Σκοτεινές Διαμάχες: Σεληνούπολη

Είδος: Φαντασίας με υπερφυσικά πλάσματα

Άλλη μια ιστορία την οποία είχα ξεκινήσει και βάλει σε παύση. Από ότι θυμάμαι, μονάχα ένα άτομο είχε διαβάσει τα τρία πρώτα κεφάλαια που είχα ανεβάσει. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο θα είναι ανεξάρτητη τριλογία, όμως θα συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με το βιβλίο μου "Αργά τη Νύχτα" και θα διαδραματίζεται στον ίδιο κόσμο με αυτό, όπως επίσης και με τη σειρά "Τα Πέντε Βασίλεια" αν και πέρα από τον κοινό κόσμο στον οποίο λαμβάνει χώρα, δεν έχει κανένα άλλο κοινό στοιχείο (ή μήπως έχει ορισμένα easter eggs τα οποία περιμένουν να τα βρείτε;) Θα χαρώ πολύ να μου πείτε τη γνώμη σας αφού διαβάσετε, αν θέλετε, την περίληψη, την εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια. Εννοείται πως δεν είναι απαραίτητο να τα διαβάσετε όλα αυτά!!

Περίληψη:

Ο Οδυσσέας είναι ένας συνηθισμένος νεαρός που ζει στη Σεληνούπολη, μια πόλη με έντονη νυχτερινή ζωή και φρενήρεις ρυθμούς. Έχοντας βαρεθεί τη μονότονη δουλειά του και τη ρουτίνα θα βρεθεί μια νύχτα σε μια περίεργη παρέα, όπου θα γνωρίσει τη γοητευτική και μυστηριώδη Ελπίδα. Η ζωή του θα αποκτήσει αμέσως νόημα, όμως καθώς η σχέση τους θα προχωράει σε ανώτερα επίπεδα, ο Οδυσσέας θα ανακαλύψει τι πραγματικά είναι η Ελπίδα και γιατί φέρεται τόσο αλλόκοτα. Και όχι μόνο αυτό. Θα ανακαλύψει σύντομα ότι ο κόσμος στον οποίο ζει δεν είναι αυτός που ήξερε. Οι μύθοι για τους οποίους άκουγε είναι τελικά αληθινοί και οι αθώοι πολίτες της Χώρας του Φεγγαριού κινδυνεύουν από σατανικά υπερφυσικά όντα. Θα καταφέρει να συμβάλλει στη σωτηρία των αγαπημένων του και γενικά της χώρας του;

Ο κόσμος που ζούμε δεν είναι αυτός που φαίνεται.

Βιβλίο 1: Σεληνούπολη

Βιβλίο 2: Η Πόλη του Ήλιου

Βιβλίο 3: Η Κοιλάδα της Ομίχλης

Σημείωση: Η ιστορία μας ξεκινάει το 2025 σε εκείνο τον κόσμο, αλλά η τεχνολογία τους, η μόδα, η μουσική κλπ δεν διαφέρουν και πολύ από τα αντίστοιχα του δικού μας κόσμου και της δικιάς μας εποχής (και εδώ που τα λέμε δεν απέχει και πολύ πλέον, τρία χρόνια μετά από την εποχή μας διαδραματίζεται 😉)

Εισαγωγή


Για πολλά χρόνια, οι φυλές των Υπερφυσικών πλασμάτων είχαν διαμάχες μεταξύ τους και πολεμούσαν κρυμμένες στο σκοτάδι, εκεί όπου δεν τολμούσαν να πλησιάσουν οι κοινοί θνητοί. Η πρώτη διαμάχη έγινε το 1600 και ήταν ανάμεσα στους Λυκάνθρωπους και στους Βρικόλακες, όταν οι πρώτοι έπιασαν τους δεύτερους να κυνηγούν στην περιοχή τους. Έδωσαν μια σκληρή μάχη με πολλά θύματα και από τότε αυτές οι δύο φυλές έγιναν αιώνιοι εχθροί.

Λίγα χρόνια μετά, το 1649, ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος μεταξύ των Μάγων, του είδους μου δηλαδή, και των επαναστατών Τζίνι που είχαν καταφέρει να ελευθερωθούν από τα μαγικά λυχνάρια τους και τυφλώθηκαν από τη δίψα τους για κυριαρχία, ζητώντας πολλά περισσότερα από την ελευθερία τους. Τα Τζίνι εισέβαλαν εντελώς απροειδοποίητα στο Νησί των Μάγων και ο Άρχοντας Γιλβέρτος, ο μάγος ο οποίος ίδρυσε το Νησί ή Χώρα των Μάγων, οδήγησε το λαό του στη νίκη, όμως με αμέτρητες απώλειες. Παρόλο που έδιωξαν τα Τζίνι απ' το νησί τους, οι Μάγοι ήξεραν πως δεν ήταν ασφαλείς. Έτσι, ο Γιλβέρτος και η γυναίκα του Γιλβέρτου, η Ελένη, η οποία ήταν θνητή, πήραν την απόφαση να μετοικίσουν σε μια χώρα μακρινή, τη Χώρα του Φεγγαριού. Εκείνη η χώρα ήταν ήδη κατοικημένη από θνητούς και οι μάγοι αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν στη Σεληνούπολη που ήταν η πρωτεύουσα και στα γύρω χωριά, να ζήσουν κρυμμένοι ανάμεσα στους θνητούς. Υπήρχαν όμως και κάποιοι Μάγοι που αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν και παρέμειναν στη Χώρα των Μάγων με Άρχοντα πλέον τον γιο του Γιλβέρτου και της Ελένης, τον Παύλο, όπου ζουν μέχρι και σήμερα.

Κάπου μέσα στη Χώρα του Φεγγαριού λοιπόν, υπάρχει ένα δάσος το οποίο λέγεται Μαγεμένο. Μέσα σε αυτό το δάσος, σε ένα μεγάλο ξέφωτο, βρίσκεται η Πόλη του Ήλιου. Σε αυτή την πόλη ζούσαν όλοι οι κάτοικοι ευτυχισμένοι και κάπου μέσα στο Μαγεμένο Δάσος, οι καλές Νεράιδες τους προστάτευαν. Μια νύχτα με Πανσέληνο το 1800 όμως, ξεκίνησε μια μοιραία κατάρα και πολλοί άνθρωποι έγιναν ζόμπι.

