Κεφάλαιο 4- Μέρος πρώτο: Η Δίκη


Η αυγή ήρθε και χάλασε όσα λεπτά κατάφερε να κοιμηθεί. Ήταν ιδρωμένος σε όλο του το σώμα και η μυρωδιά του εκείνο το πρωί ήταν χειρότερη από κάθε άλλη μέρα. Τρείς τόκου μπήκαν μέσα ενώ αυτός προστάτευε τα μάτια του από το εκτυφλωτικό φως.

Τον άρπαξαν, τον σήκωσαν άγαρμπα και του έδεσαν τα μάτια με μια κορδέλα σφικτά. Ήλπιζε να δει περισσότερα από τους τόκου πριν πεθάνει. Βγήκαν από το κελί και ένιωσε το πυκνό χορτάρι κάτω από τα πόδια του . Ένιωσε την ζέστη του ήλιου και τον άνεμο να τον περιτριγυρίζει .

Δεν είχε και πολύ χρόνο για να χαρεί εκείνη την στιγμή γιατί οι τόκου άρχισαν να τον τραβάνε και να του λένε να περπατάει όλο και πιο γρήγορα. Αυτός όμως δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα έλεγαν. Ένιωθε τα γατήσια νύχια τους να ακουμπάνε το δέρμα του και να του πιέζουν ελαφρά την σάρκα .

Περπάτησαν για αρκετή ώρα και οι άλλες του αισθήσεις οξύνθηκαν. Όπως και στο κελί του μπορούσε να χρησιμοποιήσει μόνο τις άλλες αισθήσεις του για να αντιληφθεί οτιδήποτε . Μύρισε το βρεγμένο χώμα και κατάλαβε πως είχε βρέξει την προηγούμενη μέρα μα εκείνος δεν είχε ακούσει τίποτα .

Ένιωσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει και άκουσε ομιλίες και φωνές στον δρόμο. Άκουσε και νερό να κυλάει και ξανά αισθάνθηκε πέτρα κάτω από τα πόδια του . Αυτή δεν έμοιαζε όμως επεξεργασμένη πέτρα . Έμοιαζε σαν να πατούσαν σε βραχώδες έδαφος. Άκουσε επίσης πόρτες να ανοίγουν και ξανά πολλές φωνές να μιλάνε και να φωνάζουν ταυτόχρονα.

Να βγάζουν επιφωνήματα όλα όμως στην άγνωστη γλώσσα τους . Ξανά πέτρα . Βρίσκονταν πάλι μέσα σε κάποιο κτήριο . Μήπως όλη η κοινότητα για την οποία μίλησε ο Τόρλεκ είχε φτιάξει σπίτια από πέτρα μέσα στο δάσος ; Σταμάτησαν να περπατάνε και του επέτρεψαν να αφαιρέσει το μαντήλι από τα μάτια του .

Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και δεν ήταν αυτό που περίμενε να δει . Βρισκόταν σε μια τεράστια αίθουσα φτιαγμένη από πέτρα , θα νόμιζε κανείς πως ήταν φτιαγμένη από ανθρώπινα χέρια. Το πρώτο που μπόρεσε να δει ήταν ένα θεόρατο μπρούτζινο άγαλμα που απεικόνιζε έναν άνθρωπο να είναι γονατισμένος και να έχει στα χέρια του ένα κοντάρι .

Τι μπορεί να σήμαινε αυτό άραγε; Ίσως ήταν ένας από τους ανθρώπους του παρελθόντος που είχαν συμμαχήσει με τους τόκου .Ίσως οι άνθρωποι είχαν βοηθήσει να φτιαχτούν τα πέτρινα σπίτια . Όπως και να είχε όμως τέτοια επιτεύγματα δεν είναι δυνατά από μια φυλή αγρίων. Οι τόκου είχαν πολιτισμό και τον είχε τώρα απέναντί του. Αναρωτιόταν τι άλλο να υπήρχε πέρα από αυτό το άγαλμα .

Δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν δύο τόκου με ανοιχτό καφέ τρίχωμα στέκονταν ακίνητοι φρουρώντας τον ,κρατώντας τον σφιχτά από τα χέρια. Μπροστά από το άγαλμα βρισκόταν ένας μακρύς, ψηλός πάγκος που χωριζόταν σε τρείς πλευρές και απλωνόταν ολόγυρα του.

Πίσω από τον πάγκο ήταν καθισμένοι έντεκα τόκου (υπέθεσε)μα δεν μπόρεσε να είναι σίγουρος γιατί ήταν αδύνατο να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά τους που ήταν καλυμμένα από πάνω μέχρι κάτω με μανδύες . Ο καθένας είχε τον δικό του μανδύα και όλοι είχαν διαφορετικό χρώμα και τα πρόσωπά του κρύβονταν κάτω από χοντρές κουκούλες .

Εντελώς ξαφνικά άρχισε να παίζει μια μυστηριώδης και έντονη μουσική ,μπόρεσε να αναγνωρίσει τον ήχο των τυμπάνων και άλλων κρουστών οργάνων .Κατέβασαν τις κουκούλες τους και αποκάλυψαν τη φρίκη που υπήρχε από κάτω .

Όλοι τους ήταν τόκου όπως το υποψιάστηκε μα αυτοί ήταν διαφορετικοί .Το τρίχωμά τους έλειπε και στη θέση του υπήρχε το ροζιασμένο δέρμα τους το οποίο ήταν γεμάτο ζάρες και σε συνδυασμό με το κοκαλιάρικο σώμα τους προκαλούσαν μια αποκρουστική εικόνα.

Όλοι τους είχαν κακόβουλες εκφράσεις αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει αν ευθυνόταν το άσχημο πρόσωπό τους για αυτό ή όχι. Η στάση τους έδειχνε πως δεν έκρυβαν και πολύ δύναμη μέσα τους και πως ήταν μεγάλοι σε ηλικία αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος.

Συγκρατήθηκε για να μην δείξει την απέχθειά του. Προσπάθησε να κρατήσει το πρόσωπό του ανέκφραστο. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να φανεί αγενής. Ο τόκου που καθόταν στο κέντρο με τον λευκό μανδύα , φαινόταν να ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία αλλά ταυτόχρονα φαινόταν να ήταν αυτός που είχε την περισσότερη δύναμη και ζωντάνια μέσα του.

Σήκωσε με αργές κινήσεις από τον πάγκο ένα μεγάλο πάπυρο και τον άφησε να πέσει κάτω στο πάτωμα κάνοντας έναν έντονο ήχο και να κατρακυλήσει αποκαλύπτοντας τι ήταν γραμμένο πάνω του. Καθώς ξετυλιγόταν μπόρεσε να δει τα σύμβολα που ήταν γραμμένα στον πάπυρο μα του φάνηκαν ακατανόητα. Παρατήρησε όμως πως έμοιαζαν με τα σύμβολα που είχαν τα κοντάρια των τόκου.

Ίσως τελικά να ήταν η γλώσσα τους . Αν τελικά είχαν και γραπτό λόγο αυτό σήμαινε πολλά για τον πολιτισμό τους. Έπειτα ο τόκου με τον λευκό μανδύα ξεκίνησε να μιλάει με την βραχνιασμένη βαριά φωνή του και όλοι όσοι ήταν μαζεμένοι τριγύρω στην αίθουσα σώπασαν αμέσως για να τον ακούσουν.

«Συγκεντρωθήκαμε αδερφοί μου σήμερα εδώ για να δικάσουμε... έναν άνθρωπο» Επιφωνήματα ακούστηκαν στο άκουσμα αυτής της λέξης. Μιλούσε στην γλώσσα των τόκου ενώ ένας νεαρός που στεκόταν δίπλα από το τραπέζι των δικαστών μετέφραζε στη συνέχεια ότι έλεγε .Ακόμη ένας που μιλάει την γλώσσα μου, σκέφτηκε έκπληκτος ακούγοντας την γλώσσα του με τόσο παράξενη προφορά. Δεν είχε τόση ευχέρεια όση ο Τόρλεκ, μάλλον κάνεις δεν είχε.

