροντίσω για την ασφάλεια της. Η Οκτόμπερ δύσκολα θα κρατούσε το σκοινί με την Ορόρα να το κατεβαίνει, λόγω της σωματικής της διάπλασης, αλλά και της άβολης στέγης. Καλύτερα να το έδενε κάπου γερά και να αρκούταν στις οδηγίες. Ήδη διακινδυνεύαμε πολλά, όπως την ζωή της διαδόχου, για να δοκιμάσουμε και τις αντοχές ενός νταμπίρ.
Η Οκτόμπερ ένευσε καταφατικά στην συμβουλή μου και με την σειρά της πέρασε μέσα από την τρύπα που θύμιζε παράθυρο. Ακολούθησαν οι ίδιοι ήχοι που συνόδευσαν την έξοδο της Ορόρα κι όταν τελικά βρήκε κι εκείνη την ισορροπία της, μερικές σκιές πετάρισαν μέσα από το κενό. Προφανώς η Οκτόμπερ έκανε ό,τι της έλεγα πριν αρχίσει η κατάβαση της Ορόρα.
«Πώς πάει;», ρώτησε χαμηλόφωνα ο Αλφόνσο.
«Κατεβαίνει», ήταν το μόνο που μας είπε η Οκτόμπερ.
Η αγωνία έπνιγε τα σωθικά μου. Σκεφτόμουν όλες τις πιθανές αναποδιές και ασυναίσθητα άρχισα να τρώω τα νύχια μου από την νευρικότητα.
«Θετική σκέψη παιδιά», μας προέτρεψε ο Τσέις βλέποντας εμένα και την οικογένεια της Ορόρα να έχουμε χάσει το χρώμα μας.
«Να ελέγξει κάποιος τον λυκάνθρωπο», είπε ο Μάικλ. «Αν τον ακούσουμε να απομακρύνεται θα πρέπει να ειδοποιήσουμε την Οκτόμπερ».
Ο Σκοτ κατευθύνθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο βουνό με τα έπιπλα, μπροστά από την πόρτα και ακούμπησε το αυτί του σε αυτήν.
«Δεν ακούω τίποτα», μας ενημέρωσε.
«Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό;», ρώτησε η Κέιζα.
«Θα δείξει», μουρμούρισε ο Μάικλ.
Το επόμενο δευτερόλεπτο ρωτήσαμε ξανά την Οκτόμπερ για την πορεία της Ορόρα, αλλά πάλι δεν πήραμε ξεκάθαρη. Είχε κατέβει και χαθεί από το οπτικό της πεδίο, γιατί προφανώς πήγε στο αυτοκίνητο.
Η αναμονή χειροτέρευε τόσο από την απουσία νέων για αρκετά λεπτά όσο κι από τις θεωρίες που έκαναν οι υπόλοιποι σχετικά με την αργοπορία της Ορόρα. Μήπως τελικά ξέχασαν το παλούκι; Μήπως δεν έβλεπε στο σκοτάδι; Μήπως εμφανίστηκε κι άλλος λυκάνθρωπος; Κάθε νέα ερώτηση ήταν σαν χαστούκι τιμωρίας που της επέτρεψα να θέσει τον εαυτό της σε κίνδυνο λίγο πριν το ξημέρωμα. Μπορεί τελικά ο λυκάνθρωπος να καθοδηγούταν όντως από την μαγεία του είδους του και να μην καταλάβαινε τι έκανε. Θα ήταν προτιμότερο να πράξουμε την επόμενη ενέργεια μας υπό το φως του ηλίου, έστω κι αμυδρό, από το να βασιστούμε στην ασημένια σελήνη.
«Ωχ όχι», ακούστηκε η Οκτόμπερ κι όλοι μαρμαρώσαμε σαν να είχαμε αντικρίσει την Μέδουσα.
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.
Η Οκτόμπερ δεν του απάντησε. Ό,τι ξεστόμισε στην συνέχεια απευθυνόταν στην Ορόρα, στην οποία φώναζε απεγνωσμένα υποδεικνύοντας της να προσέχει.
