Το βλέμμα στην όχθη του ποταμού

(Δράμα)

Ο Δημήτρης, θα βρεθεί ξανά, ύστερα από χρόνια, στην όχθη ενός ποταμού στην είσοδο μιας πόλης. Στο ίδιο σημείο, που κάποτε, ένα τραγικό γεγονός, σημάδεψε τη ζωή του. Τι θα συναντήσει άραγε εκεί; Πόσα έχουν αλλάξει από τότε;

Η Βροχή έπεφτε δυνατή και μονότονη στο προχωρημένο της νύχτας. Ένα μουχλιασμένο Σαββατόβραδο του χειμώνα. Οι ριπές του αέρα έφερναν το νερό στο προστατευτικό τζάμι από το κράνος του. Η Μοτοσυκλέτα κυλούσε αέρινη πάνω στην μουσκεμένη άσφαλτο. Οι εικόνες δίπλα του πέρναγαν σαν γρήγορα κινηματογραφικά καρέ. Ο μεγάλος δρόμος που οδηγούσε στην είσοδο της πόλης έφτανε στο τέλος του. Απέναντί του έστεκε το ποτάμι. Οχλαγογούσε ανταριασμένο και αυτό κάτω από την νυχτερινή βροχή. Έστεκε εκεί φυσικό σύνορο στον επισκέπτη της πόλης.

Ένιωθε ήδη παράξενα. Οι παλμοί της καρδιάς του άρχισαν να ανεβαίνουν σιγά-σιγά. Μετρίασε την ταχύτητα της μηχανής και έτσι ρολάριζε αργά μέχρι που έφτασε στο τέρμα. Σταμάτησε. Μπροστά του λίγα μέτρα πιο εκεί η μεγάλη σιδερένια πεζογέφυρα που οδηγούσε στην αντίπερα όχθη. Οδήγησε την μοτοσυκλέτα κάτω από έναν προστατευόμενο χώρο στάθμευσης. Κατέβηκε. Την ασφάλισε και έριξε μια ματιά ολόγυρα. Το προχωρημένο της νύχτας βοηθούσε έτσι ώστε η κίνηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Πριν πατήσει τη γέφυρα το βλέμμα του έμεινε εκεί στην όχθη του ποταμού. Οι μνήμες έσφιξαν την καρδιά του. Ο χρόνος τον πήρε απ το χέρι και τον έσυρε αρκετά χρόνια πίσω. Εκείνο το μοιραίο βράδυ. Ένα βράδυ που έμοιαζε πολύ με το αποψινό. Στα εικοσιοκτώ του χρόνια. Ο καιρός και εκείνη τη νύχτα ήταν μουντός. Δεν έβρεχε όπως απόψε αλλά όλα έδειχναν ότι η καταιγίδα ζύγωνε απ τον Νοτιά. Επιτάχυνε τα βήματά του θέλοντας να προλάβει. Το σπίτι του ήταν πέρα απ τη γέφυρα του ποταμού ψηλά προς τα Βόρεια.

Και κάπου εκεί η ηρεμία της νύχτας έδωσε τη θέση της στην αγωνία, τον τρόμο και την απειλή. Λίγα μέτρα πιο πέρα στην όχθη του ποταμού, εκεί ανάμεσα στο μικρό δάσος που απλώνονταν στην όχθη του, δύο σκιές ήταν μπλεγμένες σε ένα αγωνιώδες σύμπλεγμα ζωής και θανάτου. Ξαφνιάστηκε. Τίποτα δεν έδειχνε ότι αυτό που ξεχώριζε στο βλέμμα του ήταν φυσιολογικό. Μια γυναικεία σκιά πρέπει να ήταν αυτή που γινόταν κουβάρι στα χέρια ενός άντρα. Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.

Τότε την είδε στο σκοτάδι! Με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Στα λυσσασμένα του χέρια. Να την τραβολογά ξεσκίζοντας τα ρούχα της. Εκείνη πάλευε να απαλλαγεί από αυτόν. Την είχε ρίξει στο χορτάρι και προσπαθούσε να την βιάσει πνίγοντάς την με τα χέρια του.

Εκείνη! Την πρώτη και μοναδική αγάπη των εφηβικών του χρόνων. Η ανάσα της ψυχορραγούσε κάτω απ' τη αλαζονεία του πλούτου και της επωνυμίας του. Εκείνη! Η Θεά των ονείρων του.

