Νυχτερινό τηλεφώνημα (Μέρος 2ο)
(Αστυνομικό διήγημα)
-Πως το ξέρετε; έλαμψε το βλέμμα του Λεοντιάδη.
-Τον είδαν από τον κήπο του απέναντι σπιτιού. Νύχτα γύρω στις 2 με 3. Κάποιοι γείτονες είχαν βγει στον κήπο και ετοιμάζονταν να βγάλουν το σκύλο τους έξω. Ο Γιαμαρέλης έβγαινε από το σπίτι του Λυπιρίδη και απομακρύνθηκε αναστατωμένος. Η περιγραφή που έδωσαν οι γείτονες μας οδήγησε σε αυτόν.
-Πως έφτασε εκεί ; γιατί πήγε εκεί ; σας είπε τίποτα ; συγγνώμη που ρωτάω αλλά έχει σημασία.
-Μας είπε ότι το βράδυ που έγινε η επίθεση στο κορίτσι του, κάποιοι είχαν δει το Λυπιρίδη να κοιτάει παράξενα την Μαρίνα και ίσως ήξερε πράματα για το δράστη. Ήθελε να τον βρει να τον ρωτήσει αν ήξερε κάτι.
-Τέτοια ώρα;
-Μας είπε ότι τον περίμενε να γυρίσει αργά. Ο Λυπιρίδης δεν ήταν από τους τύπους που γύρναγε νωρίς σπίτι του. Στην κατάθεσή του είπε ότι τον περίμενε έξω στο αυτοκίνητό του και μόλις έφτασε εκεί, μετά από λίγο του χτύπησε το κουδούνι.
-Και;
-Του είπε ποιος ήταν, ο άλλος ταράχτηκε, τον είδε ταραγμένο, νευρικό, επιθετικό, του ζήτησε αν ξέρει κάτι για την υπόθεση της Μαρίνας, αν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο άλλος τον ρώτησε πως έφτασε σε εκείνον, σε τελική ανάλυση ο Λυπιρίδης σχεδόν τον έδιωξε με την πρόκληση να μην τον ενοχλήσει ξανά. Μάλιστα μας είπε ότι λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια από την ένταση.
Ο Λεοντιάδης αναστέναξε, ρούφηξε δυνατά την πίπα του και μια γουλιά απ το ποτό του. Ένας βαθύς βήχας τον ενόχλησε αλλά παρ' όλα αυτά βρήκε το ρυθμό να ρωτήσει.
-Τι σας κάνει να τον συλλάβετε και να τον θεωρείτε ύποπτο αστυνόμε ;
-Έχει το κίνητρο κ. Λεοντιάδη, μπορεί να κατέθεσε αυτά που σας είπα αλλά είχε κίνητρο να τον σκοτώσει. Επισκέφτηκε τον Λυπιρίδη σχεδόν την ώρα του φόνου του, σας τα είπα αυτά, έχουμε και αποτυπώματα δικά του στο χώρο.
-Το όπλο το βρήκατε κ. Δεναξά ;
-Όχι απάντησε ο Αστυνόμος, όπλο δεν βρέθηκε. Κοιτάξτε, δεν έχω στείλει ακόμα τον Γιαμαρέλη στον Εισαγγελέα, προσωπικά αν με ρωτήσετε δεν τον θεωρώ δολοφόνο κ. Λεοντιάδη. Προσπαθώ, από τα πράγματα, να τον πιέσω λίγο μήπως βγάλω κάτι, απλά θα τον κρατήσω στα όρια του νόμιμου και θα τον αφήσω, υπάρχει πίεση και των μέσων ενημέρωσης. Το ότι τον είδαν είναι επιβαρυντικό και δεν σας το κρύβω, ειδικά σε σας, ότι υπάρχουν πιέσεις να βρούμε ένοχο στην υπόθεση αυτή που τραβάει καιρό.
Είναι εύλογο όπως καταλαβαίνετε ότι οι άνθρωποι του Λυπιρίδη, η οικογένειά του, θέλουν, με ευκαιρία τη δολοφονία του, να ξεπλύνουν τις ενοχές του. Άλλωστε επίσημα ακόμα δεν έχουμε ανακοινώσει την εμπλοκή του στις άλλες υποθέσεις απλά αφήσαμε σοβαρές διαρροές και άμεσες πιθανότητες να είναι ο ένοχος, προετοιμάζοντας την κοινή γνώμη.
