Γράμμα ενός νεκρού στρατιώτη


Αγαπητή μου,


εδώ είναι υπέροχα.


Με τον θείο Βασίλη και Ανδρέα


πλέον πολύ παρέα κάνουμε.


Το πικρό γέλιο και η βροχή του ματιού


έγιναν ένα μ' εμάς.

Ο τόπος εδώ,


τώρα την άνοιξη ανθίζει.


Με κάθε μέλισσα που περνά και ακούω,


φωνάζω το όνομά σου.


Ελπίζω να ακούς τη μητέρα.


Να μη την νευριάζεις.


Μην ανησυχείς, έχω κάνει πολλούς


φίλους με ψυχή ή χωρίς.

Τα πουλιά μεγάλα και μικρά


πετάνε και πέφτουν από τον ουρανό.


Τα άλογα καλπάζουν


πάνω από τα οχήματα


και χωράφια.

Οι παπαρούνες κατακόκκινες είναι.


Φυτρώνουν πάνω μας όταν πέφτουμε


να κοιμηθούμε.


Τα μάτια μας είναι πάντα ανοικτά,


βλέπουν τον ουρανό πλημμυρισμένο με γαλανούς αγγέλους.


Αυτό κάνουν αυτή τη στιγμή ο θείος Βασίλης


και ο θείος Ανδρέας


κοιτάνε τους ζωντανούς νεκρούς.

Πάνω τους φυτρώνουν λίγες παπαρούνες.


Το σιτάρι που βλέπω τώρα στα ουράνια μακρινά


μου θυμίζουν τα μαλλιά σου.


Των μεταλλικών πουλιών το κελάηδημα


το γέλιο σου.


Μία μεγάλη παπαρούνα, τώρα, φυτρώνει


πάνω μου.

Ακριβώς πάνω από την καρδιά μου.


Άσπρο περιστέρι πετάει πάνω μου με ελιά στο ράμφος.


Σε αγαπώ, μοναδική και μονάκριβη κόρη.


Πάντα θα είμαι ο ήρωας σου από τα άγρια ζώα


της φύσης.


Θα' σε προστατεύω από τα ύψη και


τα βάθη.


Να ακούς τη μητέρα, να της


πεις πως την αγαπάω και πάντα θα την αγαπάω.


Πρέπει να κοιμηθώ τώρα, ήρθε η σειρά μου.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top