Κεφαλαιο 38- Νυχτερινα ονειρα

Ο ποταμός του ψιθύριζε σε χίλιες διαφορετικές γλώσσες. Το απαλό κελάρυσμα του νερού ακουγόταν ασταμάτητα στην σκοτεινιά του στρατοπέδου και υπνώτιζε τους στρατιώτες. Ο Μεγάλος ποταμός εκτεινόταν κατά μήκος όλης της Χερσονήσου και ήταν ο μεγαλύτερος στον γνωστό κόσμο. Ήταν πλατύς και σκοτεινός σαν τον ουρανό από πάνω τους και είχε την δύναμη να καταπιεί ανθρώπους και να στείλει πλοία στα βράχια να τσακιστούν όποτε ήταν οργισμένος. Αυτή τη νύχτα φαινόταν ήρεμος αλλά μπορούσε να διακρίνει τα απότομα ρεύματα κάτω από το σιγανό γουργουρητό του νερού.

Οι χάντεκ βρίσκονταν στις ακτές του και η νύχτα είχε πέσει ώρες πριν αλλά όπως και ο ποταμός δεν κοιμούνταν ούτε στιγμή. Τον απαλό ήχο των νερών ερχόταν να διαταράξει ο συνεχής και αδιάκοπος ήχος των σφυριών που χτυπούσαν στο καρφί και στο ξύλο. Πριόνια και τσεκούρια πρόσθεσαν τη δική τους νότα στο παράφωνο νυχτερινό τραγούδι. Κάθε χάντεκ στο στρατόπεδο εργαζόταν. Μερικοί μετέφεραν μεγάλους κορμούς προς τις όχθες και άλλοι τους έκοβαν. Κάποιοι έπαιρναν τις κομμένες σανίδες και τις έδεναν και κάρφωναν μαζί. Εκατοντάδες σχεδίες βρίσκονταν παρατημένες στις όχθες και περίμεναν πότε ο στρατός θα ήταν έτοιμος να διασχίσει τον Μεγάλο ποταμό.

Ο άρχοντας των χάντεκ κοίταξε γύρω του και είδε τους στρατιώτες του να τρέχουν βιαστικοί και να εργάζονται ασταμάτητα και όλα αυτά μετά από δική του διαταγή. Μερικές λέξεις μονάχα και χιλιάδες στρατιώτες υπακούν στο θέλημά του. Αυτή η αίσθηση της εξουσίας ήταν μεθυστική. Στους βάλτους είχε χάσει πολλούς στρατιώτες, πάρα πολλούς. Ανθρώπους και ανθρώπους των βουνών και πετροκέρατους και μερικά άγρια θηρία των βάλτων, των βουνών και της ερήμου κολλημένα σε κλουβιά που έμειναν εκεί. Είχε δεχθεί πολλές απώλειες και αυτό τον έκανε να νοιώθει αδύναμος και απροετοίμαστος ,τα χειρότερα συναισθήματα που μπορούσε να νοιώσει. Σύντομα όμως θα ενωνόταν με τον υπόλοιπο στρατό του στα τείχη της Σέριλ και θα αποκαταστούσε αυτόν τον κόσμο.

Στους βάλτους είχε νιώσει αδύναμος και ανίσχυρος αλλά τώρα πια το συναίσθημα της εξουσίας που του πρόσφερε ο στρατός του είχε επιστρέψει. Οι στρατιώτες του είχαν αρχίσει να σταματούν να τον φοβούνται σαν αφέντη τους αλλά αυτό άλλαξε όταν αποκεφάλισε τον Ούρουκραξ. Όταν το κεφάλι του έπεσε στο έδαφος μαζί με των φιδιών οι ψίθυροι σταμάτησαν και έγινε ξανά ο Άρχοντας χάντεκ.

