Το ημερολόγιο των 7:15 π.μ. (Μέρος 2ο)
Αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να κινηθεί. Να ψάξει, να ρωτήσει. Φυσικά και δεν μοιράστηκε τις ανησυχίες του με κανέναν, μήτε με τους κολλητούς του φίλους και συναδέλφους. Θα τον έπαιρναν σίγουρα για τρελό. Ζήτησε δύο μέρες άδεια από τη δουλειά του στο τέλος της βδομάδας για να έχει πιο εύκαιρο χρόνο να κινηθεί. Και η πρώτη του κίνηση ήταν να επισκεφθεί το σπίτι στο οποίο την είδε.
Ήταν πολύ πιο όμορφο από κοντά όπως το έβλεπε. Ισόγειο με μεγάλη στέγη παραδοσιακή και τη σοφίτα ψηλά. Το βλέμμα του αναζήτησε το μπαλκόνι και το βρήκε. Μόνο που ήταν όλα κλειστά. Κανένα ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Όμως δεν έδειχνε εγκαταλειμμένο. Ίσως οι ένοικοι έλειπαν. Ίσως... δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στις μαύρες του σκέψεις και απόρησε με την τόλμη του να αποφασίσει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας με προσχηματικό τρόπο. Καμία όμως απάντηση, καμία ανταπόκριση. Το σπίτι έδειχνε άδειο.
"Γυρεύετε κάτι;" η φωνή έσπασε απότομα την προσοχή του. Ένας ηλικιωμένος άντρας έστεκε δίπλα του φιλικός.
"Όχι απλά μια ερώτηση ήθελα να κάνω εδώ στο σπίτι. Γυρεύω κάποιον..."
Ο άλλος τον κοίταξε προσεκτικά με μία έκφραση απορίας.
"Μα δεν κατοικείται!"
"Τι είπατε; Μα... πώς;"
"Το σπίτι είναι άδειο εδώ και καιρό, κάποιοι ήταν νοικάρηδες παλιά αλλά έφυγαν. Τώρα πουλιέται! Αν σας ενδιαφέρει εδώ πιο πίσω είναι το μεσιτικό γραφείο που το έχει"
Η έκπληξη του Έκτορα δεν μπορούσε να κρυφτεί και έκανε μεγάλο κόπο να την ελέγξει. Ευχαρίστησε τον ηλικιωμένο άντρα και προφασίστηκε ότι θα μιλήσει με το μεσιτικό γραφείο για περαιτέρω πληροφορίες. Όπως και το έκανε!
"Ναι, το σπίτι είναι προς πώληση από το καλοκαίρι..."
"Δεν έμενε θέλετε να πείτε κανείς, έστω πρόχειρα, το προηγούμενο διάστημα;"
"Όχι φυσικά! Άλλωστε είναι άδειο στο εσωτερικό του, αν θέλετε μπορείτε να το δείτε" του είπε ευγενικά και επαγγελματικά ο μεσίτης. Ο Έκτορας άρπαξε στον αέρα την ευκαιρία χωρίς αναβολή.
"Ναι, αν δεν σας κάνει κόπο..."
Ο μεσίτης άνοιξε την κεντρική είσοδο του σπιτιού κάνοντας νόημα με το χέρι του στον Έκτορα να μπει στο εσωτερικό του.
"Περάστε. Να ανοίξουμε κάποιο παράθυρο μόνο για να βλέπουμε"
Διέσχισαν το εσωτερικό του σπιτιού. Ο μεσίτης άνοιξε δύο μεγάλα παράθυρα και το φως του ήλιου έλουσε με μιας το χώρο αναδεικνύοντας την ομορφιά του. Ένας άδειος χώρος έστεκε ολόγυρά τους. Ο Έκτορας άρχισε να βηματίζει στα δωμάτια. Ένιωθε πολύ παράξενα. Προσπαθούσε λες να αφουγκραστεί το παραμικρό. Κάτι! Ένα θρόισμα, ένα σημάδι, μια παρουσία, ένα αποτύπωμα. Οι αισθήσεις του ήταν σε συναγερμό καθώς ένιωθε συνεχή ερεθίσματα γύρω του. Έμοιαζαν ανεπαίσθητα αλλά ήταν ουσιαστικά. Σαν να ήθελαν να βγουν στην επιφάνεια, να εκφραστούν, να του μιλήσουν. Βγήκε στο μπαλκόνι. Για πρώτη φορά το βλέμμα του διέγραψε την αντίθετη πορεία από αυτήν που συνήθισε μέχρι τώρα. Τώρα ήταν εκείνος που κοίταζε το συρμό του τραίνου που διέρχονταν απέναντί τους. Τώρα ήταν αυτός που πήρε τη θέση εκείνης στα κάγκελα του μπαλκονιού. Μια παράξενη ριπή ανέμου τον χτύπησε στο πρόσωπο έξω στο μπαλκόνι, εκεί ακριβώς που είδε την εικόνα της "Ιόλης" με τον άγνωστο άντρα.
