<<Θα φύγω>>
Ακόμη δεν ξέρω πότε η αγάπη μου για εκείνον μετατράπηκε σε μίσος. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έκανε την συμπεριφορά του να αλλάξει τόσο πολύ, ενώ ορκίστηκε να με αγαπά ότι κι αν γίνει. Ακόμη και τώρα που όλα τελείωσαν, που έφυγα η μορφή του με στοιχειωνει. Το βράδυ ξυπνάω και υπάρχει η μυρωδιά του ποτού διάχυτη στο δωμάτιο. Ακούω τους ψιθύρους του στο αυτί μου και ανατριχιάζω στο άγγιγμα την ψωνης του << δεν μπορείς να ζήσεις μακριά μου, τι θα έκανες χωρίς εμένα, θα πεθάνεις χωρίς εμένα>> λέει κι εγώ τον πιστεύω. Το πρωί δεν είναι εκεί δίπλα μου, αλλά μεσουρανεί στις σκέψεις μου και έχει κατακλύσει το μυαλό μου.
Πάλι ήπιε σήμερα. Χτυπάει την πόρτα και τα πόδια μου τρέμουν. Τον αντικρίζω και ένα δάκρυ ξεφεύγει από τον χείμαρρο που έχει συσσωρευτει στα μάτια μου. << Γύρισες αγάπη μου>>, ακούω να λέει μια ψωνη, πριν συνειδητοποίησω ότι είναι η δική μου. Αλήθεια πότε έγινε έτσι η φωνή μου; Θυμάμαι να μιλάω φωναχτά, με χροιά που εκριβε έναν χαρακτήρα ζωντανο, γεμάτο αυτοπεποίθηση. Ε λοιπόν τίποτα από όλα αυτά δεν θυμίζει ο τρεμαμενος ψίθυρος που κατάφερα με τα βίας να ξεφωνησω. Εκείνος με πλησιάζει με βηματισμό που αν δεν είχα καταλάβει πως είχε πιει ηδη από την μυρωδιά του, σίγουρα θα το καταλάβαινα από το ασταθές του περπάτημα. <<Δεν σου είπα να μην μου μιλάς όταν ζαλίζομαι; Δεν την μπορώ αυτήν την φωνή σου, με τρελαίνει. Μια μέρα θα σε σκοτώσω, το ορκιζομαι ότι θα σε σκοτώσω και δεν θα χρειαστεί να ξανά ακούσω την φωνή σου >> είπε. << Έλα τωρα, δεν μπορεί να τα εννοείς αυτά που λες. Εμείς ορκίστηκαμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον θυμάσαι; ψιθυρισα, ανίκανη να πνίξω τα αναφηλητα μου. <<Σου είπα να μην μιλάς. Σκασε πια! Σκασε πουτανα! Θα σε σκοτώσω, ούτε ο Θεός με σταματα από το να σε σκοτώσω>> ούρλιαξε και μου έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά, η οποία εκμηδενισε την ισορροπία μου και βρέθηκα στο πάτωμα. Ο πόνος στην πλάτη μου με ζάλισε και ήμουν σίγουρη ότι προστέθηκε άλλος ένας μωλωπας
στο σώμα μου εξαιτιας του. << Θα φύγω πριν το κάνεις>>. Νόμιζα πως οι λέξεις έμειναν στο μυαλό μου, αλλά το αποσβολωμενο βλέμμα του με έκανε να συνηδητοποιησω πως τελικά τις ξεφωνησα δυνατά. << Τι είπες; >> ρώτησε σαστισμενος, αν και η στάση του σώματος του προδιδε την ανείπωτη οργή του και συνταραξε κάθε μου κύτταρο. Ότι και να κάνεις μην επαναλάβεις αυτό που είπες. Θα το ξεχάσει, θα τον πείσεις ότι ήταν μια από τις παραισθησεις της μέθης του. Ενώ αυτές οι σκέψεις περιπλεκονταν στο μυαλό μου, το ατίθασο στόμα μου ξεστόμισε αυτό που το μυαλό μου φοβόταν ακόμη και να σκεφτεί. << Θα φύγω είπα! Καλά άκουσες. Θα φύγω και θα σε αφήσω μόνο σου, δεν θα μείνω άλλο εδώ να ανεχομαι τις απειλές