Κεφάλαιο 42: Οι στάχτες της φωτιάς
Ο εκνευρισμός πλανιόταν στον αέρα σαν άρωμα. Στο στρατόπεδο των τόκου αμέσως αντικαταστάθηκε κάθε αίσθημα φόβου με αυτό της απογοήτευσης και του θυμού. Οι χάντεκ είχαν φύγει αγνοώντας τις προειδοποιήσεις και τις απειλές τους. Σχεδόν σαν να κατάλαβαν το σχέδιο τους βιάστηκαν να φύγουν για να επιτεθούν στην Σέριλ. Οι τόκου δεν είχαν έτοιμες σχεδίες για να τους προφτάσουν, δεν είχαν καμία ελπίδα να τους προλάβουν κι έχασαν και κάθε ελπίδα για τους ανθρώπους της Γκρίζας Πόλης,
Όλα τα μέλη του συμβουλίου και οι στρατηγοί βρίσκονταν βυθισμένοι στις σκέψεις καθώς προσπαθούσαν να σκεφτούν μια λύση γύρω από ένα πρόχειρο τραπέζι συμβουλίων. Ο Μαχέγκαν μίλησε με σιγανή φωνή. Η απογοήτευση ήταν φανερή στην φωνή του.
«Το Πίβερλουν είναι η πιο κοντινή πόλη. Έχουν πλοία ή σχεδίες που να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε;»
Ο Φάριαν πήρε την πρωτοβουλία να του απαντήσει.
«Δεν έχουν πλοία στο Πίβερλουν. Εκεί είναι κυρίως ορυχεία και λατομεία. Δεν έχουν καμία σχέση με τον ποταμό. Πιθανότερο είναι να βρούμε πλοία στο Μπάντον αλλά κι πάλι δεν θα είναι αρκετά.»
«Θα πρέπει να φτιάξουμε τις δικές μας σχεδίες» είπε ο Τόρλεκ.
«Μάλλον θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ξύλα από το Κέρεσουκ» είπε ο Μάλεν.
«Ίσως θα ήταν καλύτερα...» ο βασιλιάς φαινόταν σαν να μην μπορούσε καν να ξεστομίσει τις επόμενές του λέξεις «να ξεχάσουμε την Σέριλ. Ίσως θα έπρεπε να πάμε στο Έλεναϊτ, να προσπαθήσουμε να συμμαχήσουμε με τους ανθρώπους και να περιμένουμε τους χάντεκ.»
Μι σιωπή ακολούθησε και ο βασιλιάς συνέχισε με αμυντικό ύφος σαν να εξέλαβε την σιωπή για κατηγορία.
«Πέρασαν τον ποταμό. Έφτασαν στην πόλη. Δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν έναν τόσο μεγάλο στρατό να τους επιτίθεται από δύο μεριές. Ίσως να είναι αυτοκτονία να πάμε τώρα στην Περιοχή της Βροχής.»
«Ίσως να είναι αυτοκτονία να πάμε στο Έλεναϊτ» απάντησε σκεπτικός ο Μάλεν.
«Έτσι όπως είναι τα πράγματα τώρα οι άνθρωποι ακόμη και στις σκιές τους εχθρούς θα βλέπουν.»
«Αν περάσουμε όμως το ποτάμι μετά υπάρχει μόνο ένας δρόμος» συνέχισε ο βασιλιάς «Η περιοχή του Ήλιου μας δίνει την ασφάλεια του δάσους μας. Μην το ξεχνάτε αυτό.»
Άλλη μια σιωπή ακολούθησε, μεγαλύτερη αυτή τη φορά. Ήταν αργά το απόγευμα και το φως του ήλιου είχε αρχίσει να σβήνει. Τελικά ο Μάλεν είπε σπάζοντας την ανυπόφορη σιωπή:
«Δεν υπάρχει ένας δρόμος. Μπορούμε να αναζητήσουμε τους υπόλοιπους τόκου. Το Μπέρεμαρ εξακολουθεί να είναι το σπίτι μας. Κι αυτό θα μας παρέχει ασφάλεια.»
«Η Σέριλ είναι επικίνδυνα κοντά. Οι χάντεκ μπορεί να μας πάρουν στο κατόπι. Δεν σκοπεύω να ρισκάρω τις ζωές των τόκου ακόμη δυο κοινοτήτων» είπε ο βασιλιάς αποφασισμένος.
