ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ώρα είχε περάσει περισσότερο απ' όσο νόμιζαν, αφού το σκοτάδι είχε σκεπάσει τον ουρανό και εκείνα είχαν διανύσει μόνο τη μισή απόσταση μέχρι το χωριό.

Η σημερινή βραδιά ήταν διαφορετική από τις άλλες. Το μοναδικό γηραιό Τινκ του βασιλείου, είχε μηνύσει την προηγούμενη ημέρα ότι ήθελε όλους τους κατοίκους του Τίνμπερτον συγκεντρωμένους στην πλατεία, για να τους μιλήσει για κάτι πολύ σπουδαίο. Κάτι, που δεν είχε ακουστεί σ' αυτό το δάσος για πολλούς αιώνες τώρα. Σίγουρα θα ήταν κάτι ιδιαίτερης σημασίας για εκείνον για να αναγκαστεί να διανύσει με τα αδύναμα, γέρικα πόδια του την απόσταση μέχρι το κέντρο του χωριού. Τα τελευταία χρόνια, κανείς δεν τον είχε δει. Ζούσε απομονωμένος στο σπίτι του κοντά στα βόρεια σύνορα του Τίνμπερτον και όπως είχε ακουστεί, διάβαζε ακατάπαυστα κάποιο βιβλίο μονολογώντας ανήσυχες κουβέντες.

Ο Τίλιν και ο Νόριν επιτάχυναν το βηματισμό τους και έπειτα από λίγη ώρα, έφτασαν έξω από το δέντρο απ' όπου είχαν ξεκινήσει το πρωί για τη λίμνη. Αφού μοίρασαν την ψαριά τους, έδωσαν ραντεβού στην πλατεία.

Τα υπόλοιπα Τινκ είχαν βρει την ευκαιρία που γύρευαν στο κάλεσμα του Θούραντιν, για να διοργανώσουν μια μικρή γιορτή με άφθονο κρασί και φαγητό. Από τα στολισμένα με άνθη παραθυράκια της ταβέρνας αναδυόταν η έντονη μυρωδιά των φαγητών που ετοιμάζονταν, ενώ στα τραπέζια υπήρχαν ήδη τοποθετημένες κανάτες γεμάτες με το κρασί του Λέμιν, του καλύτερου παραγωγού στο Τίνμπερτον.

Περιμετρικά της πλατείας, επάνω σε κλαδιά, είχαν κρεμάσει δεκάδες μικρά φανάρια με τέτοιο τρόπο που έδιναν την ψευδαίσθηση ενός εντυπωσιακού, φωτεινού κύκλου.

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί στην ταβέρνα, όταν ο Τίλιν και ο Νόριν έφτασαν λαχανιασμένοι και το φως του φεγγαριού χτύπησε το φεγγαρορολόι δείχνοντας την προκαθορισμένη ώρα συγκέντρωσης. Εκείνη τη στιγμή, μια μακρινή φωνή ακούστηκε να λέει:

«Σήμερα κανείς δεν πρέπει να λείψει! Γιατί σήμερα απ' όλους θα πρέπει να βγει ο ένας!»

Τα Τινκ κοιτούσαν δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να εντοπίσουν αυτόν που τους μιλούσε, όταν μέσα από την πυκνή βλάστηση, είδαν να κατεβαίνει τα μικρά, πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν από το γιγάντιο, αειθαλή Κυπάρισσο στην πλατεία ο πρεσβύτερος του χωριού. Ο Αστροκρουσμένος, όπως τον αποκαλούσαν, λόγω ενός παράξενου σημαδιού στο στέρνο του, που έμοιαζε εκπληκτικά με το σχήμα αστεριού. Όταν κάποια φορά τον ρώτησαν πώς το απέκτησε, εκείνος απάντησε ότι είναι το δώρο κάποιου μακρινού και παλιού του φίλου, για να του θυμίζει σε όλη του τη ζωή αυτά που έζησε πριν από πολλά, πολλά χρόνια.

Καθώς συνέχιζε να πλησιάζει αργά την πλατεία με τη βοήθεια της μαγκούρας του, στο αριστερό του χέρι, μισοκρυμμένο κάτω από το μανίκι τού πράσινου μανδύα που φορούσε, διαγραφόταν η πλευρά ενός παραλληλόγραμμου κουτιού. Μόλις έφτασε ανάμεσα στα Τινκ και στάθηκε μπροστά από την ξύλινη επιβλητική πολυθρόνα που είχαν τοποθετήσει προς τιμήν του, οι φωνές και οι κουβέντες άρχισαν σταδιακά να μειώνονται, μέχρις ότου σιωπή σκέπασε το χώρο. Όλοι περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τα λόγια του Θούραντιν.

