Πρόλογος (ii)
H επόμενη όμως μέρα είχε έρθει τόσο γρήγορα που στην αρχή δεν πίστευε πως είχε ξημερώσει. Όταν παραμέρισε την κουρτίνα στα παράθυρα του πανδοχείου είδε πως ο ήλιος σιγά σιγά άγγιζε τις κορυφές των κτιρίων της πόλης. Όπως πάντα ξύπνησε πρώτος και είδε τους υπόλοιπους άντρες να κοιμούνται γύρω ροχαλίζοντας. Φόρεσε αμέσως τα ρούχα του και ξύπνησε τους υπόλοιπους με μία φωνή. Κάποιος από αυτούς μούγκρισε με παράπονο και ύστερα είπε με κοιμισμένη φωνή :
«Γιατί πρέπει να ξυπνήσει από το χάραμα ο καημένος Λιούκ; Έχει καιρό να κοιμηθεί πάνω από πούπουλα.»
«Θα κοιμηθείς μετά την ακρόαση του βασιλιά» του είπε ψέματα.
«Αυτό είπες και πριν ξεκινήσουμε για σήμερα»
Ο διοικητής γέλασε «Αυτή τη φορά λέω την αλήθεια» Ο Λιούκ διόλου πεισμένος σηκώθηκε και ξεκίνησε να ετοιμάζεται μαζί με τους υπόλοιπους.
Μόλις είχαν αρματωθεί με τις βαριές πανοπλίες και είχαν φορέσει τα σπαθιά τους και είχαν ξυπνήσει για τα καλά πλήρωσαν για την διαμονή τους και βγήκαν με νυσταγμένα πρόσωπα. Τα πρόσωπα των αντρών του ήταν γεμάτα παράπονο και νύστα κάνοντάς τον να χαμογελάσει με τις παιδικές εκφράσεις τους. Ξεκίνησαν λοιπόν άλλη μία φορά με βήμα βαρύ για το παλάτι του βασιλιά. Οι ακροάσεις ξεκινούσαν με το πρώτο φως του ήλιου κι έτσι δίπλα τους στον δρόμο προς το παλάτι περπατούσαν πολλοί από τους ευγενείς και άρχοντες που πήγαιναν για να παρακολουθήσουν ή να μιλήσουν στον βασιλιά. Οι δέκα άντρες του Άι-Λόχεν ξεχώριζαν σαν βράχοι στην θάλασσα. Όλοι οι πολίτες της πόλης του Μπάρκ ήταν στολισμένοι με κοσμήματα και πανέμορφα ρούχα από γαλάζιο, λευκό και πράσινο μετάξι ενώ οι δέκα στρατιώτες έλαμπαν ανάμεσά τους με τις χρυσές τους πανοπλίες. Οι περισσότεροι στολισμένοι κάτοικοι ήταν παχουλοί με πολλά κοσμήματα και δακτυλίδια στα χέρια ενώ άλλοι βρίσκονταν πάνω σε κινητά ανάκλιντρα.
Το παλάτι φάνηκε για ακόμη μια φορά μπροστά τους απέναντι από την γέφυρα και φαινόταν να λάμπει ολόκληρο κάτω από το φως του ήλιου. Το γαλάζιο νερό λαμπύριζε και κύκλωνε το παλάτι σαν μία λαμπερή σκιά στη βάση του. Οι τρούλοι έμοιαζαν με οκτώ χρυσούς ήλιους και τα τείχη του παλατιού φαίνονταν πανέμορφα και ισχυρά. Ο κόσμος έρεε προς της γέφυρα και κάτω από τις πύλες του παλατιού όλο γέλια και χαρές και εύθυμες συζητήσεις .Σύντομα θα αλλάξει η διάθεσή τους, ο πόλεμος έχει συχνά αυτό το αποτέλεσμα.
Η προσωπική φρουρά του βασιλιά βρισκόταν όπου κι αν κοιτούσε σαν πέτρινα ,στολισμένα αγάλματα. Οι λόγχες τους έλαμπαν στο φως του πρωινού. Όλα φαίνονταν να λάμπουν γύρω τους. Το παλάτι , η λίμνη , οι άνθρωποι. Η φασαρία που έβγαζε ο πλήθος δεν είχε καμία σχέση με την σιωπή της προηγούμενης νύχτας. Σαν να είχε ξυπνήσει σε άλλο κόσμο. Το παλάτι ήταν γεμάτο και όλοι οι πολίτες κινούνταν προς μία κατεύθυνση σαν να τους παρέσερνε κάποιο αόρατο ποτάμι. Όλοι μπήκαν στην αίθουσα ακροάσεων και ο καθένας πήρε την θέση το. Ο κόσμος άρχισε να ψιθυρίζει. Ο Ντέγκορ κάθισε με τους άντρες του στο πίσω μέρος της αίθουσας και άκουσε τον κήρυκα να αναγγέλλει την άφιξη του βασιλιά.
