Επισκέπτης απροσδόκητου χρόνου (Μέρος 3ο)

 Ο Θόρυβος από την πορσελάνινη καφετιέρα, που έγερνε στα χέρια της ώριμης καλοφτιαγμένης γυναίκας στο μπαλκόνι, ακούστηκε μεταλλικός.

"Πως είσαι έτσι Ιάκωβε; Θεέ μου! Τι έχεις ; είσαι κάτωχρος! Συνέβη τίποτα τη νύχτα;"

Εκείνος έσυρε αργά τα βήματά του προς το μπαλκόνι κρατώντας το στήθος του ισιώνοντας τα μαλλιά του.

"Είχα μια φριχτή νύχτα!" Κόμπιασε, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα δεδομένα της κουβέντας με τη γυναίκα του.

"Εφιάλτη έβλεπες Ιάκωβε; Μα είσαι χάλια" Έκανε εκείνη παρατηρώντας τον με προσοχή. Η φωνή της υπηρεσίας δίπλα διέκοψε την παρατήρησή της, ο καθηγητής είχε ήδη κάτσει βαρύς στον καναπέ του μπαλκονιού.

"Να φέρω καφέ στον Κύριο ;"

"Ναι παιδί μου και δυνατό μάλιστα" Έκανε εκείνη συνεχίζοντας.

"Πρέπει να ήταν κάτι πολύ άσχημο, πως είσαι τώρα ;"

"Όλα καλά Δήμητρα, όλα εντάξει, θα περάσει, σοκ ήταν, θα φύγει, θα ξεχαστεί... ήταν..."

"Μα τι ήταν τι είδες ;"

Έκατσε νωχελικά κάπως ανακουφισμένα στον καναπέ της βεράντας, το πρωινό φως της μέρας έδειχνε να τον συνεφέρει γρήγορα.

"Άστο καλύτερα, ας μην το θυμηθώ, κάτι μακρινό, νόμιζα ξεχασμένο, ας το αφήσω να ξεχαστεί, άλλωστε δεν έχει και σημασία τώρα πια" αποκρίθηκε κοιτώντας πέρα στον κήπο.

"Και καλά θα κάνει" τον ενίσχυσε εκείνη συνεχίζοντας "και ...κοίτα να συνέλθεις, απόψε έχουμε την εκδήλωση στο αμφιθέατρο της σχολής"

"Ποια εκδήλωση έκανε εκείνος σαν αφηρημένος"

"Το ξέχασες Ιάκωβε; Απόψε έχουμε γιορτή! Και μάλιστα διπλή. Είναι η τελετή απονομής της χορηγίας από την ETERNAL MARKET για την νέα χρονιά με τις βραβεύσεις των αριστούχων"

"Και γιατί διπλή;"

Η ματιά της γυναίκας του έπεσε πάνω του λες και παρατηρούσε κάποιον τρελό.

"Είσαι στα καλά σου χριστιανέ μου; Είναι η μέρα σου σήμερα επίσης!", του είπε με στόμφο.

"Η μέρα μου..." Έκανε εκείνος παράξενα.

"Ναι, επιτέλους να αναγνωριστεί το έργο σου. Ειδική τιμητική πλακέτα για την εκπαιδευτική προσφορά σου στη σχολή σου Ιάκωβε, όλη η λαμπερή κοινωνία της πόλης μας, δεν θα λείψει κανείς!"

Ο καθηγητής σηκώθηκε αργά.

"Δεν θα λείψει κανείς...." είπε αργά μέσα του κοιτώντας πέρα στον ορίζοντα.

"Θα είναι και ο Στάθης εκεί, μου τηλεφώνησε πριν ξυπνήσεις"

"Ποιος Στάθης έκανε εκείνος" προσπαθώντας να θυμηθεί.

Η Γυναίκα του τον κοίταξε παράξενα αφήνοντας την κούπα με τον καφέ στο τραπέζι.

"Ο Στάθης Ανδρογέρακας καλέ μου, έλεος, τι έχεις πάθει, σύνελθε.... πιες τον καφέ σου"

"Η εκδήλωση" είπε με στοχασμό, "Ναι, έχεις δίκιο, σήμερα είναι, πήγα να το ξεχάσω"

"Είναι όλα έτοιμα Ιάκωβε, με πήραν από τη σχολή το πρωί, οι προετοιμασίες, τα πράγματα, όλα εντάξει. Θέλω να το χαρείς αγάπη μου!"

Έκανε κάποια βήματα, πήρε την κούπα με τον καφέ και βάδισε αργά στο μπαλκόνι. Το βλέμμα του απλώθηκε ως πέρα τον ορίζοντα. Ο Ήλιος πια είχε ανέβη λούζοντας τα απέναντι βουνά και την μικρή κοιλάδα της πόλης.

"Ναι, όλα εντάξει..., όλα τακτοποιημένα, με κάθε τάξη και σιγουριά, προβλέψιμα, λαμπερά..." έφυγαν οι λέξεις από το στόμα του καθώς ακουμπούσε την κούπα του πάνω στο πέτρινο γείσο του μπαλκονιού ενώ η γυναίκα του εξακολουθούσε να τον παρατηρεί λες και με κάτι απορούσε.

ΤΕΛΟΣ

Κάτι σαν Επίλογος:

Οι χαρακτήρες και η υπόθεση σε αυτό το διήγημα ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα και αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Το διήγημα αυτό αφιερώνεται σε όλα εκείνα τα "παράξενα" και "ιδιαίτερα" παιδιά, που, κατά καιρούς, βαφτίστηκαν αδύναμα, κρίθηκαν αποβλητέα από την κοινότητα των "δυνατών και εκλεκτών" και δέχτηκαν τον βιασμό και τον φασισμό της παρενόχλησης και της διαπόμπευσης.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top