ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΤΟ
Η νύχτα είχε ρίξει τα σκούρα πέπλα της στην πόλη των ανθρώπων. Το φως του φεγγαριού λαμπύριζε στα ήρεμα νερά του ποταμού Οντόριαν που φάνταζε με υδάτινο χαλί μπροστά απ' το Ιλλούμινορ. Οι γιγάντιοι δίδυμοι πύργοι έστεκαν αγέρωχοι και επιβλητικοί στο τελείωμα δύο σειρών λόφων που περιβάλλανε την πόλη του φωτός, σαν φυσικά, καταπράσινα τείχη. Στην κορυφή τους, οι Παρατηρητές αγνάντευαν την αχανή πεδιάδα Ίλιεντ, ψάχνοντας για κάποιο ίχνος κίνησης στα σημεία του ορίζοντα. Το οπτικό τους πεδίο ενισχυόταν από μια πανάρχαια κατασκευή τεράστιων, αμβλυγώνιων κρυστάλλων που τους έδινε τη δυνατότητα να παρατηρούν οτιδήποτε γινόταν μέχρι και το μέσο της πεδιάδας.
Αιώνες τώρα οι πύργοι αυτοί αποτελούσαν τα μάτια της πόλης των ανθρώπων προς τον έξω κόσμο. Η θέα από το τελευταίο επίπεδο ήταν μαγευτική τόσο την ημέρα όσο και τις ξάστερες βραδιές. Από τα ανατολικά, μια αχανής πεδιάδα καλυμμένη με διάσπαρτες εκτάσεις δέντρων και τρεχούμενων γάργαρων ποταμών, που ξεκίναγαν από τις πλαγιές των βουνών και κατέληγαν σε κάποια λιμνούλα στα δάση της κοιλάδας Λουντίλιαν.
Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει κανείς στο βάθος του ορίζοντα, ήταν ο πανύψηλος μεγαλοπρεπής πύργος της Ίλιεντ. Την ημέρα φάνταζε σαν περίλαμπρο αστέρι, όταν το φως του ήλιου που ξεπρόβαλλε από την Ανατολή, έπεφτε πάνω στη λεία, επάργυρη επιφάνεια της γιγάντιας καμπάνας που στόλιζε την κορυφή του, ενώ τα βράδια, οι δάδες που φώτιζαν τις τέσσερις γωνίες του σε κάθε επίπεδο, έμοιαζαν με πύρινες γλώσσες που πετάγονταν από τα βάθη της Γραίας. Πέρα από τον πύργο και ως εκεί που έφτανε το μάτι, ο ορίζοντας γέμιζε με ατέλειωτες οροσειρές, που οι χιονισμένες κορυφές τους σχεδόν άγγιζαν τα σύννεφα.
Προς το Βορρά και το Νότο, το πυκνό σκοτάδι έσπαγε από τις δάδες των χωριών της Ίλιεντ. Η πιο μαγική εικόνα όμως ήταν αυτή του ίδιου του Ιλλούμινορ, που λαμπύριζε από τα φώτα που ξεπετάγονταν από τα αμέτρητα διαμερίσματα του παλατιού και των σπιτιών στα κατώτερα επίπεδά της. Ολόκληρη η πρωτεύουσα του βασιλείου των Ανθρώπων λουζόταν απ' το φως του έναστρου ουρανού καθώς έπεφτε στα ολόλευκα, πέτρινα τείχη του. Το φεγγάρι έλαμπε πάνω στις γυαλιστερές πανοπλίες των φρουρών, καθώς περιπολούσαν το χώρο που είχαν υπό την επίβλεψή τους. Πολλές φορές οι άνθρωποι της πόλης αποκαλούσαν τους Παλατιανούς φρουρούς και Φύλακες του Φωτός.
Το βασίλειο εστίαζε τις δυνάμεις και την προσοχή του πάντα προς την Ανατολή, όπου βρίσκονταν οι πύλες της πόλης και η μοναδική φυσική οδός για να οδηγηθεί κανείς μέσα σ' αυτή.