«Ο βασιλιάς Λύακον ο έβδομος , προστάτης των ανθρώπινων βασιλείων και ηγέτης του Έλεναϊτ και των τεσσάρων περιοχών και απεσταλμένος του θεού Ήλιου. Όλοι χαιρετήστε τον βασιλιά κάτω από τον ήλιο, τον δοξασμένο προστάτη σας.»
Όλοι υποκλίθηκαν και έσκυψαν το κεφάλι ως ένδειξη υποταγής και μερικοί μουρμούρισαν «Χαίρε βασιλιά» . Όταν όλα αυτά είχαν τελειώσει ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του για να τους κάνει όλους να ηρεμήσουν. Σιωπή διαπέρασε την τεράστια αίθουσα σαν κρύος άνεμος και ο βασιλιάς ετοιμάστηκε να μιλήσει. Φαινόταν πιο ισχυρός και μεγαλοπρεπής όταν δεν φορούσε τις νυχτικιές του ρόμπες .Εκείνο το πρωί φορούσε όμορφα στολισμένα ρούχα με πολλές πτυχές και στρώσεις σε χρυσό και ασημένιο χρώμα και ήταν από πάνω μέχρι κάτω στολισμένος με κοσμήματα. Τα νύχια του ήταν βαμμένα χρυσά και φορούσε επίσης και ένα κατάλευκο μανδύα στην πλάτη του που έφτανε ως τα πόδια του. Ήταν παραφορτωμένος και φορούσε τόσα πολλά ρούχα και κοσμήματα που στον Ντέγκορ έμοιαζε σαν ένα κουβάρι από μετάξι που άστραφτε πάνω στον θρόνο.
«Σας χαιρετώ υπήκοοί μου , καλοί ευγενής της Πόλης δίπλα στην λίμνη και άλλοι άρχοντες από πιο μακρινά μέρη του βασιλείου. Ένας απεσταλμένος από τον θεό πρέπει να κάνει το καθήκον του. Η αποστολή μου είναι απλή αλλά δύσκολη , να προστατέψω και να υπηρετήσω τον λαό μου όπως αυτός υπηρετεί εμένα .Ένας βασιλιάς πρέπει πάντα να ακούσει τους υπηκόους του και να φροντίζει το βασίλειο του σαν παιδί του. Μπορείτε να παρουσιαστείτε και να θέσετε λοιπόν τα αιτήματά σας ενώπιον του θρόνου.»
Ο κήρυκας άρχισε να προσφωνεί όμορφα και μεγάλα ονόματα και ονόματα οικογενειών και αμέσως άνθρωποι στολισμένοι και πλούσια ντυμένοι εμφανίζονταν μπροστά και υπέβαλλαν τα σέβη τους και τα αιτήματά τους. Όλοι τους χοντροί και άπληστοι, σκέφτηκε ο Ντέγκορ καθώς έστεκε με ανυπομονησία . Τα περισσότερα αιτήματα είχαν να κάνουν με παράπονα για τους υπηρέτες και παράλογες απαιτήσεις πλουσίων σε θέματα εμπορίου και γεωργίας. Άλλος ήθελε περισσότερες εκτάσεις για να μπορέσει να θρέψει τους αμέτρητους υπηρέτες του , άλλος ήθελε κάποιο κάστρο στο Έλεναϊτ για την πιστή του υπηρεσία στον θρόνο και στον θεό από όπου θα μπορούσε να πολεμά για τον βασιλιά. Άλλος ήθελε την συνοδεία της βασιλικής φρουράς για ένα επικίνδυνο εμπορικό ταξίδι που επρόκειτο να κάνει.
Κάποια στιγμή ο κήρυκας φώναξε «Σάντρικ Πενκ από την επαρχία!»
