Η ΑΠΕΙΛΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ

Η καρδιά του Τίλιν χτυπούσε δυνατά και όλο του το είναι τον έσπρωχνε να κάνει το βήμα προς το άγαλμα. Όμως η σκέψη του τον γέμιζε με δισταγμό και αμφιβολίες.

Ο Θούραντιν είχε φτάσει μπροστά στον Κυπάρισσο, όταν η ματιά του στράφηκε στο λύκο που κοιτούσε επίμονα προς ένα σημείο στην πλατεία. Ακολουθώντας το βλέμμα του, διαπίστωσε ότι αυτό που του είχε τραβήξει την προσοχή ήταν ένα Τινκ, που μονολογούσε αδιάκοπα, σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του για κάτι. Στο πρόσωπο του γέροντα, ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφίστηκε και η ελπίδα αναζωπυρώθηκε στα στήθη του.

"Ο λύκος κάτι βρήκε! Ας δούμε τι κρατάς κρυμμένο στην καρδιά σου καλέ μου Τίλιν!"

Αφού πλησίασε τον πλάτανο δίπλα του, σήκωσε τη μαγκούρα και με την άκρη της πίεσε ένα από τα μακριά κλαδιά, μέχρι να λυγίσει. Το πυγοφάναρο που κρεμόταν πάνω του, γλίστρησε και έπεσε. Τότε ο Θούραντιν κοίταξε προς την πλατεία και ανέμισε το αριστερό του χέρι σαν να έκοβε τον αέρα. Ξαφνικά, με κάποιο μαγικό τρόπο, όλα τα φαναράκια που φώτιζαν το χώρο σκοτείνιασαν, ενώ απ' τη σπασμένη γυάλινη πλευρά του πυγοφάναρου που βρισκόταν στο έδαφος, τα Λάμπιρις άρχισαν να βγαίνουν και να σκορπίζουν δεξιά και αριστερά.

"Οι άσβεστες φλόγες του δάσους έλκονται μόνο από το φως. Ποιο είναι πιο δυνατό από αυτό που γεννάει η ψυχή;" σκέφτηκε.

«Βρείτε τη λάμψη μικροί μου φίλοι!» τους σιγοψιθύρισε σε μια γλώσσα που μόνο αυτά καταλαβαίνανε.

Τα λιλιπούτεια πλάσματα ξεχύθηκαν στην πλατεία, προς διάφορες κατευθύνσεις. Καθώς πετούσαν σε ακανόνιστο σχηματισμό, φάνηκαν να έλκονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Σταδιακά, άρχισαν να συγκεντρώνονται και να δημιουργούν ένα σμήνος σε σχήμα σφαίρας, που πλησίαζε όλο και πιο κοντά σε ένα Τινκ.

Ο Νόριν την είδε να περνάει από κοντά του και να σταματά μπροστά στο πρόσωπο του Τίλιν, που τώρα λουζόταν από το απαλό, παλλόμενο φως της. Η απορία που είχε δημιουργηθεί στα Τινκ σχετικά με την ενέργεια του Θούραντιν να σπάσει το φανάρι, είχε απαντηθεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα πλάσματα είχαν μαγνητιστεί από τον Τίλιν. Κάποιο λόγο που σίγουρα μόνο ο γέρος γνώριζε.

Ξαφνικά, ένα ισχυρό ρεύμα αέρα ξέσπασε και το έδαφος άρχισε να σείεται. Η σφαίρα διαλύθηκε σε δεκάδες Λάμπιρις και τα Τινκ πανικόβλητα άρχισαν να τρέχουν μέσα στο δάσος και να ψάχνουν για κάποιο μέρος να κρυφτούν. Με ένα απότομο φτερούγισμα, το γεράκι σηκώθηκε απ' το κλαδί και ανέβηκε για ακόμα μια φορά ψηλά στον ουρανό, σαν να γύρευε να εντοπίσει αυτό που είχε προκαλέσει το σεισμό. Ο λύκος τέντωσε τα αυτιά και τα μπροστινά του πόδια, και με ένα κοφτό γρύλισμα άρχισε να κοιτά νευρικά γύρω του. Ο Θούραντιν έκανε να τρέξει προς το άγαλμα για να προστατέψει τον κρύσταλλο, όταν μια πέτρα και το ασταθές έδαφος τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί.

