Κεφάλαιο 30-Μία μέρα πριν τον πόλεμο
Πήρε το βέλος από το ξύλινο δοχείο που βρισκόταν στο έδαφος και το στερέωσε πάνω στην χορδή του τόξου του. Έπιασε με τα δάκτυλά του τα λευκά φτερά του βέλους. Δεν είχε ξαναδεί καλύτερο βέλος στην ζωή του. Τα τόξα και τα βέλη των τόκου διέφεραν από αυτά των ανθρώπων. Τα τόξα ήταν μικρότερα, πιο ανθεκτικά και εκτόξευαν τα βέλη πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ορμή. Τα βέλη ήταν τόσο προσεκτικά φτιαγμένα που θα πίστευε κανείς πως το δούλευαν για χρόνια.
Τέντωσε την χορδή μέχρι που το φτερό βρέθηκε δίπλα στο αυτί του, πήρε μια βαθιά ανάσα και ελευθέρωσε το βέλος. Πριν το καταλάβει είχε εξαφανιστεί σκίζοντας τον αέρα και είχε βρεθεί στον στρογγυλό ψάθινο στόχο που ήταν στερεωμένος σε ξύλινα κοντάρια. Το βέλος καρφώθηκε βαθιά μέσα στο κάτω μέρος του στόχου που στο κέντρο του υπήρχε ένας κόκκινος κύκλος. Βλαστήμησε για άλλη μια φορά που δεν πέτυχε το κέντρο και πήρε το επόμενο βέλος.
Ο χώρος της εξάσκησης ήταν για άλλη μια φορά γεμάτος και παντού υπήρχαν στόχοι σαν και τον δικό του με ένα-δύο τοξότες να τον κατατρυπάνε. Τριγύρω ακουγόταν ο ήχος από άλλα βέλη να βρίσκουν τον στόχο τους και φωνές ευχαρίστησης όταν πετύχαιναν το κέντρο. Οι φωνές τους τον ενοχλούσαν και του θύμιζαν το πόσες λίγες φορές το βέλος του είχε βρει κόκκινο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ρίξει με τόξο αλλά το δυνατό του σημείο ήταν πάντα το σπαθί και σαν να μην έφτανε αυτό ο Παρούκ είχε απομακρύνει τον στόχο κατά δέκα μέτρα.
«Είναι αδύνατον» του είχε πει την πρώτη φορά που το είδε αλλά μόλις πέτυχε τον στόχο μετά από πολλές προσπάθειες άλλαξε γνώμη. Και πάλι του ήταν δύσκολο και ο στόχος ήταν αρκετά πιο μακριά από ότι τον είχε συνηθίσει. Ο Ντέγκορ δεν ήταν ποτέ τοξότης αλλά ο Φάριαν σκόπευε να γίνει και μάλιστα πολύ καλός. Το τόξο ήθελε σταθερό χέρι και υπομονή, πράγματα που δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως διαθέτει σε μεγάλο βαθμό αυτή τη στιγμή. Άλλο ένα βέλος έφυγε από την χορδή του και προσγειώθηκε λίγο πιο πάνω από το προηγούμενο.
Ένα γέλιο ακούστηκε από πίσω του και ο εκπαιδευτής του εμφανίστηκε κρατώντας ένα γκρίζο κοντάρι στα χέρια. Ο Παρούκ ήταν ένας καφετής τόκου με γυμνασμένους μυς και καλλίγραμμο σώμα. Οι μεγάλες του πλάτες μπορούσαν να κρατήσουν πολύ βάρος και όλοι έλεγαν πως ήταν ακόμη πιο δυνατός από όσο έδειχνε. Το όνομά του σήμαινε αχόρταγος αλλά τελικά όλο αυτό το φαγητό που έτρωγε μικρός μετατράπηκε σε δυνατά χέρια και πόδια και ένα ισχυρό κορμό. Ο Παρούκ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λίγο σκληρός εκπαιδευτής αλλά τον ήξερε για κάμποσο καιρό και μπορούσε πλέον να προσπερνάει τα σχόλιά του. Ο εκπαιδευτής τον πλησίασε και του μίλησε με ένα χαμόγελο στο στόμα.