Αυτός ο τεράστιος ποταμός βρισκόταν στον δρόμο του προς την Σέριλ και μόλις τον διέσχιζε η τελευταία πόλη των ανθρώπων θα είναι δική του και κάθε εμπόδιο θα έχει εξαλειφθεί. Τότε θα μπορεί να αρχίσει το πραγματικό του έργο. Κάθε μέρα που περνούσε ένοιωθε πως το σχέδιό του θα αποτύγχανε, κάποιος δεν θα εκτελούσε τις εντολές του, κάποιος θα μιλούσε, κάτι θα πήγαινε στραβά. Η Ερένα δεν είχε φανεί. Κάτι της είχε συμβεί αλλιώς θα τον είχε συναντήσει έξω από το δάσος όπως είχαν συμφωνήσει. Είχε ξεκινήσει πριν από τον στρατό του και δεν υπήρχε περίπτωση να καθυστερήσει τόσο εκτός κι αν κάτι της είχε συμβεί. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Κάτι μπορεί να άλλαζε και κάθε μέρα που περνούσε φαινόταν και πιο επικίνδυνη από την προηγούμενη. Η Ερένα πρέπει να βρει μόνη της το δρόμο για να επιστρέψει. Μερικές φορές σκεφτόταν να στείλει στρατιώτες για να την ψάξουν αλλά το Κέρεσουκ ήταν τεράστιο και δεν μπορούσε να περιμένει για απάντηση από τους ανιχνευτές του.

«Άλλη μία!» φώναξε κάποιος από τους στρατιώτες του σηκώνοντας ψηλά το σφυρί που κρατούσε. Κοίταξε τις σχεδίες του. Ήταν μεγάλες και σταθερές αλλά σε καμία περίπτωση όμορφες. Δεν υπήρχαν και πολλοί τεχνίτες ή ξυλουργοί στον στρατό του, μόνο στρατιώτες και άγριοι και μερικά λιγόμυαλα τέρατα που καταλάβαιναν μόνο το μαστίγιο. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Αυτές αρκούνε για να μας περάσουν απέναντι.

«Πόσες έχουμε μέχρι τώρα;» ρώτησε τον υπεύθυνο που είχε ορίσει να επιβλέπει τις κατασκευές.

«Μέχρι τώρα έτοιμες να μπούνε στο νερό είναι εξακόσιες πενήντα τρεις. Πιστεύω πως το πολύ σε έξι μέρες αν συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς θα είμαστε έτοιμοι να περάσουμε με ασφάλεια.»

Ο Άρχοντας των χάντεκ κοίταξε τον μικροσκοπικό και γέρο άντρα μπροστά του. Μπορούσε να νοιώσει πως τον φοβόταν. Του άρεσε αυτή η αίσθηση.

«Να επισπεύσεις τις διαδικασίες. Θέλω να είμαστε έτοιμοι σε τέσσερις μέρες από τώρα.» Ο άντρας πήρε μία έκφραση έκπληξης στο πρόσωπό του έτοιμος να θέσει τις αντιρρήσεις του αλλά ένα βλέμμα από τα μαύρα πέτρινα μάτια του Άρχοντα και το ξανασκέφτηκε.

«Όπως ορίζεις παντοδύναμε.» είπε ο άντρας σκύβοντας σκυθρωπός το κεφάλι και φεύγοντας για να ολοκληρώσει το δύσκολο έργο του.

Ο αέρας φυσούσε δυνατά και τα ουρλιαχτά του συνόδευαν τον ποταμό στο τραγούδι. Είδε την απέναντι ακτή γεμάτος ανυπομονησία. Ήξερε όμως πως έπρεπε και να κοιμηθεί. Σε μερικές μέρες θα ήταν στην Σέριλ. Πήγε προς την μεγάλη σκηνή που είχε στηθεί σε ένα μικρό λοφάκι στην όχθη του ποταμού. Τριγύρω του οι φρουροί με τις μάσκες να γυαλίζουν τον ακολουθούσαν με μόνο ήχο να προδίδει την παρουσία τους το απαλό πάτημα των ποδιών τους. Γύρω από την σκηνή του υπήρχαν κι άλλοι μασκοφόροι φρουροί και το άλογό του, ο Ίρου βρισκόταν δεμένο σε ένα πάσσαλο απ' έξω.