Ο Λεοντιάδης σηκώθηκε αργά βήχοντας βαθιά από την πολυθρόνα του. Άφησε την πίπα του δίπλα σε ένα μεγάλο κρυστάλλινο τασάκι με βάση από σομόν μάρμαρο, πήγε στο παράθυρο και το βλέμμα του απλώθηκε απλανές πέρα στη μαυρίλα της θάλασσας.
Μεσολάβησε μια σιωπή χαρακτηριστική. Μια σιωπή που λες και κράτησε χρόνο πολύ. Μια ακραία σιωπή που προετοίμαζε κάτι, λες και κυοφορούνταν κάτι μεγάλο. Έξω η βροχή είχε δυναμώσει, ουρανός και θάλασσα είχαν ενωθεί απέναντι στο ορίζοντα σε ένα συνεχές γκρίζο παχύ.
Την ηρεμία έσπασε η βροντερή φωνή του Λυκούργου Λεοντιάδη, που γύρισε στο πλάι το κορμί του έχοντας κοντά του τον Δεναξά και το παράθυρο από την άλλη πλευρά. Η φωνή του ακούστηκε σαν σήμαντρο μέσα στη νύχτα.
-Για μένα κ. Δεναξά η ζωή σταμάτησε το πρωί της 27ης Νοέμβρη, είπε με τρεμάμενη φωνή. Όταν ο άνθρωπός σας ήρθε σπίτι και με ενημέρωσε ότι βρήκατε την Μυρτώ. Εκεί πάγωσε ο χρόνος, έμειναν όλα μετέωρα.
Ο Δεναξάς τον άφησε να μιλήσει, ένιωθε ότι ο επιβλητικός και τραγικός αυτός πατέρας ήταν η στιγμή του να μιλήσει, να εκφραστεί, να τα βγάλει από μέσα του.
-Το μεσημέρι αργά κ. Δεναξά πήγα στο Νεκροτομείο για αναγνώριση. Ποιας ; της Μυρτώς μου....! βρήκα το λουλούδι μου τυλιγμένο σε ένα πλαστικό σάκο, παγωμένη, με τη χλωμάδα του θανάτου και της βίας παντού στο κορμί της. Ποιας ; Της Μυρτώς μου αστυνόμε...! Αυτό το εύθραυστο λουλούδι, το γεμάτο χαμόγελο, καλοσύνη και όνειρα, να είναι εκεί μπροστά μου άψυχο, τρομαγμένο.
Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά του. Αυτός ο αγέρωχος άνθρωπος έκλαιγε, βουβά, σιωπηρά, έσφιγγε τις γροθιές του σαν να ήθελε να συνθλίψει τα πάντα μέσα του.
-Γιατί ; γιατί ; τι έκανε για να την βρω έτσι ; γιατί αυτό το πρόσωπο που με συνόδευε στη ζωή μου να κοίτεται έτσι σαν άγαλμα βουβό μπροστά μου ; εγώ τη μεγάλωσα μόνος σαν έφυγε η μητέρα της στα 15 της χρόνια. Ήταν για μένα η συνέχεια εκείνης, η ζωή μας. Και τώρα, μπροστά, στη μαρμάρινη πλάκα του νεκροτομείου, βορά στις ορέξεις ενός κτήνους...
Οι τελευταίες λέξεις τον κλόνισαν. Έκανε μια μικρή διακοπή γυρίζοντας κατά πρόσωπο στον Δεναξά στο εσωτερικό του μεγάλου σαλονιού χωρίς όμως να τον κοιτάζει. Έμοιαζε να ήταν αλλού, σε έναν δικό του κόσμο. Ο Δεναξάς είχε καιρό πολύ να νιώσει έτσι άσχημα, αυτός ο κόμπος στο λαιμό του είχε καιρό να τον συναντήσει.
-Από τότε για μένα κ. Δεναξά όλα έκλεισαν τον κύκλο τους. Τίποτα δεν είχε νόημα για τη συνέχεια. Ένα μονάχα φως υπήρχε στο σκοτάδι μου. Να βρω το δολοφόνο του παιδιού μου πριν από σας...! Πριν προλάβει να συνεχίσει το ...έργο του. Οι μέρες μου προσαρμόστηκαν σε αυτήν την αποστολή, τίποτα άλλο. Όλα τα άλλα είχαν διαδικαστικό χαρακτήρα. Σκέφτηκα Αστυνόμε, ότι όσο δύσκολα, επίπονα, γεμάτη αγώνα, προσδοκίες και βάσανα γεννιέται μια ζωή άλλο τόσο πρόστυχα τελειώνει. Με ένα κλικ...! Ένα κλικ που σβήνει με μιας σαν σφουγγάρι τα πάντα. Άδειασα...! Δεν υπήρχα, την αναζητούσα κάθε μέρα στο σπίτι, έψαχνα να ακούσω τη φωνή της, γύρευα να αφουγκραστώ τα βήματά της, το γέλιο της, να μοιραστώ μαζί της τις χαρές και τις λύπες.
