1. ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ... ΔΥΟ ΚΑΙΡΟΥΣ
Ορόρα
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το όνειρο που είδα χθες βράδυ είχε επηρεάσει την ψυχολογία μου. Ένιωθα έναν κόμπο στο στήθος μου και μια θλίψη που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Ήμουν από την φύση μου μελαγχολική, αλλά ποτέ δεν άφηνα τους εφιάλτες μου να με καταβάλλουν σε τέτοιο βαθμό. Ήξερα ότι επρόκειτο για γέννημα της φαντασίας μου κι όχι κάποιο πραγματικό συμβάν. Αυτό υπενθύμιζα στον εαυτό μου, καθώς πλενόμουν κι άλλαζα για το πρωινό.
Στην τραπεζαρία ήταν οι γονείς μου, ο Ντιμίτρι που ήταν κάτι σαν αδερφός μου και τα ξαδέρφια μου, ο Αλφόνσο κι ο Φερνάντο. Με τον Φερνάντο δεν είχαμε καλές σχέσεις. Για την ακρίβεια μισιόμασταν, όσο άσχημο κι αν ακούγεται. Ήταν βίαιος και με ξυλοφόρτωνε από παιδί. Δεν έλεγα τίποτα σε κανέναν, για να μην στενοχωρήσω τον πατέρα μου. Ο Φερνάντο με τον Αλφόνσο ήταν παιδιά του εκλιπόντος αδερφού του, Πέδρο και δεν ήθελα να επιβαρύνω τα όποια συναισθήματα του για τους ανιψιούς του. Έτσι υπέφερα σιωπηλά αποδεχόμενη ότι έθρεφα την υπεροχή του εναντίον μου. Μπροστά στους άλλους βέβαια ήταν πάντα διακριτικός. Αρκούταν σε υποτιμητικά βλέμματα, όταν δεν έβλεπε κανείς. Εγώ απλώς ανταπέδιδα και επικεντρωνόμουν στον αδερφό του, που ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον Ναντίτο. Ο Αλφόνσο ήταν τρυφερός μαζί μου, είχε δεχθεί τα ερεθίσματα της εκπαίδευσης ενός γαλαζοαίματου και ήταν και ψυχικά καλλιεργημένος. Απέπνεε τον ευρωπαϊκό του αέρα με χάρη και μαγνήτιζε κάθε γυναικείο βλέμμα. Τυχερή η γυναίκα που θα κέρδιζε την καρδιά του!
Προς το παρόν, αυτό το διαμάντι το χαιρόμουν εγώ αφού εκείνος και ο Ντιμίτρι ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι. Δεν ήταν οι μόνοι, αλλά ήταν τα πιο κοντινά μου νταμπίρ. Στην Σεβίλλη δεν ζούσα σε κοινότητα νταμπίρ όπως ήταν η Βρίλυ στην Ελλάδα ή η Μόιρα στο Πόρτλαντ. Επομένως, είχα πολλές επαφές με θνητούς, οι οποίοι φυσικά δεν γνώριζαν την ταυτότητα μου. Μερικά μυθιστορήματα και κακής ποιότητας ταινίες για βρικόλακες δεν αρκούσαν για να δεχτούν το γεγονός ότι ήμουν νταμπίρ και μάλιστα η διάδοχος του θρόνου. Όλο αυτό ήταν υπερβολικό για μένα, πόσο μάλλον για τους ανθρώπους.
Όταν τελειώσαμε με το γεύμα, ο πατέρας μου μου ζήτησε να μιλήσουμε στο γραφείο του. Κάθε φορά που με καλούσε στον χώρο βαθιάς περισυλλογής του, ήξερα ότι θα ακούσω κάτι σοβαρό και προετοιμαζόμουν κατάλληλα.
«Κάθισε», μου υπέδειξε την καρέκλα μπροστά στο γραφείο κι εγώ υπάκουσα. «Όπως ξέρεις, σήμερα έχουμε αφίξεις από την Μόιρα».
«Είμαι ενήμερη», απάντησα με την ίδια τυπικότητα που μου απηύθυνε τον λόγο.
Ήταν ένας από τους δυο βασιλείς κι άρα όφειλα να δείχνω τον απαραίτητο σεβασμό σε συζητήσεις που αφορούσαν το βασίλειο. Επιπλέον, εμείς οι δυο δεν είχαμε την τρυφερή σχέση που θα άρμοζε σε πατέρα και κόρη, οπότε δεν μου ήταν δύσκολο να τον αντιμετωπίζω με τόση ψυχρότητα.
«Κάποια στιγμή, μέσα στο διάστημα που θα μείνουν οι φιλοξενούμενοι μας, πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα όλοι μαζί».
«Για ποιο πράγμα;»
Το βλέμμα του άστραψε, επειδή τόλμησα να ρωτήσω κάτι που δεν είχε σκοπό να μου πει από μόνος του. Καθάρισα μετανιωμένη τον λαιμό μου κι απολογήθηκα για την 'απρέπεια' μου.
«Τι άλλο θέλεις από μένα όσο θα έχουμε φιλοξενούμενους;»
«Σοβαρότητα», μου απάντησε. «Και όχι ειρωνείες, όσο δύσκολο κι αν σου είναι. Μπορείς να πηγαίνεις».
Τόση μυστικοπάθεια για την ανακοίνωση μιας... ανακοίνωσης; Πάει! Όσο γερνούσε ο πατέρας μου, γινόταν ακόμα πιο περίεργος. Ή απλά δοκίμαζε την υπομονή μου, που ήξερε ότι δεν μου περίσσευε. Έψαχνε πάντα την κατάλληλη ευκαιρία να μου υποδείξει τα μειονεκτήματα μου και να υπονοήσει πως δεν ήμουν σωστή διάδοχος. Αν δεν επέλεγαν οι ουρανοί τους επόμενους βασιλείς, εγώ θα ήμουν κάτι λιγότερο από την τελευταία του επιλογή.
Βγαίνοντας από το γραφείο του, είδα τον Ντιμίτρι να με περιμένει γερμένος στον τοίχο. Μόλις αντίκρισε το κατσουφιασμένο πρόσωπο μου, ήρθε κοντά μου και μου χάρισε την ζεστασιά της αγκαλιάς του.
«Τι έγινε εκεί μέσα;»
«Ό,τι συνήθως. Απολύτως τίποτα», ξεφύσησα. «Τα αγόρια έφυγαν;»
«Ναι. Τους θέλεις η Μπιάνκα για τα ψώνια της βδομάδας. Θα πάμε οι δυο μας στο αεροδρόμιο».
Στην τελευταία του πρόταση αναθάρρεψα και ξέχασα αμέσως τον πικρόχολο πατέρα μου.
«Έλαμψες αμέσως», παρατήρησε ο Ντιμίτρι.
Εγώ αρκέστηκα στο να ανασηκώσω τον ώμο μου κι έπειτα έτρεξα στο δωμάτιο μου να φρεσκαριστώ. Ήθελα να είμαι τουλάχιστον εκθαμβωτική όταν με έβλεπε ο Κάρτερ.
Κάρτερ
«Ξύπνα», σκούντηξα τον Μάικλ δίπλα μου. «Φτάνουμε».
Εκείνος κινήθηκε σαν νυχτολούλουδο που έπαιρνε ζωή με την λήξη της δύσης και τέντωσε τα χέρια του κερδίζοντας ένα επιθετικό βλέμμα από τον παππού δίπλα του.
«Νόμιζα ότι ταξιδεύαμε μια αιωνιότητα», μουρμούρισε κάπου ανάμεσα στο χασμουρητό σου.
«Κοιμάσαι σε όλο το ταξίδι!»
«Αισθάνομαι ότι κοιμάμαι μια αιωνιότητα τότε».
Εγώ κούνησα το κεφάλι μου και έγειρα δίπλα στο κυκλικό παράθυρο. Χάζεψα το καφέ που απλωνόταν από κάτω μας, το οποίο μετατρεπόταν σε βουνά και οικίες όσο χαμήλωνε το αεροπλάνο.
