Ford Cortina μοντέλο 1967 (Κεφάλαιο 3). 🔞🔞


"Το κτήμα ήταν ενός ντόπιου από το διπλανό χωριό. Του Νικήτα. Παράξενος άνθρωπος αλλά εργατικός, κοινωνικός. Όμως η ζωή ήταν γι αυτόν μια μεγάλη τραγωδία..."

"Δηλαδή;"

"Σαν έχασε τη γυναίκα του από τον πρώτο του γάμο, έμεινε εντελώς μόνος. Δεν είχαν παιδί. Παντρεύτηκε μετά μια ξενομερίτισσα αρχοντογυναίκα. Και για εκείνη ήταν ο δεύτερος γάμος της. Απ τον πρώτο της είχε μια κόρη, τη Σύλβια. Ένα κορίτσι σαν τα κρύα νερά. Ααααχ, γέμιζε το χωριό βογγητά και αναστεναγμούς σαν περνούσε κατά δω λέγανε οι παλιότεροι..."

Τον κοίταξε λες και άκουγε κάτι έξω από κάθε λογική.

"Τι θες να πεις οι παλιότεροι;" τον ρώτησε έχοντας αρχίσει να χάνει τον έλεγχο.

"Εκείνης της εποχής ντε, το 1972. Ο Νικήτας ήταν παράξενος με την θετή του κόρη. Κανείς άντρας δεν τολμούσε να την πλευρίσει. Έκανε σαν λυσσασμένος. Ξέρεις πόσους καβγάδες είχε στήσει εδώ στο χωριό; Στο τέλος περνούσε η κοπέλα και δεν τολμούσε να της μιλήσει κανείς μην μπλέξει με τον υστερικό τον πατριό της..."

"Θες να μου πεις ότι όλα αυτά τα γεγονότα έτρεχαν πριν τόσα χρόνια;"

Ο μαγαζάτορας τον κοίταξε παράξενα.

"Ναι, μα γιατί σου φαίνεται παράξενο;" του είπε.

"Η κοπέλα πόσων χρόνων ήταν τότε;"

"Λίγο πάνω απ' τα είκοσι"

Ο νεαρός άρχισε να νιώθει να χάνει κάθε λογικό υπόβαθρο.

"Μα γιατί όλο αυτό;" ρώτησε.

Ο καφετζής σκυθρώπιασε, "Δεν ξέρω... κάποια στιγμή άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες..."

"Τι φήμες;"

"Ο Νικήτας άρχισε να βλέπει τη θετή του κόρη ...αλλιώς!"

"Τι εννοείς αλλιώς;"

Ο καφετζής τον κοίταξε ακροβατώντας σε μια διάθεση να μιλήσει ή όχι.

"Δεν ξέρω, μην με κολάζεις, όρκο δεν παίρνω... άλλωστε δεν έχει και σημασία τώρα πια..."

Άρχισε να νιώθει την καρδιά του να χτυπά έντονα.

"Τι θες να πεις;" ρώτησε με φανερή αγωνία.

"Δεν καταλαβαίνεις;" του απάντησε με χαμηλή φωνή "ζήλευε τη Σύλβια με ένα τρόπο... να, άρρωστο! Παθιασμένο! Λες και... δεν ήταν κόρη του"

Τα μάτια του νεαρού έσμιξαν μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

"Και λοιπόν; Η συνέχεια;"

Ο καφετζής κοίταξε το φλιτζάνι του καφέ με το πιατάκι του γλυκού μπροστά στον πελάτη του. Ήταν άδεια. Σιωπηρά, χωρίς να τον ρωτήσει, πήγε στον πάγκο. Έφερε ένα γυάλινο μπουκάλι με δύο μικρά ποτήρια.

"Έλα να σε κεράσω ένα τσίπουρο, η κουβέντα το σηκώνει παλικάρι μου!" του είπε σερβίροντας. Δεν άργησαν να αποτελειώνουν το πρώτο πιώμα στα μικρά τους ποτήρια. Ο καφετζής ξαναγέμισε. Η φωνή του ακούστηκε αργή, βαριά, μαζί με την αφήγησή του.