Μόλις τον είδε, ο Τίλιν έτρεξε γρήγορα κοντά του φωνάζοντας ανήσυχος το όνομά του. Ο γέροντας όμως ήταν αναίσθητος. Η πτώση τού είχε προκαλέσει ένα βαθύ τραύμα στο κεφάλι που αιμορραγούσε ακατάπαυστα, σχηματίζοντας μια μικρή κηλίδα αίματος στο χώμα.

Ένας υπόκωφος θόρυβος ακουγόταν απ' τα βάθη του δάσους, ενώ η γη συνέχιζε να τραντάζεται με αμείωτη ένταση. Το έδαφος σκίστηκε στη μέση από μια ρωγμή που άρχισε να καταπίνει τις καρέκλες και τα τραπέζια της ταβέρνας. Ο Νόριν που βοηθούσε τα Τινκ να απομακρυνθούν από τον κατεστραμμένο χώρο, παρακολουθούσε με αγωνία τις προσπάθειες του Τίλιν να σηκώσει το Θούραντιν. Το χαοτικό άνοιγμα ήταν πολύ μεγάλο για το άλμα του Νόριν, που ανήμπορος να τους βοηθήσει, πάλευε να βρει τρόπο για να περάσει απέναντι.

«Γρήγορα Τίλιν! Βιάσου! Δεν μπορώ να σας φτάσω! Τρέξε κάτω από τον Κυπάρισσο!!», του φώναξε.

Εκείνος με το γέροντα στα χέρια έκανε να σηκωθεί, όταν μια ισχυρή δόνηση τον ξανάριξε στα γόνατά του.

«Θούραντιν, ξύπνα! Ξύπνα!»

Τα βλέφαρα του γερο-Τινκ άρχισαν δειλά να σηκώνονται και τα βασιλεμένα του μάτια να κοιτούν το αλαφιασμένο πρόσωπο του Τίλιν. Ξάφνου, το σκοτάδι που είχε σκεπάσει το χώρο διαλύθηκε, όταν μια έκρηξη φωτός ξεπήδησε απ' τον Τίνκερλορντ. Ο σεισμός σταμάτησε και ο κρύσταλλος άρχισε να εκπέμπει ένα απαλό, παλλόμενο φως. Τη στιγμή εκείνη, ένας θόρυβος ακούστηκε κοντά στο άγαλμα, σαν κάτι να σερνόταν πάνω του. Ο Θούραντιν ανασηκώθηκε και μ' ένα νεύμα έδειξε σ' εκείνο το σημείο. Όταν ο Τίλιν γύρισε το βλέμμα του, αντίκρισε τις ρίζες που ήταν τυλιγμένες στο χέρι του Τίνκερλορντ να υποχωρούν και να απελευθερώνουν τον κρύσταλλο.

Απ' την απέναντι πλευρά, ο Νόριν που δεν είχε πάψει στιγμή να τους παρακολουθεί, ετοιμαζόταν να δοκιμάσει κάτι παράτολμο, που όμως ήταν ίσως ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσει να φτάσει κοντά τους. Κρατώντας ένα μακρόστενο ξύλο που είχε βρει ανάμεσα στα συντρίμμια, πήρε φόρα και άρχιζε να τρέχει προς τη ρωγμή. Μόλις έφτασε στο χείλος, το κάρφωσε στο έδαφος και χρησιμοποιώντας το σαν στήριγμα εκτοξεύτηκε μ' ένα άλμα πάνω από το χάσμα. Χάρη στη δυνατή λαβή του γλίτωσε από βέβαιο θάνατο, αφού ίσα που κατάφερε να φτάσει στην απέναντι πλευρά και να πιαστεί από την άκρη μιας ρίζας. Αφού σκαρφάλωσε, σηκώθηκε και έτρεξε γρήγορα στον Τίλιν που στεκόταν σκυφτός πάνω απ' το Θούραντιν προσπαθώντας να ακούσει την αδύναμη φωνή του που του έλεγε:

«Κοίτα! Ο Κυπάρισσος σε έκρινε άξιο! Πάρε γρήγορα τον κρύσταλλο».

"Ο Κυπάρισσος;" αναρωτήθηκε ο Τίλιν. Όταν όμως έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στις ρίζες που είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο χώμα, έκπληκτος διαπίστωσε ότι ανήκαν στο ιερό τους δέντρο.

«Άσ' τον σ' εμένα. Τρέξε!» του φώναξε ο Νόριν που μόλις είχε φτάσει κοντά τους.