Μπήκε μέσα και τον καλωσόρισε η ζεστασιά της σκηνής του. Ένα μικρό μαγκάλι έκαιγε ακόμη και τα κάρβουνα τσιτσίριζαν κοκκινωπά. Κεριά ήταν αναμμένα στο μικρό τραπέζι που είχε στηθεί και ένας μεγάλος δίσκος με φαγητά βρισκόταν πάνω. Είδε πως υπήρχε ένα κουνέλι φρεσκοψημένο και αχνιστό και μερικά φρούτα και ψάρια γύρω του. Δίπλα υπήρχαν και μερικά όστρακα και καβούρια του ποταμού. Δεν ένοιωθε να πεινάει. Ήθελε μόνο να κοιμηθεί. Να ονειρευτεί και να σκεφτεί. Ήθελε να σκεφτεί το μέλλον του και να θυμηθεί το σπίτι του. Μόνο ο ύπνος μπορούσε να του το προσφέρει αυτό. Έπεσε αμέσως για ύπνο.

Ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή βρέθηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο. Ένα σκοτεινό μέρος βαθιά μέσα στο κεφάλι του που είχε τον απόλυτο έλεγχο. Στα όνειρά του δεν κινδύνευε από τίποτα, δεν ανησυχούσε για τίποτα. Μπορούσε να ελέγξει την κάθε του κίνηση σαν να ήταν ξύπνιος και είχε την δύναμη να κάνει οτιδήποτε εκεί μέσα. Μερικές φορές αυτό το μέρος διαταρασσόταν από τις κακές σκέψεις που βρίσκονταν μέσα στο μυαλό του και συνέβαιναν παράξενα και απρόσμενα πράγματα.

Το σκοτάδι γύρω του διαλυόταν σιγά σιγά και τη θέση του πήρε ένα λιακωτό φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο , γεμάτο με φυτά και μικρά πέτρινα σιντριβάνια να στολίζουν τον χώρο. Βρισκόταν σπίτι, μόνο μια σκέψη του αρκούσε για να τον πάει εκεί , για να τον κάνει να δει μακριά και στο παρελθόν. Άκουσε τον ήχο των βημάτων να συντονίζεται με αυτόν του νερού των σιντριβανιών και αμέσως είδε μία φιγούρα να μπαίνει με φόρα μέσα. Τα χαρακτηριστικά της φιγούρας δεν ήταν ξεκάθαρα, όσο και να προσπαθούσε να την δει καλύτερα το μυαλό του θόλωνε και τα μάτια του αντιστέκονταν.

Η φιγούρα φορούσε λευκά και γαλάζια ρούχα και τα μαύρα μακριά μαλλιά της κάλυπταν όλη την πλάτη και έφταναν μέχρι τα γόνατα. Μοιάζει τόσο πολύ με εμένα., σκέφτηκε αν κι δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό Χαντ' Χαρ δεν το καταλαβαίνεις;»

Δεν μπορούσε να καταλάβει σε ποιόν μιλούσε η φιγούρα αλλά μόλις γύρισε το κεφάλι του κατάλαβε πως κάποιος άλλος είχε ακολουθήσει την φιγούρα με τα μαύρα μαλλιά μέσα στο λιακωτό. Το πρόσωπο εκείνου ήταν ξεκάθαρο. Χλωμά μάτια και μαύρα μαλλιά, με λεπτεπίλεπτα και όμορφα χαρακτηριστικά και μακριά λευκά νύχια, ενώ το σώμα του καλυπτόταν από ένα ασημένιο και μαύρο χιτώνιο.

«Ξέρεις ότι πρέπει. Αν δεν το κάνεις λαός θα στραφεί εναντίων σου. Και ξέρεις πως αν εσύ πέσεις από την εξουσία οι ανταγωνιστές σου δεν θα χάσουν την ευκαιρία.»

Η φιγούρα όμως δεν φαινόταν καθόλου σίγουρη. Ο Άρχοντας των χάντεκ την πλησίασε ελπίζοντας να δει καλύτερα το πρόσωπό της αλλά δεν τα κατάφερε. Μπορούσε όμως να διαισθανθεί τον πόνο και το άγχος στο θολό πρόσωπό της. Κάποτε ήξερε αυτόν τον άγνωστο, ήταν σίγουρος για αυτό. Ποτέ δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπα όσων γνώριζε .Αλλά αυτό το πρόσωπο φαινόταν πιο σημαντικό από τα άλλα.

«Μπορεί η γριά να έκανε λάθος.» είπε με απελπισμένη φωνή η θολή φιγούρα.

«Το ξέρεις πως δεν κάνει ποτέ λάθος αλλά ακόμη κι αν έκανε οι ανταγωνιστές σου δεν θα σταματήσουν μέχρι να πείσουν τον λαό για το αντίθετο.»