-κ. Λεοντιάδη, ψέλισε ο Δεναξάς, νιώθω ότι αν προσπαθήσω να πω κάτι θα προσβάλω αυτό που έχετε μέσα σας.
-Δεν έχω κάτι μαζί σας Αστυνόμε, θέλω να το ξέρετε αυτό. Νιώθω ότι υπερβάλατε εαυτόν σε αυτές τις υποθέσεις και σας ευχαριστώ και εσάς και όλους σας. Όλα τα άλλα είναι δικά μου θέματα. Άλλωστε για αυτό σας κάλεσα εδώ απόψε. Να κλείσει ο κύκλος, να σας τα πω όλα, να απαλλαχτεί και το νεαρό παιδί από την ευθύνη. Εγώ έτσι κι αλλιώς...
Ο Δεναξάς ένιωσε το πρόσωπό του να συσπάται.
-Τι θέλετε να πείτε;
Ακολούθησαν λίγα παγωμένα δευτερόλεπτα σιωπής.
-Ε γ ώ σ κ ό τ ω σ α τον Λυπιρίδη κ. Δεναξά!
Ο αστυνόμος πάγωσε. Σηκώθηκε αργά προς το μέρος του. Δίπλα του η μορφή του Λεοντιάδη φάνταζε σαν κάτι απόκοσμα επιβλητικό.
-Τι είπατε ; έκανε αποσβολωμένος ;
-Εγώ τον σκότωσα αστυνόμε....! Ο Γιαμαρέλης είναι αθώος.... αποκρίθηκε εκ νέου εκείνος, κατεβάζοντας με μιας όλο το ποτό του που είχε απομείνει στο ποτήρι του. Τα μάτια του γυάλιζαν κάτι από πίκρα, κάτι από έκφραση, κάτι απόκοσμο τραβηγμένο από τον παρόντα χρόνο.
-Πότε ;
-Λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Γιαμαρέλης από το σπίτι του. Τον περίμενα και εγώ στο σκοτάδι με ένα και μοναδικό σκοπό. Αυτόν που είχα σφραγισμένο στο μυαλό μου μετά την Μυρτώ μου... ρίγησε, έβηξε και παραπάτησε, ο Δεναξάς πήγε κοντά του.
-Ησυχάστε λίγο, ηρεμείστε, δεν νιώθετε καλά.
-Τι σημασία έχει πως είμαι εγώ Αστυνόμε. Σημασία έχει ότι το έκανα είπε με βλέμμα υγρό και θολό. Είδα τον Γιαμαρέλη που μπήκε στο σπίτι, αυτό πήγε να ματαιώσει την επίσκεψή μου. Περίμενα και είδα σε λίγο το παιδί να βγαίνει. Τον είδα να μπαίνει στο αυτοκίνητό του και να φεύγει μέσα στο σκοτάδι. Ήταν η σειρά μου...! Ο Λυπιρίδης άνοιξε έτοιμος να πετάξει έξω τον ...προηγούμενο επισκέπτη του αλλά η θέα ενός άγνωστου μπροστά του τον ξάφνιασε απόλυτα.
-Και ;
-Του είπα ότι θέλω να μιλήσουμε, δεν με ήξερε, του είπα ότι θέλω να τον ενημερώσω για κάτι που θα τον βοηθούσε και με άφησε να μπω. Του ζήτησα να βάλει ένα ποτό. Γυρίζοντας αντίκρισε μπρος του ένα πιστόλι να τον σημαδεύει, ο Λεοντιάδης ρίγησε και πάλι με έκδηλη πλέον την αγωνία.
-κ. Λεοντιάδη μήπως να τα σταματούσαμε ;
-Όχι Αστυνόμε....! απόψε θα τελειώσουν όλα...! για αυτό σας φώναξα, για να κλείσουμε την υπόθεση οριστικά.
-Όπως νομίζετε.
Ο Λεοντιάδης βημάτιζε τώρα αργά βαριά στο δωμάτιο. Οι σκιές από τα φώτα των πορτατίφ και του δωματίου σχημάτιζαν στη μορφή του παράξενα σχήματα.
