Μέρος του προβλήματος (3ο Μέρος). 🔞

Επιστροφή στον παρόντα χρόνο

5. Οι επόμενες μέρες

Όλα έκαναν τον κύκλο της επανάληψής τους στο μυαλό του καθώς γύριζε στην Αθήνα. Τα φώτα των αυτοκινήτων που έρχονταν από απέναντι έπαιζαν παιχνίδια μαζί του. Είχε ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. Μιας επιστροφής που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αρχικά λογάριαζε. Όλα είχαν αλλάξει, όλα ήταν διαφορετικά. Όλα πια είχαν πάρει θέση στο μυαλό του σε πλήρη τάξη και οργάνωση. Μόνο που αυτή τη φορά ένιωθε να ζει έναν εφιάλτη.

"Δεν πρέπει να πάω σπίτι μου" σκέφτηκε μεγαλόφωνα για να μπορέσει να νιώσει αυτοπεποίθηση. Η επιλογή του ήταν σωστή. Θα ανέβαινε στην Αθήνα. Σε κάποιο περιφερειακό ξενοδοχείο, να κρυφτεί, να οργανώσει τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Να προσπαθήσει να βρει τον Τόνυ. Έπρεπε πάσει θυσία να τον βρει. Το ένα του χέρι πήγε ασυναίσθητα στο πορτοφόλι του στο εσωτερικό του σακακιού του. Τα χιλιάρικα στο εσωτερικό του ήταν πάρα πολλά για να αντέξει μια περίοδο τέτοια έκτακτης ανάγκης. Χίλια δυο περνούσαν από το μυαλό του. Ποιος σκότωσε τον άντρα της Δάφνης; Που ήταν η ίδια; Τι απέγινε; Ήταν καλά; Τι την είχε κάνει ο δολοφόνος; Μήπως κινδύνευε; Για πρώτη φορά ένιωθε ένα είδος ενοχής απέναντι στη γυναίκα αυτή. Ένα συναίσθημα που τού ήταν ξένο. Που δεν το είχε ζήσει ξανά. Έσπαγε το κεφάλι του με όλα αυτά που έμπλεκαν στο μυαλό του αλλά δεν ήταν της στιγμής να τα λύσει.

Ανέβηκε στην Αθήνα. Ήταν αρκετά αργά. Η βροχή είχε σταματήσει και λίγες ψιχάλες συνέχιζαν το υγρό της τραγούδι. Βρήκε ένα μικρό ξενοδοχείο κάπου προς τα Πατήσια. Προσπαθούσε να φαίνεται όσο γίνεται πιο ψύχραιμος, πράγμα που το κατάφερε δίνοντας επαίνους στον εαυτό του. Δεν ήθελε να βάλει τίποτα στο στόμα του, δεν το μπορούσε κιόλας. Πήρε από τη ρεσεψιόν ένα μπουκάλι ουίσκι και ανέβηκε να κλειστεί στο δωμάτιό του. Πήρε τηλέφωνο τον Τόνυ σε κάποιο ξενοδοχείο που είχαν συναντηθεί αλλά ήταν άφαντος. Κάτι που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την αγωνία του. Ήπιε αρκετά στη συνέχεια. Τόσο για να ξεχαστεί και να αφεθεί εντελώς σε κάτι που έμοιαζε με ύπνο αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά εφιάλτης.

Το πρωινό φως της επόμενης μέρας τον βρήκε στο κρεβάτι. Είχε αποκοιμηθεί με τα ρούχα. Σηκώθηκε. Έπρεπε να νιώσει καλύτερα. Δεν ωφελούσε ο φόβος. Το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν να κάνει ένα μπάνιο, να νιώσει καλύτερα. Ένιωσε το σώμα του σε πολύ καλύτερη κατάσταση, το μυαλό του συγκροτημένο και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τα σχέδιά του. Παρήγγειλε ένα καλό πρωινό, το οποίο προτίμησε να πάρει στο δωμάτιό του. Ένιωθε πιο ασφαλής εκεί. Όμως δεν θα μπορούσε να μείνει για πάντα. Έπρεπε να μάθει, να βγει, να κυκλοφορήσει.

