Κεφάλαιο 9: Ο βασιλιάς χωρίς στέμμα
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη ,δεν έπρεπε να κάνει κανένα λάθος. Υπήρχαν ήδη πολλοί στην κοινότητα που τον αντιπαθούσαν και πολλοί που τον ήθελαν νεκρό. Το μόνο που τον είχε σώσει ήταν εκείνο το φάουρους που είχε σκοτώσει κατά λάθος και ο Τόρλεκ. Αν όμως έκανε κάποια λάθος κίνηση τώρα πολύ φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να τον προστατεύσει ούτε αυτός.
Αυτούς τους τρείς άντρες τους ήξερε καλά ,ήταν άνθρωποι του Έλεναϊτ και συγκεκριμένα της πόλης Άι-λόχεν. Ήταν οι φίλοι του για πολύ καιρό και ήταν όλοι τους υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί. Είχαν κάνει μαζί πολλές επιχειρήσεις και είχαν πολεμήσει μαζί τους χάντεκ.
Όλοι τους τον είχαν αφήσει να φύγει εκείνη την ημέρα σαν να ήταν ένας άγνωστος μα δεν είχε καθίσει να τους κατηγορήσει μέχρι τώρα. Ίσως δεν θα έπρεπε· όταν η ίδια σου η πόλη σε καταδικάζει και σε εξορίζει δεν αξίζεις συμπόνια ούτε από τους φίλους σου. Δεν ήξερε από εκείνη την ημέρα τι απέγιναν. Δεν τους είχε ξαναδεί και σίγουρα δεν ήξερε πως είχαν βρεθεί σε αυτό το δάσος.
Ο βράχος βρισκόταν μπροστά του τεράστιος και επιβλητικός. Δεν είχε ξεχάσει τον βρυχηθμό που είχε ακούσει. Αντηχούσε στα αυτιά του συνέχεια σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορούσε να σημαίνει.
Είχε έρθει από εκεί πάνω· από τον βασιλιά. Το μυαλό του βρισκόταν σε σύγχυση, στεκόταν αμίλητος κοιτώντας ψηλά στον βράχο και προσπαθούσε να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Είχε μάθει τον τελευταίο καιρό να είναι ανοιχτός στις πιθανότητες και πως αυτός ο κόσμος κρύβει πολύ περισσότερα από όσα γνώριζαν οι άνθρωποι.
Ήταν δυνατόν να υπάρχει ένα άλλο είδος τόκου; Κάποιος που μπορεί να προκαλέσει τέτοιο βρυχηθμό; Είχε δει ήδη τους παράξενους γέρους στο δικαστήριο με τους χρωματιστούς μανδύες και είχε δει πόσο διαφορετικοί ήταν για έναν συνηθισμένο τόκου. Αλλά και πάλι δεν διέφεραν και πολύ από τους συνηθισμένους τόκου. Αυτό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Τώρα του ζητούσαν να αποφασίσει τι θα απογίνουν οι παλιοί του φίλοι. Παραβίασαν τον νόμο όπως και ο ίδιος και τώρα έπρεπε να τιμωρηθούν . Μήπως έπρεπε να τους ζητήσει να τους λυπηθούν ή μήπως αυτό θα τον απομάκρυνε από τους τόκου;
Τα πράγματα ήταν μπερδεμένα και του ήρθαν πολύ απότομα .Βρισκόταν σε αδιέξοδο και αυτή της στιγμή δεν αισθανόταν καθόλου σαν το σπίτι του. Έπρεπε πρώτα να μάθει για ποιο λόγο είχαν βρεθεί σε αυτά τα μέρη και αν είχαν πρόθεση να βλάψουν τους τόκου και μετά θα έπαιρνε την απόφασή που του ζητούσαν να πάρει.
Ο αέρας δυνάμωσε και ήταν παγερός. Συνήθως τα βράδια ήταν ζεστά ενώ τις μέρες ο ήλιος έκαιγε πιο δυνατά από ποτέ. Το κρύο ερχόταν από βόρια κατευθείαν από την περιοχή του χιονιού. Ισχυροί άνεμοι παρέσυραν το ψυχρό κλίμα του βορά και χτυπούσε τις περιοχές του νότου.
Όλοι στέκονταν μπροστά του και περίμεναν να μιλήσει , οι στρατιώτες ακίνητοι , ο Τόρλεκ είχε ένα ύφος κατανόησης στο πρόσωπό του, οι τρεις παλιοί του φίλοι και η φιγούρα πάνω στον βράχο, ο βασιλιάς.
«Ξέρω αυτούς τους τρείς ανθρώπους όπως ξέρουν κι αυτοί εμένα. Ζούσαμε μαζί όταν ήμουν ακόμη με τους ανθρώπους.» φώναζε για να ακουστεί πάνω από τον δυνατό άνεμο.