«Σου έλειψε;», με ρώτησε ο Μάικλ όταν συνήλθε για τα καλά από τον λήθαργο. «Η Ορόρα», μου εξήγησε όταν τον κοίταξα απορημένος.
«Εσένα δεν σου έλειψε;»
«Εγώ την βλέπω κάθε καλοκαίρι τα τελευταία δέκα χρόνια».
«Κι εγώ τα τελευταία τρία», του υπενθύμισα.
Εκείνος δεν μου απάντησε. Είχε ένα περίεργο ύφος, κάτι ανάμεσα σε πονηριά και ανώριμο μυστήριο. Εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος για να αναλύσω την αντίδραση του και συνέχισα να χαζεύω έξω από το παράθυρο μέχρι τελικά να προσγειωθούμε.
Μόλις οι ρόδες ακούμπησαν στο έδαφος, ένιωσα ένα φτερούγισμα στο στομάχι μου και μια νευρικότητα στις κινήσεις μου. Όλο αυτό ήταν στην πραγματικότητα η ανυπομονησία μου να κατέβω από το αεροπλάνο και να συναντήσω την χαριτωμένη, μέλλουσα συμβασιλέα μου. Κι όταν κάτι με καθυστερούσε, πίστευα πως θα χάσω την υπομονή μου και θα χτυπούσα όσους αργούσαν να προχωρήσουν έξω από το αεροπλάνο ή έκαναν μίση ώρα στους ελέγχους διαβατηρίων για πληροφορίες που σίγουρα θα ξεχνούσαν μόλις έβγαιναν από το αεροδρόμιο. Ωστόσο, μόλις αντίκρισα την Ορόρα έφυγε κάθε αρνητικό συναίσθημα.
Ήταν ακόμα πιο όμορφη από το περασμένο καλοκαίρι. Πλέον δεν υπήρχε ιδιαίτερο ίχνος παιδικότητας στο πρόσωπο της ή στον τρόπο που κινούταν. Ερχόταν σε πλήρη συμφιλίωση με το γεγονός ότι ήταν πια γυναίκα και σε έναν χρόνο θα ενηλικιωνόταν. Φορούσε ένα αέρινο, κόκκινο φόρεμα με τιράντες και ανοιχτό μπούστο που τόνιζε το μικρό, στρογγυλό στήθος της. Τα πόδια της ήταν εκτεθειμένα και μπορούσε κανείς να δει πόσο μακριά ήταν παρά το μικροσκοπικό της μέγεθος. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει κι έπεφταν μέχρι την μέση της. Ήταν σαν ένα καστανό, μεταξένιο πέπλο.
Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω πλατιά μόλις διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Το σώμα μου αναστατώθηκε με τον τρόπο που ανασηκώθηκε η φούστα της σαν αναπήδησε, αλλά με επέπληξα γι' αυτή μου την απρέπεια. Ήταν δεκαεπτά χρονών και μακρινή μου ανιψιά. Τέτοιες αισθήσεις ήταν απαγορευμένες.
«Καλώς ήρθ...»
Πριν προλάβει ο Ντιμίτρι να ολοκληρώσει την πρόταση του, η μικρή μου γαντζώθηκε πάνω μου βγάζοντας κραυγές ενθουσιασμού.
«Κι εμένα μου έλειψες», της είπα μόλις μπόρεσε να απομακρυνθεί. «Κοίτα εδώ! Δεν έχεις σκοπό να σταματήσεις να ομορφαίνεις, έτσι;»
Τα κοκκινισμένα από το κραγιόν χείλη της παραμορφώθηκαν σε ένα πλάγιο χαμόγελο που θα χαρακτηριζόταν εύκολα ερωτικό. Εγώ όμως δεν το έκανα, γιατί αποκλείεται να επρόκειτο για τέτοιο.
«Μια πριγκίπισσα πρέπει να είναι τουλάχιστον μια οπτασία», απάντησε.
«Νιώθουμε όμως ένα τίποτα μπροστά σου», ακούστηκε ο Μάικλ και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
Αφού χαιρετιστήκαμε όλοι με όλους, επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε στην έπαυλη Σάντος.
«Γιατί δεν ήρθε και η Μέλανη μαζί σας;», ρώτησε η Ορόρα κοιτάζοντας μας μέσα από τον καθρέφτη.
«Την επόμενη φορά», της υποσχέθηκα κι απέφυγα να εκμυστηρευτώ ότι δεν είχα καμία όρεξη να νταντεύω την αδερφή μου. Το κορίτσι ήταν σκέτος μπελάς!
Στην υπόλοιπη διαδρομή, ο Μάικλ ενημέρωσε την Ορόρα επιγραμματικά για όσα είχαν προκύψει στην Μόιρα τον τελευταίο χρόνο. Τα μάθαινε έτσι κι αλλιώς όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο, αλλά η άμεση επαφή ήταν πάντα διαφορετική.
Μετά από περίπου μιάμιση ώρα φτάσαμε στην έπαυλη, όπου κι εκεί δεχτήκαμε θερμή υποδοχή από την Μαρέβα και τον Αλεχάντρο. Μας αγκάλιασαν και μας φίλησαν χαρούμενοι που μας έβλεπαν ξανά και μας οδήγησαν μέχρι το σαλόνι να μας κεράσουν ένα δροσερό ρόφημα.
Ανταλλάξαμε και με εκείνους τα νέα μας, στο μεταξύ όμως παρατήρησα κάτι που πάντα με ενοχλούσε, αλλά ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να σταματήσω. Ο Αλεχάντρο διέκοπτε συνεχώς την Ορόρα με την δικαιολογία ότι δεν συζητούσε σοβαρά θέματα. Η κόρη του συγκρατούσε την ενόχληση της, γιατί ήξερε πως το μόνο που θα κέρδιζε ήταν πιο αυστηρές επιπλήξεις. Και στην δυσαρέσκεια της είδα εμένα. Η συμπεριφορά του Αλεχάντρο δεν διέφερε με αυτή του πατέρα μου, ο πιο σκληρός κριτής των πράξεων μου. Κατανοούσα ότι ήθελαν να μας προετοιμάσουν για το δύσκολο καθήκον της βασιλείας, αλλά υπήρχαν φορές που ένιωθα ότι δεν με αγαπούσε ο ίδιος μου ο πατέρας. Και ίσως να έκανε κι η Ορόρα αυτές τις σκέψεις. Τουλάχιστον θα δείχναμε ο ένας στον άλλον την τρυφερότητα που μας έλειπε.
Ορόρα
Αφού οι φιλοξενούμενοι μας τακτοποιήθηκαν κι έκαναν ένα χαλαρωτικό μπάνιο, ο Μάικλ έπεσε για ύπνο κι ο Κάρτερ πρότεινε να βγούμε για μεσημεριανό. Φαινόταν πράγματι ορεξάτος για βόλτα και δεν του χάλασα χατίρι. Τον πήγα στο αγαπημένος μου μαγαζί, ένα γειτονικό εστιατόριο με παραδοσιακή ισπανική διακόσμηση και κουζίνα. Την πρώτη φορά που δοκίμασε τις λιχουδιές του, το πορσελάνινο δέρμα του είχε αναψοκοκκινίσει και κόντεψε να λιποθυμήσει από το κάψιμο. Όταν όμως συνήλθε, δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι τα φαγητά ήταν γευστικά και με την συνεχή επίσκεψη συνήθισε την πικάντικη κουζίνα μας.
Καθώς περιμέναμε την παραγγελία μας, τον ενημέρωσα για τα νέα της δικής μου χρονιάς χωρίς να ανησυχώ ότι θα με διακόψει ο αγενέστατος πατέρας μου. Ο Κάρτερ με άκουγε με προσοχή, γελούσε ή σχολίαζε όποτε το έκρινε απαραίτητο και σε καμία περίπτωση δεν με προσέβαλε με τις αντιδράσεις του. Δεν ενοχλούταν με μη σοβαρά θέματα συζήτησης, όπως υποστήριξε ο πατέρας μου μόνο και μόνο για να με μειώσει.