Πήρε την απόφαση να κατέβει και να βγει απ' το ξενοδοχείο. Ή μάλλον να φύγει από εκεί. Όσο λιγότερο έμενε κάπου αυτές τις ώρες τόσο το καλύτερο. Με το πιο φυσικό ύφος τού κόσμου, αλήθεια πως τα κατάφερε, εμφανίστηκε στη ρεσεψιόν, πλήρωσε τα έξοδά του. Όλα ήταν ήρεμα. Βγήκε, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς το κέντρο. Στάθμευσε κάπου στο Πολυτεχνείο και τράβηξε προς το Μουσείο να πιει έναν καφέ.

Τότε τα είδε! Στο περίπτερο απέναντι τα πρωινά πρωτοσέλιδα!

"Άγριος φόνος σε βίλα στο Σούνιο"

Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν κατακόρυφα. Πήρε την πρώτη εφημερίδα που είδε μπροστά του και τράβηξε στο Μουσείο. Εκεί μπόρεσε πλέον να διαβάσει:

"Άγρια δολοφονία χθες σε πολυτελή βίλα έξω από το Σούνιο. Νεκρός με δύο σφαίρες στο στήθος βρέθηκε ο Τζώρτζης Δημάρατος, στο εσωτερικό του σπιτιού του. Το θύμα πρέπει να πυροβολήθηκε νωρίς χθες βράδυ. Στο σπίτι δεν βρέθηκαν ίχνη κλοπής μήτε πάλης. Η Αστυνομία ήδη ξεκίνησε τις έρευνές της προς όλες τις κατευθύνσεις. Άγνωστα, προς το παρόν, παραμένουν και τα κίνητρα της δολοφονίας. Το θύμα δεν είχε ουδέποτε απασχολήσει τις αρχές και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου ειδών τέχνης. Οι πρώτες έρευνες στρέφονται προς όλες τις κατευθύνσεις, με τις οποίες οι αρχές αναζητούν πολύτιμα στοιχεία για την έρευνά τους"

Ο Ηλίας τελείωσε το διάβασμά του προσεκτικά. Δεξιά και αριστερά στη στήλη της είδησης ήταν δύο φωτογραφίες. Στη μία ήταν αυτός ναι! Ο άντρας της! Ο άνθρωπος που την είδε μαζί του εκείνο το πρώτο βράδυ στο "Gatto nero". Η δεύτερη φωτογραφία ήταν από τη βίλα στο Σούνιο. Να λοιπόν που είχε στα χέρια του τις πρώτες πληροφορίες. Για πρώτη φορά μάθαινε το όνομα του ...εργοδότη του. Τώρα η αστυνομία θα είχε ξεκινήσει τις πρώτες καταθέσεις.

Ναι μεν ένιωθε καλύτερα καθώς τα γεγονότα τον οδηγούσαν να κάνει μια αρχή στο κεφάλι του αλλά από την άλλη τι ήταν εκείνο που πήγε στραβά στη συνάντηση αυτή. Όλα οδηγούσαν στον Τόνυ! Χωρίς την επαφή μαζί του δεν θα μπορούσε να βγει απ το σκοτάδι. Αυτός ήταν ο κρίσιμος σύνδεσμος. Σκούρες σκέψεις και ερωτήματα άρχισαν να φτάνουν στο νου του. Ο ρόλος του Τόνυ! Μήπως; Σε αυτές τις περιπτώσεις όλα κατακλύζουν τις σκέψεις σου. Ακόμα και τα πιο απίθανα. Και ένα από αυτό ήταν αν ο σύνδεσμός του με τον "εργοδότη" του ήταν ύποπτος.