"Όλα έγιναν μια νύχτα του χειμώνα. Μια άγρια νύχτα με τα στοιχειά της φύσης να ουρλιάζουν κι αυτά. Να σαν και τη χθεσινή νύχτα. Ακριβώς ίδια ήταν και τότε η αντάρα. Έτσι είπε κι ο ιατροδικαστής, έτσι ακούσαμε απ τη χωροφυλακή"

"Ιατροδικαστής; Γιατί;"

"Ένας εργάτης του Νικήτα, έφτασε στο κτήμα το πρωί. Είχε αργήσει τ' αφεντικό του στο χωράφι και ήρθε εδώ στο κτήμα να δει τι γίνεται. Όπως μας είπε, μπήκε στο σπίτι καθώς τα βρήκε όλα ανοιχτά. Εκεί έπεσε πάνω στο μακελειό!"

"Τι θες να πεις;" ρώτησε ο νεαρός με έκδηλη πλέον την ανησυχία του.

"Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε στο μεγάλο δωμάτιο ήταν το πτώμα του Νικήτα. Βουτηγμένο στο αίμα του. Τον βρήκε πεσμένο κάτω πυροβολημένο στο κεφάλι. Η καραμπίνα δίπλα του. Προχωρώντας πιο μέσα... βρήκε εκείνη!"

"Εκείνη ποια;" ήρθε η νέα ερώτηση αγωνίας του νεαρού καθώς το πρόσωπό του άρχισε να κοκκινίζει.

Τα ποτήρια με το τσίπουρο άδειαζαν μπροστά τους, μαζί με το μπουκάλι καθώς η αφήγηση του καφετζή προχωρούσε.

"Την κόρη του, τη Σύλβια στην κρεβατοκάμαρα! Νεκρή. Είπαν ότι την έπνιξαν. Τα δωμάτια ήταν άνω κάτω σαν να είχε γίνει μάχη. Η χωροφυλακή βρήκε ίχνη πάλης και αίμα από τρίτο άτομο. Υπήρχαν ίχνη αίματος παντού στο πάτωμα, στα έπιπλα, σε γωνίες στους τοίχους αλλά και στην καρότσα του φορτηγού του Νικήτα. Μάθαμε ότι το αίμα ανήκε σε τρίτο άτομο..."

"Άντρας ή γυναίκα;" ρώτησε με τρομερή αγωνία.

"Μάλλον άντρας γιατί η πάλη και οι ζημιές ήταν μεγάλες είπαν"

"Και τι απέγινε αυτός ο άντρας; Ποιος ήταν;" ρώτησε με αγωνία που πλέον κάλπαζε μέσα του προκαλώντας την ανησυχία του καφετζή αλλά και των άλλων θαμώνων.

"Δεν βρέθηκε ποτέ! Η καταιγίδα είχε εξαφανίσει τα ίχνη. Το φορτηγάκι του Νικήτα ήταν μέσα στη λάσπη. Η χωροφυλακή είπε ότι κάπου τον πέταξε..."

"Κι αν έζησε;"
"Δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα. Έκαναν τον τόπο γύρω άνω κάτω, έψαξαν σπιθαμή κάθε χιλιόμετρο ολόγυρα. Μήνες βαστούσε όλο αυτό. Δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα..."

"Η κοπέλα;"

"Η Σύλβια, σου είπα, βρέθηκε πνιγμένη, στο δωμάτιό της"

"Η αστυνομία τι είπε;"

"Εικασίες. Σενάρια. Τα στοιχεία έκριναν ότι ο Νικήτας αυτοκτόνησε αφού έπνιξε την κόρη του και μάλλον πρέπει να σκότωσε και τον άντρα που βρέθηκε σπίτι, άγνωστο ποιον. Κανείς δεν τον είχε δει στο χωριό"

"Καλά, μετά; Δεν έψαξαν; Δεν μπορεί να χάθηκε έτσι ένας άγνωστος χωρίς να τον αναζητήσει κανείς. Τι έγινε μετά;"

