Η ξεχωριστή Τρίτη της Τερέζας Δαμόφλη (2ο Μέρος)

 "Συνέρχεται σώπα!"

"Λένα!"

Η Νεαρή κοπέλα, άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με τα μάτια δύο ώριμων γυναικών.

"Μαμά!"

Μία από τις δύο ώριμες γυναίκες έσκυψε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά της.

"Κορίτσι μου, τι λαχτάρα ήταν αυτή!"

"Κυρία Ευγενία..." έκανε η νεαρή κοπέλα και στην άλλη γυναίκα στο θάλαμο που την κοιτούσε με αγωνία.

"Όλα καλά; πως νιώθεις;" την ρώτησε η μητέρα της καθώς κάθισε κοντά στο προσκεφάλι της.

"Καλά Μαμά, πονάω μόνο στα πλευρά, τι είπαν οι γιατροί;"

"Γλίτωσες το κάταγμα. Καθώς έπεσες στη στέρνα το νερό απορρόφησε την ορμή"

"Δεν γλίτωσα όμως αυτήν την αηδία την πλύση στομάχου..."

"Έπρεπε κορίτσι μου, μέσα σε στέρνα έπεσες.... Μα... ήθελα νάξερα πως τα ...κατάφερες ειλικρινά", της είπε η μητέρα της.

"Δεν ξέρω πως έγινε. Χάζευα τα ερείπια εκεί... τόσο εντυπωσιακός χώρος... κάποια στιγμή ανέβηκα προς τα πάνω, είχε μια παράξενη ατμόσφαιρα ο χώρος. Μπροστά μου είδα τη στέρνα. Πλησίασα και...."

"Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό παιδάκι μου", ακούστηκε η άλλη κυρία κοντά τους.

"Ο Άλκης σε πήρε πολλές φορές, τρελάθηκε το παιδί σαν έμαθε τα νέα. Ήρθε μου λέει διακοπές στη Σύρο να ...σκοτωθεί..."

Η μητέρα της άπλωσε το χέρι της και της έδωσε το κινητό της.

"Να εδώ θα βρεις και τα μηνύματά του, θα ξαναπάρει"

Η Λένα, ανασηκώθηκε πια στο προσκεφάλι του κρεβατιού. Πήρε στα χέρια της το κινητό της. Είδε την ημερομηνία. Τετάρτη 21 Ιουλίου 2019.

"Λένα αυτό εδώ το κλειδί βρέθηκε δίπλα σου. Το βρήκαμε εκεί με τον πατέρα σου. Το βρήκες πουθενά δεν το έχω ξαναδεί¨, της είπε η μητέρα της δείχνοντάς της ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί πολυκαιρισμένο και βασανισμένο στο χρόνο. Η Λένα το κράτησε με απορία στα χέρια της.

"Όχι δεν ξέρω, δεν πήρα εγώ τίποτα.."

"Τέλος πάντων. Ήσουνα τυχερή παιδί μου", της είπε η μητέρα της

"Χρωστάω τη ζωή μου σ' αυτή τη γυναίκα! Αλήθεια πόσο παράξενη!" έκανε η Λένα με ένα απλανές βλέμμα. Οι δύο γυναίκες στο θάλαμο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους παράξενα. Η Λένα συνέχισε. Το βλέμμα της σαν να χάθηκε σε εκείνη τη στιγμή.

"Ήταν τόσο απόκοσμη. Όμορφη μέσα στην ωριμότητά της, αλλά.... Λες και... τα ρούχα της.... Τι παράξενα ρούχα ήταν αυτά... αρχοντικά αλλά ...παλιά...."

Η μητέρα της αποφάσισε να την διακόψει.

"Για ποια γυναίκα μιλάς κόρη μου;"

Η Λένα την κοίταξε στα μάτια σαν να άκουγε μια ανούσια ερώτηση.