«Τίποτα πιο συνταρακτικό;», με ρώτησε μειδιάζοντας.
Θεέ μου, πόσο σέξι ήταν όταν το έκανε αυτό!
«Σαν τι άλλο;»
«Έλα τώρα», έφερε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του και έγειρε πάνω τους. «Νέο κι όμορφο κορίτσι και δεν υπάρχει κανένα αγόρι στην ζωή σου;»
«Η ζωή μου είναι γεμάτη αγόρια».
«Δεν εννοώ τον Ντιμίτρι ή τα ξαδέρφια σου. Μιλάω για κάτι ερωτικό», μου έκλεισε το μάτι και νομίζω πως σταμάτησε η καρδιά μου.
Εγώ απλώς κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και χαμήλωσα το βλέμμα μου.
«Ει», με κλώτσησε μαλακά για να τραβήξει την προσοχή μου. «Κοκκίνισες;»
«Όχι», γκρίνιαξα καλύπτοντας τα μάγουλα μου, γιατί όντως είχαν πάρει το χρώμα της ντροπής.
Εκείνος γέλασε και με διαβεβαίωσε πως ήταν παραπάνω από φυσιολογικό να έχω ένα φλερτ σε αυτή την ηλικία. Εγώ όμως ενδιαφερόμουν για έναν πολύ συγκεκριμένο άντρα, ο οποίος με συμβούλευε αυτή την στιγμή να βρω σύντροφο. Η ειρωνεία ήταν απερίγραπτη και για να γλιτώσω από ένα μέρος της, αντιγύρισα την ερώτηση.
«Εσύ έχεις κάποια ξεχωριστή γυναίκα στην ζωή σου;»
«Μόνο εσένα».
Μου έλεγε τέτοια πράγματα και περίμενε να μην τον ερωτευτώ;
«Κι εκείνη η Κέιζα;»
Τα μάτια του σκοτείνιασαν κι ήταν σειρά του να αποφύγει την άμεση, οπτική επαφή.
Η Κέιζα ήταν σύντροφος του από το λύκειο και έναν χρόνο μετά από αυτό. Ήταν μια εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα, χωρίς όμως ιδιαίτερη προσωπικότητα. Δεν ήταν αρκετά καλή για τον Κάρτερ κι εκείνος το κατάλαβε μόνο όταν έμαθε ότι τον απατούσε λίγες μέρες πριν τον γάμο τους. Έπρεπε να ραγίσει η καρδιά του, για να δει ό,τι του φώναζαν οι υπόλοιποι.
«Πού την θυμήθηκες; Καλά είναι εκεί που βρίσκεται».
«Και πού είναι αυτό;»
«Μακριά από την Μόιρα», ξεφύσησε και ανασήκωσε το βλέμμα του. «Δεν θέλω να μιλάμε γι' αυτή. Θα μολύνει την συζήτηση μόνο με την σκέψη».
«Ήσουν ερωτευμένος μαζί της, έτσι;», συνέχισα.
«Ούτε καν», απάντησε τόσο άνετος που ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ψευδόταν. «Είχα όμως απαιτήσεις από εκείνη. Ήξερα ότι δεν δέχτηκε την πρόταση μου, γιατί αγαπούσε εμένα αντί το στέμμα μου. Όφειλε να είναι τουλάχιστον διακριτική. Εξαιτίας της γελούσε όλη η Μόιρα μαζί μου κι έδωσε στον πατέρα μου έναν ακόμη λόγο να μου την λέει. Ούτε να κρατήσω μια γυναίκα δεν είμαι ικανός!», επανέλαβε τα λόγια του Κέλλαν με ειρωνεία και πικρία.
Φαίνεται πως η πατρική σκληρότητα δεν ήταν προνόμιο μόνο των Σάντος. Κι ο Κάρτερ βίωνε την ίδια πίεση από τον θείο μου, προφανώς με την δικαιολογία της διαδοχής. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως μας ζήλευαν για το ότι κάποια στιγμή θα παίρναμε τον θρόνο τους λες κι υπήρχε περίπτωση να τον κρατήσουν αιώνια.
«Αν σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα, δεν είσαι μόνος σου σε αυτό».
Ο Κάρτερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Όχι, ιδιαίτερα», απάντησε κι έκλεισε το χέρι μου στο δικό του. «Ας ορκιστούμε να μην γίνουμε σαν κι αυτούς, ψυχροί και μισητοί».
«Δεν είναι μισητοί».
«Ο κόσμος δεν τους εκτιμά ιδιαίτερα. Το βασίλειο πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Τα βαμπίρ σκοτώνουν το ένα νταμπίρ πίσω από το άλλο. Υπάρχει τεράστια αναρχία και πολλοί εγκαταλείπουν την Μόιρα, γιατί απλά δεν αντέχουν να βλέπουν το παλάτι να ζει στην πολυτέλεια που τους χαρίζει η βαριά φορολογία».
Ήμουν ενήμερη για τα περισσότερα προβλήματα του βασιλείου, κυρίως από κραυγές απόγνωσης των νταμπίρ της Ισπανίας. Ο πατέρας μου δεν έκανε τον κόπο να με ενημερώνει και παρόλα αυτά είχε την απαίτηση να αποκτήσω εμπειρία πριν κληρονομήσω τον θρόνο. Μέχρι τώρα όμως δεν πίστευα πως η κατάσταση ήθελε λίγο ακόμα για να βγει εκτός ελέγχου. Το γεγονός ότι τα νταμπίρ εγκατέλειπαν την ασφάλεια της Μόιρα για τον αβέβαιο κόσμο, σήμαινε πως η Αυλή δεν ήταν απλά μισητή. Την απαξίωναν κι αυτό ήταν ακόμα χειρότερο, γιατί το επόμενο βήμα ήταν να αυτομολήσουν στον υπόκοσμο. Κι αν όλα τα νταμπίρ γίνονταν βρικόλακες ή λυκάνθρωποι, τι θα έμενε από το είδος μας; Μια ομάδα αποτυχημένων ηγετών;
«Θα μας παραδώσουν καμένη γη», συνειδητοποίησα δυσαρεστημένη.
«Γι' αυτό πρέπει να μάθουμε από τα λάθη τους και να μην τα επαναλάβουμε. Και το μεγαλύτερο τους είναι η ανικανότητα τους να δείξουν αγάπη ή έστω στοργή. Νομίζουν πως έτσι θεωρούνται δυνατοί, αλλά στην πραγματικότητα φαίνονται αδύναμοι».
Έσφιξα μαλακά τα δάχτυλα του και ορκίστηκα ότι δεν θα ακολουθούσα το παράδειγμα του πατέρα μου. Δεν θα γινόμουν μια απόμακρη συναισθηματικά βασίλισσα κι ούτε θα κυβερνούσα έναν ωκεανό μακριά. Ο θρόνος μου ήταν στην Μόιρα, την πόλη που ίδρυσαν οι πρόγονοι μας προσπαθώντας να σώσουν το είδος μας από τον υπόκοσμο. Επομένως, η θέση μου ήταν στην απομακρυσμένη πόλη στα βάθη του Πόρτλαντ και η ψυχή μου θα δινόταν ολοκληρωτικά στο σημαντικότερο καθήκον μου. Θα θυσίαζα μέχρι και τον ίδιο μου τον εαυτό για το καλό του λαού μου.
Κάρτερ
Η βόλτα με την Ορόρα ήταν ως επί το πλείστον ευχάριστη. Ακόμα και την στιγμή που η συζήτηση σοβάρεψε εξαιτίας των γονιών μας, η παρουσία της εξάλειψε μεγάλο μέρος της δυσφορίας μου. Είχε έναν μαγικό τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι όμορφα χωρίς να πράττει κάτι τρομερό. Ένα χαμόγελο και το άγγιγμα της αρκούσαν για να με καταβάλλει ένα ανεξήγητο γαργαλητό, το οποίο έδιωχνε όλες τις άσχημες σκέψεις.