«Φίλοι μου!» αναφώνησε. «Απόγονοι του Τίνκερλορντ, του σπουδαιότερου των Τινκ! Εσείς που κατοικείτε στα δέντρα, κάτω από τις σκιές των φυλλωμάτων, εσείς που ζείτε δίπλα στα γάργαρα νερά του μεγάλου μας ποταμού! Σας κάλεσα απόψε όλους εδώ, κάτω από την προστασία του αρχαίου μας δέντρου, για να σας μιλήσω για κάποια πράγματα που πλέον δεν μπορούν να μείνουν κρυφά. Απόψε, η για πολλούς σας άγνωστη ιστορία του πρώτου και τελευταίου βασιλιά μας θα αποκαλυφθεί. Γιατί δύσκολες αποφάσεις πρέπει να παρθούν και ήρωες να αναδυθούν. Ο αγώνας του Τίνκερλορντ και των συντρόφων του έχει ξεχαστεί για αιώνες και η διαβρωτική δύναμη του χρόνου, δεν άφησε πίσω της κανένα σημάδι όσων διαδραματίστηκαν στις μέρες του...»

«Ίσως μονάχα λίγα ενθύμια...», μονολόγησε κοιτώντας τα οκτώ αγάλματα της πλατείας.

«...Γι' αυτό, αφήστε κατά μέρος τα γέλια, τους χορούς και τους γρίφους και κρατήστε τις δυνάμεις σας γιατί θα τις χρειαστείτε. Πρέπει όλα σας να μάθετε γι' αυτά που έγιναν και γι' αυτά που έρχονται».

Τα Τινκ αντίκριζαν ανήσυχα το σκεπτικό, προβληματισμένο βλέμμα του Θούραντιν αφού δεν τα είχε συνηθίσει σε τέτοιους προλόγους. Οι πρώτοι ψίθυροι δεν άργησαν να ακουστούν. Σύντομα πολλαπλασιάστηκαν και μετατράπηκαν σε βουητό που σκέπασε ολόκληρη την πλατεία.

«Ησυχάστε!» τους φώναξε αυστηρά σηκώνοντας τη μαγκούρα του. «Δεν υπάρχει χρόνος για ανούσιες κουβέντες μεταξύ σας! Τεντώστε τα αυτιά σας σε αυτά που έχω να σας πω, γιατί δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα βρίσκομαι κοντά σας».

Γυρνώντας το βλέμμα του στον Κυπάρισσο και στο άγαλμα του Τίνκερλορντ, το πρόσωπό του σκυθρώπιασε.

«Ο αειθαλής χλόμιασε, τα φύλλα του κιτρίνισαν και άρχισαν να πέφτουν. Η γη μάς προειδοποιεί! Μας φωνάζει να προετοιμαστούμε γι' αυτό που έρχεται! Γι' αυτό που παλεύει να βγει στον κόσμο μας».

Τα Τινκ γούρλωσαν τα μάτια τους, μόλις παρατήρησαν τα αδυνατισμένα κλαδιά του ιερού τους δέντρου. Εκείνη τη στιγμή, ο Τίλιν προχώρησε και πλησίασε στο σημείο που μίλαγε ο γηραιός.

«Τι έρχεται Θούραντιν;» τον ρώτησε.

«Δεν ξέρω! Κανείς δεν ξέρει, γιατί ό,τι και αν είναι, βρίσκεται καλά κρυμμένο στις σκιές και μόνο η Γραία το γνωρίζει! Γι' αυτό, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας διηγηθώ μια ιστορία των παλαιών ημερών, μέσα στην οποία ίσως να κρύβονται οι απαντήσεις για πολλά ερωτήματα», αποκρίθηκε, ενώ το βλέμμα του χανόταν ανάμεσα στη βλάστηση του δάσους, σαν να γύρευε κάτι.

Η ορθοστασία και το βάρος όλων όσων είχε να πει ήταν δυσβάσταχτα για το Θούραντιν, που με κόπο στηριζόταν ακόμα στα γέρικα πόδια του. Αφού άφησε τη μαγκούρα στο μπράτσο της πολυθρόνας, κάθισε και ακούμπησε το μικρό ξύλινο κουτί στα γόνατά του.