Αιώνες τώρα οι γενιές των βασιλιάδων που είχαν καθίσει στο θρόνο, είχαν υπό την επίβλεψη και προστασία τους όλες τις γύρω περιοχές. Σε κάθε ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα είχαν εγκαταστήσει ένα επανδρωμένο φυλάκιο, που φρουρούσε την επικράτεια της πόλης. Το έβδομο βράδυ κάθε μήνα, η Φωνή της κάθε περιοχής επέστρεφε για να ενημερώσει τον Αρχιπαρατηρητή για οτιδήποτε είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της φύλαξης. Οι Φωνές στα αρχαία χρόνια, ήταν μια επίλεκτη τάξη φρουρών, σκληροτράχηλων και θαρραλέων, που είχαν μια και μοναδική αποστολή: Να μεταφέρουν μηνύματα από και προς το βασίλειο, προς οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ανεξαρτήτως των κινδύνων που παραμόνευαν.
Η εκπαίδευσή τους ήταν τόσο θρυλική όσο και άγρια, καθώς έπρεπε εάν έπεφταν στα χέρια του εχθρού να είναι αλύγιστοι σε οποιοδήποτε βασανιστήριο τους υπέβαλαν, προκειμένου να αποκαλύψουν το μήνυμα που μετέφεραν. Ήταν εξαιρετικοί ιχνηλάτες και γνώριζαν μεθόδους που τους επέτρεπαν να διαβάζουν τα σημάδια της γης και του ουρανού και να βρίσκουν τον πιο σύντομο δρόμο για τον προορισμό τους. Τα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από λεπτό δέρμα που τους χάριζε ευκινησία, ενώ η κουκούλα που κάλυπτε το κεφάλι τους μέχρι το ύψος των ματιών τούς προστάτευε από αδιάκριτα βλέμματα. Αναφέρονταν στον Αρχιπαρατηρητή και μόνο σε αυτούς επιτρεπόταν η είσοδος στα βασιλικά διαμερίσματα.
Η εκπαίδευση και το βάρος αυτής της θέσης είχαν πια χαθεί. Το μόνο που είχε παραμείνει για να θυμίζει τις δόξες και το κύρος εκείνης τη τάξης, ήταν το αρχαίο σύμβολο των Ιερακιδών που έφερε η καρφίτσα της κάπας τους και το φτέρωμα στο φυλακτήρα του ξίφους τους.
Στην αίθουσα αναφορών του βασιλείου υπήρχε ένα μαρμάρινο τραπέζι με ανάγλυφα σκαλισμένα στις τέσσερις πλευρές του τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ σε ένα ελαφρώς υπερυψωμένο επίπεδο δέσποζε η πολυθρόνα του Αρχιπαρατηρητή. Οι τρεις από τις τέσσερις Φωνές είχαν ήδη φτάσει και περίμεναν το λοχαγό. Οι κουβέντες μεταξύ τους αναφέρονταν στην ήρεμη κατάσταση των φυλακίων στα οποία ήταν επικεφαλής, καθώς και στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή των ανθρώπων.
Χρόνια τώρα οι κάτοικοι των χωριών αισθάνονταν ασφάλεια και σιγουριά κάτω από την προστασία του αγαθού βασιλιά, που εκτός των φρουρών, τους παρείχε ό,τι βοήθεια και εφόδιο χρειάζονταν για να μπορούν να συντηρηθούν. Το Ιλλούμινορ έδινε πολύ μεγάλη προσοχή και σημασία στους ανθρώπους του, καθώς χωρίς αυτούς δε θα μπορούσε να έχει διατηρήσει τη δύναμη και την ευημερία του. Οι Φωνές του Βορρά και της Δύσης συζητούσαν για τις ελάχιστες επιθέσεις που είχαν δεχθεί τον τελευταίο καιρό από Τελώνια και καυχιόντουσαν για το πόσο εύκολα τα είχαν τρέψει σε φυγή. Ο τρίτος όμως, παρέμενε σιωπηλός και σκεφτικός. Ξαφνικά όλοι σώπασαν, όταν ακούστηκε ο συρτός ήχος της μεταλλικής πόρτας που άνοιγε και από πίσω της εμφανιζόταν η επιβλητική φιγούρα του Αρχιπαρατηρητή.
«Να εύχεστε να δεχόμαστε πάντα επιθέσεις που να μπορούμε να τις αποκρούουμε!» τους είπε ο λοχαγός Φέρμελ, καθώς είχε ακούσει τη στιχομυθία τους διασχίζοντας τη γέφυρα που ένωνε το κεντρικό κτίριο με τη νότια πτέρυγα που βρισκόταν η αίθουσα. Οι απεσταλμένοι σηκώθηκαν από τις καρέκλες και υποκλίθηκαν, ενώ εκείνος επιτάχυνε το βηματισμό του και κατευθύνθηκε στην πολυθρόνα.