«Αν δεν βρούμε σύμμαχο σύντομα είμαστε παγιδευμένοι. Δείχνεις πολύ εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Στη Σέριλ θα ήταν εύκολο να συνεργαστούμε. Στο Έλεναϊτ όμως θα μας υποδεχτούν με βέλη και βρισιές. Οι τόκου είναι ο καλύτερος σύμμαχός μας τώρα» είπε ο Μαχέγκαν κοιτώντας κατάματα τον βασιλιά. Εκείνος φαινόταν εξοργισμένος. Λίγο πριν απαντήσει στον Μαχέγκαν όμως ακούστηκαν φτερά να χτυπούν δυνατά στον αέρα και πάνω από τα κεφάλια τους φάνηκε μια κουκουβάγια. Τα φτερά της ήταν κόκκινα όπως και τα μάτια της, ενώ το υπόλοιπο σώμα ήταν ανοιχτό γκρι. Έκανε μερικές βόλτες ανήσυχη πάνω από τα κεφάλια τους και μετά προσγειώθηκε στον ώμο του Μάλεν.
Ο Μάλεν φάνηκε να αφουγκράζεται σαν να προσπαθούσε να την ακούσει και αμέσως πήρε μια έκφραση ανησυχίας.
«Το δάσος...» είπε σοκαρισμένος
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε επιτακτικά ο Μαχέγκαν
«Καίγεται.»
***
Οι τόκου είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάρφαρελ μην έχοντας καλή οπτική του δάσους. Μόλις όμως έμαθαν για τη φωτιά ξεχύθηκαν όλοι προς τα δέντρα. Δεν έχασαν καιρό και δεν πήραν καμία προφύλαξη. Έτρεχαν όλοι σαν τρελοί κουβαλώντας κουβάδες με νερό ή απλώς σπεύδοντας για να σώσουν όσους βρίσκονταν εκεί.
Διάνυσαν την απόσταση μέχρι το δάσος στον μισό χρόνο από ότι τους είχε πάρει την πρώτη φορά και κάθε άλλη φορά. Η φωτιά είχε θεριέψει σε κάποια σημεία βαθιά στο δάσος και μερικά δέντρα είχαν αρχίσει ήδη να βγάζουν μαύρους καπνούς. Η λάμψη της φωτιάς όμως ήταν θαμπή και κρυμμένη σαν να μην βρισκόταν πραγματικά εκεί. Οι τόκου όμως τρόμαξαν με το πόσο γρήγορα εξαπλώνονταν οι φλόγες στα δέντρα, σαν πόνος που ταξιδεύει γρήγορα πάνω στο σώμα.
Όποιοι τόκου έφταναν έμπαιναν μέσα στο δάσος χωρίς να διστάσουν, έτσι κι αλλιώς η φωτιά βρισκόταν πιο βαθιά στα δέντρα. Έτρεχαν όλοι προσπαθώντας να προλάβουν το κακό. Τελικά κατάλαβαν με τρόμο πως η φωτιά είχε ξεκινήσει από την κοινότητα.
Ο Φάριαν αντανακλαστικά έτρεξε και αυτός να βοηθήσει. Μπήκε λαχανιασμένος από το τρέξιμο στο δάσος και κατευθύνθηκε προς την κοινότητα. Ο φόβος της φωτιάς ήταν βασανιστικός. Είχε την εντύπωση πως τα πόδια του δεν θα τον πήγαιναν γρήγορα στη φωτιά και μέχρι να φτάσει όλα θα γίνονταν στάχτη. Από την άλλη φοβόταν μήπως η φωτιά ταξίδευε υπερβολικά γρήγορα και τον παγίδευε. Η φωτιά είναι σαν αρπακτικό που δεν ξέρεις από πού θα ορμήσει, άστατη και επικίνδυνη. Παρόλα αυτά συνέχισε να τρέχει.
Μόλις έφτασε στον καμουφλαρισμένο λόφο τον οποίο οι τόκου έλεγαν Τέρραν κατάλαβε πως η φωτιά είχε ξεκινήσει μέσα από την κοινότητα αλλά είχε εξαπλωθεί λίγο και στο εξωτερικό δάσος. Πήγε προς το μυστικό πέρασμα, βούτηξε μέσα στο λάκκο και διέσχισε αστραπιαία τον διάδρομο με τα αγάλματα. Ο κήπος δεν είχε αρπάξει ακόμη φωτιά. Σκαρφάλωσε το Τέρραν και μετά από λίγο βρέθηκε να κοιτά την κοινότητα από ψηλά.