Οι Νεράιδες τότε βγήκαν απ' το δάσος, μπήκαν στην πόλη κι έδωσαν σκληρή μάχη ενάντια στα Ζόμπι, σώζοντας έτσι τους αθώους θνητούς πολίτες. Όσα Ζόμπι γλίτωσαν από τα μαγικά των Νεράιδων, ταξίδεψαν ως το Δάσος της Πανσελήνου και ίδρυσαν εκεί το αρχηγείο τους, όμως ακόμα και σήμερα, κάθε νύχτα με πανσέληνο τα ανθρωποφάγα Ζόμπι βγαίνουν και διασκορπίζονται σε διάφορα χωριά και πόλεις της Χώρας του Φεγγαριού, καταβροχθίζοντας ανθρώπους και μεταμορφώνοντας όσους δαγκώνουν και γλιτώνουν στη συνέχεια.

Και φτάνουμε στον 21ο αιώνα, όπου ξεκινάει η ιστορία μας. Το ποια είμαι και τι ρόλο παίζω σε αυτή την ιστορία, θα το μάθετε στη συνέχεια. Για την ώρα θα αφήσω τη συγγραφέα να σας τη διηγηθεί...

Κεφάλαιο 1


21ος Αιώνας ή αλλιώς Σύγχρονη Εποχή

Ο Δανιήλ ήταν ένας ξακουστός γιατρός που ζούσε κι εργαζόταν στη Σεληνούπολη. Είχε πολλές γνωριμίες και μια περίεργη οικογένεια με την οποία ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι στην άκρη της πόλης. Ήταν όμορφος, ευγενικός και πολύ καλός στη δουλειά του, παρ' όλα αυτά όμως κάποιοι πίστευαν ότι είχε ένα σκοτεινό παρελθόν.

Ήταν τα γενέθλια του, αν και λίγοι ήξεραν πόσων ετών γινόταν εκείνη τη νύχτα, και αποφάσισε να τα γιορτάσει με την οικογένεια του και κάποιους φίλους σε ένα μπαρ στο κέντρο της Σεληνούπολης. Ο γιος του Ευγένιος, η γυναίκα του Ευγένιου, Μάρθα, η Αλίκη και ο Αλέξανδρος οι οποίοι δεν ήταν παιδιά του εξ αίματος αλλά ένα νεαρό ζευγάρι το οποίο είχε πάρει υπό την προστασία του, καθώς και η μεγαλύτερη, χήρα αδελφή της Μάρθας, η Ρόζα με τα δύο της δίδυμα παιδιά, Ιάκωβο και Ισαβέλλα.

Ο Οδυσσέας ήταν ένας απ' τους φίλους του. Είχε μια σοβαρή δουλειά σε ένα γραφείο κι όλη την ημέρα σκεφτόταν το βράδυ που θα ακολουθούσε κι έκανε υπομονή. Γνώριζε τον Δανιήλ μόνο μερικούς μήνες. Τον είχε σώσει έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και κυριολεκτικά του χρωστούσε τη ζωή του. Έκτοτε έγιναν φίλοι, γνώρισε και την οικογένεια του οι οποίοι του φαίνονταν όλοι καλή παρέα και πολύ γοητευτικοί. Απόψε θα γνώριζε και μερικούς ακόμα φίλους του. Θα του έκανε καλό να ξεσκάσει και να δει λίγο κόσμο, γιατί τον τελευταίο καιρό του την είχε δώσει στα νεύρα αυτή η βαρετή ρουτίνα της δουλειάς.

Οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα. Τουλάχιστον είπε δυο κουβέντες και μερικά αστεία με τον συνάδελφο και κολλητό του Γρηγόρη κι έτσι η ώρα πέρασε κάπως ευχάριστα.

«Έχεις κανονίσει τίποτα για απόψε;» τον ρώτησε ο Γρηγόρης λίγο πριν σχολάσουν.

«Ναι. Είμαι καλεσμένος στα γενέθλια ενός φίλου μου σ' ένα μπαράκι στο κέντρο.» του απάντησε ο Οδυσσέας. «Έλα άμα θέλεις, δεν θα έχει πρόβλημα.»

«Μπα... Μάλλον θα βγω με τη Χαρούλα. Βρες κι εσύ καμιά κοπέλα να βγαίνουμε ζευγάρια...» Ο Γρηγόρης έκλεισε αμέσως το στόμα του, ξέροντας ότι του είχε ξεφύγει βλακεία. Τον είχε χτυπήσει εκεί που πονούσε, όμως απ' την άλλη μεριά, είχε περάσει αρκετός καιρός και ήθελε να δει τον φίλο του ξανά ευτυχισμένο.

«Άκου... Πάνε σχεδόν εννιά μήνες που χώρισες με τη Βούλα. Για πόσο ακόμα θα μένεις μόνος σου;»

Η Βούλα ήταν η τελευταία σχέση του Οδυσσέα και τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καθόλου καλά, καθώς εκείνη τον απατούσε με τον πρώην της. Όταν το ανακάλυψε ο Οδυσσέας, όπως ήταν φυσικό έγινε έξαλλος. Τη χώρισε και την ίδια νύχτα, πήγε και ήπιε πολύ και μεθυσμένος οδηγούσε όταν συνέβη το μοιραίο ατύχημα, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή του και έγινε η αφορμή να γνωριστεί με αυτόν τον σπουδαίο γιατρό. Η Βούλα δεν πήγε ούτε καν να τον επισκεφθεί στο νοσοκομείο, γνωρίζοντας ότι όλοι οι συγγενείς του εκείνη θα κατηγορούσαν. Από τότε ο Οδυσσέας ορκίστηκε στον εαυτό του να μην ξαναγαπήσει.

«Δεν σου λέω να κάνεις σοβαρό δεσμό, απλώς να βρεις κάποια με την οποία θα περνάς καλά, να βγαίνεις που και που... Σ' έχει φάει αυτή η δουλειά. Τουλάχιστον κοίτα να περάσεις καλά απόψε.» τον συμβούλευσε ο κολλητός του.

