ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
"Το σκοτάδι ψάχνει τον τάφο των..."
Με τις λέξεις αυτές στα χείλη, η Φωνή του Νότου άφησε τη στερνή του πνοή. Ο λοχαγός σηκώθηκε και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε έξω απ' την αίθουσα, ενώ πίσω του οι θεραπευτές στέκονταν σκυθρωποί και ψιθύριζαν μια αρχαία προσευχή.
Το φυλάκιο κινδύνευε, τα σύνορα είχαν μείνει ανυπεράσπιστα και οι τελευταίες κουβέντες του στρατιώτη τού είχαν αφήσει μονάχα αναπάντητα ερωτήματα. Το μόνο που είχε μάθει ήταν ότι κάποια δύναμη τους είχε επιτεθεί. Δεν ήξερε ούτε πόσοι ήταν, ούτε ποιοι ήταν. Όμως για να μπορέσουν να λυγίσουν τις άμυνες του φυλακίου, σίγουρα ήταν κάτι παραπάνω από άμυαλα, πεινασμένα Τελώνια ή Ορκ.
Αμέσως κάλεσε μια διμοιρία τοξοτών και τους έδωσε εντολή να κατευθυνθούν άμεσα νότια, με μοναδικό σκοπό να εντοπίσουν την απειλή. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να εμπλακούν σε μάχη. Στον επικεφαλής της νυχτερινής φρουράς, ανέθεσε την άμεση ενίσχυση όλων των περιοχών της Ίλιεντ. Ο λοχαγός δεν μπορούσε να διακινδυνέψει τις ζωές περισσότερων στρατιωτών πριν μάθαινε τι είχε να αντιμετωπίσει.
Καθώς διέσχιζε τη γέφυρα για να επιστρέψει στην αίθουσα αναφορών, το βλέμμα του καρφώθηκε στο Νότο. Ο ουρανός, που πριν λίγα λεπτά ήταν ξάστερος, είχε αρχίσει να καλύπτεται από ένα μαύρο σύννεφο που εξαπλωνόταν γρήγορα. Κοντοστάθηκε. Τα λάβαρα δεν ανέμιζαν και απόλυτη νηνεμία επικρατούσε στο βασίλειο.
"Πώς κινούνται αυτά τα σύννεφα; Τι τους δίνει ώθηση;" αναρωτήθηκε.
Το βήμα του άρχισε πάλι να ακούγεται στη γέφυρα, στιβαρό και αποφασιστικό, όπως ακριβώς ήταν και το βλέμμα του κάθε φορά που έδινε μια εντολή. Ο Φέρμελ είχε υπερασπιστεί αναρίθμητες φορές τις περιοχές των ανθρώπων πριν πάρει αυτή τη θέση. Όλοι τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν για την οξύτητα του πνεύματός του και τη διορατικότητά του. Ποτέ δεν είχε χάσει μάχη. Όχι λόγω της αριθμητικής υπεροχής του έναντι του εχθρού, αλλά χάρη στη στρατηγική του σκέψη.
"Η σωστή και άρτια πληροφόρηση, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για να κερδίσεις τον πόλεμο", απαντούσε πάντα στους στρατιώτες όταν τον ρωτούσαν ποιο θεωρούσε το σπουδαιότερο όπλο που θα πρέπει να διαθέτει ένας στρατός για να μπορέσει να επικρατήσει του αντιπάλου του.
Τώρα αισθανόταν αδύναμος και αβοήθητος. Έπρεπε να περιμένει μέχρι να γυρίσουν οι τοξότες για να ζυγίσει την κατάσταση και να πάρει αποφάσεις. Από τους στάβλους ακούγονταν τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, καθώς τα σέλωναν οι στρατιώτες για την αποστολή που τους είχε ανατεθεί. Τα μάτια των Φωνών γούρλωσαν μόλις τον είδαν να εισέρχεται στην αίθουσα.
«Τι συμβαίνει άρχοντά μου; Πώς είναι η Φωνή;»
«Ο Νέμρεν σώπασε για πάντα....», αποκρίθηκε, με τα μάτια του να ατενίζουν το κενό.
«Τι θόρυβος είναι αυτός; Τι ακούγεται από τους στάβλους;» ρώτησε ο Γουίνορθ.
