Κεφαλαιο 37: Ο αιμοδιψης

Ο Φάριαν με τον Τόρλεκ ξεκίνησαν μία περιπλάνηση μέσα στο στρατόπεδο. Ο Φάριαν ανησυχούσε για αυτό που του είχε πει ο Μαχέγκαν. Κάποιοι δεν με θέλουν ζωντανό εδώ πέρα. Ήλπιζε πως όσο ήταν με τον Τόρλεκ θα ήταν ασφαλής. Οι περισσότεροι φαίνονταν να τον σέβονται και πολλά κεφάλια γύριζαν να τον χαιρετίσουν καθώς περνούσε.

Κάθισαν σε αρκετές παρέες και αντάλλαξαν κουβέντες με τους στρατιώτες. Μερικοί είχαν τις αμφιβολίες τους για αυτόν τον πόλεμο, μερικοί διψούσαν για αίμα και δεν έβλεπαν την ώρα να συναντήσουν τους χάντεκ στο πεδίο της μάχης. Υπήρχαν γυναίκες όσο και άντρες στο στρατόπεδο και επίσης μερικά παιδιά. Δεν μπορεί να ήταν πάνω από δεκατέσσερα κι όμως ξεκινούσαν για τον πόλεμο. Κάποια στιγμή βρήκαν μία παρέα από οκτώ τόκου που κάθονταν κυκλικά πότε γελώντας και πότε μιλώντας σοβαρά. Αποφάσισαν να καθίσουν και ο Φάριαν παρατήρησε πως εκεί βρισκόταν και η Μέρα, η τόκου που τον είχε υπερασπιστεί στο συμβούλιο. Να ένας ακόμη φίλος μου στο στρατόπεδο.

«Τόρλεκ κάτσε μαζί μας, φάε και πες μας τα νέα για την αυριανή μέρα» του είπε ο ένας από αυτούς τους οκτώ τόκου. Φορούσε κι αυτός ένα μανδύα από το τομάρι φάουρους και είχε την κουκούλα κατεβασμένη. Οι κόγχες τον κοιτούσαν και κάπου μέσα στις σκιές τους μπορούσε να διακρίνει τα λαμπερά μάτια του τόκου. 

Το τρίχωμά του ήταν πορτοκαλί και λευκό και τα νύχια του μακριά και μυτερά, ακονισμένα. Στα χέρια του κρατούσε μία άρπα και την χάιδευε με τα νύχια του βγάζοντας απαλούς μελωδικούς ήχους καθώς μιλούσε. 

Η Μέρα κρατούσε ένα κομμάτι ψωμί και το μασούσε αμίλητη χωρίς να κοιτά τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Ο τόκου με την άρπα τους πέταξε δυο κομμάτια από αυτό το ψωμί και μετά συνέχισε να αγγίζει την άρπα του. Ο Τόρλεκ πήρε μία δαγκωνιά από το ψωμί του κι ύστερα είπε:

«Ίσως τελικά να έχουμε άλλη μία μέρα χαλάρωσης και ο στρατός να περιμένει άλλο λίγο. Ίσως και όχι.»

Ο τόκου με την άρπα έγνεψε αφηρημένος και μετά γύρισε προς τον Φάριαν.

«Ώστε εσύ είσαι ο άνθρωπος στην κοινότητα, ο Φάριαν. Κάποιοι λένε πως έφερες την κατάρα στην κοινότητά μας νικώντας και σκοτώνοντας εκείνο το ελάφι.»

«Δεν το νίκησα, μόνο το σκότωσα.»

«Τότε υποθέτω έχουνε άδικο. Ξέρεις το τραγούδι για την Νύνλεν που σκότωσε μόνη της τα θηρία του δάσους;»

Κάποτε ο Τόρλεκ του είχε πει για αυτήν την πολεμίστρια αλλά ο Φάριαν δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς. Έγνεψε αρνητικά.

«Ας το τραγουδήσουμε τότε για να ακούσεις και εσύ μερικά τραγούδια του δάσους. Εγώ είμαι ο Καχχίκ» είπε έχοντας ήδη αρχίσει το τραγούδι χαϊδεύοντας την άρπα. 