«Ότι θα περάσω καλά είναι σίγουρο. Ο Δανιήλ είναι φοβερός τύπος. Τώρα για γνωριμία θα δούμε. Άμα τύχει...» είπε ο Οδυσσέας, όμως μετά σκέφτηκε: Ναι, σιγά μην τύχει τίποτα. Όλες ίδιες είναι.

Οι ώρες πέρασαν τελικά και ο Οδυσσέας σχόλασε.

Πήγε στο διαμέρισμα του, έκανε ένα ντους κι έφαγε. Μετά κάθισε λίγο στην τηλεόραση να χαζέψει. Κατά τις έξι τον πήρε τηλέφωνο ο Δανιήλ.

«Ισχύει για απόψε, έτσι; Θα έρθεις.» του είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

«Ναι, εννοείται. Εννιά είπαμε, ε;»

«Ναι. Εννιά η ώρα στο μπαρ Η Σονάτα. Θα τα πούμε εκεί.»

«Έγινε, γιατρέ. Τα λέμε.»

Κατά τις οχτώ λούστηκε, έφτιαξε τα μαλλιά του και ξυρίστηκε. Μετά ντύθηκε. Φόρεσε κόκκινο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πριν φύγει.

«Εντάξει, καλός είσαι. Δεν πας και σε ραντεβού...» είπε στον εαυτό του.

Εννέα ακριβώς βρισκόταν στη Σονάτα.

Το μπαρ ήταν γεμάτο κόσμο. Βρήκε τον Δανιήλ και την παρέα του σε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι στη μέση περίπου.

«Καλώς τον Οδυσσέα.» είπε ο φίλος του και σηκώθηκε να τον υποδεχτεί.

«Χρόνια πολλά, Δανιήλ.» του ευχήθηκε.

«Ευχαριστώ. Λοιπόν, να σου συστήσω κάποια άτομα που ίσως δεν είχες την τιμή να γνωρίσεις.» και άρχισε να του συστήνει ένα σωρό καινούργια πρόσωπα: Φώτης, Γιώργος και Ηλιάνα. Εκείνοι δεν ήταν τόσο χλωμοί σαν τον ίδιο και την οικογένεια του.

Μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα, τη Μαρία και δυο σωματώδεις νεαρούς άντρες, τον Σάββα και τον Χρήστο.

«Και λείπει και ένα άτομο ακόμα. Μάρθα, που είναι η Ελπίδα;» ρώτησε τη νύφη του.

«Θα έρθει από στιγμή σε στιγμή, πατέρα.» του απάντησε η όμορφη, κοκκινομάλλα σύζυγος του γιου του.

«Μόλις μπήκε.» είπε η ξανθιά αδελφή της, η Ρόζα. Ο Οδυσσέας γύρισε προς τη μεριά της εισόδου να δει τη νεοφερμένη.

Με το που την αντίκρισε, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό που ένιωσε. Σαν να μαγεύτηκε. Και όταν τα σκούρα μάτια της ενώθηκαν με τα δικά του, η καρδιά του χτύπησε δυνατότερα. Αν και ήταν απλά ντυμένη, με ένα μαύρο φόρεμα και χαμηλές γόβες, είχε κάτι... μαγικό επάνω της. Πλησίασε την παρέα και είπε:

«Καλησπέρα. Δεν πιστεύω να κόψατε την τούρτα χωρίς εμένα...»

«Όχι βέβαια. Κι εμείς πριν λίγο ήρθαμε.» της απάντησε ο Δανιήλ. «Να σου συστήσω έναν καινούργιο φίλο, τον Οδυσσέα. Οδυσσέα, από εδώ η Ελπίδα, καλή φίλη της Μάρθας και γενικά όλης της οικογένειας.»

«Ε... Χάρηκα.» της είπε ο Οδυσσέας και της έδωσε το χέρι του, προσπαθώντας να μη φανεί χαζός.

«Κι εγώ, Οδυσσέα.» απάντησε η Ελπίδα κι έπιασε το χέρι του για χειραψία. Ο Οδυσσέας αναρίγησε στο άγγιγμα της.

Τι στο καλό έχω πάθει; Αναρωτήθηκε από μέσα του. Ηρέμησε, Οδυσσέα. Απλά μια κοπέλα είναι. Μια κοπέλα σαν όλες τις άλλες. Ωστόσο η Ελπίδα δεν έμοιαζε με καμία απ' τις γυναίκες που είχε γνωρίσει μέχρι τώρα.

«Λοιπόν; Θα καθίσετε να πάρετε κάτι να πιείτε;» τους ρώτησε ο Δανιήλ, για να συνειδητοποιήσουν ότι εδώ και μερικά λεπτά κοιτάζονταν στα μάτια χωρίς να λένε τίποτα.

«Ναι... Βέβαια.» είπε ο Οδυσσέας. Κάθισαν δίπλα- δίπλα.

«Τι θα πάρεις, Ελπίδα;»

«Ένα κοκτέιλ ροδάκινο.» απάντησε η κοπέλα.

«Εσύ, Οδυσσέα;»

«Δεν μπορώ να αποφασίσω. Εσύ τι πίνεις;» ρώτησε ο Οδυσσέας τον φίλο του.

Πρόσεξε πως εκείνος και η οικογένεια του έπιναν όλοι ένα κόκκινο ποτό, στο χρώμα του αίματος.

«Α... Ασ' το αυτό. Είναι πολύ βαρύ για σένα.» απάντησε γελώντας ο Δανιήλ.

«Δοκίμασε κι εσύ κοκτέιλ ροδάκινο. Είναι πολύ ελαφρύ.» του πρότεινε η Ελπίδα.

«Εντάξει.» συμφώνησε ο Οδυσσέας. Ο Δανιήλ κάλεσε τον σερβιτόρο για να παραγγείλει τα ποτά τους και ο Οδυσσέας με την Ελπίδα έπιασαν την κουβέντα.

Ήταν 25, δηλαδή τρία χρόνια μικρότερη του, δούλευε σ' ένα φαρμακείο και ζούσε μόνη της σε μια μονοκατοικία εκεί κοντά.

«Δεν φοβάσαι μόνη σου;» τη ρώτησε όταν του το είπε.

«Ξέρω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου.» του απάντησε εκείνη.

Μετά ήρθαν τα ποτά τους. Ο Οδυσσέας φοβόταν λίγο στην αρχή να δοκιμάσει, αλλά τελικά του άρεσε.