Όταν επιστρέψαμε στην έπαυλη, ο Μάικλ είχε ξυπνήσει και καθόταν στην αυλή με τον Ντιμίτρι και τα ξαδέρφια της Ορόρα. Είχαν έρθει για να μας καλωσορίσουν, αν κι ο Φερνάντο δεν ήταν το ίδιο εύθυμος με τον αδερφό του. Με το ζόρι κάναμε μια χειραψία και μετά έφυγε από την παρέα μας ακολουθώντας την Ορόρα μέσα στο σπίτι.
«Πώς ήταν το ταξίδι;», με ρώτησε ο Αλφόνσο.
«Μια χαρά», του απάντησα, όμως κάτι στον τόνο της φωνής μου δεν συμβάδιζε με τα λόγια μου.
Η Ορόρα δεν είχε καλές σχέσεις με τον Φερνάντο και πάντα ένιωθα ότι μου έκρυβε κάτι, όταν μιλούσαμε για τον ξάδερφο της. Ταραζόταν στην αναφορά του και πάσχιζε να αλλάξουμε συζήτηση, γιατί και μόνο το όνομα του έκανε τα άκρα της να τρέμουν. Όταν τον είδα να βαδίζει πίσω της με απειλητικό βλέμμα, δεν μπορούσα να μείνω στην αυλή και να μιλάω περί ανέμων και υδάτων.
Τους άφησα να σχολιάζουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και προχώρησα στο σπίτι ψάχνοντας τους. Οι υστερικοί ψίθυροι της Ορόρα με οδήγησαν τελικά πίσω από τις σκάλες, όπου ο Φερνάντο την είχε στριμώξει σε μια γωνιά και έσφιγγε τον ώμο της σαν να είχε σκοπό να τον ξεριζώσει.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;», πήγα κοντά τους και τον έσπρωξα από πάνω της.
«Εσύ τι κάνεις;», γρύλισε και ακολούθησε το παράδειγμα μου ρίχνοντας με στον τοίχο.
Η Ορόρα μπήκε στην μέση, όταν έκανα να του επιτεθώ ξανά ζητώντας μας να σταματήσουμε. Μόλις όμως είδα το κοκκινισμένο δέρμα της στο σημείο που την έσφιγγε ο Φερνάντο, το μυαλό μου θόλωσε και το μόνο που ήθελα ήταν να τον πονέσω περισσότερο από όσο τόλμησε να πονέσει την Ορόρα.
«Καθίκι», φώναξα και όρμησα κατά πάνω του σπρώχνοντας άθελα μου την Ορόρα στο πάτωμα.
Ακολουθήσαμε οι δυο μας και κυλιστήκαμε στο κρύο δάπεδο όσο παλεύαμε. Προσπάθησα πολλές φορές να τον γρονθοκοπήσω, αλλά ο αναθεματισμένος πάντα απέφευγε τα χτυπήματα μου. Και δεν μου δόθηκε περισσότερος χρόνος να πετύχω τον στόχο μου, γιατί δυο χέρια άρπαξαν την μέση μου και με απομάκρυναν από τον Φερνάντο. Όταν στάθηκα ξανά όρθιος, είδα τον Μάικλ, τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο, οι οποίο προφανώς είχαν ακούσει τις φωνές μας.
«Τι στο διάολο γίνεται εδώ;», απαίτησε να μάθει ο Ντιμίτρι.
«Τι έκανες;», ρώτησε ο Αλφόνσο τον αδερφό του κι εκείνος τον κοίταξε σαν να ήταν εξωγήινος.
«Τον είδες πάνω μου και κάνεις σε μένα αυτή την ερώτηση;»
«Ναι, γιατί ξέρω πολύ καλά ότι είσαι πάντα η αιτία ταραχών».
Φαίνεται πως ο Αλφόνσο δεν ήταν ο τύπος του προστατευτικού αδερφού. Όχι ότι ο Φερνάντο άξιζε κάτι τέτοιο.
«Θα μου πείτε επιτέλους τι έγινε;», φώναξε ο Ντιμίτρι με την υπομονή του να εξαντλείται.
Στο μεταξύ, η Ορόρα συγκρατούσε τον χτυπημένο αγκώνα της κι ένα σωρό λέξεις πιέζοντας τα χείλη της. Τελικά όχι μόνο δεν την βοήθησα, αλλά μεγάλωσα το πρόβλημα της.
«Είναι κάτι προσωπικό», απάντησα για να τελειώνουμε επιτέλους.
Ο Ντιμίτρι στράφηκε στον Φερνάντο για περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά δεν τον συνέφερε η οποιαδήποτε ανάλυση. Γι' αυτό και μετά από δυο προειδοποιητικά βλέμματα σε μένα και την Ορόρα, έφυγε από την έπαυλη με τον Αλφόνσο να τον ακολουθεί. Κάτι μου έλεγε πως θα περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας πιέζοντας τον να μάθει τι προκάλεσε την πάλη μας.
«Είστε τυχεροί που λείπει ο Αλεχάντρο», είπε ο Ντιμίτρι. «Γιατί αυτός δεν θα ικανοποιούταν με την απάντηση σου», έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντας με. «Όχι ότι εμένα με διαφώτισες».
Εγώ απλώς απολογήθηκα για την αναστάτωση κι η Ορόρα, έτρεξε στο δωμάτιο της. Όσο για τον Μάικλ, παρακολούθησε τα κατορθώματα μου σιωπηλός μέχρι που μείναμε οι δυο μας στο σημείο της ντροπής -προφανώς του Φερνάντο- και πλέον δεν γινόταν να μην εκφράσει την άποψη του. Να σημειωθεί ότι ποτέ δεν ζήτησα να την μάθω.
«Έπρεπε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας, έτσι;»
«Παράτα με», μουρμούρισα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου.
Εκείνος όμως με ακολούθησε και συνέχιζε την κριτική, καθώς έβγαζα το πουκάμισο μου και φορούσα καθαρή μπλούζα.
«Θα φλυαρείς για πολύ ακόμα;» αναστέναξα και κάθισα στο κρεβάτι μου.
«Ναι, αν δεν μου πεις για ποιον λόγο πιάστηκες στα χέρια με τον Φερνάντο».
Θα έκανα τα πάντα για να γλιτώσω από τον πονοκέφαλο που άκουγε στο όνομα Μάικλ, και το απέδειξα μιλώντας του για την επίθεση του Φερνάντο στην Ορόρα. Κυρίως ήξερα ότι ήταν φερέγγυος και δεν θα διέδιδε την είδηση παρά μόνο αν ήθελε η Ορόρα να γίνει γνωστό, γι' αυτό και δεν δίστασα να τον ενημερώσω πως ο κύριος Σάντος ήταν ένα γαϊδούρι.
«Πρέπει να το πούμε στον Αλεχάντρο».
«Αυτό αφορά την Ορόρα».
«Τότε πείσε την να του μιλήσει».
Δεν ήταν τόσο εύκολο. Είχε δει τον τρόπο που της φερόταν μπροστά σε άλλα νταμπίρ, άρα μπορούσε να φανταστεί πώς την αντιμετώπιζε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ήταν παραπάνω από προφανές ότι η Ορόρα δεν ένιωθε την απαραίτητη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του πατέρα της για να του εκφράσει το οτιδήποτε την καθιστούσε ευάλωτη.
«Και θα αφήσουμε να συνεχιστεί μια τόσο άσχημη κατάσταση;», αναφώνησε όταν του εξέφρασα τις σκέψεις μου.
«Φυσικά και όχι. Η Ορόρα δεν έχει μόνο τον πατέρα της. Θα λύσουμε εμείς το πρόβλημα».
Ο Μάικλ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και πήρε μια επικριτική έκφραση.
«Θα το κάνουμε με τον ίδιο τρόπο που το έλυνες νωρίτερα;»
Εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα κοντά του.
