Η ξεχωριστή Τρίτη της Τερέζας Δαμόφλη (1o Mέρος)

 "Στα πενήντα της πια χρόνια η Φραντζέσκα Δαμόφλη δεν είχε χάσει πολλά από τη γοητευτική της ακτινοβολία που κατείχε ανέκαθεν από τα χρόνια της νιότης της. Ψηλή, αδύνατη, με καστανά μαλλιά στα οποία τα πρώτα λευκά έκαναν διακριτικά την παρουσία τους. Πρόσωπο καθάριο με εκφραστικά μάτια. Μόνο που ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε πια να δει τα σημάδια μιας κούρασης ολόγυρά τους. Ακόμα και μια θλίψη να πλανιέται και να αγκαλιάζει το πρόσωπό της..."

Δραματικό διήγημα στα στενά της Πωσειδωνίας με φόντο την πανέμορφη Σύρα...

Από το ξημέρωμα ένας δυνατός Γραίγος κατέβαινε ορμητικός προς τον κόλπο της Πωσειδωνίας. Κινούσε φουριόζος απέναντι απ την Τήνο, έπαιρνε δύναμη πάνω από το βουνό στη Βήσσα, και πλάγιαζε σφυριζοντας μπροστά στον μικρό κόλπο τραβώντας τη θάλασσα προς τα πέρα. Φθινοπώριαζε στη Σύρα και ο καιρός άρχιζε να ψυχραίνει. Οκτώβρης του 1910 δα για τα καλά του. Στον ουρανό ταξίδευαν πια όλο και πιο πυκνά μαύρα σύννεφα. Τα πρώτα νερά της βροχής είχαν δώσει έναν αναστεναγμό λύτρωσης στο κατάξερο χώμα της γης. Οι καλοκαιρινοί επισκέπτες στην Ντελαγκράτσια είχαν πια αφήσει τις μεγάλες βίλες τους και κινούσαν πίσω στη χώρα να ξεχειμωνιάσουν. Έμεναν πια οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής πιστοί στη γαλήνη και στην ηρεμία τους.

Το μεγάλο αρχοντικό των Δαμόφληδων έστεκε περήφανο ακριβώς στην άκρη της θάλασσας, στη μέση του κόλπου. Πέρα στο βάθος στο πέλαγος έβλεπες αχνά το στενό ανάμεσα στη Σέριφο και στην Κύθνο. Στα δεξιά του είχε τον Φοίνικα και στα αριστερά του την παραλία στις Αγκαθοπές. Επιβλητικό, όμορφο, με τους κλασικούς κίονές του, τις καμάρες του, κληροδότημα των καπεταναίων της οικογένειας από τα μέσα του 1860. Η είσοδός του έστεκε στον επαρχιακό δρόμο που ερχόταν απ τον Φοίνικα. Στο πάνω πάτωμα του σπιτιού που έμοιαζε με μικρό πύργο ήταν μια μεγάλη αυλή που λούζονταν στο φως που έστελνε το λιόγερμα στο τέλος κάθε μέρας. Και τα πόδια του σπιτιού μούλιαζαν στην αρμύρα της θάλασσας που έσκαγε λίγα μέτρα μπροστά του σε ένα πέτρινο μικρό μώλο που το προστάτευε απ τη μανία του Γαρμπή.

Η Φραντζέσκα Δαμόφλη τράβηξε τις μεγάλες κουρτίνες από το σαλόνι στο πάνω πάτωμα. Το φως του μεσημεριού μπήκε ανεμπόδιστο στο μεγάλο δωμάτιο με την λεπτή διακόσμηση. Εκείνη, η κυρά του αρχοντικού, ακούμπησε τα χέρια της στην ξύλινη κουπαστή του μεγάλου παραθύρου. Άφησε το φως του ήλιου να γλυκάνει το κορμί της. Σαν να το ήθελε βάλσαμο σε εκείνη τη στιγμή.