«Επίσης ξέρω πως δεν επιτρέπεται να περπατάνε σε αυτήν την περιοχή αλλά πιστεύω πως δεν είχαν πρόθεση να σας βλάψουν, ίσως να μην ήξεραν ότι βρίσκεστε εδώ. Αφήστε με να τους μιλήσω και μετά θα ξέρω τι πρέπει να σας πω.»
Ο Τόρλεκ αφού επεξεργάστηκε όσα είχε πει ο Φάριαν τον κοίταξε με σοβαρό ύφος και ύστερα γύρισε προς τον βασιλιά για να μεταφράσει τα λόγια και να λάβει τις εντολές του. Η μεγάλη σκοτεινή φιγούρα πάνω στο βράχο με μία κίνηση του κεφαλιού του έδωσε μήνυμα στον Τόρλεκ.
Οι τόκου με τους σκοτεινούς μανδύες αμέσως άρπαξαν τους τρείς άντρες οι οποίοι άρχισαν να φωνάζουν για βοήθεια και χάθηκαν μέσα στις σκιές του δάσους όπως επίσης μέσα σε λίγες στιγμές είχε χαθεί και ο βασιλιάς.
Τότε ο Τόρλεκ πλησίασε τον Φάριαν και του είπε:
«Ο βασιλιάς δεν έχει αποφασίσει ακόμη τι θα τους κάνει. Αλλά θα είναι ευχαριστημένος με την απόφαση που πήρες. Θα συγκαλέσουμε συμβούλιο σε ένα πιο ασφαλές μέρος γιατί έχουμε πολλά να πούμε και να αποφασίσουμε. Η νύχτα που μας περιμένει θα είναι πολύ μεγάλη. Ηρέμησε, ο βασιλιάς απλώς ήθελε να γνωρίσει το πρώτο ανθρώπινο μέλος της κοινότητάς μας. Αυτή τη στιγμή εσύ ή αυτοί οι άνθρωποι είναι η μικρότερη έγνοια του.»
Αμέσως του δημιουργήθηκαν πολλές απορίες για τον βασιλιά και το μέρος που επρόκειτο να πάνε και για τους φίλους του. Από τότε που είχε φύγει από το Έλεναϊτ η ζωή του ήταν σαν όνειρο, του συνέβαινε το ένα απίστευτο πράγμα μετά το άλλο. Έπρεπε να μάθει γιατί οι τρεις άνθρωποι είχαν βρεθεί εκεί.
O νέος φίλος του με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του ξεκίνησε για το μέρος που θα γινόταν το συμβούλιο. Καθώς περπατούσε χτυπούσε ρυθμικά στο έδαφος το κοντάρι του και σιγοτραγουδούσε ένα τραγούδι.
Τον οδήγησε πίσω ξανά, μέσα στο πέρασμα και πίσω στην κοινότητα. Τώρα βρίσκονταν σε ένα σημείο μέσα στο δάσος της κοινότητας, ένα σημείο που δεν είχε ξαναβρεθεί ο Φάριαν. Το δάσος γινόταν όλο και πιο πυκνό και πέρασαν από τόσα πολλά δέντρα που έχασε τελείως την αίσθηση της κατεύθυνσης και δεν θα ήταν σε θέση να γυρίσει πίσω μόνος του.
Ξαφνικά άκουσε κίνηση στα δέντρα και πρόσεξε πως μερικά φύλλα έπεφταν από ψηλά . Παλιότερα δεν θα έδινε σημασία σε αυτό, νομίζοντας πως είναι κάποιο μικρό ζώο ή ο άνεμος μα η εμπειρία του με τους τόκου τόσο καιρό τον είχε κάνει πιο καχύποπτο και ετοιμοπόλεμο χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει . Ήξερε πως τους ακολουθούσαν και ήταν σχεδόν σίγουρος πως ήταν οι φρουροί του βασιλιά με τους μαύρους μανδύες.
Οι τόκου ήταν παμπόνηροι, το είχε μάθει πλέον και δύσκολο να τους κρυφτείς. Μετά από αρκετή ώρα περπάτημα έφτασαν σε ένα ξέφωτο, μια νησίδα ανοιχτού εδάφους στη θάλασσα των πυκνών δέντρων. Εκεί συνάντησαν μία καλύβα μα δεν ήταν σαν μια οποιαδήποτε καλύβα.
Ήταν τεράστια -πέντε φορές μεγαλύτερη από τις κανονικές καλύβες της κοινότητας και ψηλή όσο τα ψηλά κλαδιά των πανύψηλων δέντρων. Παρ 'όλα αυτά όμως ήταν κρυμμένη τόσο καλά που δεν θα μπορούσες να την παρατηρήσεις από ένα σημείο και μετά και αν δεν έδινες μεγάλη προσοχή.
Ήταν φτιαγμένη από ξύλο και χοντρά πανιά και ήταν προσαρμοσμένη μέσα σε μερικά δέντρα έτσι ώστε να μένει απαρατήρητη. Από πάνω μέχρι κάτω σκεπασμένη από κισσό και πολλά άλλα φυτά που αναρριχούνταν πάνω της και την έκρυβαν πλήρως.
