ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΥ ΤΙΝΚΕΡΓΟΥΝΤΣ



Ο λύκος έτρεχε ασταμάτητα ανάμεσα απ' τα δέντρα κουβαλώντας στη ράχη του τα δύο Τινκ. Τα βλέμματά τους ήταν συνεχώς στραμμένα στο χωριό τους, που είχε αρχίσει να χάνεται πίσω απ' τους καπνούς και τις σκόνες που είχαν σηκωθεί από την κατολίσθηση. Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια του λύκου που, όσο περνούσε η ώρα, έμοιαζε να θεριεύει σε μέγεθος, και η δύναμη του να πολλαπλασιάζεται. Τα αυτιά του τα είχε συνεχώς τεντωμένα για να αφουγκράζεται τα κροάσματα του γερακιού, που όμως δεν μπορούσε να δει εξαιτίας της πυκνής βλάστησης.

Όλο το Τίνκεργουντς ήταν ανάστατο από τα υπόκωφα βουητά που προκαλούσαν οι σεισμικές δονήσεις και τους κρότους απ' τους βράχους που ξεκολλούσαν απ' τις πλαγιές του βουνού. Δεκάδες πλάσματα του δάσους έτρεχαν και ακολουθούσαν αναστατωμένα το λύκο μακριά απ' το χωριό αφού για πρώτη φορά είχαν κυριευτεί από έναν απροσδιόριστο φόβο για κάποια απειλή που δεν έβλεπαν, αλλά ένιωθαν να τα πλησιάζει. Τα πυκνά σύννεφα και οι πύρινες σφαίρες που έσκιζαν τον ουρανό ήταν μόνο τα πρώτα σημάδια που προειδοποιούσαν για τον ερχομό κάτι μεγαλύτερου και ισχυρότερου.

Τα Τινκ είχαν αφήσει για πολλή ώρα πίσω τους τη λίμνη Τίνκερλεϊκ και πλέον βρίσκονταν σε άγνωστες περιοχές. Το έδαφος είχε αρχίσει να γίνεται τραχύ και άγριο. Τεράστιες πέτρες και δύσβατα περάσματα, ανάγκαζαν κάθε τόσο το λύκο να κάνει μικρές παρακάμψεις, προκειμένου να ακολουθήσει την πορεία του γερακιού. Ρυάκια, άγρια λουλούδια και παράξενα ζώα που δεν τα είχαν ξαναδεί ποτέ, εμφανίζονταν ανάμεσα απ' τα δέντρα καθώς απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από την καρδιά του δάσους.

Γραπωμένοι απ' το πυκνό του τρίχωμα, οι δύο φίλοι κοίταζαν συνεχώς γύρω τους προσπαθώντας να προσανατολιστούν. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και το φως του φεγγαριού δεν μπορούσε να διαπεράσει το συννεφιασμένο ουρανό.

«Τίλιν, πού πάμε; Πώς ξέρει το δρόμο;»

«Μας οδηγεί έξω απ' το δάσος! Και δεν νομίζω ότι ξέρει το δρόμο Νόριν. Η φωνή του γερακιού τον κατευθύνει. Αυτό είναι τα μάτια του τώρα».

Έπειτα από κάμποση ώρα και αρκετή απόσταση, το κρόασμα φάνηκε να σταθεροποιείται σ' ένα σημείο λίγα μέτρα μπροστά τους. Εκεί, σε μια μικρή περιοχή με έναν τεράστιο βράχο καρφωμένο στο κέντρο της, ο λύκος ελάττωσε την ταχύτητά του και σταμάτησε δίπλα σε μια λιμνούλα. Τα Τινκ πήδηξαν απ' τη ράχη του και προχώρησαν προς τον κορμό ενός δέντρου με μεγάλα μωβ άνθη και κατάλευκους μίσχους. Ενώ ο λύκος έσβηνε τη δίψα του με όσο νερό μπορούσε να πιεί, το γεράκι γραπωμένο σε ένα κλαδί, κοιτούσε τον Τίλιν και το Νόριν που είχαν καθίσει κάτω από το παράξενο δέντρο και σιγοκουβέντιαζαν φανερά αποκαρδιωμένοι.