"Κυρία, να μαζέψω το τραπέζι;" έσπασε τη σιωπή η φωνή της νεαρής οικιακής βοηθού που μπήκε στο δωμάτιο.

"Ναι Κατερίνα, δεν θα χρειαστώ κάτι άλλο" της απάντησε ζεστά.

"Να ετοιμάσω τον καφέ σας ή είναι νωρίς;" ρώτησε ξανά η νεαρή Κατερίνα.

"Όχι δα από τώρα. Θα τον πιω, όπως πάντα, όταν γυρίσω στη βεράντα το απόγευμα"

"Θα βγείτε Κυρία;"

"Κατερίνα... Τρίτη σήμερα. Να στο θυμίσω καλή μου για το λησμόνησες"

Η νεαρή κοπέλα έδειξε λίγο άβολα αλλά συνήλθε άμεσα.

"Συγγνώμη κυρία, έχετε δίκιο" της είπε και αποχώρησε διακριτικά και ήσυχα προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Στα πενήντα της πια χρόνια η Φραντζέσκα Δαμόφλη δεν είχε χάσει πολλά από τη γοητευτική της ακτινοβολία που κατείχε ανέκαθεν από τα χρόνια της νιότης της. Ψηλή, αδύνατη, με καστανά μαλλιά στα οποία τα πρώτα λευκά έκαναν διακριτικά την παρουσία τους. Πρόσωπο καθάριο με εκφραστικά μάτια. Μόνο που ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε πια να δει τα σημάδια μιας κούρασης ολόγυρά τους. Ακόμα και μια θλίψη να πλανιέται και να αγκαλιάζει το πρόσωπό της. Μια βαθιά μελαγχολία που έδενε γλυκύτατα στο παρουσιαστικό της επηρέαζε ακόμα και τη χροιά της φωνής της.

"Θα πάτε πάλι εκεί;" διέκοψε τις σκέψεις της η φωνή ενός ώριμου άντρα που είχε ήδη μπει στο σαλόνι και στάθηκε πίσω της.

"Ιάκωβε πότε μπήκες; τελευταία κυκλοφορείς τόσο αθόρυβα που είναι φορές που με τρομάζεις..." του είπε χαριτολογώντας.

Ο ώριμος άντρας ανταποκρίθηκε στο διακριτικό της χαμόγελο. Οικονόμος του σπιτιού, κοντά τους για πάνω από είκοσι χρόνια, είχε γίνει πια πρόσωπο τόσο οικείο και τόσο έμπιστο που μίκραινε τις αποστάσεις μεταξύ τους. Πήρε πάλι το σοβαρό της ύφος και συνέχισε:

"Ναι θα πάω, πρώτη φορά είναι ή τελευταία; Τι σας ήρθε σήμερα και με ρωτάτε;"

Εκείνος το προσπέρασε προχωρώντας στην ερώτησή του.

"Να πω στο Θόδωρο να ετοιμάσει την άμαξα;"

"Ναι σε παρακαλώ"

"Να σας ρωτήσω κάτι; Μήπως...", εκείνη γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο, "...μήπως να το σταματούσατε αυτό; είναι τώρα τόσα χρόνια..."

Τον κοίταξε με το αγέρωχο ύφος της. Έκανε κάποια βήματα προς το κέντρο του δωματίου δείχνοντας προς το διάδρομο.

"Ιάκωβε, δεν πας καλύτερα να ειδοποιήσεις το Θόδωρο;" του είπε αποστομωτικά αναγκάζοντάς τον να κινήσει προς την έξοδο αφήνοντάς την μόνη.

Σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμη. Αρχοντική και επιβλητική όπως ήταν πάντα τα τελευταία χρόνια. Παρά το σφιγμένο της πρόσωπο, η γλυκύτητα ήταν χαρακτηριστική. Μαζί με τη γοητεία της. Εσωτερικά φορούσε το σομόν φόρεμά της. Έριξε πάνω της ένα μακρύ μαντό στις αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ. Έτσι κι αλλιώς η ψύχρα είχε ήδη αρχίσει να την ενοχλεί. Πήρε την ομπρέλα της, αχώριστο αξεσουάρ δίπλα της, έβαλε στο κεφάλι της το εξαίρετο πλατύγυρο καπέλο της ασορτί στο χρώμα του μαντό, με τη μεγάλη κορδέλα στο πλάι. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο κάτω στην είσοδο. Η Άμαξα την περίμενε. Πήρε αργά τα βήματά της στη μεγάλη κυκλική σκάλα. Καθώς στριφογύριζε προς την έξοδο, οι αναλαμπές του ήλιου φώτιζαν τα μελαγχολικά της μάτια. Αν κάποιος μπορούσε να την δει από κοντά θα έλεγε ότι ήταν υγρά.

Ο Θόδωρος, ο αμαξάς την υποδέχτηκε ευγενικά υποβοηθώντας την να ανέβει.

"Στο υποστατικό Θόδωρε!" του είπε, εκείνος υποκλίθηκε.

"Ξέρω κυρία"

Ξεκίνησαν. Ο ήλιος είχε μεσιάσει πια στον ουρανό προχωρημένο μεσημέρι. Τα πρώτα σκούρα σύννεφα είχαν αρχίσει να φτάνουν. Η άμαξα με τα δύο άλογα πήρε το δρόμο προς τις Αγκαθοπές. Η Φραντζέσκα Δαμόφλη είχε γύρει το πρόσωπό της προς το παράθυρο. Το βλέμμα της απλώθηκε στη θάλασσα που χρύσιζε στο φως του ήλιου. Πέρασαν τον μικρό κόλπο και πήραν τον ανήφορο προς το Κόμητο. Το βλέμμα της απλώθηκε κουρασμένο πέρα στα όρια του πελάγους. Στο βάθος προς τα δεξιά της απλώνονταν ήδη ο κόλπος στην αμμουδερή παραλία. Και εκεί, λίγα μέτρα πίσω απ την ακτή, άρχισε ήδη να βλέπει τα πρώτα κτίσματα.

Το υποστατικό. Ένας αναστεναγμός βαθύς με αρκετό πόνο ανέβηκε από βαθιά μέσα στην καρδιά της. Ήρθε στο στόμα της λυτρωτικός. Έπαιξε λίγο με τη σκέψη της που παγωμένη ταξίδευε στα κτίσματα του μεγάλου υποστατικού της οικογένειας. Εκεί που ήταν το μεγάλο κτήμα, ο στάβλος, το ποτοποιείο. Οι παλμοί της καρδιάς της γίνηκαν πιο έντονοι καθώς πλέον η άμαξα έπαιρνε την τελική ευθεία προς την εξωτερική πύλη. Σε λίγα λεπτά ο Θόδωρος την βοηθούσε να κατέβει.

"Θα σας περιμένω εδώ κυρία", της είπε.

"Ναι Θόδωρε, όπως πάντα..."

Πήρε τα βήματά της σταθερά προς τα κτίρια στο εσωτερικό. Εκείνη την ώρα το κτήμα ήταν άδειο. Ήταν άλλωστε προχωρημένο μεσημέρι για το οτιδήποτε. Πέρασε μπροστά απ τον κήπο. Έφτασε στο κεντρικό κτίριο με τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Δεξιά-αριστερά της σκάλας δύο κατακόκκινοι ιβίσκοι έστεκαν εκεί σαν παραστάτες. Τα βήματά της ήταν λες μηχανικά. Σαν να τα είχε πια μάθει με κλειστά μάτια. Ανέβηκε στο μπαλκόνι και πέρασε στο πίσω κτίριο. Το βλέμμα της λες και αναζητούσε κάτι. Στο βάθος το είδε. Η μεγάλη στέρνα. Εκεί που φυλάγονταν το νερό για το κτήμα και τις άλλες αγροτικές δουλειές. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε ακριβώς απέναντί του. Σαν να ανεμετριώταν μαζί με τον όγκο του. Και εκεί ακριβώς τη βρήκε η κραυγή!