Στην αρχή οι ήχοι της φάνηκαν πιο αφηρημένοι αλλά σιγά σιγά ένα τραγούδι σχηματίστηκε και οι νότες ήταν πιο συντονισμένες. Κάποιοι τον συνόδευσαν στο τραγούδι, κάποιοι απλώς άκουγαν ή το σιγομουρμούριζαν ενώ άλλοι απλώς είχαν αφοσιωθεί στο φαγητό τους.

Ο Καχχίκ μόλις τελείωσε το τραγούδι αναστέναξε και χαμογέλασε στους τόκου γύρω του. Φαινόταν να απολαμβάνει το τραγούδι όσο οι σύντροφοί του το φαγητό. Οι περισσότεροι έτρωγαν λαίμαργα και γρήγορα σαν να ήταν η τελευταία φορά που θα έτρωγαν. Ο καθένας αντιμετωπίζει την τελευταία μέρα ειρήνης με διαφορετικούς τρόπους.

Το έβλεπε στο βλέμμα του Καχχίκ, αν θα ήταν η τελευταία του ημέρα σε αυτόν τον κόσμο θα την περνούσε τραγουδώντας και παίζοντας την άρπα. Τραγούδησε πολλά ακόμη τραγούδια και η γλυκιά μελωδία της άρπας αντηχούσε στο στρατόπεδο μέχρι το σούρουπο. 

Τραγούδησε για τις παλιές πόλεις και για την Κίτρινη γη πέρα από τις τέσσερις περιοχές και τα μυστικά της, για το ταξίδι των τόκου στον άλλο κόσμο. Τραγούδησε και πιο εύθυμα τραγούδια αλλά το ηθικό των τόκου δεν ήταν ιδιαίτερα ανεβασμένο.

Οι τόκου γύρω έπεσαν στην σιωπή και ο Φάριαν τους έριξε μια ματιά. Οι περισσότεροι φαινόταν φυσιολογικοί και αφοσιωμένοι στο φαγητό τους αλλά ένας από αυτούς ακόμη περισσότερο. Ένας από τους οκτώ τόκου έκανε επιθέσεις σε ένα κομμάτι ψάρι ξεσκίζοντάς το με τα αιχμηρά του δόντια. Η εμφάνισή του ήταν παράξενη: το τρίχωμά του είχε μία πολύ αχνή απόχρωση του γκρι με λαμπάρ βούλες που έμοιαζαν με αυτές μιας λεοπάρδαλης. Το τρίχωμά του ήταν επίσης τραχύ και απεριποίητο. Τα δόντια του τόσο μυτερά που έμοιαζαν πως μπορούσαν να σου αφαιρέσουν κομμάτι σάρκας μόνο με μία δαγκωνιά. Και το βλέμμα του...υπήρχε κάτι αλλόκοτο στο βλέμμα του.

Εκείνη την στιγμή, σαν να είχε αισθανθεί το βλέμμα του Φάριαν σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε. Χαμογέλασε και τα μυτερά του δόντια τον έκαναν να φαίνεται αρκετά αποκρουστικός και τρομακτικός. Μικρά κομματάκια ψαριού υπήρχαν ακόμη ανάμεσα στα δόντια του. Τα μάτια του ήταν μαύρα και είχαν καρφώσει τον Φάριαν.

«Κι εμείς θα σκοτώσουμε θηρία. Δεν ξέρω πότε αλλά σύντομα θα συμβεί» είπε ο παράξενος τόκου μιλώντας σε όλους και σε κανέναν ταυτόχρονα. Ο Φάριαν στην αρχή μπερδεύτηκε αλλά μετά κατάλαβε πως αναφερόταν στο τραγούδι της Νύνλεν. Μετά έβγαλε ένα σιγανό χαχανητό και ξανά επιτέθηκε στο ψάρι του. Κάθε κίνηση αυτού του τόκου έκανε τον Φάριαν να τον κοιτά όλο και πιο καχύποπτα.