"Για εκείνη που με έσωσε μαμά! Μόλις έπεσα στη στέρνα, με είδε. Πρέπει να ήταν κάπου κοντά. Φώναξα βοήθεια και έτρεξε...", η Λένα βυθίστηκε πάλι στην αγωνία των στιγμών.

"Πάλεψε σαν το θεριό μαμά! Εκείνη με τράβηξε με τα χέρια της έξω απ τη στέρνα... μετά ήρθατε εσείς"

"Παιδί μου, δεν βρήκαμε καμιά γυναίκα κοντά σου!" έκανε η μητέρα της σκεπτική, "ακούσαμε τις φωνές σου με τον πατέρα σου, τρέξαμε σαν τρελοί και σε βρήκαμε στο πλάι έξω απ τη στέρνα λιπόθυμη. Προφανώς είχες βγει και έχασες τις αισθήσεις σου..."

Η Λένα ανέβασε την ένταση της φωνής της.

"Όχι Μαμά! Πριν χάσω τις αισθήσεις μου ήταν εκείνη που με τράβηξε. Σ' αυτήν χρωστώ τη ζωή μου..."

"Μα...." έκανε η μητέρα της ανταλλάσσοντας ματιές με την φιλενάδα της στο θάλαμο.

Τη συζήτηση διέκοψε η είσοδος στο θάλαμο της ομάδας της γιατρού που παρακολουθούσε τη Λένα. Οι συνοδοί γυναίκες βγήκαν έξω για να προχωρήσει η ιατρική ομάδα στο δικό της έλεγχο.

"Μια χαρά Λένα! Σήμερα μεσημέρι βγαίνεις!" της είπε, "δεν θα σε κρατήσουμε άλλο, μας αρκεί η χθεσινή διαμονή, όλα είναι τέλεια.."

Η Λένα ανάσανε γεμάτη ανακούφιση. Συνέχισε την κουβέντα της με τη γιατρό και λίγο πριν εκείνοι αποχωρήσουν τη ρώτησε:

"Να σας ρωτήσω κάτι; εκεί που έγινε το ατύχημα τι ήταν;"

"Στο Κόμητο; το παλιό υποστατικό του αρχοντικού των Δαμόφληδων"

"Που σημαίνει;"

"Από τις παλιές ξακουστές οικογένειες της Σύρας. Το αρχοντικό τους είναι ακόμα στην Πωσειδωνία, εκεί που πήγες ήταν το υποστατικό"

"Ζει εκεί κανείς; μια γυναίκα; έτσι παράξενη;"

"Α... κοίτα λεπτομέρειες δεν ξέρω, αυτά μπορεί να στα πουν στο Πνευματικό κέντρο του Δήμου. Έχουμε τον Νταρζάνο εκεί που είναι εξπέρ..."

"Πότε μπορώ να τον βρω;"

"Αχιλλέας Νταρζάνος. Στο κλασικό δημόσιο ωράριο θα τον αναζητήσεις. Είναι υπεύθυνος του πνευματικού κέντρου"

Η Λένα ευχαρίστησε διπλά την ιατρική ομάδα και κράτησε στη σκέψη της την έντονη προσμονή. Ήθελε να μάθει. Ήθελε τόσο να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα που της έσωσε τη ζωή.

Ο Αχιλλέας Νταρζάνος ήταν ένας καλοστεκούμενος ώριμος άντρας κοντά στα εξήντα του. Ευγενικός και δεκτικός στους τρόπους και στη διάθεση. Υποδέχτηκε τη Λένα με κάθε διάθεση να απαντήσει στα ερωτήματά της.

"Κύριε Νταρζάνο ξέρετε κάποια γυναίκα να μένει ή να έχει κάποια σχέση με το παλιό υποστατικό των Δαμόφληδων στο Κόμητο;"

"Ωωω κοπέλα μου, οι Δαμόφληδες ήταν από τις πιο λαμπερές και ευγενικές οικογένειες στη Σύρα του 1880..."

Η Λένα άρχισε να απορεί.

"Δεν λέω για τότε, για σήμερα λέω..."