Ήπιε τον πρωινό του καφέ και πήρε την απόφαση, για κάποιες μέρες, να μην εμφανιστεί στο σπίτι του. Έτσι κι αλλιώς δουλειά δεν είχε, κάποιον να τον περιμένει δεν είχε εδώ, συνεπώς ήταν απαλλαγμένος στο να δώσει σε κάποιον αναφορά παρουσίας. Το σχέδιό του ήταν να εμφανιστεί στο "Ρωσικόν", στο σημείο συνάντησης με τον Τόνυ. Κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν. Όπως επίσης και στο ξενοδοχείο στο οποίο είχε δώσει τηλέφωνο στη Δάφνη. Η Δάφνη! Τι να είχε γίνει; Κάτι πήγε άσχημα και την έβγαλαν απ΄ τη μέση; Δεν του άρεσε μια τέτοια εξέλιξη. Που στο διάβολο είχε μπλέξει τελικά;

Οι επόμενες δύο μέρες ήταν άκαρπες και βασανιστικά σιωπηρές. Κανείς, στα δεδομένα σημεία, δεν τον είχε ζητήσει. Περνούσε, ρωτούσε, άφηνε μήνυμα αλλά τίποτα. Είχε ήδη εγκατασταθεί σε ένα άλλο ξενοδοχείο για τη διαμονή του. Τον έτρωγε αυτή η ακινησία. Οι εφημερίδες τις επόμενες μέρες φλυαρούσαν προσπαθώντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους μπας και πουλήσουν κανένα φύλλο. Όμως στην ουσία της δολοφονίας τίποτα. Δεν ήξερε τι να κάνει, πόση προθεσμία πια να δώσει. Τόσο ο άνθρωπος που τον έμπλεξε σε όλο αυτό όσο και η Δάφνη, δεν έπρεπε κάποια στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί του; Εκείνη βέβαια, ως γυναίκα του, δεν ήξερε καν το σπίτι τους, αυτές τις μέρες, προφανώς θα είχε μεγάλα τρεχάματα και θεώρησε θράσος να ζητάει να ασχοληθεί μαζί του αφήνοντας δεύτερο το δικό της δράμα. Αλλά ο άλλος; Εκτός αν;

Εκτός αν αυτό το κάτι που πήγε στραβά ήταν η σχέση του Τόνυ με τον Τζώρτζη Δημάρατο. Και να είναι αυτός ο δολοφόνος του. Αυτό τον έκαιγε πολύ γιατί τον ήξερε και συνεπώς δεν ήξερε πως θα μεταχειριστεί την παρουσία του στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Αποφάσισε να πάει σε κάποια εφημερίδα μήπως μπορούσε να μάθει τη διεύθυνση του σπιτιού του Δημάρατου και της Δάφνης. Στη βίλα μήτε που θα τολμούσε να εμφανιστεί ξανά, ήξερε ότι η αστυνομία εκεί θα είχε στήσει τα δίχτυα της.

6. Φως στις εξελίξεις

Οι μέρες της αναμονής περνούσαν ή μία μετά την άλλη και δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ακόμα. Τα νεύρα μου άρχισαν να δοκιμάζονται άσχημα. Ένιωθα σαν κυνηγημένος. Κάθε βλέμμα που έπεφτε πάνω μου το ένιωθα να με καίει. Λες και όλοι με κυνηγούσαν. Η σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να σε τσακίσει, να σε διαλύσει. Οι εφημερίδες συνέχιζαν την πάρλα τους για την υπόθεση. Διάβαζα με αγωνία κάποιες από αυτές για να είμαι ενήμερος. Τα ερωτήματα που άφηναν για την παρουσία κάποιου προσώπου στη σκηνή της δολοφονίας, άναβαν φωτιά μέσα μου δικαιολογημένα. Έτσι κυλούσαν όλα. Με την προσμονή μου για μια είδηση, μια αλλαγή.

Η μέρα μου και σήμερα, ξεκινούσε με την κλασική μου επίσκεψη στο "Ρωσικόν".

"Κύριε Ηλία;" άκουσα τη φωνή της κοπέλας στο μπαρ.

"Παρακαλώ"

"Έχω κάτι για σας"

Το στομάχι μου σφίχτηκε και η ανάσα μου έγινε πιο άναρχη.

"Τι είναι;"

"Κάποιος κύριος σας ζήτησε"

"Ποιος κύριος; Αυτός που συνήθως μιλούσαμε;" ρώτησα με έκδηλη αγωνία. Είχα κρεμαστεί σαν ναυαγός στα χείλη της.