και το ποτό σου>>. Έμεινε να με κοιτάει με κεραυνοπληκτο βλέμμα. Νόμιζα πως είχα κερδίσει την σημερινή μάχη. Πως θα πάει μέσα χωρίς παραπάνω κουβέντες και θα με αφήσει ήσυχη. Αντί για αυτό με πλησίασε και έκατσε κοντά μου στο πάτωμα. Για λίγο απλά μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον και συνειδητοποίησα πως είναι σαν να αντικρίζω έναν ξένο. Βίαια από τις σκέψεις μου με αποτραβηξε η κίνηση του χεριού του. Πριν καλά καλά καταλάβω τι συμβαίνει, με έπιασε κάτω, χαμηλά... με απάνθρωπη δύναμη, και με διαβολεμένη φωνή, φωνή που διαπνεονταν από ανεπανάληπτο μίσος άρχισε να ουρλιάζει σαν μανιασμενος<< Με αυτό θα ζήσεις! Δεν είσαι αξία για καμιά δουλειά τ' ακούς; Αν όντως φύγεις από εμένα όπως λες θα πρέπει να πουλήσεις τον εαυτό σου σε γερόντια για να ζήσεις κατάλαβες; Μόνο αυτοί θα πήγαιναν μαζί σου και πάλι για χρήματα που δεν θα σου φτάσουν ούτε για μια μέρα. Παλιοπουτανα! Δεν θα φύγεις από εδώ μέσα πότε με ακους ; Τουλάχιστον όχι ζωντανή>>. Όταν έπαψε πια να ουρλιάζει και πήρε το χέρι του, ένιωσα πραγματι νεκρή. Για την ακρίβεια ευχόμουν να με είχε σκοτώσει με το άθλιο άγγιγμα του. Ότι είχε απομείνει απ την ψυχή μου, ότι δεν είχε πάρει μέχρι τότε το ξεζουμισε με τα λόγια του και δεν άφησε τίποτε. Ήμουν τόσο κενή. Το οξυγόνο στα πνευμονία μου δεν ήταν αρκετό για να αναπνεύσω. Η ατμόσφαιρα με κρατούσε ακινητοποιημενη κάτω και δεν μπορούσα να κουνηθω. Ο πόνος ηταν αβασταχτος, θα έκανα τα πάντα για να σταματήσει. Όχι ο σωματικος, αυτόν έμαθα να τον αντέχω, είχε γίνει δεύτερη φύση μου. Ο πόνος της ψυχής μου όμως, ο πονος αυτός, που μέχρι σήμερα δεν μπορώ να τον συγκρίνω με κανέναν αλλο μου έτρωγε τα σωθηκά. Αιμοραγουσε η καρδιά μου από καιρο, μα εκείνη την στιγμή ακριβώς, ξαπλωμένη στο πάτωμα κατάλαβα πως είχαν χυθεί και οι τελευταίες σταγόνες αίματος και δεν είχε μείνει τίποτα. Όπως δεν είχε μείνει τίποτε άλλωστε από τον άνθρωπο που αγάπησα και ερωτεύτηκα με πάθος. Για την ακρίβεια δεν είχε απομείνει τίποτε το ανθρώπινο πάνω του. Δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω κανένα χαρακτηριστικό που να τον διαχωρίζει από ένα θηρίο. Με μια πλέον πιο ψύχραιμη σκέψη υπάρχει πράγματι διαφορά. Το θηρίο πιάνει το θήραμα του και το κατασπαραζει επιτόπου, χαρίζοντας του έναν ευσπλαχνικο και ακαριαίο θάνατο. Αυτος με θανατωνε σιγά σιγά, ήθελε να με δει να υποφέρω, να ψυχορραγω εκεί μπροστά του μέχρι να πάψω να υπάρχω και να είναι πλέον ευχαριστημένος... ανακουφισμενος. