Κεφάλαιο 41: Η Γκρίζα Πόλη

Η μέρα ήταν συννεφιασμένη αλλά τελευταία όλες οι μέρες έτσι φαίνονταν. Πάνω στα τείχη όλα φαίνονταν γκρίζα και μουντά. Γκρίζος ουρανός, γκρίζα γη, ακόμη και γκρίζα τείχη. Όλα ήταν καταθλιπτικά και δεν περνούσε μέρα που να μην κοιτούσαν οι στρατιώτες στον ορίζοντα, απέναντι, στο στρατόπεδο των χάντεκ. Είχαν σταθεί εκεί ανάβοντας τις φωτιές τους κάθε νύχτα και γρυλίζοντας ανυπόμονα την ημέρα.

Μόλις τους είχαν δει να πλησιάζουν ετοιμάστηκαν για μια έντονη μάχη και ίσως μια πολιορκία. Οι πρώτες ώρες ήταν γεμάτες αναταραχή και ανησυχία αλλά αυτά μετά από λίγο πέρασαν. Οι χάντεκ δεν είχαν κάνει τίποτα, περίμεναν απλώς σε απόσταση ανάβοντας τις φωτιές τους τη νύχτα και σβήνοντάς τες τη μέρα. Τι περίμεναν κανείς δεν ήξερε. Οι στρατιώτες της Γκρίζας πόλης όμως ήταν αναγκασμένοι να ξαγρυπνούν και να περιμένουν σε περίπτωση ξαφνικής επίθεσης. Όχι μόνο έπρεπε να μένουν ξύπνιοι αλλά και ν ξεκινούν τη μέρα τους προετοιμάζοντας τον εαυτό τους για μάχη. Το ηθικό όλων είχε πέσει.

Η πόλη είχε έναν άρχοντα που διαχειριζόταν τα οικονομικά και ήταν υπεύθυνος για την διοίκηση καθώς και άλλους αμέτρητους γραμματείς και βοηθούς. Όσο όμως αφορά τον στρατό υπήρχαν μόνο δύο στρατηγοί που ηγούνταν. Ο στρατηγός Μελχ είχε αρρωστήσει πριν από μέρες και η κατάστασή του φαινόταν να χειροτερεύει. Πριν από δύο μέρες ο πυρετός του ήταν τόσο υψηλός που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Έτσι όλο το βάρος και το άγχος για την άμυνα ενάντια στους χάντεκ έπεφτε στον στρατηγό Τζικούρο.

Ο Τζικούρο υπηρετούσε πολλά χρόνια ως στρατηγός και ήταν πολύ έμπειρος σε αντίθεση με τον Μελχ. Είχε γκρίζα μαλλιά αλλά γερά μπράτσα και πλάτες και πάντα φρόντιζε να ανεβαίνει τις νύχτες στα ψηλά τείχη και να κοιτά μόνος του τον εχθρό. Ήλπιζε ότι αν ήταν να επιτεθούν θα το έκαναν την ώρα που βρισκόταν πάνω στο τείχος έτσι ώστε να μπορεί να δράσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μέχρι τώρα όμως πάντα έκανε λάθος. Αυτό από την μια τον απογοήτευε και από την άλλη τον ανακούφιζε γιατί δεν ήθελε να εμπλακεί σε μάχη αν και ήξερε πως αυτή η μέρα δεν θα αργούσε.

Η Σέριλ ήταν μια πολύ ισχυρή πόλη, το ήξερε καλά αυτό. Τα τείχη της ήταν ψηλά, ανθεκτικά και προστατεύονταν από τρεις μεριές από τον Μεγάλο Ποταμό καθώς ήταν χτισμένη σε μια στροφή του η οποία περικύκλωνε τα τείχη. Επίσης οι λόφοι που βρίσκονταν απέναντί της εμπόδιζαν έναν μεγάλο στρατό να κάνει κατά μέτωπο επίθεση στα τείχη. Οι χάντεκ αν ήθελαν να πάρουν την πόλη και να προχωρήσουν προς το Έλεναϊτ θα έπρεπε να δώσουν σκληρή μάχη.

Κάθε νύχτα που ανέβαινε στα τείχη και κοιτούσε προς το στρατόπεδό τους, θύμωνε. Φανταζόταν τα μοχθηρά, χαμογελαστά πρόσωπά τους που δεν θα δίσταζαν να τους σκοτώσουν όλους για το τίποτα και έβριζε.

«Όχι μπάσταρδοι! Θα χύσετε αίμα για να την πάρετε την πόλη» έλεγε μόνος του κάθε βράδυ σαν προσευχή. Προσπαθούσε επίσης να ανυψώσει το ηθικό των στρατιωτών δίνοντας τους ελπίδα με εμψυχωτικά λόγια και βάζοντάς τους να τραγουδάνε τραγούδια τα βράδια. Τραγούδια για ανόητους κατακτητές που τσακίστηκαν στα τείχη ισχυρών πόλεων και τραγούδια τρανών πολεμιστών. Ένας θεός ήξερε αν όλα αυτά είχαν κάποιο αποτέλεσμα, ο Τζικούρο τους έβαζε να το κάνουν όπως και να είχε.