"Όχι, κάποιος άλλος. Του είπα ότι λείπετε και μου είπε να είστε στις δώδεκα το μεσημέρι έξω από του Μπακάκου στην Ομόνοια"

Επιτέλους φως στις εξελίξεις. Η κίνηση που περίμενα; Σαφώς όχι! Αλλά και αυτό ήταν ένα νέο επιτέλους! Κάτι να αλλάξει, κάτι να κινηθεί. Ευχαρίστησα την κοπέλα, παρήγγειλα τον πρωινό μου καφέ και έκατσα κάπου διακριτικά. Μια καταιγίδα από σκέψεις άρχισε να περνά απ το μυαλό μου. Γιατί τόση μυστικοπάθεια; Να περιμένω έξω από του Μπακάκου. Ποιον; Ποιο ήταν αυτό το καινούργιο πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ιστορία και γιατί; Και αν είναι μια καινούργια παγίδα; Κι αν είναι τρυκ της αστυνομίας; Ήταν πολύ αργά πια για κάθε μου αναστολή. Έπρεπε να παίξω και να το κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα.

Στις δώδεκα παρά ήμουν έξω από του Μπακάκου. Έγινα ένα με το κομμάτι του πλήθους που γυρόφερνε στην πλατεία της Ομόνοιας. Προσπάθησα να δω κάτι το ασυνήθιστο στην κίνηση έξω από το μαγαζί. Σε πλήρη ένταση πλησίασα. Κάθε βήμα που έκανα με οδηγούσε στην αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος δίπλα μου ήταν και μια απειλή. Ήταν τρομερό. Στάθηκα όρθιος δίπλα στην είσοδο έχοντας την ανάγκη κάπου να σταθώ. Μια ανεπαίσθητη κίνηση δίπλα μου με έκανε να αναπηδήσω από φόβο και ξάφνιασμα.

"Μου δίνετε τη φωτιά σας παρακαλώ;" Ένας νεαρός άντρας με το καπέλο κατεβασμένο χαμηλά και παλτό στεκόταν στο πλάι μου. Πριν προλάβω να μιλήσω είχε βγάλει το τσιγάρο από το πακέτο και το κρατούσε στο χέρι. Έσκυψε προς το μέρος μου:

"Ο Τόνυ σε περιμένει απόψε το βράδυ στις εννιά..."

"Γιατί δεν ήρθε ο ίδιος; Ποιος είσαι εσύ;"τον ρώτησα με τρόπο.

Αντ' αυτού έβγαλε από την τσέπη του εσωτερικά μια επιταγή. Την αναγνώρισα, ήταν μια από τις δικές μου με την υπογραφή μου.

"Δεν ήρθε ο ίδιος αλλά έστειλε το μήνυμά του, συννενοηθήκαμε; Άλλωστε έχει τους δικούς του λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να είναι εδώ" μου είπε πνιχτά.

"Που θα έρθω;" απάντησα.

"Οδός Ναυάρχου 53 στην Κηφισιά, μονοκατοικία. Θα είσαι μόνος"

"Τι είναι εκεί;"

"Όπως σου είπα μια μονοκατοικία..." μου απάντησε ειρωνικά "κοίτα μην κουβαλήσεις καμιά παρέα γιατί έχεις μπόλικα βάσανα. Κανόνισε να αποκτήσεις κι άλλα!" ολοκλήρωσε απειλητικά.

"Εντάξει..." απάντησα.

Με τράβηξε απ το χέρι απότομα, τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.

"Οι υπόλοιπες επιταγές είναι στα χέρια του, να θυμάσαι ότι τώρα πια είσαι μπλεγμένος, ξηγηθήκαμε;" μου είπε αγριωπά.

"Απόλυτα" ξεφύσηξα, "Η γυναίκα που είναι;" τον ρώτησα.

"Μου αρέσει που είσαι και ...αισθηματίας. Συνήθως οι χήρες κλαίνε το μακαρίτη σε αυτές τις περιπτώσεις. Εκτός αν...

"Τι θες να πεις;" ρώτησα.

"Έχεις άλλες έγνοιες τώρα φίλε!"