«Ποτέ δεν πίστευα πως ένας τυφλός άντρας θα καταφέρει να χτυπήσει τον στόχο αλλά φαίνεται πως σήμερα ξεπέρασες τον εαυτό σου. Ίσως μετά από αυτό ο εχθρός να κουτσαίνει μετά την μάχη» είπε και συνέχισε να γελάει.
Ο Παρούκ τον φώναζε συνέχεια τυφλό λόγω της αδυναμίας του να πετύχει τον στόχο στην αρχή. Την πρώτη φορά που τον φώναξε έτσι επειδή δεν ήξερε την λέξη στη γλώσσα των τόκου και δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσε κι έτσι στην αρχή όλοι γελούσαν μαζί του χωρίς αυτός να καταλαβαίνει τον λόγο. Μετά από τόσες μέρες εκεί όμως τελικά δέθηκε με κάποιους τόκου και τον βοήθησαν να βελτιωθεί.
«Όταν θα δω τους χάντεκ θα προτιμήσω να τους πλησιάσω παρά να τους ρίξω με το τόξο, τότε δεν θα μπορούν ούτε να κουτσαίνουν» απάντησε και αυτός χαμογελώντας.
«Πίστεψε με, μόλις δεις τον στρατό των χάντεκ θα παρακαλάς να μπεις μαζί με τους τοξότες»
Ο Φάριαν αναρωτιόταν αν είχε δει ποτέ ο Παρούκ τον στρατό τους ή απλώς ήθελε να καυχηθεί.
«Μια φορά παρακολούθησα μια μάχη μαζί τους από μακριά και δεν νομίζω να το ξανακάνω»
«Πως στο καλό είχαν βάλει οι άνθρωποι εσένα για τοξότη»
Ο Φάριαν γέλασε παγωμένα με το αστείο του Παρούκ.
«Μακάρι να με είχαν βάλει τοξότη» είπε και εκτόξευσε ακόμη ένα βέλος που πλησίασε αρκετά το κέντρο.
«Ακόμη ζωντανός είναι» είπε ο Παρούκ και έφυγε με περήφανο βηματισμό
Ο Φάριαν συνέχισε την εξάσκηση και στο τέλος είχε καταφέρει τρία χτυπήματα στο κέντρο του στόχου. Άφησε κάτω το τόξο κουρασμένος και τότε ένιωσε τον πόνο στα μπράτσα του και την κούραση στα πόδια. Προχώρησε αργά προς την καλύβα του. Ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του όλο το μεσημέρι του είχε προκαλέσει πονοκέφαλο. Ο πονοκέφαλος ήταν ο χειρότερος εχθρός του, δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί . Έτριψε δυνατά τους κροτάφους του με την μικρή ελπίδα πως έτσι θα ένιωθε καλύτερα.
Παρατηρούσε τα πάντα γύρω του καθώς περπατούσε, τα κοιτούσε σαν να ήταν η πρώτη φορά που θα τα έβλεπε γιατί μπορεί να ήταν η τελευταία. Αυτή θα ήταν η τελευταία του μέρα στην κοινότητα, μετά από αυτήν οι τόκου θα έφευγαν για πόλεμο και δεν ήταν και πολύ σίγουρος αν θα επέστρεφε ή αν θα επέστρεφε κανένας τους. Έριχνε μια τελευταία ματιά στο καινούριο του σπίτι, κοίταξε τους τόκου. Αναρωτήθηκε ποιοι επρόκειτο να πεθάνουν, ποιος θα πέθαινε πρώτος και ποιος τελευταίος. Ίσως να πέθαινε αυτός πρώτος και να μην μάθαινε τίποτα από τα δύο.