«Μπορούν να προσπαθήσουν. Μερικές φορές σκεφτόμουν πως θα ήταν καλύτερα αν αποσυρόμουν. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό Χαντ 'Χαρ.»

«Σκέψου τι λες. Δεν μπορείς να τα παρατήσεις όλα. Ο κόσμος σε χρειάζεται. Κι αν η πρόβλεψη της τελικά ήταν σωστή; Θα διακινδυνέψεις ολόκληρες ζωές, τις ζωές που ορκίστηκες να προστατεύεις για κάποιο αγέννητο παιδί;»

Ο άντρας που λεγόταν Χαντ 'Χαρ πλησίασε την φιγούρα και την έπιασε παρηγορητικά από τα μπράτσα.

«Πρέπει να κάνεις αυτήν την θυσία φίλε μου. Άστο να φύγει και όλα θα ξεχαστούν στο τέλος. Είσαι νέος κι εσύ και η Μοέν, θα κάνετε άλλο παιδί και όλοι θα το δοξάζουν σαν το πρώτο σου.»

«Κι αν κι αυτό έχει την κατάρα της γριάς;»

«Θα πρέπει να περιμένεις για να το μάθεις. Το ξέρω είναι σκληρό να το ακούς αλλά πρέπει να το κάνεις. Ας το να φύγει.»

Ο Άρχοντας των χάντεκ άκουγε τα λόγια τους δυνατά σαν κάποιος να ούρλιαζε μέσα στο αυτί του. Κάθε φορά που ονειρευόταν το μυαλό του έμπαινε σε αυτόν τον νέο κόσμο κενό ,χωρίς καμία ανάμνηση αλλά κάθε φορά που ξυπνούσε τα είχε θυμηθεί όλα και ο θυμός του τον κατέτρωγε σαν αρρώστια. Ένοιωσε μίσος για την φιγούρα που δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, ένοιωθε μίσος για τον Χαντ 'Χαρ , ένοιωθε μίσος και θυμό για τα πάντα. Τα είχε θυμηθεί ξανά όλα.

Καθώς η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά και γρήγορη και το στήθος του ανεβοκατέβαινε βράζοντας όλα γύρω του άρχισαν να αλλοιώνονται και να τρεμοπαίζουν σαν την φλόγα ενός κεριού που χορεύει στον άνεμο. Ξαφνικά το λευκό λιακωτό φάνταζε σαν μία ταραγμένη λίμνη που αυτός στεκόταν από πάνω και την κοιτούσε. Το πρόσωπο της φιγούρας όπως κάθε βράδυ άρχισε να ξεδιαλύνει ενώ όλα τα άλλα ξεθώριαζαν . Μπορούσε πλέον να δει το πρόσωπο καθαρά.

Ήταν ένας άντρας. Ήταν σχεδόν ίδιος με εκείνον. Τα νεύρα του δεν άντεχαν άλλο να βλέπουν αυτό το πρόσωπο . Ο θυμός του θέριευε όλο και πιο πολύ και τελικά άκουσε τον άντρα που του έμοιαζε πολύ να λέει:

«Εντάξει ,θα το κάνω. Θα τον στείλω μακριά.»

«Αυτό θα ήταν το πιο συνετό φίλε μου» απάντησε ο Χαντ 'Χαρ

Έβγαλε ένα ουρλιαχτό και η σκηνή που παρακολουθούσε από ψηλά εξαφανίστηκε εντελώς. Βρισκόταν πλέον μόνος του σε ένα άδειο τοπίο ενώ γύρω του δεν υπήρχε τίποτα εκτός από μαύρο χώμα. Αυτό δεν ήταν ένα από τα συνηθισμένα του όνειρα, κατάλαβε. Κάτι δεν πήγαινε καλά, δεν είχε αυτός τον έλεγχο.