-Με ρώτησε ποιος είμαι και τι θέλω. Έβλεπα τον τρόμο στα μάτια του και ένιωσα κάτι σαν ηδονή Κάτι με κυρίεψε, όλα γύρω μου χόρευαν, όλα....! Του είπα ποιος είμαι,
"Σου θυμίζει τίποτα κάθαρμα το όνομα Μυρτώ" ; του πέταξα στα μούτρα. Υποχώρησε παγιδευμένος, κάτι τραύλιζε. "Ήρθε η ώρα σου κτήνος», πήγε να κινηθεί προς το μέρος μου. Τρεις πυροβολισμοί...ένας, δύο, τρεις...σαν επιτάφιος για την Κάτια, τη Μυρτώ. Τα άλλα τα ξέρετε.
Πήγε αργά και σωριάστηκε στην πολυθρόνα του γραφείου γεμίζοντας μια ακόμα φορά το ποτήρι του με ουίσκυ.
Ο Δεναξάς κάθισε απέναντί του πάλι.
-Το όπλο θα σας το φέρω σε λίγο Αστυνόμε. Τα εργαστήριά σας θα ανακαλύψουν το πότε πυροβόλησε και το διαμέτρημα στις σφαίρες θα αποδείξει την αλήθεια των λόγων μου, είπε και μια ακόμα ποσότητα ποτού γέμισε το κορμί του.
-Δεν ξέρω τι να πω κ. Λεοντιάδη, ειλικρινά....ψέλλισε ο Δεναξάς. Νιώθω αμήχανα, σαν να κόλλησε το μυαλό μου.
Στην ατμόσφαιρα είχε απλωθεί μια απίστευτη παγωμάρα και αμηχανία. Λες και ένας αδιόρατος φόβος πάγωνε τις αντιδράσεις, ο Λεοντιάδης συνέχισε βηματίζοντας αργά.
-κ. Λεοντιάδη, τι θέλετε να κάνουμε, ρώτησε με αγωνία ο Δεναξάς. Θέλετε να φύγω να σας δώσω χρόνο, αύριο, θέλω να πω, να ηρεμήσετε, θέλετε να φωνάξω κάποιον ; θέλετε να μην σας αφήσω μόνο ; σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, άλλωστε τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους.
-Τα πράγματα έτσι ή αλλιώς έχουν πάρει το δρόμο τους αγαπητέ. Νιώθω κουρασμένος πολύ. Και ειλικρινά-με δυσκολία μίλαγε πλέον-ελπίζω, αν, αν λέω, μπορούν να νιώσουν κάποια δικαίωση τα κορίτσια εκεί... αλλά απ την άλλη είναι μάταιο.
Προσπάθησε να σταθεί σε μια λογική σκέψη. Μάζεψε όσες δυνάμεις είχε, όρθωσε το ανάστημά του, έβγαλε ένα άλλο μεγάλο φάκελο από το γραφείο του, τον έδωσε στον Δεναξά λέγοντας:
-Αυτές είναι κάποιες σημειώσεις μου, κάποια στοιχεία που σας τα παραδίδω για το αρχείο σας, θα σας διευκολύνουν σε πολλά πράγματα επίσης και ... να σας φέρω το όπλο κ. Δεναξά, είναι σημαντικό για να κλείσουμε την υπόθεση.
-Ναι κ. Λεοντιάδη.
-Θα με περιμένετε λίγο να σας το φέρω από το συρτάρι μου σας παρακαλώ, είπε ο Λυκούργος Λεοντιάδης. Γύρισε το βλέμμα, έριξε μια ματιά στα δύο μεγάλα κάδρα με τις φωτογραφίες της Μυρτώς, σαν να ήθελε να τις αγγίξει. «Κορίτσι μου» ψέλλισε στο βλέμμα της.
Γύρισε, έριξε μια ματιά στη φωτογραφία της γυναίκας του στο γραφείο αριστερά και τάχυνε το βήμα του προς το δωμάτιο στο βάθος. Η μεγάλη φιγούρα του τώρα πια δεν είχε εκείνο το ισορροπημένο βάδισμα των προηγούμενων λεπτών αλλά είχε πλέον χάσει την σταθερότητά του. Χάθηκε πίσω από τη μεγάλη βαριά ξύλινη σκαλιστή πόρτα που οδηγούσε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Μεσολάβησαν κάποια λεπτά από αυτά που λες ότι δεν υπάρχει χρόνος. Έξω η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Ο Δεναξάς κινήθηκε προς τις μεγάλες φωτογραφίες της Μυρτώς Λεοντιάδη αντίκρυ του προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση στο βλέμμα της νεαρής κοπέλας.