"Μετά το κτήμα ερήμωσε. Όλα ξεχάστηκαν και βούλιαξαν στη λησμονιά. Έμεινε έτσι ρημάδι να χάσκει στο χρόνο. Κληρονόμοι δεν υπήρχαν να το διεκδικήσουν. Για το χωριό έγινε φόβητρο. Κανείς δεν ήθελε να δρασκελίζει την πόρτα του. Αλλά εσύ! Γιατί ρωτάς έτσι με ενδιαφέρον;" είπε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια κατηγορηματικά.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η φωνή της παρουσιάστριας στην τηλεόραση πίσω του, τράβηξε την προσοχή του. Ο ήχος έφτανε στο χώρο πεντακάθαρος μαζί με την εικόνα:

"Σοβαρές εξελίξεις έχουμε μετά την υπόθεση της ανακάλυψης του παλιού αυτοκινήτου Φορντ Κορτίνα, μοντέλου 1972, που ανασύρθηκε από τη λίμνη, εδώ και μέρες. Ένα μακάβριο εύρημα έρχεται σήμερα να αναταράξει τη μικρή κοινωνία του χωριού....."

Παράλληλα άρχισαν να προβάλλονται μαζί και εικόνες από το ρεπορτάζ. Ο καφετζής και οι θαμώνες στράφηκαν με όλη τους την προσοχή στην οθόνη και ανέβασαν την ένταση στο δέκτη να ακούσουν. Η εικόνα έδειχνε γερανό να ανασύρει ένα παλιό αυτοκίνητο από τη λίμνη, βουτηγμένο στη λάσπη. Η φωνή της τηλεπαρουσιάστριας ακούστηκε να συνεχίζει:

"Όπως είναι ήδη γνωστό, στο εσωτερικό του οχήματος, η Πυροσβεστική με την αστυνομία ανακάλυψαν το σκελετό ανθρώπου νεαρής ηλικίας. Το αποτέλεσμα των εργαστηριακών αναλύσεων σε συνδυασμό με τα αρχεία της αστυνομίας σε αδιευκρίνιστες υποθέσεις έρχονται να ισχυροποιήσουν την άποψη ότι ο σκελετός ανήκει στον Αχιλλέα Αραμπατζή, 32 ετών. Ο νεαρός αγνοείται από το 1972 και εικάζεται ότι ο θάνατός του εμπλέκεται με τα τραγικά γεγονότα που είχαν σημαδέψει τους ομαδικούς θανάτους στο κτήμα του Νικήτα Ιγνατιάδη εκείνη τη χρονική στιγμή..."

Η Οθόνη της τηλεόρασης παράλληλα με την ανακοίνωση της είδησης έβαλε ένθετη φωτογραφία του νεαρού τότε Αχιλλέα Αραμπατζή. Ο καφετζής έμεινε έντρομος να κοιτάζει παγωμένος την φωτογραφία που ζωντάνευε μπροστά στα μάτια του τον νεαρό άντρα με τον οποίο λίγα λεπτά πριν κουβέντιαζαν για τα γεγονότα. Γύρισε με μιας το κεφάλι του απότομα προς το μπουφέ. Η αγωνία του κορυφώθηκε και όλο του το πρόσωπο γέμισε φρίκη. Ο μπουφές ήταν άδειος εντελώς και μόνο εκεί μπροστά έστεκαν τα ποτήρια με το μπουκάλι τσίπουρο που μόλις πριν έπιναν μαζί.

"Αυτός! Ω Θεέ μου δεν είναι δυνατόν!" ψέλλισε με τρόμο καθώς έριξε νέες ματιές στην εικόνα του στην τηλεόραση μέχρι που αυτή έδωσε τη θέση της στην εκφωνήτρια.

"Δεν είναι δυνατόν!" φώναξε. Οι θαμώνες τον κοιτούσαν παράξενα, "Που πήγε;" ούρλιαξε. Οι άλλοι κοιτάζονταν απορημένοι.

"Για ποιον λες μωρέ Θανάση!"

"Που πήγε μωρέ; εδώ τώρα στεκόταν" ούρλιαξε εκείνος.

"Δεν ξέρουμε, δεν είδαμε κάτι" απάντησε κάποιος από αυτούς με τους άλλους να κοιτάζονται μεταξύ τους.