Μία από τις νύχτες που ο Τζικούρο ανέβαινε στο τείχος για να επιθεωρήσει την κατάσταση συνέβη κάτι διαφορετικό. Στην αρχή δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σκιά που πέρασε αλλά μετά κατάλαβε πως αυτό που έβλεπε στο πυκνό σκοτάδι ήταν άνθρωπος που κάλπαζε. Κάλπαζε μακριά από τα τείχη αλλά όχι αρκετά μακριά με κατεύθυνση προς το στρατόπεδο των χάντεκ.

Ο Τζικούρο δεν έχασε καιρό. Αμέσως σήμανε συναγερμό και διέταξε τους τοξότες να ρίξουν βέλη. Αρκετά βέλη εκτοξεύτηκαν από τα τείχη αλλά το σκοτάδι δεν τους επέτρεπε να δουν καλά. Στην αρχή νόμιζε πως τα βέλη πέτυχαν τον στόχο τους αλλά τελικά διέκρινε την φιγούρα του αλόγου με τον καβαλάρη πάνω να χάνονται ξανά στο σκοτάδι.

Αμέσως καμπάνες και φωνές ακούστηκαν κατά μήκος ολόκληρου του τείχους. Όσοι είχαν καταφέρει να κοιμηθούν ξύπνησαν και έσφιξαν τα τόξα και τα σπαθιά τους.

«ΣΕ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ» φώναζε ο Τζικούρο και επαναλάμβαναν κι άλλοι μεταφέροντας τα λόγια του σε όλο το τείχος. Δεν φώναζε πολύ μα η σιωπή της νύχτας έκανε τη φωνή του να ακούγεται σαν βροντή.

«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΑΝΟΙΧΤΑ.»

Κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια και κομμένες τις ανάσες το σκοτάδι. Περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να ξεπροβάλει κάποιος εχθρός, κάποιος καβαλάρης ή και ολόκληρος στρατός ίσως. Κάθε στιγμή ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη και κάθε ήχος ήταν αιτία πανικού. Ποτέ ξανά άντρες δεν είχαν υπάρξει πιο ακίνητοι και αμίλητοι. Τρομερό πράγμα να περιμένεις τον εχθρό στο σκοτάδι.

Η επίθεση που ήταν τόσο σίγουροι ότι θα έρθει δεν ήρθε και ξαφνικά ο ουρανός από μαύρος άρχισε να ανοίγει σταδιακά και να γίνεται γαλάζιος. Η πρωινή ψύχρα ενίσχυε την παράξενη ατμόσφαιρα και ανατρίχιαζε τους στρατιώτες, λες και συνέδεαν το ψύχος με τη μάχη. Κανείς δεν θα το σκεφτόταν όμως αν τελικά ξεκινούσε η μάχη.

Ο Τζικούρο ήταν σχεδόν σίγουρος πως κάτι επρόκειτο να συμβεί. Κανείς καβαλάρης δεν ρισκάρει την ζωή του περνώντας κάτω από τα τείχη μιας φοβισμένης πόλης χωρίς λόγο. Ερχόταν επίθεση. Ήταν τόσο σίγουρος πως θα έρθει όσο και το κατούρημά του. Αυτό που τον έκανε να αναρωτιέται και να ανησυχεί περισσότερο ήταν τι είδους καβαλάρης έρχεται από τα Νότια ή τα Ανατολικά όπου οι χάντεκ δεν είχαν ακόμη πατήσει το πόδι τους. Αυτό τον έκανε να μην μπορούσε να κλείσει μάτι. Πάντα έλεγε στους φρουρούς του να κοιμούνται για λίγο εναλλάξ για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις πιθανές επιθέσεις. Αυτός όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

Ο ουρανός ξανά άλλαξε και από μελαγχολικό, μουντό γαλάζιο το χρώμα του άρχισε να γίνεται πιο ανοιχτό από τον ήλιο που σιγά σιγά ξεπρόβαλε. Φαινόταν πως θα ήταν μια υπέροχη μέρα. Λίγες μόνο στιγμές μπόρεσαν να απολαύσουν οι στρατιώτες από αυτήν την όμορφη ανατολή γιατί λίγο μετά ακούστηκε από μακριά ο ήχος της μάχης. Δεν ήταν πολύ μακριά το στρατόπεδο των χάντεκ. Σάλπιγγες και τύμπανα ακούστηκαν βουβά στο βάθος και ύστερα φωνές και κραυγές. Μερικοί στρατιώτες χρειάστηκε λίγη ώρα για να καταλάβουν τι συνέβαινε, ότι σε λίγο θα πάλευαν για την ζωή τους και τη ζωή όσων ήταν πίσω από τα τείχη. Μετά από αυτήν την βασανιστική νύχτα όμως, η επίθεση των χάντεκ ήταν σχεδόν ανακουφιστική, σχεδόν.

