Το δρομολόγιο των 7:15 π.μ. (Μέρος 1ο)
Θρίλερ μυστηρίου
Ι.
"Πιστεύουμε ότι ο χρόνος είναι μια γραμμική κίνηση μονοσήμαντη μπροστά. Η αλληλουχία των γεγονότων, η ροή, η εξέλιξη, ακολουθεί πάντα την ίδια γραμμή. Έτσι κάπως δημιουργείται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Είναι όμως πάντα έτσι; Άραγε να υπάρχει κάτι που κάποια στιγμή μπορεί να σπάσει αυτήν την αλυσίδα;
Είμαι ο Έκτορας Βερνίκος, σαράντα τριών ετών. Εργένης στη ζωή. Όχι εκ πεποιθήσεως αλλά μάλλον από συγκυρίες. Όλα όσα θα σας αφηγηθώ ξεκίνησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό όταν μπήκα στον προαστιακό από τον σταθμό του Πύργου βασιλίσσης με κατεύθυνση τον νέο χώρο της δουλειάς μου στην Κόρινθο όπου είχα πρόσφατα μετατεθεί. Ήταν το δρομολόγιο των επτά και τέταρτο"
ΙΙ.
Ένας μήνας πριν, Φλεβάρης
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η ώρα ζύγωνε επτά το πρωί. Άφησε το αυτοκίνητο κοντά στον σταθμό του Πύργου βασιλίσσης. Δεν απείχε πολύ από το σπίτι του. Ο βοριάς εξακολουθούσε να είναι παγωμένος και ο Φλεβάρης διατηρούσε το απροσδόκητο κρύο που είχε σκεπάσει την Αττική αρκετά πριν τα Χριστούγεννα. Λες και εκείνο το πρώτο βαρύ χιόνι που είχε πέσει τις γιορτινές μέρες ήθελε να παρατείνει την παραμονή του στο ελεεινό άστυ της Αθήνας. Όπως πάντα όλα γύρω του είχαν τη γνώριμη εικόνα τους. Αγουροξυπνημένοι διαβάτες, νυσταγμένοι εργαζόμενοι, έσερναν τα πρώτα τους βήματα στον ερχομό της νέας μέρας. Όλα έδειχναν βουτηγμένα σε μια απελπισμένη ρουτίνα. Όχι όμως για τον ίδιο. Τον έλεγες άνετα καλοστεκούμενο και, γιατί όχι, γοητευτικό για τα χρόνια του. Σήμερα, για κάποιο λόγο, κρατούσε την κρεμαστή του δερμάτινη τσάντα στον ώμο με περισσότερη προσοχή. Ανέβηκε τις σκάλες και πήρε την κλασική του θέση στην αποβάθρα του σταθμού στο μπροστινό μέρος περιμένοντας το συρμό του προαστιακού. Μια τελευταία ματιά στο ρολόι του και ο συρμός στο βάθος που έφτανε στην ώρα του. Μπήκε στο βαγόνι, βρήκε τη θέση του και κάθισε. Κάθε άλλη του σκέψη αποτραβήχτηκε διωγμένη στην άκρη του θυμικού του. Παρά το ότι μέχρι την Κινέττα είχε πολύ καιρό μπροστά του, δεν κρατιόταν. Άνοιξε την τσάντα και έβγαλε μια μικρή ψηφιακή μηχανή. Ο Δημήτρης, ο συνάδελφός του, ήταν σίγουρος ότι αποτελούσε το καλύτερο εργαλείο για την περίπτωσή του. Αυτός ήταν και ο λόγος που του την δάνεισε εκείνη τη μέρα για να κάνει τη δουλειά του. Μάλλον καλύτερα αυτό που είχε στο νου του.
Αφέθηκε για λίγο στις εικόνες που έφταναν από έξω στο εσωτερικό του συρμού. Εικόνες όμως που δεν μπορούσαν να διώξουν με τίποτα τη μορφή της! Ειδικότερα όσο πλησίαζε στον σταθμό της Κινέττας. Στο μεσοδιάστημα Κινέττα-Άγιοι Θεόδωροι. Ήθελε να έχει κάτι δικό της. Κάτι αναμνηστικό να του κρατά συντροφιά στις μοναχικές ώρες της μέρας του. Μια φωτογραφία της ναι! Γιατί όχι! Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κρατούσε το πέρασμα της μορφής της από το παράθυρο του βαγονιού, δεν του αρκούσαν πια. Έψαχνε τρόπο να πάρει μια φωτογραφία της αλλά τεχνικά έπρεπε να είχε κάποιο μέσο που θα μπορούσε να τραβήξει τέτοια καρέ καθαρά με την ταχύτητα του τραίνου. Και ο Δημήτρης ήταν εκείνος που έδωσε λύση στην αναζήτησή του. Τού έδειξε τον τρόπο της συγκεκριμένης λειτουργίας, έκανε και εκείνος αρκετές πρόβες και σήμερα ήταν έτοιμος για να κάνει τη μορφή της εικόνα.
Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβαζαν στροφές καθώς το τραίνο πλησίαζε στα Μέγαρα. Σηκώθηκε όρθιος, κινήθηκε προς το παράθυρο, τράβηξε τη μηχανή, έριξε μια ματιά στους συνεπιβάτες του χώρου. Δεν έδειχναν διάθεση να ασχοληθούν μαζί του και ένιωθε πιο άνετα. Μέγαρα! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Το τραίνο ξεκίνησε. Η γραμμή των σπιτιών προς την πλευρά του βουνού ήδη φάνηκε. Η μηχανή πήρε την κατάλληλη θέση στα μάτια του και το δάχτυλό του στο κλείστρο. Έτοιμος! Ναι! Νάτο! Το όμορφο αρχοντικό σπίτι της. Και εκείνη! Ω ναι εκείνη πάλι εκεί, στο γνώριμο σημείο της. Τόσο κοντά και τόσο μακριά του μαζί. Η μηχανή ευθυγραμμίστηκε στην πορεία του σπιτιού. Το δάχτυλό του πάτησε το κουμπί και ο γνώριμος ήχος από τις συνεχείς λήψεις σε καρέ ξεκίνησε, για να φέρει τη μορφή της Ιόλης στη μνήμη της συσκευής και αργότερα στη δική του με τελικό προορισμό την καρδιά του.
Γεμάτος ανακούφιση έμεινε να κοιτά χαλαρός έξω την ανοιχτή φύση. Έβαλε τη μηχανή στην τσάντα που κρέμονταν στον ώμο του. Το τραίνο διολίσθησε στην αποβάθρα του σταθμού των Αγίων Θεοδώρων. Οι πόρτες άνοιξαν. Ο Έκτορας ένιωσε απότομα το τράνταγμα πίσω του έντονο αλλά ήταν αργά για να αντιδράσει στον νεαρό άντρα που βούτηξε την τελευταία στιγμή στην αποβάθρα λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Μόνο που ο νεαρός έσερνε στα χέρια του και την τσάντα του, αφήνοντας τον Έκτορα να διαπιστώνει έντρομος ότι έλειπε από τον ώμο του. Η τσάντα του! Και μαζί μ' αυτήν η φωτογραφική μηχανή με τη μορφή της βαθιά σφαλισμένη στη μνήμη της.
ΙΙΙ. Δύο μήνες πριν, Γενάρης
Ο Γενάρης έδειχνε τα δόντια του για τα καλά. Δεν ήταν και το πιο συνηθισμένο για την Αθήνα να βαστάει το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Το είχε ζήσει όμως η πόλη και αυτό. Ένα πανέμορφο, μαγικό θα έλεγε κανείς, λευκό πέπλο αγκάλιαζε τα πάντα εδώ και μέρες. Δίνοντας γαλήνη και ομορφιά σε μια εχθρική, για τους ανθρώπους της, πόλη. Ο Έκτορας ζούσε τη δική του ταραχή στην επαγγελματική του ζωή καθώς οι γιορτές των Χριστουγέννων τον βρήκαν με μετάθεση στην Κόρινθο. Έτσι ο προαστιακός έγινε το καθημερινό μέσο στην μετακίνησή του. Ζούσε μόνος εντελώς από τότε που έχασε και την μητέρα του. Προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του στην νέα του διαδρομή.
Ο καιρός του Γενάρη να επιβεβαιώσει την κλασική παροιμία για τον περιβόητο θυμό του. Ο Χειμώνας αυτός ήρθε απρόσμενα βαρύς στην Αθήνα. Το λευκό του χιονιού είχε κάνει αισθητή την παρουσία του τον τελευταίο καιρό. Άπλωσε την ομορφιά του στην πόλη και στη φύση ολόγυρα. Ένα λευκό πέπλο που έφερνε ένα παράξενο κύμα γαλήνης σε όλους. Είχε ήδη πλέον προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της μετακίνησής του. Είχε τσεκάρει τα δρομολόγια του προαστιακού, είχε μελετήσει τους χρόνους και έτσι πλέον η πρωινή του μετάβαση στη δουλειά είχε μπει σε τακτικό πρόγραμμα. Το δρομολόγιο στο οποίο εστίαζε πάντα, για την αναχώρησή του, ήταν αυτό των επτά και τέταρτο από το σταθμό. Προορισμός του η Κόρινθος.