Τα μάτια του πήγαν να δακρύσουν από τη θερμότητα αλλά και από το σοκ. Φωτιές υπήρχαν παντού στην κοινότητα. Έβλεπε καλύβες, δέντρα, θάμνους, την αγορά, τα πεδία εξάσκησης, όλα να κατατρώγονται από τις φλόγες. Κανένας τόκου δεν βρισκόταν μαζί του στο Τέρραν για να αντικρίσει το σπίτι του που καιγόταν αλλά μπορούσε να δει μερικούς να τρέχουν πανικόβλητοι στην κοινότητα. Οι φλόγες χόρευαν πάνω στα δέντρα ρουφώντας τη ζωή από μέσα τους. Είδε και μερικά ζώα του δάσους να τρέχουνε για να σωθούν ενώ άλλα έτρεχαν με τη φωτιά να τυλίγει το σώμα τους μέχρι που τελικά έπεφταν κάτω νεκρά. Ακούγονταν φωνές για βοήθεια και κραυγές από ζώα αλλά και τόκου.
Τότε θυμήθηκε γιατί είχε πάει εκεί. Ξεκίνησε να κατεβαίνει το Τέρραν αλλά λίγο πριν φτάσει στο έδαφος έκανε μια βιαστική κίνηση και έχασε το πάτημά του. Έπεσε και προσγειώθηκε με την πλάτη, χάνοντας την ανάσα του για λίγο. Ένοιωσε την ζέστη γύρω του κι αυτό τον έκανε να σηκωθεί απότομα νομίζοντας πως είχε πάρει φωτιά. Προσπάθησε να προσανατολιστεί μέσα στο χάος. Οι καπνοί δεν του επέτρεπαν ούτε να βλέπει ούτε να αναπνέει καλά. Προχωρούσε βήχοντας ψάχνοντας για κάτι που μπορούσε να κάνει. Όσο περισσότερο αισθανόταν τη ζέστη γύρω του τόσο περισσότερο σκεφτόταν μήπως είχε πάρει βιαστικά την απόφαση να ορμήσει εκεί μέσα.
Μέσα από τη θολούρα ξεπρόβαλλαν ζώα και τόκου που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι τόκου που συναντούσε ήταν κυρίως γέροι και παιδιά. Υπήρχαν επίσης και αυτοί που είχαν μείνει στην κοινότητα για να προστατεύσουν όσους είχαν αφήσει πίσω αλλά αυτοί ήταν άφαντοι. Κανείς δεν μπορεί να προστατέψει κάποιον άλλον από τη φωτιά. Μπορεί να τριγυρνούσαν βοηθώντας τους υπόλοιπους, μπορεί και να είχαν τρέξει για να σωθούν. Κάποια στιγμή είδε έναν τόκου να τρέχει πανικόβλητος με το τρίχωμα της πλάτης του να έχει πάρει φωτιά. Ούρλιαζε σαν τρελός και κινούταν σαν δαιμονισμένος.
Αμέσως έβγαλε το πανωφόρι του και ξεκίνησε να τον τινάζει. Ευτυχώς η φωτιά δεν είχε προλάβει να τον κάψει κι έτσι μόλις τον έσωσε, ο τόκου κάτι του είπε το οποίο ο Φάριαν δεν κατάλαβε και ύστερα πάλι χάθηκε μέσα στον καπνό.
Ο Φάριαν προσπαθούσε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει στην συνέχεια. Έτρεξε για λίγο μες στην κοινότητα κοιτώντας ανήσυχος δεξιά και αριστερά μέχρι που θυμήθηκε για τους φίλους του που ήταν κλεισμένοι στην φυλακή. Η σκέψη ότι μπορεί αυτή τη στιγμή οι τόκου να τους είχαν παρατήσει εκεί να ψηθούν στο κελί τους έκανε τα πόδια του να τρέξουν σαν τρελά.
Στην αρχή δεν είχε ιδέα προς τα πού να κατευθυνθεί. Μέσα στην φωτιά, τον καπνό και τον φόβο όλα φαίνονταν πάνω κάτω τα ίδια, αλλά τελικά αναγνώρισε ένα μονοπάτι που έπαιρνε συχνά και κατάλαβε περίπου που ήταν. Με τα πολλά βρήκε την μικρή φυλακή που βρίσκονταν οι φίλοι του. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και όταν όρμησε μέσα δεν βρήκε κανέναν. Η φωτιά δεν είχε αποκλείσει ακόμη αυτό το σημείο γιατί δεν υπήρχαν πολλά δέντρα εκεί.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Μήπως οι τόκου τους είχαν βγάλει για να μην καούν; Πολύ ευσπλαχνικό από μέρους τους. Και που μπορεί να ήταν; Για άλλη μια φορά η ζέστη γύρω του τον έκανε να κινηθεί γρήγορα και αποφάσισε πως δεν είχε λόγο πια να μένει εκεί. Έπρεπε να φύγει επειγόντως πριν παγιδευόταν στη φωτιά. Έτρεξε προς την έξοδο του ποταμού. Λογικά, σκέφτηκε, οι περισσότεροι τόκου προς τα εκεί θα είχαν κατευθυνθεί αναζητώντας την ασφάλεια του νερού. Πριν όμως προλάβει να προχωρήσει πολύ κάποιοι τόκου βρέθηκαν μπροστά του και του όρμησαν χωρίς προειδοποίηση. Προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν κρατώντας του τα χέρια και το κεφάλι ενώ του φώναζαν να μείνει ακίνητος.
