Ford Cortina μοντέλο 1967 (Κεφάλαιο 1). 🔞🔞


Θρίλερ τρόμου

«...Μπορεί ακόμα να ήταν λίγο μετά τις έξι το απόγευμα αλλά η χειμωνιάτικη καταιγίδα είχε φορτώσει τα χρώματα της νύχτας έντονα παντού. Η βροχή έξω έπεφτε καταρρακτωδώς και ο ουρανός στην κυριολεξία φεγγοβολούσε από τους κεραυνούς που έπεφταν συνεχώς. Προσπαθούσε να οδηγεί όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά. Είχε αφήσει εδώ και ώρα τον επαρχιακό δρόμο γιατί κάποιες πινακίδες με έργα κυκλοφορίας τον οδηγούσαν σε παράκαμψη. Και αυτή η αλλαγή στην πορεία του, τον οδήγησε αναγκαστικά μέσα από σχεδόν αγροτικούς δρόμους. Ο φωτισμός ήταν στην ουσία ανύπαρκτος και ούτε λόγος να γίνεται για την ποιότητα της ασφάλτου στο δρόμο...»

Κεφάλαιο 1ο

Μπορεί ακόμα να ήταν λίγο μετά τις έξι το απόγευμα αλλά η χειμωνιάτικη καταιγίδα είχε φορτώσει τα χρώματα της νύχτας έντονα παντού. Η βροχή έξω έπεφτε καταρρακτωδώς και ο ουρανός στην κυριολεξία φεγγοβολούσε από τους κεραυνούς που έπεφταν συνεχώς. Προσπαθούσε να οδηγεί όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά. Είχε αφήσει εδώ και ώρα τον επαρχιακό δρόμο γιατί κάποιες πινακίδες με έργα κυκλοφορίας τον οδηγούσαν σε παράκαμψη. Και αυτή η αλλαγή στην πορεία του, τον οδήγησε αναγκαστικά μέσα από σχεδόν αγροτικούς δρόμους. Ο φωτισμός ήταν στην ουσία ανύπαρκτος και ούτε λόγος να γίνεται για την ποιότητα της ασφάλτου στο δρόμο. Αναγκάστηκε να ελαττώσει ταχύτητα από τις συνθήκες που είχε μπροστά του. Η ορατότητα ήταν ελάχιστα μέτρα, το αυτοκίνητο βάδιζε στην κυριολεξία σε άγνωστα πατήματα και διαδρομές.

Χωρίς να ξέρει το λόγο άρχισε να νιώθει ανήσυχα. Ένας παράξενος φόβος ερχόταν όλο και πιο κοντά στη σκέψη του και κυρίευε τη λογική του. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του, ήταν περασμένες έξι. Προσπάθησε να ξεθολώσει τα τζάμια στο πλάι του για να μπορεί να βλέπει καλύτερα. Τα φώτα του αυτοκινήτου φώτισαν μια μεγάλη πινακίδα στα δεξιά του. "Τέλος παράκαμψης σε 4 χιλιόμετρα. Οδηγείτε αργά". Ένιωσε καλύτερα. Η πινακίδα ήρθε να του δώσει μια, ψυχολογικά, αναγκαία επιβεβαίωση ότι ήταν στο σωστό δρόμο. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

"Άντε, επιτέλους να φύγουμε απ' αυτό το βάλτο..." ψιθύρισε περισσότερο από ανάγκη να ακούσει τη φωνή του, να δώσει ένα τόνο συντροφιάς στην ανήσυχη μοναξιά του.

Μια έντονη λάμψη ενός κεραυνού ευθέως μπροστά του και χαμηλά, τον έκανε να χάσει για δευτερόλεπτα την όποια επαφή διατηρούσε με το δρόμο. Ένιωσε το απότομο τράνταγμα βίαιο και το τιμόνι να γλιστρά από τα χέρια του. Το αυτοκίνητο γλίστρησε και πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί ένιωσε σε κάτι να πέφτει. Παρά τη μικρή του ταχύτητα η αίσθηση της πρόσκρουσης ήταν τέτοια που τον ταλάντωσε σαν εκκρεμές πάνω στη ζώνη ασφαλείας. Η μηχανή έσβησε και το όχημα ακινητοποιήθηκε.