Στο διάστημα της μετάβασης στην Κόρινθο είχε την ευκαιρία να χαίρεται έξω την εικόνα της φύσης. Όλα ήταν τυλιγμένα στο λευκό χιόνι. Η πόλη είχε πάρει ένα εντελώς διαφορετικό χρώμα. Αυτό το παραμυθένιο που τόσο έλειπε από τη ζωή των κατοίκων της. Στήριξε το κεφάλι του ανέμελα στο μεγάλο παράθυρο και άφησε το βλέμμα του να αποτυπώνει τις εικόνες που πλέον είχαν γεμίσει φυσικά τοπία καθώς το τραίνο είχε βγει από τον αστικό ιστό. Ο ορεινός όγκος από τα Γεράνεια ήταν κατάλευκος και πυκνό χιόνι κάλυπτε τα πάντα. Από την ακτογραμμή μέχρι ψηλά στα βουνά. Τα δέντρα, δεξιά και αριστερά ήταν σαν ντυμένες νύφες που έστεκαν καμαρωτές κάτω από το μουντό ουρανό της μέρας. Όπως και τα σπίτια. Το τραίνο σταμάτησε στην Κινέττα και ξεκίνησε. Τώρα μπορούσε να βλέπει πιο καθαρά. Στα δεξιά του συρμού, πολλά όμορφα σπίτια φάνταζαν στολισμένα στο χιόνι. Το πρώτο σπίτι της σειράς, ένα μεγάλο παραδοσιακό με ξύλινη στέγη. Πόσο όμορφο.
Μα... στο οπτικό του πεδίο μπήκε η μορφή μιας γυναίκας που έστεκε στο μπαλκόνι του. Στο σημείο αυτό το τραίνο δεν είχε ακόμα επιταχύνει τόσο και έτσι μπόρεσε να διακρίνει στη μορφή της μια γυναικεία φιγούρα νεαρή και όμορφη. Ακουμπούσε τα δύο της χέρια στα κάγκελα του μπαλκονιού. Δεν μπόρεσε να δει κάτι άλλο.
"Όλο αυτό θα το θεωρούσα ένα απλό τυχαίο περιστατικό χωρίς σημασία. Όμως την επόμενη μέρα, μέσα από τον συρμό του ίδιου δρομολογίου, είδα πάλι ξανά τη μορφή εκείνης της γυναίκας. Τι παράξενο! Έμενε στην ίδια θέση και πάντα το βλέμμα της έστεκε ίσια μπροστά. Το ίδιο έγινε και την ημέρα που ακολούθησε. Μάλιστα αυτή τη φορά, το βλέμμα της, κατά ένα παράξενο τρόπο, συνάντησε το δικό μου μέσα στο βαγόνι! Λες και κάτι της τράβηξε την προσοχή. Ήταν όμορφη. Εκφραστική. Κάθε εργάσιμη μέρα, ήταν εκεί. Λες και με περίμενε! Και κάθε φορά ένιωθα την ίδια ανεκπλήρωτη αίσθηση μέσα μου ότι δεν μπόρεσα, στις στιγμές αυτές, να δω περισσότερα χαρακτηριστικά της.
Το σπίτι εκείνο, άρχισε σιγά-σιγά να εδραιώνεται για τα καλά στο μυαλό μου. Και μέσα σε αυτό, η μορφή της! Ήταν ένα ραντεβού που κρατούσε λίγα δευτερόλεπτα, ικανά όμως να γεννήσουν μέσα μου μια τέτοια εμμονή στην οποία παραδόθηκα ανηλεώς. Άρχισαν να περιμένω, πως και πως, αυτή τη συνάντηση. Η οντότητά της μεγάλωνε μέσα μου συνεχώς. Τα χαρακτηριστικά της έγιναν οικεία για μένα και όσα δεν προλάβαινα να δω, τα έπλασα μόνος μου στη συνέχεια. Την σκεφτόμουν συνεχώς. Σχεδόν κάθε στιγμή. Το χαμόγελό της! Ναι, το χαμόγελό της! Δεν έκανα λάθος! Δεν μπορούσα να κάνω λάθος. Την είδα να μου χαμογελά! Μπορεί να ήταν μέτρα μακριά μου αλλά με είδε!