«Ο Φάριαν είμαι! Ο Φάριαν!» φώναξε προσπαθώντας να τους δείξει το πρόσωπό του. Οι τόκου στην αρχή δεν κατάλαβαν αλλά τελικά φάνηκε να τον θυμήθηκαν και τον άφησαν να σηκωθεί.
«Ο Φάριαν είμαι» είπε ακόμη μια φορά για σιγουριά και τους έδειξε το κοντάρι που είχε περασμένο στην πλάτη του.
«Τι συμβαίνει; Που είναι οι φυλακισμένοι;» τους ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
Οι άνθρωποι το έσκασαν. Αυτοί έβαλαν την φωτιά.»
Η είδηση κουδούνισε στα αυτιά του για μερικά χτυποκάρδια. Μετά, μόλις κατάλαβε τι είχε ακούσει ρώτησε:
«Που είναι;» Ο τόκου πήρε μια έκφραση απορίας.
«Δεν προλάβαμε να τους κυνηγήσουμε. Η φωτιά μας πρόλαβε.»
Ο Φάριαν ταραγμένος ξεκίνησε ξανά τρέχοντας για την έξοδο του ποταμού χωρίς να πει τίποτα παραπάνω στους τόκου. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε ακούσει. Χίλιες απορίες τριγύριζαν στο μυαλό του ή μάλλον στροβιλίζονταν. Πώς το είχαν σκάσει; Ήταν ζωντανοί; Που πήγαιναν; Γιατί έβαλαν φωτιά;
Μετά από πολύ κόπο ο Φάριαν κατάφερε να φτάσει στην έξοδο. Το πρόσωπό του ήταν καταϊδρωμένο, είχε μαύρες μουτζούρες από την κάπνα, τα ρούχα του ήταν αναστατωμένα και λερωμένα, το ίδιο και τα μαλλιά του. Εκεί συνάντησε αρκετούς τόκου που έτρεχαν προς την ασφάλεια του έξω δάσους. Το ποτάμι που έρεε πρόσφερε ασφάλεια και όλοι οι τόκου βιάζονταν να βουτήξουν στα ρηχά νερά του.
Μόλις βγήκε έξω ο Φάριαν είδε πως οι τόκου είχαν σπεύσει να σταματήσουν τη φωτιά από το να εξαπλωθεί στο υπόλοιπο δάσος. Είχαν σκορπιστεί περιμετρικά στο Τέρραν και έριχναν νερό με κουβάδες ή απλώς χτυπούσαν τις φλόγες με κλαδιά για να σβήσουν. Φαινόταν πως είχαν προλάβει και η κατάσταση δεν θα χειροτέρευε, τουλάχιστον αν δεν εμφανιζόταν δυνατός άνεμος να θεριέψει τη φωτιά. Η κοινότητα όμως...είχε καλυφτεί στις φλόγες και τον καπνό.
Ο Φάριαν ήθελε να φύγει μακριά από όλον αυτόν τον χαμό. Η ζέστη τον είχε ζαλίσει και τον είχε κουράσει. Δεν ήθελε να βλέπει την κοινότητα να καίγεται αλλά ήξερε πως έπρεπε να βοηθήσει. Πήρε λοιπόν ένα κλαδί στο χέρι και πήγε να βοηθήσει όπως μπορούσε.
Με τη συντροφιά της φωτιάς οι ώρες περνάνε πολύ δύσκολα. Μετά από μερικές ώρες προσπάθειας να την περιορίσουν και να τη σβήσουν νόμιζαν πως πάλευαν αιώνια με τις φλόγες. Το χειρότερο ήταν όταν βράδιασε και η μόνη πηγή φωτός ήταν η ίδια που έκαιγε το σπίτι τους. Τουλάχιστον ήξεραν ακριβώς που ήταν και έτρεχαν για να τη σβήσουν. Πολλοί είχαν τραυματιστεί και είχαν μεταφερθεί έξω από το δάσος στο στρατόπεδο των τόκου και ευτυχώς κανείς δεν είχε χάσει τη ζωή του μα οι ζημιές ήταν τεράστιες και όλοι βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ.