Στις στιγμές εκείνες σκέφτηκε δύο πράγματα αμέσως. Πρώτον το πόσο καλά έκανε και επέμενε να πείσει τον μηχανικό του να βάλει ζώνες ασφαλείας στο παλιό του αυτοκίνητο. Εραστής γαρ του παλιού, αυτό το μοντέλο, Φορντ Κορτίνα μοντέλο του 1967, το είχε κάτι σαν φετίχ του. Το έπαιρνε μόνο τα Σαββατοκύριακα για τις εκδρομές του και τις προσωπικές του στιγμές. Η άλλη σκέψη ήταν να ανάψει αμέσως τα αλάρμ καθώς δεν ήξερε που ακριβώς είχε σταματήσει και τι είχε συμβεί. Έριξε μια ματιά πίσω στον καθρέφτη. Λίγα μέτρα πιο πριν η ανωμαλία στο οδόστρωμα του επιβεβαίωσε την υποψία ότι έπεσε σε νερόλακκο σε φθαρμένη άσφαλτο και το αυτοκίνητο είχε καταφέρει να την προσπεράσει αλλά είχε σβήσει. Με την ολίσθηση είχε βρεθεί δεξιά σχεδόν έξω απ' το δρόμο. Τράβηξε πάνω στο μπουφάν του την κουκούλα του και βγήκε έξω. Η βροχή λυσσομανούσε. Έκανε ένα γύρο εξετάζοντας τα λάστιχα και τους τροχούς. Έδειχναν εντάξει. Επέστρεψε στο εσωτερικό, έλεγξε το δρόμο και γύρισε το κλειδί στο διακόπτη. Με τρόμο διαπίστωσε ότι η μηχανή δεν ξεκινούσε. Μια, δυo, τρεις... άπειρες φορές. Η ανταπόκριση ήταν μηδενική.

Κάποια στιγμή απελπίστηκε, χτύπησε με δύναμη το τιμόνι με τα δύο του χέρια. Μονομιάς θυμήθηκε τα λόγια του φίλου του, "Μην πάρεις το παλιό αμάξι με τέτοιο καιρό, λένε θα ρίξει καταιγίδες, δεν είναι για βόλτα" και αναθεμάτισε το ανόητο πείσμα και την ξεροκεφαλιά που τον χαρακτήριζε. Έριξε μια ματιά έξω. Ένας ξύλινος παλιός φανοστάτης στο δρόμο έδινε φως στο μέρος που ήταν. Δεν είχε επιλογές πολλές και οι χτύποι της καρδιάς του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονοι. Βλαστήμησε την ατυχία του, έβαλε πάλι την κουκούλα του, πήρε και μια μικρή ομπρέλα που είχε στο εσωτερικό της πόρτας και βγήκε.

Έκανε έναν κύκλο με τα μάτια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς σε μια απόσταση διακοσίων-τριακοσίων μέτρων από εκεί είδε να διαγράφεται ο όγκος ενός οικήματος με ψηλά δέντρα ολόγυρα. Ένα αμυδρό φως που νικούσε την πυκνότητα της βροχής του έδωσε ακόμα περισσότερες ελπίδες. Εκεί ήταν ο φάρος του και η μοναδική εναλλακτική του λύση. Όλα απόψε τον οδηγούσαν εκεί. Η εκδρομή του, η καταιγίδα, τα έργα στο δρόμο, η λακκούβα, η βλάβη στο αυτοκίνητο.

Τα μέτρα που περπάτησε για να φτάσει στο οίκημα απέναντι, του φάνηκαν σαν να ανέβηκε βουνό. Βουτώντας μέσα στη λάσπη από χωμάτινα μονοπάτια, έχοντας στην κυριολεξία γίνει μούσκεμα και γεμάτος χώμα ως τα γόνατα κατάφερε να προσεγγίσει το οίκημα απέναντι. Ήταν ένα κτήμα με μαντρότοιχο ολόγυρα, ψηλά κυπαρίσσια και δύο σπίτια στο εσωτερικό του. Ένα μεγάλο που προφανώς ήταν το κύριο και ένα μικρότερο στην άκρη. Ένα μικρό φως έκαιγε μπροστά στην μεγάλη εξώπορτα και ένα στο εσωτερικό του σπιτιού. Έφτασε κοντύτερα σε ένα τσιμεντένιο μικρό δρόμο. Κοντοστάθηκε στη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα. Η σιωπή ολόγυρα ήταν τόσο χαρακτηριστική όσο και παράξενη. Έψαχνε κάτι σαν κουδούνι αλλά δεν βρήκε. Έσπρωξε την πόρτα με τα χέρια του και με μεγάλη χαρά διαπίστωσε ότι άνοιγε. Την τράβηξε τόσο όσο να χωρέσει στο εσωτερικό της αυλής. Η μεγάλη καταιγίδα είχε απλώσει το χώρο σε μια απόλυτη ερημιά. Μέσα του ανησύχησε για την ύπαρξη σκυλιών αλλά θεώρησε ότι αν υπήρχαν θα είχαν ήδη προ πολλού κάνει αισθητή την παρουσία τους. Με έκδηλη την αγωνία τάχυνε το βήμα του προς την κεντρική πόρτα του μεγάλου σπιτιού. Μια ξαφνική αστραπή έδωσε στα μεγάλα κυπαρίσσια ολόγυρα μορφές τρομερές. Με την καρδιά του να χτυπά πια ανεξέλεγκτα έφτασε μπροστά στη μεγάλη κλειστή ξύλινη πόρτα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα χτύπησε πολλαπλά και δυνατά με το χέρι του.

