Μυστικά του Παρελθόντος
Είδος: Δράμα/ Ρομαντικό
Μία ακόμα ιστορία την οποία είχα ξεκινήσει και είχα ανεβάσει μόνο το πρώτο κεφάλαιο. Υπήρξαν κάποιες αναγνώσεις και σχόλια, όμως είχα ήδη ξεκινήσει να γράφω άλλα δύο βιβλία και δεν μπορούσα να ξεκινήσω τρίτο. Πρόκειται για το πρήκουελ του βιβλίου "Κρυμμένα Μυστικά". Αυτή τη φορά, θα δούμε την ιστορία των γονιών του Κώστα, Θοδωρή και Αφροδίτης, από την αρχή. Πώς γνωρίστηκαν, πώς ερωτεύθηκαν και πώς ξεκίνησε η έχθρα του Θοδωρή Νικολάου με τον Ρένο Αδάμογλου, τον πατέρα της Άννας. Πιστεύω ότι πολλά ερωτήματα θα απαντηθούν.
⚠ Και αυτό το βιβλίο θα περιέχει ευαίσθητα θέματα, όπως βία, ακατάλληλες εκφράσεις, εκφοβισμό και άλλα.
Περίληψη:
Η Αφροδίτη είναι μια μαγείρισσα που εργάζεται σε εστιατόριο μαζί με τη μητέρα της κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Όταν γνωρίζει τον γοητευτικό Θοδωρή Νικολάου, γόνο μιας πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας, δεν περιμένει με τίποτα η ζωή της να αλλάξει τόσο. Οι δύο αυτοί άνθρωποι ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, όμως εκτός από τη ζήλια του παιδικού φίλου της Αφροδίτης ο οποίος είναι κρυφά και παράφορα ερωτευμένος μαζί της, έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν και τα μυστικά που κρύβει ο Θοδωρής σχετικά με το πάθος του και τη μυστική δουλειά που κάνει.
Εξώφυλλο από eirwnikh
Κεφάλαιο 1
1957
Ο Θοδωρής δεν ήθελε να πάει σε εκείνο το γάμο. Βαριόταν απίστευτα εκείνες τις επισημότητες και το θεωρούσε ανώφελο να ακολουθεί τους γονείς του όπου κι αν πήγαιναν. Όμως, εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι γονείς της νύφης ήταν πολύ στενοί φίλοι με τον Κωνσταντίνο και την Αμαλία και ο Θοδωρής έπρεπε να είναι τυπικός και να παρευρεθεί.
Ντύθηκε με ένα γκρίζο πανάκριβο κοστούμι και κατέβηκε στο σαλόνι, όπου τον περίμεναν οι γονείς του.
«Πώς είμαι;» τους ρώτησε, αν και η άποψη τους ελάχιστα τον ενδιέφερε.
«Θα μπορούσες να είσαι και πιο κομψός.» ήταν το σχόλιο της μητέρας του. «Ίσως αν φορούσες μια γραβάτα ή ένα παπιγιόν...»
«Φόρεσα κοστούμι. Αυτό δεν είναι αρκετό; Το ξέρεις ότι τα σιχαίνομαι τα πολλά μπιχλιμπίδια.»
«Άφησε τον, γυναίκα.» είπε ο Κωνσταντίνος, καπνίζοντας την τελευταία τζούρα απ' το πούρο του. «Κακό δικό του.»
Έπειτα σηκώθηκε και φόρεσε το μαύρο σακάκι και το καπέλο του.
«Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε;» ρώτησε.
«Φυσικά, γλυκέ μου.» είπε η Αμαλία και έριξε το χρυσό της σάλι στους ώμους της.
Ο Θοδωρής δεν θυμόταν να έχει πάει σε πιο βαρετό γάμο... Όλοι αγέλαστοι και ακίνητοι, σαν αγάλματα. Μόνο ο γαμπρός, ο Σοφοκλής, φαινόταν να χαίρεται λίγο, όμως η Μαρίνα που τον παντρευόταν έδειχνε να μην τον θέλει με τίποτα. Και είχε τόσο πολύ κόσμο η εκκλησία, που προκαλούσε ασφυξία.
Θα ένιωθε μια μικρή ανακούφιση αν δεν είχε και συνέχεια μετά, όμως δυστυχώς, ακολουθούσε και γλέντι, στην κήπο του σπιτιού του Σοφοκλή, εκεί όπου θα έμενε με τη νέα σύζυγο του. Το γλέντι πιθανόν να κρατούσε ως το πρωί.