«Αν χρειαστεί, θα τον στείλω μέχρι και στο νοσοκομείο», του απάντησα και άρχισα να κατευθύνομαι προς την πόρτα.
«Την νοιάζεσαι πολύ την Ορόρα», τον άκουσα να λέει και γύρισα ξανά προς το μέρος του παραξενεμένος.
«Προφανώς. Αφού είναι οικογένεια».
Εκείνος ένευσε δαγκώνοντας το ούλο του.
«Φυσικά!»
Ορόρα
Έβαζα πάγο στον κοκκινισμένο μου αγκώνα με μάτια στεγνά. Δεν είχα δάκρυα να χύσω για τον Φερνάντο. Τα ξόδεψα όλα όταν ήμουν πέντε χρονών και μου έσπασε το χέρι, επειδή τόλμησα να πάρω ένα παιχνίδι του. Εκ τότε μεταμορφωνόμουν σε ένα άψυχο ον, κάθε φορά που το σώμα μου γέμιζε πληγές από εκείνον. Είχε γίνει κάτι παραπάνω από κομμάτι του εαυτού μου η περιποίηση τους. Γιατί να κλάψω λοιπόν για τις καθημερινές μου συνήθειες;
Η ησυχία του δωματίου με έπνιγε και άφησα για λίγο την παγοκύστη για να προχωρήσω στον υπολογιστή μου και να βάλω μουσική. Ίσως το little do you know να μην ήταν η κατάλληλη υπόκρουση, αλλά είχα ανάγκη την χαλαρή μελωδία του. Έπρεπε μόνο να αγνοήσω τους στίχους που μιλούσαν για έναν καταπιεσμένο έρωτα. Κι ίσως να το πετύχαινα, αν δεν χτυπούσε η πόρτα και δεν αντίκριζα τον Κάρτερ την επόμενη στιγμή.
Πίεσα με δύναμη τα χείλη μου και επέστρεψα στο τραπέζι που είχα αφήσει την παγοκύστη. Εκείνος ήρθε να καθίσει δίπλα μου και για δυο στιγμές με κοίταζε σαν να ήμουν χτυπημένο κουτάβι. Τα στρογγυλά, γαλανά του μάτια όμως δεν με συγκινούσαν. Αντίθετα, με εξαγρίωνε ο οίκτος που εξέπεμπαν. Κι αυτό το αναθεματισμένο τραγούδι που επέλεξα, δεν έλεγε να τελειώσει!
«Είσαι εντάξει;», με ρώτησε τελικά και κέρδισε ένα άγριο βλέμμα. «Απολογούμαι για την προσοχή που τράβηξα. Κατάλαβα πως ήταν κάτι δυσάρεστο».
«Αφού το κατάλαβες, δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο».
Δεν πτοήθηκε με την ψυχρή μου απάντηση. Είχε μάλιστα το θάρρος -ή θράσος- να πάρει την παγοκύστη από το χέρι μου για να με ξεκουράσει και την κράτησε ο ίδιος πάνω στον αγκώνα μου. Η ανακούφιση του δεξιού μου άκρου επισκιαζόταν από την πληγωμένη μου περηφάνια.
«Σε πονάει πολύ;»
«Έχω περάσει και χειρότερα».
Μετά από λίγο απομάκρυνε την παγοκύστη για να ελέγξει το χτύπημα. Ο ερεθισμός είχε περάσει, οπότε δεν υπήρχε λόγος να βάλω περισσότερο πάγο.
«Γιατί δεν υπερασπίστηκες τον εαυτό σου;», με ρώτησε. «Υποτίθεται πως ο Ντιμίτρι σου έχει μάθει πώς να το κάνεις».
«Δεν σε αφορά», έδωσα την πλέον ανώριμη απάντηση και απομακρύνθηκα.
«Κανείς πολύ μεγάλο λάθος», αποκρίθηκε και με ακολούθησε μέχρι το γραφείο μου. «Οτιδήποτε έχει να κάνει με σένα με αφορά. Όπως και το αντίστροφο. Αν με πείραζε κάποιος, δεν θα ήθελες να βοηθήσεις;»
Καταραμένο πείσμα! Έρεε άφθονο σε όλους τους απογόνους της Μόιρα, όπως και τα επιχειρήματα για τα οποία δεν υπήρχε αντίλογος.
«Σου ζητάω ως χάρη να μην ανακατευτείς. Ή μάλλον όχι. Το απαιτώ. Και δεν μπορείς να μην φέρεις σε πέρας την διαταγή της βασίλισσας».
«Δεν είσαι ακόμα βασίλισσα».
Από τα χείλη μου δραπέτευσε ένα δυνατό βογκητό και χτύπησα τα πλήκτρα του υπολογιστή για να σταματήσει το τραγούδι. Τα ερωτικά λόγια των εκτελεστών πιθανόν να με εκνεύριζαν περισσότερο από αυτά του Κάρτερ.
«Έχει ξανασυμβεί αυτό;», επέμεινε. «Γι' αυτό χαλάει η διάθεση σου όταν είναι τριγύρω; Τι ξεκίνησε τις επιθέσεις του; Γιατί...»
«Σοβαρά;», τον διέκοψα φωνάζοντας. «Να σου φέρω μήπως καμιά λάμπα για να πετύχει η ανάκριση;»
«Γιατί αποφεύγεις να απαντήσεις;»
«Σε ποιο από όλα; Θυμάσαι πόσες ερωτήσεις αράδιασες από όταν μπήκες στο δωμάτιο; Ή έχασες κι εσύ το μέτρημα;»
«Όσο και να αποφεύγεις να απαντήσεις, εγώ θα μάθω την αλήθεια και θα φροντίσω τον ψωνισμένο ξάδερφο σου».
Εγώ κάγχασα.
«Ναι φυσικά! Γιατί η δεσποσύνη σε κρίση χρειάζεται το πριγκιπόπουλο να την σώσει», ξεφύσησα στριφογυρίζοντας τα μάτια μου. «Έλεος Κάρτερ. Δεν είμαστε στον μεσαίωνα».
Εκείνος έφερε αντίλογο τονίζοντας την γενναιότητα μου και ένα σωρό αρετές μου για να καλύψει πόσο σεξιστική είχε καταλήξει αυτή η συζήτηση. Πώς επαινούσε το θάρρος μου όταν κάθε πρόταση του έληγε με Θα το λύσω εγώ; Αν ήθελα την βοήθεια του, θα την ζητούσα από την αρχή. Κι όντως δεν ήμουν η επιτομή της δυναμικότητας αφήνοντας τον κακοποιό Φερνάντο να γλιτώσει από τις επιπτώσεις των πράξεων του, αλλά αν ποτέ αποφάσιζα να αλλάξει αυτό, δεν θα στρεφόμουν σε εκείνον. Και σε καμία περίπτωση δεν θα το έκανα κατόπιν πιέσεως.
«Αν δεν σταματήσεις να ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου, θα χάσω τον έλεγχο», είπα.
«Έλα», άνοιξε τα χέρια του. «Δείξε μου πώς είσαι όταν τον χάνεις».
Πίστευε πως επειδή ήμουν μικροσκοπική, θα ήμουν εύκολη αντίπαλος σε σωματική αναμέτρηση. Αν νικούσε σε αυτή την πρόκληση, θα είχε έναν παραπάνω λόγο να επιμείνει στο θέμα του Φερνάντο. Αν!
«Θα πονέσεις Μάρεϊ», τον προειδοποίησα.
Εκείνος ανασήκωσε τον ώμο του και τα χείλη του συσπάστηκαν σε ένα υπεροπτικό χαμόγελο.
Ω Κάρτερ, ποτέ μην πεισμώσεις έναν Σάντος! Θα καείς!