Ο Σκοτ δεν άκουσε τίποτα όταν έγειρε στην πόρτα, γιατί πολύ απλά ο λυκάνθρωπος έφυγε μαζί με τα κορίτσια. Όσο ψιθυριστά κι αν είχαμε μιλήσει, εκείνος κατάφερε να μας ακούσει ή κατάλαβε το σχέδιο μας όταν ανοίξαμε το παράθυρο. Σημασία είχε ότι βρισκόταν στον ίδιο χώρο με την Ορόρα και οι κυνόδοντες του θα επιδεικνύονταν απειλητικά για να ξεσκίσουν το τρυφερό της δέρμα.
Οι κραυγές της Οκτόμπερ δυνάμωσαν και δεν άκουσε τον Ντιμίτρι να της ζητάει να γυρίσει στην σοφίτα. Δεν υπήρχε λόγος να μείνει στην στέγη σαν να ήταν γάτα. Εγώ ωστόσο κινήθηκα με ταχύτητα αιλουροειδούς και με την βοήθεια των νταμπίρ μετακίνησα τα έπιπλα από την πόρτα. Έπειτα την άνοιξα και σαν σίφουνας πετάχτηκα έξω για να κατευθυνθώ στην Ορόρα. Δεν είχα τίποτα στην κατοχή μου που θα μας βοηθούσε να αμυνθούμε, αλλά ήθελα να βρεθώ κοντά της. Ίσως η αγάπη μου για εκείνη να ήταν αρκετή για να διώξω τον αποψινό εισβολέα. Αν πάλι δεν υπήρχε καμία ελπίδα, θα αναγκαζόμουν να χρησιμοποιήσω την μαγεία μου. Θα γινόμουν η έκτακτη είδηση της ημέρας, αλλά θα μας έσωνα.
Πίσω μου ακούγονταν πολλά βήματα. Πιθανόν να ακολουθούσαν σχεδόν όλοι, πράγμα επικίνδυνο. Δεν ξόδεψα όμως πολύτιμο χρόνο σε υποδείξεις και σύντομα βρισκόμουν έξω από την έπαυλη.
Ο λυκάνθρωπος δεν είχε επιτεθεί ακόμα στην Ορόρα. Βημάτιζε αργά μπροστά της και εκείνη είχε κυρτώσει την πλάτη της, ενώ το χέρι που κρατούσε το παλούκι ήταν τεντωμένο προς το μέρος του. Αυτό τον συγκρατούσε από το να πραγματοποιήσει ένα σάλτο και να προσγειωθεί πάνω της. Μόλις όμως έγινε αισθητή και η δική μας παρουσία διχάστηκε για το ποιος θα ήταν ο πρώτος του στόχος. Η ομάδα των αόπλων ή το ένα νταμπίρ με τον θάνατο στο δεξί του χέρι; Το δίλημμα μεγάλο και ο χρόνος ελάχιστος. Γι' αυτό και διάλεξε τον πλούσιο μπουφέ πιστεύοντας ότι η αποψινή ταλαιπωρία θα άξιζε εν τέλει τον κόπο.
Γύρισε ολόκληρος προς το μέρος μας κι αφού έσυρε το ένα του πόδι προς τα πίσω για να πάρει φόρα, άρχισε να τρέχει κατά πάνω μας. Τα μισά νταμπίρ έκαναν στην άκρη, ενώ οι υπόλοιποι ετοιμαστήκαμε για μια τελευταίας στιγμής αποφυγή. Όταν όμως ακούστηκαν πυροβολισμοί, ο λυκάνθρωπος άλλαξε πορεία και χάθηκε στις φυλλωσιές από όπου είχε έρθει εξ αρχής. Και όχι τραυματισμένος...
Μόλις γύρισα για να μάθω την ταυτότητα του σωτήρα μας, είδα τον πατέρα μου συνοδευόμενο από καμιά ντουζίνα φρουρούς.
«Είδα τις κλήσεις σου».