Η κατασκευή φαινόταν πολύ γερή και από έξω είδε πως έστεκαν φρουροί εντελώς ακίνητοι με τα κοντάρια τους στα χέρια, μαύρα σαν τους σκοτεινούς μανδύες τους και τα πρόσωπά τους κρυμμένα κάτω από τις κουκούλες που φορούσαν. Φαινόταν πως εκεί μέσα θα συναντούσε τον βασιλιά και τους φίλους του να τον περιμένουν.
Οι φρουροί παραμέρισαν αμέσως μόλις είδαν τον Τόρλεκ. Καθώς πέρασαν δίπλα από τους φύλακες προσπάθησε διακριτικά να δει τα πρόσωπά τους μα εκείνοι έσκυψαν το κεφάλι τους προς τα κάτω και δεν κατάφερε να δει τίποτα. Το εσωτερικό της καλύβας φαινόταν σαν μια απλή κατοικία όπως κάθε άλλο σπίτι που θα συναντούσες μόνο που ήταν μεγαλύτερη σε μέγεθος και στη μέση της είχε ένα μεγάλο ξύλινο οβάλ τραπέζι με πολλές καρέκλες γύρω του.
Μια μικρή αίθουσα συμβουλίων σαν αυτές των ανθρώπων κρυμμένη μέσα στο πυκνό δάσος. Μία καρέκλα όμως ξεχώριζε, ήταν ψηλότερη και πιο περίπλοκη στην κατασκευή της. Ήταν φτιαγμένη από πλεγμένα αποξηραμένα κλαδιά και φαινόταν να είχε απασχολήσει πολλούς ανθρώπους και χρόνο για την κατασκευή της.
Ήταν σίγουρο πως θα απέδιδε ένα μεγαλοπρεπές παρουσιαστικό σε όποιον την χρησιμοποιούσε. Σε ολόκληρη την αίθουσα ήταν σκορπισμένοι πολλοί τόκου με χρωματιστά και ιδιαίτερα τριχώματα. Μερικοί ήταν φρουροί όπως εκείνοι στην είσοδο ενώ άλλοι φορούσαν ρούχα που δεν είχε ξαναδεί κάποιον τόκου να φοράει. Όλοι στην αίθουσα φαίνονταν πολύ ιδιαίτεροι αν και δεν ήξερε κανέναν από αυτούς ή τον ρόλο τους στην κοινότητα.
Μόλις ο Τόρλεκ μπήκε στην αίθουσα κατάλαβαν πως ήταν όλοι παρόντες και κάθισε ο καθένας σε μια καρέκλα εκτός από τους φρουρούς που έμειναν όρθιοι σαν να μην κουράζονταν ποτέ. Ο Τόρλεκ προσέφερε μια καρέκλα στον Φάριαν και εκείνος έκατσε αμήχανα γυρίζοντας το βλέμμα του από τον ένα τόκου στον άλλον παρατηρώντας τους ενώ εκείνοι τον κοιτούσαν επίμονα γεμάτοι περιέργεια.
Οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν αρκετά μεγάλοι σε ηλικία πράγμα που έκανε την εμφάνιση ενός τόκου αρκετά άσχημη. Ενώ οι περισσότεροι στην αίθουσα μουρμούριζαν από κάτι. Όλοι σώπασαν μόλις είδαν μια πανύψηλη φιγούρα να μπαίνει μέσα βιαστικά με την συνοδεία πέντε στρατιωτών.
«Βασιλιά μου»
Είπαν όλοι ένας-ένας, ενώ έσκυβαν ελαφριά το κεφάλι τους ως ένδειξη σεβασμού. Ο βασιλιάς όπως και κάθε άλλος τόκου ήταν ντυμένος απλοϊκά : φορούσε μόνο ένα παντελόνι από ένα συνηθισμένο ύφασμα μα ξεχώριζε από την μακριά πράσινη κάπα που φορούσε. Ήταν ψηλός κοντά στα δύο μέτρα και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τόκου ,οι οποίοι ήταν πιο λεπτοί αλλά παρ' όλα αυτά δυνατοί, ήταν πιο μυώδης και γεροδεμένος από κάθε άλλον που είχε δει ποτέ του ο Φάριαν. Το πρόσωπό του φαινόταν αρκετά άγριο και η όψη του τρομακτική. Το κεφάλι του ήταν αρκετά διαφορετικό αν και η ομοιότητα με τους άλλους τόκου ήταν αισθητή. Αντί για στέμμα ο βασιλιάς είχε μία μεγαλόπρεπη χρυσαφένια χαίτη γύρω από τα κεφάλι του.
Κεφαλαιο φινιτο. Μάλλον επρεπε να το εχω κανει πιο νωρις αλλα σας προειδοποιω πως η ιστορια θα ειναι μεγαλη. Παρακαλω πειτε μου τα σχολια σας αν εχετε και ενα αστερι δεν θα με χαλαγε καθολου. Αιλ μπι μπακ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top