«Πολλούς αιώνες πριν τη γενιά μας και τη γενιά των πατέρων μας, μια μεγάλη μάχη έλαβε χώρα στις περιοχές του Νότου, ανάμεσα στους λαούς της Ηπείρια και τον Γκόρθοραγκ. Τον πρώτο και ισχυρότερο από τους αρχαίους δαίμονες. Με φωτιά και σκιά βγήκε από το σκοτεινό του βασίλειο για να κυριαρχήσει στη γη και να καταστρέψει ό,τι καλό υπάρχει σ' αυτή. Με στόχο να υποτάξει τους Ανθρώπους που για αιώνες πολεμούσαν τους υποτακτικούς του, συγκέντρωσε ένα στρατό από υποχθόνια πλάσματα και σίγουρος για την ολοκληρωτική του επικράτηση, ξεκίνησε να αφανίσει ολόκληρη τη ζωή από αυτόν τον κόσμο.

Όμως η γενιά του μεγάλου λαού των Ανθρώπων, που τόσα σας έχω πει γι' αυτούς στο παρελθόν, δεν ήταν τυφλή στην παρουσία του. Ο βασιλιάς τους ο Άρθελ, γνώριζε ότι ένα μεγάλο κακό πλησίαζε μέσα από τις σκιές. Έτσι, για να προειδοποιήσει τους λαούς της Ηπείρια, με απεσταλμένους σε όλα τα γνωστά βασίλεια μετέφερε το ζοφερό μήνυμα της απειλής. Ήταν όμως ήδη αργά.

Οι κραυγές εκατοντάδων αθώων και οι ολοσχερείς καταστροφές που άφηνε στο πέρασμά του ο Γκόρθοραγκ, έφταναν από όλες τις γωνιές του κόσμου στα αυτιά του βασιλιά. Οι στρατιές του δαίμονα ήταν αναρίθμητες. Τα ξίφη και τα κοφτερά δόρατα των υπηρετών του χτυπούσαν ανελέητα τις ασπίδες των πολεμιστών του Καλού, που λύγιζαν μπροστά στο μίσος και τη δύναμη του εχθρού. Τα μαύρα λάβαρα είχαν απλωθεί παντού και ο σκοτεινιασμένος ουρανός έμοιαζε να έχει σκεπάσει ολόκληρο τον κόσμο. Οι λαοί της Ηπείρια έπεσαν. Τα Ξωτικά και οι Νάνοι είχαν δεχτεί πρώτοι την επίθεση του δαίμονα και είχαν υποκύψει στη δύναμή του. Όσοι από αυτούς κατάφεραν να επιβιώσουν, γνωρίζοντας ότι πλέον το γένος των ανθρώπων ήταν εκείνο που στεκόταν σαν τελευταίο προπύργιο στην ολοκληρωτική επικράτηση του Γκόρθοραγκ, κατέφυγαν στη μεγάλη πόλη τους. Εκεί θα δινόταν η δυσκολότερη και πιο καθοριστική μάχη των καιρών τους.

Όλοι μαζί, ενωμένοι στην κοινή απειλή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους κάτω από ένα σύμβολο: Της Ελευθερίας και του Καλού. Ο βασιλιάς Άρθελ, με τους γενναίους του πολεμιστές, τους Νάνους και τα Ξωτικά, αγωνίστηκαν μέχρι τέλους για να υποτάξουν το κακό που τους κύκλωνε. Για τη μαύρη μαγεία του Γκόρθοραγκ όμως δεν υπήρχε ούτε άμυνα ούτε όπλο για να την αντιμετωπίσουν. Ήταν τότε που, ενώ κάθε ελπίδα έμοιαζε χαμένη και το κουράγιο είχε αρχίσει να εγκαταλείπει τις καρδιές των αποκαμωμένων υπερασπιστών του Καλού, εμφανίστηκε το λευκοφορεμένο τάγμα των μάγων. Η μάχη ήταν σφοδρή και οι απώλειες μεγάλες, όμως στο τέλος το στράτευμα του φωτός κατάφερε να εκδιώξει το δαίμονα και να τον στείλει πίσω στα σκοτεινά έγκατα της Γραίας από τα οποία είχε αναδυθεί».

«Και πώς η ιστορία των ανθρώπων και του Γκόρθοραγκ συνδέεται με τον Τίνκερλορντ;» τον ρώτησε ένα Τινκ, κοιτώντας τον ανυπόμονα στα μάτια.