Η κούραση και η θλίψη τα είχαν καταβάλει και δεν μπορούσαν ακόμα να συνειδητοποιήσουν τί είχε συμβεί. Τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα από τη θλίψη για το χαμό του Θούραντιν. Ο Τίλιν παρακολουθούσε ανάμεσα από ένα μικρό άνοιγμα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, πύρινες πέτρες να σχίζουν τον ουρανό και να κατευθύνονται προς το Βορρά.

«Το χωριό μας, Νόριν. Το χωριό μας δέχεται ακόμα χτυπήματα αβοήθητο! Δεν έπρεπε να φύγουμε. Έπρεπε να μείνουμε κοντά στους φίλους μας, στο Θούραντιν και στα σπίτια μας και να αγωνιστούμε να περισώσουμε ό,τι μπορούμε! Τα χάσαμε όλα! Όλα!»

«Τίλιν, πρέπει να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να εμπιστευτούμε το γέροντα. Τώρα πια δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, παρά να συνεχίσουμε. Μην ξεχνάς τα λόγια του. Ο ρόλος που ανέλαβες είναι πολύ πιο σημαντικός από οτιδήποτε άλλο».

«Τι θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό από την ίδια μας την ύπαρξη; Απ' το χωριό μας και τους φίλους μας;»

«Είμαι σίγουρος ότι και ο Θούραντιν πίστευε το ίδιο με εσένα. Και ίσως γι' αυτό το λόγο μάς έδιωξε. Μπορεί η διάσωση αυτού που κουβαλάς να είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουμε την επιβίωση του λαού μας».

«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένα αντικείμενο μπορεί να είναι πιο σημαντικό από τόσες ζωές».

«Άφησε τα ερωτήματα για αργότερα φίλε μου. Αυτή τη στιγμή κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει. Είμαι σίγουρος ότι οι απαντήσεις θα μας αποκαλυφθούν στην πορεία».

Ξαφνικά, ενώ μιλούσαν, πίσω απ' τα δέντρα ακούστηκαν μακρόσυρτοι βρυχηθμοί. Τα Τινκ πετάχτηκαν επάνω τρομαγμένα. Σ' αυτά τα μέρη δεν είχαν ιδέα τι πλάσματα μπορεί να κατοικούσαν και ο φόβος δεν άργησε να τα κυριέψει. Ο Τίλιν άρπαξε το σπαθί που είχε ακουμπισμένο δίπλα του και το έφερε μπροστά του, παίρνοντας στάση άμυνας. Το γεράκι και ο λύκος κοιτούσαν στο σημείο που είχε ακουστεί ο θόρυβος, όταν με ένα τεράστιο άλμα, μια πελώρια αρκούδα με παχύ, καφέ τρίχωμα πετάχτηκε μες απ' το σκοτάδι.

Το μέγεθός της ήταν τριπλάσιο απ' αυτό του λύκου και τα σαγόνια της μεγάλα και δυνατά. Για τα Τινκ, η εικόνα αυτή δεν ήταν άγνωστη. Πολλές φορές είχαν δει από μακριά αρκούδες στους πρόποδες του βουνού τους να ψάχνουν για φραγκοστάφυλα και αγριοφράουλες, μα ποτέ κάποια τόσο μεγάλη όσο αυτή.

Το θηρίο είχε καρφώσει στο χώμα τα μυτερά του νύχια και μούγκριζε δυνατά με ορθάνοικτο στόμα που αποκάλυπτε τα τεράστια δόντια του. Το γεράκι άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε κοντά στα Τινκ, ενώ ο λύκος άρχισε να γρυλίζει και να πλησιάζει καμπουριασμένος προς το σημείο που στεκόταν η αρκούδα. Το γιγάντιο πλάσμα όμως δεν έκανε ούτε βήμα πίσω.

Ενώ τους χώριζαν λίγα μόνο μέτρα, το σπάσιμο ενός κλωναριού ακριβώς πίσω απ' το δέντρο που στέκονταν τα Τινκ, προκάλεσε την οργή της. Με μια απότομη, απειλητική κίνηση στάθηκε στα πίσω πόδια της και φούσκωσε το στήθος της, παίρνοντας μια στάση που την έκανε να μοιάζει με μαινόμενο γίγαντα.