Ο Θοδωρής μπήκε στο αυτοκίνητο του πατέρα του, ενώ σκεφτόταν κιόλας τρόπους να το σκάσει απ' το γλέντι. Ίσως, πάλι, να έβρισκε την ευκαιρία να κλέψει τίποτα ακριβό, έτσι για να περάσει η ώρα!
Η οικογένεια Νικολάου έφτασε στο σπίτι που τους είχαν πει. Ο κήπος ήταν γεμάτος γρασίδι, λουλούδια και δέντρα, τα οποία ήταν στολισμένα με λευκές κορδέλες. Βέβαια το γρασίδι ήταν κάπως άβολο για κάποιες κυρίες.
«Μα... τίνος ιδέα ήταν να τοποθετήσουν τα τραπέζια εδώ πέρα, στα χορτάρια;» γκρίνιαξε η Αμαλία, της οποίας τα λεπτά τακούνια βούλιαζαν συνεχώς στο μαλακό χώμα του γρασιδιού. Ο άντρας της τη βοήθησε να περπατήσει ως το τραπέζι τους και κάθισαν.
«Δεν πρόκειται να σηκωθώ για να χορέψω!» του είπε.
«Δεν πειράζει, καλή μου. Όπως νομίζεις.» την ηρέμησε ο Κωνσταντίνος.
Ο Θοδωρής κοίταξε εντυπωσιασμένος τα χρυσά μαχαιροπίρουνα που υπήρχαν εκεί. Έλεγξε πρώτα μήπως τον έβλεπε κανένας. Όλοι τριγύρω ήταν στον κόσμο τους. Οι γονείς του δίπλα κάτι έλεγαν μεταξύ τους. Έπειτα με μια αστραπιαία κίνηση, βούτηξε το πιρούνι και το μαχαίρι απ' το διπλανό σερβίτσιο και τα έχωσε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Μετά από λίγο, ήρθε και κάθισε δίπλα του ένας κύριος.
Κοίταξε απορημένος το άδειο πιάτο μπροστά του και ο Θοδωρής παραλίγο να βάλει τα γέλια. Εκείνη τη στιγμή πέρασε μπροστά απ' το τραπέζι ένας σερβιτόρος.
«Εμ... Συγνώμη... Μήπως θα μπορούσα να έχω ένα μαχαιροπίρουνο για να φάω; Διότι παραλείψατε να βάλετε σε αυτό το πιάτο.» είπε ο κύριος ευγενικά, αλλά και λίγο τσαντισμένος. Ο Θοδωρής πάλι συγκράτησε τα γέλια του.
Μετά την άφιξη των τελευταίων καλεσμένων και του νιόπαντρου ζευγαριού, σερβιρίστηκαν φαγητά και ξεκίνησαν οι χοροί. Ο Θοδωρής, που δεν ήταν καθόλου καλός χορευτής, δεν σηκώθηκε ούτε μία φορά. Βαριόταν θανάσιμα. Θα προτιμούσε να κάνει διάρρηξη με την υπόλοιπη συμμορία εκείνη την ώρα, ή να έπαιζε καράτε. Μόνο ζεϊμπέκικο ήξερε να χορεύει, όμως αποκλείεται να έβαζαν ζεμπεκιές σε αυτού του είδους το γλέντι.
Οπότε, απλά έκανε υπομονή να περάσουν οι ώρες... και τότε την είδε: πίσω από ένα δέντρο, λίγα μέτρα πιο πέρα, ξεπρόβαλε μια νεράιδα τόσο όμορφη, σαν αυτές που υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Φορούσε ένα γαλάζιο, μακρύ αρχοντικό φόρεμα και είχε μαύρα, σπαστά μαλλιά πολύ μακριά, σχεδόν μέχρι τη μέση, τα οποία ήταν λυτά και στολισμένα με ένα στεφάνι με ανθάκια.
Φυσικά, ήταν γυναίκα η νεράιδα που είδε ο Θοδωρής. Όμως δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες που είχε γνωρίσει και συνευρεθεί μαζί τους. Ήταν πολύ πιο όμορφη από όλες αυτές. Μα πώς δεν την είχε δει νωρίτερα στην εκκλησία; Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω της για αρκετή ώρα, ώσπου το πρόσεξε και τον κοίταξε κι εκείνη. Ο Θοδωρής έπεισε τον εαυτό του πως, αν δεν την πλησίαζε τώρα, θα την έχανε και δεν θα την ξανάβρισκε ποτέ στη ζωή του.