«Η περιπέτεια του βασιλιά, ξεκινάει λίγα χρόνια πριν την έξοδο του Γκόρθοραγκ στον κόσμο μας και τελειώνει καιρό μετά την ήττα του...»

Ενώ μιλούσε ο Θούραντιν, πίσω απ' τα δέντρα στο τελείωμα της πλατείας, ακούστηκε ο ήχος από κλαδιά που χτυπούσαν το ένα πάνω στ' άλλο. Ο Νόριν έκανε να πλησιάζει στο σημείο όπου φαινόταν ότι κάτι σάλευε κρυμμένο στην πυκνή βλάστηση, όταν ξαφνικά είδε να ξεπροβάλει ένας τεράστιος, λευκός λύκος με καταγάλανα έντονα μάτια.

«Τρέξτε! Λύκος!!!»

Όλα, άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα και να σκαρφαλώνουν στα δέντρα για να κρυφτούν.

«Σταθείτε! Έτσι καλωσορίζετε εσείς τους φίλους;» τους φώναξε ο γερο-Θούραντιν.

Στο άκουσμα της φωνής του σταμάτησαν το ξέφρενο τρεχαλητό και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαστισμένα, αφού εκείνος στεκόταν ατάραχος στη θέα του λύκου, που είχε σχεδόν φτάσει δίπλα στην πολυθρόνα. Ο Θούραντιν τον πλησίασε και έσκυψε το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού.

Τη στιγμή εκείνη ένα διαπεραστικό κρόασμα απ' τον ουρανό τράβηξε τα βλέμματα των Τινκ μακριά από το λύκο, ψηλά. Εκεί, πάνω από την πλατεία είδαν ένα μεγάλο, λευκό γεράκι να πετάει κυκλικά και να παρακολουθεί με την ισχυρή του όραση όλα όσα διαδραματίζονταν στο χωριό.

«Έλα και εσύ παλιέ μου φίλε, σε περίμενα!» ψιθύρισε ο Θούραντιν.

Το γεράκι χαμήλωσε το πέταγμά του και μόλις έφτασε δίπλα στο γερο-Τινκ γραπώθηκε στο μπράτσο της πολυθρόνας.

«Μη φοβάστε!» φώναξε ο Θούραντιν. «Τα δύο αυτά πλάσματα είναι φίλοι από το μακρινό παρελθόν και είναι εδώ για να με βοηθήσουν σε αυτό που πρέπει να κάνω».

Μόλις άκουσαν τα καθησυχαστικά του λόγια, τα Τινκ επέστρεψαν στις θέσεις τους και αφού ηρέμησαν από την τρομάρα που είχαν πάρει, περίμεναν να ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας.

«Πού είχα μείνει;» μονολόγησε. «Εκτός από τις δυνάμεις, φαίνεται να με εγκαταλείπει και η μνήμη. Τόσα πολλά να θυμηθώ και τόσα πολλά που θα ήθελα να ξεχάσω».

Ο Θούραντιν έβλεπε ότι η αγωνία και ο φόβος είχαν πέσει πάνω στα Τινκ, όπως το σκοτάδι πάνω στο δάσος. Αφού πήρε μια ανάσα, μάζεψε όση δύναμη είχε και συνέχισε.

«Όπως σας είπα, η ιστορία ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν από την έλευση του δαίμονα. Τότε, όπως και σήμερα, ένας λευκός λύκος τρέχοντας στο τρεμάμενο έδαφος εμφανίστηκε μπροστά στον Τίνκερλορντ, με έναν κρύσταλλο στο στόμα του. Στη θέα του, ο βασιλιάς μας τράβηξε το ξίφος του για να αμυνθεί, νομίζοντας ότι μπροστά του είχε ένα πεινασμένο θηρίο. Μόλις ο λύκος κάρφωσε τα μάτια πάνω του, ο Τίνκερλορντ παρέλυσε. Το σπαθί έπεσε από το χέρι του και τα γόνατά του λύγισαν. Πίστεψε ότι το τέλος του είχε φτάσει όταν άκουσε μια φωνή να του λέει:

"Άφησε το φόβο για όταν πρέπει Τίνκερλορντ, άρχοντα των Τινκ. Οι λαοί του κόσμου θα σας χρειαστούν και η Γραία θα σας καλέσει σύντομα! Γι' αυτό να έχετε τα μάτια και τα αυτιά σας ανοικτά για το σημάδι. Σ' εσένα τον πιο θαρραλέο όλων, θα δοθεί αυτό που φυλάει μέσα του το μέλλον και την ελπίδα του κόσμου σας".

