0004. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Είναι εννιά το βράδυ. Περπατάω στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου. Βρίσκομαι στη Τριλογία του Τσίλερ μετά από πολύ καιρό. Παρόλα αυτά, περπατάω με τρεμάμενο βήμα λες και κάποιος με κυνηγάει και δεν μπορώ να του ξεφύγω.

Έχω πάρει το μετρό και έχω κατέβει στο Σύνταγμα μετά από αλλαγή γραμμής για να πάω την συνηθισμένη βόλτα που πάω κάθε Σάββατο μόνη μου περπατώντας. Έχω κατέβει στο Σύνταγμα, στο άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη. Η ΚΝΕ στη πλατεία κάνει εκδήλωση. Τη προσπερνάω αδιάφορα και ανεβαίνω τις σκάλες και βρίσκομαι στην Ελευθερίου Βενιζέλου.

Κατεβαίνω λοιπόν την Ελευθερίου Βενιζέλου και βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι τώρα, στη Πανεπιστημίου, στη Τριλογία του Τσίλερ. Κατεβαίνω κι άλλο, περνάω το Ξενοδοχείο Ρεξ και μπαίνω σε ένα Απολλώνιο για να πάρω ένα κουλούρι.

Βρίσκομαι στην Ομόνοια αφού περάσω την πανδύσκολη και γεμάτη κίνηση Οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Η πλατεία Ομονοίας έχει πλέον τεράστια σιντριβάνια πανέμορφα, άσχετο από ότι τριγύρω κυκλοφορεί το κάθε ξερακιανό παρακατιανό πακιστανάκι που ζητιανεύει για ένα κομμάτι ψωμί. Δεν δίνω σημασία σε κανέναν ζητιάνο και απλά συνεχίζω το δρόμο μου.

Εντύπωση κάνει ένα καινούργιο μαγαζί που δεν έχω ξαναδεί. Ένα μαγειρείο που είναι και σουβλατζίδικο μαζί, το Η Παλιά Ομόνοια. Συμβολικό όνομα άλλωστε και ξέρω το γιατί βέβαια το λένε έτσι. Μπαίνω μέσα για να παραγγείλω μια μερίδα σκέτες πατάτες. Περιμένω γύρω στα 5 λεπτά, μια λογική δηλαδή ώρα, μου τις βάζουν σε σακουλίτσα και φεύγω.

Περνάω από τα ελάχιστα αφορολόγητα μαγαζιά και outlets και τελικά βρίσκω κοντά στη Βαρβάκειο την οδό Αθηνάς. Εδώ τρέμω. Γιατί κοντά δολοφονήθηκε και ο Ζακ Κωστόπουλος. Ώρες ώρες νιώθω ότι θα σκοτώσουν και εμένα μιας και βρίσκομαι οχτώ το βράδυ εδώ μόνη μου. Είναι και κοντά η οδός Γερανίου αλλά προσπαθώ να δείχνω ότι δεν μου καίγεται καρφάκι. Πραγματικά.

Κατεβαίνω λοιπόν την οδό Αθηνάς και μετά από ένα δεκάλεπτο κάθομαι σε ένα παγκάκι στο Μοναστηράκι. Εδώ τελειώνει η βόλτα μου και χαλαρώνω. Τρώω το κουλούρι και τις πατάτες μου. Περνάει ένα αδέσποτο γατάκι που του δίνω μια πατάτα με χαρά.

Όμως δυο ζητιάνες μου ζητούν λεφτά. Τους λέω ότι δεν έχω, και φεύγουν. Παρόλα αυτά προσπαθώ να σκέφτομαι άλλα στο μυαλό μου.

Ποιά είσαι Αφροδίτη; Τι κάνεις σε αυτή την έρημη ζωή σου; Τι είναι αυτό που σε χαρακτηρίζει, που κάνει εσένα αυτή που είναι; Βλέπω ένα λύμα μπροστά μου. Με πανβρόμικο κατάμαυρο νερό. Βλέπω μια μεσήλικη παχουλούλα αλλά γλυκιά γυναίκα με κόκκινα φουντωτά σγουρά μαλλιά και γυαλιά να μου ανταποδίδει το βλέμμα. Δεν με λες και όμορφη, αλλά δεν με λες και άσχημη. Περνάει ακόμη η μπογιά μου.

Χτυπάει το κινητό μου. Ο άντρας μου.

-Ναι. λέω αμήχανα.

-Αφροδίτη μου! Που είσαι;

-Γεια σας κυρία Βιβή! Στο κέντρο της Αθήνας είμαι κάνω βόλτα. Όπως κάθε Σάββατο. απαντώ άχρωμα. Τελικά το τηλέφωνο το απάντησε η μαμά του άντρα μου.