"Όχι παιδί μου, δεν ζει κανείς πια εκεί. Αφού είδες είναι ερείπια. Δεν υπάρχει κανείς από την οικογένεια αυτή. Έλα να σου δείξω, κάθισε εκεί", της είπε δείχνοντας ένα μεγάλο γραφείο στη βιβλιοθήκη. Σε λίγο επέστρεψε με ένα παλιό χοντρό βιβλίο στα χέρια. Έκατσε κοντά της.

"Κοίτα εδώ αυτές τις παλιές εικόνες, το σπίτι τους..." άρχισε να ξεφυλλίζει, κάποια στιγμή στάθηκε στην φωτογραφία μιας γυναίκας. Η καρδιά της Λένας πήγε να σπάσει.

"Σταθείτε! Ποια είναι αυτή η γυναίκα!" πετάχτηκε στον τρομαγμένο Νταρζάνο. Η φωνή του μαλάκωσε.

"Η Φραντζέσκα Δαμόφλη. Η κυρά του σπιτιού..."

"Δεν είναι δυνατόν.... Αυτή η ομοιότητα...." έκανε η Λένα αποσβολωμένη, "πείτε μου για αυτήν!"

Φρανζέσκα Δαμόφλη ήταν η αρχόντισσα της οικογένειας. Γοητευτική, καλόκαρδη, δεκτική αλλά και τραγική. Στα 45 της χρόνια την χτύπησε η πρώτη τραγωδία..."

"Δηλαδή...."

"Έχασε τη κόρη της! Την μοναχοκόρη τους!"

"Πως;"

"Ένα τραγικό δυστύχημα κορίτσι μου. Η κοπέλα πνίγηκε!"

"Τι;" έκανε η Λένα έκπληκτη, "Μα πως έγινε;"

"Κανείς δεν ξέρει... έπεσε στη στέρνα...", η Λένα ανατρίχιασε... "προσπάθησε να την σώσει, ήταν εκεί κοντά, δεν τα κατάφερε. Η κόρη της έσβησε στα χέρια της, ήταν μόλις είκοσι ετών, μια κοπέλα λένε σαν τα κρύα νερά, καλή ώρα σαν εσένα... "

"Πότε έγινε αυτό;"

"Μια Τρίτη καλοκαίρι λέει το ημερολόγιο της οικογένειας. Το έγραφε με τα χέρια της. Από εκείνη τη μέρα, κάθε Τρίτη έπαιρνε το δρόμο βουβή για εκεί. Στεκόταν μπροστά στη στέρνα για ώρα πολύ. Χρόνια ολάκερα. Κάθε Τρίτη.... Πέθανε με αυτόν τον καημό. Δεν μπόρεσε να προλάβει την κόρη της. Όμως ακόμα και στα στερνά της ήταν μια αρχόντισσα.

Η Λένα έπιασε το κεφάλι της. Αυτό που ζούσε ήταν έξω απ τις δυνάμεις της.

"Έχεις κάτι κορίτσι μου;" τη ρώτησε εκείνος.

Η Λένα πήρε το βιβλίο κοντά της σαν να ήθελε να βουλιάξει στις σελίδες του. Τα μάτια της στάθηκαν στην εντυπωσιακή φωτογραφία της. Ένιωθε τα χέρια της να τρέμουν.

"Μήπως δεν αισθάνεστε καλά;" την ρώτησε ο Νταρζάνος.

"Πότε είναι αυτή η φωτογραφία;" τον ρώτησε.

"Εδώ είναι πια αρκετά χρόνια μετά το δυστύχημα με την κόρη της.

Η Λένα άργησε να απαντήσει. Προσπαθούσε να βρει μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά. Ο δεκτικός και ευγενικός άνθρωπος συνέχισε την ενημέρωσή του πάνω στα γεγονότα εκείνης της εποχής. Η Λένα ένιωθε πια να έχει ενώσει σχεδόν όλα τα κομμάτια σε αυτό το ξεχωριστό παζλ. Ευχαρίστησε τον Νταρζάνο και έφυγε.