Σηκώθηκε και την πλησίασε αργά, θαμπωμένος ακόμα απ' την παραμυθένια ομορφιά της. Αυτή η γυναίκα δεν είχε καμιά σχέση με τον δικό του κόσμο, τον κόσμο του εγκλήματος. Σίγουρα όχι! Προερχόταν από έναν άλλο κόσμο, αγνό και αθώο.
Μόλις έφτασε μπροστά της, παρατήρησε πως τα μάτια της ήταν καστανοπράσινα, ένας συνδυασμός που δεν είχε δει ποτέ του. Ήταν λες και κοιτούσαν κατευθείαν στην ψυχή του.
«Γεια.» της είπε. «Ήθελα απλά να σου πω ότι...» Πήρε το χέρι της και το φίλησε. «...είσαι πολύ όμορφη.»
«Ε... Ευχαριστώ. Είσαι πολύ ευγενικός. Πως σε λένε;»
«Θοδωρή. Εσένα;»
«Αφροδίτη.»
«Αφροδίτη...» επανέλαβε ο Θοδωρής. «Πολύ ωραίο όνομα. Σαν τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Σου ταιριάζει.»
«Ναι, μάλλον αυτό θα σκέφτονταν οι γονείς μου όταν με βάφτισαν.» του απάντησε η Αφροδίτη χωρίς να ντραπεί.
«Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει, Αφροδίτη. Μοιάζεις με νεράιδα.»
«Κι εσύ είσαι πολύ γοητευτικός, Θοδωρή. Μόλις σε είδα, σε ξεχώρισα αμέσως μέσα στο πλήθος. Έχεις κάτι στα μάτια σου... Κάτι διαφορετικό από όσα έχω δει μέχρι τώρα.»
Ο Ρένος τους είδε που μιλούσαν και παρατήρησε πώς κοιτάζονταν μες στα μάτια και χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον. Ζήλεψε. Ποιος ήταν αυτός ο αχρείος που φλέρταρε την Αφροδίτη του; Έπρεπε να επέμβει όσο ήταν καιρός, πριν του την πάρει μέσα από τα χέρια του. Πλησίασε και κοίταξε απειλητικά τον νεαρό.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε αλαζονικά.
«Ω! Και από εδώ ο φίλος μου ο Ρένος. Με συνοδεύει απόψε, γι' αυτό είναι λίγο προστατευτικός μαζί μου.» είπε η Αφροδίτη.
«Χάρηκα. Θοδωρής.» του είπε και άπλωσε το χέρι του.
Ο Ρένος δεν έκανε καμία κίνηση για να ανταποδώσει τη χειραψία.
«Εγώ πάλι, δεν χάρηκα καθόλου.» του είπε. «Ενοχλείς τη συνοδό μου κι εγώ νευριάζω με κάτι τέτοια.»
«Ρένο!» τον μάλωσε η Αφροδίτη. «Δεν με ενοχλεί. Απλώς μιλούσαμε.»
«Εφόσον είσαι μαζί μου εδώ απόψε, μόνο μαζί μου θα μιλάς και όχι με άλλους άντρες! Έγινα κατανοητός;!» της φώναξε, κάνοντας αρκετά κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος τους.
«Και με ποιο δικαίωμα θα μου πεις εσύ με ποιον θα μιλήσω;! Δεν είσαι πατέρας μου, ούτε άντρας μου και ούτε πρόκειται να γίνεις ποτέ!»
«Με συγχωρείτε!» επενέβη ο Θοδωρής. «Δεν ήθελα να σας βάλω να τσακωθείτε. Εφόσον είστε μαζί απόψε, εγώ έφταιγα που ενόχλησα. Συγνώμη, Αφροδίτη.» είπε και γύρισε στο τραπέζι με τους γονείς του, οι οποίοι δεν αντιλήφθηκαν ούτε τις φωνές, ούτε όμως και την απουσία του γιου τους τόση ώρα.
«Δεν το πιστεύω... Είναι ο γιος του ζεύγους Νικολάου.» διαπίστωσε η Αφροδίτη αναγνωρίζοντας τους γονείς του.
«Βλέπεις; Είναι πλούσιος. Τι να σε κάνει εσένα; Απλώς την ώρα του θα θέλει να περάσει.» προσπάθησε να την πείσει ο Ρένος.
Η Αφροδίτη γύρισε και τον κοίταξε, και τα μάτια της λες και θα πετούσαν φωτιά να τον κάψουν.
«Θα μπορούσες τουλάχιστον να είσαι πιο ευγενικός μαζί του! Εκείνος σου φέρθηκε μια χαρά!» του φώναξε, αγνοώντας τους καλεσμένους τριγύρω που για ακόμα μια φορά τους κοιτούσαν και κουτσομπόλευαν.