Η μορφή που πρόβαλε μπροστά του στην μισάνοιχτη πόρτα τον τρόμαξε. Ήταν ένας εξηντάρης άντρας με πυκνά μαλλιά και αρκετά γένια. Ξερακιανός στην όψη και αρκετά σωματώδης. Το βλέμμα του ήταν έντονο και καχύποπτο και η στάση του σώματός του αμυντική και απειλητική.

"Ποιος είσαι τι ζητάς εδώ;" άκουσε τη φωνή του και το βλέμμα του να τον διαπερνά, το άλλο του χέρι δεν φαινόταν πίσω απ την πόρτα.

"Καλησπέρα... σας παρακαλώ, συγγνώμη που ενοχλώ..." του εξήγησε για την ακινητοποίηση του αυτοκινήτου και τα συμβάντα στο δρόμο.

"Και τι θες τώρα;"

"Σας παρακαλώ, ένα καταφύγιο ζητώ μέχρι να περάσει η μπόρα και να δω τι θα κάνω με το αυτοκίνητο"

Εκείνος τον μέτρησε με το βλέμμα απ' την κορυφή ως τα νύχια. Ύστερα έριξε μια ματιά πίσω του ολόγυρα.

"Που έμεινε το αυτοκίνητο;"

Του έδειξε πίσω το σημείο με το χέρι του.

"Είσαι μονάχος;" τον ρώτησε.

"Ναι! Μόνος μου..." τον κοίταξε παρακλητικά στα μάτια.

Ο άλλος είδε τα χάλια του με τα μουσκεμένα πόδια, τραβήχτηκε πίσω και άνοιξε την πόρτα.

"Πέρασε μέσα" του είπε.

Έκλεισε την ομπρέλα αφήνοντάς την έξω. Μπήκε. Μπόρεσε να τον δει ολάκερο. Έδειχνε τώρα λιγότερο απειλητικός παρά το ότι στο άλλο του χέρι βαστούσε έναν μεγάλο σιδερολοστό.

"Να βγάλω τα παπούτσια μου, είναι γεμάτα λάσπες και νερό" του είπε.

"Είσαι χάλια. Βγάλε τα παπούτσια σου εκεί και κόπιασε μέσα" απάντησε.

Το έκανε με μια αίσθηση ανακούφισης. Ο ώριμος άντρας βάδισε σε ένα χολ και μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, προφανώς κάτι σαν σαλόνι υποδοχής. Η στέγη στο σπίτι ήταν ξύλινη με μεγάλα δοκάρια. Όλα έδειχναν παλιά αλλά καλοδιατηρημένα, αρχοντικά. Μεγάλα βαριά ξύλινα έπιπλα γέμιζαν το χώρο. Η ζεστασιά της φωτιάς από ένα μεγάλο τζάκι έγινε αμέσως αισθητή από τον νεαρό άντρα. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού πάτησε έναν διακόπτη και δύο λάμπες από ένα παλιομοδίτικο πολύφωτο φώτισαν διακριτικά το χώρο. Ο άντρας τον οδήγησε απέναντι απ τη φωτιά. Του έδειξε έναν μεγάλο καναπέ.

"Κάτσε εκεί να στεγνώσεις τα πόδια σου και να ζεσταθείς, έξω χαλάει ο κόσμος", του είπε.