Αφού ήθελε να αναμετρηθούμε, δεν θα του χαλούσα χατίρι. Ακόμα και στο αέρινο φόρεμα μου, θα κατάφερνα να τον νικήσω. Φαινόμουν αλαζονική πριν καν αρχίσει η μάχη, στην πραγματικότητα όμως είχα εμπιστοσύνη σε όσα μου δίδαξε ο Ντιμίτρι. Κάθε μάθημα ολοκληρωνόταν με την παρότρυνση να εκμεταλλεύομαι το μέγεθος μου. Μπορούσα να ξεγλιστράω, ήμουν γρήγορη και το κυριότερο, όλοι θα υποτιμούσαν τις δυνατότητες μου σαν τον Κάρτερ αυτή την στιγμή.
Στάθηκα μερικά εκατοστά μακριά του χωρίς να παίρνω ιδιαίτερη στάση μάχης. Αντίθετα εκείνος λύγισε τα γόνατα του κι έσφιξε τις γροθιές του. Περίμενε να επιτεθώ πρώτη και δεν του χάλασα το χατίρι. Ο καλύτερος τρόπος να κερδίσω έδαφος ήταν να τον κάνω να πιστέψει ότι θα με κέρδιζε και μάλιστα γρήγορα. Όρμησα πάνω του και με μια κίνηση με έσπρωξε μακριά του. Εγώ προσποιήθηκα πως πόνεσα με την πρόσκρουση στο κομοδίνο κι ο Κάρτερ πλησίασε για να βοηθήσει. Αμέσως ίσιωσα την πλάτη μου και του έδωσα μια συγκρατημένη αγκωνιά στην κοιλιά κάνοντας τον να αναφωνήσει από πόνο κι έκπληξη.
«Κορόιδο», τον χλεύασα κι εκείνος πείσμωσε.
Μου χίμηξε έτοιμος να με ρίξει, αλλά εγώ έσκυψα τελευταία στιγμή και τον κόλλησα στον τοίχο. Έπειτα απομακρύνθηκα έγκαιρα και απέφυγα δυο γροθιές.
«Ποια είναι η δεσποσύνη σε κρίση τώρα;», τον ειρωνεύτηκα πληγώνοντας ακόμα περισσότερο τον εγωισμό του.
Ο Κάρτερ γρύλισε αγριεμένος και συνέχισε τις προσπάθειες να με χτυπήσει. Ομολογουμένως ήταν γρήγορος, αλλά το μέγεθος μου επέτρεπε τους ελιγμούς. Γι' αυτό και κινούταν παράλληλα με τις επιθέσεις για να πλησιάσουμε σε μια γωνία, όπου δεν θα υπήρχε διέξοδος. Όταν όμως το κατάλαβα ήταν πολύ αργά. Με είχε στριμώξει και το σώμα του ήταν κολλημένο στο δικό μου. Αισθανόμουν την ανάσα του να πέφτει καυτή πάνω μου και την καρδιά του να σφυροκοπεί στο στήθος του. Φαντάζομαι πως θα ίσχυε το ίδιο και για εκείνον μια που ο θώρακας του δεν ξεχώριζε από τον δικό μου.
Μύριζε πολύ ωραία. Να πάρει! Γιατί σκέφτηκα κάτι τέτοιο; Τώρα μαλώναμε. Δεν έπρεπε να σκέφτομαι πόσο μου άρεσε να τον νιώθω σε απόσταση αναπνοής, να χάνομαι στον ωκεανό των ματιών του και να... όπα. Φούσκωμα ήταν αυτό στο παντελόνι του;
«Τι έλεγες;», με ρώτησε λαχανιασμένος.
Το γόνατα μου λειτούργησε από μόνο του και τον κλώτσησα στον καβάλο του. Εκείνος διπλώθηκε από τον πόνο και με ένα χτύπημα στην πλάτη σωριάστηκε στο πάτωμα.
Αν δεν σταματούσε να πληγώνει την περηφάνια μου, ίσως να τον λυπόμουν.
«Ότι θα πονέσεις», του θύμισα την αρχική μου προειδοποίηση χαρούμενη για την νίκη μου.
Έμεινε ξαπλωμένος στο πάτωμα για αρκετές στιγμές μέχρι να συνέλθει από το μοιραίο χτύπημα. Με κάθε του ανάσα απομακρυνόταν το ρόζιασμα από τα μάγουλα του και η ένταση στα άκρα του. Εγώ κάθισα δίπλα του και περίμενα να με επιπλήξει για την τροπή που πήρε η μάχη. Άντ' αυτού γύρισε να με κοιτάξει κι έβαλε τα γέλια.
«Κανόνισε να μου έχεις κάνει μόνιμη ζημιά».
«Λες να έχει συμβεί τέτοια συμφορά;», αναφώνησα γελώντας με την σειρά μου.
«Αν ήταν άλλη στην θέση σου, θα την έβαζα να το ελέγξει».
Εγώ τον σκούντηξα αηδιασμένη.
«Αυτό λέγεται σεξουαλική παρενόχληση».
Το γέλιο του δυνάμωσε και στηρίχτηκε στους αγκώνες του για να ανασηκωθεί.
«Γιατί κοκκινίζεις κάθε φορά που κάνω σεξουαλικό αστείο; Δεν μου φαίνεσαι για πουριτανή».
«Ευχαριστώ;»
«Σοβαρά τώρα», ανασηκώθηκε τελείως και κάθισε οκλαδόν. «Ποτέ δεν μου έχεις μιλήσει για κάποιο αγόρι. Δεν έχεις κάνει ποτέ σχέση;»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Ήταν κάτι που δεν με πείραζε, αλλά ο τρόπος που με κοίταξε σαν να ήμουν μονόκερως, με έκανε να ντραπώ.
«Είσαι ... παρθένα;»
«Όχι, είμαι Τοξότης».
Δεν έπιασε αμέσως το αστείο μου, αλλά όταν το κατάλαβε το δωμάτιο ταρακουνήθηκε από το γέλιο του.
«Είσαι ξεκαρδιστική, έξυπνη και απίστευτα σέξι και παρόλα αυτά δεν έχεις σύντροφο».
Η καρδιά μου σκίρτησε στην τελευταία του κουβέντα.
«Με βρίσκεις σέξι;»
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νομίζω πως είδα κάτι σαν μεταμέλεια στο βλέμμα του. Είχε μετανιώσει αυτό που είπε, όχι επειδή δεν το εννοούσε, αλλά γιατί ένιωσε άβολα. Το ξεπέρασε όμως γρήγορα, γιατί η αυτοπεποίθηση ήταν δεύτερη φύση των Μάρεϊ.
«Είσαι ελκυστική», άλλαξε τον χαρακτηρισμό του. «Και το βρίσκω δύσκολο να μην σε έχει πλησιάσει κανείς».
«Ποτέ δεν είπα ότι δεν είχα τις κατακτήσεις μου. Ξέρεις όμως, μια γυναίκα δεν χρειάζεται απαραίτητα άντρα για να αισθανθεί πλήρης».
«Δεν μιλάω για πληρότητα. Ο τελευταίος που μπορεί να σου προσφέρει κάτι τέτοιο είναι ένας άντρας».
Τα αγόρια που ήξεραν να κρίνουν τις αδυναμίες του φύλου τους ήταν δέκα φορές πιο ερωτεύσιμα. Κι ο Κάρτερ είχε ήδη κατακτήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου.
«Μιλάω για την συνεύρεση, για την γνωριμία του ανθρώπινου σώματος και την εξερεύνηση του μαζί με κάποιον άλλον ή άλλη», μου έκλεισε το μάτι.
«Μια χαρά το εξερευνώ και μόνη μου».
Εκείνος με κοίταξε σαστισμένος;
«Τι;», απόρησα. «Και οι παρθένοι αυτοϊκανοποίονται ξέρεις».
Καθάρισε τον λαιμό του και συνέχισε την συζήτηση, η οποία δεν ήμουν και πολύ σίγουρη πού ακριβώς θα κατέληγε. Τουλάχιστον είχε ξεχάσει το ζήτημα του Φερνάντο.
«Λοιπόν αυτό ήταν. Αύριο βράδυ θα βγούμε στο πιο ιν μπαρ της πόλης. Και θα σου δείξω πώς να προσεγγίζεις κάποιον που σου αρέσει».