Το Τινκ τοποθέτησε απαλά το μπράτσο του γύρω απ' το λαιμό του Θούραντιν και με αργές κινήσεις τον πήρε αγκαλιά. Ο Τίλιν, σηκώθηκε και έτρεξε στο άγαλμα. Φτάνοντας, κοίταξε με δέος τη λάμψη που κυλούσε μέσα στον κρύσταλλο και με ένα στιγμιαίο δισταγμό τον άρπαξε και τον έκρυψε κάτω από τη μπλούζα του. Έπειτα, επέστρεψε κοντά στο Νόριν και μαζί σήκωσαν το Θούραντιν και τον μετέφεραν στον Κυπάρισσο. Αφού τον έβαλαν να καθίσει πάνω σε μια λαξευμένη κοτρόνα έσκυψαν και τον ρώτησαν αν είναι καλά και αν χρειάζεται κάτι.

«Τίλιν, ο βασιλιάς σε καλεί. Θέλει να σου δώσει και αυτός κάτι», αποκρίθηκε εκείνος δείχνοντας ένα σημείο πίσω τους.

Μόλις γύρισε και κοίταξε, είδε τον κισσό που κάλυπτε αιώνες τώρα τη δεξιά πλευρά του αγάλματος να υποχωρεί και από κάτω του να αποκαλύπτεται ένα σπαθί. Όχι ένα μαρμάρινο, σκαλισμένο σπαθί, μα το πραγματικό σπαθί του βασιλιά.

«Γρήγορα, παρ' το γιατί δεν έχουμε ακόμα πολύ χρόνο!» του φώναξε ο Νόριν.

Πριν όμως προλάβει να ξεκινήσει, τα επαναλαμβανόμενα κροάσματα που ακούγονταν από τον ουρανό τον έκαναν να σταθεί και να κοιτάξει ψηλά. Εκεί, είδε το γεράκι να πετά σταθερά πάνω από ένα σημείο με τα μάτια καρφωμένα στο Νότο.

«Κάτι συμβαίνει! Φύγετε γρήγορα!» φώναξε ο Θούραντιν στα Τινκ και στο λύκο, μόλις είδε τα κλαδιά των δέντρων να λυγίζουν από ένα ισχυρό ξέσπασμα του ανέμου. «Γρήγορα πάρτε το σπαθί και ένα κλωνάρι από το θάμνο!»

Ο Τίλιν έτρεξε ξανά στο άγαλμα και σήκωσε το πεσμένο ξίφος που έλαμπε σαν να είχε μόλις σφυρηλατηθεί, ενώ ο Νόριν κατευθύνθηκε στο θάμνο. Ξαφνικά η γη άρχισε για δεύτερη φορά να τρέμει με μεγαλύτερη ένταση και ένας εκκωφαντικός θόρυβος απ' το Νότο σαν έκρηξη σκέπασε ολόκληρο το δάσος. Ο Νόριν έχασε το βήμα του και σωριάστηκε, ενώ ο Τίλιν πρόλαβε και στηρίχθηκε στο άγαλμα.

Ο λύκος που στεκόταν δίπλα στο Θούραντιν έσκυψε απειλητικά το κεφάλι και ξεφύσησε νευρικά, όταν το διαπεραστικό κρόασμα του γερακιού ακούστηκε έντονο και επαναλαμβανόμενο σαν να ήθελε να τους προειδοποιήσει για κάτι που ζύγωνε προς το μέρος τους.

Μέσα σε λίγα λεπτά, ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθύ κοκκινωπό χρώμα και ο ισχυρός άνεμος που λυσσομανούσε μετέφερε συνεχώς και άλλα πυκνά σύννεφα πάνω απ' την πλατεία. Ο Τίλιν με το ξίφος στο χέρι, είχε φτάσει στο Νόριν και προσπαθούσε να τον βοηθήσει να σηκωθεί, όταν ένα ισχυρό κύμα ζεστού αέρα λύγισε τα δέντρα, αποκαλύπτοντας το λόγο για τον οποίο το γεράκι ήταν τόσο ανήσυχο.

Ένα γιγάντιο, πύρινο κομμάτι βράχου διέγραφε μια ελλειπτική πορεία από το Νότο με κατεύθυνση το Ίθιορ, αφήνοντας πίσω του μια ουρά από καπνό και πέτρινα υπολείμματα που κάθε τόσο ξεκόλλαγαν από πάνω του. Η ταχύτητα με την οποία έσκιζε τον ουρανό έδινε μόνο λίγο χρόνο στα Τινκ για να αντιδράσουν. Οι δύο φίλοι έτρεξαν γρήγορα στο Θούραντιν και προσπάθησαν να τον σηκώσουν. Όμως εκείνος τους παραμέρισε τα χέρια και τους φώναξε με αυστηρή φωνή:

«Μη νοιάζεστε για μένα! Εγώ έχω φτάσει στο τέλος της διαδρομής μου, ενώ εσείς μόλις ξεκινάτε τη δική σας! Φύγετε! Η αποστολή σας είναι πολύ πιο σημαντική από τη ζωή ενός γέρικου Τινκ!»