Πράγματι η αίσθηση της φωτιάς, ο όμορφος χώρος έδωσαν ακόμα μια νότα ανακούφισης στον νεαρό επισκέπτη. Μια γυναικεία φωνή ξαφνικά έσπασε τη σιωπή:

"Ποιος είναι πατέρα; Με ποιον μιλάς;"

Το δωμάτιο έλαμψε με την ομορφιά της. Μπήκε μέσα και στάθηκε ξαφνιασμένη στη θέα του επισκέπτη τους. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν με μιας. Ήταν καστανή, με μια γλυκιά ομορφιά στο πρόσωπο και στο σώμα, τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της, τα χείλη της κόκκινα και οι καμπύλες του σώματός της διαγράφονταν έντονα κάτω από τα πρόχειρα ρούχα της. Ο ώριμος άντρας έμεινε στην ανταλλαγή της ματιάς τους.

"Από εδώ η κόρη μου η Σύλβια, εγώ είμαι ο Νικήτας..." του είπε. Ο νεαρός άντρας ξεκόλλησε το αμήχανο βλέμμα του από την κοπέλα.

"Και εγώ ο Αχιλλέας..." απάντησε απλώνοντας το χέρι του με διάθεση. Ο Νικήτας τον κοίταξε χωρίς να απλώσει το δικό του και ο νεαρός συνέχισε απευθυνόμενος στην κοπέλα.

"Σας ζητώ συγγνώμη για το βάρος, απλά μου έτυχε κάτι μέσα σε όλον αυτό το χαμό και μάλλον είστε η σωτηρία μου..."

"Ο κύριος, Σύλβια, θα μείνει εδώ προς το παρόν μέχρι να δούμε τι θα γίνει με τη μπόρα", είπε και κάθισε αντίκρυ του σε μια πολυθρόνα. Η κοπέλα ξεπέρασε το σοκ του αιφνιδιασμού και πλησίασε προς το μέρος τους.

"Καλώς ήλθατε κύριε Αχιλλέα, φυσικά και δεν θα σας αφήσουμε έτσι..."

Δεν μπορούσε να κρύψει την αναταραχή του στην εμφάνιση και παρουσία της. Κάτι παράξενο έβγαζε αυτή η γυναίκα. Κάτι αν κάλεσμα, σαν προσέγγιση. Προσπαθούσε στη κουβέντα να είναι προσεκτικός, με δυσκολία έλεγχε τα λόγια του για να μην πέσει σε ασυναρτησίες. Είχε καθίσει απέναντί του κάτω από το άγρυπνο μάτι του πατέρα της που το ένιωθε σαν απροσδιόριστη απειλή.

"Έπεσα πάνω στα έργα που γίνονται στον περιφερειακό δρόμο και βρέθηκα εδώ..." είπε.

"Άσχημη μέρα διάλεξες να ταξιδέψεις, εδώ η βροχή δεν παίζει, την αισθάνεσαι", του απάντησε εκείνος αυστηρά.

"Πόση ώρα είναι το χωριό από εδώ;" ρώτησε.

"Περίπου μισή ώρα με το αυτοκίνητο, που θέλετε να πάτε;" τον ρώτησε εκείνη.

"Α είμαστε αρκετά έξω; Μέχρι τα Τρίκαλα πήγαινα..." απάντησε.

"Για δουλειά;" τον ρώτησε ο Νικήτας.

"Όχι είχα ανάγκη από μια εκδρομή, είναι ωραία τα μέρη σας από εδώ" απάντησε ο Αχιλλέας.

"Αν είσαι μακριά από ενοχλητικά μάτια είναι παντού καλά" σχολίασε αινιγματικά ο Νικήτας κοιτώντας τη Σύλβια.

Οι ώρες περνούσαν με τη βροχή να μην λέει να καλμάρει την οργή της. Το σκοτάδι πλέον έξω είχε απλώσει απόλυτο τη σκιά του. Η ζεστή σοκολάτα που του είχε ετοιμάσει η κοπέλα λειτούργησε μέσα του πολύ όμορφα. Αλλά πιο πολύ εκείνο που τον αναστάτωνε ήταν η ματιά, το βλέμμα της, η ομιλία της. Η αρχική αθωότητα με την οποία τον υποδέχτηκε έδωσε τη θέση της σε μια καλά κρυμμένη λάγνα έκφραση. Μια έκφραση που προσπαθούσε και εκείνη να τιθασεύσει. Σαν να ένιωθε την απειλή του πατέρα της έντονη να την συγκρατεί. Έπιασαν την κουβέντα. Μίλησαν για διάφορα. Έγιναν αρκετά πιο οικείοι. Όμως πάντα το ύφος του Νικήτα έκρυβε μια βαθιά εξέταση, μια απόσταση που πολλές φορές την ένιωθες σαν απειλή.