"Φαίη!" Ακούστηκε η φωνή του σαν κραυγή απόγνωσης μέσα στη νύχτα. Είχε ήδη ξεκινήσει να τρέχει προς το μέρος τους με τα μάτια του να καίνε από οργή και πάθος.

"Άφησέ την!" Βγήκε απ τα σπλάχνα του κάτι σαν βρυχηθμός καθώς οι δρασκελιές του μηδένισαν την απόσταση από τον νεαρό άντρα που πλέον άφηνε την νεαρή γυναίκα αντιλαμβανόμενος ότι έχει κάτι άλλο να αντιμετωπίσει.

Η όχθη του ποταμού έγινε ένα ανεξέλεγκτο πεδίο μάχης μεταξύ τους. Κυλίστηκαν στο χώμα, πάλεψαν, χτυπήθηκαν. Ο επίδοξος βιαστής όχι μόνο δεν έφυγε αλλά έγινε πιο επιθετικός εναντίον του ίσως λυσσομανώντας από την απώλεια της μέχρι τώρα λείας του. Αντάλλασαν χτυπήματα, μάτωσαν. Η κάμα του μαχαιριού του άλλου έλαμψε στο φεγγαρόφωτο. Η νεαρή κοπέλα έβγαλε κάποια στιγμή μια πνιχτή στριγγλιά καθώς εκεί δίπλα άπραγος θεατής της θανάσιμης πια μάχης είδε το μαχαίρι του επίδοξου βιαστή της να υψώνεται απειλητικό στο στήθος του απρόσμενου συμπαραστάτη της. Το είδε να λάμπει στο φως του δρόμου. Είδε και τον άλλον να αρπάζει το οπλισμένο χέρι του. Ακολούθησαν κάποια λεπτά που το οπλισμένο χέρι πηγαινοέρχονταν στον αέρα απ τη σωματική πάλη. Κάποια στιγμή οι δύο άντρες κυλίστηκαν κάτω και τότε, το φονικό μαχαίρι βυθίστηκε στο κορμί του κατόχου του. Έμεινε κάτω να σφαδάζει για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι που έμεινε ασάλευτος, νεκρός, με τα μάτια ορθάνοιχτα στο σκοτάδι.

Εκείνη ζάρωσε απ τον τρόμο.

"Είναι νεκρός! Θεέ μου," ψέλλισε φοβισμένη μέσα σε απόγνωση.

Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Προσπαθούσε να γεμίσει την ανάσα του αλλά και μια βαθιά πληγή από το μαχαίρι του άλλου. Στάθηκε στα πόδια του. Έριξε μια ματιά ολόγυρα σαν να προσπαθούσε να δει.

"Φύγε Φαίη! Φύγε τώρα, σε είδε κανείς μαζί του;"

"Όχι..." Απάντησε ξεψυχισμένα, "Τι θες να πεις να φύγω;"

"Φύγε σου είπα! Δεν ξέρεις, δεν είδες τίποτα, ποτέ! Μ' ακούς; φύγε" ούρλιαξε δακρυσμένος.

Πισωπάτησε σαν δαρμένο σκυλί, πήγε να του απλώσει το χέρι της.

"Δημήτρη....τι λες;"

"Αυτό που σου είπα! Θα μπλέξεις. Θα μείνω εγώ εδώ.."

"Εσύ"

"Ναι εγώ, θα πω ότι μου ρίχτηκε, και πάνω στον καβγά έγινε το κακό..."

"Μα γιατί να πληρώσεις εσύ Δημήτρη;"

Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Ένα βλέμμα τόσο εκφραστικό που φάνηκε τόσο παράξενο στο φως της αστραπής που τάραξε τον ουρανό.

"Γιατί σ΄αγαπώ Φαίη, γιατί.... Γιατί ίσως να μην καταλάβεις ποτέ!"

Πήγε κάτι να του πει, την έσπρωξε σχεδόν.

"Φύγε και κάνε όπως σου είπα για το Θεό!"

Να, σαν να 'ναι τώρα. Αυτή ακριβώς η στιγμή. Όπως τότε. Τα μάτια της μνήμης την βλέπουν να χάνεται πέρα στη σιδερένια γέφυρα, στην άλλη όχθη του ποταμού.

"Φαίη!"

