Επισκέπτης απροσδόκητου Χρόνου (Μέρος 1ο)

Κοινωνικό Δραματικό θρίλερ

Περίληψη: Ο πρύτανης  Πανεπιστημίου  μιας επαρχιακής πόλης, καθηγητής Χατζηγιώργος, δέχεται ένα βράδυ, στο γραφείο του, έναν παράξενο επισκέπτη από το πουθενά. Έναν ώριμο άντρα που έρχεται με ιδιαίτερα απειλητικές και επιθετικές διαθέσεις. Ο καθηγητής θα κληθεί να βρεθεί αντιμέτωπος με πράξεις και αποφάσεις του παρελθόντος που θα πάρουν τραγική τροπή.

Τα αναφερθέντα δρώμενα είναι μυθοπλασία και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα.


 "Κύριε Καθηγητά, με θέλετε τίποτα άλλο ;" ήταν η φωνή της συμπαθητικής Γραμματέας που φάνηκε στην πόρτα του γραφείου.

"Όχι Έφη παιδί μου, μπορείς να φύγεις, είναι άλλωστε αργά" αποκρίθηκε ο Καθηγητής καθισμένος στο βαρύτιμο γραφείο του.

"Αργήσατε σήμερα κ. Καθηγητά, θα μείνετε πολύ;"

"Ναι, είχα κάτι εκκρεμότητες, πέρασε η ώρα και δεν το κατάλαβα, όχι, θα φύγω, το παρακάναμε σήμερα, φύγε εσύ, κλείστα όλα" της αποκρίθηκε καθώς άρχισε να μαζεύει τα έγγραφα που ήταν ριγμένα άτακτα μπροστά του.

"Πέφτει βαριά ομίχλη έξω, να προσέχετε, καλή σας νύχτα".

"Καληνύχτα Έφη, ευχαριστώ, θα τα πούμε από Δευτέρα πια, καλό ΣαββατοΚύριακο"

"Καλό ΣαββατοΚύριακο, επίσης" είπε η νεαρή κοπέλα με ένα εκφραστικό χαμόγελο και χάθηκε κλείνοντας τη πόρτα πίσω της.

Σηκώθηκε, τέντωσε λίγο το πιασμένο του κορμί. Στα ώριμα πια χρόνια του, το αίσθημα του μουδιάσματος σαν κάθονταν με τις ώρες στο γραφείο ήταν πια έντονο. Απομακρύνθηκε από το γραφείο με τις βαριά βιβλιοθήκη πίσω του, γραφείο ακαδημαϊκού και κίνησε στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε πέρα στον ανοιχτό ορίζοντα. Ήταν ήδη περασμένες εννέα, οι νύχτες του Φθινοπώρου εκεί έπεφταν βαριές. Το βάθος της Πόλης είχε χαθεί μέσα σε μια έντονη ομίχλη που σάλευε αργά τα βήματά της ανοίγοντας την αγκαλιά της καταπίνοντας αργά τα πάντα στο διάβα της. Κοντοστάθηκε λίγο στο παράθυρο αφήνοντας το βλέμμα του και τη σκέψη του λεύτερη να ταξιδέψει στις διαθέσεις της εικόνας που η φύση απλόχερα και χαρισματικά του έδινε μπροστά του. Η Ομίχλη και τα φώτα της Πόλης έδιναν πέρα μακριά στο σκούρο όγκο του Βουνού παράξενο ίσως φοβιστικό σχήμα. Από το γραφείο του πήρε από το πακέτο του ένα τσιγάρο, το άναψε νωχελικά, σκεπτικά και στράφηκε πάλι στο μεγάλο παράθυρο.

Δεν είχε καταλάβει πόσος χρόνος είχε περάσει έτσι με τον εαυτό μου κρεμασμένο στις διαθέσεις της νυχτερινής εικόνας όταν γύρισε προς το γραφείο. Έκατσε και άρχισε να παίρνει τα προσωπικά του αντικείμενα για να φύγει όταν τα έντονα χτυπήματα στην πόρτα του τον έκαναν να απορήσει με ανησυχία

"Ποιος είναι;" αποκρίθηκε με έκδηλη ανησυχία.

Η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε και η είσοδος καλύφτηκε από την επιβλητική μορφή ενός παράξενου άντρα.