Κάποια στιγμή ο Νικήτας σηκώθηκε. Έριξε μια ματιά έξω από το μεγάλο παράθυρο.

"Πάω να φέρω ξύλα" είπε και βγήκε. Έμειναν μόνοι. Στο φέγγος της φωτιάς απ το τζάκι. Το βλέμμα τους αφέθηκε λεύτερο, λυτρωτικό, αχόρταγο, να ταξιδέψει στα κορμιά τους. Τον παραξένεψε το διψασμένο βλέμμα της. Σαν κάποια δύναμη να βάσταγε έναν κρυμμένο πόθο, μια φυλακισμένη ηδονή. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν και η γλώσσα της κύλισε ζωγραφιστά στα δύο κόκκινα χείλη της. Έπαιζε με τις αντοχές του. Με έναν τρόπο μαγικό, αισθησιακό. Έσκυψε να πάρει το άδειο φλιτζάνι του και τα δύο σφιχτά της στήθη πρόβαλαν στο βλέμμα του. Οι σκληρές ρώγες της σχηματίστηκαν καθαρά μέσα από την μπλούζα της. Καθώς σηκώθηκε, η φούστα της τραβήχτηκε φανερώνοντας μέρος από τους χυτούς μηρούς της. Είχε πανέμορφες γάμπες. Το βλέμμα του Αχιλλέα αφέθηκε να ταξιδέψει αχαλίνωτο στο εσωτερικό που άφησε έντεχνα το άνοιγμα των ποδιών της. Κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο στο λαιμό του κάτι που η νεαρή γυναίκα το πρόσεξε παραπάνω από το συνηθισμένο.

Το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας ήχησε σαν κρότος ανάμεσά τους. Ο πατέρας της επέστρεψε με βροντώδη τρόπο στο χώρο τρομάζοντάς τους έντονα. Στα χέρια του βάσταγε μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα γεμάτη με ξύλα. Ήρθε και την απόθεσε κοντά στο τζάκι. Η Σύλβια σηκώθηκε.

"Πατέρα να σε βοηθήσω..."

"Έξω χαλάει ο κόσμος... δεν λέει να βαστάξει απόψε ο καιρός. Θα μείνεις εδώ..." είπε εκείνος.

"Μα, είναι δυνατόν; Τι λέτε; Να τηλεφωνήσουμε σε ένα ταξί να με πάρει, δεν γίνεται..."

Σήκωσε το βλέμμα του και τον κάρφωσε στα μάτια.

"Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι Αχιλλέα! Στην Αθήνα; εδώ είναι χωριό στη μέση του πουθενά, ποιο ταξί θα έρθει να σε πάρει; θα μείνεις εδώ και αύριο κανονίζουμε..."

"Μα...."

"Δεν μου αρέσει να μου φέρνουν αντιρρήσεις" του είπε παγώνοντάς τον πάλι. Γύρισε προς την κόρη του.

"Σύλβια, ετοίμασε σιγά-σιγά να φάμε, έχουμε καιρό να δούμε καλεσμένο σπίτι μας και ελπίζω να το τιμήσει..." είπε με ένα παράξενο ύφος.

Η κοπέλα έφυγε. Έμειναν οι δυο τους. Έριξε ξύλα στη φωτιά που είχε πάλι φουντώσει. Είδε τον Αχιλλέα που σαν να προσπαθούσε να ρωτήσει κάτι. Αυτός ο ηλικιωμένος άντρας σαν να μυρίζονταν τα πάντα.

"Αν ψάχνεις για τη γυναίκα μου δεν ζει. Έφυγε πριν δυο χρόνια, ζω μόνος μου με τη Σύλβια. Το κτήμα φτάνει και περισσεύει για να ζούμε καλά..."

"Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι..." του είπε ο Αχιλλέας.

"Με τι ασχολείσαι;" τον ρώτησε.

"Τοπογράφος είμαι..."

"Καλή δουλειά..."

"Η κόρη σας;" ρώτησε ο νεαρός.