 «Ναι, ίσως να έχεις δίκιο. Από μακριά ο στρατός των χάντεκ φαινόταν να έχει παράξενα πλάσματα. Μερικά μέσα σε κλουβιά. Καλύτερα να μην πετύχουμε ένα από αυτά στο πεδίο της μάχης» είπε ο Τόρλεκ.

«Κάποιος από εμάς θα το κάνει» απάντησε ξαφνικά η Μέρα. Ο παράξενος τόκου όμως κοιτούσε τον Τόρλεκ από τότε που είχε μιλήσει και του απάντησε χαμογελώντας:

«Τη μάχη περίμενα τόσο καιρό. Αυτά τα τέρατα. Δεν θα τρέξω μόλις τα δω. Είναι γραφτό να πεθάνουν από τα δικά μου χέρια. Ανυπομονώ να τα συναντήσω.»

Οι λέξεις από το στόμα του έβγαιναν αργά και τα μάτια του ήταν γουρλωμένα. Σάλια έτρεχαν από τις άκρες των χειλιών του αλλά εκείνος φαινόταν να μην ενδιαφέρεται, απλώς κοιτούσε ευθεία με βλέμμα χαμένο. Μια αμήχανη σιωπή ακολούθησε τα λόγια του και κανείς δεν απάντησε αλλά εκείνος συνέχισε να τρώει ανενόχλητος το ψάρι του μέχρι που δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από κόκαλα.

Ακόμη και ο Καχχίκ έχασε την όρεξή του μετά από αυτό και άφησε κάτω την άρπα του. Παρόλα αυτά είπε:

«Δεν ξέρω τι θα συναντήσουμε από αύριο αλλά εγώ πάντως θα κοιμηθώ και θα δω γλυκά όνειρα για μία ακόμη φορά.»

Πολλοί από τους τόκου στο στρατόπεδο είχαν αρχίσει να πέφτουν για ύπνο αλλά μερικοί δεν μπορούσαν με τίποτα να κοιμηθούν κι έτσι στο Φάρφαρελ μεταφέρονταν οι βραδινοί ψίθυροι σαν δροσερό αεράκι. Ο Τόρλεκ σηκώθηκε και τους καληνύχτισε και ο Φάριαν αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Ο παράξενος τόκου δεν είχε πέσει ακόμη για ύπνο και δεν φαινόταν σαν κάποιος που ήθελες να μείνεις μόνος μαζί του. Μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά ο Φάριαν τον ρώτησε για εκείνον.

«Τον λένε Σισάζι» είπε ο Τόρλεκ.

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Ο αιμοδιψής.»

Ο Τόρλεκ από το βλέμμα του Φάριαν κατάλαβε ότι ήθελε να ακούσει κι άλλα και ξεκίνησε να λέει την ιστορία του.

«Αυτός ο τόκου δεν είναι σαν τους άλλους. Καθώς μεγάλωνε δεν διέφερε πολύ από τα άλλα παιδιά της κοινότητας, εκτός από αυτά τα δόντια. Κάποια στιγμή όμως έφυγε έξω από την κοινότητα χωρίς να το ξέρει κανείς και έλειψε για δύο ημέρες. Όλοι είχαν ανησυχήσει πολύ μέχρι που τελικά την τρίτη μέρα εμφανίστηκε περπατώντας με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Είχε αίμα σε όλο του το στόμα και έσταζε από τα δόντια του.»

«Τι έπαθε;»

«Όλοι πίστεψαν πως ήταν δικό του αίμα αλλά αυτός τους καθησύχασε λέγοντας τους ήρεμα πως δεν ήταν. Μας διηγήθηκε την ιστορία και μας είπε πως είχε συναντήσει έναν λύκο στις ερημιές έξω από το δάσος. Του επιτέθηκε από το πουθενά και εκείνος δεν είχε μαζί του κανένα όπλο. Τον σκότωσε με τα δόντια του μας είπε, τον έκλεισε στα σαγόνια του και άρχισε να σφίγγει μέχρι που ο λύκος σταμάτησε να παλεύει και ξεψύχησε.»

