Αγάπη είναι...

Μικρό ερωτικό διήγημα

Τράβηξε την κουρτίνα στο παράθυρο. Λάτρευε το σμίξιμο του συννεφιασμένου ουρανού με τη θάλασσα. Η Χθεσινοβραδυνή καταιγίδα έγινε ήρεμη βροχή. Το σπίτι έμοιαζε με γραφική καλύβα. Τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι ακούγονταν νανουριστικά.

Κοίταξε στο κρεβάτι. Την χάιδεψε με το βλέμμα του. Τα μαλλιά της ατημέλητα τύλιγαν το γλυκό της πρόσωπό. Το σφριγηλό της στήθος των 32 χρόνων γυμνό στο γύρισμα της ζεστής κουβέρτας που την αγκάλιαζε στοργικά. Ήταν ζωγραφιά.

Τα μουσκεμένα της ρούχα αντικριστά στο τζάκι περίμεναν τη θέρμη του.

Άνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε στο προσκεφάλι της. Το άρωμα της ζεστής σοκολάτας την γέμισε.

Πήγε κοντά της, έκατσε στην ξύλινη πολυθρόνα.

"Πόση ώρα κοιμάμαι ;" ρώτησε ναζιάρικα.

"Ήσουνα χάλια, είχες ανάγκη, πιες τη σοκολάτα να συνέλθεις", απάντησε χαμογελώντας.

Βόλεψε την κουβέρτα γύρω της, πήρε την κούπα ρουφώντας με απόλαυση.

"Νιώθω μετανάστης έτσι τυλιγμένη ολόγυμνη, σενάριο στο πουθενά, αλλά σε καλά χέρια", είπε τρυφερά κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

"Ως πότε θα σε ...νταντεύω μου λες;" τη ρώτησε με χαμόγελο για να την πειράξει.

"Αν είναι έτσι το ντάντεμα τότε να ...παραμείνω μωρό" τον αντέκρουσε στην ίδια διάθεση.

"Μπορείς να μου πεις που γύρναγες έτσι μέσα στην καταιγίδα; Μόνη σου στη νύχτα; Καταλαβαίνεις σε τι κατάσταση ήσουνα όταν άνοιξα την πόρτα να δω ποιος χτυπάει το κουδούνι νυχτιάτικα;"

"Χάλια ε;" έκανε εκείνη.

"Χάλια; Τρισάθλια! Με τρόμαξες! Παραπατούσες, είχες πιει" απάντησε με ένταση. Εκείνη αναστέναξε βαθιά. 

"Αχ πότε θα σοβαρευτείς Μυρτώ; Στο έχω πει άπειρες φορές... και δεν θέλω να ακούγομαι έτσι, το ξέρεις!"

Για μια στιγμή, το βλέμμα της μάζεψε. Σαν να αναδιπλώθηκε. "Να σοβαρευτώ ε; Λες εκεί να είναι το πρόβλημά μου;" τον ρώτησε.

"Δεν θέλω να σε βλέπω βορά σε χαμένες στιγμές κορίτσι μου! Δεν σου αξίζει όλο αυτό! Αξίζεις απείρως περισσότερα στη ζωή σου. Πολλές φορές είσαι παρορμητική, επιπόλαιη..."

Με μιας έριξε το βλέμμα της χαμηλά, σαν να μην είχε κουράγιο να τον κοιτάξει στα μάτια. "Πάντα ήσουνα το λιμάνι μου" του είπε, "πάντα με δεχόσουνα όπως ήμουνα, με τα λάθη και τις ...αμαρτίες μου".

"Δεν ορίστηκα κριτής κανενός Μυρτώ, είμαι κοντά σου χωρίς όρους, το ξέρεις... δεν ήρθα εδώ να σου κάνω μαθήματα, δεν θέλω να ορίσω τη ζωή σου, απλά να την προστατέψω όσο μπορώ"

"Ναι, για αυτό σ' αγαπώ...!" του είπε και πάλι χαριτωμένα.

Στην τελευταία της λέξη, εκείνος ένιωσε παράξενα. Σηκώθηκε, πήγε και έφερε ένα καλαθάκι με βουτήματα.

"Το θυμάμαι αυτό ξέρεις ! Από τότε που έλεγες ότι είναι στιγμές που μ΄ αγαπάς περισσότερο κι από τους γονείς σου".

Τον κοίταξε ίσια στα μάτια "Σε ενόχλησε;"

Σκάλισε τη φωτιά στο τζάκι.