Ορόρα
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ώρες μετά συνειδητοποίησα το εύρος των εξελίξεων. Κατέβηκα στον κήπο της έπαυλης με το σκοινί που είχε δέσει η Οκτόμπερ σε ένα κάγκελο και έπειτα το έλυσα από την μέση μου. Έλεγξα τον χώρο γύρω μου και προχώρησα στις μύτες των ποδιών μου στο αυτοκίνητο που με έφερε στην έπαυλη. Πήρα το ασημένιο παλούκι και το ίδιο αθόρυβα επέστρεψα στο σημείο που προσγειώθηκα. Η φωνή της Οκτόμπερ όμως με σταμάτησε στα μισά κι όταν γύρισα από την άλλη μεριά είδα τον λυκάνθρωπο. Μετά προστέθηκε στο κάδρο ο Κάρτερ και η κομπανία της σοφίτας και τέλος ο Κέλλαν με μια ομάδα φρουρών.
«Είδα τις κλήσεις σου», ήταν το πρώτο πράγμα που είπε στον Κάρτερ και το τελευταίο.
Την υπόλοιπη ώρα έδινε οδηγίες στους φρουρούς για το πώς θα μας γυρνούσαν στην Μόιρα. Δεν σκέφτηκε ότι έπρεπε να ελέγξουν για άλλους λυκάνθρωπους ή να ρωτήσει τον γιο του πώς ήταν σωματικά και ψυχικά. Τόση τρυφερότητα φάνταζε εξωφρενική για τον ψυχρό βασιλιά.
Οι φρουροί ακολούθησαν πιστά τις εντολές του Κέλλαν και πήραν από τρία νταμπίρ στα αυτοκίνητα τους. Η Οκτόμπερ στο τέλος πήγε με τον Σκοτ και τον Τσέις, γιατί ο Κέλλαν δεν γνώριζε ότι η σχέση της με τον Σκοτ έλαβε τέλος. Ωστόσο, εκείνος κι ο Τσέις δεν αντέδρασαν σπασμωδικά, ενώ ο δεύτερος την αγκάλιασε προστατευτικά και την επιβράβευσε για την γενναιότητα της.
Στο βασιλικό όχημα επιβιβάστηκα μόνο εγώ κι ο Κάρτερ. Ο Κέλλαν με δέχτηκε με βαριά καρδιά, γιατί τα λερωμένα ρούχα μου θα γέμιζαν το πολύτιμο αυτοκίνητο του με χώμα. Στην πορεία προς την Μόιρα δεν είπε κουβέντα παρά τις συνεχείς ερωτήσεις του Κάρτερ.
«Γιατί ήρθες μόνος σου; Πού είναι ο Αλεχάντρο; Γιατί δεν τραυμάτισες τον λυκάνθρωπο; Δεν θα ελέγξεις τις ζημιές της έπαυλης;»
Η ανάκριση δεν είχε σταματημό κι όμως, ο Κέλλαν δεν έλεγε να ανοίξει το στόμα του. Η σιωπή του γέννησε την καχυποψία μας. Τα δάχτυλα μου εξακολουθούσαν να κρατούν σφιχτά το ασημένιο παλούκι κι όσο τα χείλη του Κέλλαν έμεναν σφραγισμένα, κόντευα να το σπάσω από την νευρικότητα που μου προκαλούσε.
Η αλλόκοτη συμπεριφορά συνεχίστηκε κι όταν φτάσαμε στην είσοδο της Μόιρα, όπου ο Νέιθαν μας περιεργάστηκε τρομαγμένος.
«Όλα εντάξει;», ρώτησε τον Κέλλαν, αλλά το βλέμμα του δεν ξεκολλούσε από πάνω μας.
«Ναι Νέιθαν», του απάντησε παγερά. Τουλάχιστον δεν είχε χάσει την μιλιά του. «Κατάγραψε τώρα την είσοδο μας».
Μετά από αυτή την συνάντηση οι ερωτήσεις του Κάρτερ αυξήθηκαν σε ποσότητα και ένταση. Ο Κέλλαν ωστόσο δεν θέλησε να ανταλλάξει και μαζί μας δυο κοφτές κουβέντες, οπότε το μόνο που ακουγόταν μέχρι να φτάσουμε στο παλάτι ήταν οι αναστεναγμοί απόγνωσης μας.