«Μη χρονοτριβείτε! Πάρτε ο καθένας σας από πέντε διμοιρίες και επιστρέψτε στα πόστα σας. Ο Νότος δέχτηκε επίθεση και δεν ξέρουμε από ποιον. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι! Αυτό που ζητούσατε πριν από λίγη ώρα σ' αυτήν εδώ την αίθουσα ήρθε να σας βρει. Ακονίστε λοιπόν τις λεπίδες σας και ξεσκονίστε τα βέλη σας!»
Οι τρεις Φωνές έσκυψαν το κεφάλι και με μια κοφτή κίνηση του δεξιού τους χεριού στο στήθος, χαιρέτησαν το Φέρμελ και έκαναν μεταβολή, αφήνοντάς τον καθισμένο και σκεπτικό στην πολυθρόνα του. Από το παράθυρο της αίθουσας ακούστηκαν οπλές αλόγων, που σταδιακά άρχισαν να σβήνουν προς την Ανατολή, μέχρι που ο τραχύς ήχος από το άνοιγμα της εξωτερικής πύλης τις σκέπασε τελείως.
Ο λοχαγός άπλωσε το χέρι του στο τραπέζι πλάι του και αφού άρπαξε την κανάτα με το κρασί γέμισε την κούπα του. Καθώς έκανε να την ακουμπήσει στα χείλη του για να σβήσει τη φλόγα της αναμονής που είχε αρχίσει να καίει μέσα του, μια σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό του. Κάτι που θα μπορούσε να κάνει μέχρι να του αποκαλυφθούν τα γεγονότα. Αμέσως σηκώθηκε και κατευθύνθηκε γρήγορα στα χαμηλότερα επίπεδα της πόλης. Εκεί, μέσα σε μια ελαφρώς φωτισμένη από κεριά αίθουσα, φυλάσσονταν όλα τα αρχεία του βασιλείου με τις καταγραφές γεγονότων και μαχών των περασμένων εποχών. Ο Φέρμελ έπρεπε να αξιοποιήσει οποιοδήποτε στοιχείο είχε στη διάθεσή του. Το μοναδικό που είχε προλάβει να αποσπάσει από τα λόγια της ετοιμοθάνατης Φωνής, ήταν μια μισοτελειωμένη φράση για κάποιον τάφο.
Ήξερε βέβαια, ότι μπορεί να μην ήταν τίποτα. Μπορεί να ήταν το παραλήρημα του θανάτου ή η περιγραφή μιας εικόνας του παρελθόντος που είχε αναδυθεί απ' τη μνήμη του άτυχου στρατιώτη, τη στιγμή που άφηνε την τελευταία του πνοή. Έπρεπε όμως να εξαλείψει κάθε πιθανότητα. Δεν είχε συνηθίσει να κάθεται άπραγος σε θέματα που αφορούσαν το βασίλειο. Πόσο μάλλον σε κάτι τόσο σημαντικό, όσο η προστασία των κατοίκων και η ακεραιότητα των συνόρων.
Αφού πέρασε το κατώφλι της αίθουσας, κάθισε στο κεντρικό τραπέζι και υπό το φως ενός κεριού, άρχισε να διαβάζει προσεκτικά ένα ένα τα αρχεία για τις κατά καιρούς επιθέσεις που είχε δεχθεί το γένος των ανθρώπων. Όλα αναφέρονταν σε διάσπαρτα γεγονότα που δεν φαίνονταν να είχαν καμία σχέση μεταξύ τους παρά μόνο στο ότι ο εχθρός φώλιαζε σε μια περιοχή του Νότου, την οποία οι αρχαίοι λόγιοι ονόμαζαν Έρεβος, το βασίλειο της κάτω γης. Μια σκοτεινή και άγονη περιοχή, προστατευμένη από ατέλειωτες οροσειρές και αδιαπέραστα χάσματα. Τα ενεργά της ηφαίστεια ξεχείλιζαν από ποταμούς καυτής λάβας και από πύρινες πέτρες που εκτοξεύονταν ακατάπαυστα σε μεγάλη απόσταση προς όλες τις κατευθύνσεις δημιουργώντας τεράστιους κρατήρες στα σημεία που έπεφταν.