Ο στρατηγός της Σέριλ ξεκίνησε ,χωρίς να χάσει στιγμή, την προετοιμασία. Είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν θα έμπαιναν στην πόλη οι εχθροί ή τουλάχιστον όσο αυτός ήταν ζωντανός. Αν έπαιρναν την Σέριλ οι χάντεκ θα ακολουθούσε μια εποχή εξαθλίωσης για τους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν αποφάσισε πως δεν θα την πάρουν. Ξεκίνησε με βροντερή φωνή να φωνάζει τις οδηγίες του.

«Ζεστάνετε τα καζάνια και βάλτε τα στις τρύπες!!» είπε δείχνοντας τους άντρες που ήταν υπεύθυνοι για αυτό. Αυτοί αμέσως έτρεξαν.

«Φροντίστε οι φαρέτρες σας να είναι γεμάτες. Φέρτε τα κιβώτια με τις πέτρες. Σφίξτε τις πανοπλίες σας!»

Οι φωνές του ακούγονταν δυνατά και ταξίδευαν πάνω στο τείχος. Φώναζε για να τους δώσει θάρρος αλλά και για να καταφέρει να ακουστεί πάνω από τον σαματά που δημιουργούσαν οι χάντεκ απέναντι.

Ο στρατηγός συνέχιζε να φωνάζει οδηγίες και επαναλάμβανε μερικές. Από μια θέση ψηλά στο τείχος μετέδιδε τις διαταγές του στους κοντινούς στρατιώτες και με τη βοήθεια σημαιών ή βούκινων κατάφερναν να ειδοποιήσουν όλους τους άντρες του τείχους. Μόλις ο Τζικούρο είδε πως όλα ήταν στη θέση τους πάνω στα τείχη και οι στρατιώτες στοιχισμένοι και έτοιμοι πίσω από τις πολεμίστρες χαμογέλασε αμυδρά από ευχαρίστηση. Δεν θα μπορούσαν να είναι πιο προετοιμασμένοι. Έπρεπε μόνο να φροντίσει να είναι έτοιμοι ψυχολογικά οι ίδιοι οι στρατιώτες. Όπως τους έβλεπε τον έναν δίπλα στον άλλο φαίνονταν πανέτοιμοι μα ήξερε πως ο φόβος ενός στρατιώτη μπορούσε να κρυφτεί πίσω από την πανοπλία. Ο Τζικούρο ήταν σε ένα πυργίσκο πάνω στο πιο ψηλό τείχος της πόλης αλλά ήταν σε καλή θέση και μπορούσαν να τον δουν και να τον ακούνε όλοι. Οι στρατιώτες κοιτούσαν επίμονα μπροστά περιμένοντας ανυπόμονα για τους χάντεκ. Εκείνοι δεν τους απογοήτευσαν και σύντομα φάνηκαν τα πρώτα δείγματα του στρατού.

Μαύρες πανοπλίες, στρατιώτες, τέρατα αλυσοδεμένα και ελεύθερα, τύμπανα, σπαθιά, άλογα και ακόμη περισσότεροι στρατιώτες. Μια θάλασσα από χάντεκ. Μια θάλασσα που τα μαύρα κύματα της έκαναν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα και έφερναν πανικό και θόρυβο. Μια θάλασσα που έκανε θόρυβο.

Η στοίχισή τους δεν ήταν η καλύτερη. Σε μερικά σημεία του στρατού οι γραμμές ήταν ξεκάθαρες και βάδιζαν ευθεία μπροστά ενώ σε άλλα ήταν σαν ένας όχλος που βάδιζε πότε αριστερά και πότε δεξιά διορθώνοντας στην πορεία το βήμα τους. Έτσι ήταν οι χάντεκ πάντα, ένας όχλος που προσπαθούσε να γίνει στρατός, βασίζονταν μόνο στον μεγάλο αριθμό των στρατιωτών. Και ήταν πραγματικά μεγάλος.

Για κάποιον που περιμένει τον εχθρό να πλησιάσει για να ξεκινήσει η μάχη, ένας στρατός χωρίς τελειωμό δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικός. Ο Τζικούρο όμως δεν ξεγελιόταν. Ο στρατός της Σέριλ δεν ήταν ούτε κατά διάνοια κοντά σε αυτό που τους πλησίαζε αλλά ήξερε από την εμπειρία του πως ήταν υπεραρκετοί για να κρατήσουν μια πόλη σαν την Σέριλ. Αρκεί να έπαιζε σωστά τα χαρτιά τους.