"Τα σέβη μου καθηγητά Χατζηγιώργο"

Η Φωνή του ακούστηκε σαν απόκοσμη, απειλητική. Ήταν ψηλός, γύρω στα 40, κλασικό καπέλο Fedora που έκανε μια έντονη σκιά στο σμιλεμένο πρόσωπό του και στα μάτια του. Η καμπαρντίνα του ήταν με σηκωμένους γιακάδες. Φόραγε σκούρο κοστούμι κλασικής γραμμής, καλοφτιαγμένο και δερμάτινα μαύρα γάντια. Μια μορφή λες και ερχόταν πίσω από έναν ακαθόριστο χρόνο.

Ο Καθηγητής ένιωσε την ανάσα του να πνίγεται και μια αδιόρατη απειλή αμέσως τον έλουσε. Ανασηκώθηκε.

"Ποιος είστε, τι θέλετε ;" κατάφερε να βγάλει τη φωνή του προσπαθώντας να ξεπεράσει το πρώτο σοκ.

"Χαίρομαι που είμαι κοντά σας" είπε ο άντρας μπροστά του, που χωρίς δεύτερη κουβέντα ή κάλεσμα, έκλεισε την πόρτα πίσω του και γύρισε προς το μέρος του όρθιος επιβλητικός.

"Δεν με περιμένατε ε ;" αποκρίθηκε εκείνος με ένα εμφανές και απόλυτο θράσος και κάθισε απέναντί του στην πολυθρόνα.

"Ποιος είστε Κύριε τέτοια ώρα; Έτσι απρόσκλητος, τι θέλετε, γνωριζόμαστε; αν δεν φύγετε θα καλέσω την Αστυνομία....!" Έκανε ο καθηγητής με εμφανή προσπάθεια να ανακτήσει μέρος της χαμένης του κυριαρχίας. Το χέρι του κινήθηκε προς το τηλέφωνο του γραφείου.

"Μην κάνετε τον κόπο! Δεν λειτουργεί" Ακούστηκε η φωνή του παράξενου επισκέπτη ατάραχη στην πολυθρόνα του.

Φοβισμένος ο Καθηγητής σήκωσε το ακουστικό διαπιστώνοντας με απόγνωση τη σιωπή μιας νεκρής γραμμής. Ασυναίσθητα έπιασε το κινητό του από το γραφείο σε μια προσπάθεια να ξεκινήσει μια κλήση.

"Δεν θα σας το συμβούλευα κ. Καθηγητά." Είπε ο άλλος με μια απότομη κίνηση εγκαταλείποντας την πολυθρόνα του βρισκόμενος ακριβώς μπροστά στο γραφείο του Χατζηγιώργου. Ο Καθηγητής είδε στο χέρι του με το δερμάτινο γάντι την σκοτεινή κάνη ενός όπλου να τον σημαδεύει. Ο άλλος είχε το αριστερό του χέρι απλωμένο ζητώντας του το τηλέφωνο. Ο Καθηγητής το έδωσε, εκείνος το πήρε ήσυχα χωρίς να στρέψει την κάνη του όπλου του από τα μάτια του καθηγητή που ξέσφιξε τον κόμπο της γραβάτας του.

"Τι θέλετε Κύριε; Μπαίνετε στο γραφείο μου με ένα πιστόλι, δεν σας ξέρω, τι ζητάτε από μένα;"

Ο άλλος έκανε να γυρίσει λίγο στο πλάι, ο καθηγητής σε μια απελπισμένη κίνηση έκανε να αρπάξει το βαρύ press papier από το γραφείο του, όμως ο άντρας όρμησε επάνω του τον άρπαξε με το ένα του χέρι τραβώντας τον από το γραφείο. Η ώθηση της σπρωξιάς του πέταξε τον καθηγητή στο πάτωμα στο πλάι. Εκείνος αφού η σκληρή άκαμπτη έκφραση του προσώπου του μονομιάς επανήλθε στα ήρεμα πλαίσια, του άπλωσε το χέρι να τον βοηθήσει να σηκωθεί.

"Κύριε Καθηγητά, θα σας παρακαλούσα να μην με ξαναφέρετε στην επώδυνη θέση να σας φερθώ έτσι" Είπε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ο Καθηγητής σηκώθηκε, τακτοποίησε το σακάκι του και κάθισε λαχανιασμένος αποκαμωμένος στο γραφείο του.

"Ενώ το να μπαίνετε οπλισμένος σε ένα γραφείο και να με απειλείτε το νιώθετε καλύτερα"

Εκείνος, έβγαλε την καμπαρντίνα του, την δίπλωσε με τάξη αφήνοντάς στην βαριά πολυθρόνα. Ο όγκος του όπλου του ξεχώριζε κάτω από το σακάκι του. Έκανε ένα γύρω στο γραφείο στο πλάι. Περιεργάστηκε τα πράγματα και το χέρι του έπεσε σε ένα ξύλινο καλοσκαλισμένο εικόνισμα του Ιησού. Το πήρε στα χέρια του.

