3. Το δείπνο

  Μετά απο την ανεξήγητη χαρά της και την αποχώρηση της Αναστασίας, η Ευρυδίκη δεν μπορούσε να μείνει άλλο καθισμένη. Σηκώθηκε και έφτιαξε όλο το σπίτι, σφουγγάρισε, ξεσκόνησε, έβαλε δύο πλυντήρια, άπλωσε τα ρούχα, τα δίπλωσε αλλά τα έκανε όλα τόσο γρήγορα που κουράστηκε και αναρωτιώταν " Άραγε θα κουράζομαι πολυ στην νέα μου δουλειά ;" Άλλα δεν την ένοιαζε, το όνειρο της σιγά σιγά άνθιζε, άλλα δεν ήξερε πως θα ανθιζαν και αγκάθια μαζί με το όνειρο.
   Η ωρα ηταν έξι και ο Στέφανος την είχε ενημερώσει πως θα ερχόταν κατευθείαν στην μαμά του και είχε πει στην Ευρυδίκη να πάρει η ίδια το αυτοκίνητο και να παει μέχρι το σπιτι της πεθεράς της. Η Ευρυδίκη ενημέρωσε τους γονείς της και την αδερφή της να πάνε και εκείνοι στο δείπνο των γονιών του Στέφανου και πλέον ήταν ελεύθερη να ετοιμαστεί. Άνοιξε την ντουλάπα της και την κοίταζε. Μετα απο δέκα λεπτά αποφάσισε να φορέσει ένα λευκό φόρεμα με κεντημένα ροζ λουλουδάκια λιγο πιο πάνω απο το γόνατο. Φόρεσε ροζ γόβες και ένα χρυσό βραχιόλι. Πήρε τον λευκό φάκελο της, βάφτηκε, εβαλε το κόκκινο κραγιον της και ήταν έτοιμη. Πήρε το αυτοκίνητο και μετα απο είκοσι λεπτα βρισκόταν ήδη στο σπίτι των πεθερικών της.
    Εκεί είχε φτάσει μόνο η αδερφή της Ανδριάνα,  μιας που ηταν εφτάμιση η ώρα και ηταν πολυ νωρίς για τους γονείς της Ευρυδίκης να έρθουν. Ο Στέφανος ήρθε λιγο αργότερα και μόλις όλοι έστρωσαν το τραπέζι ήρθαν και οι γονείς της Ευρυδίκης Πηνελόπη και Παύλος.  Κάθισαν όλοι στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε. Η Ευρυδίκη βρήκε την κατάλληλη στιγμή και αποφάσισε να πει σε ολους τα νέα για την δουλειά της.

Ε: Λοιπόν θέλω να σας ανακοινώσω κάτι.
Μεταξία: Αχ μήπως για κανένα εγγονάκι;
Σ: Πες μας αγάπη μου τι έγινε;
Λινάρδος : ουτε εσυ γιε μου ξέρεις;
Παύλος : Κανένας μάλλον.
Ε: Σήμερα ήρθε ενα γράμμα απο το Ηράκλειο που έλεγε πως με δέχονται στο πλοίο τους ως ύπαρχος.
Ανδριάνα: Αυτο ειναι υπέροχο αδερφούλα μου!Συγχαρητήρια!
Π: Μπραβο κόρη μου! Επιτέλους.
Λ: Ο! Τι καλα νέα.
Μ: Μπραβο μπραβο! Καλα ταξίδια να έχεις!
Ε: Μαμά,  Στεφανε δεν θα πείτε κατι;
Πη: Τι να πω ρε κοπελα μου. Δεν μου πέφτει λογος. Αν και νομιζω πως είχατε συμφωνήσει με τον Στεφανο οτι δεν θα δουλέψεις άλλο.

Ο Στέφανος μόλις άκουσε τα λόγια της Πηνελόπης σηκώθηκε απο το τραπέζι και ανέβηκε στο παλιο δωμάτιο του ολο νεύρα. Η Ευρυδίκη τον ακολούθησε.

Ε: Ρε Στεφανε τι επαθες; Αμαν δηλαδή. Σ: Γιατι δεν μου ειπες πως εστειλες βιογραφικό;
Ε: Γιατι δε θα με άφηνες να το κανω.
Σ: Και τωρα τι θα κανεις, θα δεχτεις;
Ε: Εννοείται.
Σ: Και τι θα γίνει με εμας;Ο γάμος;
Ε: Δυο μηνες είμαστε αρραβωνιαμενοι. Δεν έγινε και τιποτα. Θα ζητησω μονο καλοκαιρινη βαρδυα.
Σ: Στην Κρήτη βρισκόμαστε! Ολο το χρονο εχουμε τουρισμό. Αποκλείεται να σε αφησουν ολο το καλοκαίρι μονο. Ε: Εγω την θελω αυτην την δουλειά. Τρια χρονια εχω να δουλεψω!
Σ: Και εγώ;Τι θα κανω χωρίς εσενα;
Ε: Μια χαρά θα εισαι. Εξάλλου όλη μέρα χωρια είμαστε. Θα μας κανει καλό λίγη απόσταση.
Σ: Ποτε θα φύγεις ;
Ε: Στις δυο του μηνα. Σε πεντε μερες δηλαδή.
Σ: Εγω θα κοιμηθω εδω σήμερα. Προσπάθησε να αλλαξεις γνώμη. Για εμενα.

Η Ευρυδίκη έφυγε χωρίς να χαιρετίσει κανεναν. Η χαρά της έσβησε. Αλλα ηταν αποφασισμένη πως θα δουλέψει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top