Κάποιος άντρας με κόκκινη πανοπλία ζήτησε από τον βασιλιά να χριστεί ιππότης για τα μεγάλο κατόρθωμα να κυνηγήσει και να σκοτώσει κάθε μέλος της κίτρινης συμμορίας, μιας συμμορίας παρανόμων που ταλαιπωρούσαν το Έλεναϊτ για πολλά χρόνια και είχε φέρει μαζί του και πολλούς μάρτυρες για να υπερασπιστούν την ιστορία του. Ο βασιλιάς σηκώθηκε από τον θρόνο με ένα λευκό χαμόγελο και πήρε ένα σπαθί από τους φρουρούς του. Πρώτα το ακούμπησε στον ένα του ώμο και ύστερα στον άλλο.
«Σε χρίζω ιππότη γενναίε προστάτη και από τώρα και στο εξής θα είσαι γνωστός ως ο σερ Σάντρικ Πενκ ο κόκκινος ιππότης και κυνηγός των ληστών.»
Ο ιππότης σηκώθηκε και όλοι ζητωκραύγασαν επευφημώντας τον και επαναλαμβάνοντας το όνομά του. Οι ιππότες δεν μετράνε σε καιρό ειρήνης, σκέφτηκε ο Ντέγκορ. Μα σύντομα έρχεται πόλεμος.
Ο ιππότης αποχώρησε περήφανος και ο κήρυκας συνέχισε να φωνάζει ονόματα από την μακριά λίστα του που έφτανε ως τα πόδια του. Θα μείνουμε εδώ αρκετή ώρα ,σκέφτηκε ο Ντέγκορ με απελπισία.
Κάποια αιτήματα τα υπέβαλλαν άνθρωποι πιο φτωχοί που είχαν έρθει από πιο μακριά. Μερικοί ήταν γεωργοί που καλλιεργούσαν τις ανοιχτές εκτάσεις του Έλεναϊτ ενώ άλλοι είχαν έρθει από πιο μακριά ακόμη. Κάποιοι ζητούσαν ένα νέο κοπάδι από πρόβατα καθώς λύκοι είχαν αφανίσει το προηγούμενο ενώ άλλοι ζητούσαν τροφή για τα ορφανά παιδιά που είχαν περιμαζέψει από τον δρόμο ή την προστασία του βασιλιά ενάντια στους ληστές της υπαίθρου. Να μια δουλειά για τον κόκκινο ιππότη, σκέφτηκε αλλά ο ιππότης είχε φύγει πριν πολύ ώρα.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι πλησίαζαν και στέκονταν απέναντι από τον θρόνο ζητώντας πράγματα και η λίστα με τα ονόματα που φώναζε ο κήρυκας φαινόταν να μην έχει τελειωμό. Η αίθουσα δεν άδειαζε όσο κι αν έφευγαν άνθρωποι ικανοποιημένοι ή δυσαρεστημένοι. Κάποια στιγμή ο Ντέγκορ πίστεψε πως ο βασιλιάς δεν θα ασχολούταν καθόλου με το θέμα που περίμενε εκείνος και οι άντρες του αλλά τελικά ο βασιλιάς τον διέψευσε σηκώνοντας το χέρι και λέγοντας :
«Αρκετά όμως με αυτά υπήκοοί μου. Θα δεχτώ αιτούντες πάλι αύριο αλλά σήμερα έχουμε πιο σημαντικά θέματα να ασχοληθούμε.»
Αυτό φάνηκε να τραβά την προσοχή του κοινού και ψίθυροι εξαπλώθηκαν σε όλη την αίθουσα.
«Ένας εχθρός απειλεί τα βασίλεια μας!» είπε ο βασιλιάς υψώνοντας κι άλλο την φωνή του και το κοινό αναστατώθηκε ακόμη περισσότερο. Ανήσυχα πρόσωπα κοιτούσαν τον βασιλιά με μεγάλη προσοχή ενώ άλλα ψιθύριζαν φοβισμένα δεξιά κι αριστερά. Μία πολύ παχουλή κυρία στο κοινό έβγαλε μία κραυγή φόβου.
«Καταραμένα πλάσματα που κατέβηκαν από τα βουνά απειλούν τώρα τα βασίλεια και ζητάνε τον θρόνο. Προδότες και δολοφόνοι είναι στον στρατό τους και όπου πηγαίνουν σκορπάνε τον θάνατο. Είναι σίγουρο πως κάτι πρέπει να κάνουμε για αυτόν τον νέο εχθρό που εμφανίστηκε ξαφνικά σαν δαίμονας.»