«Υπέροχο.» είπε. Σαν εσένα. Συμπλήρωσε από μέσα του.

«Ξέρω τι επιλέγω.» είπε η Ελπίδα κι έπειτα από λίγο πέρασε σε άλλο θέμα: «Λοιπόν, πόσο καιρό γνωρίζεστε με τον Δανιήλ;»

«Περίπου...» το σκέφτηκε λίγο. «Οχτώ μήνες.»

«Χμμ... Μεγάλο διάστημα για να μην έχει τύχει να γνωριστούμε πιο πριν. Εγώ είμαι φίλη της οικογένειας σχεδόν ένα χρόνο, από τότε δηλαδή που άρχισε περίπου να βγαίνει ο Ευγένιος με τη Μάρθα. Με τη Μάρθα γνωριζόμαστε σχεδόν εννέα χρόνια.»

«Εννέα χρόνια...;» Ο Οδυσσέας έκανε μέσα του ένα σύντομο υπολογισμό. «Δηλαδή... από την εφηβεία την ξέρεις. Πηγαίνατε μαζί σχολείο;»

Η Ελπίδα γέλασε και απάντησε:

«Δεν είμαι τόσο μικρή όσο φαίνομαι.»

«Μου είπες πως είσαι 25.» θυμήθηκε ο Οδυσσέας.

«Φαίνεται πως τα πάτε καλά εσείς οι δύο.» τους διέκοψε ο Δανιήλ.

«Η Ελπίδα είναι πολύ ενδιαφέρον άτομο.» ισχυρίστηκε ο Οδυσσέας.

«Χαίρομαι. Μου αρέσει όταν δυο φίλοι μου τα πάνε καλά και γίνονται και μεταξύ τους φίλοι.»

«Άντε, Δανιήλ! Πότε θα κόψουμε την τούρτα;!» είπε ανυπόμονα, η Αλίκη, η ενθουσιώδης προστατευόμενη του. Ο σύντροφος της ο Αλέξανδρος ήταν ακριβώς το αντίθετο, σοβαρός και χαμηλών τόνων. Ο Οδυσσέας απορούσε πώς ταίριαξαν οι δυο τους. Όμως τα ετερώνυμα έλκονται, έτσι δεν λένε;

«Τώρα που μαζευτήκαμε όλοι, νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή.» είπε ο γιατρός κι έκανε νόημα στον σερβιτόρο.

Φυσικά, η ηλικία του Δανιήλ εξακολουθούσε να είναι μυστήριο, καθώς η τούρτα είχε τρία κεράκια επάνω. Ο Οδυσσέας τα κοιτούσε απορημένος, καθώς ο Δανιήλ τα έσβηνε χωρίς να του πουν τραγούδι πρώτα. Όλοι χειροκρότησαν και πανηγύρισαν.

«Θα μας πεις τώρα τα πόσα έκλεισες, γιατρέ;» τον ρώτησε ο Φώτης.

«Τα τετρακόσια.» αστειεύτηκε ο Δανιήλ και όλοι γέλασαν.

«Σοβαρά τώρα. Πόσο είσαι; Δεν μου έχεις πει ποτέ.» μπήκε στη συζήτηση ο Οδυσσέας.

«Τα 32 έκλεισα σήμερα.»

«Έλα, κόψε την πλάκα.» τον πείραξε ο Γιώργος. «Ο γιος σου θα είναι σίγουρα πάνω από είκοσι. Στα πόσα τον έκανες, στα δέκα;»

«Είμαι δεκαοχτώ.» απάντησε ο Ευγένιος. Κι άλλο μυστήριο για τον Οδυσσέα! Γιατί ήταν παντρεμένος από τόσο μικρός ο Ευγένιος; Και η Μάρθα, πόσα χρόνια μεγαλύτερη του ήταν; Ήταν ολοφάνερο ότι η Ελπίδα έκρυβε την ηλικία τη δική της και της φίλης της.

«Εντάξει, το παραδέχομαι. Τα 37 έκλεισα.» είπε τελικά ο Δανιήλ. «Όταν ο Ευγένιος γεννήθηκε, ήμουν δεκαεννιά.»

Ο Οδυσσέας σχεδόν ένιωθε το μυαλό του να βγάζει καπνούς από την έκπληξη και την προσπάθεια να λύσει τα αναπάντητα ερωτήματα, με πρώτο και κύριο την ηλικία της Ελπίδας. Όμως αποφάσισε να μην το αναλύσει περαιτέρω, αλλά να απολαύσει τη στιγμή.

Ο σερβιτόρος πήρε πάλι μέσα την τούρτα για να την κόψει. Ο Οδυσσέας συνέχισε να μιλάει με την Ελπίδα και να γνωρίζονται καλύτερα.

«Τι μουσική ακούς;» τη ρώτησε.

«Σκοτεινή. Ροκ, μέταλ... Ξέρεις τώρα. Εσύ;»

«Εγώ λίγο από όλα, αλλά προτιμώ τους γρήγορους ρυθμούς, όπως για παράδειγμα ποπ και ντίσκο. Και τι ταινίες σου αρέσουν; Σκοτεινές, να φανταστώ.» αστειεύτηκε ο Οδυσσέας. Η Ελπίδα γέλασε και απάντησε:

«Κυρίως μεταφυσικές και φαντασίας. Εσένα;»

«Εγώ βλέπω τα πάντα αρκεί να έχω καλή παρέα.»

Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο η Ελπίδα του κέντριζε το ενδιαφέρον. Οι υπόλοιποι έβλεπαν πόσο είχαν απορροφηθεί αυτοί οι δύο στη συζήτηση τους και δεν τους ενοχλούσαν.

«Διακρίνω πως υπάρχει χημεία μεταξύ τους.» ψιθύρισε η Ρόζα στην αδελφή της και εκείνη συμφώνησε.

Ύστερα ήρθαν τα κομμάτια της τούρτας. Ήταν νοστιμότατη και ο Οδυσσέας την έφαγε με όρεξη, όμως αργότερα παρατήρησε ότι ο Δανιήλ και οι δικοί του είχαν τα μικρότερα κομμάτια και έφαγαν ελάχιστα.