"Η Σύλβια είναι μαζί μου" του είπε.

"Κάνει κάτι; σπουδάζει;"

Τον κοίταξε στα μάτια.

"Όχι! Ο καιρός των σπουδών έχει περάσει, απλά είναι μαζί μου εδώ" απάντησε αφοπλιστικά.

Ο Αχιλλέας μαζεύτηκε, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτήν την επιλογή και του φαινόταν έξω απ τα νερά του αλλά εδώ, όπως του είπε και ο Νικήτας, δεν ήταν Αθήνα.

Το ξύλινο μεγάλο τραπέζι, κοντά στο τζάκι στρώθηκε περίτεχνα από τα χέρια της κόρης του. Ο Αχιλλέας άρχισε να αναρωτιέται πώς αυτή η νεαρή γυναίκα, εκεί γύρω στα εικοσιπέντε, έφερνε βόλτα όλο αυτό το σπίτι μόνη της. Ήταν άραγε μόνη της; Ή υπήρχε κάποια υπηρεσία. Και αν, δεν θα είχε κάνει ήδη την παρουσία της; Και γιατί αυτό το όμορφο κορίτσι, πνιγμένο στη ζωή, έμενε εδώ, σε ένα απομονωμένο κτήμα, μόνη με τον πατέρα της. Δεν ήταν όλο αυτό μια φυλακή; Και αυτό το συνεχές βλέμμα επίβλεψης του Νικήτα πάνω της; Αυστηρές οι αρχές στην επαρχία και μάλιστα σε μερικούς οπισθοδρομικές αλλά με τόση ένταση;

Ένα μεγάλο μπρούτζινο κηροπήγιο έδινε το φως του μέσα από δύο χοντρά κεριά πάνω στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν νόστιμο πραγματικά και έδιωξε κάθε δεύτερη σκέψη από τον Αχιλλέα για τους παράξενους ενοίκους αυτού του σπιτιού. Χοιρινό με λαχανικά σε πήλινη γάστρα. Με την κατάλληλη σαλάτα, τυρί και ένα εξαιρετικό ροζ κρασί που έδινε μια γευστική κορύφωση και απόλαυση στις αισθήσεις. Και όσο εκείνο κυλούσε στο αίμα του τόσο οι αισθήσεις του χόρευαν στο δικό τους ρυθμό. Και εκείνη η αίσθηση για τη Σύλβια όλο και θέριευε μέσα του. Έλξη, πόθος, επιθυμία. Ναι επιθυμία! Μια επιθυμία που, λες και ερχόταν από κάτι μακρινό, κάτι γνωστό και άγνωστο μαζί που τον τυραννούσε γλυκά. Αλλά ήταν και εκείνα τα βλέμματα σαν σπαθιά του Νικήτα προς τους δυο τους. Κάτω από το πρόσωπό του όπως ήταν ελαφρά σκυμμένος προς το φαγητό του. Έδειχνε να προσπαθεί να ελέγξει τα πάντα. Ένας πατέρας φοβικός, υπερπροστατευτικός; τόσο συντηρητικός;

Οι ώρες στο φαγητό κυλούσαν. Και τα κρυφά φευγαλέα βλέμματα της Σύλβια γίνονταν όλο και πιο ηδονικά, όλο και πιο παράξενα. Η νύχτα βάθυνε το πέπλο της και έσπρωξε τις ώρες να διαβούν αρκετά. Τα βλέμματα άρχισαν να βαραίνουν καθώς το κρασί άφηνε τη δική του σφραγίδα επάνω τους. Πρώτος σηκώθηκε ο Νικήτας.

"Εγώ λέω να σας αφήσω, είναι ήδη αργά και αύριο έχω πολλά το πρωί. Η μέρα εδώ για μας ξεκινά πολύ νωρίς Αχιλλέα, δείξε του το δωμάτιό του" στράφηκε στην κόρη του.

Ο Αχιλλέας σηκώθηκε ευγενικά, "Δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω" του είπε. Εκείνος τον κοίταξε.

"Ελπίζω να έχεις αυτήν τη διάθεση πάντα" του απάντησε αινιγματικά. Σηκώθηκε και πήγε προς το διάδρομο.

"Μισό λεπτό έρχομαι να σε οδηγήσω" του είπε η Σύλβια ακολουθώντας, προς στιγμήν, τον πατέρα της.