«Δεν χρειάζομαι προξενήτρα», του εξήγησα.
Ούτε που με άκουσε. Συνέχισε να με ενημερώνει για την αυριανή μας έξοδο λες και επρόκειτο για το γεγονός της χρονιάς.
«Υπάρχει κάποιος λόγος που καίγεσαι να με αποκαταστήσεις;»
«Σου εξήγησα. Είσαι δεκαεπτά χρονών και πρέπει να δεις τις ομορφιές της ζωής».
«Όταν το παρουσιάζεις σαν υποχρέωση, χάνει την ομορφιά του».
«Δεν ανησυχώ. Εσύ έχεις έναν μαγικό τρόπο να ομορφαίνεις τα πράγματα»
†
Ο Ντέμιεν στεκόταν μπροστά από τον καθρέφτη και παρακολουθούσε την ζωή στον πάνω κόσμο δώδεκα ώρες μετά το μεγάλο ξόρκι. Κανείς δεν φαινόταν να υποψιάζεται το παραμικρό και κάθε πλάσμα εκεί πάνω ξαναζούσε το παρελθόν του με παρόμοιο ή τελείως διαφορετικό τρόπο. Ευχαριστημένος που όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο του, έφυγε από το δωμάτιο του καθρέφτη και ανέβηκε στον πύργο.
Από τις σκάλες κιόλας άκουγε τις φωνές του αιχμαλώτου του και τις αλυσίδες να τρίζουν όσο προσπαθούσε να ξεφύγει. Ανόητος βρικόλακας, σκέφτηκε ο Ντέμιεν κι όταν τελικά έφτασε δεν δίστασε να το ξεστομίσει κοιτάζοντας τον στα μάτια.
«Τι έχεις κάνει;», γρύλισε ο Νόα. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι τέλος πάντων; Πήρες τις ζωές μας και παίζεις με αυτές λες κι είμαστε πιόνια σε σκάκι».
Ο Ντέμιεν σταύρωσε τα χέρια του μπροστά και τον παρατηρούσε καθώς χτυπιόταν. Πίστευε πως η δύναμη του θα αρκούσε για να σπάσει τα δεσμά. Ξεχνούσε φαίνεται πως ήταν φυλακισμένος σε ένα μαγικό βασίλειο και τίποτα δεν υπάκουγε σε φυσικούς νόμους.
«Πού είναι η Ορόρα και η Μόνι;», συνέχισε ο Νόα. «Τι τους έκανες;»
«Είναι σπίτια τους», απάντησε ατάραχος ο Ντέμιεν. «Και δεν τους έκανα απολύτως τίποτα. Αντίθετα τους έδωσα μια ευκαιρία να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος».
«Κάθαρμα», ούρλιαξε ο Νόα και προσπάθησε να του ορμήσει, αλλά οι αλυσίδες στους καρπούς του τον κράτησαν πίσω. «Μην νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις. Η προφητεία θα πραγματοποιηθεί όσα εμπόδια κι αν φέρεις».
«Ποια προφητεία;», μειδίασε χαιρέκακα. «Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει καμία απολύτως προφητεία».
Ο Νόα έσμιξε τα φρύδια του καθώς περιεργαζόταν την απάντηση του.
«Δεν γύρισες απλά τον χρόνο. Άλλαξες την τροπή των πραγμάτων».
«Τι θα κέρδιζα αν επαναλαμβάνονταν οι ίδιες καταστάσεις; Θα ήμασταν σαν σκύλοι που κυνηγούν τις ουρές τους και ποτέ δεν καταφέρνουν να τις πιάσουν. Τώρα όμως εγώ έγινα ο λύκος και η πολύτιμη βασίλισσα σου, το πρόβατο. Κι αν τολμήσει να φύγει από το κοπάδι της, θα την κατασπαράξω!»
«Μετά από τρία χρόνια, εξακολουθείς να την αμφισβητείς».
«Τώρα θα την αμφισβητήσουν όλοι και θα δουν την Ορόρα γι' αυτό που πραγματικά είναι».
«Γι' αυτό που εσύ θέλεις να την δούμε!»
Ο Ντέμιεν πέρασε τα χέρια του μέσα από τα φαρδιά μανίκια του και βάδισε κοντά του ώστε να φτάνει η ανάσα του πάνω στο ψυχρό δέρμα του.
«Θα πρότεινα να σταματήσεις να ανησυχείς για την Ορόρα, αφού η αφέντρα σου είναι σώα κι αβλαβής και στο σπίτι της! Τι θα έλεγες να νοιαστείς και λίγο για τον εαυτό σου; Συνειδητοποιείς ότι θα περάσεις το υπόλοιπο της αιωνιότητας σου στον Κάτω Κόσμο;»
Μέχρι εκείνη την στιγμή όχι, δεν το είχε καταλάβει. Υπήρχε πάντα η ελπίδα να το σκάσει, ή να έρθουν να τον σώσουν. Αλλά ποιος; Η Ορόρα δεν τον θυμόταν, δεν τον ήξερε, ούτε ο Κάρτερ ή το ίδιο του το παιδί. Γι' αυτούς ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Άραγε να είχε αιχμαλωτίσει κι άλλους βρικόλακες από τον στρατό της Ορόρα; Ίσως η αιώνια φυλακή να ήταν πιο ανεκτή, αν την μοιραζόταν με γνώριμα πρόσωπα.
«Ποιον άλλον κρατάς στον Κάτω Κόσμο;», τον ρώτησε.
«Κανέναν», του απάντησε ικανοποιημένος με την δυσφορία του σαν άκουσε ότι ήταν ολομόναχος. «Έχεις όλο τον πύργο για τον εαυτό σου».
«Θα πληρώσεις Ντέμιεν. Αποκλείεται να πετύχεις. Κάποιος εκεί έξω θα σε θυμάται και θα ειδοποιήσει τους πάντες».
«Όσοι θυμούνται την αλήθεια είναι στον Κάτω Κόσμο. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να βγουν από αυτόν και οι υπόλοιποι ... οι υπόλοιπες», διόρθωσε τον εαυτό του, γιατί μιλούσε για τις ερωμένες του. «Δεν έχουν κάποιον να τις περιμένει. Και η παραμικρή προσπάθεια απόδρασης θα τιμωρηθεί με θάνατο. Είστε παγιδευμένοι!»
Μετά από τα καθηλωτικά του λόγια, έφυγε από τον πύργο αφήνοντας τον Νόα να σπαράζει απεγνωσμένος. Πονούσε, ήταν θυμωμένος και δυστυχώς φοβόταν. Αυτό το συναίσθημα το ένιωσε μόνο όταν μπήκε η Μόνι στην ζωή του. Τώρα όμως φοβόταν και για τον εαυτό του, γιατί ήταν σίγουρος πως ο Ντέμιεν θα τον υπέβαλε σε δοκιμασίες με σκοπό να τον εκδικηθεί για την προδοσία του. Δεν θα λύγιζε όμως κι ούτε θα αυτομολούσε στην αφεντιά του. Η Ορόρα ήταν ακόμα η βασίλισσα του, παρόλο που δεν τον θυμόταν.
Ο Ντέμιεν φτάνοντας στα βασιλικά διαμερίσματα συνάντησε τους γονείς του στην συνηθισμένη θέση τους να διαβάζουν την Βίβλο. Ούτε εκείνος, ούτε η Μόιρα ένιωσαν κάποιο ευχάριστο συναίσθημα όταν γύρισε ο Έιναρντ μαζί με τον χρόνο. Εκείνος φυσικά δεν θυμόταν τίποτα για το τέλος του. Ήταν ο μόνος στον Κάτω Κόσμο με μνήμες που είχε διαλέξει ο Ντέμιεν. Με άλλα λόγια η οικογένεια τους παρέμενε προβληματική και καθόλου αξιοζήλευτη.