Μόνο εκείνος, η Ελπίδα και οι άλλοι τρεις που φαίνονταν φυσιολογικοί, δηλαδή ο Φώτης, ο Γιώργος και η Ηλιάνα, έφαγαν ολόκληρο το κομμάτι τους. Η Μαρία έφαγε το μισό.

«Να τα χιλιάσεις και πάλι, γιατρέ!» φώναξε ο Σάββας και ύψωσε το ποτήρι του, ένα πηχτό περίεργο υγρό. Ο Οδυσσέας δεν τόλμησε να φανταστεί τι θα μπορούσε να ήταν.

«Και ακόμα παραπάνω!» συμπλήρωσε ο Χρήστος και τσούγκρισαν όλοι μεταξύ τους.

Οι ώρες πέρασαν και τελικά αποφάσισαν να το διαλύσουν και να τραβήξει ο καθένας για το σπίτι του. Βγήκαν έξω και ο Δανιήλ είπε σε όλους:

«Φίλοι μου, έχω γιορτάσει πολλά γενέθλια, αλλά σαν αυτά δεν ήταν κανένα. Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε και σας εύχομαι ό,τι καλύτερο.»

Οι άλλοι τον ευχαρίστησαν, του ευχήθηκαν πάλι και άρχισαν να σκορπίζουν. Ο Οδυσσέας και η Ελπίδα έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια.

«Μου είπες πως είσαι 25.» είπε πάλι ο Οδυσσέας. «Ψέματα ήταν;»

«Οι γυναίκες συνηθίζουν να κρύβουν την ηλικία τους, σωστά;» του απάντησε.

«Ε... Ναι, υποθέτω πως ναι. Λοιπόν... Μένεις κοντά είπες, ε;»

«Ναι. Πέντε λεπτά με τα πόδια. Είναι ήσυχη η γειτονιά μου, όμορφη και καθαρή.»

Έπεσαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Μετά μίλησε η Ελπίδα:

«Λοιπόν, Οδυσσέα, χάρηκα για τη γνωριμία μας. Συνήθως είμαι κλειστή με τους ανθρώπους και δεν κάνω εύκολα φίλους, όμως με εσένα ένιωσα αμέσως άνετα.»

«Κι εγώ.» συμφώνησε ο Οδυσσέας.

«Δεν θέλω να χαθούμε.»

«Να σου δώσω τον αριθμό μου;»

«Φυσικά. Θα σε πάρω να βγούμε οι δυο μας.»

Έβγαλε το κινητό της, ο Οδυσσέας της είπε τον αριθμό του και τον αποθήκευσε.

«Να σε πάρω αύριο το απόγευμα;» τον ρώτησε.

«Εννοείται. Θα ανυπομονώ να περάσουν οι ώρες στη δουλειά για να σε δω.»

«Κι εγώ το ίδιο. Λοιπόν, θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα.» του είπε.

«Καληνύχτα, Ελπίδα.» είπε ο Οδυσσέας και την κοίταξε καθώς απομακρυνόταν.

Απ' τη μια λυπόταν που είχε τελειώσει αυτή η όμορφη βραδιά, όμως χαιρόταν που έκανε μια τόσο ενδιαφέρουσα γνωριμία. Η Ελπίδα ήταν διαφορετική. Δεν ήταν σαν τις άλλες κοπέλες που είχε γνωρίσει. Ήταν τόσο μοναδική, τόσο ξεχωριστή, που ο ίδιος ένιωθε υπερβολικά συνηθισμένος κοντά της.

Να 'ναι καλά ο Δανιήλ. Σκεφτόταν καθώς οδηγούσε προς το σπίτι του. Αν δεν ήταν αυτός, ίσως να μην την είχα γνωρίσει ποτέ. Αν δεν είχα πάθει εκείνο το δυστύχημα και δεν μου είχε σώσει τη ζωή... Έχουν δίκιο τελικά που λένε ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται.

**********************************************************************

Κεφάλαιο 2

Ο Οδυσσέας ξύπνησε χαρούμενος, ακόμα με την εικόνα της Ελπίδας στο μυαλό του. Ντύθηκε, ετοιμάστηκε και πήγε στη δουλειά. Αν και βαριόταν άλλη μια συνηθισμένη μέρα σε εκείνα τα γραφεία, αυτή τη φορά μπήκε ευχάριστα μέσα.

«Καλημέρα, Γρηγόρη.» είπε στον φίλο του και κάθισε στο διπλανό γραφείο.

«Καλημέρα. Πολύ χαρούμενο σε βλέπω. Σίγουρα θα πέρασες καλά χθες.»

«Παραπάνω από καλά.» απάντησε ο Οδυσσέας και χαμογέλασε.

«Μη μου πεις... Γνώρισες κάποια.» μάντεψε ο Γρηγόρης.

«Ναι. Μια καλή φίλη της οικογένειας του Δανιήλ. Θα βγούμε οι δυο μας σήμερα.»

«Δόξα το Θεό! Καιρός ήταν. Λοιπόν, πείστηκες τελικά ότι δεν είναι όλες ίδιες;»

«Η Ελπίδα είναι πολύ διαφορετική.»

«Ελπίδα, ε; Έχει και ωραίο όνομα. Λοιπόν. Ώρα να στρωθούμε στη δουλειά τώρα. Ο Λιβανός θα φρικάρει αν δεν του παραδώσουμε το πρότζεκτ μέχρι το τέλος της βάρδιας και ήδη έχουμε μείνει πίσω.»

Ο Αλφόνσος Λιβανός ήταν το αφεντικό τους. Ήταν υπερβολικά τελειομανής και γινόταν έξαλλος όταν κάτι πήγαινε στραβά. Πολλές φορές τον εκνεύριζε τον Οδυσσέα με τις φωνές του, όμως αυτός έκανε υπομονή για να μη χάσει τη δουλειά του.

Το πρότζεκτ ήταν έτοιμο. Λίγο πριν σχολάσει, ο Οδυσσέας το παρέδωσε στο αφεντικό του.

«Δεν το πιστεύω! Το τελειώσατε επιτέλους;» τους ειρωνεύτηκε εκείνος.

«Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, κύριε Λιβανέ.»