«Προσποιείται! Είναι ψεύτης και απατεώνας! Θα σε πληγώσει!»
«Κάνεις λάθος! Με ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά! Το ίδιο κι εγώ!»
«Μα τον ξέρεις μόνο λίγα λεπτά!»
«Δεν έχει σημασία.» συνέχισε η Αφροδίτη πιο ήρεμα. «Νιώθω πως είναι ο άντρας της ζωής μου.»
Κάνεις λάθος! Εγώ είμαι ο άντρας της ζωής σου! Σ' αγαπώ από τότε που ήμασταν δώδεκα χρονών αλλά ποτέ δεν τόλμησα να στο πω! Ήθελε σαν τρελός να φωνάξει ο Ρένος, μα δεν τόλμησε, όπως τόσες άλλες φορές.
«Κάνε ό,τι θες. Πάω για τσιγάρο.» της είπε και απομακρύνθηκε. Η Αφροδίτη ένιωσε ανακούφιση που την άφησε πάλι λίγο μόνη της. Η φιλία του είχε αρχίσει να γίνεται πιεστική κι έπρεπε να κάνει κάτι γι' αυτό.
Στην πίστα, η ορχήστρα έπαιζε νησιώτικα. Οι γονείς του Θοδωρή έλειπαν απ' το τραπέζι τους, συνομιλώντας λίγο πιο πέρα με τους γονείς του γαμπρού και της νύφης, έτσι η Αφροδίτη βρήκε ευκαιρία να τον πλησιάσει, γιατί ντρεπόταν μπροστά στους γονείς του.
«Έλα να χορέψουμε.» του είπε και τον τράβηξε ενθουσιασμένη απ΄το χέρι.
«Μα δεν ξέρω...» αντιστάθηκε ο Θοδωρής.
«Δεν πειράζει. Θα σου μάθω εγώ, έλα!»
Τον οδήγησε στην πίστα και πιάστηκαν με τους υπόλοιπους. Ο Θοδωρής στην αρχή μπερδευόταν και έκανε άλλα ντ' άλλων, όμως μετά από λίγο κατάφερε να συμβαδίσει τα βήματα με τους υπόλοιπους. Χόρεψαν πολύ με την Αφροδίτη και πραγματικά το διασκέδασαν με την ψυχή τους. Τελικά, ίσως αυτή η βραδιά να μην ήταν και τόσο άσχημη...
*******************************************************************************
Δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν, 1942.
Ο Ρένος πλησίασε δειλά- δειλά τα άλλα παιδιά στην αλάνα, που έπαιζαν ποδόσφαιρο και λεκιάζονταν με τα χώματα. Πόσο θα ήθελε να γίνει φίλος μαζί τους... ή έστω να είχε έναν φίλο, μονάχα έναν, για να παίζει μπάλα ή βόλους μαζί του. Τα παιδιά δεν φάνηκαν να έχουν αντιληφθεί την παρουσία του, ώσπου η μπάλα κύλησε κατά λάθος στα πόδια του.
«Έι, παιδιά! Κοιτάτε ποιος ήρθε!» φώναξε ένα παιδί.
«Ο μούλος!» φώναξε ένα άλλο.
Έτρεξαν όλοι γύρω του και τον περικύκλωσαν.
«Τι έγινε, μπασταρδάκο;» του είπε ένας ειρωνικά.
«Δεν πας να βοηθήσεις τη μανούλα σου να ετοιμαστεί για το βράδυ; Θα έχει πολλή δουλειά.» κορόιδεψε ένας άλλος.
«Η μάνα μου δεν είναι πια πόρνη! Έχει μια τίμια δουλειά!» αντέδρασε ο Ρένος.
«Μην αντιμιλάς, πουτανογέννημα!» του φώναξε ο πιο σωματώδης, ο αρχηγός απ' ότι φαινόταν της παρέας. «Πόσα παίρνει η μάνα σου; Σκέφτομαι να έρθω απόψε να τη γαμ...»
Δεν πρόλαβε να συνεχίσει την πρόταση του, γιατί ο Ρένος νευρίασε και τον έσπρωξε. Τότε όλη η παρέα μαζί τον έριξαν κάτω και άρχισαν να τον κλωτσάνε με μανία παντού. Έπειτα ο αρχηγός του έριξε χώμα στη μούρη, τον έφτυσε και του είπε:
«Να μην ξανάρθεις εδώ. Να κάθεσαι μες στο σπίτι με τη βρωμιάρα τη μάνα σου και τους Γερμανούς που την πηδάνε. Πάμε να παίξουμε κάπου αλλού, μάγκες.» κι έφυγαν όλοι γελώντας, ενώ ο Ρένος έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος στο έδαφος. Πονούσε τρομερά όλο του το σώμα, όμως δεν είχε κουράγιο ούτε να βογκήξει.