*******************************************

Ένας δυνατός κεραυνός έφερνε την μπόρα όλο και κοντύτερα. Άνοιξε την Ομπρέλα του. Η βροχή δυνάμωνε. Τράβηξε το βλέμμα του από εκείνη τη μοιραία όχθη και άρχισε να περπατά ίσια μπροστά. Πέρναγε πια πάνω απ τη γέφυρα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα έμοιαζαν ίδια, όπως τότε εκείνο το βράδυ. Τα βήματά του ηχούσαν παράξενα στο μεταλλικό δάπεδο της γέφυρας. Κάτω απ τα πόδια του το ποτάμι φούσκωνε ανταριασμένο.

Οι μνήμες του γίνηκαν σκέψεις...

Εννέα χρόνια! Φυλακή, απομόνωση, λησμονιά. Ειδικά αυτό το τελευταίο τον τσάκισε. Το πήρε πάνω του. Οι Δικηγόροι της πλούσιας οικογένειας του επίδοξου νεκρού βιαστή είχαν τη δύναμη να πείσουν τους δικαστές. Η δική του υπερασπιστική γραμμή της νόμιμης άμυνας δεν κατάφερε να περάσει. Οι διασυνδέσεις των άλλων βλέπεις.

Φόνος.

Για εκείνην! Τη Θεά του, την αγάπη των νεανικών του χρόνων.

Πως πέρασαν εννέα χρόνια. Μια μικρή ζωή που, έγινε απέραντη στο κελί μιας φυλακής. Με ότι αυτό σήμαινε στις προσωπικές του στιγμές, στη διαδρομή, στο μέλλον του. Οχυρώθηκε πίσω από την προσωπικότητά του, από τα συναισθήματά του. Κράτησε τις ελπίδες του ζωντανές κάτι που τον βοήθησε να βγει από εκεί με διαχειρίσιμο κόστος. Όμως, όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι της ζωής του είχε μείνει στα σίδερα. Στην προσμονή.

Λίγα μέτρα τον χώριζαν από την άλλη όχθη του ποταμού. Στο βάθος τα σπίτια της πόλης λουσμένα στην αντάρα της ομίχλης. Σαν το δικό του αύριο. Όλα θολά. Η άλλη πλευρά της όχθης. Το πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο θαρρείς.

Περίμενε πως θα την ξαναδεί στη φυλακή. Η Φαίη ήρθε, όλες κι όλες, δύο φορές. Στην αρχή. Ύστερα την περίμενε, μάταια όμως. Παρ' όλα αυτά η μορφή της πάντα έμενε σαν ζωγραφιά στον τοίχο της φυλακής του και μερικές φορές κάποιες νύχτες σαν να την έβλεπε να στέκεται αχνοφωτισμένη έξω από τα κάγκελα.

Τι γύρευε άραγε απόψε στον γυρισμό του; Τι προσδοκούσε; Γιατί η καρδιά του άρχισε να φτερουγίζει; Έμαθε για εκείνην κάποια στιγμή. Αντέδρασε με μια επιβλητική αξιοπρέπεια αλλά και κατανόηση. Σαν να έκλεισε μέσα του τις εικόνες μιας ζωής, τα εφηβικά και νεανικά ερωτικά σκιρτήματα που ένιωθε σαν την έβλεπε. Στον ανεκπλήρωτο πόθο που βίωνε σαν το κορμί της διέσχιζε τη γέφυρα του ποταμού. Σκέφτηκε ψυχρά, λογικά. Όχι για εκείνον μα για τη γυναίκα που αγαπούσε. Ποιο μέλλον θα μπορούσε να της χαρίσει.

Είχε πια περάσει τη γέφυρα του ποταμού. Με τη βροχή σταθερά να πέφτει δυνατά τα βήματά του τον είχαν πια φέρει στην αντικρινή συνοικία. Στην παλιά της γειτονιά. Στο πατρικό της. Όλα ήταν έρημα. Ελάχιστοι ξεχασμένοι διαβάτες έτρεχαν βιαστικοί μην τους βρει η μπόρα. Προχώρησε αρκετά. Βάδιζε έναν ανηφορικό δρόμο. Όπως τότε! Στα νεανικά του χρόνια. Είδε τον εαυτό του στα δεκαεπτά του να περνά πάνω κάτω αυτήν την ανηφοριά με τα μάτια του καρφωμένα στο μπαλκόνι. Προσπαθούσε να την δει να προβάλλει. Έτσι για να μείνει λίγο εκεί κάτω από το πεύκο, αθέατος, στα κρυφά, για να την δει. Να γεμίσει το βλέμμα του με την ομορφιά της. Να γλυκάνει την καρδιά του με την παρουσία της.