«Κάτι που δεν έχει γίνει εδώ και εκατοντάδες χρόνια από την εποχή της ειρήνης .Από τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν προδοτικό αίμα στις φλέβες τους .» Καθώς μιλούσε το πρόσωπό του παραμορφωνόταν παίρνοντας παράξενες εκφράσεις κάνοντάς τον να φαίνεται ακόμη πιο άσχημος και γερασμένος.

«Ο αδερφός Τόρλεκ σίγουρα ξέρει περισσότερα για την υπόθεση μιας και αυτός ήταν που αφού έμαθε για τον άνθρωπο και πήγε για να τον συναντήσει ,τον βοήθησε σε μια στιγμή ανάγκης και σε αντάλλαγμα εκείνος παραβίασε το νόμο μας !Ελπίζουμε πως αργότερα θα μας βοηθήσεις να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη .»

Συνέχισε ο δικαστής καθώς κοιτούσε τον Τόρλεκ ο οποίος βρισκόταν στην άκρη της αίθουσας και παρακολουθούσε υπομονετικά. Αφού ο Τόρλεκ έκανε ένα νεύμα για να δείξει πως θα βοηθούσε στην υπόθεση ο δικαστής συνέχισε.

«Ακολούθησε τους αδερφούς μας κρυφά και ύπουλα σαν ένας βρωμερός αρουραίος με σκοπό να αποκαλύψει στους υπόλοιπους ανθρώπους που κρυβόμαστε και να μας σκοτώσουν όλους!»

Η φωνή του αντήχησε σε ολόκληρη την αίθουσα δίνοντας κύρος και σεβασμό στον λευκοφορεμένο τόκου. Ξαφνικά έβλεπε τις πιθανότητες να βγει ζωντανός να λιγοστεύουν . Κατάλαβε πως οι δίκες δεν γίνονταν όπως στον κόσμο των ανθρώπων . Τώρα είχε αρχίσει να φοβάται πως θα τον καταδικάσουν χωρίς καν να τον ακούσουν . Αυτός ο δικαστής φαινόταν να τρέφει αρκετό μίσος και φόβο για τους ανθρώπους.

Ο δικαστής έβηξε επιδεικτικά για να είναι σίγουρος πως προσέχουν αυτόν και όχι τον κατηγορούμενο και αφού επικράτησε και πάλι ησυχία στην αίθουσα συνέχισε:

«Καλώ ενώπιον μου τους θαρραλέους και έντιμους να συμφωνήσουν μαζί μου ή να με διαψεύσουν! Είναι κανείς που θα ήθελε να μιλήσει;»

Χωρίς να χρειαστεί να περιμένουν πολύ είδαν να προχωράει πρώτος προς το μεγάλο τραπέζι των δικαστών ένας τόκου με κομμένα αυτιά και γκριζόμαυρο τρίχωμα .Φαινόταν μεγάλος σε ηλικία αλλά όχι τόσο όσο οι γέροντες απέναντί του .

Τα κομμένα αυτιά του προσέδιδαν ένα σκοτεινό παρουσιαστικό που ενισχυόταν από το βλοσυρό του βλέμμα . Το βήμα του ήταν αργό και σίγουρο καθώς προχωρούσε προς το κέντρο της αίθουσας .Αμέσως όλοι φάνηκαν να αναγνωρίζουν ποιος είναι και να τον κοιτάνε με σεβασμό ενώ μερικοί ακούστηκαν να τον επευφημούν πριν ξεκινήσει να μιλάει.

Κοίταξε τον κατηγορούμενο με ένα βλέμμα απέχθειας και περιφρόνησης που δεν προσπαθούσε καθόλου να κρύψει και ύστερα γύρισε προς τους δικαστές. Στην αρχή μιλούσε ήρεμα και σιγανά μα μετά από λίγη ώρα ο θυμός του απελευθερώθηκε και φώναζε μανιασμένα λέξεις φτύνοντας και κάνοντας χειρονομίες με τα χέρια που φανέρωναν μεγάλη οργή δείχνοντας προς τον κατηγορούμενο και το κοινό.