«Όλα καλά με τον βρικόλακα;», ρώτησε η Μόιρα δίχως να σηκώνει τα μάτια της από το ιερό κείμενο.
«Όλα υπό έλεγχο», της απάντησε και προχώρησε στα ενδότερα των διαμερισμάτων.
Η πρώτη που συνάντησε, από τις οκτώ γυναίκες, ήταν η Ισαβέλλα. Μόλις αντίκρισε το σκληρό του βλέμμα, χαμήλωσε το δικό της κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
«Πού πας;», την ρώτησε με αυστηρό τόνο.
«Στο δωμάτιο μας», απάντησε.
Εκείνος έφερε τα δάχτυλα του στο πιγούνι της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει κατάματα.
«Δημιούργησε κάποιο πρόβλημα ο νέος μας υπήκοος;»
Η Ισαβέλλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και μπόρεσε να ανασάνει ξανά όταν ο Ντέμιεν απομάκρυνε το χέρι του από το δέρμα της. Δεν είχε ξεχάσει την τελευταία αναμέτρηση τους που έληξε η Ορόρα λίγο πριν τον γάμο τους. Ή πριν από την διακοπή αυτού. Και αυτό θεωρούταν μέλλον ή παρελθόν; Μάλλον και τα δυο.
«Η Λίζα;»
«Σας περιμένει μεγαλειότατε».
Ευτυχώς κράτησε την -ας πούμε- πιστή δαιμόνισσα του κι εκείνες γλίτωσαν από την υποχρέωση να εκπορνεύονται.
«Καλώς. Εσύ επέστρεψε στο δωμάτιο, από όπου δεν θα βγει καμιά σας χωρίς την άδεια μου».
Η Ισαβέλλα υποκλίθηκε ξανά και με γρήγορες δρασκελιές μπήκε στην κρεβατοκάμαρα που κάποτε απασχολούσε η Ορόρα. Οι υπόλοιπες εφτά είδαν αμέσως την αναστάτωση στα μάτια της και κατάλαβαν ότι είχε συναντήσει τον Ντέμιεν. Οι βαμπιρίνες άλλωστε είχαν ακούσει την συζήτηση.
«Κάποιο νέο από την Ορόρα;», την ρώτησε η Τατιάνα με την ελπίδα ότι στο λίγο διάστημα που κυκλοφόρησε στην Αυλή, θα είχε ακούσει κάτι.
«Όχι», ξεφύσησε απογοητευμένη και το βλέμμα της προχώρησε στην Έλενα.
Η δαιμόνισσα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με τα χέρια της γεμάτα. Δεν κρατούσε κάποιο βιβλίο, ρούχο ή έστω φαγητό. Στην αγκαλιά της υπήρχε ένα πλάσμα, ένα μικρό νταμπίρ που δυστυχώς κανείς δεν αποζητούσε, γιατί πολύ απλά δεν τον θυμούνταν. Τα δάχτυλα της ψηλάφιζαν την Αυτού Υψηλότητα του, Μάικλ Έντμουντ Μάρεϊ.
«Τι θα κάνουμε;», μουρμούρισε η Νουρ. «Ο Ντέμιεν έχει γυρίσει τον χρόνο πίσω, η Ορόρα δεν ξέρει τίποτα για εμάς και ο γιος της είναι φυλακισμένος στον Κάτω Κόσμο».
«Κι εμείς», της θύμισε η Ζεϋνέπ. «Όποια διανοηθεί να το σκάσει θα πεθάνει αμέσως. Και ποιος θα τον σταματήσει; Ο υπόκοσμος νομίζει πως έχει μόνο έναν βασιλιά και τα νταμπίρ απλώς θα χαρούν με τον θάνατο ενός ακόμα βρικόλακα ή δαίμονα».
«Ίσως αν βρίσκαμε τον τρόπο να επικοινωνήσουμε με την βασίλισσα μέσω του καθρέφτη;», πρότεινε η Εριέττα. «Το έκανε κάποτε ο Κέλλαν που ήταν νεκρός. Σίγουρα θα μπορούμε κι εμείς».
«Και τι θα της πρωτοπούμε;», ρώτησε η Μπουλουχάν. «Και το κυριότερο, θα μας πιστέψει; Ο καθρέφτης είναι μια επιλογή που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όταν θα έχουμε κάτι συνταρακτικό να της πούμε, που δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει. Και δεν δέχομαι να αναμίξουμε τον Μάικλ σε αυτή την διαδικασία».
Η Έλενα κατένευσε συμφωνώντας. Λίγες ώρες με τον μικρό πρίγκιπα κι ήδη εκδήλωνε μητρικά συναισθήματα κι αντιδράσεις σε ό,τι τον αφορούσε. Τελικά γνώρισε τον ταλαντούχο μικρούλη που έσπασε το ξόρκι της, αλλά με άσχημο τρόπο. Ο Ντέμιεν την είχε απαγάγει για να τον βοηθήσει στο δικό του μαγικό και χωρίς να το ξέρει, ο Μάικλ συνέβαλε στο να αποχωριστεί τους γονείς του.
«Επιπλέον μπορεί να τον θεωρήσει τέχνασμα», συμπλήρωσε η Ζεϋνέπ. «Αυτό το παιδί για εκείνη απλώς δεν υπάρχει», ξεφύσησε κοιτάζοντας θλιμμένα το νήπιο.
«Και τι προτείνετε δηλαδή; Να τα παρατήσουμε; Να δεχτούμε ότι ηττηθήκαμε;»
Ο τόνος της Εριέττας τρόμαξε τον Μάικλ, ο οποίος έβαλε τα κλάματα. Η Έλενα σηκώθηκε και έκανε βόλτες με εκείνον στα χέρια της για να ηρεμήσει. Δεν ήταν και πολύ εύκολο, δεδομένου ότι ήταν άγνωστες, οι αύρες τους όμως δεν είχαν σκούρο χρώμα κι άρα έπρεπε να αρχίσει να τις εμπιστεύεται, γιατί δεν έβλεπε πουθενά την μαμά ή τον μπαμπά. Επιπλέον, αν ένιωθε ότι απειλούταν είχε τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, οπότε δεν έχανε τίποτα να χαλαρώσει στην τρυφερή αγκαλιά της Έλενας και έπειτα να αποκοιμηθεί.
«Δεν θα εγκαταλείψουμε», απάντησε η Ζεϋνέπ, πιο ήρεμα για να μην αναστατώνουν το μωρό. «Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η προφητεία της Αλεξάνδρας θα εκπληρωθεί. Πρέπει όμως να κάνουμε υπομονή. Δεν είμαστε μόνες μας. Τώρα έχουμε ένα ευάλωτο πλάσμα ανάμεσα μας».
Τα μάτια όλων στράφηκαν στο μισοκοιμισμένο νταμπίρ που είχε γείρει το κεφαλάκι του στον ώμο της Έλενας.
«Άρα;», ρώτησε η Τατιάνα.
«Περιμένουμε», είπε η Μπουλουχάν έχοντας καταλάβει πού κατέληγε ο συνειρμός της φίλης της. «Χρειαζόμαστε στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί εκεί πάνω».
«Και εδώ», πήρε τον λόγο η Νουρ. «Υπάρχει ένας όμηρος ανάμεσα μας. Οι βαμπιρίνες έχουμε ακούσει γι' αυτόν στις συζητήσεις του Ντέμιεν και της Μόιρα».
Η Μπουλουχάν, η Ζεϋνέπ κι η Εριέττα επιβεβαίωσαν τα λόγια της.
«Μόλις έχουμε όλα τα δεδομένα, θα είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε πώς θα δράσουμε».
«Ναι, αλλά πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να μην μας μαρτυρήσει ο καθρέφτης», αποκρίθηκε η Ισαβέλλα και η Έλενα μειδίασε συνωμοτικά.
«Δαιμόνισσα είναι κρυμμένη εκεί μέσα, σωστά;»
Η Ισαβέλλα ένευσε καταφατικά.
«Μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί της χωρίς καν να την επισκεφτούμε».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top