Φάνηκαν επιτέλους και οι πολιορκητικές μηχανές των χάντεκ. Στην ουσία αυτές ήταν που θα καθόριζαν τον νικητή της μάχης, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος. Πύργοι με μεγάλες ρόδες στην βάση που τους έσερναν άλογα και βόδια και τους έσπρωχναν μεγάλα δύσμορφα θηρία, μεγάλες σκάλες, καταπέλτες και άλλα που φαίνονταν σαν καταπέλτες αλλά παρόμοιά τους δεν είχαν δει οι άνθρωποι. Είδαν επίσης και βαλλίστρες μεγάλες όσο μια άμαξα που εκτόξευαν μεγάλα μεταλλικά βέλη. Τέτοιες βαλλίστρες είχαν και πάνω στα τείχη μόνο που αυτές στα τείχη ήταν τοποθετημένες σε μια βάση που μπορούσε να κινηθεί και να στρίψει έτσι ώστε να μπορεί η βαλλίστρα να ρίχνει τα βέλη της πιο γρήγορα και προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ο Τζικούρο είδε πως είχε λίγη ώρα πριν οι χάντεκ φτάσουν αρκετά κοντά. Μίλησε στους στρατιώτες του υψώνοντας την φωνή του αναγκάζοντας τους να κοιτάξουν προς αυτό γυρνώντας την πλάτη τους σε αυτό που πλησίαζε. Άλλοι πάλι, συνέχισαν να κοιτάνε με ορθάνοιχτα μάτια πέρα από τα τείχη.

«Μην του κοιτάτε άντρες, μην τους κοιτάτε» είπε υψώνοντας την φωνή του για να ακούγεται αλλά ταυτόχρονα προσπαθώντας να μην δείχνει ανήσυχος.

«Θα έρθουν σύντομα όπως και να έχει» τελικά όλοι γύρισαν προς τον στρατηγό και τον άκουσαν με προσοχή.

«Τα είδατε. Είδατε τι έρχεται. Θα φέρουν στρατό, θα φέρουν σκάλες, θα μας πετάξουν βέλη και φωτιά. Θα προσπαθήσουν αλλά να είστε σίγουροι πως δεν πρόκειται να μπουν μέσα. Δεν θα μπουν. Είδατε είναι πολλοί και ξέρετε πως εμείς είμαστε λίγοι. Θα έρχονται και θα έρχονται χωρίς σταματημό και εμείς θ τους σκοτώνουμε.»

Καθώς μιλούσε όλα τα κεφάλια ήταν γυρισμένα προς το μέρος του, κανείς δεν γυρνούσε για να ξαναδεί τους χάντεκ. Ο Τζικούρο δεν ήταν σίγουρος αν έδινε έστω και μια στάλα θάρρους στις καρδιές των στρατιωτών του αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά παραπάνω σε αυτό το σημείο. Μόνο τα σπαθιά τους θα μιλούσαν στο τέλος. Ήξερε πως όσα τους έλεγε ήταν αλήθεια και τα πίστευε και ο ίδιος.

«Μην σταματάτε. Μην σταματάτε μέχρι να μην μείνει κανείς τους. Κάθε φορά που πετυχαίνετε έναν στο κεφάλι με βέλος ή με πέτρα πείτε στον εαυτό σας ''ακόμη έναν'' και ''ακόμη έναν'' ξανά και ξανά. Στο τέλος να το δείτε θα γεμίσουμε τα τείχη με δαύτους. Σκοτώστε τους! Μόνο αυτό σας λέω. Μην τους αφήσετε να μπουν σπίτι σας. Μην τους αφήσετε να σκοτώσουν εσάς και τις οικογένειες σας και να σας πάρουν ότι ήταν δικό σας. Απλά ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΥΣ!!»

Αρκετές επευφημίες ακούστηκαν από τους στρατιώτες και άλλοι χτύπησαν τα κοντάρια και τις ασπίδες τους μα για τον Τζικούρο δεν ήταν αρκετό. Ήθελε να φωνάξουν με την ψυχή τους πριν την μάχη.

«ΡΙΞΤΕ ΤΟΥΣ ΒΕΛΗ!»

Οι φωνές αυξήθηκαν από τους άντρες στα τείχη.

«ΡΙΞΤΕ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΣ! ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΥΣ!»

Τώρα οι στρατιώτες φώναξαν δυνατά σαν μεθυσμένοι και ύψωσαν θυμωμένοι τα όπλα τους.

«ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ. ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ!!!»

Το πλήθος είχε πια γίνει έξαλλο, ουρλιάζοντας και χτυπώντας στα τείχη τα όπλα. Αυτό ικανοποιούσε τον στρατηγό. Γέλασε ικανοποιημένος από ευχαρίστηση και φώναξε μαζί με τους στρατιώτες του καθώς χιλιάδες από τους χάντεκ πλησίαζαν τα τείχη τους.

Οι χάντεκ φάνηκε να στοιχίζονται καλύτερα και να φτιάχνουν τις γραμμές τους όπως περίμεναν έξω από τη Σέριλ. Άντρες που ήταν μάλλον οι επικεφαλείς έτρεχαν με τα άλογα τους ανάμεσα στις γραμμές και φώναζαν διαταγές που ακούγονταν μόνο αόριστα πάνω στα τείχη.