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Κουλουριαστηκα στο κρεβάτι που κοιμοντουσαν κάποτε τα κορίτσια, τα μόνα μου μου έδιναν κίνητρο να μην τα τελειώσω όλα εκείνη την στιγμή και αγκάλιασα τον εαυτό μου. Το κλάμα μου ήταν ασταμάτητο, ώσπου κουνιομουν σπασμωδικά πέρα δώθε, με σιωπηλους λυγμούς, ενώ μέσα μου τα πάντα ουρλιαζαν. Μισούσα τον εαυτό μου. Ίσως να με μισούσα παραπάνω από ότι μισούσα εκείνον. Μπορεί επειδή με κατεκρινα στην πραγματικότητα που δεν έφυγα μέχρι τώρα, η επειδή δεν ήμουν αρκετή για εκείνον και βρήκε παρηγοριά στο ποτό. Πάντως ήξερα ότι με κάθε χτυπο της καρδιάς μου με μισούσα όλο και πιο πολύ και δεν ξέρω ως πότε θα αντεχα. Για αυτό έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να φύγω και ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα. Απλά έπρεπε να ξεφύγω από εκείνους τους τοίχος που τόσα χρόνια με καταπλακωναν και με κρατούσαν δέσμια του. Σαν να γελούσαν τώρα μαζί μου αυτοί οι τοίχοι που τα είχαν παρατηρήσει όλα με ανατριχιαστικη λεπτομέρεια από την πρώτη μέρα. << Τελικά πήρε την απόφαση να φύγει; Μπράβο κότσια! Κι εγώ που νόμιζα ότι θα πεθάνει εδώ μέσα από τα χέρια του >> άρχισαν να λένε. Έπρεπε να τους αποδείξω ότι κάνουν λάθος! Θα έφευγα. Θα έφευγα και θα άφηνα αυτόν να γίνει το κορόιδο του σπιτιού μας! Έτσι κι έκανα λοιπόν. Από τότε ζω σε άλλη πόλη μόνη μου, με την υποστήριξη των γονιών μου, οι οποίοι ανίδεοι έως τότε, με φροντίζουν. Βλέπω στο ματιά τους την συμπόνια και κυρίως τον οίκτο τον οποίο απεχθάνομαι, αλλά αποδέχομαι επειδή ξέρω πως με αγαπάνε. Τι όμορφο που ειναι να σε αγαπάνε! Είχα ξεχαστεί την αίσθηση. Την ζεστασιά που φέρνει στο στομάχι, ακόμα κι όταν αυτό είναι άδειο. Άδειο γιατί για εβδομάδες δεν μπορούσα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Οι πληγές στην καρδιά έκαναν μετασταση με όλο μου το σώμα και δεν μπορουσα να χρησιμοποιήσω τίποτα. Τώρα είμαι καλύτερα. Ξέρω πως από εδώ και πέρα θα γίνομαι όλο και καλύτερα επειδή αυτός απουσιάζει. Τηλεφωνεί επίμονα όμως εγώ δεν σηκώνω πότε το τηλέφωνο. Ακόμη και να ήθελα ξέρω πως δεν θα μπουσα να ξανά ακούσω την φωνή του. Αν ηχήσουν στα αυτιά μου άλλη μια φορά τα οργισμενα του λόγια θα καταστραφώ. Μερικές φορές όμως, όταν είμαι μόνη καθ βρίσκω το θάρρος να συλλογιστω για την ζωη μου, προσπαθώ να θυμηθώ πως ήταν να ζω ευτυχισμένη μαζί του. Υπήρξα άραγε ευτυχισμένη μαζί του; Ερωτευμένη ναι αλλά ευτυχισμένη; Η απορία αυτή αλλοτε με κατατρώει, ενώ αλλοτε , όταν έχω διαύγεια σκέψης απαντάω ανεπαίσθητα στον εαυτό μου και αμέσως παίρνω πίσω την απάντηση. Είναι εξάλλου στην φύση του ανθρώπου να εθελοτυφλεί σε θέματα που δεν τον συμφέρουν.Τότε λοιπόν απαντάω πως δεν υπήρχε στιγμή μου να είμαι ευτυχισμένη μαζί του. Απλώς παρηγορω τον εαυτό λέγοντας ότι όλα αυτά που πέρασα ήταν για την ευτυχία εκείνου του νεαρου κοριτσιού, με μάτια αργυπνα, έτοιμα για ζωη και θέληση για ένα ρομαντικο μέλλον. Αχ και να ήμουν πάλι εκείνη πόσα θα άλλαζα..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top