Ο θυμός του παρέμενε σκαλωμένος βαθιά στο στήθος του όπως πάντα αλλά τώρα ήταν και μπερδεμένος για το που βρισκόταν. Όσο προχωρούσε σε αυτήν την άδεια γη τόσο πιο μπερδεμένος αισθανόταν. Δεν είχε νοιώσει ποτέ ξανά τόσο μόνος. Προχώρησε και προχώρησε ασταμάτητα σέρνοντας τα πόδια του στο χώμα μέχρι που κάποια στιγμή άρχισε να ψελλίζει κάποια λόγια. Πιο σιγά και από ψίθυρο ακούγονταν αυτά τα στενάχωρα λόγια. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε ούτε ο ίδιος και δεν μπορούσε να σταματήσει να τα λέει. Απλώς περπατούσε και έψελνε τα λόγια που δεν ήξερε τι σημαίνουν. Την μία στιγμή του φαίνονταν πως τα ψιθύριζε ο ίδιος ενώ την άλλη ακουγόταν σαν μια άλλη φωνή να έβαζε τις λέξεις στο αυτί του.

Ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με κάποιον. Τριγύρω όλα ήταν καταθλιπτικά και γκρίζα, ένας στενάχωρος τόπος. Βρισκόταν απέναντι από κάποιον άνθρωπο μπορούσε να το καταλάβει αυτό αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν φορούσε ούτε πανοπλία ούτε ρούχα. Το πρόσωπο του ανθρώπου φαινόταν σχεδόν σβησμένο, ξεθωριασμένο και αίμα έτρεχε σαν κόκκινα δάκρυα από το μέτωπό του. Δεν τον είχε συναντήσει ξανά αυτόν τον άντρα αλλά ένοιωσε τον φόβο του να αιωρείται σαν άσχημη μυρωδιά.

«Ποιος είσαι;»

Του είπε ο Άρχοντας των χάντεκ αλλά η φωνή του ακούστηκε πιο λυπημένη από ότι ήθελε. Μετά κατάλαβε πως δεν μιλούσε την γλώσσα που καταλάβαιναν οι άνθρωποι, μιλούσε την δική του γλώσσα, την γλώσσα της πατρίδας του. Παρόλα αυτά επανέλαβε.

«Ποιος είσαι; Πως βρέθηκες εδώ;»

Η φωνή του έμοιαζε με λυγμό και δεν μπορούσε να σταματήσει να ακούγεται έτσι όσο κι αν το προσπαθούσε αλλά ο άνθρωπος έστεκε εκεί και τον κοιτούσε φοβισμένος.

«Με ακούς, άνθρωπε; Με καταλαβαίνεις;» Καμία απάντηση.

«Γιατί δεν απαντάς; Γιατί το κάνεις αυτό; Απάντα μου, ΑΠΑΝΤΑ!»

Η φωνή του από λυπημένη μετατράπηκε σε γρύλισμα θηρίου και ένοιωθε τον θυμό του να θεριεύει όλο και πιο πολύ. Του φώναζε αλλά εκείνος δεν έκανε τίποτα παρά να τον κοιτά με τα θλιμμένα και σβησμένα μάτια του. Τον πλησίασε.

«ΑΠΑΝΤΑ, ΑΠΑΝΤΑ ΜΟΥ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;»

Τον είχε πλησιάσει τόσο πολύ που μπορούσε σχεδόν να γευτεί τον φόβο που αναδυόταν από το σώμα του. Ο άνθρωπος όμως συνέχισε να τον αγνοεί και έκλεισε τα μάτια του. Του ούρλιαξε ακόμη πιο δυνατά.

«ΠΕΣ ΜΟΥ ΚΑΤΙ.» Πλησίασε κι άλλο και φώναξε μέσα στο αυτί του.

«ΒΟΗΘΑ ΜΕ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ. ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ. ΑΠΑΝΤΑ ΜΟΥ!!!»

Ο άνθρωπος όμως χάθηκε από μπροστά του σαν σύννεφο καπνού και την θέση του πήρε ένα τέρας με λαμπερά μάτια και γυαλιστερά δόντια. Ήταν καλυμμένο με τρίχωμα και γελούσε υστερικά καθώς τον πλησίαζε. Ο Άρχοντας των χάντεκ ξαφνιάστηκε από αυτό το πλάσμα και πισωπάτησε.