«Καθίστε και πείτε μου. Τι νέα απ' τα σύνορα;»
«Λοχαγέ μου τα πράγματα στο Βορρά δεν έχουν αλλάξει. Αυτό το μήνα, έπειτα από πολλά χρόνια, δεχτήκαμε επίθεση από μια μικρή ομάδα εξαθλιωμένων και πεινασμένων Τελωνιών την οποία αποκρούσαμε με μεγάλη ευκολία».
«Καμία απώλεια;»
«Μόνο τα βέλη που χαλάσαμε», αποκρίθηκε ο Γουίνορθ.
«Οι άλλες Φωνές έχουν να αναφέρουν τίποτα;»
«Τίποτα λοχαγέ», απάντησε η Φωνή της Δύσης. «Τα πράγματα στο δικό μου φυλάκιο είναι ακόμα πιο ήσυχα! Οι θάλασσες είναι έρημες και γαλήνιες και σπάνια βλέπουμε στο βάθος του ορίζοντα κάποιο καράβι να περνά. Τα φρούρια στις ακτές μας είναι απροσπέλαστα και έτοιμα να αντιμετωπίσουν έγκαιρα οποιονδήποτε μπει στην εμβέλειά τους. Όμως μέχρι τώρα καμία απειλή δεν έχει παρουσιαστεί». Πριν προλάβει να ρωτήσει τη Φωνή της Ανατολής, τα μάτια του Φέρμελ σκοτείνιασαν μόλις είδε άδεια τη μια θέση του τραπεζιού.
«Ο Νέμρεν πού είναι;» ρώτησε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
Οι τρεις Φωνές δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να ξέρουν τι είχε συμβεί. Η ερώτησή του, είχε περισσότερο στόχο να τους υπενθυμίσει το πόσο σημαντική ήταν η έγκαιρη ενημέρωση του βασιλιά, παρά στο να λάβει κάποια απάντηση. Ζοφερές σκέψεις και εικόνες πέρασαν στιγμιαία από το νου του. Η συνέπεια στο χρόνο αναφοράς ήταν σημαντικότατη στις τάξεις των Φωνών και ο μόνος λόγος που δικαιολογούσε αργοπορία ήταν ο θάνατος. Ο Φέρμελ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και κατευθύνθηκε προς το ανατολικό παραθύρι. Εκείνο που έβλεπε στον ποταμό και τους δύο πύργους. Το δωμάτιο αυτό πάντα τον έπνιγε. Όχι λόγω του μικρού του χώρου, όσο της σκέψης ότι σε αυτή την αίθουσα εδώ και αιώνες μεταφέρονταν μόνο οι πληροφορίες και οι φήμες που συνέλεγαν από κάθε γωνιά του βασιλείου για τις απειλές και τους κινδύνους που παραμόνευαν.