Καθώς προχωρούσε έβλεπε όλο και περισσότερους τόκου, ο καθένας πιο διαφορετικός από τον άλλο. Όλοι ήταν τρομερά απασχολημένοι και κάρα με τρόφιμα και προμήθειες υπήρχαν παντού. Το μέρος φαινόταν σαν να είχε περάσει ένας τυφώνας και είχε χτυπήσει μια αγορά πετώντας τα κάρα εδώ κι εκεί.
Καθώς προχωρούσε συνάντησε μία μεγάλη ομάδα από στρατιώτες του Μαχέγκαν να εξασκούνται σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Ο Φάριαν δεν ήξερε αν δεν πήγαιναν στο πεδίο εξάσκησης επειδή δεν υπήρχε αρκετός χώρος ή επειδή δεν ήθελαν να τους αποσπάσουν την προσοχή. Αν πίστευε πως οι τόκου του Κέρεσουκ προπονούνταν σκληρά τώρα πια είχε αλλάξει γνώμη. Οι τόκου του Χόφεν πάλευαν μεταξύ τους με τα κοντάρια καθώς ένας από τους στρατηγούς του Μαχέγκαν τους επέβλεπε και τους φώναζε οδηγίες με την βροντερή φωνή του.
Ορμούσαν σαν αγρίμια ο ένας στον άλλον με τέτοια ορμή που νόμιζε πως πραγματικά ήθελαν να αλληλοσκοτωθούν. Έμεινε για λίγο αλλά ο πονοκέφαλός του σφυροκοπούσε το εσωτερικό του κεφαλιού του και δεν μπορούσε να παρακολουθήσει με την ησυχία του. Έφυγε και κατευθύνθηκε προς το μέρος που δεν ήθελε καθόλου να πάει.
Πέρασε όμως πρώτα από το κέντρο της κοινότητας, εκεί ο βασιλιάς με τον Μάλεν και τον Μαχέγκαν επέβλεπαν τις προετοιμασίες για την επόμενη ημέρα, την ημέρα της αποχώρησης και φαίνονταν όλοι πολύ απασχολημένοι. Στέκονταν μπροστά από αμάξια γεμάτα με τρόφιμα, ρούχα, όπλα και άλλα πολλά που μπορεί να χρειαζόταν ένας στρατός σε μια τέτοια αποστολή. Ο χώρος γύρω τους ήταν γεμάτος και συνεχώς οι τόκου γραμματείς και αποθηκάριοι τους πλησίαζαν βιαστικοί για να πάρουν τις εντολές τους κι ύστερα εξαφανίζονταν το ίδιο βιαστικοί. Ο Μάλεν φαινόταν ήδη αρκετά εκνευρισμένος με όλη αυτή την αναστάτωση αλλά ο βασιλιάς με τον Μαχέγκαν ήταν υπομονετικοί και εξυπηρετούσαν με ηρεμία όποιον πλησίαζε.
Ο Φάριαν τους πλησίασε και τους χαιρέτησε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. Τώρα πια είχε μάθει να χειρίζεται την γλώσσα χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, μπορούσε να συνεννοηθεί με όλους χωρίς να χρειάζεται μαζί του τον Τόρλεκ για μεταφραστή.
«Φαίνεται πως όλα είναι έτοιμα» είπε απευθυνόμενος σε όλους.
«Ξεκινάμε την αυγή και πιο πριν ακόμη» απάντησε ο Μαχέγκαν δυναμικά χωρίς να τον τιμήσει με το βλέμμα του.
«Ελπίζω να είσαι έτοιμος να ξεκινήσουμε ,αδερφέ μου. Έχει καιρό άνθρωπος να βαδίσει δίπλα σε τόκου στην μάχη» είπε ο βασιλιάς
«Είμαι έτοιμος να πολεμήσω.»