Μια νεανική γυναικεία κραυγή απόγνωσης έσκισε στα δυό τον αέρα με τα ηχητικά της κύματα να σπάνε την ηρεμία της.

"Βοήθεια!" ακούστηκε. Κάποιος στη στέρνα.

"Θεέ μου!", σκέφτηκε.

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η Φραντζέσκα είχε γίνει νεώτερη και το σώμα της σαν να έσπαγε τα δεσμά του χρόνου και τις δυνάμεις της. Έτρεξε προς το μέρος της κραυγής.

"Στη στέρνα Θεέ μου!" μουρμούρισε. Έφτασε εκεί, ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε στην πέτρινη κουπαστή. Τότε την είδε! Μια νεαρή κοπέλα μέσα στο νερό πάσχιζε απεγνωσμένα να κρατηθεί στην επιφάνεια. Βλέπεις ο πέτρινος βυθός ήταν γλιστερός και ήταν αδύνατον στον καθένα να ισορροπήσει.

"Βοήθεια πνίγομαι!" ακούστηκε ξανά η νεαρή κοπέλα με τα μάτια της στα δικά της ικετευτικά.

"Κρατήσου παιδί μου, έρχομαι!" κατάφερε να απαντήσει.

Έτρεξε κοντά της. Αψηφώντας τα πάντα, δρασκέλισε την πέτρινη κουπαστή με αξιοθαύμαστη ένταση. Πήρε στο χέρι της μια κουλούρα απ το χοντρό σχοινί που ήταν πιασμένο εκεί.

"Κρατήσου από εδώ!" κραύγασε απ την αγωνία. Πέταξε την άκρη του σχοινιού στην κοπέλα. Εκείνη κατάφερε να το κρατήσει. Η Φραντζέσκα προσπάθησε με το ένα της χέρι να κρατηθεί ενώ με το άλλο άρχισε να τραβά την νεαρή κοπέλα. Γλίστρισε, έπεσε, πήγε να της φύγει το σχοινί. Η κοπέλα έδινε μάχη να μείνει στην επιφάνεια. Ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.

"Θα τα καταφέρω!" μούγκρισε μέσα απ τα δόντια της με ένα απίστευτο βλέμμα τραβώντας την κοπέλα προς την άκρη της στέρνας.

"Θα ζήσεις.... Θα ζήσεις...." της ξέφυγαν οι λέξεις καθώς πλέον έλεγχε την κατάσταση. Λίγο ακόμα.... Δύναμη ως το τέλος και η νεαρή κοπέλα είχε φτάσει στην άκρη και είχε πιαστεί απ την πέτρινη κουπαστή και το χέρι της Φραντζέσκας που την είχε αρπάξει. Ένα χέρι που είχε γίνει γέφυρά της με τη ζωή. Χύθηκε στην κουπαστή της στέρνας. Σύρθηκε, μάτωσε, άπλωσε τα χέρια της, πάλεψε με το κορμί και τις δυνάμεις της. Αγκομαχούσε λες και έδινε την ύστατη μάχη της. Την τράβηξε εντελώς έξω απ τη στέρνα. Η νεαρή κοπέλα ένιωσε εκεί τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Τα μάτια της άρχισαν να γεμίζουν σκοτάδι καθώς οι αισθήσεις της την εγκατέλειπαν. Στα μάτια της έμεινε η εικόνα απ το πρόσωπο της Φραντζέσκας και εκείνο το απερίγραπτο αίσθημα στο δακρυσμένο της βλέμμα. Κάτι σαν κραυγή, σαν κλάμα λύτρωσης. Λες και μια ζωή κρατιόταν στο φως.

**********************************************

(Η Συνέχεια στο 2ο μέρος)

  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top