Την πρώτη μέρα οι τόκου δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν. Έπρεπε να τρέχουν συνεχώς και να προλαβαίνουν τις ανεξέλεγκτες φλόγες που δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν. Την δεύτερη όμως άρχισαν να απογοητεύονται και να αναρωτιούνται αν θα μπορούσαν τελικά να καταφέρουν να νικήσουν τη φωτιά, χωρίς όμως να σταματήσουν ούτε λεπτό.
Την τρίτη μέρα το μαρτύριό τους φαινόταν σχεδόν αιώνιο με τη φωτιά να σβήνει και να αναθαρρεύει σε άλλα σημεία συνεχώς. Ήταν σαν η φύση να έπαιζε μαζί τους μέχρι που τελικά το απόγευμα κατάφεραν να σβήσουν κάθε υπόλειμμα της φωτιάς. Και τις τρεις αυτές μέρες δεν είχε πιάσει δυνατός άνεμος. Αν είχε συμβεί αυτό το Κέρεσουκ μάλλον θα καιγόταν από άκρη σε άκρη.
Την τέταρτη μέρα οι τόκου τριγυρνούσαν στο δάσος και στην κοινότητα ψάχνοντας για νεκρούς (χωρίς να βρουν κάποιον), τραυματίες, πολύτιμα αντικείμενα που σώθηκαν και κυρίως πετώντας νερό εδώ κι εκεί με το φόβο μήπως ξαναρχίσει η πυρκαγιά. Τελικά έξω από το Κέρεσουκ μαζεύτηκαν τριάντα τρείς τραυματίες με πληγές και καμένες γούνες και αμέτρητοι άλλοι σε κατάσταση σοκ. Όλοι έτρεχαν από εδώ κι από εκεί προσπαθώντας να προσφέρουν βοήθεια.
Ο βασιλιάς έστειλε στην κοινότητα τους στρατιώτες και τους φρουρούς του, δεν ήθελε να δουν άλλοι αυτό το θέαμα. Μερικές φορές γυρνούσαν κρατώντας κάποιο σκεύος που σώθηκε η κάποιο άλλο ασήμαντο αντικείμενο. Τα σημαντικά τα είχε πάρει όλα η φωτιά η τα είχαν στο στρατόπεδό τους. Συνέχιζαν όμως να μπαίνουν κι ν ψάχνουν σαν να επρόκειτο να αλλάξει κάτι μια κανάτα ή ένα κοντάρι που είχε σωθεί.
Ο Φάριαν την τρίτη μέρα της πυρκαγιάς το μεσημέρι ζαλίστηκε και λιποθύμησε, είτε από τη ζέστη είτε από την κούραση κι ίσως να είχε καεί αν δεν ήταν κοντά του αρκετοί τόκου που τον μετέφεραν σε ασφαλές μέρος. Για αυτό αισθανόταν πολύ ευγνώμων. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε πέσει στα χέρια των λάθος τόκου που θα τον άφηναν στην μοίρα του. Υπήρχαν όμως κάποιοι τόκου που δεν τον μισούσαν μόνο και μόνο επειδή ήταν άνθρωπος. Κάποιος πιο αφελής από αυτόν μπορεί να πίστευε πως σιγά σιγά είχε αρχίσει να γίνεται αποδεκτός αλλά αυτός δεν ήταν αρκετά αφελής για να το πιστεύει.
Τώρα καθόταν κάπου λίγο έξω από το δάσος κοιτώντας τους τόκου να μπαίνουν και να βγαίνουν. Ο Τόρλεκ είχε πάει να τον δει μόλις έμαθε για την λιποθυμία του και έμεινε κοντά του για να σιγουρευτεί πως είναι καλά. Φαινόταν πολύ ανήσυχος, ποτέ δεν τον είχε δει τόσο κακόκεφο, συνεχώς κοιτούσε προς το δάσος και έκανε τις ίδιες ερωτήσεις σε όποιον έβγαινε από αυτό. Βρήκατε τίποτα; Βρήκατε κανέναν; Έμεινε τίποτα;
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι μέχρι που είδαν τον Μάλεν να τους πλησιάζει. Κρατούσε το φαγωμένο του κοντάρι στο χέρι και προχωρούσε αργά προς το μέρος τους με μια περίεργη έκφραση δυσαρέσκειας. Περισσότερο έμοιαζε σαν να ζεσταινόταν ή να τον πονούσε η μέση του παρά σαν να λυπόταν.