Έπειτα, έπιασε το χέρι του Τίλιν και του ψιθύρισε:

«Κάτι τελευταίο για' σένα. Ξέρω ότι δεν πρόλαβα να σου πω όσα θα έπρεπε προτού ξεκινήσεις το ταξίδι σου και φαντάζομαι ότι τώρα θα πρέπει και εσύ να νιώθεις όπως ένιωσε τότε ο βασιλιάς μας, όταν παρέλαβε τον κρύσταλλο από το λύκο: Εγκλωβισμένος σε ένα σκοτεινό λαγούμι. Όμως μην ανησυχείς και μην απελπίζεσαι! Υπάρχουν πολλοί που θα σε βοηθήσουν να βρεις το δρόμο σου και να φτάσεις στον προορισμό σου. Αν ποτέ αμφιβολίες σκεπάσουν την καρδιά σου και σκοτάδι κρύψει το μονοπάτι σου, χρησιμοποίησε αυτό. Ο άρχοντάς σου θα σε οδηγήσει!»

Ο γέροντας έβγαλε κάτω απ' τον πράσινο μανδύα που φορούσε ένα δερματόδετο βιβλίο δεμένο με λεπτά σκοινιά και το έβαλε στα χέρια του Τίλιν.

Ο βράχος είχε ήδη περάσει από πάνω τους και ένας ισχυρός κρότος σήμανε την πρόσκρουση με το βουνό. Ένα ποτάμι από δεκάδες πέτρες άρχισε να κυλά στις απόκρημνες πλαγιές, καταστρέφοντας στο πέρασμά του ό,τι βρισκόταν μπροστά του.

«Έλουθιν, παρ' τους όσο πιο γρήγορα μπορείς μακριά από εδώ», ψιθύρισε στο λύκο. Εκείνος μόλις τον άκουσε έσκυψε και κοίταξε τα δύο Τινκ.

«Ανεβείτε! Γρήγορα!» τους φώναξε ο Θούραντιν. «Μην κοιτάτε πίσω!»

Ο Νόριν τράβηξε από το χέρι τον Τίλιν, που αρνιόταν να εγκαταλείψει το γέροντα και τον ανέβασε στη ράχη του λύκου.

«Έρχομαι αμέσως!» του είπε και αφού γύρισε έτρεξε μακριά του.

«Νόριν, που πας;»

«Ξεχάσαμε κάτι τελευταίο!»

Η γη έτρεμε αδιάκοπα. Δεκάδες κοφτεροί βράχοι είχαν ήδη φτάσει στα βόρεια σύνορα του δάσους, σπάζοντας τους κορμούς των πρώτων δέντρων της πλαγιάς του βουνού, ενώ άλλοι είχαν εκτοξευθεί στον αέρα με πορεία προς το κέντρο του χωριού. Ο Νόριν έφτασε στο θάμνο και αφού έκοψε βιαστικά ένα κλωνάρι το έχωσε στο μικρό του σάκο, παλεύοντας να κρατήσει την ισορροπία του από το τράνταγμα που προκαλούσε η κατολίσθηση. Με μεγάλη προσοχή και προσπάθεια, επέστρεψε γρήγορα πίσω και πήρε τη θέση του μπροστά απ' τον Τίλιν. Με μιας, ο λύκος όρθωσε τα πόδια του και άρχισε να τρέχει γρήγορα μακριά από το χωριό προς το νότιο δάσος.

Όταν ο Τίλιν γύρισε για μια στιγμή το βλέμμα του πίσω, είδε περίλυπος το γέροντα να κάθεται μονάχος και αβοήθητος μπροστά απ' τον Κυπάρισσο και να τους γνέφει καλό ταξίδι, ενώ πίσω του, ψηλά από τον ουρανό τον πλησίαζε απειλητικά ένας μεγάλος, κοφτερός βράχος, που είχε εκσφενδονιστεί από το βουνό.

«Στο καλό φίλοι μου! Μέχρι να ξανανταμώσουμε...» 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top