-Έχω μέρες να σου μιλήσω. Πως πήγε η προετοιμασία εχθές για το σχολείο;

-Μια χαρά πήγε. Όλα καλά. Τη Δευτέρα επιτέλους ξεκινάμε!

-Τι κάνεις αυτή τη στιγμή;

-Τρώω πατάτες και κουλούρι σε ένα παγκάκι στο Μοναστηράκι και χαζεύω. Δεν κάνω και κάτι το τρελό, απλά μου αρέσει να αράζω εδώ που κάθομαι. Καλά είμαι όμως, μην ανησυχείτε.

-Εντάξει κορίτσι μου. Θέλεις να περάσεις από το σπίτι μου απόψε; Με τον Κωνσταντίνο για να τα πούμε και να πιούμε έναν καφέ;

-Ναι βέβαια! Έτσι κι αλλιώς δεν έχω πολλές δουλειές σήμερα!

-Ωραία λοιπόν! Τα λέμε! λέει η κυρία Βιβή και το κλείνει.

Αχ η κυρία Βιβή... Τι καλός άνθρωπος! Είναι και πολύ άρρωστη η καημένη και κάποιες φορές δεν μπορεί καν να αυτοεξυπηρετηθεί. Αλλά τα καταφέρνει μια χαρά. Τις Κυριακές όμως και κάποια Σαββατοκύριακα πρέπει ο άνδρας μου ο Κωνσταντίνος να πηγαίνει και να την βλέπει. Είναι και χήρα γυναίκα μόνη της... Αφήστε τα. Μένει ακριβώς από επάνω μας ευτυχώς και έτσι τη βλέπουμε και της τηλεφωνούμε αρκετά συχνά. Κάποιες φορές, έρχεται και ο Περικλής, ο γιος μου και της κάνει και αυτός λίγο παρέα.

Για έναν περίεργο λόγο, μου κολλάει ένα μπιτάκι που έχει γράψει ο Περικλής τελευταία. Είναι 23 χρονών και είναι dj και μουσικός παραγωγός. Από τα 18 μας έχει τρελάνει με τα μπιτάκια του και τις μουσικές του, αλλά αυτό το παιδί είναι γεμάτο ζωή. Δυστυχώς δουλεύει σχεδόν όλη μέρα και δεν τον βλέπω συχνά. Αλλά έχει πλέον μετακομίσει σε ένα δικό του διαμέρισμα στη Καστέλλα κοντά σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα που δουλεύει και κάποιες φορές κάνει και πάρτι στο πανεπιστήμιο Πειραιώς. Τι ωραία ζωή! Μέσα στα πάρτι και τη καλοπέραση! Καμία σχέση με εμένα και τη δικιά μου ζωή. Πόσο ζηλεύω!

Αφροδίτη σταμάτα. Κάποτε είχες και εσύ ζήσει παρόμοιες στιγμές με πάρτι. Πέρασαν όμως οι εποχές σου. Είσαι μεγάλη γυναίκα τώρα. Αλλιώς θα διασκεδάζεις τώρα. Πιο ήπια. λέω στον εαυτό μου. Αλλά μια φευγαλέα σκέψη περνάει από το μυαλό μου. Θα ήθελα τόσο πολύ, έστω για μια μέρα να αντάλλαζα ζωές με τον γιο μου. Αυτός έχει λιγότερες έγνοιες πάντως από εμένα. Τι ωραία!

Τελείωσα λαίμαργα τις πατάτες και το κουλούρι μου και μετά κάθισα λίγο για να ξεκουραστώ. Έκανα και τα πόδια μου οκλαδόν και διαλογίστηκα λίγο. Σκέφτηκα. Τι θα είχε συμβεί αν... Είχα διαλέξει άλλη ζωή ενώ ήμουν φοιτήτρια. Αν είχα πάρει περισσότερες πρωτοβουλίες στη ζωή μου, περισσότερο θάρρος... Τι θα είχε γίνει; Πολλά πολλά περισσότερα.

Μπήκα στον ηλεκτρικό με μια παρόμοια σκέψη. Η ζωή είναι μικρή για να τη ζήσεις μέσα στη βαρεμάρα και τη μιζέρια. Η ζωή είναι μικρή για να μπορείς να λες έτσι απλά το τι μπορείς να κάνεις και τι όχι. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να έχεις πρέπει και περιορισμούς, πόσο μάλλον να είσαι δούλος της πειθαρχείας. Μα που ζούμε ρε άνθρωποι; Τρελαθήκαμε;

Αφροδίτη τρελάθηκες. Δεν γίνεται να ζητάς και πολλά στην οικονομική κατάσταση και στην ηλικία σου. Έχεις μια ζωή ήδη εδώ στην Αθήνα. Εκτίμησέ την και προχώρα μπροστά. Αυτό πρέπει να κάνεις.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top