«Τόσες μέρες μέσα στη ζέστη και τη φωτιά και εσείς κάθεστε κάτω από τον ήλιο» κούνησε το κοντάρι του πέρα δώθε για να τους κάνει να πλησιάσουν.
«Ελάτε ακολουθήστε με, μην είστε ανόητοι.»
Ο Φάριαν ήταν έτοιμος να τον ρωτήσει περί τίνος πρόκειται μα ο Τόρλεκ τον ακολούθησε χωρίς να το πολυσκεφτεί κι αποφάσισε να κάνει το ίδιο. Παρατήρησε πως πάνω από τα κεφάλια τους πετούσαν τρεις κουκουβάγιες, η μια ήταν εκείνη που τους είχε ειδοποιήσει για την φωτιά. Ο Φάριαν αναρωτήθηκε αν ο Μάλεν δεν είχε μάθει για την φωτιά έγκαιρα από την κουκουβάγια του θα είχαν προλάβει να τη σβήσουν;
Ο Μάλεν δίχως να μιλά ή να τους κοιτά προχώρησε μπροστά και μπήκε στο Κέρεσουκ. Δεν άργησαν να καταλάβουν πως τους πήγαινε προς την κοινότητα. Για πρώτη φορά ο Τόρλεκ έδειχνε πιο κακόκεφος και κουρασμένος από τον Μάλεν. Φαινόταν σαν να ήταν έτοιμος να καταρρεύσει και όσο προχωρούσαν προς την κοινότητα τόσο φαινόταν η διάθεσή του να πέφτει. Τελικά έφτασαν στην είσοδο του δέντρου. Το δέντρο μεγάλο, φουντωτά φύλλα να το στολίζουν όπως πάντα, θα φανταζόταν κανείς βλέποντάς το πώς δεν είχε συμβεί τίποτα τις περασμένες μέρες. Μόλις έφτασαν στον κήπο είδαν με χαρά πως ούτε κι αυτός είχε υποστεί ζημιές. Το Τέρραν ήταν πιο ψηλό και απότομο γύρω από τον κήπο κι αυτό το προστάτεψε από τη φωτιά. Αυτό όμως πρέπει να ήταν το μοναδικό μέρος από το σπίτι των τόκου που είχε μείνει.
Τότε ο Φάριαν είδε κάτι που δεν περίμενε να δει. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως ο Μάλεν κατάφερνε και περνούσε το Τέρραν και δεν τον είχε δει ποτέ να το κάνει. Η μοναδική φορά που ήξερε πως είχε βγει από την κοινότητα ήταν πριν από λίγες μέρες και το είχε κάνει από το πέρασμα του ποταμού. Δεν είχε φανταστεί ποτέ πως κάποιος σαν τον Μάλεν θα καταδεχόταν να κουβαληθεί από κάποιον.
Παρόλα αυτά είδε πως δεν δυσανασχέτησε καθόλου όταν ανέβηκε στην πλάτη του Τόρλεκ και ξεκίνησαν έτσι να σκαρφαλώνουν τον τοίχο. Ο Τόρλεκ αν και σκαρφάλωνε πιο αργά από ότι συνήθως δεν φαινόταν να δυσκολεύεται και πολύ, άλλωστε ο Μάλεν δεν ήταν και κανένας μεγαλόσωμος τόκου. Τελικά έφτασαν στην κορυφή του Τέρραν και αν και ο Τόρλεκ δεν ήταν ούτε καν λαχανιασμένος ο Μάλεν του είπε:
«Μείνε αγόρι μου να ξαποστάσεις.»
Η φωνή του είχε μια παράξενη γλυκύτητα που δεν είχε παρατηρήσει ξανά στην φωνή του Μάλεν. Ο γέρος τόκου πλησίασε το χείλος του γκρεμού και κοίταξε προς τα κάτω εκεί που ήταν η κοινότητα. Τα μάτια του φαίνονταν αν να έβλεπαν τα πάντα αλλά ταυτόχρονα και τίποτα, κοιτούσε ευθεία κάτω με κενό βλέμμα.
Ο Φάριαν μια παρατηρούσε το πρόσωπο του Μάλεν και μια κοιτούσε κι αυτός κάτω. Ο Μάλεν δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα και μάλλον αυτό πρόδιδε το πόσο σοκαρισμένος ήταν. Δεν έλεγε ούτε λέξη μα δεν σταματούσε να κοιτάζει προς τα κάτω. Κοιτούσε σαν να περίμενε για κάτι. Ο Τόρλεκ είχε κάτσει σκυθρωπός στο έδαφος και περίμενε σαν κακόκεφο παιδί.