«Τι είσαι;»

Του ψιθύρισε αλλά για απάντηση πήρε μόνο γέλιο. Το τραχύ γέλιο του μετατράπηκε σιγά σιγά σε έναν απαίσιο ήχο που έμοιαζε με κρώξιμο και του τρύπησε τα αυτιά. Ξαφνικά το σώμα αυτού του κακάσχημου πλάσματος άρχισε να χωρίζεται σε μικρότερα κομμάτια και με ένα τελευταίο κρώξιμο διαλύθηκε σε χίλια διαφορετικά πουλιά που πετούσαν με αγωνία προς τον ουρανό. Τα φτερά τους ήταν γκρίζα και μαύρα και κόκκινα και λευκά. Αφού όλα μαζί έκαναν μια στροφή στον ουρανό άρχισαν να πετάνε κατά πάνω του.

Φτερά τον άγγιζαν και τον χτυπούσαν και μερικά άρχιζαν να του ψιθυρίζουν στο αυτί. Μπορούσε να καταλάβει την γλώσσα τους. Τα νύχια τους ακολούθησαν τις στριγκλιές τους και ξεκίνησαν να του σκίζουν το δέρμα λίγο λίγο.

Τα μάτια του άνοιξαν αργά αλλά η καρδιά του έτρεχε γρήγορα όπως και η ανάσα του. Οι μυρωδιές επέστρεψαν πιο γρήγορα από τις εικόνες αλλά αυτή τη φορά η σκηνή του δεν ήταν καθόλου ζεστή. Σηκώθηκε απότομα έχοντας την αίσθηση πως κοιμόταν για δέκα χρόνια. Σηκώθηκε γρήγορα γιατί η ανησυχία είχε κυριέψει τώρα το μυαλό του.

Είχε ξυπνήσει γνωρίζοντας εκατό πράγματα περισσότερα από πριν αλλά αυτό είχε σημαντικό κόστος. Το στομάχι του τον έσφιγγε και ζητούσε επειγόντως για φαγητό και ποτό και τα πόδια του ήταν πιο βαριά από ποτέ. Μέσα σε λίγη ώρα έφαγε ότι φαγητό υπήρχε πάνω στο μικρό τραπέζι και ήπιε και την κούπα μπίρα. Αισθανόταν καλύτερα αλλά και πάλι κουρασμένος.

Κάποιος από τους φρουρούς του έξω μπήκε και είπε πως κάποιος ζητούσε να τον δει.

«Πες του να περάσει» είπε ψυχρά ο Άρχοντας των χάντεκ.

Ένας άντρας μπήκε μέσα. Φαινόταν γέρος και από όσο μπορούσε να συμπεράνει από την εμφάνισή του πρέπει να ήταν ένας από τους ανθρώπους των φαραγγιών στην περιοχή της βροχής. Δεν φαινόταν όμως αρκετά νέος για να είναι κυνηγός κεφαλών και δεν φαινόταν αρκετά γεροδεμένος για να υπήρξε ποτέ του.

«Παντοδύναμε» είπε ο γέρος κάνοντας μια βαθιά ταπεινή υπόκλιση.

«Μίλα γρήγορα» του απάντησε και αμέσως ο γέρος άρχισε να ξεστομίζει λέξεις σαν χείμαρρος.

«Αφέντη μου ένα ταχυδρομικό πουλί ήρθε στο στρατόπεδο και εγώ το βρήκα, σίγουρα έχει ένα μήνυμα που στείλανε για εσένα.»

«Άστο στο τραπέζι»

Ο άντρας το άφησε και ο Άρχοντάς του του γύρισε την πλάτη αλλά μόλις κατάλαβε πως δεν είχε φύγει γύρισε και του είπε:

«Τι συμβαίνει;»

«Να...Αφέντη μου» άλλη μια υπόκλιση ακολούθησε «Πολλοί από τον στρατό θέλησαν να σκοτώσουν αυτήν την κουκουβάγια και να το φάνε αλλά εγώ που την έπιασα το προστάτευσα με τη ζωή μου και το έφερα σε εσένα. Θα μπορούσε ο αφέντης να με ανταμείψει για τις καλές μου υπηρεσίες;»

«Τι θέλεις;»

«Τίποτα...τίποτα πολύ. Μόνο που ένας γέρος σαν κι εμένα δεν έχει πάντα την ευκαιρία να τραφεί σωστά μέσα σε τέτοιον στρατό και μετά τον βάλτο είναι ακόμη δυσκολότερο. Λίγο φαγητό θα με ευχαριστούσε μόνο.»