"Εντάξει..." του είπα και έκανα να φύγω.

Με τράβηξε δυνατά από το μανίκι.

"Τη φωτιά σου!" μου είπε.

7. Ώρα για αποκαλύψεις

Το διάστημα μέχρι το βράδυ μου φάνηκε αιώνας πραγματικός. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Σε κάθε εκατοστό της κίνησής μου, σε κάθε μου σκέψη, γύριζαν στο κεφάλι μου τα γεγονότα αλλά και τι θα έπρεπε να κάνω από εδώ και μπρος. Τα λόγια του ψηλού, που έστειλε ο Τόνυ, δεν μου άρεσαν καθόλου. "Τώρα πια είσαι μπλεγμένος". Το μήνυμα ήταν καθαρό. Έχω μπλέξει και πρέπει να βρω τρόπο να φύγω από αυτή την παγίδα. Δεν είχε άδικο αλλά είχα πεισμώσει. Κάποιος μού την έστησε και έκανε τη δουλειά του. Φάγανε τον Δημάρατο και ήμουν εκεί! Τουλάχιστον δεν με πιάσανε στα πράσα. Όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο αποφάσιζα να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να γίνει ένα πιόνι στα χέρια τους. Γυρόφερνα στην πόλη χωρίς σκοπό και προορισμό. Προσπαθούσα να κρατώ το μυαλό μου καθαρό μακριά από νοσηρές σκέψεις. Προσπάθησα να έχω ένα καλό γεύμα το μεσημέρι, το κατάφερα στο μισό. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, έκανα ένα μπάνιο και αφέθηκα στο πέρασμα του χρόνου.

Μια ώρα πριν, γύρω στις οκτώ, ενημέρωσα τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για την απουσία μου σε κάποιο ραντεβού, χωρίς φυσικά να δώσω στοιχεία. Απλά κάποιος να ξέρει. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν για την συνάντηση με τον ακριβοθώρητο κύριο Τόνυ. Ήμουν συγκεντρωμένος σε όλη τη διαδρομή. Έφτασα Κηφισιά λίγο πριν τις εννέα το βράδυ. Ανέβηκα Κεφαλάρι αναζητώντας την οδό που είχα για προορισμό. Την βρήκα. Οι δρόμοι στην περιοχή, ειδικά αυτήν την ώρα είναι και έρημοι από κόσμο και συνήθως σκοτεινοί. Το σπίτι ήταν μια όμορφη νεοκλασική βίλα σε δύο πατώματα με αυλή. Πάρκαρα το αυτοκίνητο εκεί κοντά και έριξα μια ματιά στο σπίτι και στο χώρο πριν μπω. Απόλυτη ησυχία στην αυλή. Μονάχα στο πάνω πάτωμα υπήρχε φως και σημείο ζωής. Κοίταξα το ρολόι μου. Εννιά ακριβώς. Ήταν όλα έτοιμα λοιπόν! Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα.

Στάθηκα έξω από την εξώπορτα. Χτύπησα το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε με τον μηχανισμό από πάνω. Δεν με υποδέχτηκε κανείς και δεν άκουσα κάτι. Βρέθηκα μέσα σε έναν διάδρομο πολυτελή και άψογα διακοσμημένο με πίνακες στους τοίχους δεξιά και αριστερά. Μια ξύλινη σκάλα στρωμένη με κόκκινο σκούρο χαλί με κατεύθυνε προς τα πάνω.

"Παρακαλώ!" φώναξα δυνατά και καθαρά, "Είναι κανείς εδώ;"

Αυτή η απόλυτη σιωπή και με τρόμαζε και μου ανέβαζε την ένταση στα νεύρα μου. Ποιος ήταν αυτός που έπαιζε παιχνίδια μαζί μου; Άρχισα να ανεβαίνω με προσοχή τις σκάλες με το βλέμμα προς τα πάνω.

"Τόνυ!" φώναξα κάπου στα μισά. Καμία απάντηση. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και η αγωνία μου να κορυφώνεται. Έφτασα στο πλατύσκαλο. Ένας ακόμα μεγάλος διάδρομος με περίμενε μπροστά μου. Το πάνω μέρος του σπιτιού ήταν μισοφωτισμένο. Άρωμα ξύλου και βερνικιού ήρθε στη μύτη μου.