«Τόσο εύθραυστη είναι η ζωή...» είπε ο Μάλεν τελικά δίχως να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. Κοιτώντας προς τα καμένα δέντρα και τα εξαφανισμένα σπίτια των τόκου ο Φάριαν δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Προσπάθησε να αντιστοιχίσει τα μέρη που έβλεπε κάτω του όμως τα μαυρισμένα τοπία δεν ταίριαζαν με αυτά στις αναμνήσεις του. Ήταν σαν να βρισκόταν σε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος ή σε έναν εφιάλτη. Το δάσος που συνήθιζε να βλέπει χωρίς να μπορεί να δει το τέλος του τώρα έμοιαζε πολύ μικρό και καταθλιπτικό. Κοίταξε προς τον Μάλεν που φαινόταν σαν να ήταν έτοιμος να πει κάτι. Έκλεισε όμως το μισάνοιχτο στόμα του το οποίο σχημάτισε ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Ακόμη κάτι που δεν έβλεπε συχνά τον Μάλεν να κάνει.
«Ελάτε, πάμε κάτω» είπε και έκανε νεύμα στον Τόρλεκ να σηκωθεί. Κάτω, τόσο αόριστη και ακατάλληλη λέξη για να μιλήσεις για το σπίτι σου.
Η κατάβαση ήταν γρήγορη αλλά το να περπατούν ανάμεσα στα αποκαΐδια δεν αποδείχτηκε το ίδιο εύκολο. Ευτυχώς για αυτούς ο Μάλεν τους έκανε να επιταχύνει το βήμα τους. Περπατούσαν μέσα στη σιωπή. Ο Φάριαν αναρωτιόταν αν έπρεπε να πει κάτι για να σπάσει αυτή τη σιωπή μα κάθε λέξη του φαινόταν ακατάλληλη και περιττή.
Τελικά φτάσανε στην καλύβα του Μάλεν. Ο Φάριαν θυμόταν πως γύρω της η καλύβα δεν είχε πολλά δέντρα το οποίο την προστάτευε σε ένα σημείο από τη φωτιά αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγε πως είχε γλιτώσει. Ένα σημείο της είχε καταρρεύσει ενώ τα εξωτερικά ξύλα είχαν καψαλιστεί και καταστραφεί. Όλα τα φυλαχτά και τα περίεργα αντικείμενα που είχε κρεμασμένα απ' έξω είχαν εξαφανιστεί ή είχαν γίνει μαύρα. Το πιο ανατριχιαστικό ήταν εκείνα τα κόκαλα που χτυπούσαν πάντα το ένα στο άλλο βγάζοντας εκείνο τον παράξενο θόρυβο ήταν κι αυτά μαύρα. Τα μαύρα κόκαλα δεν έδειχναν καθόλου καλά στην όψη και σίγουρα δεν του έφερναν στο μυαλό χαρούμενες σκέψεις μετά την πυρκαγιά.
Ο Μάλεν μπήκε μέσα με σιγουριά χωρίς να φοβάται μήπως πέσει στο κεφάλι του και η υπόλοιπη σκεπή. Μετά από λίγο βγήκε ξανά και στα χέρια κρατούσε ένα μεγάλο πανί που άπλωσε στο έδαφος.
«Τυχεροί είμαστε. Έχουν σωθεί κάποια πράγματα» είπε και ξαναμπήκε αμέσως μέσα. Αυτή τη φορά έκανε λίγη παραπάνω ώρα για να βγει. Οι κουκουβάγιες του Μάλεν φάνηκαν στον αέρα να κάνουν κύκλους. Τα ξύλινα παλούκια που συνήθιζαν να προσγειώνονται πάνω τώρα πια είχαν πέσει στο έδαφος κατάμαυρα ή είχαν χαθεί εντελώς. Ο Μάλεν όποτε έβγαινε από την καλύβα του ακουμπούσε πάνω στο πανί κάποιο αντικείμενο που έμοιαζε με κατεστραμμένη παλιατζούρα κι ύστερα έπαινε ξανά μέσα. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά κι έτσι ο Φάριαν πλησίασε για να ρίξει μια ματιά στα πράγματα. Ο Τόρλεκ όπως πάντα παρέμενε σκυθρωπός.