Κάπου εκεί ο Τζικούρο εντόπισε τυχαία έναν χάντεκ που του τράβηξε την προσοχή. Ο ίδιος ήταν τεράστιος, όχι ιδιαίτερα ψηλός αλλά πολύ ογκώδης και μυώδης από όσο μπορούσε να καταλάβει λόγω της απόστασης και της πανοπλίας που τον έκρυβαν. Βρισκόταν πάνω σε ένα θηρίο που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με άλογο αλλά ήταν υπερβολικά μεγάλο και τριχωτό για να είναι.

Δεν ήταν ούτε κατά διάνοια το πιο τρομακτικό πράγμα στον στρατό των χάντεκ, μα φαινόταν να είναι σημαντικός καθώς φώναζε διαταγές. Ο Τζικούρο κοιτούσε τον στρατό και τον περιεργαζόταν προσπαθώντας να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του. Δεν είχε υπάρξει πιο σημαντική στιγμή στην ζωή του στρατηγού. Συνέχισε να φωνάζει και να ενθαρρύνει τους στρατιώτες του να το κάνουν ενώ ταυτόχρονα δεν έπαιρνε τα μάτια του από την θέση των χάντεκ. Έβλεπε που είχαν τοποθετήσει τους πύργους, που έμπαιναν τα μεγάλα τέρατα, οι τοξότες, οι βαλλίστρες. Τίποτα δεν ξέφευγε από τη ματιά του.

Υπήρχε μεγάλη ανησυχία. Ο Τζικούρο φοβόταν πως αν περίμεναν πολύ ακόμη πριν ξεσπάσει η μάχη το λίγο θάρρος που τους είχε δώσει θα εξανεμιζόταν και θα δείλιαζαν πάλι μπροστά στο μεγάλο μέγεθος του στρατού των χάντεκ. Προς το παρόν όμως οι στρατιώτες της γκρίζας πόλης φαίνονταν να είναι όσο πιο εμψυχωμένοι μπορούσαν να είναι σε τέτοια κατάσταση. Μερικοί έφτυναν κάτω από τα τείχη ενώ άλλοι αρκούνταν στο να φωνάζουν προς τους εχθρούς. Καλά ξεκινάμε, σκέφτηκε ο στρατηγός.

Οι χάντεκ τελικά ήταν έτοιμοι για μάχη. Ξεκίνησαν να πλησιάζουν. Οι πύργοι τους σπρώχνονταν αργά και ο στρατός τους προχωρούσε με σταθερό ρυθμό. Ο Τζικούρο δεν έχασε ούτε στιγμή.

«Τοξότες σε ετοιμότητα! Βαλλίστρες στα κάτω τείχη στοχεύστε τον πρώτο πύργο! Οι υπόλοιπες να ετοιμαστούν να ρίξουν στους καταπέλτες τους στα βόρια! Μην χάνετε καιρό. Μην τους λυπηθείτε!»

Όλοι οι τοξότες πήραν κι από ένα βέλος κι το έβαλαν στις χορδές τεντώνοντάς τες. Οι βαλλίστρες γύρισαν και άλλαξαν θέση έτσι ώστε να στοχεύουν εκεί όπου διέταξε ο στρατηγός. Οι χάντεκ όμως ξεκίνησαν πρώτοι την επίθεση. Μια φλεγόμενη σφαίρα εκτοξεύτηκε από έναν παράξενο και μεγάλο καταπέλτη με εξαιρετική δύναμη. Η σφαίρα δεν πέρασε ούτε πάνω από τα χαμηλότερα τείχη. Χτύπησε πάνω στην γκρίζα πέτρα βγάζοντας έναν εκκωφαντικό ήχο. Τα τείχη τραντάχτηκαν αλλά παρέμειναν άθικτα.

Μια σιωπή αργότερα ο Τζικούρο βροντοφώναξε την διαταγή του.

«Βαλλίστρες, ΡΙΞΤΕ!!»

Τα πρώτα σιδερένια βέλη εκτοξεύτηκαν. Οι μεγάλες αυτές βαλλίστρες δεν είχαν τη χάρη των ξύλινων τόξων μα την έκαναν τη δουλειά τους και με το παραπάνω. Τα βέλη έπεφταν από τον ουρανό σαν αετοί. Τα πρώτα χτύπησαν τον πύργο όπως είχε διατάξει ο στρατηγός. Ο πύργος έχασε μερικά ξύλινα κομμάτια τα οποία πλάκωσαν κάποιους χάντεκ από κάτω αλλά κατά τα άλλα συνέχισαν να κινούνται ανενόχλητοι.

Τα επόμενα βέλη εκτοξεύτηκαν προς τους καταπέλτες τους. Από όσο μπορούσαν να δουν οι χάντεκ είχαν πέντε από αυτούς. Τα πρώτα βέλη δεν τους πέτυχαν. Οι χάντεκ τους είχαν τοποθετήσει αρκετά μακριά από τα γκρίζα τείχη. Ο Τζικούρο όμως διέταξε να υψώσουν όσο περισσότερο μπορούσαν τις βαλλίστρες που ήταν στα ψηλότερα τείχη και τότε κατάφεραν να πετύχουν δύο από τους καταπέλτες. Ο ένας δεν δέχτηκε καθόλου ζημιές γιατί τα βέλη τον χτύπησαν ξυστά, ο άλλος όμως ταρακουνήθηκε και έχασε το φορτίο του. Οι χάντεκ αναγκάστηκαν να τον ξαναφορτώσουν. Οι καταπέλτες των χάντεκ έριχναν ισχυρές βολές αλλά ο στρατηγός παρατήρησε το πόσο περίπλοκο και χρονοβόρο ήταν να τους ετοιμάσουν για την επόμενη βολή.