Η μουσούδα του λύκου αγρίεψε. Το συνοφρυωμένο του στόμα αποκάλυψε δύο κατάλευκους, κοφτερούς κυνόδοντες, ενώ τα μάτια του άρχισαν να εκπέμπουν ένα απόκοσμο, λευκό φως. Όλα έδειχναν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε μια άγρια μάχη μεταξύ τους. Ξαφνικά το κρόασμα του γερακιού που είχε γραπωθεί πάνω σε ένα κλαδί του παράξενου δέντρου και κοιτούσε στο σημείο που είχε ακουστεί το σπάσιμο του κλωναριού, σκέπασε τα γρυλίσματα και τους βρυχηθμούς.

Ο λύκος τέντωσε τα αυτιά του και οπισθοχώρησε αργά. Τα μάτια του επανήλθαν στο φυσικό γαλάζιο τους χρώμα και η μέχρι πρότινος επιθετική στάση του σώματός του χάθηκε. Η αρκούδα χαμήλωσε και ξεφυσώντας κούνησε νωχελικά το κεφάλι της. Έπειτα, αφού έκρυψε τα νύχια της μέσα στο πυκνό τρίχωμα των ποδιών της, έκανε λίγα βήματα προς τα εμπρός.

Ένας δεύτερος θόρυβος πίσω από τα Τινκ, ανάμεσα απ' τα δέντρα, προσέλκυσε το βλέμμα του πελώριου ζώου, που τέντωσε το λαιμό του για να δει κάτι.

Ο Τίλιν και ο Νόριν είχαν παγώσει απ' τον τεράστιο όγκο και τη δύναμη της. Σκέφτονταν ότι το μοναδικό πράγμα που τα προστάτευε από τα κοφτερά της δόντια, ήταν ο λύκος.

Μόλις η αρκούδα έβγαλε έναν κοφτό βρυχηθμό, δυο μάτια εμφανίστηκαν πίσω από τα φύλλα που κοιτούσαν δεξιά και αριστερά. Το μέγεθός τους δήλωνε ότι αυτό που κρυβόταν στο σκοτάδι ήταν κάποιο μικρό πλάσμα, που περισσότερο έμοιαζε να φοβάται παρά να απειλεί.

Με ένα άλμα, ένα αρκουδάκι πετάχτηκε πίσω από τους θάμνους και άρχισε να τρέχει. Η μουσούδα του ήταν χαραγμένη σε πολλά σημεία και αίμα έτρεχε από την πληγή που είχε προκαλέσει ένα μυτερό αγκάθι που ήταν ακόμα καρφωμένο στην υγρή του μύτη.

«Πιασ' το. Πρέπει να το βοηθήσουμε», ψιθύρισε ο Τίλιν μόλις το είδε να περνά γρήγορα από μπροστά τους.

Ο Νόριν άπλωσε τα χέρια του και, περνώντας τα γύρω από το χαριτωμένο πλασματάκι, το τράβηξε κοντά του. Αφού το αγκάλιασε στοργικά, με προσοχή αφαίρεσε το αγκάθι από την πληγωμένη του μουσούδα. Ένας αδύναμος, συρτός ήχος, που ακουγόταν σαν το κλάμα ενός πεινασμένου, νεογνού πουλιού, βγήκε μέσα από το ανοικτό στόμα του μικρού τετράποδου, που με ένα απότομο άλμα κατάφερε να ξεφύγει απ' τα χέρια του Νόριν και να τρέξει στην πελώρια αρκούδα.

Μόλις έφτασε κοντά της, εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι της και άρχισε να το γλείφει, καθαρίζοντας το αίμα που έτρεχε στο κεφαλάκι του. Το αρκουδάκι, έπειτα από την περιποίηση που είχε δεχτεί, χώθηκε κάτω από την κοιλιά της και την ακολούθησε προς τα δέντρα καθώς εκείνη οπισθοχωρούσε.