"Τι σημασία είχε ; Είχες τη σχέση σου με προβλήματα, και μια μεγάλη φωτιά για την  καινούργια, όφειλα να το δεχτώ, να σε στηρίξω... Άλλωστε δεν θέλω να υποτιμάς τους δικούς σου, όποια λάθη και να έχουν κάνει είναι γονείς σου"

"Και τα κατάφερες! Είδα την αλήθεια! Κάπως αργά αλλά την είδα, ευτυχώς χωρίς μεγάλο κόστος, αλλά εσύ... δεν μου έβαλες την ταμπέλα που φόρτωσαν οι άλλοι, γιατί ;"

Τράβηξε την πολυθρόνα στην άκρη του κρεβατιού κοντά της.

"Αγάπη είναι να δέχεσαι τον άλλο όπως είναι, να στέκεσαι δίπλα, να απλώνεις το χέρι να τον τραβήξεις από κάτι άσχημο, μια ανοιχτή αγκαλιά να ανεβάσεις την αυτοεκτίμησή του, να του δώσεις λύσεις. Αγάπη δεν είναι να διώξεις, να απορρίψεις. Η αγάπη είναι θετική σκέψη Μυρτώ. Βλέπεις τον άλλο σαν ένα έργο τέχνης. Να σμιλέψεις πάνω του το καλύτερο, να του βγάλεις τον καλύτερο ευατό του. Και μετά να μοιραστείς, να πάρεις, να δώσεις..."

Άπλωσε το χέρι της στο δικό του.

"Πόσο μ' αγαπάς..."

Χαμογέλασε με πίκρα κοιτάζοντάς την στα μάτια.

"Αυτό μου το έχεις ξαναπεί πολλές φορές. Όμως..."

"Όμως τι;" τον είδε να διστάζει, "Μίλα, πες μου!" τον κάλεσε επιτακτικά. 

"Αναρωτήθηκες πως είναι να σε βλέπω να καίγεσαι για τους άλλους; Να βλέπω τα δάκρυα να ταξιδεύουν στο πρόσωπό σου; Σκέφτηκες πως είναι να μου περιγράφεις τις ερωτικές σου στιγμές θέλοντας να μοιραστείς με εμπιστοσύνη τη χαρά σου;"

Τον άρπαξε από το χέρι δυνατά.

"Γιατί δεν με διεκδίκησες;" ακούστηκε η φωνή της,  ηλεκτροσόκ στη σκέψη του. Ταράχτηκε έντονα. Έκανε χρόνο αν συνέλθει.

"Σε ρωτάω Φίλιππε, γιατί δεν με διεκδίκησες;"

"Μυρτώ τι λες; Ακούς τι λες; Εγώ; Ένας άντρας μόνος; Στα πενήντα δύο μου χρόνια, να διεκδικήσω εσένα; Ένα λουλούδι;"

"Με την καρδιά σου Φίλιππε...! Με τα αισθήματά σου...! Την αλήθεια σου. Γλυκέ μου... η ζωή θέλει τόλμη, ανατροπή, αλλιώς..."

"Αλλιώς τι;" τη ρώτησε σαν να είχε κρεμαστεί από τα χείλη της.

"Αλλιώς όλα χάνονται, εγώ θα στα πω αυτά; Τα όνειρα θέλουν διεκδίκηση, πίστη σ' αυτά!" του είπε.

"Μυρτώ... Δεν έμαθα στη ζωή μου να κινούμαι στα όρια. Και αυτό που μου λες ακροβατεί σε πολύ..."

"Πολύ τί Φίλιππε; Διστάζεις; Για τόλμη μιλάω και όχι θράσος. Το να διεκδικήσεις δεν σημαίνει να προσβάλλεις αγαπημένε μου"

Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Μια σιωπή σαν πριν την καταιγίδα έπεσε ανάμεσά τους. Τα μάτια τους έμειναν σε ένα και μοναδικό βλέμμα ενωμένο, γεμάτο εύλογη σιωπή.

Αποφασιστικά τράβηξε την κουβέρτα. Το γυμνό της σώμα ριγούσε μπροστά του. Τον τράβηξε αποφασιστικά με το χέρι της. Τα πόδια της, άνοιξαν μονομιάς για να τον τυλίξουν ολόγυρα στη φλεγόμενη ψυχή της. Έδινε αγώνα να τον απαλλάξει από τα ρούχα του, λες και οι στιγμές δεν είχαν γυρισμό. Τον τράβηξε με πόθο βαθιά μέσα της, με μια λαχτάρα πρωτόγνωρη. Σαν να προσπαθήσουν να ενώσουν το χαμένο χρόνο. Δάκρυα χαράς ή σπονδή ηδονής ήταν άραγε αυτά στο πρόσωπό του τη μαγική  ώρα που έκαναν έρωτα.

Έξω μια καινούργια καταιγίδα τραγουδούσε τους αναστεναγμούς τους, που προσπαθούσαν να παραβγούν μαζί της.

Τέλος

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top