«Φτάνει πια αυτή η παράνοια!», φώναξε ο Κάρτερ όταν βγήκαμε από το αυτοκίνητο κι έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Μόνο όταν φέρθηκε τόσο βίαια στο αγαπημένο αντικείμενο του Κέλλαν τράβηξε την προσοχή του. «Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά αν δεν μας πεις τι ήταν όλο αυτό. Εν ανάγκη θα ρίξω και σε μένα χώμα και θα κάτσω στην θέση του οδηγού».
Η απειλή τον λύγισε και σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του μας εξήγησε την αλήθεια σε αυτό που βιώσαμε απόψε.
«Είστε οι διάδοχοι και οφείλετε να είστε πάντα σε ετοιμότητα. Δεν έχει σημασία αν διασκεδάζετε ή χαλαρώνετε. Οι εχθροί δεν θα σας λυπηθούν. Ανά πάσα ώρα και στιγμή πρέπει να είστε σε θέση να αντιμετωπίσετε μια δοκιμασία· όπως η αποψινή στην οποία αποτύχατε οικτρά».
Το μυαλό μου έπλασε μια εξωφρενική εξήγηση των όσων είπε, αλλά δεν διανοήθηκα να την ξεστομίσω. Αποκλείεται να ήταν τόσο σαδιστής ώστε να είναι ο υποκινητής του αποψινού μας μαρτυρίου.
«Μισό λεπτό», ο Κάρτερ κούνησε γρήγορα το χέρι του πάνω κάτω και γέλασε πνιχτά χωρίς ευφορία. «Εσύ κρύβεσαι πίσω από την επίθεση του λυκάνθρωπου;»
«Ναι», απάντησε δίχως ίχνος ενοχής.
Όχι, δεν ήταν δυνατόν! Βρεθήκαμε στο χείλος του θανάτου εξαιτίας μιας αρρωστημένης δοκιμασίας; Πόσο μας μισούσε τέλος πάντων.
«Τι στο καλό πάει λάθος μαζί σου;», αναφώνησε ο Κάρτερ.
«Πρόσεχε τα λόγια σου νεαρέ! Κάποια στιγμή θα αναλάβετε το βασίλειο και δεν θα καταφέρετε πολλά αν κάνετε νάζια ο ένας στον άλλον ή πνίγεστε στο αλκοόλ».
«Δηλαδή μας εκδικήθηκες που δεν έγινε ο αρραβώνας που ονειρευόσουν;»
Ξέχασε βέβαια να αναφέρει πως αυτός ο αρραβώνας δεν ήταν ούτε κατά διάνοια κοντά σε ό,τι θα ονειρευόταν ο οποιοσδήποτε, αλλά σαν γιος είχε να εκφράσει πιο σημαντικές δυσαρέσκειες.
«Όχι. Αυτό είχε σχεδιαστεί νωρίτερα».
«Μάλιστα», ξεφύσησε ο Κάρτερ. Παραδόξως έμοιαζε ψύχραιμος. Εγώ κρατούσα το στόμα μου κλειστό, γιατί μόλις άνοιγε θα τρανταζόταν η Μόιρα από τις κραυγές. «Και τι ακριβώς είχαν σχεδιάσει οι μεγαλοφυείς βασιλείς μας;»
«Πρώτα από όλα ο Αλεχάντρο απλώς δέχτηκε την πρόταση μου για την δοκιμασία σας. Το όλο σχέδιο ήταν δικό μου».
«Ναι, καταλάβαμε ότι ήταν μεγάλη μαλακία!»
Ο Κέλλαν αρκέστηκε στο να αγριοκοιτάξει τον Κάρτερ, αλλά δεν σχολίασε την βωμολοχία του.
«Μιας και το πάρτι που σχεδίαζες συνέπεσε με πανσέληνο, αποφάσισα να συνεργαστώ με έναν λυκάνθρωπο για να δούμε αν είστε το ίδιο αποτελεσματικοί με τα τετράποδα μέλη του υποκόσμου. Δεν του έδωσα συγκεκριμένες οδηγίες, μόνο να δείξει την άγρια πλευρά του και να μην σας λυπηθεί στιγμή».