«Όλα θα πάνε καλά αν είναι η τύχη με το μέρος μας. Πήγαινε τώρα στο θέατρο για να ενημερωθείς για το αυριανό ξεκίνημα.»
Ο Φάριαν υποκλίθηκε και μετά συνέχισε για να πάει στο χώρο του θερινού θεάτρου. Σχεδόν το είχε ξεχάσει. Το μυαλό του ήταν απασχολημένο σκεπτόμενο αυτό που είχε να κάνει πιο μετά. Έφτασε στο σημείο και είδε εκατοντάδες τόκου να βρίσκονται καθισμένοι στις κερκίδες του αμφιθεάτρου που ήταν φτιαγμένες από μια γκρίζα πέτρα που γυάλιζε στο φως του ήλιου. Ήταν από τα λίγα πράγματα στην κοινότητα που ήταν φτιαγμένα από πέτρα και όχι ξύλο. Αυτό τον έκανε να αναρωτιέται πόσο χρονών να ήταν αυτό το αμφιθέατρο.
Κάθισε σε μία θέση κοντά στην έξοδο και παρακολουθούσε τους τόκου να έρχονται ασταμάτητα. Πίστευε πως δεν θα χωρούσαν άλλοι κι όμως όλο και περισσότεροι έρχονταν και έβρισκαν να κάτσουν στριμώχνοντας τους προηγούμενους. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες από τόκου με τις πολύχρωμες γούνες να καλύπτουν εντελώς την χλομή πέτρα. Εκτός από τα χρώματα του δάσους Κέρεσουκ, τις κερκίδες στόλιζαν τα χρώματα των λευκών στρατιωτών του Μαχέγκαν που είχαν έρθει όπως όλοι για να ενημερωθούν.
Όλοι στην κοινότητα έπρεπε να ήξεραν καλά τις θέσεις που έπρεπε να πάρουν καθώς θα έφευγαν για τον πόλεμο γιατί ήταν δύσκολο όλος ο στρατός να βγει από την κοινότητα και να διασχίσει το δάσος. Η διαδικασία υπολόγισε πως θα έπαιρνε μέχρι το απόγευμα αν έκρινε από τους τόκου που συνωστίζονταν γύρω του. Κι αυτό είναι απλά ένα μικρό μέρος του στρατού. Ο Φάριαν είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν ενώνονταν οι τόκου θα μπορούσαν άραγε να νικήσουν τους ανθρώπους;
Μόλις το πλήθος είχε γεμίσει τις κερκίδες ο Φάριαν μπορούσε να νοιώσει την ανάσα ου να κόβεται καθώς όλοι γύρω του τον πίεζαν. Ακούγονταν συνεχώς παράπονα από τόκου που δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν ή να κουνηθούν. Τελικά κάποιος πλησίασε το κέντρο του αμφιθεάτρου και ξεκίνησε να μιλάει και όλοι οι ψίθυροι σιγά-σιγά σταμάτησαν. Όταν μπόρεσε να δει καλύτερα τον ομιλητή κατάλαβε πως δεν ήταν από την κοινότητα του Κέρεσουκ, το τρίχωμά του ήταν λευκό και ήταν ντυμένος με μία παραδοσιακή πολεμική φορεσιά των τόκου. Το κάτασπρο τρίχωμά του καλυπτόταν από την καλοφτιαγμένη σκούρα-γκρι φορεσιά που ήταν γεμάτη με ζωηρά σχέδια πολλών χρωμάτων (κάτι που δεν είχαν οι καθημερινές φορεσιές των τόκου). Ήταν φτιαγμένη από σκληρό γκρι δέρμα και κάλυπτε όλο του το σώμα κάνοντας τον να φαίνεται στητός και μεγαλοπρεπής.