Ο Αρχιπαρατηρητής δε συμμεριζόταν τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση των Φωνών, έπειτα από τα ανησυχητικά σημάδια που είχαν φανεί στον ορίζοντα. Είχε διαβάσει και γνώριζε για τη μεγάλη μάχη του παρελθόντος. Μια μάχη που πλέον είχε ξεχαστεί και πλανιόταν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο, χωρίς κανείς πια να ξέρει τι από τα δύο ήταν. Αυτό που είχε χαραχτεί όμως ανεξίτηλα στη μνήμη του, ήταν τα σημάδια που περιγράφονταν στα ιστορικά βιβλία και που έμοιαζαν με αυτά που τώρα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο βασίλειο. Σεισμοί, απότομη αλλαγή του καιρού και πυκνά σύννεφα που κάλυπταν με μεγάλη ταχύτητα τον καθαρό ουρανό του Ιλλούμινορ και έπειτα από λίγο διαλύονταν σαν καπνός. Σαν κάτι να κρυβόταν μέσα τους και να παρακολουθούσε τις ζωές των ανθρώπων. Κάτι που καραδοκούσε μέχρι να φτάσει η κατάλληλη στιγμή για να παρουσιαστεί. Ανησυχία και ένας άγνωστος φόβος σκέπαζε τη σκέψη του κάθε φορά που ατένιζε τα λάβαρα του βασιλείου να ανεμίζουν στο βραδινό, δροσερό αεράκι που κατέβαινε από το Ιλούρ, το βουνό της πόλης του. Αναρωτιόταν αν πραγματικά οι άνθρωποι ήταν ασφαλείς ή αν κάτι τους άφηνε να αισθάνονται έτσι. Τότε, τα αρχαία χρόνια, ο καιρός κυλούσε γρήγορα σαν τα γάργαρα νερά του Οντόριαν, ξένοιαστα, χαρούμενα, με μοναδικούς ήχους τα τραγούδια και τα μακάρια γέλια των ανθρώπων. Ώσπου ξαφνικά το σκοτάδι ξύπνησε και έπνιξε κάθε καλό, κάθε χαρά και κάθε τραγούδι. Οι όμορφες μελωδίες σταμάτησαν, τα γέλια μετατράπηκαν σε κραυγές αγωνίας, όταν ο Γκόρθοραγκ, ο αρχαίος δαίμονας του κάτω κόσμου, εμφανίστηκε, όχι τυχαία, τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι είχαν υπνωτιστεί από την ψευδαίσθηση της ασφάλειας.
"Όταν η αφύπνιση σβήνει, οι κίνδυνοι ανάβουν", σκέφτηκε ο Φέρμελ, καθώς επέστρεφε στην πολυθρόνα του.
«Εσύ Άντιλ; Τι νέα φέρνεις από την Πέτρινη Πόλη;» ρώτησε τη Φωνή της Ανατολής.
«Λοχαγέ μου, στη Μίνορ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ και αρκετό καιρό δεχόμαστε αναφορές για Ορκ και Τρολλ που λυμαίνονται τα γύρω χωριά μέχρι και το όρος Γκλίγκερ. Οι κάτοικοι είναι ανήσυχοι. Κάθε τόσο που έμποροι και πραματευτάδες φτάνουν στην πόλη, όλο και κάποια καινούργια ιστορία μάς αφηγούνται για πλάσματα φρικτά και αποτρόπαια που κατοικούν μέσα στα βουνά και βγαίνουν μόνο όταν πέσει το σκοτάδι».
«Μάθετε όσα περισσότερα μπορείτε και αυξήστε τη φρουρά. Εσύ Άντιλ, οτιδήποτε πέσει στην αντίληψή σου να με ενημερώσεις άμεσα και μη διστάσεις να ζητήσεις ενισχύσεις, αν κρίνεις ότι τις χρειάζεσαι. Προς το παρόν, θα πάρεις μαζί σου μια διμοιρία στρατιωτών και μια τοξοτών. Αναφέρσου στο Βάλιον και στον Γκάλαντ».
«Όπως διατάζεις λοχαγέ μου».
Ενώ ο Φέρμελ και οι Φωνές βρίσκονταν κλεισμένοι στην αίθουσα αναφορών, οι σκοποί της εσωτερικής πύλης στέκονταν αγέρωχοι και ευθυτενείς, με το δόρυ τους στο ένα χέρι και την ασπίδα στο άλλο, σαν αγάλματα αρχαίων πολεμιστών. Ξαφνικά ακούστηκε το βούκινο του νότιου πύργου που σηματοδοτούσε ότι κάτι ή κάποιος πλησίαζε την πόλη.
Όταν μια ομάδα τεσσάρων φρουρών έφτασε στην είσοδο, οι δύο Παρατηρητές τράβηξαν ταυτόχρονα τους μοχλούς που βρίσκονταν μπροστά τους, βάζοντας σε λειτουργία το μηχανισμό που άνοιγε την πύλη.
Τα γρανάζια γύρισαν και το αδιαπέραστο μεταλλικό τείχος υποχώρησε, αποκαλύπτοντας το λόγο για τον οποίο είχε σημάνει το βούκινο.
Ο λοχαγός έδινε τις τελευταίες οδηγίες στις τρεις Φωνές πριν μεταβούν για ανεφοδιασμό και επιστρέψουν στα φυλάκια, όταν βήματα άρχισαν να ακούγονται πάνω στη γέφυρα, που συνεχώς πολλαπλασιάζονταν σε ένταση και ταχύτητα. Ξαφνικά, το βαρύ σύρσιμο της πόρτας και η τρεμάμενη φωνή του φρουρού που παρουσιάστηκε τράβηξε το βλέμμα του λοχαγού, που τώρα είχε πάρει μια πιο ανήσυχη όψη.