Μόλις ο λύκος ακούμπησε τον κρύσταλλο μπροστά στο βασιλιά, ένα κρόασμα ακούστηκε από ψηλά και ένα γεράκι που πετούσε από πάνω του, άφησε από τα γαμψά του νύχια να πέσουν δύο καρποί. Ο πρώτος που ακούμπησε το χώμα, βυθίστηκε μέσα και άρχισε να βγάζει ρίζες που απλώνονταν παντού. Το λεπτό κλωνάρι που ξεπετάχτηκε από το έδαφος γρήγορα θέριεψε σε έναν παχύ κορμό με τεράστια κλαδιά γεμάτα με καταπράσινα κυπαρισσόφυλλα. Μέσα σε ένα βλεφάριασμα, ο καρπός είχε μεταμορφωθεί στο γιγάντιο Κυπάρισσο.

Ο Τίνκερλορντ, γεμάτος δέος, έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό και ακολούθησε την πορεία του γερακιού μέχρι το ψηλότερο κλαδί του δέντρου πάνω στο οποίο γραπώθηκε. Τη στιγμή εκείνη, μια δεύτερη φωνή ακούστηκε να του λέει:

"Ο Κυπάρισσος θα είναι η φωνή της Γραίας προς εσάς. Να την ακούτε προσεχτικά γιατί δεν ξέρετε πότε θα σας καλέσει σε βοήθεια. Να θυμάσαι, η βοήθεια θα δοθεί όταν το κάλεσμα ακουστεί..."

Πριν προλάβει η φωνή του γερακιού να ξεθωριάσει στο μυαλό του, τα δύο πλάσματα είχαν εξαφανιστεί μέσα στο δάσος, αφήνοντας τον Τίνκερλορντ γονατισμένο να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε γίνει. Όταν κοίταξε στο σημείο που είχε πέσει ο δεύτερος καρπός, είδε έναν θάμνο που τον έλουζε μια έντονη, πορφυρή λάμψη. Με αργά, διστακτικά βήματα άρχισε να τον πλησιάζει. Όταν έφτασε κοντά του και παραμέρισε τις πυκνές φυλλωσιές έκθαμβος διαπίστωσε ότι το φως έβγαινε μέσα από τους καρπούς που είχαν φυτρώσει στα κλαδιά. Ο Τίνκερλορντ δεν έκανε τίποτα παραπάνω. Αφού μάζεψε τον κρύσταλλο και τον έκρυψε στον κόρφο του, συγκέντρωσε το λαό του και του εξιστόρησε όλα όσα είχε ζήσει.

Πέρασε καιρός από τότε. Κάθε μέρα που έφευγε, έβρισκε το βασιλιά μας καθισμένο στον πέτρινο θρόνο του στις πλαγιές του βουνού, να περιμένει το σημάδι που του είχε προβλέψει ο λύκος. Ο χρόνος κάποια στιγμή έφτασε. Ο Κυπάρισσος χλόμιασε και καπνοί και αναμμένες δάδες άρχισαν να φαίνονται κοντά στα όρια του δάσους μας. Ο βασιλιάς δεν λιγοψύχησε. Αν και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα χρησιμοποιούσε τον παράξενο κρύσταλλο, στάθηκε γενναίος στα πόδια του και με το ξίφος του στο χέρι, ξεκίνησε να υπερασπιστεί τον τόπο και το λαό του. Τα βήματά του πάγωσαν, όταν το βλέμμα του μαγνητίστηκε από το θάμνο που είχε αρχίσει έπειτα από πολλά χρόνια να εκπέμπει και πάλι αυτή την πορφυρή λάμψη, όπως την ημέρα που ρίζωσε στο Τίνμπερτον. Τότε κατάλαβε ότι η Γραία τού έδινε τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί.

Αφού πλησίασε, έκοψε ευλαβικά έναν από τους καρπούς και τον έβαλε στην τσέπη του. Έπειτα γονάτισε και κοίταξε τον Κυπάρισσο.

"Εύχομαι να φανώ αντάξιος της βοήθειας που μου δίνεις".

Με μιας σηκώθηκε και με μεγάλες δρασκελιές που διαδέχονταν γρήγορα η μια την άλλη έτρεξε προς το Νότο. Λίγο πριν χωθεί στην πυκνή βλάστηση του δάσους, η φωνή του πλημμύρισε το Τίνμπερτον που άκουγε την τελευταία έκκληση του βασιλιά.