Η νεαρή εκείνη γυναίκα, που θα έπρεπε να είναι εκεί γύρω στα τριάντα πέντε, κυριάρχησε εντελώς στη ζωή μου. Έγινε για μένα μια εμμονή. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι έπρεπε να της δώσω ένα όνομα, ναι, γιατί όχι; Ήθελα στις μοναχικές μου στιγμές να συνομιλώ μαζί της, να μοιράζομαι σκέψεις και συζητήσεις. Έτσι ήρθε στη ζωή μου η Ιόλη! Γέμισε το κενό μου, την μοναξιά. Αλλά, πέρα από αυτά, ένιωθα ότι όλο αυτό δεν έγινε τυχαία. Κάποιος λόγος το όρισε, κάποια αιτία το δημιούργησε. Η αίσθηση ότι, αυτή η γυναίκα, κάτι ήθελε να μου πει, μεγάλωνε μέσα μου. Δεν άργησα να πάρω απάντηση σε αυτό καθώς ποτέ μου δεν υπολόγιζα ότι όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν τόσο δραματικά σε μια μόνο μέρα"
IV. Στον τρέχοντα χρόνο
"Η κλοπή της τσάντας μου μέσα στο τραίνο, κάτω απ' τις συνθήκες που έγινε, ήταν κάτι που μου είχε προκαλέσει πολύ μεγάλο εκνευρισμό. Ο δράστης είχε χαθεί μέσα στο πλήθος της αποβάθρας. Και μαζί του χάθηκε η φωτογραφική μηχανή με την εικόνα εκείνης, της Ιόλης! Φυσικά έκανα καταγγελία στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και όλα τα περαιτέρω. Ευτυχώς στη τσάντα δεν είχα τίποτα από τα προσωπικά μου έγγραφα. Όμως οι δικές της εικόνες είχαν κάνει φτερά. Αλλά, όλο αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που ακολούθησε. Κάτι που ανέτρεψε τα πάντα. Λίγες μέρες μετά"
Ο Έκτορας ήταν πάλι μέσα στον ίδιο συρμό, στο γνωστό του δρομολόγιο. Η σκέψη του ήταν στην "Ιόλη". Ήθελε να απολογηθεί που δεν ήταν προσεκτικός να προστατεύσει την τσάντα του και μαζί μ' αυτήν, τις φωτογραφίες που την είχε τραβήξει. Ήταν έτοιμος να της τα "πει" όλα αυτά στα δευτερόλεπτα που θα διαρκούσε η "συνάντησή" τους. Το τραίνο βγήκε απ' την Κινέττα, το σπίτι απέναντι μπήκε στο οπτικό του πεδίο. Η "Ιόλη"; Το χαμόγελο χάθηκε μονομιάς απ' το πρόσωπο του Έκτορα. Δεν έκανε λάθος! Στο μπαλκόνι της ήταν εκεί! Μόνο που δεν ήταν μόνη. Και τίποτα δεν έμοιαζε με την συνηθισμένη εικόνα που αντίκριζε. Ένας άντρας έστεκε απέναντί της, σχεδόν εξ επαφής! Κινήθηκε με βία προς το μέρος της και τα χέρια του τυλίχτηκαν στο λαιμό της.
Ο Έκτορας κυριεύτηκε από πανικό και αγωνία. Κινήθηκε γρήγορα προς το επόμενο παράθυρο του σαλονιού για να μην χάσει τη σκηνή απ΄ το οπτικό του πεδίο. Το τραίνο επιτάχυνε, τα χέρια του άντρα έσφιγγαν όλο και περισσότερο την "Ιόλη" και εκείνος έτρεχε πλέον κατά μήκος του συρμού, εσωτερικά, για να προλάβει να διατηρήσει επαφή με το βλέμμα του. Έσπρωχνε τους επιβάτες με την αγωνία να τον τρελαίνει. Ώσπου το τραίνο πια έφυγε εντελώς από το σημείο.
"Ποιος να ήταν άραγε αυτός που απειλούσε να την πνίξει. Θεέ μου! Κινδυνεύει; Τι της ήταν αυτός ο άντρας;"
Ο Έκτορας ένιωθε να πνίγεται αλλά τα λογικά αντανακλαστικά της σκέψης του, τον οδήγησαν σε δεύτερες ψύχραιμες προσεγγίσεις.