«Άρχοντά μου, η Φωνή του Νότου είναι στην εξωτερική πύλη!»
«Ζει;», τον ρώτησε ο Φέρμελ, σχεδόν σίγουρος για την απάντηση.
«Μόλις που αναπνέει. Είναι βαριά λαβωμένος άρχοντά μου».
«Η καμπάνα του Νότου σήμανε βοήθεια;»
«Όχι», αποκρίθηκε ο φύλακας προσπαθώντας να ανακτήσει την ανάσα του. Ο λοχαγός πετάχτηκε όρθιος σπρώχνοντας την πολυθρόνα πίσω του.
«Οδήγησέ με μπροστά του! Εσείς περιμένετέ με εδώ!»
Οι δύο άντρες βγήκαν από την αίθουσα τρέχοντας και κατευθύνθηκαν στο τελείωμα του διαδρόμου, σε μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στα κατώτερα διαμερίσματα, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως ιατρεία για την περίθαλψη των στρατιωτών.
Αφού την κατέβηκαν, έφτασαν σε ένα δωμάτιο με μεγάλα ξύλινα κρεβάτια, το ένα τοποθετημένο δίπλα στο άλλο. Οι δάδες στους τοίχους παρέμεναν αναμμένες κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ δύο ημικυκλικά παραθύρια πάνω από τα προσκέφαλα, άφηναν το φεγγαρόφωτο να περνά στο εσωτερικό. Η μυρωδιά των φαρμάκων και των φίλτρων ήταν έντονη στον αέρα και τα ράφια στις γωνιές του δωματίου ήταν γεμάτα με καθαρούς επιδέσμους και πετσέτες. Στο βάθος, πάνω από το τελευταίο κρεβάτι, στέκονταν δύο άντρες με πυκνά γκρίζα γένια και ρυτιδιασμένα πρόσωπα.
«Λοχαγέ, σας ζητάει. Δεν θα αντέξει για πολύ», είπε ο ένας από τους δύο.
Ο Φέρμελ παραμέρισε τους δύο λευκοντυμένους θεραπευτές και έγειρε πάνω απ' το κρεβάτι. Ανησυχία σκέπασε το πρόσωπό του όταν αντίκρισε τον πολεμιστή αιμόφυρτο να κρατιέται με δυσκολία στη ζωή. Οι θεραπευτές είχαν τοποθετήσει καθαρές γάζες στο θώρακά του, προκειμένου να συγκρατήσουν την αιμορραγία. Τραβώντας τες, ο λοχαγός αντίκρισε δύο βαθιά κοψίματα και ένα σπασμένο βέλος λίγο πιο κάτω από το ύψος της καρδιάς να έχει παραμείνει καρφωμένο παρατείνοντας το χρόνο ζωής του. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του Φέρμελ, η Φωνή τινάχτηκε σε μια προσπάθεια να ανασηκωθεί. Μάταια όμως. Οι πληγές του τον είχαν νικήσει. Η ανάσα του ακουγόταν τώρα πιο βαριά και το στήθος του μόλις που μετά βίας κουνιόταν. Είχε μόνο λίγες στιγμές ζωής. Με τις τελευταίες του δυνάμεις, κατάφερε να σηκώσει το δεξί του χέρι και να γαντζωθεί από την αριστερή επωμίδα του λοχαγού, που τώρα έσκυβε για να ακούσει τις τελευταίες του λέξεις.
«Το σκοτάδι ψάχνει τον τάφο των...», ψέλλισε με όση δύναμη είχε.
«Ποιον τάφο; Τι γυρεύουν, Νέμρεν;», τον ρώτησε στηρίζοντάς του απαλά το κεφάλι. Η Φωνή όμως δεν άντεξε. Το χέρι του άρχισε να χαλαρώνει μέχρι που έπεσε στην άκρη του κρεβατιού. Τα μάτια του πάγωσαν καρφωμένα στο Φέρμελ, ενώ μια αδύναμη ανάσα βγήκε από τα ξεραμένα του χείλη καθώς άφηνε την τελευταία του πνοή
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top