"Πως σας φαίνεται;" η φωνή του μεσίτη τον επανέφερε απότομα στο τρέχον περιβάλλον. Γύρισε αμήχανα προς το μέρος του.
"Από πότε έχει να κατοικηθεί το σπίτι;" τον ρώτησε.
"Ω είναι κοντά χρόνος. Έμενε παλιά μια τετραμελής οικογένεια..."
"Καμία σχέση" σκέφτηκε από μέσα του ενώ ο μεσίτης συνέχισε:
"Θα σας έλεγα να το σκεφτείτε, έχω ένα ζευγάρι που το ζητά επίμονα και διαπραγματευόμαστε την τιμή. Πρόκειται να παντρευτούν βλέπετε και..."
Ο Έκτορας συνέχισε πάλι τις έντονες σκέψεις του. Επέστρεψε στο εσωτερικό του σπιτιού. Περπατώντας βρήκε μια ξύλινη σκάλα μπροστά του που οδηγούσε ψηλά στη σοφίτα.
"Μπορώ να ανέβω;" τον ρώτησε.
"Φυσικά!"
Πήρε τα σκαλιά προς τα πάνω. Μόνος του. Σε κάθε βήμα του άρχισε να νιώθει όλο και πιο παράξενα. Ήταν σκοτεινά και γύρω του κάποιες παράξενες μικρές αναλαμπές φωτός τον έκαναν να φοβηθεί. Καθώς έφτασε ψηλά στο τέρμα της σκάλας, μια παράξενη μυρωδιά έφτασε στη μύτη του. Ήταν πια στη σοφίτα. Πριν προλάβει να κάνει κάποιο βήμα, οι ήχοι δυνάμωσαν, ενώθηκαν με τριξίματα και σούρσιμο στο πάτωμα. Ανατρίχιασε σύγκορμος. Κάποιες σκιές άρχισαν να χορεύουν ολόγυρά του σαν ακατάληπτες ανθρώπινες μορφές. Σαν να πάλευαν, σε μια θανάσιμη αναμέτρηση. Οι λάμψεις μεγάλωσαν, τον τύφλωσαν σε ριπές δευτερολέπτων και οι συριγμοί του τσάκισαν το μυαλό. Πισωπάτησε τρομαγμένος και χτύπησε στην κάσα της πόρτας.
"Πάθατε τίποτα;" άκουσε τη φωνή του μεσίτη από κάτω.
"Όχι απλά κάπου σκόνταψα" απάντησε προσπαθώντας να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία του. Κατέβηκε. Έριξε μια ακόμα ματιά στο εσωτερικό και κάλεσε το μεσίτη να αποχωρήσουν.
"Σας ευχαριστώ πολύ!" του είπε καθώς αποχαιρετίστηκαν στην εξώπορτα. Έφυγε γεμάτος ερωτήματα, ανησυχία, ακόμα και φόβο για αυτά που ένιωσε μέσα στο παράξενο εκείνο σπίτι. Αδυνατούσε να δώσει μια εξήγηση σε όσα είχε δει από το τραίνο αλλά και σήμερα εκεί.