Όσο διάβαζε τα αρχεία, ο Φέρμελ παρατήρησε ότι υπήρχαν κενά μεταξύ τους, όπως και σχισμένες σελίδες που διέκοπταν τις περιγραφές, σε κάθε σημείο που γινόταν αναφορά στο Έρεβος. Όσα βιβλία και αν άνοιξε, πουθενά δεν μπόρεσε να βρει κάτι παραπάνω από σκόρπιες, ασήμαντες πληροφορίες, μέχρι που το μάτι του έπεσε σε ένα χάρτη που αποτύπωνε εκείνη την περιοχή, σε ένα σημείο που σήμερα θεωρούνταν αχαρτογράφητο.
"Πώς θα μπορούσε να εξαφανιστεί μια τόσο μεγάλη και επικίνδυνη περιοχή από τους χάρτες μας; Ποιος θα μπορούσε να την έχει σβήσει από τα αρχεία μας και για ποιο λόγο; Μια τέτοια πληροφορία δεν έπρεπε να έχει χαθεί!"
Είχε περάσει αρκετή ώρα και ο λοχαγός είχε εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο βιβλίο που αναφερόταν στο βασίλειο των ανθρώπων. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να αποκρυπτογραφήσει τη μισοτελειωμένη πρόταση του στρατιώτη. Έπρεπε να ψάξει αλλού. Το μοναδικό μέρος στο οποίο ίσως να μπορούσε να βρει περισσότερες πληροφορίες και καταγραφές, ήταν η απαγορευμένη βιβλιοθήκη της Μέντελ.
Χτισμένη τα αρχαία χρόνια, πάνω σε ένα λόφο των νοτιοανατολικών περιοχών της πεδιάδας Ίλιεντ, αποτελούσε μυστήριο για όλους τους ανθρώπους του Ιλλούμινορ. Κανείς δε γνώριζε πολλά γι' αυτή, παρά μόνο για τον πλούτο πληροφοριών που βρίσκονταν κρυμμένες στα βιβλία και στους πάπυρους των τεράστιων αιθουσών της. Το πότε κατασκευάστηκε παρέμενε άγνωστο και η μοναδική αναφορά που είχε γίνει ποτέ γι' αυτή, εντοπιζόταν στα χρόνια του βασιλιά Άρθελ. Για αιώνες, όλοι οι βασιλείς που κάθισαν στο θρόνο του Ιλλούμινορ, τηρούσαν μια εντολή που ερχόταν από πατέρα σε γιο και απαγόρευε την πρόσβαση στη Μέντελ. Η επιβλητική βιβλιοθήκη που δέσποζε στην κορυφή του λόφου, ήταν το μοναδικό κτίσμα που παρέμενε ανέπαφο και ανεπηρέαστο απ' το χρόνο, αφού σε όλα τα επίπεδα της απόκρημνης πλαγιάς είχαν απομείνει μονάχα ερείπια της αρχαίας πόλης. Η μοναδική είσοδος στο χώρο βρισκόταν δυτικά μέσα από μια μεγάλη ανηφορική, πέτρινη γέφυρα που ξεκινούσε από το βραχώδες έδαφος της πεδιάδας και κατέληγε σε ένα εντυπωσιακό άνοιγμα ανάμεσα από τα μισογκρεμισμένα τείχη.
Στη Μέντελ υπήρχε μόνιμα τοποθετημένη μια ομάδα σαράντα στρατιωτών. Οι είκοσι από αυτούς περιφρουρούσαν την κεντρική πύλη, ενώ οι υπόλοιποι από την κορυφή του πύργου-παρατηρητήριου, επέβλεπαν τις γύρω περιοχές, ώστε σε περίπτωση απειλής να ειδοποιηθεί άμεσα το βασίλειο.