Ήταν ένας από τους στρατηγούς του Μαχέγκαν ο οποίος είχε μπει επικεφαλής για την ενημέρωση των τόκου πριν ξεκινήσουν. Ο Φάριαν δεν τον ήξερε αλλά όλοι φαίνονταν να τον σέβονται και να τον γνωρίζουν αν έκρινε από τον τρόπο που σώπασαν μόλις εμφανίστηκε. Μαζί του είχαν έρθει και μερικοί στρατιώτες που τον φρουρούσαν πάντα και στάθηκαν ακίνητοι και ανέκφραστοι περιμένοντας με τα λευκά κοντάρια τους να ακουμπούν στο πάτωμα. Αναρωτήθηκε τι είδους εκπαίδευση περνούσαν οι τόκου του δάσους Χόφεν για να πετύχουν τέτοια πειθαρχημένη συμπεριφορά ή μήπως έφταιγε το κρύο που πέτρωναν τα πρόσωπά τους;
Ξεκίνησε να μιλάει με βαριά φωνή που ακουγόταν με ευκολία από άκρη σε άκρη δημιουργώντας αντίλαλο.
«Είστε η δέκατη όγδοη ομάδα που θα φύγει από την κοινότητα αύριο. Αυτό σημαίνει πως θα ξεκινήσετε το πρωί και θα έχετε βγει από το δάσος πριν βγει το μεσημέρι αν τηρηθούν όλα κατά γράμμα. Όλοι σας θα είστε στο σημείο συνάντησης, στην μυστική έξοδο του ποταμού και θα ξεκινήσουμε περνώντας μέσα από το τείχος.»
«Αυτή η μυστική έξοδος είναι σήραγγα;» Ρώτησε ο Φάριαν τον τόκου που στεκόταν δίπλα του ασυναίσθητα
«Ναι είναι ένα πέρασμα που πάει κατά μήκος του ποταμού. Σώπασε τώρα να ακούσουμε»
«Θα τρέξουμε όλοι βόρεια προς το Φάρφαρελ όσο πιο γρήγορα γίνεται και θα σας καθοδηγήσει ο οδηγός σας στο σημείο συνάντησης όπου θα περιμένετε μέχρι να συγκεντρωθεί ο στρατός. Αν οτιδήποτε δεν πάει καλά ή στην χειρότερη περίπτωση δεχθούμε επίθεση από τον εχθρό ,δεν θα εμπλακείτε σε μάχη αλλά θα επιστρέψετε στο τείχος και θα αναμείνετε για νέες εντολές. Επαναλαμβάνω, κανείς δεν θα εμπλακεί σε μάχη. Με την πρώτη ένδειξη εχθρού θα επιστρέψετε στην κοινότητα. Θα μετρηθείτε πριν φύγετε και αφού φτάσετε και θα φροντίσετε να μην λείπει κανείς.» Τα λόγια του παρέμειναν στον αέρα σαν φαντάσματα για λίγη ώρα αφού ολοκλήρωσε.
Ακολούθησαν μερικές ερωτήσεις των στρατιωτών και μία διευκρίνηση των λεπτομερειών κι ύστερα ο στρατηγός τους άφησε ελεύθερους μέχρι να φτάσει η επόμενη ομάδα. Βλέποντάς τον ο Φάριαν κατάλαβε πως βρισκόταν εκεί δίνοντας οδηγίες από την αρχή της ημέρας και θα έμενε για πολύ ακόμη αλλά φαινόταν πως θα άντεχε να ενημερώσει άλλες εκατό ομάδες.