Το κοινό φαινόταν σχεδόν τρομοκρατημένο. Πολλοί άρχισαν να μονολογούν φοβισμένοι ενώ άλλοι συμφωνούσαν με τον βασιλιά κουνώντας πάνω κάτω τα μεγάλα προγούλια τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα από πόλεμο. Ζούσαν μία ζωή στην ασφάλεια. Οι ψίθυροι αυτή τη φορά ήταν πολύ δύσκολο να σταματήσουν αλλά μόλις το έκαναν τελικά ο βασιλιάς συνέχισε.
«Ο πιστός μας διοικητής του Άι-Λόχεν μας έφερε αυτά τα θλιβερά νέα καλπάζοντας μέσα στην άγρια νύχτα. Οι άντρες της Ήσυχης πόλης είναι ακριβώς όπως λέει ο λαός τελικά , ξάγρυπνοι και γενναίοι» Ο βασιλιάς άπλωσε το χέρι του κάνοντας νόημα στον Ντέγκορ να πλησιάσει και εκείνος το έκανε με τους άντρες του να τον ακολουθούνε. Οι άντρες πίσω του ξεκίνησαν να περπατάνε κορδωμένοι.
«Μεγαλειότατε» είπε ο Ντέγκορ και αμέσως οι δέκα άντρες έσκυψαν κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση.
«Το Άι-Λόχεν ήταν πάντα ο προστάτης του Έλεναϊτ και οι πολεμιστές του μας προστατεύουν από τους κινδύνους εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μόνο μία τιμωρία υπάρχει που αρμόζει σε αυτούς τους ληστές και κλέφτες που επιτίθενται στην περιοχή του φεγγαριού. Ο θάνατος.»
Η τελευταία λέξη αντήχησε σε όλη την αίθουσα και αιωρήθηκε πάνω από τα κεφάλια τους σαν φάντασμα. Το κοινό φάνηκε να θυμώνει τώρα και πολλοί συμφώνησαν με τον βασιλιά υψώνοντας τις θυμωμένες γροθιές τους στον αέρα.
«Θα στείλω στρατό από το Έλεναϊτ και θα κατατροπώσω αυτούς τους δαίμονες. Κανείς δεν ξεφεύγει από το φως του ήλιου και όλοι οι ασεβείς θα καούν!» Όλη η αίθουσα επανέλαβε τα λόγια ψιθυριστά και πολλοί άρχισαν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι και να καταριούνται τους χάντεκ να πεθάνουν. Τελικά έλεγε την αλήθεια. Επιτέλους στρατός θα σταλεί ενάντια στους χάντεκ. Ο Ντέγκορ ήταν σχεδόν σίγουρος πως η συνεδρίαση είχε λήξει και σύντομα ο κήρυκας θα τους έλεγε να αποχωρήσουν αλλά τότε ο βασιλιάς σήκωσε το ένα του χέρι λέγοντας με δυνατή φωνή :
«Αλλά ποιος είναι εκείνος που είναι κατάλληλος να νικήσει αυτά τα μοχθηρά τέρατα;» Όλοι φάνηκαν μπερδεμένοι και γύριζαν τα κεφάλια τους με απορία.
«Ντέγκορ Λούθορ διοικητή της φρουράς του Άι-Λόχεν , εσύ θα είσαι αυτός που θα υπερνικήσει τον εχθρό στη μάχη. Στέλνω εσένα για να αποδώσεις τη δικαιοσύνη.» ο βασιλιάς έστρεψε το χέρι του προς αυτόν και τα δακτυλίδια στα χέρια του άστραψαν για μια στιγμή.
Ο Ντέγκορ δεν ήξερε τι να πει. Όλη η αίθουσα τον κοιτούσε , όλοι ήταν παγωμένοι και περίμεναν από αυτόν να πει κάτι. Ο βασιλιάς πρώτα από όλους τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο εμπιστοσύνης. Ψεύτης. Θέλει να με στείλει στον θάνατό μου.
«Βασιλιά μου, μετά από τους δύο πύργους το Άι-Λόχεν είναι η πρώτη πόλη που προστατεύει το Έλεναϊτ. Δεν μπορώ να αφήσω την διοίκησή της και τους άντρες μου. Ήταν πάντα καθήκον της πόλης μου να στέκομαι κοντά στον βασιλιά.»