Ο Άρχοντας των χάντεκ κοίταξε τον γέρο με βλέμμα που δεν αποκάλυπτε τίποτα. Έπειτα απέστρεψε το βλέμμα, πήρε το μήνυμα από το τραπέζι και βγήκε με φόρα έξω αλλά καθώς έφευγε είπε στον γέρο άντρα:

«Μπορείς να έχεις την κουκουβάγια για βραδινό.»

O Άντρας υποκλίθηκε βαθιά καθώς ο Άρχοντάς του περνούσε με φόρα από δίπλα του και τον άφησε μόνο στην σκηνή. Μόλις βγήκε έξω κατάλαβε πως δεν κοιμόταν για πολύ ώρα παρόλο που στο όνειρό του αισθανόταν πως είχαν περάσει μέρες ολόκληρες. Όλοι δούλευαν σκληρά φτιάχνοντας τις σχεδίες και μπορούσε να δει τους πυρσούς και τους μυτερούς πασσάλους γύρω από το στρατόπεδό τους να τους κυκλώνουν ενώ το σκοτάδι απλωνόταν πιο πέρα.

Το χαρτί στο χέρι του ήταν φτιαγμένο με πρόχειρο τρόπο και ήταν μικρό για να μπορεί να το μεταφέρει μια κουκουβάγια. Ποιος μου στέλνει αυτό το γράμμα; Το ξετύλιξε με βιασύνη και από μέσα φάνηκε ένα μικρό κείμενο γραμμένο με μικροσκοπικά μαύρα γράμματα. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν παράξενος αλλά κάθε λέξη ήταν προσεκτικά γραμμένη.

Προς τον επικεφαλή του στρατού των χάντεκ:

Σας στέλνει ο βασιλιάς των τόκου και κυρίαρχος των τεσσάρων φυλών. Γνωρίζουμε καλά την θέση του στρατού σου και τους αριθμούς σου. Βρίσκεσαι μέσα στις δικές μας περιοχές και το ποτάμι θα διακόψει οποιαδήποτε προσπάθεια για διαφυγή. Δεν θα αντέξετε μία επίθεση από εμάς αλλά δεν επιθυμούμε να εμπλακούμε σε αυτόν τον πόλεμο. Ζητάμε μια συνάντηση για να διαπραγματευτούμε τους όρους μας. Στην συνάντηση δεν θα δεχτούμε αντιπροσώπους αλλά τον επικεφαλή του στρατού. Η κάθε ομάδα απεσταλμένων θα αποτελείται από δέκα άτομα. Η συνάντηση θα γίνει στο ξύλινο μνημείο έξω από το Φάρφαρελ. Πριν αρνηθείτε την συνάντησή να ξέρετε πως έχουμε στα χέρια μας την Ερένα, την προστατευόμενη του Άρχοντα των χάντεκ. Αν δεν φανείτε στο σημείο συνάντησης θα πεθάνει, αν πλησιάσουν περισσότερα από δέκα άτομα θα πεθάνει. Στο ξύλινο μνημείο μέχρι την Τρίτη ανατολή του ήλιου από την παράδοση του μηνύματος.

Το μικρό κομμάτι χαρτιού συρρικνώθηκε στο χέρι του καθώς η θυμωμένη γροθιά του έσφιγγε. Το κεφάλι του έτρεμε και τα δόντια του έσφιγγαν και έτριζαν από θυμό. Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ποιοι είναι αυτοί που έπιασαν την Ερένα ,που μπαίνουν εμπόδιο στα σχέδιά μου;

Μόλις ο θυμός του όμως ξεθύμανε και μπόρεσε να σκεφτεί πιο καθαρά χαμογέλασε. Δεν μπορούν να με νικήσουν. Μπλοφάρουν. Ίσως να μην έχουν καν την Ερένα. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί θα είχαν ήδη επιτεθεί αν μπορούσαν να νικήσουν. Θέλουν να συνάψουν ειρήνη, ίσως να θέλουν να έρθουν με το μέρος του. Θα τους ακούσω, κι αν είναι εναντίον μου...θα τους σκοτώσω όλους.

Χελο. Συγνωμη για τη μικρη καθυστερηση αλλα ειναι λιγο μεγαλυτερο απο τα αλλα. Ειναι νομιζω σημαντικο κεφαλαιο για την ιστορια. Πειτε μου τη γνωμη σας για την εξελιξη. Αυτα, τΑ λΕμΕ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top