Ένας ακόμα εφιάλτης
Το βράδυ η νύχτα του ήταν ταραγμένη. Πνιγερή, απειλητική. Μέσα στον ύπνο του, στο σκοτάδι, ήρθαν πάλι εκείνες οι κυματιστές μορφές να τον ταράξουν. Να τον κάνουν να μην μπορεί να ανασάνει, να του φέρνουν πνιγμό στην αναπνοή και πόνο στο στήθος. Μόνο που ο εφιάλτης αυτή τη φορά έκανε ένα βήμα παραπάνω. Έγινε πιο σαφής. Οι ακαθόριστες ανθρώπινες μορφές έγιναν μία γυναίκα και ένας άντρας. Η γυναίκα ήταν η "Ιόλη" και ο άντρας ναι, έμοιαζε πολύ μ' αυτόν που είχε δει στο μπαλκόνι εκείνη τη μέρα. Μόνο που η γυναίκα πάλευε αυτή τη φορά να ξεφύγει από τα σφιχτά του χέρια, που είχαν τυλιχτεί γύρω απ' το λαιμό της. Ένιωθε την θανάσιμη αγωνία της, είχε κυριέψει απόλυτα και το δικό του κορμί, ο πανικός της είχε γίνει και δικός του, το μαρτυρικό της τέλος γινόταν και δικό του. Και την ύστατη στιγμή που άκουγε τα βογγητά της, πετάχτηκε και ο ίδιος, μια ακόμα φορά, κάθιδρος από το κρεβάτι έχοντας σαν τελευταίο εφιαλτικό αποτύπωμα, το σώμα της Ιόλης πεσμένο στο πάτωμα του σπιτιού, άψυχο νεκρό με τα μάτια της ορθάνοιχτα σε μια έκφραση τρόμου να κοιτούν γυάλινα το ταβάνι.
Σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτό το μαρτύριο.
"Νιώθω να με καλεί! Κάτι θέλει από μένα. Προσπαθεί να μου μιλήσει, να επικοινωνήσει μαζί μου. Που να είσαι άραγε Ιόλη; Τι σου έκανε αυτός ο άντρας εκείνη τη μέρα;"
Ανατρίχιασε στην ιδέα ότι θα μπορούσε να ήταν νεκρή, δολοφονημένη. Δεν το συζήτησε καθόλου μέσα του. Έπρεπε να κάνει κάτι πιο προχωρημένο στις αναζητήσεις του αυτή τη φορά.
Στο αστυνομικό τμήμα
Το επόμενο πρωινό τον βρήκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που ήταν το σπίτι. Το είχε επισκεφτεί και τη μέρα εκείνη που του έκλεψε την τσάντα στο τραίνο εκείνος ο νεαρός. Είχε πάει εκεί να υποβάλλει μήνυση. Ζήτησε να μιλήσει με τον αξιωματικό υπηρεσίας.
"Θα ήθελα παρακαλώ να κάνω την αναφορά μιας καταγγελίας" ξεκίνησε την ενημέρωσή του. Περιέγραψε αναλυτικά την εικόνα της "Ιόλης", το συγκεκριμένο σπίτι που την έβλεπε και τέλος το περιστατικό με τον άντρα. Ο αξιωματικός κατέγραφε την αναφορά του.
"Θα ήθελα σας παρακαλώ να ερευνήσετε. Έχω μια ανησυχία ότι η γυναίκα που σας αναφέρω κινδυνεύει. Ελπίζω μάλιστα να μην έχουμε φτάσει αργά" τους είπε.
"Φυσικά κύριε Βερνίκο θα το ερευνήσουμε. Βέβαια οφείλω να σας πω ότι, μέχρι σήμερα, στην περιοχή μας εδώ, δεν έχει αναφερθεί συγκεκριμένο περιστατικό βίας μήτε έχει καταγγελθεί κάποια εξαφάνιση" του απάντησαν.
"Πότε μπορώ να έρθω για νεώτερες πληροφορίες" ρώτησε.
"Περάστε τη Δευτέρα" του είπαν.
Αποχώρησε νιώθοντας ότι έχει κάνει κάτι καλύτερο από όσα είχε προσπαθήσει μέχρι τώρα.