Ο ήχος του πυροβολισμού διαπέρασε το απόλυτο της σιωπής τόσο εκκωφαντικά που ο Δεναξάς έκανε με το ένστικτό του 2-3 βήματα πίσω με το πρόσωπο συσπασμένο. Εντελώς σπασμωδικά το χέρι του έκανε να κινηθεί στο εσωτερικό του σακακιού του για το όπλο του, κίνηση χρόνων χωρίς σκέψη αλλά στα δευτερόλεπτα κινήθηκε ορμώντας στο άλλο δωμάτιο ανοίγοντας την πόρτα, Βρέθηκε σε ένα διάδρομο με δύο αντικριστά δωμάτια στοιχειωδώς φωτισμένα. Όρμηξε σε εκείνο που είδε ανοιχτή τη πόρτα και βρέθηκε σε μια κρεβατοκάμαρα με λίγο φως. Στα πόδια του μπροστά κοίτονταν ακίνητο το σώμα του Λυκούργου Λεοντιάδη. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ακόμα σφιχτά ένα πιστόλι ενώ κάτω από το κεφάλι του είχε ήδη σχηματιστεί ένα κόκκινο ποταμάκι. Παντού ολόγυρα υπήρχε αίμα. Ο Δεναξάς ένιωσε την ανάσα του να πνίγεται από τη συγκίνηση, οι παλμοί ανέβηκαν, κάποια βογγητά λέξεων έβγαιναν από το στόμα του, κάτι σαν "Όχι αυτό" έμοιαζε να βγαίνει από τα τρεμάμενα χείλη του. Ο Λεοντιάδης ήταν μπροστά του, στα πόδια του, ακίνητος, μάρτυρας της δικής του φυγής από το δρόμο που διάλεξε τον τελευταίο καιρό.
Ο Δεναξάς κατάφερε να ελέγξει τα συναισθήματά του, η ανάσα του επανήλθε στον κανονικό της ρυθμό αλλά το σφίξιμο στο λαιμό του δεν έλεγε να φύγει. Βγήκε από το δωμάτιο και επέστρεψε στο γραφείο πίσω. Έβγαλε το τηλέφωνό του και κάλεσε τον συνεργάτη του τον νεαρό Υπαστυνόμο Καράλη.
-Έλα Κώστα, που είσαι, έκανε με μια φωνή που έτρεμε λίγο κάνοντας τον νεαρό του συνεργάτη να ανησυχήσει.
-Καλά είμαι, είμαι στο σπίτι του Λεοντιάδη, ναι, ακόμα, σε παρακαλώ κάλεσε ένα ασθενοφόρο, τον ιατροδικαστή, πάρε και 2-3 και ελάτε, σας περιμένω... ο Λεοντιάδης αυτοκτόνησε...! μπροστά στα μάτια μου σχεδόν, ελάτε θα στα πω.
Η συνομιλία έκλεισε. Ο Δεναξάς κινήθηκε προς το παράθυρο. Είχε ζήσει πάρα πολλά όλα αυτά τα χρόνια στην υπηρεσία του. Πολλά, σκληρά και δύσκολα. Πολλές φορές απάνθρωπα. Αυτή όμως η ιστορία πέρασε από πάνω του σαν καταιγίδα. Προχώρησε προς το παράθυρο. Στο πέρασμά του μπροστά απ τη βιβλιοθήκη το βλέμμα του στάθηκε στο πορτραίτο της Μυρτώς Λεοντιάδη. Χωρίς να καταλάβει η σκέψη του πήγε στις κόρες του. Ένιωσε ένα ρίγος. Κοίταξε τη φωτογραφία ίσια στα μάτια, και στο παιχνίδι που έκανε το φως του πορτατίφ του γραφείου με τις σκιές του φάνηκε κάτι σαν δάκρυα στα μάτια της. Προσπάθησε να γαληνέψει το βλέμμα του πέρα στο μεγάλο παράθυρο μέχρι που η ματιά του απλώθηκε στο τέρμα του ορίζοντα. Δεν έβλεπες που τέλειωνε ο ουρανός και που ξεκίναγε η θάλασσα.
Η Υπόθεση είχε κλείσει.
(Τέλος...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top