«ΞΑΝΑ!» φώναξε ο στρατηγός. Οι βαλλίστρες μετά από λίγο είχαν ξαναοπλιστεί και εκτόξευαν τα βέλη τους. Για άλλη μια φορά οι πύργοι συνέχισαν να κινούνται ανενόχλητοι. Ο στρατηγός βλαστήμησε και μετά στράφηκε προς τους άντρες στις βαλλίστρες

«Προς τους καταπέλτες, γυρίστε όλοι προς τους καταπέλτες!» Οι άντρες στα τείχη έκαναν κάποιες ρυθμίσεις και γύρισαν τους μοχλούς. Οι βάσεις κάτω από τις βαλλίστρες κινήθηκαν και στόχευσαν όλες τους καταπέλτες. Έριξαν με δύναμη και τότε είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Τα περισσότερα από τα βέλη αστόχησαν ή πέρασαν ξυστά αλλά ένας από τους καταπέλτες δέχτηκε δύο ισχυρά χτυπήματα και σχεδόν διαλύθηκε. Δυο κομμάτια ξεκόλλησαν κι πετάχτηκαν μακριά. Ακούστηκαν μερικές ζητωκραυγές μα ο στρατηγός ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί.

«Ξαναετοιμάστε τες. Μην τους αφήνετε να αναπνέουν!» Τότε ο Τζικούρο κατάλαβε πως οι χάντεκ είχαν πλησιάσει αρκετά και ήταν έτοιμοι να εκτοξεύσουν τα βέλη τους. Ο Τζικούρο φώναξε στους τοξότες τους και αυτοί πρόλαβαν και έστειλαν τα δικά τους πρώτα στον εχθρό. Τα βέλη πέταξαν από τα τείχη και κατέληξαν στις πρώτες γραμμές των χάντεκ. Πολλοί έπεσαν μα οι επόμενοι συνέχισαν κανονικά σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

«Τραβήξτε!» φώναξε ξανά ο στρατηγός «Ρίξτε!»

Οι τοξότες άρχισαν να ρίχνουν τα βέλη κατά βούληση χωρίς σταματημό και ο Τζικούρο ασχολήθηκε ξανά με τις βαλλίστρες. Διέταξε να στραφούν ξανά προς τους έξι πύργους που είχαν αρχίσει να πλησιάζουν επικίνδυνα. Όλα τα σιδερένια βέλη στόχευσαν τον πύργο που είχε φτάσει πιο κοντά. Τα βέλη τον τρυπούσαν το ένα μετά το άλλο και κομμάτια έφευγαν. Ο στρατηγός έσκασε ένα χαμόγελο καθώς το έβλεπε αυτό. Περίμενε πως οι χάντεκ θα είχαν στείλει κάτι ανίκητο αλλά αυτό δεν διέφερε από πολλές άλλες μάχες που είχε δώσει. Μετά από αρκετές βολές κατάφεραν να καταστρέψουν την βάση του κάνοντάς τον να καταρρεύσει.

Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά. Οι τοξότες έριχναν παθιασμένα και γελούσαν τρανταχτά με ευχαρίστηση κάθε φορά που πετύχαιναν εχθρό. Άλλοι έβριζαν τους χάντεκ λες κι αυτό θα άλλαζε κάτι. Από κάτω και οι χάντεκ απαντούσαν με τόξα και βαλλίστρες ενώ οι μηχανές τους δούλευαν ασταμάτητα εκτοξεύοντας πύρινες σφαίρες, σιδερένια βέλη και μεγάλες πέτρες. Οι πέντε εναπομείναντες πύργοι πλησίαζαν ακόμη περισσότερο. Ο Τζικούρο δεν είχε σταματήσει να φωνάζει οδηγίες στους άντρες του.

Είχε στο μυαλό του πως έπρεπε να καταστρέψει τους πύργους πριν προλάβουν να ανεβούν στα τείχη. Τότε η μάχη θα ήταν σκληρή, δεν ήξερε αν θα μπορούσαν να κρατηθούν για πολύ. Έτσι όμως όπως πλησίαζαν οι πύργοι φαινόταν πως δεν θα προλάβαινε.

«Στους πύργους!! Ρίξτε στους πύργους!»

Είπε και είδε τους άντρες του να κουβαλάνε σαν τρελοί τα σιδερένια βέλη προς την βαλλίστρα. Τους κούνησε το χέρι για να βιαστούν κι αυτοί αμέσως εκτόξευσαν το βέλος, δεν έκαναν όμως τίποτα στον πύργο που πλησίαζε.