Όταν επιτέλους οι πόνοι απ' τις κλοτσιές άρχισαν να υποχωρούν, ανασηκώθηκε κι έμεινε καθιστός στο έδαφος. Μα γιατί του φέρονταν έτσι τα παιδιά; Λες κι έφταιγε εκείνος για τη δουλειά που έκανε παλιά η μητέρα του. Ή μήπως την έκανε ακόμα, όμως κρυφά από εκείνον; Μήπως τα παιδιά είχαν δίκιο;
Τότε έτυχε να περνάει από εκεί μια οπτασία, ένα κορίτσι πολύ όμορφο πάνω- κάτω στην ηλικία του, με μαύρες μακριές πλεξούδες και ροζ φορεματάκι. Κρατούσε ένα καλάθι και βάδιζε χαρούμενη στο δρόμο, ώσπου είδε τον Ρένο και πρόσεξε ότι την κοιτούσε.
Κάτι επάνω του της κέντρισε την περιέργεια και πλησίασε.
«Γεια.» του είπε. «Γιατί κάθεσαι μόνος σου; Και γιατί στάζει αίμα η μύτη σου κι έχει χώματα το πρόσωπο σου;»
Ο Ρένος βάλθηκε να σκουπίζει τη μύτη του και της εξήγησε:
«Δεν είναι τίποτα. Τσακώθηκα με κάτι παιδιά και με πλακώσανε στα κλοτσίδια.»
«Σοβαρά; Πόσοι ήτανε;»
«Δεν τους μέτρησα. Έξι, εφτά νομίζω.»
«Εφτά εναντίον ενός; Μα αυτό δεν είναι δίκαιο.» είπε το κορίτσι και του έδωσε το χέρι της για να σηκωθεί. Έπειτα έβγαλε απ' το καλάθι ένα μαντίλι και του το έδωσε.
«Σκούπισε τη μύτη σου και κράτα το. Στο χαρίζω.» Εκείνη τη στιγμή, ο Ρένος ορκίστηκε στον εαυτό του πως θα κρατούσε για πάντα αυτό το μαντίλι στην τσέπη του και στην καρδιά του.
«Ευχαριστώ.» της είπε. «Πώς σε λένε;»
«Αφροδίτη. Εσένα;"
«Ρένο.»
Έγιναν αχώριστοι από τότε. Έπαιζαν μπάλα και βόλους μαζί, όπως ακριβώς είχε ονειρευτεί ο Ρένος. Και όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν τον πατέρα της Αφροδίτης, της στάθηκε όπως κανένας άλλος. Ήθελε να της πει πως την αγαπά και πως θα την παντρευτεί όταν μεγαλώσουν, όμως ποτέ δεν τόλμησε, γιατί όταν τον κοιτούσε με εκείνα τα πρασινοκάστανα μάτια της, έχανε τη γη κάτω απ' τα πόδια του.
************************
1957
Το μυαλό του Ρένου επανήλθε στο παρόν. Είχε ζήσει τόσα με την Αφροδίτη, ονειρευόταν την ημέρα που θα την κάνει δική του επάνω στο νυφικό κρεβάτι τους, και όλα αυτά τα όνειρα ήρθε τώρα να του τα διαλύσει αυτός ο αχρείος, αυτός ο κλέφτης ο Θοδωρής Νικολάου. Άραγε πως θα αντιδρούσε η Αφροδίτη αν μάθαινε πως ο γοητευτικός εκείνος νεαρός που παρίστανε τον ιππότη ήταν στην πραγματικότητα ένας εγκληματίας; Σίγουρα δεν θα της άρεσε και τόσο. Αλλά ο Ρένος έπρεπε να κάνει υπομονή, δεν έπρεπε να της το πει από τώρα. Θα άφηνε τον έρωτα και το πάθος μεταξύ τους να μεγαλώσουν κι άλλο, έτσι ώστε η απογοήτευση να είναι μεγαλύτερη.
Χαμογέλασε σατανικά στον εαυτό του, καθώς τους παρακολουθούσε που χόρευαν και γελούσαν σαν μικρά παιδιά. Όπως γελούσε και με τον ίδιο κάποτε η Αφροδίτη.
Μόλις έκανες έναν νέο εχθρό, Θοδωρή Νικολάου... είπε μέσα του στον εαυτό του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top