"Μπορεί να ήταν κάποιος συγγενής... ίσως κάποια σχέση της;" Αυτό το τελευταίο το είπε με τη ζήλια να έρπει στο μυαλό του δηλητηριάζοντάς τον. Η απάντηση ήρθε το επόμενο πρωί που ο Έκτορας το περίμενε με ακραία αγωνία. Το τραίνο προσέγγισε το σημείο, όπως πάντα. Όμως! Η "Ιόλη" έλειπε! Το μπαλκόνι ήταν έρημο. Και οι παλμοί της καρδιάς του έφτασαν σε οριακά σημεία που τον ανάγκασαν να σωριαστεί στο κάθισμα του τραίνου.
"Ήταν κάτι που δεν περίμενα να ζήσω! Κάτι που πλέον δεν ήξερα να διαχειριστώ! Τι μου ήταν εμένα αυτή η άγνωστη γυναίκα για να νοιαστώ με τέτοιο τρόπο; Τι ήξερα για τη ζωή της, για τους ανθρώπους της; Όμως απ' την άλλη, καμία από αυτές τις όντως λογικές σκέψεις δεν στάθηκε ικανή να με γαληνέψει. Πόσο μάλλον όταν και την επόμενη μέρα ήταν απούσα. Όπως και την μεθεπόμενη. Και όλες τις μέρες που ακολούθησαν. Η Ιόλη δεν ήταν εκεί! Το μπαλκόνι ήταν άδειο και το σπίτι έδειχνε έρημο, κλειστό. Και εγώ να νιώθω να πνίγομαι από ένα παράξενο συναίσθημα, που δεν μπορούσα να εξηγήσω"
Το δρομολόγιο των επτά και τέταρτο έπαιρνε, κάθε εργάσιμη μέρα τον Έκτορα για τον προορισμό του, όμως η απουσία εκείνης της γυναίκας τον οδηγούσε κάθε μέρα και πιο πολύ σε μια νευρωτική κατάσταση αλλοπρόσαλλη.
Ο χώρος που βρέθηκε του ήταν άγνωστος. Ένα μεγάλο παραδοσιακό σπίτι γεμάτο διαδρόμους και δωμάτια. Όλα όμως γύρω του ήταν γκρίζα, ασαφή, τρομακτικά. Ένιωθε τον εαυτό του να κινείται σε ένα χώρο χωρίς ισορροπία και λογική. Οι γωνίες, το έδαφος, οι τοίχοι, έπαιρναν συνεχώς έντονες κλίσεις λες και βρισκόταν σε κάποιο πλεούμενο σε στιγμή θαλασσοταραχής. Κάτι τον βασάνιζε, κάτι μακρινό αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει την προέλευσή του. Ώσπου κάπου στο βάθος, ένας ήχος, κάτι σαν φωνή, σαν κάλεσμα. Που ερχόταν παραμορφωμένο στα αυτιά του. Έτρεξε να βρει το σημείο. Με την αγωνία του να φουντώνει όλο και πιο πολύ. Μέχρι που η φωνή καθάρισε, έγινε πιο σαφής.
"Βοήθησέ με! Σώσε με! Είμαι εδώ!"
Ναι ήταν η φωνή της! Το δικό της κάλεσμα. Έτρεξε μέσα στο ημίφως, σκόνταψε, έπεσε, σηκώθηκε, πλησίαζε όλο και πιο πολύ τη φωνή, μπήκε σε ένα δωμάτιο παραμορφωμένο και στο βάθος ναι, την είδε, όχι μόνη! Τα χέρια ενός άντρα ήταν τυλιγμένα με μανία στο λαιμό της και τα μάτια της έχασκαν με τρόμο και ικεσία μπροστά στα δικά του.
Πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι του καθώς ο εφιάλτης έφυγε όπως ακριβώς ήρθε. Αφήνοντάς τον τρομαγμένο, ανήσυχο, μουσκεμένο στον ιδρώτα της αγωνίας.
"Όχι αυτή τη φορά δεν θα σε αφήσω! Το νιώθω, κινδυνεύεις! Κάτι προσπαθείς να μου πεις και εγώ πρέπει να ανταποκριθώ. Ναι Ιόλη! Αύριο είναι μια άλλη μέρα"
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top