Ακούστηκαν πολλοί να ξαφνιάζονται από την ένταση με την οποία μιλούσε και πολλοί άλλοι ακούστηκαν να συμφωνούν με όσα έλεγε και να τον παροτρύνουν να συνεχίσει. Ο νεαρός άρχισε να μεταφράζει αυτά που έλεγε τώρα ο νέος ομιλητής.

«Ζώ πολλά χρόνια σε αυτό το δάσος ,σε αυτόν τον κόσμο . Έχω βγει έξω από το Κέρεσουκ χιλιάδες φορές και έχω ταξιδέψει τόσο μακριά που να μπορώ να αγγίξω κάστρα και πύργους φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια.»

Το μεγαλύτερο ταξίδι του γέροντα ήταν μέχρι την μπροστινή αυλή του σπιτιού μου, σκέφτηκε μα συγκράτησε το χαμόγελό του.

«Έχω μάθει για τους ανθρώπους , έχω μάθει πως ζούνε , πως μιλάνε ,ξέρω πως δρουν οι άνθρωποι .Έχω ζήσει κοντά τους ,έχω φάει με κάποιους από αυτούς και έχω πολεμήσει αρκετούς. Νομίζεται πως είναι σαν εμάς ; Νομίζεται πως καταλαβαίνουν το ίδιο ή πως τους αξίζει μια δίκη σαν να ήταν ένας από εμάς ; Εγώ τους έχω γνωρίσει , φοράω την απόδειξη της πραγματικής τους φύσης γι' αυτό μην νομίζετε πως δεν ξέρω τι λέω!»

«Οι άνθρωποι μοχθηροί και ψεύτες κρύβονται στα κάστρα τους λέγοντας πως ο πολιτισμός τους αναπτύσσετε και τα παιδιά τους είναι τώρα πιο έξυπνα μα αυτό που πραγματικά έγινε είναι πως έριξαν τις άμυνες τους νομίζοντας πως ήταν προστατευμένοι ενώ οι διεφθαρμένοι ύπουλα ανέβηκαν στην εξουσία σαν βασιλιάδες και σύμβουλοι. Συμφεροντολόγοι και σφετεριστές !

Οι προγονοί τους είναι που μας έδιωξαν να μείνουμε μόνοι μας. Παλιά υπήρχαν ενάρετοι άνθρωποι μα τώρα η κοινωνία τους έχει βουλιάξει. Οι καλοί είναι νεκροί και τώρα εξουσιάζουν φίδια έναν διεφθαρμένο λαό. Είναι κάποιος που διαφωνεί μαζί μου , είναι κάποιος που μου λέει πως αυτός εδώ δεν είναι κατάσκοπος, πως δεν θα μας βλάψει με κανέναν τρόπο , πως είναι καλός ; Ε λοιπόν σας λέω πως δεν υπάρχουν πια καλοί άνθρωποι.»

Ένα κορίτσι από το συγκεντρωμένο πλήθος μίλησε καθώς ερχόταν μπροστά . Έμοιαζε νέα και δυνατή , στον κόσμο των ανθρώπων ίσως τώρα να ήταν σε ηλικία γάμου . Μίλησε με σίγουρη και δυνατή φωνή που μπορούσαν να ακούσουν όλοι αλλά δεν φαινόταν να καταβάλει καμία προσπάθεια για αυτό.