Εκείνος έμεινε μόνος. Στο κέντρο της σάλας. Το ξύλο στο σπίτι έδειχνε τόσο ζεστό, τόσο φιλικό. Έκανε κάποια βήματα στο δωμάτιο. Τα μάτια του κάποια στιγμή έπεσαν στο ξύλινο πάτωμα λίγο πριν το διάδρομο. Κάποιες σκούρες χαρακιές παράλληλες μεταξύ τους είχαν σημαδέψει το ξύλο με κατεύθυνση προς την κεντρική πόρτα. Σαν κάποιος να είχε σύρει εκεί κάτι βαρύ. Προχώρησε προς το χολ όταν το αυτί του άκουσε έναν διάλογο χωρίς να μπορεί να καθαρίσει τα λόγια. Μόνο την έντονη απόκριση της Σύλβιας κατανόησε.

"Σταμάτα πια να το κάνεις αυτό! Σε ικετεύω, δεν καταλαβαίνεις ότι δεν οδηγεί πουθενά; Δεν το αντέχω πια!"

Έμεινε ξαφνιασμένος να προσπαθεί να ακούσει. Η απάντηση του Νικήτα πνίγηκε στο κλείσιμο μιας πόρτας και δευτερόλεπτα μετά η νεαρή κοπέλα έκανε την εμφάνισή της. Προσπάθησε να δείχνει φυσιολογικός.

"Πάμε να σου δείξω το δωμάτιό σου!" του είπε η Σύλβια, καθώς ήρθε κοντά του κρατώντας μια κουβέρτα και μαξιλάρια. Την κοίταξε, προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει την έκφραση του προσώπου της. Ήταν εμφανές ότι ακροβατούσε ανάμεσα σε κάτι που δίσταζε να το εκφράσει με μεγαλύτερη σαφήνεια.

"Εδώ είναι του είπε" και του έδειξε την είσοδο. Ήταν μια κλασική μονόφυλλη πόρτα σε καφέ χρώμα.

"Σύλβια!" τη ρώτησε πριν μπει, καθώς του είχε ήδη ανοίξει, "Είναι κάτι που θέλεις να μου πεις;" τη ρώτησε προσεκτικά και χαμηλόφωνα. Εκείνη έριξε μια ματιά πίσω της, έδειχνε ανήσυχη. Μπήκε στο εσωτερικό του δωματίου. Την ακολούθησε. Άφησε την κουβέρτα πάνω στο ξύλινο ημίδιπλο κρεβάτι και τακτοποίησε τα σκεπάσματα. Μια ξύλινη στόφα από μαντέμι ήδη φαινόταν να έκαιγε εδώ και ώρα γιατί έβγαζε μεγάλη θέρμη ολόγυρα. Γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε στα μάτια. Αυτή της η έκφραση!

"Πάρε με από δω σε παρακαλώ!" του είπε κοφτά. "Δεν αντέχεται πια"

Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Μια έκφραση κατάφασης και συμφωνίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Πλησίασε κοντά της αλλά του γλίστρισε μέσα από τα χέρια. Πριν φύγει του έριξε μια ματιά αποδοχής.

Οι κεραυνοί με την καταιγίδα έξω εξακολουθούσαν να μαίνονται. Ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να βγάλει τα ρούχα του. Για κάποιο λόγο κάτι τον κρατούσε σε ένταση. Μια αόριστη ανησυχία, κάτι που πλανιόταν στο χώρο και δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο ξύλινο ταβάνι με τις σκιές από το τζαμάκι της ξυλόσομπας να κάνουν παράξενα σχήματα στους τοίχους. Ένιωθε να ανατριχιάζει σύγκορμος. Η κούραση της μέρας και της ταλαιπωρίας τον οδηγούσαν στο να βαραίνουν να βλέφαρά του. Όλα θόλωναν αργά μα σταθερά μέχρι που έχασε την επαφή.

Τον ξύπνησε ένα πνιχτό τρίξιμο στο πάτωμα. Κάποιος βάδιζε έξω απ' το διάδρομο. Πρέπει αν είχε αποκοιμηθεί, έριξε μια ματιά στο ρολόι του και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν για πολύ. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο πόμολο της πόρτας που άνοιγε σιγά-σιγά. Ανασηκώθηκε. Η πόρτα άνοιγε αργά μα σταθερά.

Ακολουθεί στη συνέχεια το 2ο κεφάλαιο...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top