Ο λοχαγός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε πίσω στα διαμερίσματά του. Ο Νότος έκρυβε κινδύνους και έπρεπε να είναι προσεκτικός. Η παλατιανή πανοπλία μπορούσε να τραβήξει πολλά αδιάκριτα βλέμματα. Έπρεπε να ταξιδέψει όσο πιο ελαφριά μπορούσε. Η αρχαία φορεσιά των Φωνών θα του εξασφάλιζε τη διακριτικότητα που γύρευε. Ο Φέρμελ λάτρευε την παράδοση του βασιλείου του και ειδικά αυτή του τάγματος των Φωνών που είχε υπηρετήσει για αρκετά χρόνια, πριν πάρει την ανώτατη διάκριση του Αρχιπαρατηρητή. Από μικρή ηλικία είχε εκπαιδευτεί με τις αρχαίες μεθόδους, που θεωρούνταν οι πιο σκληρές και απαιτητικές. Στα χρόνια που πέρασαν αναδείχτηκε ο καλύτερος ξιφομάχος, έχοντας καταφέρει να εντυπωσιάσει με τις δεξιότητές του ακόμα και τους πιο έμπειρους πολεμιστές.
Ο πατέρας του, παρά τις προσπάθειες που είχε καταβάλει για να τον αποτρέψει από μια τόσο δύσκολη και επίπονη εκπαίδευση, δεν κατάφερε να τον σταματήσει. Σε αντίθεση με το νεαρό τότε Φέρμελ, πίστευε ότι ένα βασίλειο μπορεί να προστατευτεί καλύτερα με ένα ισχυρό μυαλό, παρά με τα όπλα και ότι ένας εξαιρετικός στρατός δεν μπορεί να διασφαλίσει την ακεραιότητα μιας πόλης, όσο μια καλή διοικητική στρατηγική. Έτσι, παράλληλα με την οπλική του εκπαίδευση, ο ηλικιωμένος και καταπονημένος πλέον πατέρας του, τού είχε προσφέρει την καλύτερη δυνατή μόρφωση.
"Ένα καλά ακονισμένο μυαλό είναι ισχυρότερο από ένα καλά ακονισμένο σπαθί", ήταν μια έκφραση που ο Φέρμελ είχε ακούσει πολλές φορές και που έπειτα από τόσα χρόνια εξακολουθούσε να είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Οι συνθήκες και ο επικίνδυνος δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσει, απαιτούσαν σύνεση και υπομονή. Η βαριά και επιβλητική βασιλική πανοπλία έπρεπε να φύγει από πάνω του και τη θέση της να πάρει η ένδοξη και άνετη στολή του τάγματος στο οποίο είχε υπηρετήσει και του οποίου ήταν πλέον επικεφαλής.
Ο Αρχιπαρατηρητής με γρήγορα βήματα πήγε στο δωμάτιό του. Μέσα σε ένα παλιό μπαούλο, που το κοσμούσε το σύμβολο που με τόσο σθένος είχε υπερασπιστεί, υπήρχε φυλαγμένη η στολή των Φωνών. Αφού τη φόρεσε, κατευθύνθηκε προς την κεντρική αίθουσα του κτιρίου. Εκεί, στο τελείωμα ενός ημικυκλικού εξώστη, ένας μακρύς διάδρομος οδηγούσε σε μια σειρά μαρμάρινων σκαλοπατιών μπροστά από την αίθουσα που αναπαυόταν ο βασιλιάς.
Ο Φέρμελ τα ανέβηκε και αφού πέρασε τους δύο φρουρούς που φυλούσαν την είσοδο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Λίγη μόλις ώρα πέρασε από εκείνη τη στιγμή, όταν βγήκε σκεφτικός και προβληματισμένος. Με στιβαρό, αποφασιστικό βήμα προχώρησε λίγα βήματα παρακάτω μέχρι το κατώφλι μιας μεγάλης, επιβλητικής αίθουσας. Εκεί, μπροστά σε έναν τοίχο με μια τεράστια τοιχογραφία που απεικόνιζε μια μάχη των αρχαίων χρόνων, υπήρχε τοποθετημένο πάνω σε μια βάση ένα κειμήλιο του οίκου του. Ένα ξίφος που κοσμούσε το χώρο για αιώνες και είχε υπηρετήσει τους προγόνους του Φέρμελ πολλές φορές. Παρά όμως τα χιλιάδες χρόνια που είχαν περάσει από πάνω του, ήταν ακόμα λαμπερό και αψεγάδιαστο και η λεπίδα του κοφτερή, σαν να είχε μόλις σφυρηλατηθεί. Ο λοχαγός με ευλάβεια έπιασε τη λαβή του και το έφερε μπροστά του, θαυμάζοντας για ακόμα μια φορά τις εκπληκτικές λεπτομέρειες και τον εντυπωσιακό φυλακτήρα του.