Μια παράξενη συνάντηση
"Πίστευα ότι είχα κάνει το καλύτερο σε αυτήν την ιστορία αλλά πάντα κάτι μέσα μου, μού έλεγε πως υπάρχει κάτι ακόμα πιο προχωρημένο να δοκιμάσω. Αυτή η ιστορία πλέον χειραγωγούσε το μυαλό μου κυριολεκτικά. Έτσι αποφάσισα το βραδινό του Σαββάτου μου να το περάσω έξω από το σπίτι της "Ιόλης". Από βραδύς είχα πιάσει θέση σε ένα στενό από το οποίο μπορούσα να έχω έλεγχο της εισόδου του σπιτιού. Εμένα όσο μπορούσα αθέατος μέσα στο αυτοκίνητό μου. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το ότι στο σπίτι υπήρχαν ίχνη ζωής. Κάτι που έλειπε εντελώς στην πρώτη μου επίσκεψη με τον μεσίτη. Τα παραθυρόφυλλα στο μπαλκόνι ήταν ανοιχτά και το δωμάτιο έδειχνε φωτισμένο. Ποιος μπορούσε να ήταν μέσα σε ένα έρημο σπίτι; Πριν προλάβω να παίξω με τις σκέψεις του μυαλού μου, έγινε κάτι που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την έκπληξή μου. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα της εισόδου άνοιξε και από μέσα βγήκε η φιγούρα ενός άντρα. Ναι! Δεν έκανα λάθος! Ήταν η ίδια εκείνη φιγούρα της μοιραίας μέρας στο μπαλκόνι. Να λοιπόν που δεν ήμουν ...τρελός!
Η φιγούρα του άντρα απομακρύνθηκε γρήγορα στο δρόμο με σκυφτό το κεφάλι, μπήκε σε ένα αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω και ξεκίνησε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακολουθήσω! Για πρώτη φορά βρισκόμουν μπροστά σε κάτι χειροπιαστό και έπρεπε να πάρω απαντήσεις. Το αυτοκίνητο βγήκε στον εσωτερικό δρόμο της Κινέττας και τράβηξε προς τους Αγίους Θεοδώρους. Δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσω καθώς η κίνηση ήταν ελάχιστη. Σταμάτησε στην παραλία, στάθμευσε και κατέβηκε. Ακολούθησα πεζός χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια νέα έκπληξη με περίμενε στην είσοδο ενός παραλιακού μπαρ. Μια νεαρή γυναίκα πλησίασε τον άντρα που ακολουθούσα. Ναι, ήταν σαφές ότι είχαν ραντεβού κάτι που φάνηκε από τις ιδιαίτερα ζεστές χειρονομίες τους. Μάλιστα, λίγο πριν μπουν στο μαγαζί, σφράγισαν τον χαιρετισμό τους με ένα ένθερμο φιλί.
Ακολούθησα στο μαγαζί μαζί τους. Ένα όμορφο μπαρ με αρκετούς θαμώνες. Σάββατο βράδυ άλλωστε σε ένα παραλιακό όμορφο μέρος. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν στη μέγιστη κινητοποίησή τους. Έπρεπε να ακούσω μέρος από τον διάλογό τους. Λίγα πράγματα, δυστυχώς, αόριστες φράσεις ξεκομμένες. Όμως θα έμενα εκεί μέχρι το τέλος, είχα πωρωθεί εντελώς με αυτή τη συνάντηση χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω το λόγο. Πάλι κάτι μέσα μου φώναζε πως είναι σημαντική.
Το μαρτύριο της αναμονής μου δεν κράτησε πολύ. Το ζευγάρι βγήκε μετά από μία ώρα περίπου. Κινήθηκε κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου στην περίμετρο του μαγαζιού. Ήταν φανερό ότι, πριν αποχωριστούν, γύρευαν την απομόνωση. Σύρθηκα με την πλάτη στον τοίχο πίσω τους και ήμουν τυχερός γιατί έμειναν ακουμπισμένοι στον τοίχο δίπλα στη γωνία κάτι που μου έδινε το πλεονέκτημα να πλησιάσω και να ακούω. Το φιλί τους ήταν και πάλι ερωτικό αλλά εκείνο που έκοψε τα πόδια ήταν ο διάλογός τους που πλέον ακούγονταν καθαρά στα αυτιά μου
"Αγάπη μου δεν αντέχω πια να σε μοιράζομαι με εκείνη το καταλαβαίνεις;" ήταν ναι, η φωνή της νεαρής γυναίκας, η οποία συνέχισε:
"Από τότε που την παντρεύτηκες έχασα τον κόσμο γύρω μου, δεν αντέχω..."