«Όχι, όχι! Όλες μαζί. Ρίξτε όλοι. Εσείς οπλίστε. Περιμένετε, μην ρίχνεται ακόμη.»

Όταν όλες οι βαλλίστρες ήταν έτοιμες ο Τζικούρο έδωσε την διαταγή και όλα τα βέλη εκτοξεύτηκαν ταυτόχρονα. Τα περισσότερα βρήκαν τον στόχο, εκτός από ένα που ξέφυγε εντελώς από την πορεία του και κατάφερε να σκοτώσει μερικούς χάντεκ στο πεδίο της μάχης. Ο πύργος έχασε κάποια κομμάτια και φάνηκε πως ήταν έτοιμος να πέσει. Αλλά κρατήθηκε με πείσμα όρθιος κι συνέχισε να κινείται προς τα τείχη. Πριν προλάβει ο στρατηγός να δώσει ξανά τη διαταγή για να ρίξουν ακούστηκε ένας τσιριχτός ήχος και ένα ενοχλητικό σφύριγμα καθώς τέσσερις φλεγόμενες σφαίρες πετούσαν προς τα τείχη. Πλησίαζαν με τόση ορμή που φαινόταν πως θα διέλυαν τα τείχη σαν να ήταν φτιαγμένα από άμμο. Η μια σφαίρα πέτυχε το τείχος αλλά οι υπόλοιπες το ξεπέρασαν και πέτυχαν τους άντρες στις πολεμίστρες, έναν μικρό πύργο που κατέρρευσε και μια βαλλίστρα. Είδε μερικούς από τους άντρες του να βρίσκονται στο έδαφος γεμάτοι αίματα και κάποιον να έχει αρπάξει φωτιά.

Καθάρματα. Ο στρατηγός βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Τόσο οι καταπέλτες όσο και οι πύργοι δεν έπεφταν εύκολα. Οι πύργοι πλησίαζαν στα τείχη και οι καταπέλτες και οι βαλλίστρες τους κατέστρεφαν τις δικές τους και σκότωναν τους άντρες του.

«Στους πύργους!» φώναξε τελικά «Ρίξτε πάλι στους πύργους.»

Τουλάχιστον είχε λίγη ώρα μέχρι να ετοιμάσουν τους καταπέλτες. Οι βαλλίστρες εκτόξευσαν ξανά στον ίδιο πύργο ταυτόχρονα και εκείνος ταλαντεύτηκε για λίγη ώρα. Ύστερα έπεσε μετά από ένα μεγάλο κρακ. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο αυτός δεν διαλύθηκε εντελώς απλώς έχασε ένα μεγάλο κομμάτι του μένοντας ακίνητος στο πεδίο της μάχης. Αυτό ήταν μια μικρή ενόχληση για τις γραμμές των χάντεκ που αναγκάστηκαν να τον παρακάμψουν.

«Γρήγορα στον επόμενο!» φώναξε ο στρατηγός αλλά φαινόταν πως αυτός θα άντεχε ακόμη περισσότερο. Είχε αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα. Ο στρατηγός κοίταξε γύρω του. Επικρατούσε χάος. Τα βέλη κι από τις δυο μεριές, οι σφαίρες, οι πέτρες, τα σιδερένια βέλη και οι βρισιές δεν σταματούσαν να εκτοξεύονται.

Σε λίγο έφεραν τις σκάλες και προσπάθησαν να ανεβούν στα τείχη. Ο στρατηγός ήξερε πως αυτό δύσκολα μπορούσες να το κάνεις σε τείχη όπως και εκείνα. Ο στρατηγός ήταν έμπειρος και ήξερε πως σε αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να δράσεις γρήγορα γιατί αν οι εχθροί εισέβαλαν στα τείχη οι άντρες θα πανικοβάλλονταν και ίσως να έχαναν τον έλεγχο τους. Έδωσε γρήγορα και καθαρά τις διαταγές του. Τις σκάλες τις χτύπησαν με τσεκούρια και τους άντρες τους κάρφωσαν με βέλη. Σε κάποιους επίμονους που κόντευαν να ανεβούν απάντησαν με καυτό λάδι και πέτρες αλλά σιγά σιγά κάθε προσπάθεια των χάντεκ να σκαρφαλώσουν ύπουλα στα τείχη εμποδίστηκε.

Οι καταπέλτες όμως συνέχιζαν να ρίχνουν ασταμάτητα. Κατέστρεφαν όλο και περισσότερα πάνω στο τείχος και τελικά άλλη μια βαλλίστρα τους έπεσε. Οι πύργοι είχαν σχεδόν φτάσει και οι βαλλίστρες αν και είχαν προκαλέσει αρκετές ζημιές σε έναν από αυτούς δεν είχαν καταφέρει να ρίξουν άλλον.

