16 Νοεμβρίου 1973 (19:30 το απόγευμα)
Ο Αντώνης ήταν στο σπίτι του στο Γκύζη, περίμενε την Μάρθα είχαν κανονίσει να πάνε σινεμά, θα έβλεπαν την ταινία '' Jonathan Livingston seagull'' παραγωγής 1973, η ταινία αυτή είχε βγει στις ελληνικές αίθουσες τον περασμένο μήνα, αλλά λόγω εξετάσεων στην σχολή δεν μπόρεσαν να πάνε. Ο Αντώνης πήγαινε πέρα δώθε στο σαλόνι και κοίταζε το ρολόι του κάθε τρία λεπτά, όταν πέρασε αρκετή ώρα αποφάσισε να πάει εκεί που έμεναν μαζί, να δει μήπως αρρώστησε ή έπαθε κάτι τέλος πάντων.
Με το που έφτασε και τα είδε όλα κλειστά, έβγαλε τα κλειδιά του, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, σήκωσε ένα διακόπτη, όλος ο χώρος φωτίστηκε, δεν είχε αλλάξει τίποτα απ' το μεσημέρι που ήταν εδώ οι δυο τους.
15:00 το μεσημέρι
Η Μάρθα κάπνιζε μετά την τρίτη φορά που είχαν κάνει έρωτα με τον Αντώνη, εκείνος είχε κλειστά τα μάτια του, απολάμβανε την στιγμή, εκείνη γύρισε προς την μεριά του και τον κοιτούσε, όταν έσβησε το τσιγάρο της, άρχισε σαν γάτα να γουργουρίζει, εκείνος ξεφύσηξε γιατί δεν τον είχε αφήσει σε ησυχία (το έκανε για να την εκνευρίζει και να κοκκινίζει ολόκληρη), άρχισαν να φιλιούνται σαν άρρωστοι που ήθελαν το ναρκωτικό τους, έτσι ήταν η σχέση τους πότε άγρια, πότε τρυφερή και παιχνιδιάρικη.
Αφού είδε ότι δεν υπήρχε κανένα ίχνος της Μάρθας, προχώρησε προς την πόρτα για να φύγει, ξαφνικά το σταθερό χτύπησε, με το που άκουσε το πρώτο ντριν ξαναγύρισε και το σήκωσε, ήταν η Μάρθα την οποία δεν άκουγε καλά και εκείνη δεν τον άκουγε καλά, για αυτό του μίλησε φωνάζοντας.
<<Έλα Αντώνη βρίσκομαι απ' έξω απ' το Πολυτεχνείο, δεν μπορώ να πάω πουθενά, είναι κλειστοί οι δρόμοι παντού υπάρχει αστυνομία>> (την συγκεκριμένη λέξη, την είπε σιγανά).
<<Έρχομαι να σε πάρω>> της φώναξε και κατέβασε το ακουστικό. Πήγε στην πόρτα την άνοιξε, κλείδωσε και έφυγε για το Πολυτεχνείο, πέρασε από στενά για να φτάσει χωρίς να τον σταματήσουν οι ταγματασφαλίτες.
Αφού η Μάρθα έβαλε το ακουστικό στο θυροτηλέφωνο, έκατσε σε ένα παγκάκι, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα απ' το μπουφάν της. άναψε ένα και το κάπνισε, το μυαλό της ταξίδεψε σε εκείνο το βράδυ πριν από δύο μήνες που εμφανίστηκε έξαφνα μπροστά στον Αντώνη.
22 Σεπτεμβρίου 1973 (στις 21:00)
Η Μάρθα βρισκόταν στο Γκύζη κρυμμένη πίσω από δέντρα, περίμενε τον Αντώνη αν και εκείνος νόμιζε ότι εκείνη είχε φύγει για την Αμερική το πρωί, την στιγμή που τον είδε βγήκε απ' την κρυψώνα της, εκείνος ένιωσε δυο μάτια πάνω του, γύρισε προς τα πίσω και κοκκάλωσε, περπάτησε προς το μέρος της σαν μαγεμένος, άγγιξαν ο ένας τα χέρια του άλλου σαν να βρίσκονταν μόνοι στον κόσμο, η Μάρθα τον φίλησε στα χείλη και κόλλησε πάνω του, ο Αντώνης ασυναίσθητα την κράτησε απ' την μέση με το που κόλλησε πάνω του, χωρίστηκαν για λίγο ώστε να ανασάνουν, την πήρε απ' το χέρι και έφυγαν με τα πόδια προς την Κυψέλη.
Με το που έφτασε ο Αντώνης μπροστά στο Πολυτεχνείο την έψαξε με το βλέμμα, όταν την είδε, πήγε προς το μέρος της, χωρίς να αναλωθούν σε άσκοπες κουβέντες, περπάτησαν προς την κατεύθυνση που οδηγούσε στην πίσω πλευρά του Πολυτεχνείου, τους άνοιξαν και μπήκαν, κατευθείαν πήγαν προς το ραδιοφωνικό κέντρο που είχε στηθεί και βρισκόταν σε μια απ' τις πόρτες που 'ταν στα δεξιά τους. Ο Αντώνης μαζί με τον Αλέξανδρο ανέλαβαν την εμψύχωση των πολιτών μέσα απ' το ράδιο, οι άλλοι φοιτητές/τριες (ήταν και η Μάρθα αναμεσά τους), ανέλαβαν τα πανό με τα συνθήματα, όπως και να φωνάζουν στους στρατιώτες που βρίσκονταν στα τανκς έτοιμοι να τους πυροβολήσουν.
6:00 η ώρα το πρωί της ίδιας μέρας
<<Αντώνη είσαι σίγουρος, για το βράδυ;>> ρωτάει η Μάρθα με την φωνή της να τρέμει για την απάντηση.
<<Ναι είμαι σίγουρος, εσύ όχι;;>> της λέει και πηγαίνει κοντά της, τον κοιτάει και παίρνει απ' το βλέμμα του, την χαμένη αποφασιστικότητα της γιατί δεν θέλει να τον χάσει στο Πολυτεχνείο, πριν από λίγες μέρες δεν θα λύγιζε, αλλά τώρα τρέμει.
<<Δεν πρόκειται να πάθουμε τίποτα ούτε εσύ, ούτε εγώ>> της λέει και την αγκαλιάζει, εκείνη αφήνεται στην αγκαλιά του.
( Σε τεχνητή νοημοσύνη το ζευγάρι, έτσι μου ήρθε κ τους έφτιαξα)
Θα 'χει και συνέχεια...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top