"Ηρέμησε Ξένια! Το μαρτύριό μας τελειώνει σε λίγο. Όλα θα γίνουν όπως είπαμε, όπως τα σχεδιάσαμε!" της είπε εκείνος με μεγάλη ένταση.
"Πότε; Πότε επιτέλους; Δεν αντέχω στιγμή να σε νιώθω στην αγκαλιά της, δίπλα της. Τρελαίνομαι! Το καταλαβαίνεις;" τον ρώτησε με πάθος.
"Σύντομα! Πολύ σύντομα! Όλα είναι κανονισμένα και σχεδιασμένα. Να είσαι σίγουρη ότι και αυτό το τελευταίο εμπόδιο στη ζωή μας θα βγει απ' τη μέση..." της είπε με μάτι που γυάλιζε.
"Κυριολεκτικά αγάπη μου;" τον ρώτησε σε μια νιρβάνα αναμονής.
"Κυριολεκτικά! Κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα, όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Και εκείνη....θα αποτελεί μια θλιβερή ανάμνηση στις ζωές μας..."
Ο Έκτορας ένιωθε να χάνει κάθε έλεγχο με όσα άκουγε. Δεν ήταν ηλίθιος για να καταλάβει ότι μόλις πριν λίγο έγινε μάρτυρας μια προαναγγελίας ενός φόνου, μιας στυγερής δολοφονίας. Εκείνης! Της "Ιόλης" του. Απομνημόνευσε τις φιγούρες τους. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο πριν γίνει αντιληπτός, πράγμα που έκανε.
Στο γυρισμό ήταν ανάστατος. Η εικόνα που είδε στο μπαλκόνι ήταν σαφώς μια τέτοια κίνηση. Κάτι σαν πρώτο βήμα. Άρα δεν είχε λάθος; Αλλά; Τι ήταν αυτά που του είπαν για το άδειο σπίτι. Και πως μπορούσε να ταιριάξει όλο αυτό με όσα, με τα μάτια του είδε, στην επίσκεψή του εκεί. Έβαλε ένα ποτό στο σπίτι του και στη συνέχεια αρκετά ακόμα, ώσπου κάποια στιγμή έγειρε ζαλισμένος στον καναπέ με τον Μορφέα να κυριαρχεί πάνω του καθολικά.
Κοιμήθηκε αλλά αυτό δεν ήταν ύπνος. Ήταν ένα εφιαλτικό ταξίδι στις σκέψεις του. Ένα ταξίδι στο οποίο κυριαρχούσε η εικόνα της "Ιόλης" και εκείνου του άντρα. Κάπου μέσα στο σπίτι, τον είδε κάτι να βάζει στο ποτό της. Ένα μικρό γυάλινο μπουκαλάκι. Λίγες σταγόνες στο κρυστάλλινο ποτήρι, αυτό να γλιστρά στην τσέπη του σακακιού του. Ένα σκληρό χαμόγελο στο στόμα του. Ένα σφιγμένο πρόσωπο και ένα βλέμμα που έσταζε δόλο και θάνατο. Ύστερα την ίδια να παίρνει το ποτήρι στα χέρια της. Τα έβλεπε όλα αυτά μέσα σε ένα ασύμμετρο χώρο, χωρίς ισορροπία και χρώματα σκοτεινά. Προσπαθούσε να φωνάξει, να την ειδοποιήσει να μην το πιει. Όμως φωνή δεν έβγαινε από μέσα του. Τραντάζονταν ολάκερος από αγωνία να τρέξει γύρω της, να προσπαθεί-μάταια, να την αγγίξει, να πάρει το ποτήρι με το δηλητήριο μακριά της. Όμως δεν μπορούσε. Και όταν την είδε να υψώνει το ποτήρι στα χείλη της και το υγρό να είναι έτοιμο να κυλήσει στο στόμα της, έκανε την ύστατη προσπάθεια
"Μη!" ούρλιαξε μέσα στη νύχτα καθώς πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι. Το ουρλιαχτό του πρέπει να ήταν πολύ δυνατό και απελπισμένο απόλυτα.
(Η συνέχεια και το τέλος στο 3ο μέρος)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top