Δύο
Ο πατέρας μου ήταν το επόμενο θύμα της επιδημίας στην οικογένεια.
Για αυτόν δεν έχω πολλά να πω. Όσο παλιά φτάνουν οι αναμνήσεις μου, η κύρια ασχολία του ήταν το αλκοόλ. Δεν ξέρω γιατί τον παντρεύτηκε η μητέρα μου, ούτε γιατί - και πώς - τον ανεχόταν. Δεν ξέρω καν τι δουλειά έκανε πριν παντρευτεί, αν δούλευε. Πάντως απ' όσο θυμάμαι καθόταν συνέχεια μπροστά στην τηλεόραση κρατώντας μια μπύρα στο χέρι.
Δεν είμαι σίγουρος με ποιον τρόπο αρρώστησε. Ίσως κάποιο μπουκάλι είχε τον ιό ή κάποια από τις φορές που έλειπε από το σπίτι δεν πρόσεχε και κόλλησε από μια φιλενάδα του. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν με νοιάζει.
Τις πρώτες μέρες δεν καταλάβαμε τίποτα. Εμείς, γιατί μετά τον θάνατο της αδερφής μου είχα αρχίσει να δίνω λίγη σημασία στα γεγονότα του σπιτιού, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ασχολούμουν και πολύ. Όπως λοιπόν είπα, τις πρώτες μέρες δεν έγινε αντιληπτή η ασθένεια. Όλα ήταν φυσιολογικά, ο πατέρας κολλημένος στην πολυθρόνα του συνέχιζε να πίνει.
Σταδιακά αύξανε την ποσότητα και καθώς δεν μπορούσε να σηκωθεί, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ούρλιαζε στην μητέρα να του φέρει ποτό. Εκείνη που πάντα τον υπάκουε δεν μιλούσε, μέχρι που μια μέρα αυτός άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού του πάνω της. Καθώς είχε ήδη αντιμετωπίσει την επιδημία -που στο μεταξύ είχε γίνει πανδημία* - κατάλαβε ότι ο σύζυγός της είχε μολυνθεί και αμέσως άρχισε να τον φροντίζει, όπως είχε κάνει και με την κόρη της.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να του πετάξει ό,τι αλκοόλ είχε το σπίτι. Ο πατέρας μου εξοργίστηκε στην αρχή, μετά άρχισε να απειλεί την μητέρα μου ώστε να του φέρει ποτό και στο τέλος την παρακαλούσε. Παρόλο που εκείνη παρέμενε ανένδοτη, έβλεπα πως δυσκολευόταν να τον βλέπει έτσι.
Τις τελευταίες μέρες του, ο πατέρας είχε μάτια άδεια όχι μόνο από την ασθένεια αλλά και από την βίαιη απεξάρτηση στην οποία είχε επιβληθεί.
Ήμουν εκεί όταν πέθαινε, έβλεπα από το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός. Η μητέρα είχε ένα σκληρό βλέμμα. "Ίσως πληρώνεις για όσα έκανες Θωμά" ήταν τα τελευταία λόγια που του είπε καθώς τα μάτια του γινόταν μαύρα και ξεψυχούσαν.
Δεν θρήνησε απλώς έθαψε το σώμα του δίπλα στην αδερφή μου μ' ένα ψυχρό ύφος, το ίδιο που είχε κάθε φορά που έβλεπε τον τάφο του.
Το ίδιο που είχα κι εγώ όταν τον έβλεπα. Δεν στάθηκε ποτέ δίπλα μου - ο κύριος λόγος που κατέληξα όπως κατέληξα τώρα που το σκέφτομαι - οπότε γιατί να το κάνω εγώ, ακόμη και μεταθανάτια;
Η μόνη μου μετάνοια σχετικά μ' αυτόν είναι κάτι που σκέφτομαι τώρα, όχι κάτι που σκέφτηκα τότε. Θα ήθελα να του δείξω πως κάνεις στην οικογένεια δεν εξαρτιόταν από εκείνον, να τον διώξω μια για πάντα απ' την ζωή της μητέρας και της αδερφής μου.
*Ως επιδημία χαρακτηρίζονται οι εξάρσεις ασθενειών που εμφανίζονται σε έναν ανθρώπινο πληθυσμό και δεδομένη χρονική περίοδο, σε βαθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Στην περίπτωση που η επιδημία εξαπλωθεί και εκτός των γεωγραφικών ορίων μιας χώρας, ορίζεται ως πανδημία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top