Λίγο πριν χαθούν μες στο δάσος, τα μάτια του Τίλιν γούρλωσαν και μια έκφραση τρόμου ζωγραφίστηκε στο αποσβολωμένο του πρόσωπο.

«Νόριν, εκεί! Πίσω από τις φυλλωσιές! Τη βλέπεις;» φώναξε με τρεμάμενη φωνή.

«Τι πράγμα;»

«Πίσω απ' τα δέντρα υπάρχει μια δεύτερη αρκούδα! Μεγαλύτερη και πιο μυώδης από την πρώτη, με πυκνό, μαύρο τρίχωμα και μια λευκή λωρίδα στο ύψος των ματιών της!»

«Όχι! Δε βλέπω κάτι!» αποκρίθηκε το Τινκ κοιτώντας ανάμεσα στα δέντρα. «Μπορεί να σου φάνηκε! Ο φόβος και το σκοτάδι πολλές φορές μπορεί να σε κοροϊδέψουν και να σε κάνουν να νομίζεις ότι βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν!»

Ο Τίλιν δεν είπε τίποτα παραπάνω, παρά μόνο παρακολουθούσε φοβισμένος τη μεγάλη, μαύρη αρκούδα να ακολουθεί τις άλλες δύο μέσα στο σκοτάδι του δάσους.

Μόλις το τελευταίο πυκνόφυλλο κλαδί τις έκρυψε απ' τα μάτια του, τα δάχτυλά του παρέλυσαν και το ξίφος έπεσε απ' το χέρι του. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν άλλο. Μαζί με το Νόριν, κάθισαν στο κρύο χώμα, προσπαθώντας να συνέλθουν απ' την τρομάρα που είχαν πάρει. Ήταν πρώτη φορά που κινδύνευαν από ζώα του δάσους.

Στο χωριό τους όλα ήταν ήμερα και φιλικά. Οι αρκούδες όμως ανήκαν στα άγρια πλάσματα. Αυτά που δεν τολμούσαν να τα πλησιάσουν. Τώρα είχαν έρθει αντιμέτωποι με ένα από αυτά και μάλιστα αγριεμένο. Κανείς δε θα πίστευε μια τέτοια ιστορία στα μέρη τους.

Ο Νόριν έριξε μια γρήγορη ματιά στο φίλο του, που εξακολουθούσε να φαίνεται ταραγμένος απ' όσα είχαν συμβεί.

«Είσαι καλά Τίλιν;»

«Νομίζω ότι σταθήκαμε εξαιρετικά τυχεροί, αν και πιστεύω ότι μάλλον δεν ήταν η τύχη που μας βοήθησε!»

«Τι εννοείς;»

«Για κάποιο λόγο, η δεύτερη αρκούδα επέλεξε να μη μας επιτεθεί!»

Ο Νόριν τον κοίταξε με ένα δύσπιστο, περιπαιχτικό βλέμμα, προκαλώντας την αγανάκτησή του.

«Την είδα σου λέω! Την είδα! Ήταν εκεί και μας κοιτούσε σαν να παρακολουθούσε όλη την ώρα αυτά που γίνονταν!»

«Σε πιστεύω φίλε μου! Σε πιστεύω! Αλλά ίσως ήταν καλύτερα που δεν εμφανίστηκε, γιατί δε μου έχει μείνει άλλο κουράγιο για καινούργιες εκπλήξεις. Σημασία έχει ότι καταφέραμε να βγούμε ζωντανοί. Ευτυχώς που είχαμε το λύκο να μας προστατέψει. Φαντάσου να έπρεπε να την αντιμετωπίσουμε μόνοι μας!»

Ο Τίλιν όμως είχε καταλάβει το λόγο για τον οποίο η αρκούδα ήταν τόσο επιθετική και δεν ήταν ο μόνος.

«Δε νομίζω ότι τη ζωή μας τη χρωστάμε μόνο στο λύκο, Νόριν. Αυτό που μας έσωσε ήταν το γεράκι! Αυτό κατάλαβε γιατί η αρκούδα είχε αγριέψει! Αυτό προειδοποίησε το λύκο!»