"Τόνυ! Είναι κανείς εδώ;" φώναξα μία ακόμα φορά βαδίζοντας προς το βάθος. Στο τέλος του διαδρόμου αναγκαστικά έχει διέξοδο στα αριστερά. Κάποιες όμορφες απλίκες στους τοίχους φώτιζαν διακριτικά το χώρο δημιουργώντας με το σκοτάδι αλλόκοτες σκιές. Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωθα πως κάποια μάτια με παρακολουθούν. Πίστευα πως μια νέα παγίδα με περίμενε λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο ήχος της μουσικής ενός σαξόφωνου έφτανε στα αυτιά μου απίστευτα αλλά και μυστηριακά διακριτικός

Έκανα το βήμα και τότε η ανάσα μου κόπηκε. Κάτω στο πάτωμα, λίγο πριν την μισάνοιχτη πόρτα δύο κόκκινα τριαντάφυλλα με έκαναν να κάνω αυτόματα απρόσμενους συνειρμούς. Συνειρμοί που έγιναν ακόμα πιο τρανταχτοί όταν είδα τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου. Το ημίφως στο εσωτερικό του ερχόταν προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου να σπρώξω την πόρτα και το είδα να τρέμει. Όμως δεν είχα επιστροφή. Το έκανα. Και τότε τα είδα!

Το πρώτο πράγμα ήταν οι δύο μαύρες λουστρινένιες γόβες στιλέτο που ήταν πολύ γνώριμες για μένα. Και αμέσως δίπλα τους αυτό το βελούδινο υπέροχο κατακόκκινο φόρεμά της!

"Εσύ!" ψιθύρισα στη θέα της. Ήταν ξαπλωμένη νωχελικά στο μεγάλο κρεβάτι. Η μεταξωτή κουβέρτα ριγμένη επάνω της άφηνε το ένα της πόδι γυμνό μέχρι ψηλά στους γοφούς της ενώ οι αλαβάστρινοι ώμοι της έλαμπαν μέσα στο ημίφως. Στο χέρι της κρατούσε ένα αναμμένο τσιγάρο με τον καπνό να κάνει παράξενα σχέδια μπροστά της.

"Δάφνη!" κατάφερα να ψελλίσω στη θέα της έχοντας πετρώσει στο σημείο μπροστά της λες και μια παράξενη δύναμη με κρατούσε παγωμένο.

"Καλησπέρα Ηλία!" μου απάντησε με φωνή ήρεμη και ένα βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση.

"Εσύ εδώ;" είπα με δυσκολία χωρίς να μπορώ να καταλάβω τίποτα.

"Δεν περίμενες να με δεις φυσικά" μου απάντησε στο ίδιο ύφος.

"Εγώ... θέλω να πω..." ήταν φανερό ότι μασούσα τα λόγια μου, σαν μικρό νεαρούδι.

"Προφανώς περίμενες να συναντήσεις κάποιον άλλον, νομίζω πως άκουσα να φωνάζεις έξω για τον Τόνυ ή κάνω λάθος;"

Έπαιζε μαζί μου. Ένιωθα να μην ξέρω πως να φερθώ. Για μια ακόμα φορά κατάλαβα ότι πιάστηκα σε μια ακόμα φάκα. Όμως αυτή τη φορά ήρθαν να με βρουν μαζεμένες και όλες οι ενοχές που έπαιζαν κρυφτό μέσα μου όλον αυτόν τον καιρό για τη συμπεριφορά μου απέναντί της.

"Τον ξέρεις; Θέλω να πω... ναι..."

"Εξαιρετικός κύριος..."

Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω την κατάσταση.

"Δάφνη τι σημαίνουν όλα αυτά, θα μου εξηγήσει κανείς; από εκείνο το βράδυ που ήταν να συναντηθούμε στο σπίτι του άντρα σου συμβαίνουν πράματα..."

(Συνεχίζεται...)


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top