Ήθελε να περπατήσει μόνη. Πήρε το δρόμο κάτω στην Ερμούπολη. Βγήκε στην παραλία και τράβηξε προς το Τελωνείο. Εκεί στη μεγάλη προκυμαία άρχισε να τακτοποιεί τις σκέψεις της.

Είχε δίλημμα αν έπρεπε να μεταφέρει όλα όσα έμαθε στους δικούς της. Δεν ήξερε αν είχε νόημα, δεν μπορούσε άλλωστε να εξηγήσει.

Κοίταξε κάποια στιγμή το κινητό της. Ήταν Πέμπτη. Όλα όσα έζησε, αυτή της η ακροβασία στο θάνατο είχαν γίνει την Τρίτη. Όπως και τότε. Τόσα χρόνια πριν.

Άπλωσε το βλέμμα της στο πέλαγος που ξανοίγονταν μπροστά της έξω απ το λιμάνι. Έκλεισε τα μάτια και έφερε στη μνήμη της το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας που την είχε ή νόμιζε τουλάχιστον ότι την είχε τραβήξει απ την στέρνα την τελευταία στιγμή λίγο πριν το τέλος.

Το χέρι στην τσέπη της έπιασε πάλι εκείνο το παλιό μεταλλικό κλειδί που βρέθηκε δίπλα της όταν ήταν λιπόθυμη έξω από τη στέρνα. Το έβγαλε και το κοίταξε προσεκτικά. Πόσο όμορφο ήταν. Στο φως του δειλινού μια γλυκιά λάμψη αντιφέγγιξε πάνω του δίνοντας μια παράξενη ζεστασιά.

Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ αυτήν την εικόνα της λυτρωτικής ανακούφισης που είδε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της αποκαμωμένη εντελώς. Ήταν ένα πρόσωπο που λες και έσπαγε τα δεσμά της απελπισίας, λες και αναμετρήθηκε με τον θάνατο και βγήκε νικητής.

Αυτήν την παράξενη Τρίτη που χαράχτηκε στη ζωή της.

******************************

Οι ξύλινες μπαλκονόπορτες του μεγάλου σαλονιού στο αρχοντικό των Δαμόφληδων έτριξαν από την αύρα της νύχτας που έρχονταν. Η απόλυτη εγκατάλειψη στο ερειπωμένο σπίτι ντύθηκε στα χρώματα του δειλινού. Ένα παράξενο λεπτό άρωμα όμως γέμισε το χώρο και κάποια βήματα έκαναν το σαπισμένο ξύλινο πάτωμα να τρίξει επικίνδυνα. Η σκιά της γοητευτικής γυναίκας τράβηξε προς το παράθυρο. Το μαντό της, η ομπρέλα, το πλατύγυρο καπέλο της. Ένα ζευγάρι μάτια στάθηκαν. Το βλέμμα απλώθηκε γαλήνιο πέρα στο λιόγερμα. Γεμάτο ηρεμία και θα  έλεγε κανείς χαμόγελο.

Για μια στιγμή λες και ο χρόνος άλλαξε θέση.

"Κυρά πάνε τόσα χρόνια που σε βλέπω να χαμογελάς τόσο ήρεμα", ακούστηκε πίσω της η φωνή του Ιάκωβου. Γύρισε και τον κοίταξε με αυτή τη γλύκα του προσώπου της, φωτεινό μετά από χρόνια.

"Ιακωβε, είπες στο Θόδωρο να παραγγείλει στον κλειδαρά άλλο κλειδί; Το δικό μου κάπου μου έπεσε", του είπε...

Ο ήλιος χρύσιζε τη θάλασσα πίσω απ το λόφο στις Αγκαθοπές. Η παράξενη αυτή Τρίτη της Φραντζέσκας Δαμόφλη αποχαιρετούσε τον ήλιο.  

Τέλος

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top