Έψαξε με τα μάτια του το πεύκο. Μάταια. Εκεί στην άκρη του δρόμου, εκεί που το κορμί του έγερνε κουρασμένο στον κορμό του, έστεκε τώρα μια μεγάλη σιδερένια πινακίδα διαφήμισης. Κάποια πράγματα είχαν τελικά αλλάξει. Χαμογέλασε λίγο νοσταλγικά και αργά-αργά σήκωσε το κεφάλι του, όπως τότε, απέναντι. Το παλιό πατρικό της σπίτι είχε πια μεγαλώσει. Πλησίασε για τα καλά. Ξαφνικά η ανάσα του κόπηκε όταν στα σκαλιά της εισόδου, είδε έναν άντρα κρατώντας απ το χέρι δύο μικρά παιδιά να ανεβαίνει τα σκαλιά. Πέρασαν το πλατύσκαλο και μπήκαν σε μια στεγασμένο αίθριο. Έμενε εκεί ασάλευτος με βλέμμα παγωμένο. Δεν είχε αυταπάτες όλον αυτόν τον καιρό στο ότι η παλιά του λατρεμένη θα είχε κάνει τη δική της οικογένεια. Άλλωστε ήταν κάτι που έμαθε στη φυλακή. Μπορεί να το ένιωσε σαν μαχαιριά, σαν να κρεμόταν κάπου στο κενό. Αλλά το θεώρησε λογικό. Όμως παρ όλα αυτά, ποτέ δεν υπολόγιζε πως αυτές οι στιγμές τώρα θα σήκωναν τέτοια συγκίνηση. Σαν να του ερχόταν κάτι αναπάντεχο. Αλλιώς ορίζει ο στοχασμός στη ζωή κι αλλιώς το συναίσθημα.

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μια γυναικεία φιγούρα φάνηκε στο κατώφλι. Ήταν εκείνη! Μπορούσε να διακρίνει τη μορφή της λίγο. Υποδέχτηκε τον άντρα με τα δύο παιδιά, οι οποίοι άφησαν κάτι έξω και μπήκαν βιαστικά στο σπίτι. Και τότε, ναι τότε, είδε τη γυναίκα να γυρίζει τυχαία προς το μέρος του και να μένει εκεί ασάλευτη. Εννιά ολάκερα χρόνια μετά είδε το βλέμμα της να αγγίζει ξανά το δικό του. Σαν φωτιά!

"Φαίη"

Έμεναν αρκετά μέτρα απέναντι ο ένας απ τον άλλον. Σαν να τους χώριζαν δύο ολάκεροι κόσμοι. Δύο ζευγάρια μάτια ασάλευτα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Σαν να πάγωσαν όλα. Ζωή, αναμνήσεις, εικόνες, βιώματα. Λες και τα δύο σώματα έδιναν μάχη με την αδράνεια. Να κινηθούν; Να αντιδράσουν;

Φαίη...

Το άνοιγμα της πόρτας πίσω της την έκανε να αποστρέψει το βλέμμα της από εκείνον. Είδε τα αντρικά χέρια να την αγκαλιάζουν και να την καλούν να μπει μέσα. Εκείνη, του έριξε μια φευγαλαία ματιά και γύρισε την πλάτη της μπαίνοντας με τον άντρα της στο σπίτι. Τότε και μόνο τότε τα δικά του δάκρυσαν καθώς τράβηξε το βλέμμα του αργά. Το πρόσωπό του έσκυψε προς τα κάτω αργά και τα βήματά του κινήθηκαν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής.

Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του ξανά. Σαν τη γυναίκα του Λωτ φοβήθηκε μην παραμείνει εκεί για πάντα σαν παγωμένη στήλη άλατος αφημένη στο χρόνο και στη λησμονιά. Η μπόρα είχε πια ζυγώσει για τα καλά. Επιτάχυνε τα βήματά του. Να πάλι που τα βήματά του ακούστηκαν στο μέταλλο. Η Γέφυρα ήταν εκεί να τον αγκαλιάσει στη δική του επιστροφή. Την διάβηκε αργά και σαν έφτασε πάλι στην αντίπερα πλευρά κοντοστάθηκε. Έστρεψε το κεφάλι του εκεί στα δεξιά στην σκοτεινή όχθη, γυρεύοντας απεγνωσμένα κάπου εκεί τα κομμάτια της ζωής και των ονείρων του.

Φαίη!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top