«Πως κατάφερε να νικήσει ένα λύκο χωρίς όπλο;»

Ο Τόρλεκ ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν μας είπε. Το μόνο που είπε ήταν το πώς τον σκότωσε δαγκώνοντας τον λαιμό του με αίμα να αναβλύζει από παντού. Μας είπε...πως του άρεσε. Του άρεσε η αίσθηση, ήταν ότι καλύτερο είχε αισθανθεί. Το ζεστό αίμα στα χείλη του και η μάχη, η νίκη. Τότε καταλάβαμε πως είχε υποκύψει.» Ο Φάριαν τον κοίταξε με απορία και ο Τόρλεκ του απάντησε με ακόμη πιο σοβαρό ύφος.

«Είχε υποκύψει στην ζωώδη φύση του. Αυτή είναι η κατάρα μας, Φαριαν. Συμβαίνει σε λίγους αλλά συμβαίνει. Αυτός ο τόκου μπορεί να μοιάζει σαν κι εμάς αλλά είναι περισσότερο ζώο παρά άνθρωπος.»

«Είναι επικίνδυνος;»

«Δεν εναντιώθηκε ποτέ σε κάποιο μέλος της φυλής και όλοι προσπαθούμε να τον επαναφέρουμε κάθε φορά που παραφέρεται. Από εκείνη την ημέρα κυνηγα πιο συχνά και ζει και αναπνέει για να πάει στον πόλεμο.»

Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του Φάριαν και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν.

«Μην ανησυχείς Φάριαν. Θα ανησυχούσες αν ήταν από την άλλη μεριά της μάχης μαζί με τους χάντεκ.»

Ο Φάριαν ήταν σίγουρος για αυτό αλλά όπως και να είχε δεν θα ήθελε να ήταν κοντά όταν θα συνέβαινε κάποιο από αυτά τα ξεσπάσματά του. Ο Τόρλεκ τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και τον παρότρυνε να συνεχίσουν. Χαιρέτισαν κι άλλους στο στρατόπεδο και έκατσαν και σε μερικές παρέες ακόμη αλλά σιγά σιγά όλοι έπεφταν για ύπνο και μόνο λίγα μάτια ξαγρύπνησαν εκείνη τη νύχτα.

Οι φρουροί στέκονταν στο σκοτάδι σαν θλιβερά αγάλματα. Καθώς δεν είχαν ανάψει κάποιο φως μόλις έπεσε το πυκνό σκοτάδι ο Φάριαν δεν μπορούσε να δει τίποτα . Βασίστηκε στον τόκου και στα λαμπερά μάτια του που μπορούσαν να δουν μέσα από το σκοτάδι για να φτάσουν τελικά στον λόφο από όπου είχαν ξεκινήσει. Εκεί βρήκαν τον Μαχέγκαν τυλιγμένο στον λευκό του μανδύα και τον βασιλιά και μερικούς φρουρούς τριγύρω.

Μερικοί πυρσοί είχαν ανάψει και είχαν τοποθετηθεί γύρω από τον λόφο με την σκηνή. Ο Μάλεν στεκόταν στην άκρη του λόφου με μία κουκουβάγια μέσα στην αγκαλιά του και το κεφάλι του σκυμμένο προς αυτήν. Φαινόταν σαν να της ψιθυρίζει κάτι. Μετά από μερικά χτυποκάρδια ο Μάλεν ύψωσε ψηλά τα χέρια στέλνοντας στον ουρανό το πουλί. Τα μεγάλα του φτερά άνοιξαν και πριν το καταλάβουν είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι.

«Αν γυρίσει, θα ξέρουμε πολλά περισσότερα από την απάντηση που θα μας στείλουν οι χάντεκ» είπε ο Μάλεν.

Παει κι αυτο. Προσθεσα μερικους δευτερευοντες χαρακτηρες γιατι...ειχα τους λογους μου. Τελος παντων αφηστε τα σχολια σας απο κει χαμω και αφηστε και ενα αστερι αν σας καλαρεσε. Τα λΕμΕ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top