«Διοικητή, όπως πάντα σκέφτεσαι το καλό των ανθρώπων και όσων προστατεύεις αλλά μην ανησυχείς . Όσο θα βρίσκεσαι στην περιοχή του φεγγαριού κάποια από τις άλλες πόλεις θα αντικαταστήσει εσένα στο Άι-Λόχεν. Η αποστολή στην περιοχή του φεγγαριού επείγει. Αυτό θα ήταν το πιο συνετό , δεν υπάρχει πιο κατάλληλος για να πολεμήσει αυτούς τους δαίμονες από εσένα.» Ο Ντέγκορ άκουγε τα λόγια του βασιλιά και κατάλαβε πως δεν υπήρχε τρόπος να του αλλάξει γνώμη. Είχε πάρει την απόφασή του εχτές το βράδυ. Μπορούσε να νοιώσει την αμηχανία των αντρών του πίσω του. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Καλά λοιπόν.
«Χρειάζομαι όμως άντρες για μια τόσο δύσκολη αποστολή. Σίγουρα κάποια πόλη του Έλεναϊτ θα με υποστηρίξει στην μάχη.»
«Οι άντρες του Άι-Λόχεν είναι γενναίοι και έμπειροι, είναι ακριβώς ότι χρειάζεσαι. Τίποτα παραπάνω δεν θα χρειαστεί για να νικήσεις αυτούς τους ληστές και δολοφόνους. Δεν θα χρειαστεί καν να πολεμήσετε αυτά τα πλάσματα , απλώς φυσήξτε το κέρατο του βασιλιά και θα τρέξουν μακριά. Οι άντρες σου είναι αρκετοί.»
Δεν είναι αρκετοί. Δεν είναι αρκετοί. Ο Ντέγκορ ήταν έτοιμος να μιλήσει διαφωνώντας αλλά ο βασιλιάς τον πρόλαβε ,υψώνοντας την φωνή του.
«Πήγαινε τώρα γενναίε μου διοικητή και μην φέρεις τίποτε άλλο εκτός από νίκη.»
Το ακροατήριο άρχισε να ζητωκραυγάζει και να τον επευφημεί σαν να ήξεραν πως θα νικήσουν . Πολλοί φώναζαν το όνομά του και τον εμψύχωναν κουνώντας τα ακριβά μαντήλια τους στον αέρα. Φώναζαν δέκα φορές πιο δυνατά από όσο φώναζαν για τον κόκκινο ιππότη αλλά ο Ντέγκορ δεν χαμογελούσε ούτε λίγο. Για μια στιγμή του φάνηκε πως θα λιποθυμούσε και θα ντροπιαζόταν μπροστά σε όλους αλλά δεν το έκανε. Ίσως αυτό να τον έκανε να φαίνεται δειλό και να τον έσωζε από αυτήν την αποστολή. Μόνο δύο χιλιάδες άντρες, αυτό του είχε δώσει ο βασιλιάς.
Ο Ντέγκορ ήταν επικεφαλής της πόλης Άι-Λόχεν αλλά ήταν ακόμη νέος και η εκστρατεία ήταν άλλο πράγμα, πόσο μάλλον όταν είσαι επικεφαλής και μάλιστα μόνο δύο χιλιάδων αντρών. Τον είχαν στείλει να πολεμήσει έναν άγνωστο εχθρό. Τουλάχιστον θα έχω το κέρατο του βασιλιά για προστασία.
Το κοινό γύρω του ήταν σαν μία πολύχρωμη και λαμπερή θάλασσα που φώναζε το όνομά του. Οι άντρες του πίσω δεν έλεγαν λέξη γιατί ήξεραν πως αυτή ήταν και η δική τους μοίρα και κάτω από τα άκαμπτα χείλη του βασιλιά ένα αχνό χαμόγελο ήταν κρυμμένο. Όλοι είχαν ξεχάσει πλέον για τον πόλεμο σαν να ήταν ένα κακό όνειρο, όλοι πίστευαν πως θα τον νικούσε εκείνος. Η αίθουσα ήταν γεμάτη αλλά ο Ντέγκορ Λούθορ δεν είχε νοιώσει ποτέ ξανά τόσο μόνος.
Να και το δευτερο μέρος. Ελπιζω να ευχαριστησε τους εγκεφάλους σας και να γαργαλισε το μυαλο σας. Πειτε μου τις παρενεργειες στα σχολια και αφηστε ενα αστερακι αν το επιθυμειτε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top