Και τότε φάνηκε η πολιορκητική χελώνα που πλησίαζε. Ένας πολιορκητικός κρύος που βρισκόταν προστατευμένος από μια τριγωνική ξύλινη σκεπή. Κατευθυνόταν κατευθείαν προς την πύλη. Ο Τζικούρο είδε τον εχθρό να πλησιάζει από όλες τις μεριές. Ο θάνατός τους μπορεί να ήταν κοντά αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να πανικοβληθεί. Διέταξε τους άντρες του να ετοιμάσουν το καυτό λάδι και μόλις η χελώνα πλησίασε αρκετά ξεκίνησαν να της επιτίθενται με βέλη, πέτρες και ρίχνοντας το λάδι. Οι πέτρες κι τα βέλη δεν φαινόταν να κάνουν και πολλά, οι άντρες μέσα στην χελώνα ήταν καλά προστατευμένοι. Το λάδι όμως φάνηκε να τους δημιουργεί κάποιο πρόβλημα.

Ακούστηκαν ουρλιαχτά και για λίγο οι ρόδες της σταμάτησαν να τσουλάνε. Μετά από λίγο όμως οι άντρες που δεν μπορούσαν να σπρώξουν άλλο αντικαταστάθηκαν και συνέχισε να προχωρά προς την πύλη. Μόλις έφτασε ξεκίνησε να τη χτυπά ανελέητα ο κριός τους. Το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Τόσο επίμονος και τρομερός ήχος. Η πύλη που τους προστάτευε, που χώριζε τους ίδιους από τους εχθρούς κοπανιόταν με μίσος.

Συνέχισαν να ρίχνουν και να πετάνε πέτρες αλλά οι τοξότες έπρεπε να στραφούν προς τους τοξότες των χάντεκ που βρίσκονταν πάνω στους πύργους. Ακριβώς απέναντι από τα τείχη οι πύργοι σταμάτησαν και οι χάντεκ κατέβασαν σκάλες για να ανεβούν ενώ ταυτόχρονα πετούσαν βέλη. Πολλοί είχαν ανεβεί στο τείχος και μάχονταν με τους άντρες του Σέριλ με νύχια και με δόντια.

Οι εχθροί βαρούσαν την πόρτα για να μπουν ενώ άλλοι ήδη βρίσκονταν πάνω από το σβέρκο τους και κουνούσαν απειλητικά τις λεπίδες τους. Ο Τζικούρο ήξερε πως η μάχη για τη ζωή τους είχε μόλις ξεκινήσει.

***

Πολεμούσαν σαν δαίμονες. Όλοι προσπαθούσαν να σκοτώσουν τον αντίπαλο με κάθε μέσο. Άλλοι με τα όπλα τους, άλλοι με τα νύχια και τις μπουνιές τους ενώ άλλοι προσπαθούσαν με απελπισμένες κινήσεις να σπρώξουν τον αντίπαλο από τα τείχη.

Μετά από λίγη ώρα ένα ράγισμα στην χελώνα των χάντεκ επέτρεψε στο καυτό λάδι να πέσει κατευθείαν στα κεφάλια αυτών που την έσερναν. Τότε οι χάντεκ προσωρινά εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα να ρίξουν την πύλη. Οι πύργοι όμως ήταν αρκετοί για να ανεβάσουν στα τείχη αρκετούς για να τους σφάξουν όλους. Ο Τζικούρο δεν μπορούσε να δει ή να ακούσει καλά μέσα στο χάος και το σημείο των τειχών που στεκόταν αυτός δεν είχε καν κατακλειστεί από χάντεκ όπως τα πρώτα επίπεδα.

Τους ήχους της μάχης τους άκουγε καλά όμως. Κραυγές απόγνωσης, πόνου, φόβου, θυμού, ατσάλι, ξύλο, αίμα που χύνεται, άντρες να πέφτουν από τα τείχη, σπαθιά να καρφώνονται στην σάρκα, βέλη να εκτοξεύονται, ασπίδες να κουδουνίζουν, φωτιά να καίει και άντρες να καίγονται. Όλοι αυτοί οι ήχοι πλημμύριζαν τα αυτιά του στρατηγού. Ήρθε όμως ένας άλλος ήχος να τα καλύψει όλα. Δεν ήταν πιο δυνατός αλλά ήταν πιο σημαντικός, ένας ήχος γεμάτος νόημα που μπορούσε να αντικατασταθεί με χίλιες λέξεις. Αυτός ο ήχος έκανε τα πάντα στο μυαλό τους στρατηγού να σταματήσουν και έστρεψαν τα μάτια του προς τον ορίζοντα. Κατάλαβε πως αυτό που άκουγε ήταν σάλπιγγες που ηχούσαν μακριά και μόνο τότε είδε μόνο τον δεύτερο στρατό των χάντεκ που πλησίαζε. Αυτοί οι μπάσταρδοι δεν έχουν τελειωμό, σκέφτηκε με ένα αρρωστημένο χαμόγελο στο πρόσωπο.

Το καθυστερησα λίγο αλλα μου πηρε καιρο να το γραψω. Θα επιστρεψω για το επομενο. Προς το παρον αφηστε ενα αστερι αν σας αρεσε και 80000000000000000000000 σχολια και τα λεμε στο επομενο. Γεια. Σοβαρα. Φευγω.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top