Έτρεξε προς την έξοδο του καφενείου. Με τη βιάση του παρέσυρε διάφορα στο πάτωμα. Κατάφερε να βρεθεί έξω στο δρόμο. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, το κεφάλι του έκαιγε φωτιά. Πανικόβλητος άρχισε να κοιτάζει δεξιά-αριστερά έξω. Να ψάχνει τον νεαρό άνδρα που λίγο πριν έβλεπε τη μορφή του να ανακοινώνεται ότι είχε βρεθεί θλιβερό απομεινάρι χρόνων, νεκρός στη λίμνη. Κανείς όμως δεν ήταν εκεί! Μήτε αυτός, μήτε το αυτοκίνητό του. Μα ήταν τόσο σίγουρος! Πως μπορεί κανείς να ξεχάσει ένα Φορντ Κορτίνα, μοντέλο 1967, τόσα χρόνια μετά από τότε, να στέκει εκεί σε άριστη κατάσταση. Έλειπαν όλα. Σαν να μην ήρθε ποτέ. Σαν να μην υπήρξε ποτέ!

Πίσω σε εκείνη την βραδιά της καταιγίδας το 1972...

"Πάω να φέρω ξύλα, θα χρειαστούμε τη σόμπα" είπε ο Νικήτας.

"Εντάξει, εγώ θα στρώσω το τραπέζι, πρέπει να φιλοξενήσουμε τον επισκέπτη μας απόψε" πρόσθεσε η Σύλβια ρίχνοντας μια έντονη ματιά στον νεαρό άντρα δίπλα της. Ο ηλικιωμένος άντρας φόρεσε το αδιάβροχό του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Η νεαρή κοπέλα ρίχτηκε στον άλλο.

"Είσαι τρελός! Πως βρέθηκες εδώ;"

Εκείνος έριξε μια προσεκτική ματιά έξω, την άρπαξε από τους ώμους με πάθος.

"Τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να έρθω ως εδώ. Σκηνοθέτησα λοιπόν την ιστορία με το αμάξι, δεν γίνεται καταλαβαίνεις; πρέπει να φύγεις από εδώ; Δεν μπορεί να σε κρατάει φυλακισμένη, του μίλησες;"

"Θέλω χρόνο, κάτι του είπα αόριστα, αλλά δεν καταλαβαίνει...." απάντησε εκείνη με απόγνωση.

"Αγάπη μου.... Δεν πρόκειται να σ'αφήσω στα χέρια του, τέλος!"

Το χτύπημα της πόρτας, την ώρα που άνοιγε, απομάκρυνε τον έναν απ τον άλλον με φόβο. Προσπάθησαν να καλύψουν την αμηχανία τους αλλάζοντας κουβέντα. Ο ηλικιωμένος άντρας τούς έριξε μια καχύποπτη ματιά και συνέχισε να κουβαλά τα ξύλα κοντά στην ξυλόσομπα.

Η συνέχεια της νύχτας ήταν για το νεαρό ζευγάρι μια ερωτική ιεροτελεστία κάτω από την αγωνία της παράνομης και κρυφής συνάντησης. Τα κορμιά τους έγιναν ένα στο δωμάτιο που θα περνούσε τη νύχτα του ο Αχιλλέας μέχρι το πρωί. Μια νύχτα που η συνέχειά της θα ήταν εντελώς μοιραία και τρομερή για όλους...

Αγκομαχούσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ερωτευμένοι, πεινασμένοι για το ερωτικό τους σμίξιμο. Παραδομένοι στη φωτιά της ηδονής μα και εντελώς απρόσεκτοι και απροστάτευτοι...

Ο ήχος από το άνοιγμα της πόρτας του δωματίου του ακούστηκε τρομακτικός στα αυτιά τους. Οι ανάσες τους κόπηκαν μονομιάς. Η φωνή του ακούστηκε άγρια, απειλητική και η μορφή του έκλεισε με το μπόι του την είσοδο.

"Το περίμενα λοιπόν ότι δεν θα σεβόσουν τίποτα, αλλά αυτό ξεπερνάει κάθε όριο. Άτιμε αλήτη!"