«Ελπίζω να έχετε δίκιο, κύριε Φωτίου. Θα το δω αύριο. Αν εντοπίσω το παραμικρό λάθος, θα το ξανακάνετε εσείς και ο κύριος Παναγιώτου. Αν είναι σωστό, που δεν θα είναι επειδή είσαστε κι οι δύο άχρηστοι, θα το παρουσιάσετε μεθαύριο στο meeting.»

Θα δούμε ποιος είναι άχρηστος, παλιό- καμένε επιχειρηματία! Είπε από μέσα του ο Οδυσσέας. Τα γαλάζια μάτια του Αλφόνσου καρφώθηκαν απότομα στα δικά του, σαν να διάβασε τη σκέψη του.

«Δεν σχολάσατε, κύριε Φωτίου;» τον ρώτησε.

«Ναι. Μόλις σχόλασα.»

«Ε, τότε τι στέκεστε ακόμα εδώ; Πάρτε δρόμο, παρακαλώ.»

Ο Οδυσσέας έσφιξε τα δόντια του.

«Μάλιστα, κύριε Λιβανέ.» είπε, συγκρατώντας το θυμό του. «Καλό απόγευμα.» και βγήκε. Έξω απ' το κτήριο, συνάντησε τον Γρηγόρη.

«Τι έγινε; Τι σου είπε;» τον ρώτησε εκείνος.

«Τον ηλίθιο... Θα το δει αύριο, λέει. Είναι σίγουρος πως κάτι έχουμε κάνει λάθος. Μου έσπασε τα νεύρα πάλι, ο ψωροπλούσιος.» Ο Γρηγόρης μούγκρισε νευριασμένος.

«Φαντάζομαι πώς θα σου μίλησε. Να δεις που κάτι θα βρει, παρόλο που εμείς φτιάξαμε τέλεια την εργασία.»

«Είμαι σίγουρος.» είπε ο Οδυσσέας.

Έφτασαν στα αυτοκίνητα τους.

«Τα λέμε αύριο, φίλε. Καλά να περάσεις το απόγευμα.» του είπε ο Γρηγόρης.

«Ευχαριστώ. Γεια.» Ο Οδυσσέας ηρέμησε αμέσως μόλις μπήκε στο αμάξι του, γιατί θυμήθηκε την Ελπίδα και το επερχόμενο ραντεβού τους.

Τον πήρε κατά τις πέντε και αποθήκευσε αμέσως τον αριθμό της. Κανόνισαν να βρεθούν κατά τις εξήμισι, σε μια καφετέρια με τ' όνομα Ούρσουλα. Ο Οδυσσέας δεν είχε ξαναπάει εκεί.

Στο φως του ήλιου, που δεν είχε δύσει ακόμα, η Ελπίδα του φάνηκε ακόμα πιο όμορφη. Παρατήρησε ότι τα μάτια της δεν ήταν μαύρα, όπως νόμισε την προηγούμενη νύχτα, αλλά καφέ σκούρα, ενώ τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της μαύρης σοκολάτας, καστανόμαυρα με μια υποψία κόκκινου.

«Γεια.» του είπε και του χαμογέλασε.

«Γεια σου Ελπίδα. Μου φάνηκε ένας αιώνας από χθες τη νύχτα. Οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά.» της είπε.

«Πες το ψέματα... Λοιπόν, πάμε;»

«Πάμε.»

Μπήκαν στην καφετέρια, που ήταν διακοσμημένη με γήινα χρώματα, κυρίως καφέ και πράσινο.

Κάποιοι πελάτες με ωχρό δέρμα τους κοίταξαν περίεργα.

«Ας κάτσουμε έξω.» του είπε η Ελπίδα και κάθισαν σε ένα τραπέζι στο μπαλκόνι, το οποίο έβλεπε σε μια λίμνη με γαλαζοπράσινα νερά και πολλά δέντρα να την περιστοιχίζουν. Ο Οδυσσέας κοίταξε με έκπληξη τον εγκέφαλο που ήταν ζωγραφισμένος στο εξώφυλλο του καταλόγου.

«Μην ανησυχείς.» του είπε η Ελπίδα γελώντας. «Δεν σερβίρουν μυαλά εδώ.»

«Μη μου πεις... Σερβίρουν αλλού;» αστειεύτηκε ο Οδυσσέας και γέλασαν.

«Δεν ξέρω. Απλώς η ιδιοκτήτρια της καφετέριας, η Ούρσουλα, είναι κάπως εκκεντρική.»

«Το βλέπω.» είπε ο Οδυσσέας, βλέποντας τη ζωγραφιά που απεικόνιζε μια ομάδα ζόμπι στην πρώτη σελίδα.

«Γι' αυτό η καφετέρια λέγεται Ursula Cafe. Της έδωσε το όνομα της.» συμπλήρωσε η Ελπίδα. «Και κανονικά δεν θα έπρεπε να συχνάζουμε εδώ, αλλά...»

«Γιατί;»

«Τίποτα... Ξέχνα το.»

Εκείνη τη στιγμή ήρθε η σερβιτόρα και πήρε την παραγγελία τους. Πήραν και οι δυο σοκολάτα με σαντιγί και τρούφα.

«Δεν πιστεύω να μας βάλουν τίποτα... μυαλά μέσα;» αστειεύτηκε ο Οδυσσέας.

«Ω, έλα... Μη με αηδιάζεις!» αναφώνησε η Ελπίδα γελώντας. Όμως ευτυχώς, η σοκολάτα ήταν υπέροχη. Και η παρέα της Ελπίδας ήταν υπέροχη.

«Πώς γνώρισες τη Μάρθα;» τη ρώτησε λίγο αργότερα.

«Ας πούμε ότι... με έσωσε σε μια πολύ περίεργη και δύσκολη φάση της ζωής μου. Γι' αυτό είμαστε κάτι παραπάνω από φίλες. Την έχω σαν αδελφή μου κι εκείνη το ίδιο. Η οικογένεια της είναι και δική μου και ο Δανιήλ μας αγαπάει όλους σαν παιδιά του, παρόλο που μόνο ο Ευγένιος είναι βιολογικό του παιδί.»

«Είναι ωραίο να έχεις μια οικογένεια κοντά σου.» παραδέχτηκε ο Οδυσσέας.

«Γιατί, εσύ δεν έχεις;»

Ο Οδυσσέας έστρεψε το βλέμμα του στα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης που ολοένα και σκούραιναν όσο έδυε ο ήλιος.