"Δεν μπορώ να ζητήσω από κανέναν σας να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του. Μα όποιου η καρδιά λαχταρά το καλό και θέλει να υπερασπιστεί τον τόπο μας, ας με ακολουθήσει!"

Λίγοι ήταν αυτοί που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και στήριξαν τον Τίνκερλορντ. Ήταν οι ίδιοι, που έπειτα από χρόνια αντιμετώπισαν το ίδιο κακό και το νίκησαν, κερδίζοντας έτσι μια περίλαμπρη θέση στην ιστορία των Τινκ» είπε ο Θούραντιν, κοιτώντας ένα από τα οκτώ αγάλματα που κοσμούσαν την περίμετρο της πλατείας. «Το μόνο που μάθαμε για τη μεγάλη μάχη του βασιλιά μας από τον ένα επιζώντα, ήταν ότι στάθηκε γενναίος απέναντι στον εχθρό δίχως να λυγίσει στιγμή».

Τα Τινκ είχαν τεντώσει τα μυτερά αυτιά τους και άκουγαν πολύ προσεχτικά κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του. Όλα προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους στο άκουσμα κάποιας απειλής που κατά τα λεγόμενα του Θούραντιν τα ζύγωνε. Πολλά όμως ήταν αυτά που εξακολουθούσαν να μην καταλαβαίνουν.

«Θούραντιν, ο δεύτερος καρπός που μας ανέφερες στην ιστορία είναι η ξεραμένη βάτος δίπλα από το άγαλμα του Τίνκερλορντ;» ρώτησε ένα Τινκ γελώντας δυνατά για να σπάσει την παγερή σιωπή που επικρατούσε στην πλατεία. «Γιατί δεν έχουμε δει ούτε ένα πράσινο φύλλο από αυτό τόσα χρόνια».

Πολλά είχαν ήδη αρχίσει να γελούν από αμηχανία αλλά και από ανάγκη να καταλαγιάσουν την αγωνία που τα είχε κυριέψει, πριν το κοφτό γρύλισμα του λύκου που έμοιαζε να έχει αγριέψει από το παιδιάστικο αστείο τους, τα κάνει ακόμα μια φορά να σκιρτήσουν από φόβο.

«Νομίζεις ότι βλέπεις αυτά που είναι ή αυτά που νομίζεις ότι είναι, ανόητο Τινκ!» φώναξε ο Θούραντιν. Με μιας, σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και μαζί με το λύκο και το γεράκι κατευθύνθηκαν προς τον Κυπάρισσο, που φάνταζε σαν γιγάντιος πύργος πίσω από το θάμνο.

«Κοιτάξτε καλά και πέστε μου τι βλέπετε. Αυτό που υπάρχει ή αυτό που νομίζατε ότι υπήρχε!»

Έκπληκτα τα Τινκ καθώς πλησίαζαν τη βάτο, διαπίστωσαν ότι στη θέση της υπήρχε ένας καταπράσινος πυκνόφυλλος θάμνος που έβγαζε από μέσα του μια ανεπαίσθητη λάμψη.

«Η Γραία γεννάει θαύματα, όταν υπάρχει κάποιος άξιος να τα δει», είπε ο Θούραντιν και αφού έφτασε δίπλα στο θάμνο, έσκυψε και έχωσε το χέρι του ανάμεσα απ' τις πυκνές φυλλωσιές. Όταν το τράβηξε, το σήκωσε προς τα Τινκ που περίμεναν με αγωνία να δουν τι κρατούσε. Μόλις το άνοιξε φανερώθηκε ένας πορφυρός καρπός που έλαμπε σαν πυρακτωμένο κάρβουνο.

«Να θυμάστε! Η βοήθεια θα δοθεί όταν το κάλεσμα ακουστεί και αυτή τη στιγμή η γη μάς καλεί να την υπηρετήσουμε».

Ο γερο-Θούραντιν αφού άφησε τον καρπό να πέσει στην τσέπη του, επέστρεψε στην πολυθρόνα για να καταλήξει στο πιο κρίσιμο και σημαντικό γεγονός της βραδιάς. Αυτό για το οποίο είχαν έρθει ο λύκος και το γεράκι και που ο Αστροκρουσμένος ήξερε βαθιά μες στην καρδιά του ότι θα καθόριζε τις τύχες όλων τους...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top