Παρασκευή 21 Απριλίου 1967

                     Υπήρχε μια απόκοσμη ησυχία σε όλη την Αθήνα σαν κάτι κακό να ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, κάτι κακό που δυστυχώς θα κρατούσε 7 ολόκληρα χρόνια, θα τοποθετούσε την χώρα όπως και τους πολίτες της σε μια αναμονή και σε έναν διαρκή φόβο όχι μόνο των δικών τους ζωών αλλά και των συγγενών τους λόγω των πολιτικών φρονημάτων τους.

                    Στην γειτονιά του Γκύζη οι κάτοικοι των σπιτιών ξυπνούσαν άλλοι πήγαιναν στις δουλειές τους και τα παιδιά όπως ο νεαρός Αντώνης στο σχολείο φέτος τελείωνε την Δευτέρα Λυκείου, είχε ήδη ξεκινήσει το διάβασμα για τις εξετάσεις που θα τον προβίβαζαν στην Τρίτη Λυκείου. Πολλά κορίτσια αναστέναζαν όταν περνούσε δίπλα τους είτε στο σχολείο, είτε στην γειτονιά, 

 εκείνος όμως δεν έδινε σημασία ούτε και δικαιώματα, ήθελε η κοπέλα που θα έκανε σχέση και θα ήταν μαζί της μια ζωή όπως πίστευε, να ήταν δυναμική με τσαμπουκά, ευαίσθητη αλλά και παιχνιδιάρα. Αυτά σκεφτόταν περνώντας την πόρτα του σχολείου του, στο προαύλιο δεν συνάντησε κανέναν και παραξενεύτηκε, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και είδε στην πόρτα ένα χαρτί κολλημένο που έγραφε : '' Ότι το σχολείον θα παραμείνει κλειστόν μέχρι νεοτέρας, λόγω αλλαγής κυβερνήσεως'' 

Με το που το διάβασε αυτό ο Αντώνης πήρε το δρόμο του γυρισμού προς το σπίτι του με σκέψεις σχετικές να τριβελίζουν το μυαλό του.

                 Στην άλλη άκρη της Αθήνας στην Εκάλη συγκεκριμένα μια νεαρή κοπέλα η Μάρθα γύρναγε και εκείνη απ' το σχολείο της, 

 που θα ''παρέμενε κλειστόν λόγω κυβερνητικής διαταγής'' έτσι τους είχε πει ο διευθυντής που τους είχε μαζέψει υποτίθεται για την προσευχή στο προαύλιο. Με το που έφτασε στο σπίτι της, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, άνοιξε την εξώπορτα με τα κλειδιά της, μπήκε μέσα, το σπίτι, της προκαλούσε πάντα μια απόκοσμη αποστροφή ίσως επειδή ποτέ δεν θυμόταν ευτυχισμένες στιγμές με τους γονείς της, αλλά τσακωμούς ομηρικούς όπως προχτές που τους ανακοίνωσε ότι θα σπούδαζε νομική.

<<Εγώ θα σπουδάσω νομική τέλος και αν σας αρέσει>> είπε στους γονείς της και πήγε να φύγει αλλά ο πατέρας της, πήγε να την χαστουκίσει όμως το χέρι του δεν πρόλαβε να κάνει την κίνηση, γιατί η Μάρθα του το έπιασε στον αέρα. Μετά πήρε την τσάντα της και εξαφανίστηκε για όλο το υπόλοιπο βράδυ. Μετά απ' αυτό οι γονείς της ξαναγύρισαν στις ασχολίες που τους ενδιέφεραν, αδιαφορώντας για την κόρη τους.

                Είχε σουρουπώσει ο Αντώνης με μερικούς συμμαθητές του περπάταγαν έπρεπε να προλάβουν την απαγόρευση κυκλοφορίας γιατί αν τους έπιαναν <<θα πέρναγαν το βράδυ σε κανένα κελί>> όπως του είχε πει ο πατέρας του ο Στέλιος το μεσημέρι που γύρισε απ' την οικοδομή, καθώς πέρναγαν από ένα στενό είδαν μια παρέα κοριτσιών, το βλέμμα του Αντώνη κόλλησε στην Μάρθα που στεκόταν στην μέση, εκείνη ξαφνικά σηκώνει το βλέμμα της και τον κοιτάει πριν στρίψει στο στενό με την δική της παρέα χωρίς να γνωρίζουν ότι θα ξανασυναντιούνταν.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top

Tags: #history