Χώρισαν τις αγκαλιές τους, η επαφή τους κόπηκε με τρόπο βίαιο. Ο νεαρός άντρας σηκώθηκε αποφασισμένος για όλα, οι στιγμές δεν έπαιρναν αναβολή.

"Έχεις το θράσος και μας απειλείς!" φώναξε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο βάζοντας τα ρούχα του.

"Τόλμησες να έρθεις κάθαρμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι... και εσύ, (έδειξε τη Σύλβια), σε είχα προειδοποιήσει, δεν βαστάς μήτε τα προσχήματα, σαν πρόστυχη βρώμα στο ίδιο σου το σπιτικό"

Η κοπέλα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς γινόταν, ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να την υπερασπιστεί με κάθε τρόπο.

"Κάτω τα χέρια σου απ' τη Σύλβια! Αρκετά ως τώρα! Δεν είναι εκείνη που δεν σε σεβάστηκε τομάρι αλλά εσύ! Εσύ είσαι ο άρρωστος που την μολεύεις και ζητάς και τα ρέστα!" του φώναξε στα μούτρα.

"Αχιλλέα!" ακούστηκε η σπαρακτική κραυγή της κοπέλας προσπαθώντας να διαχειριστεί τη φωτιά που λαμπάδιαζε ολόγυρά τους. Λες και θα μπορούσε να ξορκίσει το κακό.

"Θα σε σκοτώσω τσογλάνι!" ούρλιαξε ο Νικήτας ορμώντας προς το μέρος του. Η Σύλβια κράτησε με απόγνωση το κεφάλι της με τα δύο της χέρια. Μπροστά στα μάτια της ξεκινούσε μια άγρια πάλη, μια σύγκρουση ανάμεσα στον πατριό της και στον αγαπημένο της. Μια μάχη χωρίς όρια, μια αναμέτρηση τυλιγμένη στο θάνατο. Οι δύο άντρες πιάστηκαν στα χέρια. Σπρώχνονταν παρασύροντας τα πάντα γύρω τους, χτυπιόνταν αλύπητα με κάθε τρόπο. Κυλίστηκαν κάτω πάνω σε έπιπλα και πάλι ξεκινούσαν την πάλη τους. Το κακό μεταφέρθηκε στο χολ και μετά στο άλλο δωμάτιο. Ώσπου κάποια στιγμή ο Αχιλλέας γλίστρισε και έπεσε στο πάτωμα. Πριν προλάβει να σηκωθεί το μεγάλο μαχαίρι που βρήκε ο Νικήτας στο χέρι του κατάφερε θανάσιμο χτύπημα στο σώμα του. Τα ουρλιαχτά της κοπέλας έγιναν ένα με τις κραυγές των αντρών. Ο Νικήτας βύθιζε το μεγάλο μαχαίρι στο σώμα του νεαρού άντρα με μια ανείπωτη λύσσα. Μέχρι που κόπασαν όλα σιγά-σιγά και μια ανατριχιαστική σιωπή απλώθηκε στο σπίτι. Ακούγονταν μόνο οι βαριές ανάσες του Νικήτα που σηκώθηκε όρθιος βουτηγμένος στο αίμα. Ένα κόκκινο ποτάμι πλημμύριζε τα πάντα. Ακόμα και το πρόσωπο του δράστη ήταν γεμάτο. Η Σύλβια είδε στο πάτωμα τον Αχιλλέα νεκρό σφαγμένο αλύπητα από τον πατριό της. Ένας ασύλληπτος τρόμος και ταραχή την έζωσε ολάκερη. Οι κραυγές της χώριζαν τους ήχους της καταιγίδας που βροντοκοπούσε έξω με την ίδια λύσσα που ο θάνατος σκέπαζε το μεγάλο σπίτι. Το βλέμμα του Νικήτα ήταν πέρα και έξω από κάθε λογική. Όρμηξε πάνω της.

"Σκάσε!" ούρλιαξε μέσα στο πρόσωπό της. Τη χαστούκισε και την έσυρε βίαια απ τα χέρια και το κορμί πίσω στο δωμάτιό της. Εκείνη προσπαθούσε να προστατέψει τον εαυτό της, μάταια.

"Βούλωσέ το μ' ακούς; σκάσε!" της είπε ξανά καθώς την πέταγε πάνω στο κρεβάτι.