«Έχω χαθεί με όλους τους.» αποκρίθηκε και ήταν αλήθεια. Μετά το ατύχημα, ο Οδυσσέας επέλεξε μια πολύ πιο μοναχική ζωή και έκανε στην άκρη ακόμα και την οικογένεια του, με την οποία ήδη οι σχέσεις του ήταν τεταμένες.

«Με συγχωρείς, δεν ήθελα να φανώ αδιάκριτη...» είπε η Ελπίδα και χαμήλωσε το βλέμμα.

«Όχι, δεν είσαι καθόλου αδιάκριτη. Είναι καλό που γνωριζόμαστε και επιπλέον, θέλω να ανοιχτώ και σε κάποιο άλλο άτομο εκτός από τον κολλητό μου, τον Γρηγόρη.»

«Αν δεν είσαι έτοιμος όμως...»

«Όχι, είμαι.» της είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Οι γονείς μου έχουν χωρίσει και ο πατέρας μου έχει κάνει δική του οικογένεια με τη γυναίκα με την οποία απατούσε κάποτε τη μητέρα μου. Δεν τα πάω καθόλου καλά μαζί της και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ξέκοψα με τον πατέρα μου. Πριν ενάμιση χρόνο περίπου, γνώρισα μία κοπέλα, τη Βούλα, με την οποία η σχέση μου ήταν αυτό που λέμε τοξική, με όλη τη σημασία της λέξεως. Έγιναν όλα πολύ βιαστικά και μετακομίσαμε μαζί για να συζήσουμε, για αυτό και η μητέρα μου είχε αντίρρηση. Τσακώθηκα πολύ άσχημα μαζί της, λέγοντας της ότι δεν ήθελε την ευτυχία μου επειδή δεν ενέκρινε τη Βούλα. Και αποδείχθηκε πως είχε δίκιο τελικά, αφού η Βούλα έβγαινε συγχρόνως και με τον πρώην της.» Έκανε μια παύση. Η Ελπίδα ήταν πραγματικά πολύ καλή ακροάτρια, τον άκουγε αμίλητη χωρίς να τον διακόπτει και το βλέμμα της τον ηρεμούσε.

«Χωρίσαμε πριν από οχτώ μήνες. Εκείνο το βράδυ, πήγα και ήπια πολύ και έπειτα, αφού οδηγούσα μεθυσμένος, έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου και τράκαρα σε μία κολώνα. Με μετέφεραν στην εντατική και λίγο έλειψε να πεθάνω. Είχα χάσει πολύ αίμα και οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ότι θα σωθώ. Όμως ο Δανιήλ με έσωσε, άγνωστο πώς. Έτσι τον γνώρισα. Ήταν σαν θαύμα το ότι συνήλθα και έμεινα ελάχιστες μόνο ημέρες στην εντατική. Ήρθαν όλοι στο νοσοκομείο, οι γονείς μου, τα ετεροθαλή αδέλφια μου απ' τον πατέρα μου, ακόμα και η μισητή μητριά μου. Όλοι εκτός από εκείνη. Τίποτα όμως δεν άλλαξε όταν έγινα καλά. Η μητέρα μου, είναι η μόνη που με παίρνει μια στις τόσες, και μου λέει συνεχώς να μη χάνομαι.»

«Λογικό είναι. Νοιάζεται για σένα. Μην την κάνεις πέρα.» είπε η Ελπίδα, και τότε παρατήρησε ο Οδυσσέας ότι το χέρι της βρισκόταν πάνω στο δικό του. Ένιωσε πολύ όμορφα με το άγγιγμα της και της χαμογέλασε.

«Βλέπεις; Δεν είναι τίποτα σπουδαίο η ιστορία μου...» αυτοσαρκάστηκε.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, να απολαμβάνουν τη γευστική σοκολάτα τους.

«Πιστεύεις στη μετενσάρκωση, Οδυσσέα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή, τελείως ξαφνικά, η Ελπίδα.

Ο Οδυσσέας λίγο έλειψε να πνιγεί με το ρόφημα του.

«Πού να πιστεύω;» απόρησε.

«Στη μετεμψύχωση.» εξήγησε αλλιώς η Ελπίδα. «Ότι δύο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ και έζησαν μια ζωή, θα ξαναγεννηθούν σε μια άλλη ζωή για να είναι ξανά μαζί.» Τα έλεγε αυτά και τον κοιτούσε μέσα στα μάτια, σαν να μιλούσε για εκείνους.

«Δεν... δεν ξέρω.» απάντησε σαν χαμένος. «Πάντα πίστευα ότι ζούμε μόνο μία ζωή και τέλος, όμως τώρα που το λες...» Δεν συνέχισε τη φράση του.

«Συγνώμη αν σε έκανα να φρικάρεις.» είπε η Ελπίδα. «Απλά να... Συζητούσαμε σήμερα για αυτό το θέμα με την παρέα και ήθελα να ακούσω και τη δική σου γνώμη.» Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον κι ύστερα μίλησαν για άλλα, πιο ευχάριστα θέματα.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, η νύχτα είχε πέσει πλέον χωρίς να το καταλάβουν. Τόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Ο Οδυσσέας πλήρωσε και για τους δύο, παρά τις αντιρρήσεις της Ελπίδας.

«Έχουμε ισότητα. Πρέπει να πληρώνουν και οι δυο.» του είπε γελώντας.

«Ναι, αλλά υπάρχουν ακόμα ιππότες από άλλη εποχή, και σε κάθε γυναίκα αρέσει να την περιποιούνται μια στο τόσο.» της είπε ο Οδυσσέας με το πιο γοητευτικό του ύφος. Είχε ξεχάσει να φλερτάρει τόσον καιρό που ήταν μόνος του και αναρωτιόταν μήπως το έκανε αδέξια πλέον. Όμως η Ελπίδα γέλασε και συμφώνησε.

«Εντάξει, αλλά την επόμενη φορά θα πληρώσω εγώ.»