Αφού το πέρασε στη θήκη της ζώνης του και ολοκλήρωσε την αμφίεση των Φωνών, διέταξε το φρουρό που περιπολούσε τους διαδρόμους να καλέσει τους δύο υπαρχηγούς των στρατευμάτων του Ιλλούμινορ έξω από τους στάβλους όπου θα τους περίμενε.
Έπειτα από λίγη ώρα, ενώ είχε ολοκληρώσει τις ετοιμασίες του λευκού του αλόγου και έδενε στην πλάτη της σέλας ένα μικρό σάκο με εφόδια για το δρόμο, έφτασαν οι δύο επικεφαλής των τοξοβόλων και των παλατιανών φρουρών.
«Διατάξτε!» είπαν και οι δυο απορημένοι, βλέποντας την αμφίεση του λοχαγού.
«Πρέπει να φύγω και δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω. Να έχετε τα μάτια σας ανοικτά προς όλες τις κατευθύνσεις γιατί, όπως φαίνεται, κάτι έχει στρέψει το βλέμμα του πάνω μας εδώ και πολύ καιρό, μα δεν ξέρουμε ακόμα τι είναι. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι! Ο Νότος έχει μείνει ανυπεράσπιστος και δεν έχουμε τα περιθώρια να χάσουμε και άλλο μέτωπο. Όσο θα απουσιάζω είστε υπεύθυνοι για την προστασία του βασιλείου και την άμεση επέμβαση της πόλης μας σε όποιο μέρος χρειαστεί βοήθεια. Μην ενοχλήσετε το βασιλιά, πριν μάθουμε τι συμβαίνει».
«Λοχαγέ μου, μάθαμε για την επίθεση και θαρρώ ότι θα ήταν φρόνιμο να μην ταξιδέψεις μονάχος σου. Γιατί κανείς μας δε γνωρίζει τι μπορεί να έχει περάσει και να κρύβεται στα εδάφη της Ίλιεντ. Ίσως να χρειαστείς βοήθεια», είπε ο επικεφαλής των τοξοτών.
«Πρέπει να είμαστε διακριτικοί, Βάλιον. Μια ομάδα από στρατιώτες σε αυτά τα μέρη θα τραβούσε πολλά βλέμματα. Και τα βλέμματα αυτά θα οδηγούσαν γρήγορα σε κουβέντες που δεν ξέρουμε μέχρι ποια αυτιά θα μπορούσαν να φτάσουν».
«Δε χρειάζεται να έρθουν μαζί σου πολλοί πολεμιστές. Αρκούν δύο!» του είπε ο Γκάλαντ.
Οι δύο επικεφαλής έσκυψαν τα κεφάλια τους δηλώνοντας την επιθυμία να τον ακολουθήσουν. Ο Φέρμελ ήταν γενναίος και εξαιρετικός πολεμιστής, όμως μέσα του γνώριζε ότι ο δρόμος μπορεί να ήταν πολύ πιο επικίνδυνος απ' ό,τι πίστευε και οι δεξιότητές του ίσως να μην επαρκούσαν για να τον κρατήσουν ζωντανό. Ο Βάλιον και ο Γκάλαντ ήταν μακράν οι καλύτεροι στα σώματα που υπηρετούσαν και η βοήθειά τους ίσως αποδεικνυόταν πολύτιμη.
Το άλογο ήταν έτοιμο και ο λοχαγός το είχε καβαλήσει έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι του. Έσκυψε και κοίταξε στα αριστερά του τους δύο αξιωματικούς, που περίμεναν την απάντησή του αμίλητοι.
«Αλλάξτε γρήγορα, πάρτε λίγες προμήθειες και σελώστε τα άλογά σας. Μεταφέρετε τις εντολές που σας έδωσα στους υφισταμένους σας και αναθέστε τους αυξημένα καθήκοντα. Θα σας περιμένω μπροστά στους πύργους».
«Αμέσως, λοχαγέ!»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top