"Τι έκανες, τον σκότωσες!" φώναξε εκείνη.

Ο Νικήτας αλλόφρων πήρε ένα σχοινί, το τύλιξε στο κορμί της και την έδεσε στο κάθετο δοκάρι του δωματίου.

"Τι κάνεις είσαι τρελός;" πρόλαβε να του φωνάξει πριν της κλείσει το στόμα με ένα μεγάλο σάλι για να μην φωνάζει. Κόλλησε το εφιαλτικό του πρόσωπο στο δικό της.

"Βγάλε το σκασμό! Θα μείνεις εδώ μέχρι να γυρίσω, να ξεφορτωθώ το κουφάρι του. Και ύστερα θα δούμε τι θα κάνουμε. Μην τολμήσεις να κάνεις κάτι, το καλό που σου θέλω"

Τον είδε, έντρομη, να φεύγει και να κλειδώνει την πόρτα πίσω της. Το κορμί της τραντάζονταν με ρίγη από αναφιλητά. Άκουσε θόρυβο στο διπλανό δωμάτιο. Σαν κάτι να σέρνεται στο πάτωμα και ύστερα...

Ύστερα πάλι θορύβους και τέλος τη μηχανή του αυτοκινήτου που ξεμάκραινε. Ο Νικήτας είχε φορτώσει το πτώμα στην καρότσα του φορτηγού, το είχε καλύψει με διάφορα και είχε φύγει να ολοκληρώσει το μακάβριο έργο του.

Την βρήκε στην επιστροφή του, σιωπηρή ακριβώς στο μέρος που την άφησε. Πήγε κοντά της αποφασιστικά. Μόλις τον είδε τραντάχτηκε με τρόμο.

"Εντάξει με δαύτον! Τώρα σήκω να καθαρίσουμε το σπίτι!" της είπε καθώς την έλυνε, η κοπέλα τον κοίταξε με ένα βλέμμα αηδίας. Εκείνος, για έναν ανεξήγητο λόγο είχε βρει μια παράξενη ηρεμία, συνέχισε:

"Δεν ήρθε ποτέ κανείς εδώ απόψε! Μόνοι μας είμαστε εδώ και χρόνια, δυό μας και μόνοι θα μείνουμε. Ότι έγινε βαραίνει εμένα. Εσύ δεν έχεις ανάμιξη..."

Την κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα μιας νοσηρής έλξης. Η Σύλβια σηκώθηκε όρθια τρίβοντας τα χέρια της να συνέλθει.

"Τι άνθρωπος είσαι λοιπόν; Ποιο τέρας φωλιάζει μέσα σου! Τι κατάφερες; Γιατί;" φώναξε δακρυσμένη. Εκείνος πήγε να την πλησιάσει.

"Για σένα..." της είπε με ένα βλέμμα άρρωστα τρυφερό, με μάτια που γυάλιζαν.

"Μην μ' αγγίζεις κτήνος! Δολοφόνε!" τσίριξε εκείνη εμποδίζοντάς τον.

"Σύλβια... δεν καταλαβαίνεις..."

"Τι να καταλάβω άρρωστε; Τι; Πες μου λοιπόν!"

"Όλοι σε περιτριγύριζαν με τις βρώμικες διαθέσεις τους, όλοι ήθελαν να σε μολύνουν, να ικανοποιήσουν τον πόθο τους....", τα μάτια του είχαν ανοίξει ορθάνοιχτα, δάκρυα έτρεχαν απ τα μάτια του και τα χέρια του έτρεμαν.

"Είσαι άρρωστος!" του είπε στα μούτρα.

"Εγώ; δεν κατάλαβες λοιπόν τόσα χρόνια Σύλβια; Τίποτα δεν ένιωσες; Δεν έβλεπες ότι είσαι για μένα ολάκερος ο κόσμος, το νόημα στη ζωή μου..."

Η κοπέλα ανατρίχιασε από τρόμο.

"Δεν είναι δυνατόν να το ζω αυτό!" ψέλλισε.