«Γιατί νομίζεις Χαλκίρ πως ξέρεις τους ανθρώπους . Μήπως επειδή δύο άντρες σου ξερίζωσαν τα αυτιά όταν ήσουν νέος ; Υπάρχουν καλοί άνθρωποι αλλά εσύ δεν μπορείς να το ξέρεις γιατί έχεις πικραθεί και κλειστεί μέσα στην καλύβα σου για χρόνια . Εκτός από τα αυτιά σου σου βγάλανε τότε και τα μάτια;»

Ο μεταφραστής είχε πλησιάσει τώρα τον άνθρωπο (διστακτικά) για να είναι σίγουρος πως τον ακούει και του μετέφραζε σιγά τα λόγια όποιου έπαιρνε τον λόγο . Η ομιλία της τόκου είχε αναστατώσει πολλούς μέσα στην αίθουσα .Ο Χαλκίρ γύρισε και την κοίταξε με το πρόσωπό του να βράζει από θυμό . Έκανε μια μεγάλη παύση πριν μιλήσει και ύστερα της απάντησε με θυμωμένα λόγια:

«Ώστε αμφισβητείς την κρίση μου τώρα . Ξεχνάς πως πριν ακόμη γεννηθείς εγώ εξερευνούσα και μάθαινα τον κόσμο . Όταν εγώ βρισκόμουν στα ταξίδια μου εσύ δεν είχες μάθει να περπατάς . Νομίζεις πως ξέρεις τον κόσμο . Αφελή και ανόητη! Όλοι όμως γνωρίζουν για την αδυναμία σου στους ανθρώπους από μικρή Μέρα . Φρόντισες να πιάσεις φιλίες με αυτούς από παλιά»

Η Μέρα απάντησε εκνευρισμένη στον Χαλκίρ και ξαφνικά όλοι στην αίθουσα είχαν να πουν από κάτι εκνευρισμένοι και επικράτησε μία βαβούρα . Ο δικαστής με τον λευκό μανδύα αποφάσισε να βάλει τάξη και με μερικές δυνατές προσταγές του κατάφερε να ηρεμήσει το ακροατήριο.

«Σιωπή! Αρκετά πια, ντροπιάζεται αυτήν την αίθουσα . Εδώ πρέπει όλοι να ακούγονται και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό»

Όλοι εκτός από εμένα ,σκέφτηκε ο αιχμάλωτος άνθρωπος και ένα χαμόγελο φόβου ήρθε στα χείλη του.

«Ακούσαμε όλα όσα έχει να πει προς το παρόν ο Χαλκίρ;» Ρώτησε ο δικαστής και ο Χαλκίρ απάντησε με ένα κοφτό νεύμα.

«Ωραία, τότε πιστεύω πως η Μέρα θα ήθελε να μιλήσει ,αλλά μην παρατείνεις το ζήτημα πάνω στον Χαλκίρ»

Η τόκου σχεδόν αγνοώντας την παρατήρηση του δικαστή όρθωσε το κορμί της και απευθύνθηκε σε όλους.

«Αν δεν εξετάσουμε όσα έγιναν και τον λόγο που ήρθε εδώ ο άνθρωπος , αν δεν εξετάσουμε τον άνθρωπο πως θα τον δικάσουμε . Αν έχουμε αποφασίσει ήδη για την μοίρα του τότε αυτή η δίκη είναι μία παρωδία και όλοι μας ντροπιάζουμε αυτήν την αίθουσα»

«Πολύ καλά , παιδί μου» είπε κάπως ενοχλημένος από την ορμητικότητα και την ευθύτητα της νεαρής τόκου. Ας συνεχιστεί αυτή η δίκη ακούγοντας τι έχει να μας πει ο κατηγορούμενος για όλα αυτά Αφού τα άκουσες όλα αυτά τι έχεις να πεις εσύ τώρα άνθρωπε για όσα είχε πει ο αξιότιμος Χαλκίρ;»

Στην αρχή δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει και δεν ήξερε τι έπρεπε να πει . Σίγουρα ο Χαλκίρ φαινόταν αρκετά εύθικτος και δεν θα έπρεπε να εξαγριώσει κανέναν στην αίθουσα . Τουλάχιστον ήταν ευγνώμων που κάποιος σε αυτήν την αίθουσα τον υποστήριζε. Όταν είδε πως όλοι περίμεναν αμίλητοι. Ξεκίνησε:

 Με μια μικρη καθυστερηση. Δεν ειμουν σιγουρος που να σταματουσα το κεφαλαιο οποτε το χωρισα σε δυο μερη. Παρακαλω δωστε μου ολα σας τα σχολια και αστερια. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top