"Ο Χριστός.... ο Υιός του Θεού που θυσιάστηκε για τους αδύνατους, τους ανήμπορους, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου....". Την τελευταία του κουβέντα την τελείωσε καρφώνοντας με το βλέμμα τον καθηγητή.

"Είστε Χριστιανός κ. Χατζηγιώργο έτσι; Βλέπω".

"Για τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις ήρθες εδώ απόψε να με κρατάς ;"

"Λοιπόν κ. Χατζηγιώργο" άρχισε ο άλλος με γλώσσα ψυχρή σαν υπολογιστής.

"Η Γραμματέας σας έφυγε, είναι ήδη στο δρόμο, στη Σχολή δεν βρίσκεται κανείς απολύτως. Ο Security στο φυλάκιο εισόδου είναι ένα χιλιόμετρο από το γραφείο σας και η συντροφιά του αυτή τη στιγμή δεν νομίζω να του προκαλέσει κάποια ...διάθεση ας το πούμε να σας επισκεφτεί. Συνεπώς....! Είμαστε μόνοι. Απολύτως μόνοι. Θα παρακαλούσα λοιπόν.... αντιλαμβάνεστε"

Ο Καθηγητής εξεμάνη χωρίς όμως να αποτολμήσει κάτι.

"Ποιοί είστε πανάθεμά σας. Ποιος είσαι ; Τι θέλεις εδώ; Τι ζητάς; Χρήματα;"

Ο άλλος σηκώθηκε, πήγε στο διπλανό μεγάλο ερμάριο, άνοιξε ένα ξύλινο κουτί με πούρα.

"Επιτρέπετε...." Έδωσε απάντηση στον εαυτό του παίρνοντας ένα πούρο που το άναψε. Έκατσε και πάλι στην πολυθρόνα. Ο βαρύς καπνός γέμισε το χώρο.

"Είστε ο καθηγητής Ιάκωβος Χατζηγιώργος, πρύτανης της Πανεπιστημιακής σχολής της Πόλης, εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας, εκλεκτή παρουσία στις κοσμικές και ...εθνεγερτικές εκδηλώσεις, προνομιακός προσκεκλημένος στις συνάξεις των πολιτικών αρχόντων του Νομού και όχι μόνο, σωστά κ. Καθηγητά ;" τον κάρφωσε με την εκροή του καπνού.

"Γνωρίζετε το βιογραφικό μου άριστα βλέπω...."

"Μια πόλη λοιπόν, μια Πανεπιστημιακή σχολή, γεμάτη αίγλη, διακρίσεις, φοιτητές και απόφοιτους με όνομα, με μεταπτυχιακά, με χορηγίες μεγάλων επιχειρήσεων. Μια σχολή με ...αυτό που λέμε άριστη έξωθεν καλή μαρτυρία... έτσι κ. Καθηγητά ;"

"Δεν σας καταλαβαίνω..."

"Έξωθεν άριστη μαρτυρία λοιπόν αλλά με πόρτες ερμητικά κλειστές....! Με αίθουσες επτασφράγιστες...! Με δωμάτια φοιτητών άβατα... απρόσιτα... απομονωμένα... έτσι κ. Καθηγητά ;"

"Δεν μπορώ να σας παρακολουθήσω.... και το κυριότερο.... μου ζητάτε να κάνω διάλογο με κάποιον άγνωστο που δεν ξέρω τι είναι τι θέλει..."

 "Ένα ένα κ. Καθηγητά μη βιάζεστε". Εκείνος, ανασηκώθηκε λίγο από την πολυθρόνα, έβγαλε από το εσωτερικό του σακακιού του ένα κίτρινο φάκελο και τον απόθεσε μπροστά στα μάτια του καθηγητή ενώ επέστρεψε στην πολυθρόνα του, συνεχίζοντας να καπνίζει το πούρο του με τα μάτια του πάντα καρφωμένα απέναντί του. Ο Χατζηγιώργος έπιασε με αγωνία το φάκελο, τον άνοιξε, και τα χέρια του ψηλάφισαν μερικές φωτογραφίες που ξεχύθηκαν μπροστά στα εμβρόντητα μάτια του.

Το γλυκό πρόσωπο ενός νεαρού παιδιού απέσπασε το βλέμμα του καθηγητή τη στιγμή που ιδρώτας άρχιζε να αχνοφαίνεται στο μέτωπό του.

"Μα ...... αυτός.... αυτός είναι ο...."

(Συνεχίζεται...)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top