Κεφάλαιο 40: Ο Μεγάλος Ποταμός
«ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ. ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ» φώναζε ο βασιλιάς των τόκου με βροντερή φωνή για να τον ακούνε οι χιλιάδες τόκου. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι είχαν παραταχθεί τόκου μπροστά από το δάσος Κέρεσουκ και άλλοι πολλοί κρυμμένοι μέσα στο δάσος και πάνω στα δέντρα έτοιμοι να υποστηρίξουν μια υποχώρηση. Όλα ήταν έτοιμα για μάχη.
Ο Άρχοντας των χάντεκ είχε μάθει για εκείνους και ανέμεναν για την επίθεσή του. Κανείς δεν μπορούσε να βρει ηρεμία πριν από τη μάχη. Κρατούσαν γερά τα κοντάρια τους και έλεγχαν τις χορδές στα τόξα τους. Ο πόλεμος είχε φτάσει σε αυτούς πιο γρήγορα από ότι θα ήθελαν και περίμεναν· ακριβώς έξω από το σπίτι τους.
Ο Μαχέγκαν ήταν κι αυτός στις πρώτες γραμμές προετοιμάζοντας τους στρατιώτες του. Φορούσε μια παρόμοια φορεσιά μάχης με αυτήν των τόκου του Κέρεσουκ μόνο που η δική του ήταν ολόλευκη. Κρατούσε και το λευκό κοντάρι του υψώνοντάς το στον ουρανό για να δώσει κουράγιο στους άντρες του οι οποίοι απάντησαν με κραυγές μάχης.
Αυτό εμψύχωσε και τον υπόλοιπο στρατό και όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να ουρλιάζουν. Μερικοί γύμνωναν τα δόντια τους και μερικοί χτυπούσα στο έδαφος τα κοντάρια τους. Όλοι έμοιαζαν να είχαν χάσει τα λογικά τους,, σαν να ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν οποιονδήποτε βρισκόταν στο δρόμο τους.
Σύννεφα βρίσκονταν από πάνω τους και υπόσχονταν βροχή, όλα έδειχναν πως θα μάχονταν εκείνη την ημέρα. Κάποια στιγμή όμως κάτι έκανε τους τόκου να σταματήσουν την οχλοβοή τους. Ένας τόκου φάνηκε να πλησιάζει τρέχοντας στον ορίζοντα. Το τρίχωμά του ήταν λευκό και φαινόταν να είναι πολύ νέος.
Ήταν εξαντλημένος από το τρέξιμο και μόλις έφτασε μπροστά στον στρατό ο Μαχέγκαν τον σταμάτησε για να τον ρωτήσει τι είχε δει. Το παιδί σταμάτησε εξαντλημένο, λαχανιάζοντας και μόλις κατάφερε να ξανακερδίσει την αναπνοή του είπε:
«Οι χάντεκ, οι χάντεκ έφυγαν!»
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Μεγάλος Ποταμός στεκόταν ανάμεσα σε αυτούς και τους εχθρούς τους. Οι τόκου βρίσκονταν στην ακτή κοιτώντας προς την αντίπερα όχθη αλλά δεν κατάφερναν να δουν τίποτα περισσότερο από μια αμυδρή λωρίδα ξηράς. Οι καρδιές τους είχαν γεμίσει ανακούφιση και φόβο, περισσότερο ανακούφιση.
Ήξεραν πως χρειάζονταν τους ανθρώπους για να νικήσουν τους χάντεκ, οι τόκου του Κέρεσουκ και του Χόφεν δεν αρκούσαν. Οι άνθρωποι όμως στην απέναντι όχθη ήταν πολύ μακριά, δεν ήξεραν και πολλά για αυτούς. Ήταν μερικές ιστορίες και μερικές αναμνήσεις. Δεν μπορούσαν να θρηνήσουν για κάποιους που δεν ήξεραν ποτέ και μέχρι τώρα θεωρούσαν εχθρούς τους. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν πως το μέλλον του πολέμου ήταν σκοτεινό χωρίς τους ανθρώπους. Μπορούσαν μόνο να σκεφτούν πως οι εχθροί βρίσκονταν έναν ποταμό μακριά τους, αυτό τους γέμιζε ανακούφιση.
Τριγύρω οι τόκου ερευνούσαν τις όχθες του ποταμού και έψαχναν για τυχόν κατασκόπους. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα απο μερικά παρατημένα πράγματα όπως σφυριά, ξύλα και μερικά κουφάρια ζώων.
Ο βασιλιάς βρισκόταν με τον Μάλεν και τον Μαχέγκαν στην ακτή κοιτώντας απέναντι, σαν να περίμεναν πως οι εχθροί θα γυρνούσαν πίσω. Ο Τόρλεκ πλησίασε τον Μάλεν και του μίλησε σιγανά αλλά όχι αρκετά σιγανά ώστε να μην ακούνε οι υπόλοιποι.
«Γιατί έφυγαν; Μας φοβούνται μήπως;»
«Ποιον φοβάται ένας αθάνατος;» απάντησε σκεπτικός ο Μάλεν.
«Πιστεύεις όντως πως είναι αθάνατος;»
«Ξέρω μόνο πως κάποιος που προκαλεί κάθε μέρα τον θάνατο και εκείνος ποτέ δεν τον παίρνει, κάποια στιγμή σταματά να φοβάται. Τότε δεν είσαι γενναίος απλά νομίζεις πως δεν μπορείς να πεθάνεις.»
Μικρό κεφάλαιο αλλά απλά ήθελα να προσθέσω αυτήν την μικρή σκηνή. Θα ανεβάσω σύντομα κι άλλο μεγάλο. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εκανα μερικές μικρές αλλαγές στο προηγούμενο, όποιος δεν το είχε διαβάσει πιο πριν προφανώς δεν επηρεάζεται και πολύ(δεν είναι πολλές, προσθεσα μερικούς διαλόγους). Αυτά. Τα λΕμΕ. Φευγω. Τωρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top