16 Νοεμβρίου 1973 (22:00 το βράδυ)

          Η οικογένεια των Αντωνόπουλων είχε ανοιχτό το ραδιόφωνο στην συχνότητα που έκπεμπέ το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου, εκεί που ακούν ξαφνικά η Μαίρη αναγνωρίζει την φωνή του Αντώνη όπως και όλη η οικογένεια.

''Μην κοιμάστε απόψε που τα παιδιά σας, δίνουν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας'' είπαν ο Αλέξανδρος και ο Αντώνης μαζί, μετά έβαλαν το τραγούδι Είμαστε δυο από μια κασέτα με τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

<<Αυτό ήταν που θα πήγαιναν σινεμά με την Μάρθα;;>> λέει η Μαίρη και σηκώνεται απ' την καρέκλα που καθόταν, πηγαίνει στην κουζίνα, μες στα νεύρα και ετοιμάζει κάτι για να φάνε.

Την ίδια στιγμή στο κτίριο που στεγαζόταν το Πολυτεχνείο οι φοιτητές που βρίσκονταν μέσα είχαν δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο, ανά δεκαπεντάλεπτο θα υπήρχαν φοιτητές/τριες που θα έφερναν υποβασταζόμενους άλλους/ες συμφοιτητές/τριες τους.

         Ο Αντώνης κάποια στιγμή βγήκε απ' την αίθουσα που είχε δημιουργηθεί ο ραδιοφωνικός σταθμός, δεν ήξερε που ήταν η Μάρθα, ούτε το πόσοι συμφοιτητές και συμφοιτήτριές του ήταν στα αυτοσχέδια φορεία, έτσι και αλλιώς ο αριθμός των παιδιών που τραυματίζονταν ή πέθαιναν απ' τα πιστόλια των αστυνομικών όλο και αυξάνονταν. Ευτυχώς οι στρατιώτες που βρίσκονταν μέσα στα τανκς περίμεναν εντολές απ' τους ανωτέρους τους, οπότε δεν είχαν ακόμη κάνει κάποια κίνηση για να καταλάβουν το κτήριο.

          Ξαφνικά είδε την Μάρθα να περπατάει υποβαστάζοντας ένα αγόρι στην ηλικία τους, ο Αντώνης της κούνησε τα χέρια για να τον φέρει προς το μέρος του γιατί εκεί που στεκόταν υπήρχε ένα φορείο, η Μάρθα με το που είδε τον Αντώνη χαμογέλασε με πίκρα γιατί ένιωσε άσχημα επειδή χάρηκε που τον είδε αρτιμελή ενώ γύρω τους γινόταν ο χαμός, με το που έφτασε κοντά του την βοήθησε να βάλει εκείνο το αγόρι που το όνομά του ήταν Γαρύφαλλος να ξαπλώσει στο φορείο και φώναξε τον Άρη έναν συμφοιτητή τους γιατρό, που βρισκόταν εκεί να του ρίξει μια ματιά.

Όσο ο Άρης φρόντιζε τον Γαρύφαλλο ο Αντώνης και η Μάρθα είχαν πάει σε μια άκρη και μίλαγαν, ο Αντώνης την άκουγε που του έλεγε για το τι γίνεται στο προαύλιο χώρο του κτηρίου και για τα παιδιά που σκοτώθηκαν, της είχε πιάσει τα χέρια και προσπαθούσε να τα ζεστάνει με την ανάσα του, την στιγμή που τελείωσε την διήγησή της, χώθηκε στην αγκαλιά του και για λίγο ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος.

17 Νοεμβρίου (00:00 το βράδυ)

Κάποια στιγμή οι συμφοιτητές τους που ήταν μέσα στο κτήριο, άρχισαν να πέφτουν από τα οπλοπολυβόλα των στρατιωτών, ο Αντώνης, η Μάρθα μαζί με τον Άρη, τον Γαρύφαλλο και τον Αλέξανδρο βρίσκονταν έξω μαζί με όσους είχαν απομείνει, φώναζαν στους στρατιώτες οι οποίοι βρίσκονταν στα τανκς μέσα ότι ήταν άοπλοι, ξαφνικά τα οπλοπολυβόλα άρχισαν να εξαπολύουν πάλι σφαίρες, μία απ' αυτές πέτυχε τον καρπό του Αντώνη, ευτυχώς κατάφεραν να τον πάρουν από εκεί.

         Ο Στέλιος βρισκόταν απ' έξω απ' το Πολυτεχνείο μέσα στο αυτοκίνητο του, είχε πάρει την απόφαση να πάει κατά τις 23:00, ούτε ο Αντώνης, ούτε η Μάρθα γνώριζαν κάτι, τους είδε να τον μεταφέρουν αναίσθητο και άναψε τα φλας για να δούνε το αμάξι, η Μάρθα με το που είδε τον πατέρα του Αντώνη, τα έχασε δεν περίμενε κάτι τόσο ριψοκίνδυνο απ' εκείνον, η Μάρθα έκατσε στα πίσω καθίσματα έχοντας το κεφάλι του Αντώνη στα πόδια της και το σώμα του ξαπλωμένο στην δεξιά πλευρά του αμαξιού, ευτυχώς όταν έφτασαν στο νοσοκομείο τους είπαν ότι η σφαίρα δεν προκάλεσε κάποιο τραύμα μη αναστρέψιμο, η Μάρθα έμεινε δίπλα στον Αντώνη για μέρες, δεν έφευγε ακόμα και όταν εκείνος την έδιωχνε, ο Στέλιος δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη οικογένεια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top

Tags: #history