Έπρεπε μέχρι το βράδυ όλοι να ήξεραν τις θέσεις τους και να ενημερωθεί ένας ολόκληρος στρατός. Οι τόκου ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί όσο αφορά την προετοιμασία του πολέμου. Έβλεπε τους τόκου να αποχωρούν βιαστικά από το αμφιθέατρο ψιθυρίζοντας και συζητώντας το σχέδιο. Μερικοί ήταν πολύ νέοι , σχεδόν παιδιά, μερικοί φαίνονταν στην κατάλληλοι ηλικία για να γίνουν στρατιώτες ενώ άλλοι ήταν πιο ηλικιωμένοι αλλά παρόλα αυτά στιβαροί. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι τόκου δέχονταν τις γυναίκες να υπηρετήσουν στο στρατό. Μια γυναίκα δεν ήταν αρκετά δυνατή για να αντέξει το βάρος της ασπίδας ή να σηκώσει ένα διπλό πελέκι κι έτσι οι μόνες γυναίκες που θα έβλεπες να πολεμάνε ήταν οι συμμορίες παρανόμων που κρύβονταν στα βουνά και στα δάση.
Οι τόκου όμως δεν είχαν αυτό το πρόβλημα. Ο δικός τους τρόπος μάχης δεν βασιζόταν στην ωμή δύναμη και στα γερά χτυπήματα αλλά στην ευελιξία και την ταχύτητα. Είχε δει πολεμίστριες τόκου να κινούνται τόσο γρήγορα στα πεδία εξάσκησης που θα κάρφωναν τους χρυσούς ιππότες του Έλεναϊτ στα κενά της πανοπλίας πριν προλάβουν να αισθανθούν την παρουσία τους.
Ο βασιλιάς δεν ήξερε ποια θα ήταν η τροπή του πολέμου και που θα αναγκάζονταν να πάνε κι έτσι διέταξε, με την συγκατάθεση του συμβουλίου, να μείνει μία μικρή φρουρά πίσω στο δάσος με τους πολύ γέρους και τα παιδιά. Όσοι όμως ήταν αρκετά ικανοί για να ρίξουν τουλάχιστον με τόξο θα τους ακολουθούσαν στη μάχη. Θα χρειάζονταν όσο πιο πολλούς στρατιώτες μπορούσαν να συγκεντρώσουν, ειδικά τώρα που δεν είχαν την υποστήριξη του Ζάφερ ή του Μπέρεμαρ.
Εκείνη την ημέρα κανείς δεν είχε μείνει άπραγος. Άλλοι ετοίμαζαν τα φαγητά που τα έβαζαν σε κιβώτια και σακιά, τα όπλα και τις προμήθειες ,άλλοι εξασκούνταν μέχρι να πέσει ο ήλιος άλλοι είχαν φύγει για να περιπολήσουν το δάσος για τελευταία φορά και άλλοι έδιναν τους αποχαιρετισμούς τους σε όσους άφηναν πίσω. Εκείνη τη νύχτα ο Φάριαν δεν ένιωθε σαν το σπίτι του. Μπορούσε να ακούσει τα δυνατά νιαουρίσματα των μικρών παιδιών και των εγκύων που έκλαιγαν καθώς αποχαιρετούσαν τους δικούς τους. Το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν εκείνα τα μακρόσυρτα λυπητερά ουρλιαχτά που έμοιαζαν περισσότερο γατήσια παρά ανθρώπινα. ο Φάριαν είχε να αναλάβει κάτι πριν φύγουν. Αλλά ο Φάριαν δεν είχε κανένα να αποχαιρετήσει παρά μόνο τους ξεχασμένους φίλους και εχθρούς του.
Μόλις έφυγε από το αμφιθέατρο πήγε στην καλύβα του και μάζεψε όσα αντικείμενα θα χρειαζόταν σε ένα σάκο, άλλαξε ρούχα και έφαγε ένα απλό γεύμα και ξεκίνησε να συναντήσει τους παλιούς του φίλους, που τώρα βρίσκονταν φυλακισμένοι.
Τελος κεφαλαιου. Τα καταφερες. Οι μερες χαλαρωσης σχεδον τελειωσαν. Πολεμος ερχεται. Αφσε σχολια απο κατω και αστερια αν σας αρεσε και τα λεμε στο επομενο.
(ღ˘⌣˘ღ)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top