Βγήκαν έξω και περπάτησαν γελώντας για λίγη ώρα, για να κάψουν τις θερμίδες από τη σοκολάτα όπως ισχυρίστηκε η Ελπίδα. Η αλήθεια όμως ήταν, ότι κανένας απ' τους δυο δεν ήθελε να γυρίσει ακόμα στο αυτοκίνητο και να αποχωριστεί τον άλλον. Η περιοχή στην οποία βρισκόταν το καφέ, δίπλα απ' τη λίμνη, ήταν αρκετά ήσυχη και γαλήνια, έτσι έκαναν βόλτα στην προβλήτα που υπήρχε πλάι στη λίμνη. Κι άλλα ζευγάρια περπατούσαν ήσυχα, ενώ μικροπωλητές κάθε λίγα μέτρα πουλούσαν την πραμάτεια τους σε ειδικούς αυτοσχέδιους πάγκους.

Ο Οδυσσέας της μιλούσε για τη δουλειά του, τον κολλητό του Γρηγόρη, καθώς και την πίεση που τους ασκούσε το αφεντικό τους, ο Αλφόνσος Λιβανός.

«Στην εταιρεία του Λιβανού δουλεύεις;» ρώτησε έκπληκτη η Ελπίδα μόλις άκουσε το όνομα, ήταν όμως δυσάρεστη η έκπληξη.

«Τον ξέρεις;»

«Ναι, είναι πολύ γνωστή φαρμακευτική εταιρεία και ο Λιβανός γνωστό όνομα στο χώρο. Όμως δεν έχει καθόλου καλή φήμη. Λένε πως είναι μπλεγμένος με μαφία και έχει διαπράξει φριχτά εγκλήματα, όμως κανένας δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γιατί δεν έχει αποδείξεις. Καταφέρνει και τη βγάζει πάντα καθαρή καλύπτοντας τα ίχνη του.»

«Μα αυτό είναι υπέροχο!» αναφώνησε ο Οδυσσέας. Η Ελπίδα τον κοίταξε απορημένη.

«Θα το πω στον Γρηγόρη, να έχουμε κάτι να τον απειλούμε αν μας απειλήσει κι αυτός με απόλυση.» Κατάλαβε ότι το είπε για πλάκα και γέλασε, όμως μετά του είπε:

«Να προσέχεις με αυτόν, Οδυσσέα. Δεν αστειεύεται όταν απειλεί.»

«Προσέχω, μην ανησυχείς.»

Έπειτα από λίγο, η Ελπίδα κοίταξε τον ουρανό, στον οποίο είχε ανέβει το σχεδόν γεμάτο φεγγάρι.

«Σε τρεις μέρες έχουμε Πανσέληνο.» είπε με βλέμμα σαν μαγεμένο. «Το ξέρεις ότι στη Σεληνούπολη έχουμε την πιο όμορφη, μεγάλη Πανσέληνο στη Χώρα; Και κάθε εποχή είναι και διαφορετικό χρώμα. Τώρα που είναι Φθινόπωρο, έχει μια απόχρωση προς το κίτρινο της ώχρας. Το Χειμώνα είναι λευκή, την Άνοιξη γαλάζια και το Καλοκαίρι κόκκινη. Δεν είναι πολύ έντονο το χρώμα της, πρέπει να την παρατηρήσεις για να το διακρίνεις.»

«Φαίνεται να το έχεις μελετήσει πολύ.» συμπέρανε ο Οδυσσέας. «Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα παρατηρήσει. Ήμουν πάντα πολύ απασχολημένος με τη δουλειά μου, τα προβλήματα της καθημερινότητας και τις ερωτικές απογοητεύσεις για να δώσω σημασία στο φεγγάρι.»

«Οι περισσότεροι πολίτες της Σεληνούπολης το παθαίνουν αυτό. Είναι τόσο απασχολημένοι με τις ζωές τους, που δεν έχουν χρόνο ούτε να σταθούν για να θαυμάσουν τα όμορφα πράγματα.» είπε με μια δόση θλίψης η Ελπίδα.

Εκείνη τη στιγμή ο Οδυσσέας ορκίστηκε ότι ήθελε να απολαύσει όλες εκείνες τις ομορφιές της ζωής και της φύσης, μαζί της, και να μη δίνει σημασία σε πράγματα που τον στενοχωρούσαν ή τον άγχωναν, όπως για παράδειγμα η πίεση του Λιβανού.

Ύστερα πήραν το δρόμο της επιστροφής σιωπηλοί. Ο Οδυσσέας αναζήτησε διστακτικά το χέρι της, εκείνη του το έδωσε και χαμογέλασε απαλά. Συνέχισαν έτσι μέχρι την καφετέρια και το πάρκινγκ όπου είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητα τους.

«Λοιπόν... Αυτά για σήμερα...» έκανε αμήχανα ο Οδυσσέας.

«Πέρασα πολύ όμορφα και σήμερα, Οδυσσέα.» του είπε.

«Κι εγώ. Πότε θα ξαναβγούμε;»

«Θα μιλήσουμε. Άλλωστε τώρα έχεις κι εσύ τον αριθμό μου.»

«Ναι...» Ήθελε όσο τίποτα να τη φιλήσει εκείνη την ώρα, αλλά το θεώρησε σωστό να μη βιαστεί, παρόλο που εκείνη τον κοιτούσε καρτερικά και ίσως περίμενε το πρώτο φιλί. Όμως τη σεβόταν, δεν ήταν σαν τις άλλες που είχε βγει και φιλούσε πάντα από το πρώτο ραντεβού και για αυτό δίστασε.

«Λοιπόν, στείλε μου όταν φτάσεις. Καληνύχτα.» της είπε και διέκρινε ένα ίχνος απογοήτευσης στο πρόσωπο της. Όμως του χαμογέλασε γλυκά.

«Εντάξει. Καληνύχτα, Οδυσσέα.»


Και κίνησαν ο καθένας προς το αυτοκίνητο του.

****************

Θα σταματήσω εδώ, δεν θα ανεβάσω το τρίτο κεφάλαιο γιατί ήδη αυτό το κεφάλαιο με τη συγκεκριμένη ιστορία βγήκε αρκετά μεγάλο και δεν θέλω να σας κουράσω. Θα θέλατε να διαβάσετε τη συνέχεια της ιστορίας; Πόσα και τι ερωτήματα σας έχουν δημιουργηθεί; Θα απαντηθούν όλα στη συνέχεια, όταν τη συνεχίσω και τη δημοσιεύσω ξανά 😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top