"Κι όμως... είναι ότι πιο αληθινό, πιο καθαρό. Σ' αγαπούσα... χρόνια ολάκερα μέσα στη σιωπή σε αγαπούσα, δεν θα άφηνα ποτέ κανέναν να σε αγγίξει, να σε βρωμίσει και εσύ.... Πήγες.... Του έδωσες το κορμί σου..."

Η Σύλβια όρθωσε το ανάστημά της μπροστά του.

"Ναι! Πήγα! Εκεί που είναι η ζωή μου! Στην αγάπη, στον έρωτα, στα όνειρά μου που κατέστρεψες, στις στιγμές που μου φυλάκισες, στα ταξίδια που μου στέρησες. Με έκλεισες εδώ βρωμερό κτήνος να ικανοποιήσεις την άρρωστη σκέψη σου... μια φυλακή ήταν όλη η ζωή μου, τα καλύτερά μου χρόνια, τα όνειρά μου, δεμένα με τις εμμονές, τη ζήλια σου..."

"Εγώ;" της είπε.

Ο διάλογός τους πήρε άγρια τροπή. Εκείνη γίνονταν όλο και πιο επιθετική, πιο ατίθαση, πιο αποκαλυπτική. Εκείνος άρχισε να αφήνει το αίσθημα της παράκλησης και να σκουραίνει στο πρόσωπο. Πήγε κοντά της.

"Πάψε!" της είπε προσπαθώντας να την πιάσει απ τους ώμους. Εκείνη τον χτύπησε στο πρόσωπο.

"Είσαι ένας δολοφόνος, ένας βρώμικος πόρνος στην ψυχή βουτηγμένος στην κόλαση, τραβήξου από κοντά μου, νομίζεις δεν έβλεπα το βλέμμα σου τόσα χρόνια; Δεν ένιωθα την ανάσα σου πίσω απ΄την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαράς μου; Από τότε που πέθανε η μάνα μου ήξερα καλά τι είχες κατά νου. Ακόμα και αυτά σου τα ανύποπτα χάδια, σε σιχαίνομαι..."
"Σύλβια!" ούρλιαξε εκείνος.

"Άφησέ με!"

"Αφού το θέλησες θα γίνεις δική μου λοιπόν!" φώναξε με πνιγμένα άρρωστα ένστικτα ρίχνοντάς την στο κρεβάτι. Ξεκίνησαν να παλεύουν. Προσπαθούσε να ανοίξει τα πόδια της, να της τραβήξει τα ρούχα. Η αντίστασή της ήταν μανιασμένη. Τα χέρια του τυλίχτηκαν στο λαιμό της. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο ίσκιος του θανάτου έκανε ξανά την παρουσία του αισθητή στο σπίτι. Η Σύλβια έμενε ακίνητη με ορθάνοιχτα μάτια μπροστά του άψυχη.

Μια κολασμένη τρέλα ξέσπασε μέσα του. Λες και η αρρώστια τον τύλιξε χωρίς έλεος. Την αγκάλιασε σφιχτά ουρλιάζοντας το όνομά της.

"Σύλβια!"

Προσπαθούσε απεγνωσμένα να της δώσει ζωή με μια παράλογη πλάνη να έχει κυριεύσει το μυαλό του. Δοκίμασε τα πάντα μα στο τέλος πάντα τα ίδια ορθάνοιχτα μάτια της τον κοιτούσαν κατάφατσα τυλίγοντάς τον στην τρέλα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του, την απόθεσε στο κρεβάτι της και βγήκε έξω. Η καταιγίδα ήταν στο φόρτε της. Ο ουρανός σκιζόταν από τις αναλαμπές των κεραυνών και ο ήχος από τις βροντές έσειε τα πάντα. Ύστερα από λίγο ο κρότος από τον πυροβολισμό της καραμπίνας κατάφερε, έστω και ελάχιστα, να σπάσει την αντάρα της καταραμένης εκείνης νύχτας. Το σώμα του Νικήτα, έπεσε στο πάτωμα του σαλονιού άψυχο νεκρό. Η καταιγίδα συνέχιζε να αυλακώνει τη γη παντού και ο ουρανός άνοιγε στα δύο.

ΤΕΛΟΣ

https://youtu.be/7uSKiUiNS1E

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top