«Για ένα αρκουδάκι στην άλλη άκρη;»

«Μια μάνα που προσπαθεί να προστατέψει το μικρό της είναι πιο επικίνδυνη και επιθετική και από το πιο άγριο θηρίο! Δε νομίζω ο λύκος, όσο δυνατός και να είναι, να μπορούσε να την κρατήσει μακριά μας».

«Δηλαδή το γεράκι μας έσωσε;»

«Μας έσωσαν και οι δύο. Ο κάθε ένας με τον τρόπο του. Ο λύκος συγκράτησε για λίγο τα άγρια ένστικτα του ζώου και το γεράκι συγκράτησε εμάς από βέβαιο θάνατο. Κάθε πλάσμα προστατεύει με πάθος το μικρό του βασίλειο και δεν αφήνει κανέναν άλλο να το πλησιάσει. Απ' ό,τι φαίνεται, άθελά μας εισβάλαμε στο χώρο τους. Εμείς ήμασταν τα άγρια θηρία και όχι εκείνη».

Ο Νόριν γύρισε και κοίταξε το λύκο, που όση ώρα συζητούσαν, τα παρακολουθούσε ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές στο χώρο.

«Χρειάζεται σοφία και αυτοσυγκράτηση, Νόριν, για να μπορέσει κανείς μέσα στον κίνδυνο και το παραλήρημα του φόβου να χρησιμοποιήσει το μυαλό του πριν καταφύγει σε άλλα μέσα. Και φαίνεται ότι οι φίλοι μας τα διαθέτουν».

Όταν ο λύκος άκουσε την τελευταία κουβέντα του Τίλιν, γύρισε το βλέμμα του στο γεράκι που είχε χώσει το κεφάλι του κάτω από τη δεξιά του φτερούγα. Έπειτα, τέντωσε το λαιμό του και αφού ακούμπησε στο δροσερό χορτάρι έκλεισε αργά τα μάτια του.

«Κοίτα! Οι οδηγοί μας ξεκουράζονται. Ίσως θα πρέπει να κάνουμε και εμείς το ίδιο. Πρέπει να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας!»

Ήξερε ότι ίσως αυτή η αναμέτρηση με την αρκούδα ήταν μόνο μια αναποδιά και τίποτα παραπάνω. Όμως η παρουσία της δεύτερης, για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε στοιχειώσει τη σκέψη του.

"Τι ήταν αυτό που την κράτησε κρυμμένη μέσα στο σκοτάδι και για ποιο λόγο είχε συγκρατήσει τα άγρια ένστικτά της; Ήταν εκεί για να προστατέψει το είδος της ή για κάποιον άλλο λόγο;" αναρωτήθηκε.

Η περιπέτειά τους μόλις είχε ξεκινήσει. Το μικρό Τινκ ήξερε ότι θα έπρεπε να αφήσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του κατά μέρος και να μαζέψει όσες δυνάμεις μπορούσε για το επόμενο ξημέρωμα που ίσως τους έβρισκε έξω από τα σύνορα του δάσους.

Ο Τίλιν έριξε μια ματιά στο Νόριν, που φανερά κουρασμένος πίεζε με τα χέρια του μια στοίβα από πεσμένα φύλλα, για να δημιουργήσει ένα απαλό στρώμα.

«Ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι έπειτα απ' όσα περάσαμε και οι δύο απόψε, συνειδητοποιώ ότι το σπουδαιότερο εφόδιο και όπλο για να μπορέσει κανείς να ξεπεράσει τα εμπόδια και τις δυσκολίες που θα παρουσιαστούν μπροστά του είναι ένας ώμος για να στηριχθεί! Και αυτό το διαθέτουμε όσο έχουμε ο ένας τον άλλον».

«Μα και βέβαια φίλε μου! Και μην ξεχνάμε και τους οδηγούς μας», συμπλήρωσε με ένα χαμόγελο ο Νόριν.

ΤαΤινκ έγειραν το ένα πλάι στο άλλο και έπειτα από λίγο αποκοιμήθηκαν κάτω από τοπαράξενο δέντρο με τα εντυπωσιακά άνθη.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top