Είδε μια παράξενη ξύλινη κατασκευή που έμοιαζε περισσότερο με παιδικό παιχνίδι, μια μικρή μεταλλική σφαίρα με παράξενα σύμβολα πάνω, μερικά βιβλία τα οποία δεν μπορούσε να διαβάσει, μερικά ασυνήθιστα μεταλλεύματα και φθαρμένους κρυστάλλους. Ο Μάλεν συνέχιζε να βγάζει και ο Φάριαν να απορεί με το τι ήταν όλα αυτά.
«Το βλέπεις αυτό;» είπε ο Μάλεν ρίχνοντας έναν μεταλλικό κύλινδρο με ένα δίσκο κολλημένο στην μία άκρη του.
«Με αυτό ένας περιπλανώμενος γέρος έλεγε πως μπορούσε να προβλέψει πότε θα έρθει βροχή, χιόνι ή χαλάζι. Δεν μου είπε βέβαια πως το έκανε. Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω πως λειτουργεί. Μπορώ να εμπιστεύομαι μόνο τα κόκαλά μου πλέον.»
Ακολούθησε άλλη μια παρατεταμένη σιωπή με τον Μάλεν να αφήνει ακόμη κάποια πράγματα που είχαν σωθεί χωρίς να λέει κουβέντα. Τελικά ο Μάλεν βγήκε από την ετοιμόρροπη καλύβα του σχεδόν χοροπηδώντας από τη χαρά του κρατώντας κάτι στα χέρι του. Ο Τόρλεκ με τον Φάριαν τον πλησίασαν για να δουν τι κρατούσε. Ήταν ένα φυλαχτό. Ένα απλό ξύλινο φυλαχτό. Είχε περίεργο σχήμα, με την πρώτη ματιά θύμιζε χελώνα αλλά μόλις το κοιτούσες καλύτερα έμοιαζε με ανθισμένο λουλούδι. Ο Μάλεν πλησίασε τον Φάριαν.
«Φάριαν» είπε με σοβαρό ύφος «Μπήκες στη φωτιά για να σώσεις το σπίτι μας...»
«Δεν έσωσα...» ο Φάριαν πήγε να πει αλλά ο Μάλεν τον κατακεραύνωσε με ένα φαρμακερό βλέμμα γιατί τον είχε διακόψει.
«Αυτό εδώ ήταν σπίτι όποιου ήταν πρόθυμος να πεθάνει για αυτό. Σίγουρα εσύ δεν ξέρεις τι είναι αυτό το φυλαχτό. Σημαίνει πολλά πράγματα. Σημαίνει αρχικά πως απαγορεύεται να το χάσεις, μου το έδωσε κάποιος που ούτε φαντάζεσαι πόσο σημαντικός ήταν. Σημαίνει επίσης πως δεν μπορείς να μείνεις για καιρό μακριά από αυτούς που στο έδωσαν. Πρέπει πάντα να επιστρέφεις. Μπορείς να μείνεις μακριά για χρόνια ολόκληρα και να μην πεις κουβέντα για το που πας αλλά πάντα πρέπει να επιστρέφεις. Έχουμε τώρα μια συγγένεια ανώτερη από αυτή του αίματος. Θα επιστρέφεις και θα βοηθάς όπως θα κάνουμε κι εμείς για εσένα.»
Ο Φάριαν είχε παγώσει, είχε ξαφνιαστεί τόσο πολύ που είχε μείνει μουδιασμένος να τους κοιτά. Ο Μάλεν όμως τον κοιτούσε με σιγουριά και με μια υποψία χαμόγελου. Κρατούσε το φυλαχτό σαν να ήταν έτοιμος να του το φορέσει. Πλησίασε και ο Τόρλεκ και μαζί του το περάσανε στον λαιμό.
Ο Φάριαν είδε δάκρυα στα μάγουλα του Τόρλεκ. Δεν ήταν σαν τα ανθρώπινα δάκρυα. Δεν έκλαιγε με αναφιλητά ή κλαψουρίσματα. Δεν είχε δει ποτέ τόκου να το κάνει αυτό, απλώς δύο μοναχικά δάκρυα. Τα όμορφα γατήσια μάτια κάνουν τα δάκρυα αυτά να φαίνονται πολύ ξεχωριστά καθώς κυλούσαν αργά στα μαγουλά του.
Γεια σας. Πως σας φανηκε; καλο; χαλια; Μην ντραπειτε να πειτε. Εκει στα σχολια. Αφηστε ενα αστΕρι αν σας καλαρεσε και τα λεμε στο επομενο που ΜΑΛΛΟΝ δεν θα ειναι τοσο μεγαλο. Τα ΛεΜε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top