«Και σε άκουσε κατά γράμμα. Παραλίγο να μας σκοτώσει!»
Ο Κέλλαν ανασήκωσε τους ώμους του. Απλώς τους ανασήκωσε!
«Αυτό θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε και μάλιστα με ολόκληρη αγέλη. Γι' αυτό χρειάζεστε περισσότερη εκπαίδευση στο συγκεκριμένο θέμα, καθώς υστερείτε. Ίσως και να καθυστερήσει ο γάμος σας εξαιτίας του πόσα κενά έχετε».
«Δεν αποτύχαμε καθόλου απόψε», αντιτάθηκε ο Κάρτερ. «Επιζήσαμε. Αυτός δεν ήταν ο σκοπός; Επιζήσαμε και προστατέψαμε όσα νταμπίρ ήταν μαζί μας. Η Ορόρα ήταν έτοιμη να θυσιαστεί για να μας εξασφαλίσει ένα όπλο άμυνας. Έριξε τον εαυτό της μπροστά στον λυκάνθρωπο δύο φορές για να μας σώσει. Κι αυτό το λες αποτυχία; Όσο εσύ αγνοούσες τις κλήσεις μου ξαπλωμένος στα ακριβά σου σεντόνια εμείς κουρνιάζαμε σε μια ψυχρή σοφίτα κι αναρωτιόμασταν αν θα ζούμε την επόμενη μέρα. Ποιος απέτυχε πραγματικά λοιπόν;»
«Δεν ήμουν στο κρεβάτι μου», απάντησε ο Κέλλαν με θράσος. «Όλη νύχτα ήμουν έξω από την έπαυλη περιμένοντας να επέμβω, γιατί ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι θα τα θαλασσώσετε. Απλώς το κάνετε πιο αργά από ό,τι περίμενα. Είναι δυνατόν να φέρνεις όλα τα νταμπίρ στην αναμέτρηση με τον λυκάνθρωπο; Δεν έπρεπε καν να επέμβεις. Η Ορόρα είχε το παλούκι, άρα τον τρόπο να αμυνθεί. Η ανάμιξη σας ήταν απλή αυτοκτονία».
Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο. Η φωνή του ήταν ακόμα πιο ενοχλητική κι από του Γκασπάρ στην σοφίτα. Κάθε του λέξη έκανε το σώμα μου να τρέμει από ένταση μέχρι που έκανε σφοδρή παρατήρηση στον γιο του επειδή ήρθε να με βοηθήσει. Κι εγώ θα του ζητούσα να μείνει στην σοφίτα, αλλά το γεγονός ότι τον συμβούλευε ξεκάθαρα να με παρατήσει στην μοίρα μου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αφού μας πονούσε δίχως έλεος, θα πλήρωνε το τίμημα.
Με το παλούκι που εξακολουθούσε να σφιχταγκαλιάζει η παλάμη μου, επιτέθηκα στο αυτοκίνητο του. Έμπηξα την άκρη του λίγο πιο κάτω από το παράθυρο και περπάτησα κυκλικά χαράζοντας το όχημα. Ο Κέλλαν με τον Κάρτερ με κοιτούσαν αποσβολωμένοι, ο καθένας καταβεβλημένος από διαφορετικά συναισθήματα. Ο μεγάλος Μάρεϊ υπέφερε στην εικόνα του τραυματισμένου του αυτοκινήτου, ενώ ο ανατριχιαστικός ήχος που έβγαζε το παλούκι καθώς τριβόταν στο όχημα επιδείνωνε τον μορφασμό του. Ο μικρός αντίθετα μειδίαζε ικανοποιημένος.
Μόλις τελείωσα την έντονη διαμαρτυρία μου, πέταξα το παλούκι πάνω στο παράθυρο του οδηγού προκαλώντας μια μικρή ρωγμή.
«Την επόμενη φορά που θα μας την φέρεις πισώπλατα θα σου χαράξω το πρόσωπο», τον προειδοποίησα πριν μπω στο παλάτι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top